Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
δὲ ψυχὴ ἁμάρτῃ, καὶ ἀκούσῃ
φωνὴν ὁρκισμοῦ, καὶ οὗτος μάρτυς,
ἢ ἑώρακεν, ἢ σύνοιδεν, ἐὰν
μὴ ἀπαγγείλῃ, λήψεται τὴν
ἁμαρτίαν. |
ὰν
κανεὶς ἁμαρτήσῃ δι' ἀπόκρυψιν
ἀληθείας, ὅταν καλούμενος ὡς
αὐτόπτης ἢ ὡς πληροφορημένος
ἐξ ἀκοῆς μάρτυς νὰ καταθέσῃ
ἐνόρκως, αὐτὸς δὲ ἀρνηθῇ
νὰ καταθέσῃ ὅ,τι γνωρίζει, θὰ
τοῦ καταλογισθῇ ἁμαρτία καὶ
ἐνοχή. |
ὰν
δὲ κάποιος κληθῇ ἐνόρκως νὰ
καταθέσῃ διὰ κάποιο γεγονός, τοῦ ὁποίου
ἦτο αὐτόπτης μάρτυς, ἢ ἔλαβε σαφῆ
γνῶσιν καὶ δεν τὸ κάνῃ, ἁμαρτάνει
καὶ θὰ ἔχῃ ἐπάνω του τὴν
ἐνοχὴν τῆς ἁμαρτίας του.
|
2
Ἡ ψυχὴ ἐκείνη, ἥτις ἐὰν
ἅψηται παντὸς πράγματος ἀκαθάρτου,
ἢ θνησιμαίου, ἢ θηριαλώτου ἀκαθάρτου,
ἢ τῶν θνησιμαίων βδελυγμάτων τῶν
ἀκαθάρτων, ἢ τῶν θνησιμαίων
κτηνῶν τῶν ἀκαθάρτων,
|
2
Ἐὰν κανεὶς ἐγγίσῃ οἰονδήποτε
ἀκάθαρτον πρᾶγμα, δηλαδὴ θνησιμαῖον
ζῶον ἢ ζῶον κατασπαραχθὲν ὑπὸ
θηρίου, εἴτε τοῦτο εἶναι ἀπὸ
τὰ βδελυκτὰ ἀκάθαρτα ζῶα ἄλλων
λαῶν εἴτε ἀπὸ τὰ συνήθη
κατοικίδια ζῶα τῶν Ἑβραίων,
|
2
Ἐὰν ἐπίσης κάποιος ἐγγίσῃ
ὀτιδήποτε ἀκάθαρτον πρᾶγμα, εἴτε
πτῶμα, εἴτε ἀκάθαρτον ζῶον, ποὺ
τὸ κατεσπάραξεν ἄλλο ἄγριον ζῶον,
εἴτε κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα ζώων, ποὺ
τὰ θεωροῦν ἱερὰ ὡρισμένοι λαοί,
ἢ ἀπὸ τὰ πτώματα ἀκαθάρτων κατοικιδίων
ζώων, |
3
ἢ ἅψηται ἀπὸ ἀκαθαρσίας
ἀνθρώπου, ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας
αὐτοῦ, ἧς ἂν ἁψάμενος
μιανθῇ, καὶ ἔλαθεν αὐτόν, μετὰ
τοῦτο δὲ γνῷ, καὶ πλημμελήσῃ·
|
3
ἢ ἐγγίσῃ ἀκαθαρσίαν ἀνθρώπου,
κάθε εἶδος ἀκαθαρσίας αὐτοῦ,
διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἐγγίσας
μολύνεται, καὶ ἔπραξε τοῦτο ἐξ
ἀγνοίας, κατόπιν δὲ κατενόησε
καὶ συνῃσθάνθη τὸν μολυσμόν,
εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ θείου
Νόμου καὶ πρέπει νὰ καθαρισθῇ.
|
3
ἢ ἐὰν ἐγγίσῃ κάτι ἀπὸ
τὴν ἀκαθαρσίαν ἀνθρώπου, ὁποιανδηποτε
ἀκαθαρσίαν του, ποὺ ὅταν τὴν ἐγγίσῃ
κανεὶς μολύνεται, καὶ δὲν ἀντιληφθῇ
τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ σφάλμα του,
ἀλλὰ τὸ συναισθανθῇ κατόπιν, εἶναι
παραβάτης καὶ ἔνοχος ἔναντι τοῦ Νόμου.
