Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αυχᾶσθαι
δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι
γὰρ εἰς ὀπτασὶας καὶ ἀποκαλύψεις
Κυρίου. |
ὰ
καυχηθῶ διὰ τόσα καὶ τόσα ἄλλα,
ποὺ ὑπέστην καὶ ἔπραξα διὰ
τὸ Εὐαγγέλιον, δὲν μὲ συμφέρει
ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως. Θὰ
προχωρήσω ὅμως εἰς ὁράματα καὶ
ἀποκαλύψεις, ποὺ ἔλαβα ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου. |
ὰ
σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους
διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι.
Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ
τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων
μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας
καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον
ἀπὸ τὸν Κύριον. |
2
Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ
ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν
σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς
οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον
ἕως τρίτου οὐρανοῦ. |
2
Γνωρίζω ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ ἐζοῦσε
ἐν Χριστῷ, καὶ ὁ ὁποῖος
πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν-εἴτε εὑρίσκετο
εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν
ἐκείνην δὲν γνωρίζω· εἴτε
ἦτο ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν
γνωρίζω, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει-εἶχεν
ἁρπαγῆ καὶ ἀναληφθῆ ἕως
τὸν τρίτον οὐρανόν.
|
2
Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ
τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο
εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν
ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν
ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν
γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον
ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος
καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν,
ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις.
|
3
Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον·
εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς
οἶδεν· |
3
Καὶ γνωρίζω, ὅτι αὐτὸς ὁ
ἄνθρωπος-εἴτε μὲ τὸ σῶμα του
ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν
γνωρίζω, ὁ Θεὸς γνωρίζει-
|
3
Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος
(εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω
ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν
ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει)
|
4
ὅτι ἠρπάγη εἰς τὸν παράδεισον
καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ
οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
|
4
ὅτι ἠρπάγη ἕως εἰς τὸν
παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, τοὺς
ὁποίους ἀνθρωπίνη γλῶσσα δὲν
ἠμπορεῖ νὰ διατυπώσῃ καὶ
τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον
εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ
καὶ τοὺς ἀποκαλύψῃ.
|
4
ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ
ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη
δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς
εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν
ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς
ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ.
|
5
Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι,
ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι
εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις
μου. |
5
Διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν θὰ
καυχηθῶ, ποὺ τὸν ἐτίμησε τόσον
πολὺ ὁ Θεός. Διὰ τὸν εὐατόν
μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ
μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου,
ὅπως αὐταὶ ἀφάνησαν εἰς
τὰς περιόδους τῶν διωγμῶν καὶ
τῶν κινδύνων. |
5
Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ
καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος
αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας.
Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν
θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς
θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται
ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ
ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν
μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ.
|
6
Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι,
οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν
γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή
τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ
ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ
ἐμοῦ. |
6
Ἐὰν ὅμως θελήσω νὰ καυχηθῶ
διὰ τοὺς ἀγῶνας μου καὶ διὰ
τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν
βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τοῦ
Εὐαγγελίου ἔκαμα, δὲν θὰ εἶμαι
ἄφρων, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθειαν.
Διστάζω ὅμως καὶ ἀποφεύγω νὰ
τὸ πράξω, μήπως τυχὸν κανεὶς
σχηματίσῃ δι' ἐμὲ ἰδέαν
ἀνωτέραν, ἀπὸ ὅ,τι βλέπεις
εἰς ἐμὲ ἡ ἀπ' ὅ,τι ἀκούει
ἀπὸ ἐμέ. |
6
Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς
θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς
ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι,
ἐὰν θελήσω καὶ δι' αὐτὰ νὰ
καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων
καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν.
Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ
νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω
ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ
ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ.
|
7
Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων
ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη
μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν,
ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ
ὑπεραίρωμαι. |
7
Καὶ ἕνεκα τοῦ πολλοῦ πλήθους
τῶν ἀποκαλύψεων, διὰ νὰ μὴ
ὑπερηφανεύωμαι, ἐπέτρεψεν ὁ
Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη σκληρὸ
ἀγκάθι εἰς τὸ σῶμα, ἄγγελος
δηλαδὴ τοῦ σατανᾶ, διὰ νὰ μὲ
γρονθοκοπῇ καὶ νὰ μὲ ταλαιπωρῇ,
ἀνίατος ἀσθένεια διὰ νὰ
μὴ τὸ πάρω ἐπάνω μου.
|
7
Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν
ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ
μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς
τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος
τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ
κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά
νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι.
|
8
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον
παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ·
|
8
Διὰ τὴν θλῖψιν καὶ δοκιμασίαν
αὐτὴν τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα
τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὴν ἀπομακρύνῃ.
|
8
Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς
φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ
τὸν ἀπομακρύνῃ. |
9
καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι
ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς
μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειούται.
Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν
ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ
ἐπ' ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ
Χριστοῦ. |
9
Καὶ ὁ Κύριος μοῦ εἶπε·
<σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρις μου·
διότι ἡ δύναμίς μου φαίνεται
ὁλοένα καὶ τελειοτέρα μέσα εἰς
τὴν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν μὲ
τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα
ποὺ κατορθώνει>. Μὲ πολὺ μεγάλην
ἐσωτερικὴν γλυκύτητα καὶ εὐχαρίστησιν
θὰ καυχῶμαι περισσότερον διὰ τὰς
ἀσθενείας μου, ὥστε νὰ μένω
ἔτσι εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, διὰ
νὰ κατοικήσῃ εἰς ἐμὲ ἡ
δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
|
9
Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος·
Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ
σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται
τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς
καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ
μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως
λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς
τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ
μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. |
10
Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις,
ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν
διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ
Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ,
τότε δυνατός εἰμι.
|
10
Διὰ τοῦτο δοκιμάζω ἐσωτερικὴν
χαρὰν καὶ εὐφροσύνην εἰς τὰς
ἀσθενείας, εἰς τὰς ὕβρεις, εἰς
τὰς ἀνάγκας, εἰς τοὺς διωγμούς,
εἰς τὰς στενοχωρίας, τὰς ὁποίας
ὑφίσταμαι καὶ ὑπομένω διὰ
τὸν Χριστόν. Διότι ὅταν εὑρίσκωμαι
ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῶν τῶν
ἀσθενειῶν, τότε μὲ τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ γίνομαι καὶ εἶμαι δυνατός.
|
10
Διὰ τοῦτο εὐφραίνομαι εἰς ἀσθενείας,
εἰς ὕβρεις, εἰς ἀνάγκας, εἰς
διωγμούς, εἰς στενοχωρίας, ὅταν ὑποφέρω
ταῦτα πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ. Διότι
ὅταν μὲ τὰς θλίψεις καὶ περιπετείας
παρουσιάζομαι ἑξαιρετικῶς ἀσθενής, τότε
εἶμαι δυνατός, διότι μοῦ δίδει τότε ὁ Θεὸς
περισσοτέραν χάριν. |
11
Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! Ὑμεῖς
με ἠναγκάσατε. Ἐγὼ γὰρ ὤφειλον
ὑφ' ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν
γὰρ ὑστέρησα τῶν ὑπερλίαν
ἀποστόλων, εἰ καὶ οὐδέν
εἰμι. |
11
Ἔγινα ἀνόητος, ποὺ ἔχω καυχηθῆ
ἔτσι! Ἀλλὰ σεῖς μὲ ἀναγκάσατε.
Διότι ἐγὼ ἔπρεπε ἀπὸ σᾶς
νὰ συσταίνωμαι, καὶ ὄχι ἐγὼ
νὰ συσταίνω τὸν εὐατόν μου εἰς
σᾶς. Ἐπειδή, ὅπως καὶ σεῖς
ξέρετε, δὲν ἔχω ὑστερήσει εἰς
τίποτε καὶ δὲν ἔχω φανῆ κατώτερος
καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπισήμους
μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων, ἂν καὶ
ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
μου δὲν εἶμαι τίποτε.
|
11
Ἔγινα ἀνόητος μὲ τὰς καυχήσεις μου
αὐτάς! Ἀλλὰ σεῖς μὲ ἠναγκάσατε
νὰ γίνω. Διότι ἑγὼ ἐδικαιούμην
νὰ συσταίνωμαι ἀπὸ σᾶς καὶ ὄχι
νὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὴν ἀνάγκην
νὰ σᾶς συστήσω τὸν ἑαυτόν μου. Καὶ
ἐδικαιούμην νὰ συσταίνωμαι ἀπὸ
σᾶς, διότι εἰς τίποτε δὲν ἀπεδείχθην
κατώτερος ἀπὸ τοὺς περισσότερον ἐπιφανεῖς
ἀποστόλους, ἂν καὶ χωρὶς τὴν
χάριν τοῦ Θεοῦ δὲν εἶμαι τίποτε.
