Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην
ἡμῖν λαλῆσαι ὡς πνευματικοῖς,
ἀλλ' ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις
ἐν Χριστῷ. |
αὶ
ἐγώ, ἀδελφοί, δὲν ἠμπόρεσα
νὰ ὁμιλήσω πρὸς σᾶς, νὰ
σᾶς διδάξω καὶ συζητήσω μαζῆ
σας ὡς πρὸς ὡρίμους καὶ πνευματικῶς
προωδευμένους Χριστιανούς, ἀλλὰ σᾶς
ὡμίλησα ὡς πρὸς ἀνθρώπους
ποὺ ἔχουν ἀκόμη τὸ σαρκικὸν
φρόνημα, ποὺ δὲν ἔχουν ἀναγεννηθῇ,
ἀλλ' εἶναι ἀκόμη νήπιοι καὶ
ἀρχάριοι εἰς τὴν πνευματικὴν
ζωήν. |
αὶ
ἐγώ, ἀδελφοί, ἀφοῦ τὰ πνευματικὰ
μόνον πνευματικοὶ τὰ καταλαβαίνουν, δὲν
ἠμπόρεσα νὰ σᾶς ὁμιλήσω, ὅπως
θὰ ὡμίλουν εἰς Χριστιανοὺς πνευματικοὺς
καὶ προωδευμένους, ἀλλὰ σᾶς ὡμίλησα
ὡς πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ εὑρίσκονται
άκήμη εἰς τὴν φυσικήν τους κατάστασιν καὶ
δὲν ἀφῆκαν τελείως τὰ σαρκικὰ
φρονήματα. Ὡμίλησα σὲ σᾶς ὡς πρὸς
νηπίους καὶ ἀρχαρίους κατὰ Χριστόν.
|
2
Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ
οὐ βρώμα. Οὔπω γὰρ ἠδυνάσθε.
Ἀλλ' οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε·
ἔτι γὰρ σαρκικοὶ ἔστε. |
2
Σᾶς ἐπότισα μὲ γάλα (σᾶς
ἐδίδαξα δηλαδὴ τὰς ἁπλᾶς
καὶ εὐκόλους χριστιανικὰς ἀληθείας).
Καὶ τοῦτο, διότι δὲν εἴχατε
τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἀντοχήν,
νὰ ἐννοήσετε καὶ νὰ ἀφομοιώσετε
τὴν βαθυτέραν διδασκαλίαν. Ἀλλ' οὔτε
καὶ τώρα ἀκόμη ἠμπορεῖτε,
διότι κατέχεσθε ἀκόμη ἀπὸ
σαρκικὰ φρονήματα. |
2
Σᾶς ἐπότισα μὲ γάλα. Σᾶς ἐδίδαξα
δηλαδὴ τὰς στοιχειώδεις χριστιανικὰς ἀληθείας.
Καὶ δὲν σᾶς ἔθρεψα μὲ στερεὰν
τροφήν. Διότι δὲν εἴχατε τότε ἀρκετὴν
πνευματικὴν δύναμιν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ
τώρα ἔχετε ἀρκετὴν δύναμιν. Διότι ἔχετε
ἀκόμη σαρκικὰ φρονήματα. |
3
Ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος
καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ
σαρκικοὶ ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον
περιπατεῖτε; |
3
Διότι, ἐφ' ὅσον μεταξύ σας ὑπάρχουν
ζηλοφθονία καὶ φιλονεικία καὶ διαιρέσεις,
πέστε μου, δὲν εἶσθε ἀκόμη σαρκικοὶ
ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχετε μεταξύ
σας τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν πολιτείαν
ἀνθρώπου, ποῦ δὲν ἔχει ἀναγεννηθῆ
ἀπὸ τὸν Χριστόν;
|
3
Διότι σᾶς ἐρωτῶ· ἐφ’ ὅσον μεταξύ
σας ὑπάρχουν φθόνος καὶ φιλονεικία καὶ διαιρέσεις,
δὲν εἶσθε ἄνθρωποι κυριευμένοι ἀπὸ
σαρκικὰ ἐλατήρια καὶ πάθη καὶ δὲν
συμπεριφέρεσθε μὲ διαγωγὴν ἀνθρώπου κοινοῦ
καὶ μὴ ἀναγεννημένου;
|
4
Ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ
μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δέ,
ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοὶ
ἐστε; |
4
Διότι ὅταν ὁ ἔνας λέγῃ·
<ἐγὼ μὲν εἶμαι τοῦ Παύλου>.
