Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ
Ἀαρὼν λέγων·
|
μίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ
τὸν Ἀαρὼν λέγων· |
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε:
|
2
λαλήσατε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
λέγοντες· ταῦτα τὰ κτήνη, ἃ
φάγεσθε ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν
τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
|
2
<εἴπατε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
τὰ ἑξῆς· Αὐτὰ εἶναι
τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔχετε
τὸ δικαίωμα νὰ τρώγετε ἀπὸ
ὅλα τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ζῶα.
|
2
<Νὰ ὁμιλήσετε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε: Αὐτὰ
εἶναι τὰ ζῶα, ποὺ θὰ τρώγετε
ἀπὸ ὅλα τὰ κτήνη, ποὺ ὑπάρχουν
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
|
3
πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν καὶ
ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο χηλῶν
καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν ἐν τοῖς
κτήνεσι, ταῦτα φάγεσθε.
|
3
Κάθε ζῶον δίχηλον, αὐτὸ ποὺ
ἔχει σχισμένην εἰς δύο τὴν ὁπλήν,
καὶ τὸ ὁποῖον μηρυκάζει, αὐτὰ
θὰ τρώγετε. |
3
Κάθε ζῶον δίχηλον, ποὺ ἔχει δηλαδὴ
εἰς τὰ πόδια του δύο σχιστὰ νύχια
καὶ μηρυκάζει, ἀναμασὰ δηλαδὴ τροφὰς
ποὺ τρώγει, αὐτὰ τὰ ζῶα θὰ
τὰ τρώγετε. |
4
Πλὴν ἀπὸ τούτων οὐ φάγεσθε,
ἀπὸ τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν
καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς
ὁπλὰς καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρας·
τὸν κάμηλον, ὅτι ἀνάγει μηρυκισμὸν
τοῦτο, ὁπλὴν δὲ οὐ διχηλεῖ,
ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν·
|
4
Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ
ζῶα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι
μηρυκαστικά, χωρὶς νὰ εἶναι δίχηλα,
ὅπως εἶναι ἡ κάμηλος, διότι
αὐτὴ εἶναι μὲν μηρυκαστικόν,
ἀλλὰ δὲν ἔχει τὰ νύχια
τῆς δίχηλα. Αὐτὸ εἶναι ζῶον
ἀκάθαρτον. |
4
Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως ποὺ μηρυκάζουν,
ἢ ἔχουν ὁπλὰς σχιστὰς εἰς
δύο νύχια, δὲν θὰ τρώγετε τὴν καμήλαν, διότι
εἶναι μὲν ζῶον μηρυκαστικόν, δὲν εἶναι
ὅμως δίχηλον. Θὰ τὴν θεωρῆτε ζῶον
ἀκάθαρτον. |
5
καὶ τὸν δασύποδα, ὅτι οὐκ ἀνάγει
μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν
οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο
ὑμῖν· |
5
Ἐπίσης δὲν θὰ τρώγετε τὸν
λαγωόν, διότι αὐτὸς δὲν εἶναι
μηρυκαστικὸν καὶ δὲν ἔχει δίχηλον
ὁπλήν. Αὐτὸς εἶναι ἀκάθαρτος
διὰ σᾶς. |
5
Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν δασύποδα (=λαγόν),
διότι τὸ ζῶον αὐτὸ δεν εἶναι
μηρυκαστικόν, ἀλλ' οὔτε καὶ δίχηλον. Θὰ
εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον ζῶον.
|
6
καὶ τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ
ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ
ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον
τοῦτο ὑμῖν·
|
6
Δὲν θὰ τρώγετε τὸν ἀκανθόχοιρον,
διότι δὲν εἶναι μηρυκαστικὸν καὶ
δὲν εἶναι δίχηλον. Ἀκάθαρτον
θὰ εἶναι καὶ τοῦτο διὰ σᾶς.
|
6
Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης καὶ τὸν
σκαντζόχοιρον, διότι δεν μηρυκάζει καὶ δὲν ἔχει
δύο σχιστὰ νύχια. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς
ἀκάθαρτον ζῶον. |
7
καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν
τοῦτο, καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς,
καὶ τοῦτο οὐκ ἀνάγει μηρυκισμόν,
ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν·
|
7
Δὲν θὰ τρώγετε τὸν χοῖρον, διότι
εἶναι μὲν δίχηλον καθ' ὃ ἔχον
δύο σχιστὰ νύχια, δὲν εἶναι
ὅμως μηρυκαστικόν. Καὶ τοῦτο θὰ
εἶναι ἀκάθαρτον διὰ σᾶς.
|
7
Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν χοῖρον,
διότι εἶναι μὲν δίχηλον, δεν εἶναι ὅμως
μηρυκαστικόν. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον
ζῶον. |
8
ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ
φάγεσθε καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν
οὐχ ἅψεσθε, ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν.
|
8
Οὔτε τὸ κρέας αὐτῶν θὰ
φάγετε οὔτε τὰ πτώματά των θὰ
ἐγγίσετε. Αὐτὰ θὰ εἶναι
ἀκάθαρτα διὰ σᾶς.
|
8
Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ κρέατα
τῶν ζώων αὐτῶν δὲν θὰ ἐγγίζετε
τὰ πτώματά των. Θὰ εἶναι διὰ
σᾶς ἀκάθαρτα τὰ ζῶα αὐτά.
