Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
λάλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
2
λάλησον πρὸς Ἀαρὼν κα πρὸς τοὺς
υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πρὸς πάντας
υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς
πρὸς αὐτούς· τοῦτο τὸ ρῆμα,
ὃ ἐνετείλατο Κύριος, λέγων·
|
2
<μίλησε πρὸς τὸν Ἀαρών, πρὸς
τοὺς υἱούς του καὶ πρὸς ὅλους
τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ εἰπὲ
πρὸς αὐτούς· Αὐτὴ εἶναι,
ἡ ἐντολή, τὴν ὁποίαν ἔδωσεν
ὁ Κύριος· |
2
<Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱούς του καὶ πρὸς
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ
τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὴ
εἶναι ἡ ἐντολή, ποὺ διέταξεν ὁ
Κύριος καὶ εἶπε: |
3
ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων
ἐν ὑμῖν, ὃς ἐὰν σφάξῃ
μόσχον ἢ πρόβατον ἢ αἶγα ἐν
τῇ παρεμβολῇ καὶ ὃς ἂν σφάξῃ
ἔξω τῆς παρεμβολῆς,
|
3
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
ἢ ξένος ποὺ μένει μαζῆ σας,
σφάξῃ μόσχον ἢ πρόβατον ἢ
αἶγα ἐντὸς τῆς κατασκηνώσεως
ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωσιν
καὶ δὲν φέρῃ αὐτὸ εἰς
τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
ὥστε νὰ τὸ προσφέρῃ ἢ
θυσίαν ὁλοκαυτώματος ἢ εὐχαριστήριον
εἰρηνικὴν θυσίαν, ἡ ὁποία
εἶναι δεκτὴ εἰς ὀσμὴν
εὐωδίας ἀπὸ τὸν Κύριον,
ἢ ἐκεῖνος ποὺ θὰ σφάξῃ
ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωσιν
|
3
Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους
Ἰσραηλίτας ἢ τοὺς ξένους, ποὺ διαμένουν
μαζί σας, ὁ ὁποῖος θὰ σφάξῃ
μοσχάρι ἢ πρόβατον ἢ γίδα μέσα εἰς τὸν
κατοικημένον χῶρον καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης
ποὺ θὰ σφάξῃ ἔξω ἀπὸ τὸν
καταυλισμόν σας, |
4
καὶ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς
σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὴ ἐνέγκῃ,
ὥστε ποιῆσαι αὐτὸ εἰς ὁλοκαύτωμα
ἢ σωτήριον Κυρίῳ δεκτὸν εἰς
ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ ὃς
ἂν σφάξῃ ἔξω καὶ ἐπὶ
τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου
μὴ ἐνέγκῃ αὐτό, ὥστε
προσενέγκαι δῶρον τῷ Κυρίῳ ἀπέναντι
τῆς σκηνῆς Κυρίου, καὶ λογισθήσεται
τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ
αἷμα· αἷμα ἐξέχεεν, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ
αὐτῆς· |
4
καὶ δὲν θὰ φέρῃ αὐτὸ
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου, διὰ νὰ τὸ σφάξῃ
ἐκεῖ καὶ τὸ προσφέρῃ δῶρον
πρὸς τὸν Κύριον ἐνώπιον τῆς
Σκηνῆς τοῦ Κυρίου, θὰ θεωρηθῇ
τόσον ἔνοχος, ὅσον καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἔχυσεν αἷμα ἀνθρώπου. Ἐπειδὴ
θὰ θεωρηθῇ ὡς φονεύς, θὰ ἐξολοθρευθῇ
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐκ μέσου
τοῦ λαοῦ. |
4
καὶ δεν θὰ φέρῃ τὸ ζῶον εἰς
τὴν πύλην τῆς Σκηνῆς τὸν Μαρτυρίου,
ὥστε νὰ τὸ προσφέρῃ ὡς
θυσίαν ὁλοκαυτώσεως ἢ ὡς εὐχαριστήριον
θυσίαν διὰ σωτηρίαν, προσφορὰν εὐπρόσδεκτον
εἰς τὸν Κύριον ὡς ὀσμὴν εὐωδίας,
θὰ θεωρηθῇ ὡς φονεύς. Τὸ ἴδιον
ἰσχύει καὶ δι' αὐτόν, ποὺ θὰ
τὸ σφάξῃ ἔξω, μακρυὰ ἀπὸ
τὸν κατοικημένον χῶρον καὶ δεν θὰ
τὸ φέρῃ εἰς τὴν πύλην τῆς Σκηνῆς
τοῦ Μαρτυρίου, διὰ νὰ τὸ προσφέρῃ
ὡς δῶρον εἰς τὸν Κύριον, ἐμπρὸς
εἰς τὴν Σκηνήν, ποὺ εἶναι οἶκος
τοῦ Κυρίου. Θὰ θεωρηθῇ καὶ ἐκεῖνος
ὡς φονεύς. Ἔχυσεν αἷμα. Θὰ ἑξαφανισθῇ
καὶ θὰ χαθῇ ἢ ψυχὴ ἐκείνη
ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ της.