ὁ δὲ ἄλλος λέγει· <ἐγὼ
εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ>, καὶ χωρίζεσθε
μεταξύ σας εἰς κόμματα, δὲν εἶσθε
ἄνθρωποι ποὺ κατέχονται ἀπὸ
σαρκικὰ φρονήματα; |
4
Ὅταν δηλαδὴ ὁ ἕνας λέγῃ, ἐγὼ
εἶμαι τοῦ Παύλου, ὁ ἄλλος δὲ
λέγῃ, ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ,
δὲν εἶσθε ἄνθρωποι σαρκικοί;
|
5
Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ
Ἀπολλὼς ἀλλ' ἢ διάκονοι δι'
ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ
ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν;
|
5
Ποιὸς εἶναι, λοιπόν, αὐτὸς ὁ
Παῦλος καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς
ὁ Ἀπολλώς, παρὰ ὑπηρέται
καὶ ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ, διὰ
τῶν ὁποίων σεῖς ἐγνωρίσατε
καὶ ἐδεχθήκατε τὴν πίστιν; Εἴμαθα
ὑπηρέται τοῦ Θεοῦ, ὁ καθένας
ἀνάλογα μὲ τὴν χάριν καὶ
τὰ χαρίσματα, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει
ὁ Κύριος. |
5
Τί εἶναι λοιπὸν ὁ Παῦλος, τί δὲ
ἄλλο εἶναι ὁ Ἀπολλὼς παρὰ
ὑπηρέται καὶ ὄργανα τοῦ Θεοῦ,
διὰ τῶν ὁποίων ὠδηγήθητε εἰς
τὴν πίστιν καὶ ὑπηρετεῖ ὁ καθένας
ἀναλόγως τῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα
ὁ Κύριος τοῦ ἔδωκεν; |
6
Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς
ἐπότισεν, ἀλλ' ὁ Θεὸς ηὔξανεν·
|
6
Ἐγὼ ἐφύτευσα εἰς σᾶς τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν,
ὁ Ἀπολλὼς ἐπότισεν αὐτά,
ἀλλ' ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴν αὔξησιν
καὶ τὴν καρποφορίαν. (Χωρὶς αὐτὸν
σπορὰ καὶ πότισμα θὰ ἦσαν μάταια).
|
6
Ἑγὼ ὁ Παῦλος ἐφύτευσα εἰς
σᾶς μὲ τὸ κήρυγμά μου τὴν πίστιν,
ὁ Ἀπολλὼς ἐπότισε τὴν νεοφυτευμένην
πίστιν σας, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἔδιδεν αὔξησιν
εἰς αὐτήν. Χωρὶς ὅμως τὴν αὔξησιν
αὐτὴν ἡ σπορὰ οὔτε θὰ
ἐφύτρωνεν, οὔτε θὰ ἐρριζοβολοῦσεν,
οὔτε θὰ ἐκαρποφόρει. |
7
ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί
τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ' ὁ αὐξάνων
Θεός. |
7
Ὥστε εἰς τὴν πραγματικότητα διὰ
τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἔργου τοῦ
Θεοῦ οὔτε ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει
εἶναι τίποτε, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ
ποτίζει, ἀλλ' ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος
μὲ τὴν χάριν του δίδει τὴν αὔξησιν.
