Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
λάλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
2
καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
λαλήσεις· ἐάν τις ἀπὸ τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ ἀπὸ
τῶν γεγενημένων προσηλύτων ἐν Ἰσραήλ,
ὃς ἂν δῷ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ
ἄρχοντι, θανάτῳ θανατούσθω· τὸ
ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν
αὐτὸν ἐν λίθοις.
|
2
<αὐτὰ θὰ εἴπῃς εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας·
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς
Ἰσραηλίτας, ἢ ἀπὸ τοὺς
ξένους ποὺ ἐγεννήθησαν
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, δώσῃ
κάποιον ἐκ τῶν ἀπογόνων του
εἰς εἰδωλολάτρην ἄρχοντα, πρέπει
νὰ θανατώνεται. Ἡ κοινωνία τῆς
περιοχῆς ἐκείνης πρέπει νὰ τὸν
φονεύσῃ μὲ λιθοβολισμόν.
|
2
<Θὰ εἰπῇς καὶ πάλιν εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας τὰ ἑξῆς: Ἐὰν
κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκ καταγωγῆς
Ἰσραηλίτας, ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους
ποὺ ἔγιναν προσήλυτοι καὶ διαμένουν
μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, δώσῃ
κάποιον ἀπόγονόν του ὡς δοῦλον εἰς
ἄρχοντα εἰδωλολάτρην, πρέπει νὰ θανατώνεται.
Ὁ λαός, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὸν
τόπον, ὅπου ἔγινε αὐτό, πρέπει νὰ
λιθοβολήσῃ τὸν παραβάτην καὶ νὰ τὸν
σκοτώσῃ μὲ τοὺς λίθους.
|
3
Καὶ ἐγὼ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν
μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
καὶ ἀπολῶ αὐτὸν ἐκ τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ, ὅτι τοῦ σπέρματος
αὐτοῦ ἔδωκεν ἄρχοντι, ἵνα μιάνῃ
τὰ ἅγιά μου καὶ βεβηλώσῃ
τὸ ὄνομα τῶν ἠγιασμένων μοι.
|
3
Ἐγὼ θὰ στρέψω μὲ ὀργὴν
τὸ πρόσωπόν μου ἐναντίον τοῦ
ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ θὰ
τὸν ἐξολοθρεύσω ἐκ μέσου τοῦ
λαοῦ του, διότι ἔδωσε ἐκ τῶν
ἀπογόνων του εἰς εἰδωλολάτρην
ἄρχοντα καὶ διὰ τῆς πράξεώς
του αὐτῆς ἐμόλυνε τὰ ἅγιά
μου, ἐβεβήλωσε τὸ ὄνομα τῶν
ἠγιασμένων καὶ ἀφιερωμένων εἰς
ἐμέ. |
3
Ἐγὼ δὲ θὰ στραφῶ μὲ ὀργὴν
ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ
θὰ τὸν ἑξαφανίσω ἐκ μέσου τοῦ
λαοῦ του, διότι παρέδωσε κάποιον ἀπόγονόν του
εἰς ἄρχοντα εἰδωλολάτρην, διὰ νὰ
μολύνῃ ἔτσι ὅσα ἀνήκουν εἰς
ἐμὲ καὶ εἶναι ἅγια καὶ
νὰ βεβηλώσῃ τὸ ὄνομα αὐτῶν,
ποὺ ἔχουν ἁγιασθῇ καὶ εἶναι
ἰδικοί μου. |
4
Ἐὰν δὲ ὑπερόψει ὑπερίδωσιν
οἱ αὐτόχθονες τῆς γῆς τοῖς
ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ
ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐν τῷ
δοῦναι αὐτὸν τοῦ σπέρματος αὐτοῦ
ἄρχοντι, τοῦ μὴ ἀποκτεῖναι αὐτόν,
|
4
Ἐὰν ὅμως δείξουν οἱ ἐντόπιοι
ἀδιαφορίαν διὰ τὴν πρᾶξιν τοῦ
ἀνθρώπου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
ἔδωκε ἀπόγονόν του ὡς ὑπηρέτην
εἰς εἰδωλολάτρην ἄρχοντα καὶ
δὲν τὸν θανατώσουν, |
4
Ἐὰν ὅμως οἱ ἐντόπιοι κάτοικοι
ἀδιαφορήσουν τελείως καὶ κλείσουν τὰ
μάτια των, ἐνῷ αὐτὸς θὰ παραδίδῃ
κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀπογόνούς του εἰς
εἰδωλολάτρην ἄρχοντα, διὰ νὰ μὴ
ὑποχρεωθοῦν νὰ τὸν σκοτώσουν,
|
5
καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν
μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον
καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ
ἀπολῶ αὐτὸν καὶ πάντας
τοὺς ὁμονοοῦντας αὐτῷ, ὥστε
ἐκπορνεύειν αὐτὸν εἰς τοὺς
ἄρχοντας ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν.