|
9
Καὶ ταῦτα, ἃ φάγεσθε ἀπὸ
πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασι·
πάντα ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς
πτερύγια καὶ λεπίδες ἐν τοῖς
ὕδασι καὶ ἐν ταῖς θαλάσσαις
καὶ ἐν τοῖς χειμάρρους, ταῦτα
φάγεσθε. |
9
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα θὰ φάγετε
ἀπὸ τὰ ζῶα τῶν ὑδάτων
εἶναι τὰ ἑξῆς· Ὅλα ὅσα
εὑρίσκονται, εἰς τὰς θαλάσσας
καὶ εἰς τοὺς χειμάρρους καὶ
τὰ ὁποῖα ἔχουν πτερύγια καὶ
λέπια· αὐτὰ ἠμπορεῖτε νὰ
τὰ τρώγετε. |
9
Καὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα,
ποὺ θὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα τὰ
ζῶα, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ νερά: Ὅσα
ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια καὶ ζοῦν
εἰς τὰ νερά, εἰς τὰς θαλάσσας καὶ
εἰς τοὺς ποταμούς, αὐτὰ θὰ τὰ
τρώγετε. |
10
Καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς
πτερύγια, οὐδὲ λεπίδες ἐν τῷ
ὕδατι, ἢ ἐν ταῖς θαλάσσαις καὶ
ἐν τοῖς χειμάρροις, ἀπὸ πάντων,
ὧν ἐρεύγεται τὰ ὕδατα, καὶ
ἀπὸ πάσης ψυχῆς τῆς ζώσης
ἐν τῷ ὕδατι, βδέλυγμα ἐστι·
|
10
Ὅλα ὅμως ὅσα δὲν ἔχουν πτερύγια
οὔτε λέπια καὶ ζοῦν εἰς τὰ
ὕδατα, εἰς τὰς θαλάσσας καὶ
τοὺς χειμάρρους, κάθε ζωντανόν, ποὺ
προέρχεται ἀπὸ τὰ ὕδατα ἀλλὰ
δὲν ἔχει πτερύγια καὶ λέπια
εἶναι ἀκάθαρτον. |
10
Ἐκεῖνα ὅμως ἀπὸ ὅλα τὰ
ὄντα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ
νερὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑδρόβια
ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν πτερύγια καὶ
λέπια καὶ εὑρίσκονται εἰς τὰ νερά,
εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τοὺς ποταμούς,
εἶναι ἀκάθαρτα καὶ σιχαμερά.
|
11
καὶ βδελύγματα ἔσονται ὑμῖν·
ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐκ
ἔδεσθε καὶ τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν
βδελύξεσθε. |
11
Ἀκάθαρτα θὰ εἶναι γιὰ σᾶς·
τὰ κρέατά των δὲν θὰ τὰ
τρώγετε καὶ τὰ πτώματά των δὲν
θὰ τὰ ἐγγίζετε, καθ' ὃ μολυσμένα.
|
11
Καὶ πρέπει νὰ τὰ θεωρῆτε καὶ
σεῖς ἀκάθαρτα. Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ
τὰ κρέατά των καὶ θὰ σιχαίνεσθε τὰ
πτώματά των. |
12
Καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς
πτερύγια, οὐδὲ λεπίδες, τῶν
ἐν τοῖς ὕδασι, βδέλυγμα τοῦτό
ἐστιν ὑμῖν. |
12
Ὅλα ὅσα ζοῦν εἰς τὰ ὕδατα,
ἀλλὰ δὲν ἔχουν πτερύγια καὶ
λέπια, θὰ εἶναι ἀκάθαρτα καὶ
βδελυκτὰ διὰ σᾶς. |
12
Ὅλα λοιπὸν τὰ ὑδρόβια ζῶα, ποὺ
δεν ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια, θὰ εἶναι
διὰ σᾶς ἀκάθαρτα καὶ σιχαμερά.
|
13
Καὶ ταῦτα, ἃ βδελύξεσθε ἀπὸ
τῶν πετεινῶν, καὶ οὐ βρωθήσεται,
βδέλυγμα ἐστι· τὸν ἀετὸν
καὶ τὸν γρύπα καὶ τὸν ἀλιαίετον
|
13
Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ πτηνά,
τὰ ὁποῖα θὰ ἀποστρέφεσθε,
διότι εἶναι ἀκάθαρτα καὶ δὲν
θὰ τὰ τρώγετε ὡς σιχαμερά·
Ὁ ἀετός, ὁ γρυπάετος, ὁ
θαλάσσιος ἀετός, |
13
Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ
θὰ ἀπεχθάνεσθε μεταξὺ τῶν πτηνῶν
καὶ δὲν θὰ τὰ τρώγετε, διότι ἡ
βρῶσις των εἶναι κάτι ἀποκρουστικόν: Ὁ
ἀετὸς καὶ ὁ γρυπαετός (ποὺ
ἔχει σῶμα λέοντος καὶ πτερὰ ἀετοῦ)
καὶ ὁ θαλάσσιος ἀετός.
|
14
καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν ἴκτινον
καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ
|
14
ὁ γύψ, ὁ ἱέραξ καὶ οἱ
ὅμοιοι πρὸς αὐτὸν ἱέρακες.