|
5
ὅπως ἀναφέρωσιν οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ τὰς θυσίας αὐτῶν,
ὅσας ἂν αὐτοὶ σφάξουσιν ἐν
τοῖς πεδίοις, καὶ οἴσουσι τῷ
Κυρίῳ ἐπὶ τὰς θύρας τῆς
σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν
ἱερέα καὶ θύσουσι θυσίαν σωτηρίου
τῷ Κυρίῳ αὐτά.
|
5
Αὐτὰ νομοθετοῦνται, διὰ νὰ φέρουν
οἱ Ἰσραηλῖται τὰ πρὸς θυσίαν
ζῶα των, ὅσα μέχρι τώρα ἔσφαζον
εἰς τὰς πεδιάδας, νὰ τὰ φέρουν
εἰς τὸν Κύριον, πρὸς τὸν ἱερέα,
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου, ὅπου καὶ θὰ σφάζουν
αὐτὰ ὡς εἰρηνικὴν εὐχαριστήριον
θυσίαν εἰς τὸν Κύριον.
|
5
Λέγεται δὲ αὐτό, διὰ νὰ φέρουν εἰς
τὸ ἑξῆς οἱ Ἰσραηλῖται
εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας τὰ σφαχτά,
ποὺ θὰ σφάζουν τυχὸν εἰς τὰς
πεδιάδας (ὅπου ἐπικρατεῖ εἰδωλολατρία).
Θὰ φέρουν δηλαδὴ τὰ ζῶα εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου, εἰς τὰς
πύλας τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου πρὸς
τὸν ἱερέα καὶ θὰ τὰ προσφέρουν
ὡς θυσίαν <σωτηρίου> πρὸς τὸν Κύριον.
|
6
Καὶ προσχεεῖ ὁ ἱερεὺς τὸ
αἷμα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κύκλῳ
ἀπέναντι Κυρίου παρὰ τὰς θύρας
τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καὶ
ἀνοίσει τὸ στέαρ εἰς ὀσμὴν
εὐωδίας Κυρίῳ.
|
6
Ὁ ἱερεὺς θὰ χύσῃ τὸ
αἷμα κύκλῳ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον
τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἀπέναντι ἀπὸ
τὸν Κύριον πλησίον εἰς τὴν θύραν
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ
θὰ προσφέρῃ τὸ λῖπος εἰς
ὀσμὴν εὐωδίας πρὸς τὸν
Κύριον. |
6
Θὰ χύσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς τὸ
αἷμα τοῦ ζώου ὁλόγυρα εἰς τὸ
θυσιαστήριον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, κοντὰ εἰς
τὰς πύλας τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
Θὰ προσφέρῃ ἐπίσης καὶ τὸ λίπος
τοῦ ζώου εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ
νὰ καῇ ὡς εὐπρόσδεκτος ὀσμὴ
εὐωδίας εἰς τὸν Κύριον.