|
4
ἡ ψυχή, ἣ ἂν ὀμόσῃ
διαστέλλουσα τοῖς χείλεσι κακοποιῆσαι
ἢ καλῶς ποιῆσαι κατὰ πάντα,
ὅσα ἐὰν διαστείλῃ ὁ ἄνθρωπος
μεθ' ὅρκου, καὶ λάθῃ αὐτὸν
πρὸ ὀφθαλμῶν, καὶ οὗτος γνῷ,
καὶ ἁμάρτῃ ἐν τι τούτων,
|
4
Ἐὰν κανεὶς ὑποσχεθῇ νὰ
κάμῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο καὶ
βεβαιώσῃ τὴν ὑπόσχεσίν
του μὲ προφορικὸν ὅρκον οἰονδήποτε
καὶ ἂν εἶναι αὐτὸ ποὺ
ἐνόρκως ὑπεσχέθη νὰ κάμῃ,
τοῦ διαφύγῃ ὅμως ἀπὸ τὸν
νοῦν καὶ τὸ ἐνθυμηθῇ κατόπιν,
εἶναι ἔνοχος δι' αὐτό που ὡρκίσθη
νὰ κάμῃ καὶ δὲν τὸ ἔκαμε.
|
4
Ἐὰν κάποιος ὁρκισθῇ ἐπιπολαίως
καὶ ἀναγγείλῃ μὲ τὰ χείλη του
ὅτι θὰ κάνῃ κάτι, εἴτε κακὸν
εἴτε καλόν, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ
συνήθως ὁρκίζονται καὶ ὑπόσχονται
νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ διαφύγῃ
αὐτὸ ἀπὸ τὸν νοῦν του
καὶ τὸ συναισθανθῇ κατόπιν, εἶναι
ἔνοχος δι ἐκεῖνο, περὶ τοῦ ὁποίου
ὡρκίσθη. |
5
καὶ ἐξαγορεύσει τὴν ἁμαρτίαν,
περὶ ὧν ἡμάρτηκε κατ' αὐτῆς,
|
5
Αὐτὸς πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ
τὴν ἁμαρτίαν αὐτήν, τὴν
ὁποίαν ἔκαμε λησμονήσας τὸν
ὅρκον του. |
5
Θὰ πρέπῃ νὰ ὁμολογήσῃ δημοσίως
τὴν ἁμαρτίαν του διὰ κάθε τι, ποὺ
παρέλειψε νὰ κάνῃ. |
6
καὶ οἴσει περὶ ὧν ἐπλημμέλησε
Κυρίῳ, περὶ τῆς ἁμαρτίας
ἧς ἥμαρτε, θῆλυ ἀπὸ τῶν
προβάτων, ἀμνάδα ἢ χίμαιραν
ἐξ αἰγῶν, περὶ ἁμαρτίας·
καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἁφεθήσεται
αὐτῷ ἡ ἁμαρτία.
|
6
Θὰ φέρῃ εἰς τὴν Σκηνὴν
τοῦ Μαρτυρίου διὰ τὴν διαπραχθεῖσαν
ἁμαρτίαν του ἀμνάδα ἢ αἶγα
διὰ τὴν συγχώρησιν τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἱερεὺς θὰ προσφέρῃ τὴν
περὶ ἁμαρτίας ἐξιλαστήριον αὐτὴν
θυσίαν, καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ
αὐτὴ ἡ ἁμαρτία του.