|
12
Τὰ μὲν σημεῖα τοῦ ἀποστόλου
κατειργάσθην ἐν ὑμῖν ἐν πάσῃ
ὑπομονῇ, ἐν σημείοις καὶ τέρασι
καὶ δυνάμεσι. |
12
Ὅλα τὰ γνωρίσματα, ποὺ ἀποδεικνύουν
καὶ πιστοποιοῦν τὸ ἀξίωμα τοῦ
Ἀποστόλου, ἔχουν πραγματοποιηθῆ μεταξύ
σας ἀπὸ ἐμὲ μὲ κάθε ὑπομονὴν
καὶ μὲ θαύματα, μὲ καταπληκτικὰ
ἔργα καὶ ὑπερφυσικὰς δυνάμεις.
|
12
Ὅλαι αἱ ἀποδείξεις, αἱ ὁποῖαι
πιστοποιοῦν ὅτι αὐτὸς ποὺ τὰς
παρουσιάζει εἶναι Ἀπόστολος, συνετελέσθησαν μεταξύ
σας ἀπὸ ἑμὲ μὲ πᾶσαν ὑπομονὴν
καὶ μὲ θαύματα διάφορα, δηλαδὴ μὲ
σημεῖα, μὲ τέρατα καὶ μὲ δυνάμεις.
|
13
Τί γάρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε
ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας,
εἰ μὴ ὅτι αὐτὸς ἐγὼ
οὐ κατενάρκησα ὑμῶν; Χαρίσασθέ
μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην.
|
13
Διότι τί εἶναι ἐκεῖνο εἰς
τὸν ὁποῖον ἔχετε νικηθῇ καὶ
ἔχετε ὑστερήσει ἀπέναντι τῶν
ἄλλων Ἐκκλησιῶν, παρὰ μόνον
τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν σᾶς ἐπεβάρυνα
μὲ τὰ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς
μου; Ἐὰν ἔπταισα εἰς τοῦτο,
συγχωρήσετέ μου αὐτὴν τὴν ἀδικίαν.
|
13
Διότι, τί εἶναι ἐκεῖνο εἰς τὸ
ὁποῖον ἐδείχθητε κατώτεροι ἀπὸ
τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τοῦ
ὅτι ἑγὼ δὲν σᾶς ἐπεβάρυνα
μὲ τὰ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου; Συγχωρήσατέ
μου τὴν ἀδικίαν αὐτήν.
|
14
Ἰδοὺ τρίτον ἐτοίμως ἔχω
ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ
οὐ καταναρκήσω ὑμῶν· οὐ
γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλὰ
ὑμᾶς· οὐ γὰρ ὀφείλει
τὰ τέκνα τοῖς γονεῦσι θησαυρίζειν,
ἀλλ' οἱ γονεῖς τοῖς τέκνοις.
|
14
Ἰδού, τρίτην φορὰν τώραν ἑτοιμάζομαι
νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς καὶ δὲν
θὰ σᾶς ἐπιβαρύνω. Διότι ἐγὼ
δὲν ζητῶ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἰδικά
σας, ἀλλὰ ζητῶ σᾶς τοὺς ἰδίους
διὰ τὸν Χριστόν. Ἄλλωστε δὲν
ὀφείλουν τὰ τέκνα νὰ θησαυρίζουν
διὰ τοὺς γονεῖς, ἀλλ' οἱ γονεῖς
νὰ θησαυρίζουν διὰ τὰ τέκνα.
|
14
Ἰδοὺ διὰ τρίτην φορὰν εἶμαι
ἕτοιμος νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς καὶ
δὲν θὰ σᾶς ἐπιβαρύνω. Διότι δὲν
ζητῶ τὰ ἰδικά σας, ἀλλὰ
σᾶς τοὺς ἰδίους, διὰ νὰ σᾶς
ὁδηγήσω εἰς τὴν σωτηρίαν. Καὶ
δὲν ζητῶ τὰ χρήματά σας, διότι δὲν
ὑποχρεοῦνται τὰ τέκνα νὰ θησαυρίζουν
διὰ τοὺς γονεῖς, ἀλλ’ οἱ γονεῖς
διὰ τὰ τέκνα. |
15
Ἐγὼ δὲ ἥδιστα δαπανήσω καὶ
ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν
ὑμῶν, εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς
ἀγαπῶν ἧττον ἀγαπῶμαι.
|
15
Ἐγὼ δέ, σὰν πατέρας σας ποὺ
εἶμαι, μὲ ὅλη μου τὴν εὐχαρίστησιν
θὰ δαπανήσω γιὰ σᾶς χρήματα,
ἀλλὰ καὶ θὰ δαπανηθῶ ὁλόκληρος
διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν σας.