|
5
ἐγὼ θὰ στρέψω μὲ ὀργὴν
τὸ πρόσωπόν μου ἐναντίον τοῦ
ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ τῆς
συγγενείας του καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω
αὐτὸν καὶ ὅλους ἐκείνους,
ποὺ συμφωνοῦν μὲ αὐτὸν καὶ
συγκατατίθενται, ὥστε αὐτὸς ἀρνούμενος
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν νὰ παραδοθῇ
εἰς ἀλλοφύλους ἄρχοντας.
|
5
θὰ στραφῶ τότε ἐγὼ μὲ ὀργὴν
ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ
ἐναντίον τῶν συγγενῶν του καὶ θὰ
ἐξοντώσω καὶ αὐτὸν καὶ
ὅλους, ὅσοι συμφωνοῦν μαζί του. Ὅλους
ὅσοι ἐγκρίνουν νὰ ἀφήνῃ
αὐτὸς Ἐμὲ καὶ νὰ φεύγῃ
ἀπὸ τὸν λαόν των καὶ νὰ
παρασύρεται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας
ἄρχοντας (καὶ τοὺς ψευδοθεος των).
|
6
Καὶ ψυχή, ἣ ἐὰν ἐπακολουθήσῃ
ἐγγαστριμύθοις ἢ ἐπαοιδοῖς,
ὥστε ἐκπορνεῦσαι ὀπίσω αὐτῶν,
ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ
τὴν ψυχὴν ἐκείνην καὶ ἀπολῶ
αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς.
|
6
Ἐὰν κανεὶς ἀκολουθήσῃ
ἐγγαστριμύθους ἢ αὐτοὺς ποὺ
ψάλλουν μαγικὰς ὠδάς, ὥστε ἀρνούμενος
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν νὰ ἀκολουθῇ
ἐκείνους, ἐγὼ θὰ στραφῶ
ἐναντίον του καὶ θὰ τὸν ἐξολοθρεύσω
ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ του.
|
6
Καὶ ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἐγκαταλείψῃ
ἐμὲ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ ἀκολουθήσῃ αὐτούς, ποὺ μὲ
τὴν ἐπίδρασιν τοῦ δαίμονος φαίνεται
ὅτι ὁμιλοῦν ἀπὸ τὴν κοιλίαν
των, ἢ ὅσους γητεύουν μὲ μαγικὰ τραγούδια,
καὶ ἔτσι μολυνθῇ μαζι των, θὰ στρέψω
τὸ πρόσωπόν μου μὲ ὀργὴν ἐναντίον
τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ θὰ
τὸν ἑξαφανίσω μέσα ἀπὸ τὸν
λαόν του. |
7
Καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος
ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν
|
7
Ἅγιοι θὰ εἶσθε, διότι ἐγὼ
ὁ Κύριος καὶ Θεός σας εἶμαι
ἅγιος. |
7
Καὶ πρέπει να εἶσθε ἅγιοι, νὰ ἀπέχετε
δηλαδὴ ἀπὸ κάθε τι βέβηλον, διότι Ἐγώ,
ὁ μόνος Κύριος καὶ Θεός σας, εἶμαι
ἅγιος· δὲν ἔχω καμμίαν σχέσιν πρὸς
τὴν ἁμαρτίαν. |
8
καὶ φυλάξεσθε τὰ προστάγματά
μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγὼ
Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς.