|
6
Θὰ προσφέρῃ δὲ εἰς τὸν Κύριον
δι' ὅσα ἐπλημμέλησε, διὰ τὴν ἁμαρτίαν
ποὺ διέπραξε, ζῶον θηλυκὸν ἀπὸ
τὰ πρόβατα, μίαν ἀμνάδα, ἢ μίαν γίδαν ἀπὸ
τὰ κατσίκια ὡς θυσίαν ἐξιλαστήριον διὰ
τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὁ ἱερεὺς
θὰ προσφέρῃ δι’ αὐτὸν τὴν ἐξιλαστήριον
θυσίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν του, τὴν ὁποίαν
διέπραξε, καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ
ἁμαρτία. |
7
Ἐὰν δὲ μὴ ἰσχύῃ
ἡ χεὶρ αὐτοῦ τὸ ἱκανὸν
εἰς τὸ πρόβατον, οἴσει περὶ
τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ἧς
ἥμαρτε, δύο τρυγόνας, ἢ δύο
νεοσσοὺς περιστερῶν Κυρίῳ, ἕνα
περὶ ἁμαρτίας καὶ ἕνα εἰς
ὁλοκαύτωμα. |
7
Ἐὰν ὅμως ὁ παραβάτης δὲν
ἔχῃ τὴν δυνατότητα καὶ τὴν
οἰκονομικὴν εὐχέρειαν νὰ δώσῃ
πρόβατον, θὰ προσφέρῃ διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν διέπραξε,
δύο τρυγόνας ἢ δύο νεοσσοὺς
περιστερῶν. Τὸ ἕνα ὡς θυσίαν
διὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ
ἄλλο ὡς ὁλοκαύτωμα πρὸς τὸν
Κύριον. |
7
Ἐὰν ὅμως ὁ ἔνοχος ἄνθρωπος
δεν εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀγοράσῃ
καὶ νὰ προσφέρῃ πρόβατον, τότε θὰ
προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, ποὺ διέπραξε, δύο τρυγόνια ἢ δύο
μικρὰ περιστέρια, ἕνα διὰ τὴν θυσίαν
περὶ ἁμαρτίας καὶ ἕνα διὰ νὰ
καῇ ἐντελῶς εἰς τὸ θυσιαστήριον.
|
8
Καὶ οἴσει αὐτὰ πρὸς τὸν
ἱερέα, καὶ προσάξει ὁ ἱερεὺς
τὸ περὶ τῆς ἁμαρτίας πρότερον·
καὶ ἀποκνίσει ὁ ἱερεὺς
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπὸ
τοῦ σφονδύλου, καὶ οὐ διελεῖ·
|
8
Θὰ φέρῃ αὐτὰς πρὸς τὸν
ἱερέα ὁ ὁποῖος θὰ προσφέρῃ
θυσίαν πρῶτον τὸ περὶ ἁμαρτίας.
Θὰ ἀποκόψῃ μὲ τὰ νύχια
του τὴν κεφαλὴν τοῦ πτηνοῦ ἀπὸ
τὸν σπόνδυλον, χωρὶς νὰ τὴν
ἀποχωρίσῃ ἀπὸ τὸν κορμόν.
|
8
Θὰ τὰ φέρῃ δὲ πρὸς τὸν
ἱερέα καὶ θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς
πρῶτον αὐτό, ποὺ προορίζεται διὰ
τὴν θυσίαν περὶ ἁμαρτίας. Καὶ θὰ
ἀποκόψῃ μὲ τὰ νύχια του καὶ
στρέφοντάς το ὁ ἱερεὺς τὸ
κεφάλι τοῦ ζώου ἀπὸ τὸν σπόνδυλον
τοῦ λαιμοῦ, ἀλλὰ δεν θὰ τὸ
ἀποχωρίσῃ τελείως ἀπὸ τὸν κορμόν.
|
9
καὶ ρανεῖ ἀπὸ τοῦ αἵματος
τοῦ περὶ τῆς ἁμαρτίας ἐπὶ
τὸν τοῖχον τοῦ θυσιαστηρίου, τὸ
δὲ κατάλοιπον τοῦ αἵματος καταστραγγιεῖ
ἐπὶ τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου·
ἁμαρτία γὰρ ἐστι.
|
9
Θὰ ραντίσῃ ἀπὸ τὸ αἷμα
τοῦ προσφερομένου πτηνοῦ περὶ ἁμαρτίας
εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ θυσιαστηρίου,
τὸ δὲ ὑπόλοιπον αἷμα θὰ
τὸ στραγγίσῃ εἰς τὴν βάσιν
τοῦ θυσιαστηρίου. Τοῦτο δέ, διότι
ἡ θυσία αὐτὴ προσφέρεται δι'
ἄφεσιν ἁμαρτίας. |
9
Θὰ ραντίσῃ κατόπιν μὲ ἕνα μέρος ἀπὸ
τὸ αἷμα τοῦ ζώου, ποὺ προσφέρεται
δι' ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, τὰ τοιχώματα τοῦ
θυσιαστηρίου· τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἀπὸ
τὸ αἷμα θὰ τὸ στραγγίσῃ
εἰς τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου. Γίνεται
τοῦτο, διότι ἡ θυσία αὐτὴ προσφέρεται
δι’ ἐξιλέωσιν ἀπὸ τὴν ἐνοχηὴν
τῆς ἁμαρτίας. |
10
Καὶ τὸ δεύτερον ποιήσει ὁλοκάρπωμα,
ὡς καθήκει. Καὶ ἐξιλάσεται ὁ
ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ, ἧς ἤμαρτε, καὶ ἀφεθήσεται
αὐτῷ. |
10
Τὸ δεύτερον πτηνὸν θὰ τὸ προσφέρῃ
ὁλοκαύτωμα, ὅπως εἶναι καθωρισμένον
καὶ πρέπον. Καὶ μὲ τὸν τρόπον
αὐτὸν θὰ ἐξιλεώσῃ ὁ
ἱερεὺς τὸν Θεὸν διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν ὁ
προσφέρων καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ
αὐτή. |
10
Τὸ δὲ δεύτερον ζῶον θὰ τὸ βάλῃ
εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ καῇ
ἐντελῶς συμφώνως πρὸς τὸ σχετικὸν
τυπικόν. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ
προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς τὴν ἐξιλαστήριον
θυσίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῦ
ποὺ τὴν διέπραξε καὶ θὰ τοῦ
συγχωρηθῇ τὸ ἁμάρτημα.