Εἰς αὐτὸν ἀνήκει τὸ πᾶν.
|
7
Ὥστε οὔτε ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει
ἀξίζει τίποτε, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ
ποτίζει, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ποὺ δίδει τὴν
αὔξησιν. Αὐτὸς καὶ μόνος εἶναι
τὸ πᾶν. |
8
Ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων
ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν
ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν
ἴδιον κόπον. |
8
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ φυτεύει καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει εἶναι ἕνα
καὶ τὸ αὐτό, δηλαδὴ δοῦλοι
καὶ ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ. Θὰ
λάβῃ δὲ ὁ καθένας ἀπὸ
αὐτοὺς τὸν μισθόν του, ἀνάλογα
μὲ τὸν κόπον ποὺ κατέβαλε.
|
8
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ φυτεύει καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ποτίζει εἶναι ἕνα καὶ τὸ
αὐτό· δηλαδὴ ὑπηρέται τοῦ αὐτοῦ
Κυρίου εἰς τὸ αὐτὸ ἔργον ἐργαζόμενοι·
θὰ λάβῃ ὅμως ὁ καθένας των τὸν
μισθόν, ποὺ τοῦ ἀνήκει ἀναλόγως τοῦ
κόπου των. |
9
Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ
γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε.
|
9
Ὁ Ἀπολλώς, λοιπόν, καὶ ἐγὼ
εἴμεθα μεταξύ μας ἕνα, συνεργάται
τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἰδικήν
σας σωτηρίαν. Σεῖς δὲ εἶσθε ἀγρὸς
καὶ ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ, ποὺ
καλιεργεῖται ἀπὸ αὐτὸν τὸν
ἴδιον. Εἶσθε οἰκοδόμημα τοῦ
Θεοῦ, ποὺ εἰς τὴν πραγματικότητα
κτίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν
Θεὸν μὲ ὄργανά του ἡμᾶς.
|
9
Εἴμεθα καὶ οἰ δύο ἕνα, διότι καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ φυτεύουν καὶ ἐκεῖνοι
ποὺ ποτίζουν εἴμεθα συνεργάται τοῦ Θεοῦ
εἰς τὸ ἔργον του, ποὺ ἀποβλέπει
εἰς τὴν σωτηρίαν σας. Εἶσθε ἀγρός,
ὁ ὁποῖος ἀνήκει εἰς τὸν
Θεόν καὶ καλλιεργεῖται ἀπὸ αὐτόν.
Εἶσθε οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
κτίζεται ἀπὸ αὐτὸν μὲ ὄργανά
του καὶ κτίστας τοῦ ἠμᾶς.
|
10
Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν
δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων
θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ·
ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ·
|
10
Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν χάριν καὶ
τὴν ἀποστολὴν ποὺ μοῦ ἔδωσεν
ὁ Θεὸς μεταξὺ τῶν ἐθνῶν,
ἐγώ, σὰν σοφὸς ἀρχιτέκτων
φωτισμένος ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔχω
θέσει ἀκλόνητον θεμέλιον εἰς
τὴν Κόρινθον καὶ ἄλλος κτίζει
ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον αὐτό.
Ὁ καθένας ὅμως ἂς βλέπῃ
καὶ ἂς προσέχῃ πῶς κτίζει
ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον.
|
10
Σύμφωνα μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ποὺ
μοῦ ἐδόθη διὰ να θεμελιώνω Ἐκκλησίας
μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, σὰν ἔμπειρος
ἀρχιμάστορας ἔχω θέσει θεμέλιον στερεόν, ἄλλος
δὲ συνεχίζει ἐπ’ αὐτοῦ τὸ κτίσιμον.