|
8
Θὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου
καὶ θὰ τὰς ἐφαρμόσετε. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἁγιάζω. |
8
Πρέπει δὲ νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς
μου καὶ νὰ τὰς ἐφαρμόσετε. Τὰ
ὁρίζω ἅλα αὐτὰ Ἐγώ, ὁ
μόνος Κύριος, ποὺ σᾶς ἑξαγνίζω, ὥστε
νὰ εἶσθε ἅγιοι καὶ νὰ μὴ
μολύνεσθε μὲ τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας.
|
9
Ἄνθρωπος ἄνθρωπος ὃς ἂν κακῶς
εἴπῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ
ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ
θανατούσθω· πατέρα αὐτοῦ ἢ
μητέρα αὐτοῦ κακῶς εἶπεν; Ἔνοχος
ἔσται. |
9
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ κακολογήσῃ
τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα
του, νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον. Ἐκακολόγησεν
ἕνας υἱὸς τὸν πατέρα του ἢ
τὴν μητέρα του; Εἶναι ἔνοχος θανάτου.
|
9
Ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος θὰ ὁμιλήσῃ
μὲ κακὸν τρόπον εἰς τὸν πατέρα του
ἢ εἰς τὴν μητέρα του, νὰ τιμωρῆται
μὲ θάνατον. Ὡμίλησε κάποιος κακῶς (ὕβρισεν
ἢ κατηράσθη) τὸν πατέρα του ἢ τὴν
μητέρα του; Θὰ εἶναι ἔνοχος καὶ θὰ
τιμωρῆται μὲ θάνατον. |
10
Ἄνθρωπος ὃς ἂν μοιχεύσηται γυναῖκα
ἀνδρός, ἢ ὃς ἂν μοιχεύσηται
γυναῖκα τοῦ πλησίον, θανάτῳ
θανατούσθωσαν, ὁ μοιχεύων καὶ ἡ
μοιχευομένη. |
10
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ κοιμηθῇ
μὲ γυναῖκα ὕπανδρον ἢ μὲ τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον του, θὰ τιμωρηθοῦν
καὶ οἱ δύο μὲ θάνατον καὶ
ὁ μοιχὸς καὶ ἡ μοιχαλίς.
|
10
Ὃ ἄνθρωπος ποὺ θὰ διαπράξῃ μοιχείαν
με ὁποιανδηποτε ὕπανδρον γυναῖκα, ἢ
αὐτὸς ποὺ θὰ μοιχεύσῃ μὲ
τὴν γυναῖκα τοῦ γείτονός του, θὰ πρέπῃ
καὶ ὁ μοιχὸς καὶ ἡ μοιχαλὶς
νὰ τιμωροῦνται μὲ θάνατον.
|
11
Καὶ ἐὰν τίς κοιμηθῇ μετὰ
γυναικὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀπεκάλυψε,
θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἀμφότεροι
ἔνοχοί εἰσι. |
11
Ἐὰν κανεὶς κοιμηθῇ μὲ τὴν
μητρυιάν του, προσέβαλε τὸν πατέρα
του. Εἶναι καὶ οἱ δύο ἔνοχοι
θανάτου καὶ πρέπει νὰ θανατωθοῦν.
|
11
Καὶ ἐὰν κάποιος συνάψῃ σχέσιν σαρκικὴν
μὲ τὴν μητρυιάν του, προσβάλλει καὶ
ἀτιμάζει τὸν πατέρα του. Νὰ τιμωροῦνται
καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα
μὲ θάνατον. Εἶναι ἔνοχοι καὶ οἱ
δύο. |
12
Καὶ ἐὰν τις κοιμηθῇ μετὰ νύμφης
αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθωσαν
ἀμφότεροι· ἠσεβήκασι γάρ,
ἔνοχοι εἰσι. |
12
Ἐὰν κανεὶς κοιμηθῇ μὲ τὴν
νύμφην του, καὶ οἱ δύο πρέπει
νὰ τιμωρηθοῦν μὲ θάνατον. Διότι
ἠσέβησαν καὶ εἶναι ἔνοχοι.