|
11
Ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ
ἡ χεὶρ αὐτοῦ ζεῦγος τρυγόνων,
ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν, καὶ
οἴσει τὸ δῶρον αὐτοῦ, περὶ
οὖ ἥμαρτε, τὸ δέκατον τοῦ οἰφὶ
σεμιδάλεως περὶ ἁμαρτίας· οὐκ
ἐπιχεεῖ ἐπ' αὐτὸ ἔλαιον.
Οὐδὲ ἐπιθήσει ἐπ' αὐτῷ
λίβανον, ὅτι περὶ ἁμαρτίας ἐστί·
|
11
Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ τὴν
οἰκονομικὴν δυνατότητα νὰ ἀγοράσῃ
καὶ προσφέρῃ ζεῦγος τρυγόνων
ἢ δύο νεοσσοὺς περιστεριῶν, θὰ
προσφέρῃ ὡς θυσίαν διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, ποὺ διέπραξε τὸ ἓν
δέκατον τοῦ οἰφὶ σημιγδάλι (δύο
περίπου χιλιόγραμμα). Δὲν θὰ χύσῃ
ἐπάνω εἰς αὐτὸ ἔλαιον
οὔτε θὰ θέσῃ λιβάνι, διότι
πρόκειται περὶ θυσίας εἰς ἐξιλέωσιν
ἁμαρτίας. |
11
Ἐὰν δὲ δὲν ἔχῃ τὴν
οἰκονομικὴν δυνατότητα νὰ προμηθευθῇ
ἕνα ζευγάρι τρυγόνια, ἢ δύο μικρὰ περιστέρια,
τότε νὰ προσφέρῃ σὰν θυσίαν διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, ποὺ διέπραξεν, ἓν δέκατον τοῦ
οἰφὶ σιμιγδάλι (τέσσερα κιλὰ περίπου). Δὲν
θὰ χύσῃ ἐπάνω εἰς αὐτὸ
λάδι, οὔτε θὰ βάλῃ ἐπάνω του λιβάνι,
διότι πρόκειται διὰ θυσίαν, ποὺ προσφέρεται δι’
ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας. |
12
καὶ οἴσει αὐτὸ πρὸς τὸν
ἱερέα. Δραξάμενος ὁ ἱερεὺς
ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα,
τὸ μνημόσυνον αὐτῆς ἐπιθήσει
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων
Κυρίῳ· ἁμαρτία ἐστί.
|
12
Θὰ φέρῃ αὐτὸ εἰς τὸν
ἱερέα. Ὁ δὲ ἱερεύς, εἰς
ἀνάμνησιν ὑπὲρ τοῦ προσφέροντας
θὰ πάρῃ ἀπὸ αὐτὸ
μίαν γεμάτην χούφταν καὶ θὰ
τὸ βάλῃ ἐπάνω εἰς τὸ
θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων διὰ
τὸν Κύριον. Τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ
θυσία αὐτὴ εἶναι περὶ ἁμαρτίας.
|
12
Θὰ φέρῃ δὲ τὸ σιμιγδάλι εἰς
τὸν ἱερέα καὶ ἀφοῦ πάρῃ
ἀπὸ αὐτὸ καὶ γεμίσῃ
ὅλην τὴν χούφταν του ὁ ἱερεύς, θὰ
τὸ βάλῃ εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ,
ποὺ τὸ προσφέρει, ἐπάνω εἰς
τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, διὰ
νὰ καῇ ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον.