Ἀλλ’ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς κτίστας
ἄς προσέχῃ, πῶς οἰκοδομεῖ ἐπάνω
εἰς τὸ θεμέλιον. |
11
θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται
θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς
ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός.
|
11
Δὲν πρέπει δὲ νὰ ἀσχολῆται
μὲ νέαν θεμελίωσιν, διότι κανένας
δὲν ἠμπορεῖ νὰ βάλῃ ἄλλο
θεμέλιο ἀγκωνάρι ἐκτὸς ἀπὸ
ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἤδη τεθῆ
καὶ κεῖται εἰς τὴν βάσιν τῆς
οἰκοδομῆς· καὶ αὐτὸς εἶναι
ὁ Ἰησοῦς Χριστός. |
11
Δὲν ἔχει πλέον αὐτὸς δουλειὰ
μὲ τὸ θεμέλιον. Διότι κανένας δὲν ἠμπορεῖ
νὰ βάλῃ ἄλλον θεμέλιον λίθον ἐκτὸς
ἐκείνου, ποὺ εὑρίσκεται τώρα ἀμετακίνητος
καὶ ἄσειστος εἰς τὴν βάσιν τῆς
οἰκοδομῆς. Καὶ ὁ θεμέλιος αὐτὸς
εἶναι ὁ Ἰησοϋς Χριστός.
|
12
Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ
τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον,
λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην,
|
12
Ἐὰν δὲ κανεὶς κτίζῃ ἐπάνω
εἰς τὸ θεμέλιον αὐτὸ πολύτιμα
ὑλικά, ὅπως εἶναι ὁ χρυσός,
ὁ ἄργυρος, οἱ πολύτιμοι λίθοι,
ἢ κτίζῃ ξύλα, χορτάρι καὶ
καλάμια, |
12
Ἑγὼ λοιπὸν ἐθεμελίωσα καλά. Ἐὰν
ὅμὼς κανεὶς κτίζῃ ἐπάνω εἰς
τὸν θεμέλιον αὐτὸν κτίσιμον πολύτιμον σὰν
τὸν χρυσὸν ἢ τὸν ἄργυρον ἢ
τοὺς πολυτίμους λίθους ἢ κτίσιμον σανιδένιο ἢ
ἀχυρένιο ἢ καλαμένιο, |
13
ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται·
ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι
ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ
ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν
ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει.
|
13
ἂς ἔχῃ ὑπ' ὄψιν του, ὅτι
τοῦ καθενὸς οἰκοδόμου θὰ γίνῃ
φανερὸν τὸ ἔργον καὶ ἡ ἀξία
του. Διότι ἡ μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα
τῆς κρίσεως θὰ τὸ φανερώσῃ
ὁλοκάθαρα. Ἐπειδὴ θὰ συνοδεύεται
αὐτὴ μὲ τὴν θείαν δικαιοσύνην,
ἡ ὁποία σὰν φῶς θὰ ἀποκαλύπτῃ
καὶ σὰν πῦρ θὰ κατακαίῃ
κάθε τι τὸ εὐτελὲς καὶ σάπιο.
Καὶ τοῦ καθενὸς τὸ ἔργον τί
εἶναι καὶ τί ἀξίζει, θὰ
τὸ φανερώσῃ ἡ δικαία κρίσις
τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁμοιάζει μὲ
τὴν φωτιά. |
13
τοῦ καθενὸς κτίστου τὸ ἔργον θὰ
γίνῃ φανερόν. Διότι ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως
θὰ τὸ ξεσκεπάσῃ καὶ θὰ τὸ
φανέρωσῃ. Καὶ θὰ τὸ ξεσκεπάσῃ,
διότι ἡ ἡμέρα ἐκείνη θὰ ἀποκαλυφθῇ
συντροφευμένη μὲ τὴν δραστικὴν σὰν
τὴν φωτιὰν ἐνέργειαν τῆς θείας δικαιοσύνης.