|
12
Καὶ ἐὰν κάποιος ἔλθῃ εἰς
σαρκικὴν σχέσιν με τὴν νύμφην του, νὰ τιμωροῦνται
μὲ θάνατον καὶ οἱ δύο, διότι ἠσέβησαν
πρὸς τὸν ἱερὸν θεσμὸν τῆς
οἰκογενείας καὶ εἶναι ἔνοχοι.
|
13
Καὶ ὃς ἂν κοιμηθῇ μετὰ ἄρσενος
κοίτην γυναικός, βδέλυγμα ἐποίησαν
ἀμφότεροι· θανάτῳ θανατούσθωσαν,
ἔνοχοί εἰσιν. |
13
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐκοιμήθη
μὲ ἄρρενα, ὡς μὲ γυναῖκα, καὶ
οἱ δύο διέπραξαν μυσαρὰν ἁμαρτίαν.
Εἶναι ἔνοχοι καὶ πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν
μὲ θάνατον. |
13
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ συνάψῃ
σαρκικὴν σχέσιν μὲ ἄνδρα, σὰν νὰ
ἦτο γυναῖκα, διέπραξε μαζὲ μὲ τὸν
ἄλλον πρᾶξιν ἀηδιαστικήν. Νὰ
τιμωροῦνται καὶ οἱ δύο μὲ θάνατον.
Εἶναι ἔνοχοι. |
14
Ὃς ἂν λάβῃ γυναῖκα καὶ
τὴν μητέρα αὐτῆς, ἀνόμημά
ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαύσουσιν αὐτὸν
καὶ αὐτάς, καὶ οὐκ ἔσται
ἀνομία ἐν ὑμῖν.
|
14
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ λάβῃ ὡς
συζύγους κόρην καὶ μητέρα, διαπράττει
ἀνόμημα. Αὐτὸς καὶ ἐκεῖναι
πρέπει νὰ καοῦν, διὰ νὰ μὴ
ὑπάρχῃ τέτοια παρανομία μεταξύ
σας. |
14
Αὐτὸς ποὺ θὰ πάρῃ καὶ
θὰ ἔχῃ συγχρόνως ὡς συζύγους
του μίαν γυναῖκα καὶ τὴν μητέρα της, κάμνει
πρᾶξιν παράνομον. Πρέπει νὰ καύσουν εἰς
τὴν φωτιὰν καὶ αὐτὸν καὶ
ἐκείνας, ὥστε νὰ παραδειγματισθοῦν
οἱ ἄλλοι καὶ νὰ μὴ ὑπάρχῃ
παρομοία παρανομία μεταξύ σας. |
15
Καὶ ὃς ἂν δῷ κοιτασίαν αὐτοῦ
ἐν τετράποδι, θανάτῳ θανατούσθω,
καὶ τὸ τετράπουν ἀποκτενεῖτε.
|
15
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ διαπράξῃ
κτηνοβασίαν, θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον,
τὸ δὲ τετράποδον πρέπει νὰ τὸ
φονεύσετε. |
15
Αὐτὸς ἐπίσης ποὺ θὰ ἔχῃ
σχέσιν σαρκικήν μὲ κτῆνος, νὰ τιμωρῆται
μὲ θάνατον. Θὰ σκοτώνετε δὲ καὶ τὸ
ζῶον. |
16
Καὶ γυνή, ἥτις προσελεύσεται πρὸς
πᾶν κτῆνος βιβασθῆναι αὐτὴν
ὑπ' αὐτοῦ, ἀποκτενεῖτε τὴν
γυναῖκα καὶ τὸ κτῆνος· θανάτῳ
θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν.
|
16
Ἡ γυνή, ἡ ὁποία ἤθελε
προσέλθει εἰς οἰονδήποτε ζῶον
διὰ νὰ ἁμαρτήσῃ δι' αὐτοῦ,
διαπράττει μεγάλην ἁμαρτίαν καὶ
πρέπει νὰ θανατώσετε αὐτὴν καὶ
τὸ κτῆνος. Θὰ τιμωρηθοῦν διὰ
θανάτου, διότι εἶναι ἔνοχοι.