|
14
Θὰ σιχαίνεσθε ἐπίσης καὶ τὸν γύπα
(τὸ ὄρνιο) καὶ τὸ περδικογεράκι καὶ
τὰ ὅμοία του, |
15
καὶ στρουθὸν καὶ γλαῦκα καὶ
λάρον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ
|
15
Δὲν θὰ τρώγετε τὸ στρουθίον,
τὴν γλαῦκα, τὸν γλάρον καὶ τὰ
ὁμοία πρὸς αὐτόν·
|
15
καὶ τὸ σπουργίτι καὶ τὴν κουκουβάγιαν
καὶ τὸν γλάρον καὶ τὰ ὅμοιά
του, |
16
καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ ὅμοια
αὐτῷ καὶ ἱέρακα καὶ τὰ
ὅμοια αὐτῷ |
16
κάθε εἶδος κόρακος καὶ τὰ ὅμοια
πρὸς αὐτόν, τὸν ἱέρακα
καὶ τὰ ὅμοια πρὸς αὐτόν,
|
16
καὶ κάθε εἴδους κοράκι καὶ τὰ
ὅμοιά του καὶ τὸ γεράκι καὶ
τὰ ὅμοιά του, |
17
καὶ νυκτικόρακα καὶ καταρράκτην καὶ
ἶβιν |
17
τὸν νυκτοκόρακα, τὸν καταρράκτην καὶ
τὴν ἶβιν. |
17
καὶ τὸν νυκτοκόρακα (κλαψοποῦλι) καὶ
τὸ θαλάσσιο ὄρνεο ποὺ λέγεται καταρράκτης
καὶ τὴν ἶβιν (πελαργὸν τῆς Αἰγύπτου),
|
18
καὶ πορφυρίωνα καὶ πελεκᾶνα καὶ
κύκνον |
18
Τὸν πορφυρίωνα, τὸν πελεκᾶνον καὶ
τὸν κύκνον. |
18
καὶ τὴν πέρδικα μὲ τὰ πορφυρᾶ
πόδια καὶ τὸν πελεκάνον καὶ τὸν κύκνον,
|
19
καὶ ἐρωδιὸν καὶ χαραδριόν, καὶ
τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἔποπα
καὶ νυκτερίδα |
19
Τὸν ἐρωδιόν, τὸν χαραδριὸν καὶ
τὰ ὅμοια πρὸς αὐτόν, ὅπως
ἐπίσης τὸν τσαλαπετεινὸν καὶ
τὴν νυκτερίδα, |
19
καὶ τὸν ἐρωδιὸν (τσικνιᾶν, ψαροφάγον)
καὶ τὸν χαραδριόν, ποὺ ζῇ εἰς
τὰς χαράδρας, καὶ τὰ ὅμοιά του
καὶ τὸν τσαλαπετεινὸν καὶ τὴν
νυκτερίδα. |
20
καὶ πάντα τὰ ἐρπετὰ τῶν
πετεινῶν, ἃ πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα,
βδελύγματά ἐστιν ὑμῖν.
|
20
ὅλα τὰ ἐρπετὰ ποὺ πετοῦν
καὶ βαδίζουν ἐπίσης μὲ τὰ
τέσσερα θὰ εἶναι σιχαμερὰ καὶ
δὲν θὰ τὰ τρώγετε.
|
20
Καὶ ὅσα ἀπὸ τὸν κόσμον τῶν
πτηνῶν προχωροῦν μὲ τὰ τέσσερα (τὰ
ζωΰφια δηλαδή), θὰ εἶναι διὰ σᾶς σιχαμερά.
Δὲν θὰ τὰ τρώγετε. |
21
Ἀλλὰ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ
τῶν ἐρπετῶν τῶν πετεινῶν, ἃ
πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα, ἃ ἔχει
σκέλη ἀνώτερον τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
πηδᾶν ἐν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς
γῆς. |
21
Ἐπιτρέπεται νὰ τρώγετε ἀπὸ
τὰ ἐρπετά - πτηνὰ ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα βαδίζουν μὲ τὰ
τέσσερα πόδια καὶ ἔχουν τὰ πίσω
πόδια μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐμπρόσθια,
διὰ νὰ πηδοῦν εἰς τὸ ἔδαφος.
|
21
Ἐκεῖνα μόνον θὰ τρώγετε ἀπὸ
αὐτά, ποὺ πετοῦν καὶ προχωροῦν
μὲ τὰ τέσσερα: Ὅσα ἔχουν τὰ
ὀπίσθια πόδια μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ
ἐμπροσθινὰ ἔτσι, ὥστε νὰ πηδοῦν
μὲ αὐτὰ εἰς τὸ ἔδαφος.