Εἶναι καὶ τοῦτο θυσία περὶ ἁμαρτίας.
|
13
Καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτεν, ἀφ' ἑνὸς
τούτων, καὶ ἁφεθήσεται αὐτῷ.
Τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔσται τῷ ἱερεῖ,
ὡς ἡ θυσία τῆς σεμιδάλεως.
|
13
Ἔτσι δὲ ὁ ἱερεὺς θὰ ἐξιλεώσῃ
αὐτὸν διὰ τὴν ἁμαρτίαν,
τὴν ὁποίαν διέπραξε καὶ ἡ
ὁποία θὰ τοῦ συγχωρηθῇ. Τὸ
ὑπόλοιπον ἀπὸ τὴν θυσίαν
ἀλεύρι θὰ ἀνήκῃ εἰς
τὸν ἱερέα, ὅπως ἡ θυσία
τοῦ σημιγδαλιοῦ>. |
13
Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ
τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς
ἐνώπιον Κυρίου διὰ τὴν ἁμαρτίαν του,
τὴν ὁποίαν διέπραξε μὲ τὸ νὰ
κάνῃ κάτι ἀπὸ ὅσα ἀνεφέρθησαν
προηγουμένως καὶ ἔτσι θὰ τοῦ συγχωρηθῇ
τὸ ἁμάρτημα. Αὐτὸ δέ, ποὺ θὰ
ἀπομείνῃ ἀπὸ τὸ σιμιγδάλι, θὰ
ἀνήκῃ εἰς τὸν ἱερέα, ὅπως
ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ εἰς τὸ
τυπικὸν ἀναιμάκτου θυσίας, ὅταν προσφέρεται
σιμιγδάλι>. |
14
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν,
λέγων· |
14
Ὡμίλησεν ἀκόμη ὁ Κύριος
πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε·
|
14
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
|
15
ψυχὴ ἣ ἂν λάθῃ αὐτὸν
λήθῃ καὶ ἁμάρτῃ ἀκουσίως
ἀπὸ τῶν ἁγίων Κυρίου,
καὶ οἴσει τῆς πλημμελείας αὐτοῦ
τῷ Κυρίῳ κριὸν ἄμωμον ἐκ
τῶν προβάτων, τιμῆς ἀργυρίου
σίκλων, τῷ σίκλω τῶν ἁγίων,
περὶ οὗ ἐπλημμέλησε.
|
15
<ἐὰν κανεὶς ἀκουσίως καὶ
ἐξ ἀγνοίας ἁμαρτήσῃ ἀσυναισθήτως
εἰς τὰ ἅγια τοῦ Κυρίου πράγματα,
θὰ προσφέρῃ θυσίαν πρὸς τὸν
Κύριον διὰ τὸ ἐξ ἀγνοίας
αὐτὸ πλημμέλημά του ἕνα κριὸν
ἀπὸ τὰ πρόβατά του, χωρὶς
κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, ἀξίας
δύο τουλάχιστον ἀργυρῶν σίκλων
ἀπὸ τοὺς σίκλους τοὺς κυκλοφοροῦντας
ὡς νόμισμα εἰς τὴν περιοχὴν
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου (τέσσαρες
ἀττικαὶ δραχμαί). |
15
<Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ
ἀπὸ ἀπροσεξίαν καὶ παραβῇ, χωρὶς
νὰ τὸ θέλῃ, μίαν ἀπὸ τὰς
διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν τὰ ἅγια
πράγματα τοῦ Θεοῦ, τὰς προσφορὰς δηλαδὴ
καὶ τὴν λατρείαν, πρέπει νὰ προσφέρῃ
εἰς τὸν Κύριον ὡς θυσίαν ἐπανορθώσεως
διὰ τὸ σφάλμα, ποὺ διέπραξε, ἕνα κριάρι
ἀπὸ τὰ πρόβατα χωρὶς κανένα σωματικὸν
ἐλάττωμα. Ἡ ἀξία τοῦ ζώου θὰ
ἐκτιμᾶται εἰς σίκλους ἀπὸ ἀσῆμι,
βάσει τῆς τιμῆς τοῦ νομίσματος τοῦ
σίκλου, ποὺ κυκλοφορεῖ εἰς τὸν τόπον
τῆς λατρείας καὶ ἔχει ἀξίαν σταθεράν.
|
16
Καὶ ὃ ἥμαρτεν ἀπὸ τῶν
ἁγίων ἀποτίσει αὐτό. Καὶ
τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει ἐπ'
αὐτὸ καὶ δώσει αὐτὸ τῷ
ἱερεῖ· καὶ ὁ ἱερεὺς
ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ἐν
τῷ κριῷ τῆς πλημμελείας, καὶ
ἁφεθήσεται αὐτῷ.
|
16
Θὰ πληρώσῃ δὲ καὶ τὴν
ζημίαν, ποὺ ἐπροξένησεν εἰς
τὰ ἅγια πράγματα, θὰ προσθέσῃ
ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἐν πέμπτον
τῆς ἀξίας, αὐτὰ δὲ θὰ
τὰ δώσῃ εἰς τὸν ἱερέα.