|
16
Καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ θὰ προσέλθῃ
εἰς ὁποιοδήποτε ζῶον καὶ θὰ
σταθῇ νὰ βιασθῇ ἀπὸ αὐτό,
θὰ πρέπῃ νὰ σκοτωθῇ καὶ αὐτὴ
μαζὶ μὲ τὸ κτῆνος. Νὰ τιμωροῦνται
μὲ θάνατον. Εἶναι ἔνοχοι.
|
17
Ὃς ἂν λάβῃ τὴν ἀδελφὴν
αὐτοῦ ἐκ πατρὸς αὐτοῦ
ἢ ἐκ μητρὸς αὐτοῦ καὶ
ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς
καὶ αὕτη ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην
αὐτοῦ, ὄνειδός ἐστιν, ἐξολοθρευθήσονται
ἐνώπιον υἱῶν γένους αὐτῶν·
ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς αὐτοῦ
ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν κομιοῦνται.
|
17
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἤθελε
πλησιάσει τὴν ὁμοπάτριον ἢ ὁμομήτριον
ἀδελφήν του διὰ νὰ ἴδῃ
τὴν ἀσχημοσύνην της καὶ αὐτὴ
νὰ ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην
ἐκείνου, διέπραξαν καὶ οἱ δύο
ἐπονείδιστον πρᾶξιν. Θὰ ἐξολοθρευθοῦν
ἐνώπιον τῶν συμπατριωτῶν του, διότι
αὐτὸς ἀπεκάλυψεν ὅ,τι διὰ
λόγους αἰδοῦς ἔπρεπε νὰ εἶναι
κεκρυμεμένον. Θὰ λάβουν τὴν τιμωρίαν
τῆς ἁμαρτίας των. |
17
Ἂν κάποιος πάρῃ διὰ σαρκικὴν
σχέσιν τὴν ἀδελφήν του ἀπὸ τὸν
ἴδιον πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν ἰδίαν
μητέρα καὶ ἰδῇ ὅσα προκαλοῦν
τὴν ἐντροπήν της καὶ αὐτὴ
ἰδῇ ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν
ἐκείνου, αὐτὸ ποὺ ἔκαμαν εἶναι
αἶσχος καὶ ἀτιμία δι' αὐτούς. Νὰ
ἐξολοθρευθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια τῶν συγγενῶν καὶ συμπατριωτῶν
των. Ἐφανέρωσεν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς
ἀδελφής του. Θὰ πάρουν λοιπὸν τὴν
πληρωμὴν τῆς ἁμαρτίας των.
|
18
Καὶ ἀνήρ, ὃς ἂν κοιμηθῇ
μετὰ γυναικὸς ἀποκαθημένης καὶ
ἀποκαλύψῃ τὴν ἀσχημοσύνην
αὐτῆς, τὴν πηγὴν αὐτῆς
ἀπεκάλυψε, καὶ αὕτη ἀπεκάλυψε
τὴν ρύσιν τοῦ αἵματος αὐτῆς·
ἐξολοθρευθήσονται ἀμφότεροι ἐκ
τῆς γενεᾶς αὐτῶν.
|
18
Ἐὰν κάποιος ἄνδρας κουμηθῇ μετὰ
γυναικός, ἡ ὁποία εὑρίσκεται
εἰς τὴν ἔμμηνον περίοδόν της,
καὶ ξεσκεπάσῃ τὴν ἀσχημοσύνην
αὐτῆς, τὴν πηγὴν τῆς ἐκροῆς
τοῦ αἵματος, καὶ αὐτὴ ἐκουσίως
ἀπεκάλυψε τὴν ροήν τοῦ αἵματος
αὐτῆς, θὰ ἐξολοθρευθοῦν καὶ
οἱ δύο ἐκ μέσου τῆς γενεᾶς
αὐτῶν. |
18
Καὶ ὁ ἄνδρας ποὺ θὰ ἔλθῃ
εἰς σαρκικὴν σχέσιν μὲ γυναῖκα, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὴν περίοδον τῶν ἐμμήνων
της, καὶ φανερώσῃ ὅσα προκαλοῦν τὴν
ἐντροπήν της, ἐφανέρωσε, μὲ
αὐτὸ ποὺ ἔκανε, τὴν πηγὴν
τῆς ρεύσεως τοῦ αἵματος της. Τὸ ἴδιο
ἔκανε καὶ ἐκείνη. Ἐφανέρωσε
τὴν ρεῦσιν τοῦ αἵματός της.