|
22
Καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ' αὐτῶν·
τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ
καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ
ὅμοια αὐτῷ καὶ ὀφιομάχην
καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ
τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια
αὐτῇ. |
22
Ἠμπορεῖτε νὰ τρώγετε ἀπὸ
αὐτὰ τὰ ἑξῆς εἴδη τῶν
ἀκρίδων· Τὸν βροῦχον καὶ
τὰ ὅμοια μὲ αὐτόν, τὸν
ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια πρὸς
αὐτόν, τὸν ὀφιομάχην καὶ
τὰ ὅμοια πρὸς αὐτόν, τὴν
κυρίως ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια
πρὸς αὐτήν. |
22
Αὐτὰ τὰ εἴδη μεταξὺ αὐτῶν
θὰ τρώγετε: Τὸν βροῦχον καὶ τὰ
ὅμοιά του καὶ τὸν ἀττάκην
καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸν
ὀφιομάχην (εἶδος ἀκρίδας ποὺ
κτυπᾷ τὰ φίδια) καὶ τὰ ὅμοιά
του καὶ τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοιά
της. |
23
Πᾶν ἐρπετὸν ἀπὸ τῶν πετεινῶν,
οἷς εἰσι τέσσαρες πόδες, βδελύγματα
ἐστιν ὑμῖν. |
23
Κάθε ἄλλο ἐρπετόν, ποὺ πετᾷ
καὶ τὸ ὁποῖον ἔχει τέσσερα
πόδια, θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον.
|
23
Ὅσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πετοῦν,
ἔχουν τέσσερα πόδια καὶ προχωροῦν μὲ
αὐτά, εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα.
|
24
Καὶ ἐν τούτοις μιανθήσεσθε. Πᾶς
ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν
ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας,
|
24
Μὲ αὐτὰ μολύνεται ὁ ἄνθρωπος.
Μολύνεται ἐπίσης καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ ἐγγίζει τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν·
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρις ἑσπέρας.
|
24
Καὶ μὲ αὐτὰ ἐπίσης θὰ
εἶσθε μολυσμένοι: Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει
τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας
ἡμέρας. |
25
καὶ πᾶς ὁ αἴρων τῶν θνησιμαίων
αὐτῶν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια
αὐτοῦ, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται
ἕως ἑσπέρας. |
25
Ἐὰν ὅμως εὑρεθῇ κανεὶς
εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ σηκώσῃ
καὶ νὰ πετάξῃ ἕνα πτῶμα
ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα αὐτὰ
ζῶα, θὰ πλύνῃ τὰ ἱμάτιά
του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρις
ἑσπέρας. |
25
Αὐτὸς δὲ ποὺ σηκώνει τὰ πτώματα
τῶν ζώων, διὰ νὰ τὰ μεταφέρῃ,
θὰ πρέπῃ νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά
του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ
βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας.
|
26
Καὶ ἐν πᾶσι τοῖς κτήνεσιν, ὅ
ἐστι διχηλοῦν ὁπλήν, καὶ ὀνυχιστῆρας
ὀνυχίζει καὶ μηρυκισμὸν οὐ μηρυκᾶται,
ἀκάθαρτα ἔσονται ὑμῖν·
πᾶς ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων
αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως
ἑσπέρας. |
26
Μεταξὺ τῶν κτηνῶν καθένα, τὸ
ὁποῖον εἶναι δίχηλον, ἔχει δηλαδὴ
δύο νύχια σχιστά, δὲν μηρυκάζει
ὅμως, θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον.
Καὶ καθένας ποὺ ἐγγίζει τὰ
πτώματα αὐτῶν θὰ εἶναι ἀκάθαρτος
ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
26
Ὅσα δὲ μεταξὺ ὅλων τῶν τετραπόδων
εἶναι δίχηλα καὶ ἔχουν εἰς τὰ
πόδια των δύο σχιστὰ νύχια καὶ δὲν μηρυκάζουν,
θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. Αὐτὸς
ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά των θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἰδίας ἡμέρας. |
27
Καὶ πᾶς ὃς πορεύεται ἐπὶ
χειρῶν ἐν πᾶσι τοῖς θηρίοις,
ἃ πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα, ἀκάθαρτά
ἐστιν ὑμῖν· πᾶς ὁ ἁπτόμενος
τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας,
|
27
Κάθε ἄγριον ζῶον τὸ ὁποῖον
βαδίζει μὲ τὰ τέσσερα, ἀλλὰ
χρησιμοποιεῖ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας
καὶ ὡς χέρια θὰ εἶναι ἀκάθαρτον
διὰ σᾶς καὶ ὅποιος ἐγγίζει
τὰ πτώματα αὐτῶν θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
27
Καὶ ὅλα ἐκεῖνα μεταξὺ τῶν
θηρίων ποὺ βαδίζουν μὲ τὰ τέσσερα καὶ
χρησιμοποιοῦν τὰ ἐμπροσθινὰ πόδια
σὰν χέρια (ὅπως ἡ ἀρκούδα),
εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. Αὐτὸς
ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά των θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἰδίας ἡμέρας. |
28
καὶ ὁ αἴρων τῶν θνησιμαίων αὐτῶν
πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ,
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας
ἀκάθαρτα ταῦτα ἐστιν ὑμῖν.
|
28
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ σηκώσῃ
ἐξ ἀνάγκης ἕνα πτῶμα ἀπὸ
τὰ ζῶα αὐτά, διὰ νὰ τὸ
πετάξῃ, θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά
του, καὶ θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτος
ἕως τὴν ἑσπέραν. Αὐτὰ
εἶναι ἀκάθαρτα διὰ σᾶς.