Καὶ τοῦ καθενὸς τὸ ἕργον σὰν
τί νὰ εἶναι θὰ ζυγίσῃ ἐπακριβῶς
ὁ Θεὸς καὶ θὰ φανερώσῃ τὴν
πραγματικήν του ἀξίαν σὰν ἄλλο πῦρ,
ποὺ κατακαίει κάθε εὔφλεκτον ὑλικόν.
|
14
Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε,
μισθὸν λήψεται·
|
14
Ἐάν, λοιπόν, τὸ ἔργον ποὺ
ἔνας ᾠκοδόμησε ἐπάνω εἰς
τὸ θεμέλιον, εἰς τὸν Χριστόν,
μένῃ ἄθικτον ἀπὸ τὴν φωτιά,
καθ' ὃ στερεὸν καὶ ἀνθεκτικόν,
αὐτὸς θὰ λάβῃ μισθόν.
|
14
Ἐὰν τὸ ἔργον κάποιου, τὸ ὁποῖον
αὐτὸς ἔκτισεν ἐπάνω εἰς τὸν
αἰώνιον θεμέλιον, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός,
θὰ μένῃ καὶ δὲν θὰ καίεται ἀπὸ
τὸ πῦρ τῆς θείας κρίσεως, αὐτὸς
θὰ λάβῃ μισθόν. |
15
εἴ τινος τὸ ἒργον κατακαήσεται ζημιωθήσεται,
αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ
ὡς διὰ πυρός. |
15
Ἐὰν ὅμως κάποιου ἄλλου τὸ
ἔργον κατακαῇ καὶ γίνῃ στάκτη,
αὐτὸς θὰ ζημιωθῇ, διότι οἱ
κόποι του θὰ πᾶνε χαμένοι. Ὁ
ἴδιος ὅμως ἴσως σωθῇ μὲ πολὺ
μεγάλην δυσκολίαν, σὰν ἐκεῖνον
ποὺ διέρχεται ἀνάμεσα ἀπὸ
τὰς φλόγας. (Θὰ σωθῇ ἐὰν
ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τὸν κρίνῃ,
τουλάχιστον διὰ τὴν καλήν του διάθεσιν,
ἄξιον συγνώμης καὶ σωτηρίας).
|
15
Ἐὰν τὸ ἔργον κάποιου ἄλλου κατακαῇ
καὶ δὲν ἀνθέξῃ εἰς τὸ
πῦρ τῆς θείας κρίσεως, αὐτὸς θὰ
ζημιωθῇ, διότι οἰ κόποι του δὲν θὰ
ἀνταμειφθοῦν. Αὐτὸς ὅμως θὰ
σωθῇ μόλις καὶ μετὰ βίας· θὰ σωθῇ
δηλαδὴ σὰν ἐκεῖνον, ποὺ περνᾷ
μέσα ἀπὸ τὰς φλόγας τοῦ πυρὸς
καὶ διατρέχει κίνδυνον μέγαν. Ἔτσι καὶ αὐτὸς
θὰ σωθῇ, ἐὰν τελικῶς ἀνθέξη
εἰς τὸ πῦρ τῆς θείας κρίσεως.
|
16
Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἔστε
καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖν
ἐν ὑμῖν; |
16
Σεῖς οἱ Κορίνθιοι εἶσθε αὐτὸ
τὸ πνευματικὸν οἰκοδόμημα, διὰ
τὸ ὁποῖον ὁμιλῶ. Σᾶς ἐρωτῶ,
λοιπόν· δὲν γνωρίζετε, ὅτι εἶσθε
πράγματι πνευματικὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ
καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
κατοικεῖ μέσα σας καὶ μεταξύ σας;
|
16
Εἶπα ἀρκετὰ διὰ τοὺς κτίστας.
Ἂς ἔλθω τώρα καὶ εἰς ἐκείνους,
ποὺ ἀντὶ νὰ κτίζουν καταστρέφουν τὴν
οἰκοδομήν. Δὲν γνωρίζετε ἀπὸ τὴν
πεῖραν τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σας,
ὅτι εἶσθε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ
ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ
μέσα σας; |
17
Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ
γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός
ἐστιν, οἵτινες ἐστε ὑμεῖς.
|
17
Ἐάν, λοιπόν, κανεὶς μὲ τὰς
φιλονεικίας καὶ τὰς διαιρέσεις καταστρέφῃ
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἂς γνωρίζῃ
αὐτός, ὅτι θὰ τὸν καταστρέψῃ
ὁ Θεός. Διότι ὁ ναὸς τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἅγιος, ἱερὸν ἀφιέρωμα
εἰς τὸν Θεόν. Τέτοιος δὲ ἅγιος
ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶσθε σεῖς.
|
17
Ἐὰν λοιπὸν κανεὶς μὲ τὴν
πλανεμένην διδασκαλίαν του καὶ τοὺς φατριασμούς
του καταστρέφῃ τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ,
θὰ καταστρέψῃ τοῦτον ὁ Θεὸς.