Εἶναι ἔνοχοι καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν
καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν γενεάν
των. |
19
Καὶ ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς πατρός
σου καὶ ἀδελφῆς μητρός σου οὐκ
ἀποκαλύψεις· τὴν γὰρ οἰκειότητα
ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν ἀποίσονται.
|
19
Δὲν θὰ ξεσκεπάσῃς τὴν ἀσχημοσύνην
τῆς ἀδελφῆς τοῦ πατρός σου ἢ
τῆς ἀδελφῆς τῆς μητρός σου,
τῆς θείας σου (διὰ νὰ ἔλθῃς
εἰς γάμον μὲ αὐτήν). Αὐτὸς
διαπράττει μεγάλην ἁμαρτίαν, διότι
ἀπογυμνώνει στενὴν συγγενῆ του. Καὶ
οἱ δύο φέρουν τὴν εὐθύνην
τῆς ἀνομίας των. |
19
Δὲν θὰ φανερώσῃς ἐπίσης ὅσα
προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς θείας
σου ἀπὸ τὸν πατέρα σου ἢ ἀπὸ
τὴν μητέρα σου, μὲ τὸ νὰ ἔχῃς
σαρκικὰς σχέσεις μὲ αὐτήν. Ἡ πρᾶξις
αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀτίμωσιν καὶ
προσβολὴν πρὸς συγγενικὸν πρόσωπον. Αὐτοὶ
ποὺ τὸ κάνουν, θὰ πάρουν ἐπάνω
των καὶ οἱ δύο τὴν ἐνοχὴν τῆς
ἁμαρτίας των. |
20
῝Ος ἂν κοιμηθῇ μετὰ τῆς συγγενοῦς
αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τῆς συγγενείας
αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθονοῦνται.
|
20
Οἰοσδήποτε θὰ κοιμηθῇ μὲ συγγενικὸν
πρόσωπον καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ
τὴν ἀσχημοσύνην τοῦ συγγενοῦς
αὐτοῦ, αὐτὸς καὶ ἐκείνη
θὰ ἀποθάνουν ἄτεκνοι.
|
20
Ὁποιοσδήποτε θὰ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν
σχέσιν μὲ ἕνα συγγενικόν του πρόσωπον, ἐφανέρωσε,
μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, ὅσα
προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν συγγενοῦς
του καὶ διέπραξεν ἀτιμίαν. Εἶναι ἔνοχοι
καὶ δι' αὐτὸ θὰ πεθάνουν ἄτεκνοι
καὶ οἱ δύο. |
21
Ὃς ἐὰν λάβῃ γυναῖκα τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἀκαθαρσία
ἐστίν· ἀσχημοσύνην του ἀδελφοῦ
αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται.
|
21
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ λάβῃ
ὡς σύζυγον τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
του, διαπράττει ἀκάθαρτον πρᾶξιν.
Ἀπεκάλυψε τὴν ἀσχημοσύνην τοῦ
ἀδελφοῦ του. Αὐτὸς καὶ ἐκείνη
θὰ ἀποθάνουν ἄτεκνοι.
|
21
Αὐτὸς ποὺ θὰ πάρῃ σὰν
γυναῖκα του τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ
του, διαπράττει πρᾶξιν ἀκάθαρτον. Προσέβαλε τὴν
τιμὴν τοῦ ἀδελφοῦ του, μὲ τὸ
νὰ φανερώσῃ ὅσα προκαλοῦν τὴν
ἐντροπὴν τῆς γυναικός του. Θὰ
ἀποθάνουν ἄτεκνοι καὶ οἱ δύο.