|
28
Αὐτὸς δὲ ποὺ σηκώνει τὰ πτώματά
των, διὰ νὰ τὰ μεταφέρῃ, πρέπει νὰ
πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἰδίας ἡμέρας. Αὐτὰ θὰ εἶναι
διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
29
Καὶ ταῦτα ὑμῖν ἀκάθαρτα
ἀπὸ τῶν ἐρπετῶν τῶν ἐπὶ
τῆς γῆς· ἡ γαλῆ καὶ
μῦς καὶ ὁ κροκόδειλος ὁ χερσαῖος,
|
29
Ἀπὸ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα
περιπατοῦν εἰς τὸ ἔδαφος, αὐτὰ
εἶναι τὰ ἀκάθαρτα. Ἡ γάτα,
ὁ ποντικός, ὁ χερσαῖος κροκόδειλος.
|
29
Ἀπὸ δὲ τὰ ἑρπετά, ποὺ
βαδίζουν σὰν νὰ σύρωνται εἰς τὴν γῆν,
θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα τὰ
ἑξῆς: Ἡ γάτα (ἢ νυφίτσα) καὶ
ὁ ποντικὸς καὶ ὁ χερσαῖος κροκόδειλος,
|
30
μυγάλη καὶ χαμαιλέων, καὶ χαλαβώτης
καὶ σαῦρα καὶ ἀσπάλαξ.
|
30
Ὁ ἀρουραῖος, ὁ χαμαιλέων, ἡ
παρδαλὴ σαύρα, ἡ σαύρα καὶ ὁ
τυφλοπόντικας. |
30
ὁ ἀρουραῖος καὶ ὁ χαμαιλέων
καὶ ἢ παρδαλὴ σαύρα (γουστέρα) καὶ
ἡ κοινὴ σαύρα καὶ ὁ τυφλοπόντικας.
|
31
Ταῦτα ἀκάθαρτα ὑμῖν ἀπὸ
πάντων τῶν ἐρπετῶν τῶν ἐπὶ
τῆς γῆς· πᾶς ὁ ἁπτόμενος
αὐτῶν τεθνηκότων ἀκάθαρτος ἔσται
ἕως ἑσπέρας. |
31
Αὐτὰ εἶναι ἀκάθαρτα ἀπὸ
τὰ ἄλλα ζῶα, ποὺ περιπατοῦν
εἰς τὸ ἔδαφος. Καὶ καθένας ποὺ
ἐγγίζει τὰ πτώματά των, θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
31
Τὰ ζῶα αὐτὰ μεταξὺ ὅλων
τῶν ἑρπετῶν, ποὺ σύρονται ἐπὶ
τῆς γῆς, εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα.
Καθένας ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά
των θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ
τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
32
Καὶ πᾶν, ἐφ' ὃ ἂν ἐπιπέσῃ
ἀπ' αὐτῶν ἐπ' αὐτὸ τεθνηκότων
αὐτῶν, ἀκάθαρτον ἔσται ἀπὸ
παντὸς σκεύους ξυλίνου ἢ ἱματίου
ἢ δέρματος ἢ σάκκου· πᾶν
σκεῦος, ὃ ἂν ποιηθῇ ἔργον ἐν
αὐτῷ, εἰς ὕδωρ βαφήσεται καὶ
ἀκάθαρτον ἔσται ἕως ἑσπέρας·
καὶ καθαρὸν ἔσται.
|
32
Κάθε πρᾶγμα, ἐπάνω εἰς τὸ
ὁποῖον θὰ πέσῃ τὸ πτῶμα
ἑνὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ
ζῶα, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον, εἴτε
ξύλινον σκεῦος εἶναι τοῦτο ἢ
ἔνδυμα ἢ δέρμα ἢ σάκκος. Κάθε
σκεῦος, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ
συμβῇ νὰ πέσῃ ἕνα τέτοιο
ζῶον, θὰ πλυθῇ μὲ νερὸ καὶ
θὰ μείνῃ ἀκάθαρτον ἕως
τὴν ἑσπέραν. Κατόπιν θὰ εἶναι
καθαρόν. |
32
Καὶ κάθε τι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον
θὰ πέσῃ κάποιο ἀπὸ τὰ πτώματα
τῶν ζώων αὐτῶν, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον,
ὀτιδήποτε εἶναι αὐτό, ἢ
σκεῦος ξύλινον ἢ ἔνδυμα, ἢ δέρμα ἢ
σακκί. Κάθε σκεῦος, ἀπὸ ὅσα χρησιμοποιοῦνται
δι’ ὁποιανδήποτε χρῆσιν, ἐμολύνθη,
πρέπει νὰ βυθίζεται εἰς τὸ νερὸ καὶ
θὰ εἶναι ἀκάθαρτον μέχρι τὸ βράδυ
τῆς ἰδίας ἡμέρας. Κατόπιν ὅμως θὰ
εἶναι καθαρὸν καὶ κατάλληλον πρὸς
χρῆσιν. |
33
Καὶ πᾶν σκεῦος ὀστράκινον, εἰς
ὃ ἐὰν πέσῃ ἀπὸ τούτων
ἔνδον, ὅσα ἐὰν ἐνδον, ᾗ
ἀκάθαρτα ἔσται, καὶ αὐτὸ
συντριβήσεται. |
33
Καὶ κάθε πήλινον δοχεῖον, μέσα
εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ
ἕνα ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα αὐτὰ
ζῶα, τὸ περιεχόμενον τοῦ δοχείου
θὰ εἶναι ἀκάθαρτον καὶ τὸ
δοχεῖον πρέπει νὰ συντριβῇ.
|
33
Κάθε πήλινον σκεῦος ἐπίσης, μέσα εἰς τὸ
ὁποῖον θὰ πέσῃ κάτι ἀπὸ
τὰ πτώματα τῶν ζώων αὐτῶν, θὰ
εἶναι ἀκάθαρτον μαζὶ μὲ ὅλα
ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς αὐτό.