Ἂν καὶ-ἂς πῶ αὐτὸ τὸ
παράπονον-ἐνῶ ἐγὼ σᾶς
ἀγαπῶ περισσότερον, σεῖς ὀλιγώτερον
μὲ ἀγαπᾶτε. |
15
Ἑγὼ ὅμως θὰ πράξω καὶ κάτι περισσότερον.
Λίαν εὐχαρίστως θὰ δαπανήσω χρήματα, ἀλλὰ
καὶ ἑγὼ ὁ ἴδιος θὰ δαπανηθῶ
ἐξ ὁλοκλήρου χάριν τῆς σωτηρίας τῶν
ψυχῶν σας. Καίτοι, ἐνῷ ἐγὼ σᾶς
ἀγαπῶ ἀσυγκρίτως περισσότερον, κατὰ
πολὺ ὀλιγώτερον ἀγαπῶμαι ἀπὸ
σᾶς. |
16
Ἔστω δέ, ἐγὼ οὐ κατεβάρησα
ὑμᾶς, ἀλλ' ὑπάρχων πανοῦργος
δόλῳ ὑμᾶς ἔλαβον. |
16
Ἔστω, ἐγὼ δὲν σᾶς ἐπεβάρυνα,
ἀλλά, ὅπως λέγουν οἱ συκοφάνται
μου, ἐπειδὴ εἶμαι πανοῦργος, σᾶς
ἔπιασα μὲ δολιότητα καὶ σᾶς
ἔφερα μὲ τὸ μέρος μου.
|
16
Ἔστω δέ, καθὼς λέγουν οἱ ψευδοδιδάσκαλοι,
ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν σᾶς ἐπεβάρυνα,
ἀλλὰ διότι εἶμαι φύσει πανοῦργος,
μὲ δόλον σᾶς ἐπιασα εἰς τὰ δίκτυά
μου. |
17
Μή τινα ὧν ἀπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς,
δι' αὐτοῦ ἐπλεονέκτησα ὑμᾶς;
|
17
Εἰς ποῖον ὅμως σημεῖον ἔδειξα
αὐτὴν τὴν πανουργίαν καὶ δολιότητά
μου; Μήπως μὲ κανένα ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ σᾶς ἔχω στείλει, σᾶς ἐπῆρα
πλεονεκτικῶς καὶ μὲ ἀπάτην χρήματα;
|
17
Εἰς τί σᾶς ἐδολιεύθην; Μήπως
διὰ μέσου κανενὸς ἄλλου ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ σᾶς ἔχω ἀποστείλει,
σᾶς ἐξεμεταλλεύθην καὶ σᾶς ἐπῆρα
πλεονεκτικῶς χρήματα; |
18
Παρεκάλεσα Τίτον καὶ συναπέστελα τὸν
ἀδελφόν· μή τι ἐπλεονέκτησεν
ὑμᾶς Τίτος; Οὐ τῷ αὐτῷ
πνεύματι περιεπατήσαμεν; Οὐ τοῖς αὐτοῖς
ἴχνεσι; |
18
Παρεκάλεσα τὸν Τίτον νὰ σᾶς
ἐπισκεφθῇ καὶ μαζῆ μὲ αὐτὸν
ἔστειλα καὶ τὸν ἀδελφόν. Μήπως
ὁ Τίτος σᾶς ἐξεγέλασε καὶ
σᾶς ἐπῆρε χρήματα; Δὲν ἐπολιτεύθημεν
ὅλοι ἀπέναντί σας μὲ τὸ
αὐτὸ φρόνημα καὶ μὲ τὸν
αὐτὸν τρόπον; Δὲν ἐβαδίσαμεν
ὅλοι εἰς τὰ ἴδια ἴχνη;
|
18
Παρεκάλεσα τὸν Τίτον νὰ ἔλθῃ εἰς
Κόρινθον καὶ ἔστειλα μαζί του τὸν
γνωστόν σας ἀδελφόν. Μήπως ὁ Τίτος σᾶς
ἐξεμεταλλεύθη εἰς τίποτε; Δὲν συμπεριεφέρθημεν
ὅλοι μας μὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα
καὶ φρόνημα καὶ μὲ τὰ αὐτὰ
αἰσθήματα; Δὲν ἐβαδίσαμεν ὅλοι εἰς
τὰ αὐτὰ ἀχνάρια;
|
19
Πάλιν δοκεῖτε ὅτι ὑμῖν ἀπολογούμεθα;
Κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ
λαλοῦμεν· τὰ δὲ πάντα, ἀγαπητοί,
ὑπὲρ τῆς ὑμῶν οἰκοδομῆς.
