Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λως
ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία,
καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ
ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται,
ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς
ἔχειν. |
ἶμαι
ὅμως ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὴν
ἀγάπην ποὺ σᾶς ἔχω, νὰ
σᾶς κάμω μερικὰς ἀκόμη παρατηρήσεις.῎Εχει
διαδοθῇ καὶ εἶναι γνωστὸν παντοῦ,
ὅτι ἐπικρατεῖ μεταξύ σας πορνεία,
καὶ τέτοια μάλιστα φοβερὰ πορνεία,
ἡ ὁποία οὔτε καὶ μεταξὺ
αὐτῶν τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν
ἀναφέρεται, ὥστε κάποιος ἀπὸ
σᾶς νὰ συζῇ μὲ τὴν γυναῖκα
τοῦ πατέρα του, δηλαδὴ τὴν μητρυιάν
του. |
ἶναι
εἰς ὅλους γνωστὸν καὶ διαδεδομένον,
ὅτι ἐπικρατεῖ μεταξύ σας πορνεία, καὶ
τοιούτου εἴδους πορνεῖα, ποὺ οὔτε
μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν
ἀναφέρεται, ὥστε κάποιος ἀπὸ σᾶς
νὰ ἔχῃ τὴν γυναῖκα τοῦ
πατέρα του, τὴν μητρυιάν του δηλαδή.
|
2
Καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ,
καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενδήσατε,
ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν
ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας!
|
2
Καὶ σεῖς ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖτε
νὰ εἶσθε φαντασμένοι καὶ ὑπερήφανοι
διὰ τὴν σοφίαν σας καὶ τὰ χαρίσματά
σας, καὶ δὲν ἐπενθήσατε μᾶλλον
ὅλοι σας, διὰ νὰ ἐκδιωχθῇ ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ λείψῃ
ἀπὸ τὴν κοινωνίαν σας ἐκεῖνος,
ποὺ εἰσέπραξε τὴν φοβερὰν αὐτὴν
ἁμαρτίαν! |
2
Καὶ σᾶς ἀντὶ νὰ ἐντρέπεσθε
δι’ αὐτό, ἑξακολουθεῖτε νὰ εἶσθε
φαντασμένοι καὶ φουσκωμένοι διὰ τὴν σοφίαν
σας, καὶ δὲν ἐκηρύξατε μᾶλλον πένθος
ἐπίσημον καὶ γενικὸν διὰ νὰ
ἐκδιωχθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
ἀπὸ τὴν κοινωνίαν σας ἐκεῖνος,
ποὺ ἔκαμε τὴν πρᾶξιν αὐτήν!
Ἡ εὐθύνῃ πίπτει ὁλόκληρος ἐπάνω
σας. |
3
Ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν
τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι
ἤδη κέκρινα ὡς παρὼν τὸν οὕτω
τοῦτο κατεργασάμενον,
|
3
Διότι ἐγώ, σᾶς τὸ λέγω
καθαρά, ἂν καὶ εἶμαι ἀπὼν
σωματικῶς, εἶμαι ὅμως μὲ τὸν
νοῦν καὶ τὴν καρδίαν παρὼν μεταξύ
σας, ἔχω πλέον κρίνει καὶ καταδικάσει,
σὰν νὰ ἤμουν παρὼν μεταξύ σας,
αὐτὸν ὁ ὁποῖος κατὰ ἔναν
τέτοιον ἀναίσχυτον
τρόπον ἔχει διαπράξει τὴν
φοβερὰν ἁμαρτίαν.
|
3
Διότι ἐγὼ μέν, ἐπειδὴ ἀπουσιάζω
σωματικῶς, εἶμαι ὅμως παρὼν εἰς
τὴν Κόρινθον μὲ τὸν νοῦν καὶ
τὴν καρδίαν μου, ἔχω πλέον κρίνει καὶ καταδικάσει,
σὰν νὰ ἤμουν παρών, τὸν ἀναίσχυντον
αὐτόν, ποὺ ἔκαμε τὴν μισητὴν
αὐτὴν πρᾶξιν. |
4
ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων
ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος
σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ
|
4
Καὶ πρέπει, λοιπόν, ἀφοῦ ἐν
τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκεντρωθῆτε ὅλοι
σας, καὶ σεῖς καὶ τὸ πνεῦμα
μου μαζῆ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
|
4
Τώρα δὲ ἀφοῦ συναχθῶμεν εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, σεῖς καὶ ἐγὼ παρὼν
μεταξύ σας πνευματικῶς μαζὶ μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
|
5
παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ
εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα
τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. |
5
νὰ παραδώσωμεν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον
εἰς τὸν σατανᾶν (μὲ τὴν ἀποκοπήν
του ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας), διὰ
νὰ τιμωρηθῇ καὶ ταλαιπωρηθῇ σκληρὰ
τὸ σῶμα του καὶ συνέλθῃ μὲ
τὴν παιδαγωγικὴν αὐτὴν τιμωρίαν,
ὥστε νὰ σωθῇ ἡ ψυχὴ του κατὰ
τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ.
|
5
ἂς παραδώσωμεν τὸν τοιοῦτον εἰς τὸν
σατανᾶν ἀποκόπτοντες αὐτὸν ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ τιμωρηθῇ
καὶ κολασθῇ σκληρὰ τὸ σῶμα του
καὶ σωφρονισθῇ μὲ τὴν παιδαγωγίαν
αὐτήν, ὥστε νὰ σωθῇ ἔτσι ἡ
ψυχή του κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δευτέρας
παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
|
6
Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν.
Οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον
τὸ φύραμα ζυμοῖ; |
6
Ἡ πλαδαρὰ στάσις καὶ ἡ ἀναισθησία,
ποὺ ἐδείξατε ἐμπρὸς εἰς
τὸ μεγάλο αὐτὸ παράπτωμα, μαρτυρεῖ,
ὅτι δὲν ἔχετε καὶ δὲν ἠμπορεῖτε
νὰ ἔχετε καλὴν καύχησιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ὀλίγον προζύμι
ζυμώνει καὶ μεταβάλλει ὅλο τὸ
ζυμάρι; |
6
Ἠ ἀδιαφορία αὐτή, ποὺ ἐδείξατε
ἕως τώρα, εἶναι μία ἐπὶ πλέον ἀπόδειξις,
ὅτι δὲν εἶναι καλὴ ἡ καύχησίς
σας καὶ δικαίως ἀπεδοκίμασα αὐτήν. Δὲν
ξεύρετε, ὅτι ὀλίγον προζύμιον ζυμώνει ὁλόκληρον
τὴν μᾶζαν τοῦ ζυμαριοῦ;
|
7
Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην,
ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθὼς ἔστε
ἄζυμοι. Καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν
ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός·
|
7
Ξεκαθαρίσατε, λοιπόν, καὶ πετάξατε
τὴν παλαιὰν ζύμην τῆς διαφθορᾶς
καὶ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ σᾶς
μολύνει καὶ σᾶς διαφθείρει, διὰ
νὰ γίνετε καὶ νὰ εἶσθε νέον,
καθαρὸν ζυμάρι, ὅπως ἄλλωστε καὶ
διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ
τὴν παλαιὰν κακὴν ζύμην τῆς
ἁμαρτίας. Καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα
ἁγνοὶ καὶ ἀμόλυντοι, διότι
ἰδικός μας πασχάλιος ἀμνός,
ποὺ ἐθυσιάσθη πρὸς χάριν ἡμῶν
εἶναι ὁ Χριστός. |
7
Ξεκαθαρίσατε λοιπὸν τὸ παλαιὸν προζύμιον
τῆς διαφθορᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου,
διὰ νὰ εἶσθε νέα μᾶζα ζυμαριοῦ,
καθὼς διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ
βαπτίσματος ἔχετε ἀπαλλαγὴ ἀπὸ
τὴν παλαιὰν κακὴν ζύμην. Ὀφείλομεν
δὲ νὰ εἴμεθα ἄζυμοι, διότι καὶ
ἡμεῖς ἑορτάζομεν θεῖον καὶ ὑπερφυὲς
Πάσχα. Ὁ ἰδικός μας πασχάλιος ἀμνὸς
εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ ἐθυσιάσθη ὑπὲρ
ἡμῶν. |
8
ὥστε ἐορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ
παλαιᾷ, μηδὲ ἐν ζύμῃ κακίας
καὶ πονηρίας, ἀλλ' ἐν ἀζύμοις
εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας.
|
8
Ὥστε ἂς ἐορτάζωμεν τὸ Πάσχα
ἡμῶν ὄχι ἑπτὰ ἡμέρας,
ὅπως οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ
εἰς ὅλην μας τὴν ζωήν· καὶ
ὄχι μὲ τὸ παλαιὸ προζύμι τῶν
ἰουδαϊκῶν τύπων, οὔτε μὲ τὸ
προζύμι τῆς κακίας καὶ πονηρίας
τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τὰ
ἄζυμα τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας
καὶ εἰλικρινείας, μὲ βίον δηλαδὴ
εὐθύτητος καὶ ἁγνότητος
|
8
Ὥστε ἂς ἐορτάζωμεν συνεχῶς καὶ
εἰς ὅλην τὴν ζωήν μας τὸ Πάσχα μας
αθυτὸ ὄχι μὲ τὸ παλαιὸν προζύμιον
τῶν ἰουδαϊκῶν καὶ εἰδωλολατρικῶν
φρονημάτων καὶ συνηθειῶν, οὔτε μὲ
προζύμιον κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλὰ μὲ
ἄζυμα βίου καθαροῦ, συμμορφωμένου πρὸς τὴν
χριστιανικὴν ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα.
|
9
Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ
μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις,
|
9
Σᾶς ἔχω γράψει προηγουμένως, ὅτι
δὲν πρέπει νὰ ἔχετε ἐπικοινωνίαν
καὶ σχέσεις μὲ πόρνους.