Τὸ σκεῦος αὐτὸ πρέπει νὰ συντριβῇ.
|
34
Καὶ πᾶν βρῶμα, ὃ ἔσθεται, εἰς
ὃ ἂν ἐπέλθῃ ἐπ' αὐτὸ
ὕδωρ, ἀκάθαρτον ἔσται· καὶ
πᾶν ποτόν, ὃ πίνεται ἐν παντί
ἀγγείῳ, ἀκάθαρτον ἔσται.
|
34
Ἀπὸ τὰ μολυσμένα αὐτὰ
δοχεῖα, ἐντὸς τῶν ὁποίων
ἔπεσεν ἕνα τέτοιο ἀκάθαρτον
ζῶον, ἐὰν πέσῃ νερὸ εἰς
κάθε φαγώσιμον εἶδος, αὐτὸ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτον. Ἐπίσης κάθε
ποτὸν εἰς τὸ δοχεῖον, ἐντὸς
τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται, ἐὰν
πέσῃ ἀκάθαρτον νερό, θὰ
εἶναι καὶ αὐτὸ ἀκάθαρτον.
|
34
Καὶ κάθε φαγώσιμον εἶδος, ἐπάνω εἰς
τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ νερὸ
ἀπὸ μολυσμένα δοχεῖα, θὰ εἶναι
ἀκάθαρτον. Κάθε ποτὸν ἐπίσης, ποὺ
πίνεται εἰς οἰονδήποτε μολυσμένον δοχεῖον,
θὰ εἶναι ἀκάθαρτον. |
35
Καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἐπιπέσῃ
ἀπὸ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν
ἐπ' αὐτό, ἀκάθαρτον ἔσται·
κλίβανοι καὶ χυτρόποδες καθαιρεθήσονται·
ἀκάθαρτα ταῦτα ἐστι καὶ ἀκάθαρτα
ταῦτα ὑμῖν ἔσονται·
|
35
Ἀλλὰ καὶ κάθε ἀντικείμενον,
εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ
κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ θνησιμαῖα,
θὰ εἶναι ἀκάθαρτον, κλίβανοι,
χῦτραι μὲ πόδας θὰ καταστραφοῦν.
Εἶναι αὐτὰ ἀκάθαρτα, καὶ
ἀκάθαρτα πρέπει νὰ θεωροῦνται
ἀπὸ σᾶς. |
35
Κάθε δὲ ἀντικείμενον, ἐπάνω εἰς
τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ κάτι ἀπὸ
τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων, θὰ εἶναι
ἀκάθαρτον· φοῦρνοι δηλαδὴ καὶ χύτρες
μὲ πόδια (ἢ πυροστιὲς) θὰ πρέπῃ
νὰ καταστρέφωνται. Αὐτὰ εἶναι ἀκάθαρτα
καὶ πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀκάθαρτα
ἀπὸ σᾶς. |
36
πλὴν πηγῶν ὑδάτων καὶ λάκκου
καὶ συναγωγῆς ὕδατος, ἔσται καθαρόν·
ὁ δὲ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων
αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται.
|
36
Ἐὰν ὅμως εἰς πηγὴν ὑδάτων
ἢ εἰς φρέαρ ἢ εἰς δεξαμένην
ὕδατος πέσῃ ἕνα θνησιμαῖον,
αὐτὰ θὰ εἶναι καθαρὰ ἀλλὰ
ὁ ἐγγίζων τὰ πτώματα τῶν
ἀκαθάρτων ζώων, ποὺ ἔπεσαν εἰς
αὐτὰ τὰ ὕδατα, θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος. |
36
Ἑξαιροῦνται ὅμως αἱ πηγαὶ τῶν
ὑδάτων καὶ αἱ στέρναι καὶ αἱ
δεξαμεναὶ τοῦ νεροῦ. Τὸ νερὸ
αὐτό, ἔστω καὶ ἂν πέσὴ
πτῶμα ζώου εἰς αὐτό, θὰ εἶναι
καθαρόν. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ ἐγγίσῃ
τὸ πτῶμα τοῦ ζώου, διὰ νὰ τὸ
σύρῃ ἔξω ἀπὸ τὰ νερά, θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος. |
37
Ἐὰν δὲ ἐπιπέσῃ ἀπὸ
τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπὶ
πᾶν σπέρμα σπόριμον, ὃ σπαρήσεται,
καθαρὸν ἔσται. |
37
Ἐὰν πτῶμα ἀκάθαρτον ζώου
πέσῃ εἰς ξηρὸν σπέρμα, ποὺ
προορίζεται διὰ σποράν, τὸ σπέρμα
αὐτὸ θὰ εἶναι καθαρόν.
|
37
Ἐὰν ἐπίσης πέσῃ κάτι ἀπὸ
τὰ πτώματα ζώων ἐπάνω εἰς κάθε εἴδους
σπόρον, ποὺ σπείρεται εἰς τὴν γῆν,
αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ σπαρῇ
θὰ εἶναι καθαρόν. |
38
Ἐὰν δὲ ἐπιχυθῇ ὕδωρ ἐπὶ
πᾶν σπέρμα καὶ ἐπιπέσῃ
τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπ' αὐτὸ,
ἀκάθαρτόν ἐστιν ὑμῖν.