Θὰ τὸν καταστρέψῃ δὲ, διότι ὁ
ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος. Εἶναι
ἀφιερωμένος εἰς αὐτὸν καὶ εἶναι
ἰδικόν του κτῆμα. Εἶναι ἱερὸς
καὶ ἀπαραβίαστος. Τέτοιος δὲ ναός τοῦ
Θεοῦ ἅγιος ναός, εἶσθε σεῖς.
|
18
Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω·
εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν
ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ,
μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός.
|
18
Κανένας ἂς μὴ ξεγελάῃ τὸν
εὐατόν του· ἐὰν κανεὶς
νομίζῃ ὅτι εἶναι σοφὸς μεταξύ
σας, ἐπειδὴ ἔχει τὴν σοφίαν
τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ κυριευμένος
ἀπὸ ὑψηλὸν φρόνημα θέλῃ
νὰ δημιουργῇ κόμμα μέσα εἰς
τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἂς ἔχῃ
ὑπ' ὄψιν του, ὅτι τὸ καλύτερον
ποὺ ἔχει νὰ κάμῃ εἶναι
νὰ γίνῃ διὰ τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ κόσμου μωρός, διὰ νὰ ἀναδειχθῇ
πραγματικὰ σοφὸς ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ. |
18
Ἂς μὴ ἐξαπατᾷ κανεὶς τὸν
ἑαυτόν του νομίζων, ὅτι δὲν θὰ τὸν
φθείρῃ ὁ Θεός, ὅταν αὐτὸς φθείρῃ
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ
σχίσματά του. Καὶ ἐπειδὴ τὰ κόμματα
αὐτὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἰδέαν,
ὅτι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἑνὸς
εἶναι σοφώτερος ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν
τοῦ ἄλλου, σᾶς προσθέτω, ὅτι ἐὰν
κανεὶς νομίζῃ, ὅτι εἶναι σοφὸς
μεταξύ σας, ἐπειδὴ ἔχει τὴν σοφίαν
τοῦ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεὸν
κόσμου, αὐτὸς ἂς γίνῃ μωρὸς
ἐγκολπούμενος τὸ κήρυγμα, ποὺ ὁ κόσμος
τὸ θεωρεῖ κουταμάραν καὶ ἂς παύσῃ
νὰ ἔχῃ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν
σοφίαν του καὶ εἰς τὴν κρίσιν του, διὰ
νὰ γίνῃ πραγματικὰ σοφός.
|
19
Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου
μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι. Γέγραπται
γάρ· ὁ δρασόμενος τοὺς σοφοὺς
ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν.
|
19
Διότι ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου,
ὅσον λαμπρὰ καὶ ὑψηλὴ ἂν
φαίνεται, εἶναι μωρία ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔτσι ἔχει
γραφῆ καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην·
<ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ
ἁρπάζει μὲ τὸ παντοδύναμό
του χέρι τοὺς σοφούς, τοὺς ξετινάζει
καὶ τοὺς ἐξευτελίζει μέσα εἰς
τὴν ἴδια των σοφιστικὴν ἐπιτηδειότητα
καὶ πανουργίαν>. |
19
Διότι ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου εἶναι κουταμάρα
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ
ἀποδεικνύεται ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ
ἔχει γραφῆ εἰς τὸ θεόπνευστον βιβλίον
τοῦ Ἰώβ· Ὁ Θεὸς πιάνει σφικτοδεμένους
αὐτούς, ποὺ κάνουν τὸν σοφόν, καὶ
τοὺς ἐξευτελίζει μὲ τὴν ἴδια
τους τὴν σοφιστικὴν ἐξυπνάδα καὶ δεξιότητα.