Ὁ ἱερεὺς προσφέρων τὸν κριὸν
θυσίαν θὰ ἐξιλεώσῃ αὐτὸν
διὰ τὴν ἁμαρτίαν του καὶ θὰ
τοῦ συγχωρηθῇ αὐτὴ ἡ ἁμαρτία.
|
16
Θὰ ἀποκαταστήσῃ δὲ καὶ διὰ
πληρωμῆς κάθε σφάλμα του ὡς πρὸς τὰ
ἅγια πράγματα. Θὰ προσθέσῃ ἐπίσης
καὶ τὸ ἐν πέμπτον τῆς ἀξίας
των καὶ θὰ τὸ δώσῃ εἰς τὸν
ἱερέα. Ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ
προσφέρῃ δι’ αὐτόν μὲ τὸ κριάρι τὴν
ἐξιλαστήριον θυσίαν διὰ τὸ πλημμέλημα του
καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ τὸ ἁμάρτημα.
|
17
Καὶ ἡ ψυχὴ ἣ ἂν ἁμάρτῃ
καὶ ποιήσῃ μίαν ἀπὸ πασῶν
τῶν ἐντολῶν Κυρίου, ὧν οὐ
δεῖ ποιεῖν, καὶ οὐκ ἔγνω, καὶ
πλημμελήσῃ καὶ λάβῃ τὴν
ἁμαρτίαν, |
17
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ ἄγνοιαν
ἁμαρτήσῃ παραβαίνων μίαν ἀπὸ
ὅλας τὰς ἐντολάς τοῦ Κυρίου,
τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἔπρεπε
νὰ παραβῇ, εἶναι ἔνοχος διὰ
τὴν ἁμαρτίαν αὐτήν.
|
17
Αὐτὸς δὲ ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ
καὶ θὰ κάνῃ κάτι ἀντίθετον πρὸς
μίαν ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολὰς
τοῦ Κυρίου, ποὺ δεν ἔπρεπε νὰ τὸ
κάνῃ, καὶ γίνῃ ἐν ἀγνοίᾳ
του παραβάτης καὶ συναισθανθῇ κατόπιν τὴν
ἐνοχήν του, |
18
καὶ οἴσει κριὸν ἄμωμον ἐκ τῶν
προβάτων, τιμῆς ἀργυρίου εἰς
πλημμέλειαν πρὸς τὸν ἱερέα.
Καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἀγνοίας
αὐτοῦ, ἧς ἠγνόησε, καὶ
αὐτὸς οὐκ ἤδει, καὶ ἁφεθήσεται
αὐτῷ· |
18
Διὰ τὴν συγχώρησιν τῆς ἁμαρτίας
του θὰ προσφέρῃ ἀπὸ τὰ
πρόβατά του ἀρτιμελῆ κριὸν ἀξίας
ἑνὸς ἀργυροῦ σίκλου, πρὸς
τὸν ἱερέα· ὁ δὲ ἱερεὺς
προσφέρων αὐτὴν τὴν θυσίαν θὰ
ἐξιλεώσῃ αὐτὸν διὰ τὴν
ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν αὐτὸς
ἐξ ἀγνοίας καὶ χωρὶς νὰ
γνωρίζῃ διέπραξε, ἡ ὁποία
καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ.
|
18
πρέπει νὰ φέρῃ εἰς τὸν ἱερέα
ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα, χωρὶς
κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα. Ἡ ἀξία
του θὰ ὑπολογισθῇ εἰς χρῆμα,
βάσει τῆς τιμῆς ποὺ ἔχει ὁρισθῆ
διὰ τὰς θυσίας τῆς ἐπανορθώσεως τῶν
πλημμελημάτων. Ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ
προσφέρῃ δι αὐτὸν τὴν ἐξιλαστήριον
θυσίαν διὰ τὸ σφάλμα, ποὺ διέπραξε χωρὶς
νὰ τὸ γνωρίζῃ, καὶ θὰ τοῦ
συγχωρηθῇ τὸ παράπτωμα.