|
38
Ἐὰν ὅμως πέσῃ νερὸ εἰς
αὐτὸ τὸ σπέρμα, ἐπάνω
δὲ εἰς αὐτὸ πέσῃ πτῶμα
ἀκαθάρτου ζώου, τὸ σπέρμα αὐτὸ
θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον.
|
38
Ἐὰν ὅμως χυθῇ ἐπάνω εἰς
κάθε εἶδους σπόρον νερὸ καὶ πέσῃ ἐπάνω
του κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ζώων,
ὁ σπόρος αὐτὸς εἶναι διὰ σᾶς
ἀκάθαρτος. |
39
Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ τῶν
κτηνῶν, ὅ ἐστιν ὑμῖν φαγεῖν
τοῦτο, ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων
αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως
ἑσπέρας· |
39
Ἐὰν ἕνα ἀπὸ τὰ καθαρὰ
ζῶα, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐπιτρέπεται
νὰ φάγετε, ἀποθάνῃ, ὁ
ἐγγίζων τὸ πτῶμα αὐτοῦ
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὴν
ἑσπέραν. |
39
Καὶ ἐὰν πεθάνῃ κάποιο ἀπὸ
τὰ ζῶα, ποὺ θεωρεῖται καθαρὸν
καὶ δικαιοῦσθε νὰ τὸ τρώγετε, αὐτὸς
ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματα τῶν ζώων
αὐτοῦ τοῦ εἴδους, θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας
ἡμέρας. |
40
καὶ ὁ ἐσθίων ἀπὸ τῶν
θνησιμαίων τούτων πλυνεῖ τὰ ἱμάτια
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας·
καὶ ὁ αἴρων ἀπὸ θνησιμαίων
αὐτῶν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια
καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
40
Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει ἀπὸ
τὸ θνησιμαῖον, ἔστω καὶ καθαροῦ
ζώου, θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά
του, θὰ λουσθῇ ὁ ἴδιος μὲ νερὸ
καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἕως
ἐσπέρας. |
40
Αὐτὸς δὲ ποὺ τρώγει κάτι ἀπὸ
τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων, θὰ πλένῃ
τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας
ἡμέρας. Καὶ αὐτὸς ποὺ σηκώνει
κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα αὐτὰ πρέπει
νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ
νὰ λουσθῇ μὲ νερὸ καὶ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἰδίας ἡμέρας. |
41
Καὶ πᾶν ἐρπετόν, ὃ ἕρπει
ἐπὶ τῆς γῆς, βδέλυγμα ἔσται
τοῦτο ὑμῖν, οὐ βρωθήσεται.
|
41
Κάθε ἐρπετόν, ποὺ ἕρπει ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους, θὰ εἶναι διὰ
σᾶς ἀκάθαρτον καὶ δὲν θὰ
φαγωθῇ. |
41
Κάθε ἑρπετὸν ἐπίσης, ποὺ σύρεται ἐπὶ
τῆς γῆς, θὰ εἶναι σιχαμερὸν
καὶ ἀκάθαρτον διὰ σᾶς. Δὲν θὰ
τρώγεται. |
42
Καὶ πᾶς ὁ πορευόμενος ἐπὶ
κοιλίας καὶ πᾶς ὁ πορευόμενος
ἐπὶ τέσσαρα διαπαντός, ὃ πολυπληθεῖ
ποσὶν ἐν πᾶσι τοῖς ἐρπετοῖς
τοῖς ἔρπουσιν ἐπὶ τῆς γῆς,
οὐ φάγεσθε αὐτό, ὅτι βδέλυγμα
ὑμῖν ἐστι. |
42
Κάθε ζῶον, τὸ ὁποῖον σύρεται
μὲ τὴν κοιλίαν του καὶ κάθε
ἕνα τὸ ὁποῖον σύρεται πάντοτε
μὲ τὰ τέσσερα, ὅπως ἐπίσης
πᾶν ἐρπετὸν τὸ ὁποῖον
ἔχει πολυάριθμα πόδια μεταξὺ τῶν
ἄλλων ἐρπετῶν ποὺ ἕρπουν ἐπὶ
τῆς γῆς, δὲν θὰ φάγετε αὐτό,
διότι εἶναι ἀκάθαρτον. |
42
Καὶ κάθε εἴδους ζῶον, ποὺ μετακινεῖται
συρόμενον ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴν
κοιλίαν του, καὶ καθένα ποὺ κινεῖται σὰν
νὰ σύρεται συνεχῶς μὲ τὰ τέσσερα πόδια
του, ἢ αὐτὸ ποὺ ἔχει πολλὰ
πόδια (ὅπως ἡ κάμπη), μεταξὺ ὅλων
τῶν ἑρπετῶν ποὺ σύρονται ἐπὶ
τῆς γῆς, δεν θὰ τὸ τρώγετε, διότι
εἶναι σιχαμερὸν καὶ ἀκάθαρτον διὰ
σᾶς. |
43
Καὶ οὐ μὴ βδελύξητε τὰς ψυχὰς
ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἐρπετοῖς
τοῖς ἕρπουσιν ἐπὶ τῆς γῆς
καὶ οὐ μιανθήσεσθε ἐν τούτοις
καὶ οὐκ ἀκάθαρτοι ἔσεσθε ἐν
αὐτοῖς, |
43
Τηρήσατε αὐτὰ καὶ μὴ καταστήσετε