|
19
Μήπως πάλιν νομίζετε, ὅτι ἀπολογούμεθα
ἐνώπιόν σας; Ὄχι, ἀλλ' ὁμολοῦμεν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ. Ὅσα δὲ λέγομεν καὶ
πράττομεν, ἀγαπητοί, τὰ κάμνουν
χάριν τῆς ἰδικῆς σας πνευματικῆς
προόδου. |
19
Πάλιν νομίζετε, ὅτι μὲ αὐτὰ ζητοῦμεν
νὰ ἀπολογηθῶμεν εἰς σᾶς; Ὄχι·
σεῖς δὲν ἔχετε ἁρμοδιότητα νὰ
μᾶς κρίνετε καὶ νὰ μᾶς δικάσετε. Ἀλλ’
ὁμιλοῦμεν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐμπνεόμενοι
ἀπὸ τὸν Χριστόν. Τὰ λέγομεν δὲ
ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, χάριν τῆς πνευματικῆς
σας ὠφελείας καὶ οἰκοδομῆς.
|
20
Φοβοῦμαι γὰρ μήπως ἐλθὼν οὐχ
οωους θέλω εὔρῳ ὑμᾶς, κἀγὼ
εὑρεθῶ ὑμῖν οἷον οὐ θέλετε,
μήπως ἐρεῖς, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι,
καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις, ἀκαταστασίαι,
|
20
Διότι φοβοῦμαι, μήπως ὅταν ἔλθω
δὲν σᾶς εὕρω, ὅποιους θέλω νὰ
σᾶς εὕρω, καὶ ἐγὼ εὑρεθῶ
ἀπέναντί σας ἔτσι ποὺ καὶ
σεῖς δὲν θέλετε. Φοβοῦμαι μήπως
εὕρω μεταξύ σας ἔριδας, φθόνους, θυμούς,
φιλονεικίας καὶ φατριασμούς, κατακρίσεις
ἐναντίον ἀλλήλων, ψυθυρισμοὺς
εἰς βάρος τῶν ἄλλων, ἀλαζονείας
καὶ ἀποκαταστασίας. |
20
Σᾶς γράφω αὐτά, διότι φοβοῦμαι, μήπως ὅταν
ἔλθω δὲν σᾶς εὕρω ὅποιους θέλω
νὰ σᾶς εὕρω, καὶ κατ’ ἀνάγκην
εὑρεθῶ καὶ ἑγὼ εἰς σᾶς
τέτοιος, ὁποῖον δὲν μὲ θέλετε. Δηλαδὴ
φοβοῦμαι μήπως εὕρω νὰ ὑπάρχουν μεταξύ
σας ἔριδες, φθόνοι, θυμοί, φιλονεικίαι, καταλαλιαί,
κρυφομιλήματα εἰς βάρος τοῦ πλησίον, ἀλαζονεῖαι,
ἀκαταστασίαι. |
21
μὴ πάλιν ἐλθόντα μὲ ταπεινώσει
ὁ Θεός μου πρὸς ὑμᾶς καὶ
πενθήσω πολλοὺς τῶν προημαρτηκότων
καὶ μὴ μετανοησάντων ἐπὶ τῇ
ἀκαθαρσίᾳ καὶ πορνείᾳ
καὶ ἀσελγείᾳ ᾗ ἔπραξαν,
|
21
Φοβοῦμαι μήπως, ὅταν πάλιν ἔλθω
πρὸς σᾶς, μὲ ταπεινώσῃ ὁ
Θεός, ὅπως καὶ προηγουμένως, καὶ
πενθήσω διὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ πιθανὸν νὰ ἔχουν ἁμαρτήσει
πρὸς τῆς νέας μου αὐτῆς ἐπισκέψεως
καὶ δὲν ἔχουν μετανοήσει διὰ
τὴν ἀκαθαρσίαν καὶ τὴν πορνείαν
καὶ τὴν ἀσέλγειαν, ποὺ διέπραξαν.
|
21
Φοβοῦμαι μήπως, ὅταν ἔλθω πρὸς σᾶς,
μὲ ταπεινώσῃ πάλιν ὁ Θεός, ὅπως
μὲ ἐταπείνωσε καὶ εἰς τὸ
προηγούμενον ταξίδιον καὶ πενθήσω πολλοὺς ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τυχὸν ἁμαρτήσει
πρὸ τοῦ νέου τούτου ταξιδίου μου καὶ
δὲν μετενόησαν διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν
καὶ πορνείαν καὶ ἀσέλγειαν, τὴν ὁποίαν
ἔπραξαν. |