|
19
ἐπλημμέλησε γὰρ πλημμελείᾳ ἔναντι
Κυρίου. |
19
Ἡμάρτησε, διότι ἐφάνη τόσον
ἐπιπόλαιος καὶ ἀμελὴς ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου>. |
19
Προσφέρεται δὲ ἡ θυσία, διότι ἔκανε παράβασιν
καὶ ἔγινεν ἔνοχος ἔναντι τοῦ
Κυρίου>. |
20
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
20
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπεν |
20
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
|
21
ψυχὴ ἣ ἐὰν ἁμάρτῃ
καὶ παριδὼν παρίδῃ τὰς ἐντολάς
Κυρίου καὶ ψεύσηται τὰ πρὸς
τὸν πλησίον ἐν παραθήκη ἢ περὶ
κοινωνίας ἢ περὶ ἁρπαγῆς ἢ
ἠδίκησέ τι τὸν πλησίον
|
21
<ἐὰν κανεὶς ἁμαρτήσῃ
παραβλέπων καὶ παραβαίνων τὰς ἐντολὰς
τοῦ Κυρίου, καὶ εἴπῃ ψέματα
πρὸς τὸν πλησίον του διὰ πρᾶγμα
ποὺ ἔχει κατατεθῇ εἰς αὐτὸν
πρὸς φύλαξιν ἢ δι' ἐνέχυρον
ἢ δι' ἁρπαγὴν ἢ δι' ἄλλην τινὰ
ἀδικίαν ἐναντίον τοῦ πλησίον,
|
21
<Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ
καὶ θὰ παραβῇ ὁπωσδήποτε τὰς
ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ νὰ
εἴπῃ ψέματα εἰς τὸν πλησίον του διὰ
κάτι, ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη πρὸς
φύλαξιν, ἢ τὸν ἐξαπατήσῃ εἰς
κάτι ποὺ συνεφώνησαν μεταξύ των, ἢ ἀρπάξῃ
τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου, ἢ ἀδικήσῃ
εἰς κάτι τὸν πλησίον του, |
22
ἢ εὗρεν ἀπώλειαν καὶ ψεύσηται
περὶ αὐτῆς καὶ ὀμόσῃ
ἀδίκως περὶ ἑνὸς ἀπὸ
πάντων, ὧν ἐὰν ποιήσῃ
ὁ ἄνθρωπος, ὥστε ἁμαρτεῖν ἐν
τούτοις, |
22
ἢ εὖρε χαμένον πρᾶγμα καὶ εἴπῃ
ψέματα δι' αὐτὸ καὶ ὁρκισθῇ
ψευδῶς, καὶ γενικῶς ἂν διαπράξῃ
ἄλλην τινὰ ἁμαρτίαν παραβαίνων
τὰς ἐντολάς του Κυρίου, ὥστε
νὰ γίνῃ παραβάτης αὐτῶν,
|
22
ἢ εὕρῃ κάτι, ποὺ εἶχε χαθῆ,
καὶ εἴπῃ ψέματα δι’ αὐτὸ καὶ
γενικῶς ὁρκισθῇ ψευδῶς δι’ ἕνα
ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ κάμνουν
συνήθως οἱ ἄνθρωποι καὶ ἁμαρτάνουν
μὲ αὐτά, |
23
καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν ἁμάρτῃ
καὶ πλημμελήσῃ, καὶ ἀποδῷ
τὸ ἅρπαγμα, ὃ ἥρπασεν, ἢ τὸ
ἀδίκημα, ὃ ἠδίκησεν, ἢ
τὴν παραθήκην, ἥτις παρετέθη αὐτῷ,
ἢ τὴν ἀπώλειαν, ἣν εὗρεν,
|
23
ἐὰν λοιπὸν ἁμαρτήσῃ καὶ
κατόπιν συναισθανθῇ τὸ ἁμάρτημά
του, θὰ ἀποδώσῃ αὐτὸ τὸ
ὁποῖον ἥρπασεν ἢ θὰ ἀποκαταστήσῃ
τὴν ἀδικίαν ποὺ διέπραξεν ἢ
θὰ ἐπιστρέψῃ τὴν παρακαταθήκην
ποὺ τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθῇ ἢ
θὰ ἀποδώσῃ τὸ χαιμένον
πρᾶγμα ποὺ εὑρῆκεν εἰς τὸν