|
9
Σᾶς ἔγραψα εἰς προηγουμένην ἐπιστολήν
μου νὰ μὴ ἔχετε στενὰς καὶ συχνὰς
σχέσεις πρὸς πόρνους. |
10
καὶ οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ
κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις
ἢ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις·
ἐπεὶ ὀφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ
κόσμου ἐξελθεῖν·
|
10
Καὶ δὲν ἐννοῶ βέβαια γενικῶς
τοὺς πόρνους τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου
κόσμου, τοὺς πλεονέκτας ἢ τοὺς
ἅρπαγας ἢ τοὺς εἰδωλολάτρας·
διότι τότε θὰ εἶσθε κατὰ λογικὴν
συνέπειαν ὑποχρεωμένοι νὰ φύγετε
καὶ νὰ βγῆτε ἔξω ἀπὸ τὴν
κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων, μεταξὺ
τῶν ὁποίων ζῆτε.
|
10
Καὶ δὲν σᾶς ἔγραψα νὰ μὴ
συναναστρέφεσθε γενικῶς τοὺς πόρνους τοῦ
κόσμου αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου ἢ τοὺς
πλεονέκτας ἢ τοὺς ἅρπαγας ἢ τοὺς
εἰδωλολάτρας. Διότι, ἐὰν σᾶς ἔγραφα
κάτι τέτοιο, εἶσθε φυσικὰ ἀναγκασμένοι νὰ
ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὴν κοινωνίαν
τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν ὁποίαν
ζῆτε. |
11
νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ
συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς
ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης
ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ
μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ
μηδὲ συνεσθίειν. |
11
Τώρα δὲ σᾶς ἔγραψα νὰ μὴ
συναναστρέφεσθε καὶ νὰ μὴ ἔχετε
ἐπικοινωνίαν μαζῆ του, ἐὰν κάποιος
ποὺ, ἂν καὶ ἔχῃ τὸ ὄνομα
τοῦ ἀδελφοῦ, εἶνα ἐν τούτοις
πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης
ἢ ὑβριστὴς ἢ μέθυσος ἢ
ἅρπαξ. Μὲ τέτοιον ἀδελφὸν δὲν
πρέπει οὔτε νὰ συντρώγετε.
|
11
Τώρα δὲ σᾶς ἔγραψα νὰ μὴ συναναστρέφεσθε,
ἐὰν κανείς, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα
μόνον τοῦ ἀδελφοῦ, εἰς τὴν πρᾶξιν
ὅμως εἶναι πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης
ἢ ὑβριστὴς καὶ κακολόγος ἢ μέθυσος
ἢ ἅρπαξ, μὲ τέτοιον Χριστιανὸν δὲν
πρέπει οὔτε νὰ συντρώγετε. |
12
Τί γάρ μοι καὶ τοὺς ἔξω κρίνειν;
Οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε;
|
12
Δὲν σᾶς ἔγραψα, λοιπόν, διὰ
τοὺς μὴ Χριστιανούς, διότι τί
δουλειὰ ἔχω ἐγὼ νὰ κρίνω
τοὺς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι
εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν
Ἐκκλησίαν; Ἐγὼ περιορίζομαι
νὰ κρίνω τοὺς Χριστιανούς. Καὶ
σεῖς δὲν κρίνετε αὐτοὺς ποὺ
εἶναι μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
τοῦ Χριστοῦ; |
12
Δὲν σᾶς ἔγραψα διὰ τοὺς μὴ
Χριστιανούς. Διότι τί δουλειὰ ἔχω ἑγὼ
νὰ κρίνω καὶ τοὺς ἔξω, τοὺς
μὴ Χριστιανοὺς δηλαδή; Δὲν κρίνετε καὶ
σᾶς τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας;
Ὅπως λοιπὸν σεῖς, ἔτσι καὶ ἑγὼ
μόνον αὐτούς, ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν, ἔχω καθῆκον καὶ ἐνδιαφέρον
νὰ κρίνω. |
13
Τοὺς δὲ ἔξω ὁ Θεὸς κρίνει.
Καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν. |
13
Τοὺς δὲ ἀπίστους ὁ Θεὸς
τοὺς κρίνει. Καὶ σεῖς, λοιπόν,
ἔχετε καθῆκον νὰ καταδικάσετε εἰς
τὴν συνείδησίν σας τὸν πονηρὸν
καὶ φαῦλον αὐτὸν ἀδελφόν
σας καὶ <νὰ τὸν ἀπομακρύνετε
ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνίαν σας, ἀπὸ
τὸ περιβάλλον σας>. |
13
Τοὺς δὲ ἀπίστους τοὺς κρίνει ὁ
Θεός. Καὶ σεῖς ἔχετε καθῆκον νὰ
ἀπομακρύνετε ὁλοτελῶς ἀπὸ τὸν
κύκλον σας κάθε πονηρὸν καὶ ἀδιόρθωτον ἀδελφόν.
|