|
22
Καὶ φυλάξασθε πάντα τὰ προστάγματά
μου, καὶ τὰ κρίματά μου καὶ
ποιήσετε αὐτά, καὶ οὐ μὴ
προσαχθίσῃ ὑμῖν ἡ γῆ,
εἰς ἣν ἐγὼ εἰσάγω ὑμᾶς
ἐκεῖ κατοικεῖν ἐπ' αὐτῆς.
|
22
Προσέχετε! Θὰ φυλάξετε ὅλας τὰς
ἐντολάς μου καὶ θὰ ἐφαρμόσετε
ὅλας τὰς ἀποφάσεις μου, διὰ
νὰ μὴ ἀγανακτήσῃ καὶ σᾶς
μισήσῃ ἡ γῆ, εἰς τὴν ὁποίαν
ἐγὼ σᾶς ὁδηγῶ διὰ νὰ
κατοικήσετε εἰς αὐτήν. |
22
Καὶ νὰ προσέξετε ὅλας τὰς ἐντολάς
μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου καὶ νὰ
τὰς ἐφαρμόσετε, ὥστε νὰ μὴ
σᾶς ἀηδιάσῃ ἡ χώρα, μέσα εἰς
τὴν ὁποίαν σᾶς ὁδηγῶ ἤδη
Ἐγώ, διὰ νὰ κατοικῆτε ἐκεῖ
εἰς αὐτήν. |
23
Καὶ οὐχὶ πορεύεσθε τοῖς νομίμοις
τῶν ἐθνῶν, οὓς ἐξαποστέλλω
ἀφ' ὑμῶν· ὅτι ταῦτα πάντα
ἐποίησαν, καὶ ἐβδελυξάμην αὐτούς.
|
23
Δὲν θὰ πορευθῆτε σύμφωνα μὲ
τὰ ἔθιμα τῶν ἐθνῶν, τὰ
ὁποῖα ἐγὼ ἐκδιώκω ἀπὸ
τὸ πρόσωπόν σας. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς
τὰ ἔθνη αὐτὰ διέπραξαν τοιαύτας
μυσαρὰς πράξεις, τὰ ἐμίσησα.
|
23
Καὶ δὲν θὰ συμμορφώνεσθε πρὸς τὰς
συνηθείας τῶν εἰδωλολατρῶν, τοὺς ὁποίους
ἐκδιώκω Ἐγὼ καὶ ἀπομακρύνω
ἀπὸ ἐμπρός σας. Διότι οἱ λαοὶ
αὐτοὶ διέπραξαν ὅλας αὐτὰς τὰς
βδελυρὰς ἀνηθικότητας καὶ τοὺς ἐσιχάθηκα.
|
24
Καὶ εἶπα ὑμῖν· ὑμεῖς
κληρονομήσετε τὴν γῆν αὐτῶν,
καὶ ἐγὼ δώσω ὑμῖν αὐτὴν
ἐν κτήσει, γῆν ρέουσαν γάλα
καὶ μέλι· ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν, ὃς διώρισα ὑμᾶς
ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν.
|
24
Καὶ εἶπα πρὸς σᾶς· σεῖς
θὰ κληρονομήσετε τὴν χώρα των καὶ
ἐγὼ θὰ δώσω εἰς σᾶς ὡς
ἰδιοκτησίαν σας αὐτήν, γῆν ρέουσαν
γάλα καὶ μέλι. Ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἐξεχώρισα καὶ σᾶς ἐξέλεξα
ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη.
|
24
Καὶ σᾶς τὸ εἶπα ἤδη: Σεῖς
θὰ κληρονομήσετε τὴν χώραν των καὶ θὰ
σᾶς χαρίσω Ἐγὼ ὡς ἰδιοκτησίαν
σας τὴν γῆν αὐτήν, ποὺ εἶναι
τόπος ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι. Ἐγὼ
ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός σας εἶμαι
Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἐξεχώρισα
ὡς ἰδικούς μου μεταξὺ ὅλων τῶν
λαῶν. |
25
Καὶ ἀφοριεῖτε αὐτοὺς ἀνὰ
μέσον τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν
καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν
τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ
μέσον τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν
καὶ τῶν ἀκαθάρτων, καὶ οὐ
βδελύξετε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν
τοῖς κτήνεσι, καὶ ἐν τοῖς πετεινοῖς
καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐρπετοῖς
τῆς γῆς, ἃ ἐγὼ ἀφώρισα
ὑμῖν ἐν ἀκαθαρσίᾳ.