|
7
Καὶ οὐ θύσουσιν ἔτι τὰς θυσίας
αὐτῶν τοῖς ματαίοις, οἷς αὐτοὶ
ἐκπορνεύουσιν ὀπίσω αὐτῶν·
νόμιμον αἰώνιον ἔσται ὑμῖν
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν.
|
7
Δὲν θὰ προσφέρουν ποτὲ πλέον
οἱ Ἰσραηλῖται τὰς θυσίας των
εἰς τὰ εἴδωλα, μὲ τὰ ὁποῖα
πλανῶνται καὶ διαφθείρονται οἱ ἀκολουθοῦντες
ὀπίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα αὐτά.
Αὐτὸ θὰ εἶναι διὰ σᾶς
παντοτεινὸς καὶ ἀπαράβατος νόμος
εἰς ὅλας τὰς γενεάς σας.
|
7
Καὶ ἔτσι δὲν θὰ προσφέρουν πλέον τὰς
θυσίας των εἰς τὰ μάταια καὶ ψευδῆ
εἴδωλα, ὀπίσω ἀπὸ τὰ ὁποῖα
παρασύρονται καὶ διαφθείρονται ὅσοι ἐγκαταλείπουν
τὴν πίστιν των εἰς τὸν μόνον Θεόν. Αὐτὸ
θὰ εἶναι νόμος αἰώνιος διὰ σᾶς
εἰς ὅλας τὰς γενεάς σας.
|
8
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ἢ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν
προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν,
ὃς ἂν ποιήσῃ ὁλοκαύτωμα
ἢ θυσίαν |
8
Θὰ εἴπῃς πάλιν πρὸς αὐτούς·
Ἐὰν Ἰσραηλίτης ἢ ξένος
ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
μένουν μαζῆ σας, προσφέρῃ ὁλοκαύτωμα
ἢ κάποιαν ἄλλην θυσίαν
|
8
Θὰ εἰπῇς λοιπὸν πρὸς αὐτούς:
<Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους
Ἰσραηλίτας ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους,
ποὺ ζοῦν μαζί σας, ὁ ὁποῖος
θὰ προσφέρῃ θυσίαν ὁλοκαυτώματος ἢ
ἅλλου εἴδους θυσίαν |
9
καὶ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς
σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὴ ἐνέγκῃ
ποιῆσαι αὐτὸ τῷ Κυρίῳ,
ἐξολοθρευθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
9
καὶ δὲν προσφέρῃ αὐτὴν
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου πρὸς θυσίαν διὰ τὸν
Κύριον, θὰ ἐξολοθρευθῇ ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ
του. |
9
καὶ δεν θὰ φέρῃ τὸ ζῶον εἰς
τὴν πύλην τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
διὰ να τὸ προσφέρῃ εἰς τὸν
μόνον Κύριον θὰ ἀποκοπῇ καὶ θὰ
ἐξολοθρευθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ του>,
|
10
Καὶ ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν
προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν
φάγῃ πᾶν αἷμα, καὶ ἐπιστήσω
τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν
ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα καὶ
ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ
αὐτῆς· |
10
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας ἢ ἀπὸ
τοὺς ξένους, ποὺ εὑρίσκονται
μαζῆ σας, φάγῃ αἷμα, ἐγὼ
θὰ στρέψω ὠργισμένος τὸ πρόσωπόν
μου ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ,
ὁ ὁποῖος ἔφαγεν αἷμα, καὶ
θὰ ἐξοντώσω αὐτὸν ἐκ τοῦ
λαοῦ του. |
10
Καὶ ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς ἐντοπίους
Ἰσραηλίτας,
ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ ζοῦν
μαζί σας, φάγῃ αἷμα οἰουδήποτε
ζώου, θὰ στρέψω μὲ ὀργὴν τὸ
πρόσωπόν μου ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ, ποὺ τρώγει τὸ αἷμα, καὶ
θὰ τὸν ἑξαφανίσω μέσα ἀπὸ
τὸν λαόν του. |
11
ἡ γὰρ ψυχὴ πάσης σαρκὸς αἷμα
αὐτοῦ ἐστι, καὶ ἐγὼ δέδωκα
αὐτὸ ὑμῖν ἐπὶ τοῦ
θυσιαστηρίου ἐξιλάσκεσθαι περὶ τῶν
ψυχῶν ὑμῶν· τὸ γὰρ αἷμα
αὐτοῦ ἀντὶ ψυχῆς ἐξιλάσεται.