κύριόν του, |
23
εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος. Εἰς αὐτὰς
λοιπὸν τὰς περιπτώσεις πρέπει νὰ ἀποκαταστήσῃ
μὲ πληρωμὴν τὴν ἁρπαγὴν ποὺ
ἔκανε, ἢ τὴν ἀδικίαν ποὺ διέπραξε,
ἢ αὐτὸ ποὺ ἐθεώρησεν ὡς
ἰδικόν του, ἐνῷ τοῦ τὸ εἶχαν
ἐμπιστευθῆ πρὸς φύλαξιν, ἢ ἐκράτησε
καὶ δεν ἐπέστρεψε τὸ χαμένο πρᾶγμα
ποὺ εὑρῆκε. |
24
ἀπὸ παντὸς πράγματος, οὗ ὤμοσε
περὶ αὐτοῦ ἀδίκως, καὶ
ἀποτίσει αὐτὸ τὸ κεφάλαιον
καὶ τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει
ἐπ' αὐτό· τίνος ἐστίν,
αὐτῷ ἀποδώσει ᾗ ἡμέρᾳ
ἐλεγχθῇ. |
24
διὰ κάθε γενικῶς πρᾶγμα, διὰ
τὸ ὁποῖον ἐψευδόρκησε θὰ
δώσῃ ὁλόκληρον τὸ κεφάλαιον
καὶ ἐπὶ πλέον τὸ ἓν πέμπτον
τοῦ κεφαλαίου ὡς πρόστιμον. Θὰ
ἐπιστρέψῃ αὐτὸ εἰς τὸν
ἰδιοκτήτην του, ὅταν συναισθανθῇ καὶ
κατανοήσῃ τὸ σφάλμα του.
|
24
Πρέπει νὰ δώσῃ ἀποζημίωσιν διὰ
κάθε πρᾶγμα, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπῆρεν
ὅρκον ψευδῆ. Θὰ καταβάλῃ δὲ
ὁλόκληρον τὸ σχετικὸν ποσὸν καὶ
θὰ προσθέσῃ εἰς αὐτὸ καὶ
τὸ ἓν πέμπτον τῆς ἀξίας του. Θὰ
τὰ δώσῃ εἰς ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος ἐζημιώθη, κατὰ τὴν ἡμέραν
ποὺ θὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ σφάλμα
του. |
25
Καὶ τῆς πλημμελείας αὐτοῦ οἴσει
τῷ Κυρίῳ κριὸν ἀπὸ τῶν
προβάτων ἄμωμον, τιμῆς, εἰς ὃ
ἐπλημμέλησε. |
25
Διὰ τὴν ἀδικίαν αὐτήν,
ποὺ διέπραξε, θὰ προσφέρῃ πρὸς
τὸν Κύριον ἀπὸ τὰ πρόβατά
του πρὸς θυσίαν κριὸν ἀρτιμελῆ
ἀξίας ἀναλόγου πρὸς τὴν
ἀδικίαν, ποὺ διέπραξε.
|
25
Διὰ δὲ τὴν παράβασίν του ἔναντι τοῦ
Νόμου θὰ προσφέρῃ συγχρόνως εἰς τὸν
Κύριον ὡς θυσίαν ἀποκαταστάσεως τοῦ
πλημμελήματος ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα
χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, ἢ
ἀξία τοῦ ὁποίου θὰ εἶναι ἀνάλογος
πρὸς τὸ πλημμέλημα ποὺ διέπραξε.
|
26
Καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου, καὶ
ἁφεθήσεται αὐτῷ περὶ ἑνὸς
ἀπὸ πάντων, ὧν ἐποίησε
καὶ ἐπλημμέλησεν αὐτῷ.
|
26
Ὁ ἱερεὺς διὰ τῆς θυσίας
τοῦ κριοῦ θὰ ἐξιλεώσῃ
ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν Κύριον
διὰ τὴν παράβασιν καὶ θὰ τοῦ
συγχωρηθῇ ἡ οἰαδήποτε ἁμαρτία,
τὴν ὁποίαν διέπραξε. |
26
Καὶ θὰ προσφέρῃ δι’ αὐτὸν ὁ
ἱερεὺς ἐξιλαστήριον θυσίαν ἐνώπιον
Κυρίου καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ
ἁμαρτία διὰ καθένα ἀπὸ ὅλα,
ὅσα ἔκανε καὶ ἔγινε ἔτσι παραβάτης>.
|