|
25
Σεῖς δὲ θὰ διαχωρίσετε τὰ καθαρὰ
ζῶα ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα, τὰ
καθαρὰ πτηνὰ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα
καὶ δὲν θὰ μολύνετε τὴν ζωήν
σας τρώγοντες ἀκάθαρτα κτήνη καὶ
ἀκάθαρτα πτηνὰ καὶ ἀπὸ
ὅλα τὰ ἐρπετὰ τῆς γῆς
τὰ ἀκάθαρτα, τὰ ὁποῖα
ἐγὼ ἔχω ὁρίσει ὡς ἀκάθαρτα.
|
25
Καὶ θὰ κάμνετε διάκρισιν μεταξὺ τῶν
ζώων, ποὺ εἶναι καθαρά, καὶ τῶν ζώων,
ποὺ εἶναι ἀκάθαρτα, καὶ μεταξὺ
τῶν καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων πτηνῶν
καὶ ἔτσι δὲν θὰ μολύνετε τοὺς
ἑαυτούς σας μὲ τὰ ἀκάθαρτα ζῶα
καὶ πουλιὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ
ἑρπετὰ τῆς γῆς, ποὺ τὰ
ἐξεχώρισα Ἐγὼ καὶ σᾶς
εἶπα ὅτι εἶναι ἀκάθαρτα.
|
26
Καὶ ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγὼ
ἅγιος εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν,
ὁ ἀφορίσας ὑμᾶς ἀπὸ
πάντων τῶν ἐθνῶν, εἶναι ἐμοί.
|
26
Θὰ εἶσθε ἅγιοι εἰς ἐμέ,
διότι εἶμαι ἅγιος ἐγώ, ὁ
Κύριος καὶ ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἐξεχώρισα, ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη, διὰ νὰ εἶσθε ἰδικοί
μου. |
26
Καὶ θὰ μοῦ εἶσθε ἅγιοι, καθαροὶ
ἀπὸ κάθε μολυσμόν, διότι εἶμαι ἅγιος
Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας, ποὺ
σᾶς ἐξεχώρισα ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη, διὰ νὰ ἀνῄκετε
εἰς Ἐμέ. |
27
Καὶ ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃς ἂν
γένηται αὐτῶν ἐγγαστρίμυθος
ἢ ἐπαοιδός, θανάτῳ θανατούσθωσαν
ἀμφότεροι· λίθοις λιθοβολήσετε
αὐτούς, ἔνοχοί εἰσι.
|
27
Ἀνὴρ ἢ γυνὴ οἱ ὁποῖοι
ἤθελον γίνει ἐγγαστρίμυθοι ἢ
μάγοι ψάλλοντες μαγικὰς ὠδάς,
θὰ τιμωρηθοῦν καὶ οἱ δύο διὰ
θανάτου, θὰ τοὺς ἐκτελέσετε
διὰ λιθοβολισμοῦ. Εἶναι ἔνοχοι.
|
27
Ὁ ἄνδρας δὲ ἢ ἡ γυναῖκα
ἀπὸ τὸν λαόν μου, ποὺ θὰ γίνουν
ἐγγαστρίμυθοι, θὰ κυριευθοῦν δηλαδὴ
ἀπὸ δαιμόνων καὶ θὰ φαίνεται ὅτι
ὁμιλοῦν ἀπὸ τὴν κοιλίαν των,
ἢ θὰ γίνουν μάγοι ποὺ θὰ γητεύουν
τοὺς ἄλλους μὲ μαγικὰ τραγούδια, πρέπει
καὶ οἱ δύο νὰ θανατώνωνται. Εἶναι
ἔνοχοι. Νὰ τοὺς σκοτώσετε μὲ λιθοβολισμόν>.
|