|
11
Καὶ τοῦτο, διότι ἡ ζωὴ κάθε
ζωντανοῦ ὄντος ὑπάρχει εἰς τὸ
αἷμα αὐτοῦ. Ἐγὼ δέ, ὡς
χορηγὸς τῆς ζωῆς, σᾶς ἔχω νομοθετήσει
ὡς καθῆκον νὰ χύνεται τοῦτο
εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ
ἐξιλεώνωνται αἱ ἁμαρτίαι τῶν
ψυχῶν σας. Διὰ τοῦ αἵματος τῆς
θυσίας τοῦ ζώου ἐξιλεώνεται
ὁ ἄνθρωπος διὰ τὰς ἁμαρτίας
του. |
11
Δὲν θὰ τρώγετε αἷμα, διότι ἡ ζωὴ
κάθε σώματος εἶναι τὸ αἷμα του. Σᾶς
ἔδωσα δὲ Ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ
χορηγὸς τῆς ζωῆς, ἐντολὴν νὰ
χύνετε τὸ αἷμα εἰς τὸ θυσιαστήριον,
διὰ νὰ ἐξιλεώνωνται αἱ ψυχαί
σας. Διότι μὲ τὸ αἷμα τοῦ ζώου, ποὺ
θυσιάζεται ἀντὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξιλεώνεται
αὐτὸς διὰ τὰς ἁμαρτίας του.
|
12
Διὰ τοῦτο εἴρηκα τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ· πᾶσα ψυχὴ ἐξ ὑμῶν
οὐ φάγεται αἷμα, καὶ ὁ προσήλυτος
ὁ προσκείμενος ἐν ὑμῖν οὐ
φάγεται αἷμα. |
12
Διὰ τοῦτο εἶπα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας·
κανεὶς Ἰσραηλίτης καὶ κανεὶς
ξένος παρεπιδημῶν κοντά σας δὲν θὰ
φάγῃ αἷμα. Τὸ αἷμα θὰ
προσφέρεται πρὸς ἐξιλέωσίν σας.
|
12
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν
ὁποῖον ἔχω δώσει εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
τὴν παραγγελίαν: <Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ
σᾶς δὲν θὰ τρώγῃ αἷμα. Δὲν
θὰ τρώγῃ αἷμα ἐπίσης καὶ ὁ
ξένος, ποὺ διαμένει καὶ ζῇ μαζί σας>.
|
13
Καὶ ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν
προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν
θηρεύσῃ θήρευμα θηρίον ἢ πετεινόν,
ὃ ἔσθεται, καὶ ἐκχεεῖ τὸ
αἷμα καὶ καλύψει αὐτὸ τῇ
γῇ· |
13
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας
ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ
μένουν μαζῆ σας, συλλάβῃ διὰ
κυνηγίου θηρίον τι ἢ πτηνὸν καὶ
πρόκειται νὰ τὸ φάγῃ, θὰ
χύσῃ τὸ αἷμα αὐτοῦ εἰς
τὴν γῆν καὶ θὰ τὸ σκεπάσῃ
μὲ χῶμα. |
13
Ὁποιοσδήποτε ἐπίσης ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς ἐντοπίους Ἰσραηλίτας ἢ ἀπὸ
τοὺς ξένους, ποὺ ζοῦν μεταξύ σας,
θὰ πιάσῃ εἰς τὸ κυνήγι ζῶον
ἢ πουλί, ποὺ εἶναι καθαρὸν καὶ
ἠμπορεῖ νὰ φαγωθῇ, θὰ πρέπῃ
νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του καὶ νὰ
τὸ σκεπάσῃ μὲ χῶμα.