|
20
Καὶ πάλιν· Κύριος γινώσκει τοὺς
διαλογισμοὺς τῶν σοφῶν, ὅτι εἰσὶ
μάταιοι. |
20
Καὶ πάλιν εἶναι γραμμένον· <Ὁ
Κύριος γνωρίζει πολὺ καλὰ τοὺς
συλλογισμούς, τὰς ἐσωτερικὰς σκέψεις
καὶ τοὺς διαλογισμοὺς τῶν σοφῶν,
ὅτι εἶναι μάταιοι καὶ ψευδεῖς>.
|
20
Καὶ πάλιν εἰς τοὺς ψαλμοὺς ἔχει
γραφῆ· Ὁ Κύριος γνωρίζει καλὰ τὰς
σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμοὺς τῶν
σοφῶν, ὅτι εἶναι μάταιοι καὶ δὲν
φέρουν καμμίαν πραγματικὴν ὠφέλειαν.
|
21
Ὥστε μηδεὶς καυχάσθω ἐν ἀνθρώποις·
πάντα γὰρ ὑμῶν ἀνθρώποις,
πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν,
|
21
Ὥστε κανεὶς ἂς μὴ καυχᾶται,
οὔτε διότι κατέχει τὴν σοφίαν
τῶν ἀνθρώπων οὔτε διότι ἔχει
ἀρχηγοὺς καὶ διδασκάλους ἀνθρώπους
μὲ μεγάλα ὀνόματα. Διότι ὅλα
εἶναι ἰδικά σας. |
21
Ὥστε ἂς μὴ καυχᾶται κανείς, διότι
ἀνήκει εἰς ἀνθρώπους καὶ ἔχει
ὡς ἀρχηγόν του καὶ διδάσκαλόν του τοῦτον
ἢ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον. Διότι
ὅλα εἶναι ἰδικά σας. |
22
εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε
Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωὴ εἴτε
θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα,
πάντα ὑμῶν ἐστιν,
|
22
εἴτε ὁ Παῦλος εἴτε ὁ Ἀπολλὼς
εἴτε ὁ Κηφᾶς εἴτε ὁ κόσμος
ὅλος εἴτε ἡ ζωὴ εἴτε ὁ
θάνατος εἴτε τὰ παρόντα εἴτε
τὰ μέλλοντα, ὅλα εἶναι ἰδικά
σας (ὥστε νὰ μὴ γίνεσθε σεῖς
δοῦλοι ἀνθρώπων ἢ καὶ συστημάτων
ξένων πρὸς τὸν Χριστόν). |
22
Εἶτε ὁ Παῦλος, εἴτε ὁ Ἀπολλώς,
εἴτε ὁ Κηφᾶς, εἴτε ὁλόκληρος
ὁ κόσμος, εἴτε ἡ ζωή, εἴτε ὁ
θάνατος, εἴτε ὅσα ὑπάρχουν τώρα, εἴτε
ὅσα θὰ εἶναι εἰς τὸ μέλλον,
ὅλα εἶναι ἰδικά σας καὶ ὑπηρετοῦν
εἰς τὴν σωτηρίαν σας. |
23
ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ
Θεοῦ. |
23
Σεῖς δὲν ἀνήκετε εἰς κανένα
ἄλλον εἰ μὴ μόνον εἰς τὸν
Χριστόν, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι
ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
|
23
Σεῖς δὲ δὲν εἶσθε οὔτε τοῦ
Παύλου, οὔτε τοῦ Ἀπολλώ, ἀλλ’ ἀνήκετε
εἰς τὸν Χριστόν, ὁ δὲ Χριστὸς
εἶναι τοῦ Θεοῦ γνήσιος Υἱός.
|