ἀκαθάρτους τὰς ψυχάς σας τρώγοντες
τὰ ἐρπετὰ αὐτά, ποὺ σύρονται
ἐπὶ τῆς γῆς· προσέξετε
νὰ μὴ μολυνθῆτε τρώγοντες αὐτὰ
καὶ γίνετε ἔτσι, ἐξ αἰτίας
των, ἀκάθαρτοι. |
43
Δὲν θὰ κάμνετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς
σας σιχαμεροὺς καὶ ἀκαθάρτους, μὲ
τὸ νὰ τρώγετε ὅλα αὐτὰ τὰ
ἑρπετά, ποὺ σύρονται ἐπὶ τῆς
γῆς, καὶ δεν θὰ μολύνεσθε μὲ αὐτὰ
καὶ δέν θὰ εἶσθε ἀκάθαρτοι ἐξ
αἰτίας των. |
44
ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν, καὶ ἁγιασθήσεσθε
καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός
εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν, καὶ οὐ μιανεῖτε τὰς
ψυχὰς ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς
ἐρπετοῖς τοῖς κινουμένοις ἐπὶ
τῆς γῆς· |
44
Ἐγὼ παραγγέλλω αὐτά, διότι
ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας· θὰ ἁγιάζεσθε καὶ θὰ
εἶσθε ἅγιοι, διότι ἐγὼ ὁ
Κύριος καὶ Θεός σας εἶμαι ἅγιος.
Μὴ μολύνεσθε μὲ τὰ ἐρπετά,
τὰ ὁποῖα κινοῦνται ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν. |
44
Παραγγέλλω δὲ νὰ μὴ μολύνεσθε μὲ αὐτά,
διότι Ἑγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας καὶ πρέπει νὰ ἐξαγνισθῆτε καὶ
νὰ εἶσθε ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶμαι
ἅγιος Ἑγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός
σας. Μὴ μολύνετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς
σας μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἑρπετά,
ποὺ σύρονται καὶ κινοῦνται ἐπὶ
τῆς γῆς. |
45
ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ
ἀναγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου
εἶναι ὑμῶν Θεός, καὶ ἔσεσθε
ἅγιοι, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ
Κύριος. |
45
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ
ὁποῖος σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
διὰ νὰ εἶμαι πάντοτε ὁ Θεός
σας· νὰ εἶσθε ἅγιοι, διότι ἅγιος
εἶμαι ἐγὼ ὁ Κύριος.
|
45
Προσέχετε εἰς ὅσα σᾶς λέγω, διότι Ἑγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ σᾶς ἐπῆρα
καὶ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ
εἶμαι ὁ Θεός σας, καὶ πρέπει νὰ
εἶσθε ἅγιοι, διότι εἶμαι ἅγιος Ἑγώ,
ὁ Κύριός σας. |
46
Οὗτος ὁ νόμος περὶ τῶν κτηνῶν
καὶ τῶν πετεινῶν καὶ πάσης ψυχῆς
τῆς κινουμένης ἐν τῷ ὕδατι καὶ
πάσης ψυχῆς ἑρπούσης ἐπὶ
τῆς γῆς, |
46
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος ὁ
περὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν πτηνῶν
καὶ πάσης ζωϊκῆς ὑπάρξεως, ποὺ
ζῆ εἰς τὰ ὕδατα καὶ παντὸς
ζώου, ποὺ ἔρπει εἰς τὴν γῆν.
|
46
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ
τὰ τετράποδα καὶ τὰ πτηνὰ καὶ
κάθε ὑπαρξιν, ποὺ ζῇ καὶ κινεῖται
μέσα εἰς τὰ νερά, καὶ κάθε ζῶον, ποὺ
ἔρπει καὶ σύρεται εἰς τὴν γῆν.
|
47
διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἀκαθάρτων
καὶ ἀνὰ μέσον τῶν καθαρῶν
καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ζωογονούντων
τὰ ἐσθιόμενα, καὶ ἀνὰ
μέσον τῶν ζωογονούντων τὰ μὴ
ἐσθιόμενα. |
47
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ
διαχωρισμοῦ μεταξὺ τῶν ἀκαθάρτων
καὶ τῶν καθαρῶν, τῶν ζωϊκῶν
ὑπάρξεων ποὺ θὰ τρώγωνται, καὶ
τῶν ζωϊκῶν ὑπάρξεων ποὺ δὲν
πρέπει νὰ τρώγωνται>. |
47
Καὶ σᾶς δίδεται ὁ νόμος αὐτός, διὰ
νὰ διακρίνετε μεταξὺ τῶν ἀκαθάρτων
καὶ τῶν καθαρῶν καὶ μεταξὺ τῶν
ζωϊκῶν ὀργανισμῶν, ποὺ ἐπιτρέπεται
νὰ τρώγωνται καὶ τῶν ζωϊκῶν ὀργανισμῶν,
ποὺ δεν πρέπει νὰ τρώγωνται>. |