|
14
ἡ γὰρ ψυχὴ πάσης σαρκὸς αἷμα
αὐτοῦ ἐστι. Καὶ εἶπα τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ· αἷμα πάσης
σαρκὸς οὐ φάγεσθε, ὅτι ἡ ψυχὴ
πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστι·
πᾶς ὁ ἔσθων αὐτὸ ἐξολοθρευθήσεται.
|
14
Διότι ἡ ζωὴ παντὸς ἐμβίου
ὄντος εἶναι εἰς τὸ αἷμα αὐτοῦ.
Διὰ τοῦτο εἶπα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
δὲν θὰ φάγετε αἷμα παντὸς ἐμβίου
ὄντος, διότι ἡ ζωὴ αὐτοῦ
ὑπάρχει εἰς τὸ αἷμα. Ἐκεῖνος
ποὺ τρώγει τὸ αἷμα, θὰ ἐξολοθρευθῇ.
|
14
Διότι ἡ ζωὴ κάθε σώματος εἶναι τὸ
αἷμα του. Εἶπα δὲ Ἐγὼ εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας: <Δὲν θὰ τρώγετε
αἷμα κάθε ζώου, διότι ἡ ζωὴ κάθε ζώου εἶναι
τὸ αἷμα του. Καθένας ποὺ τρώγει τὸ
αἷμα, θὰ ἐξολοθρευθῇ.
|
15
Καὶ πᾶσα ψυχή, ἥτις φάγεται
θνησιμαῖον ἢ θηριάλωτον ἐν τοῖς
αὐτόχθοσιν ἢ ἐν τοῖς προσηλύτοις,
πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας καὶ καθαρὸς
ἔσται. |
15
Κάθε ἄνθρωπος, εἴτε ἐντόπιος
Ἰσραηλίτης ἢ ἀπὸ τοὺς
ξένους ποὺ θὰ φάγῃ ζῶον
θνησιμαῖον ἢ κατασπαραγθὲν ἀπὸ
θηρίον, εἶναι ἔνοχος. Θὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ, θὰ
λουσθῇ μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
Κατόπιν θὰ εἶναι καθαρός.
|
15
Καὶ κάθε ἄνθρωπος μεταξὺ τῶν ἐντοπίων
Ἰσραηλιτῶν ἢ τῶν ξένων, ποὺ
εἶναι κοντά σας, ὁ ὁποῖος θὰ
φάγῃ ζῶον ποὺ ἐψόφησεν, ἢ
ποὺ κατεσπαράχθη ἀπὸ ἄγρια θηρία,
θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ
θὰ λουσθῇ μὲ νερὸ καὶ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης. Μετὰ ταῦτα θὰ
εἶναι καθαρός. |
16
Ἐὰν δὲ μὴ πλύνῃ τὰ
ἱμάτια καὶ τὸ σῶμα μὴ
λούσηται ὕδατι, καὶ λήψεται ἀνόμημα
αὐτοῦ. |
16
Ἐὰν δὲν πλύνῃ τὰ ἐνδύματα
αὐτοῦ καὶ δὲν λούσῃ τὸ
σῶμα αὐτοῦ μὲ νερό, θὰ
ἔχῃ ἐνοχὴν διὰ τὴν παραινομίαν
του καὶ θὰ τιμωρηθῇ. |
16
Ἐὰν ὅμως δὲν πλύνῃ τὰ
ἐνδύματά του καὶ δεν λούσῃ τὸ σῶμα
του μὲ νερό, θὰ πάρῃ ἐπάνω του
τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς του διὰ
τὸ παράπτωμα μὲ ὅλας τὰς συνεπείας>.
|