Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
εἶπον τοῖς ἱερεῦσι τοῖς
υἱοῖς Ἀαρὼν καὶ ἐρεῖς
πρὸς αὐτούς· ἐν ταῖς ψυχαῖς
οὐ μιανθήσονται ἐν τῷ ἔθνει
αὐτῶν, |
ἶπεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν·
<Λάλησε πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ
Ἀαρών, τοὺς ἱερεῖς, καὶ
εἰπὲ πρὸς αὐτούς: Δὲν
πρέπει νὰ μιανθοῦν καὶ νὰ καταστοῦν
ἀκάθαρτοι πλησιάζοντες νεκρὸν ἀπὸ
τοὺς ὁμοεθνεῖς των·
|
αὶ
ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: <Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς
τοὺς ἱερεῖς, τοῖς υἱοὺς
τοῦ Ἀαρών, καὶ νὰ τοὺς
εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Νὰ προσέχουν,
ὥστε νὰ μὴ γίνωνται ἀκάθαρτοι, μὲ
τὸ νὰ ἐγγίζουν νεκροὺς ἀνθρώπους
μεταξὺ τῶν ὁμοεθνῶν των. Δὲν
θὰ ἐγγίζουν πτώματα ἀνθρώπων.
|
2
ἀλλ' ἢ ἐν τῷ οἰκείῳ
τῷ ἔγγιστα αὐτῶν, ἐπὶ
πατρὶ καὶ μητρὶ καὶ υἱοῖς
καὶ θυγατράσιν, ἐπ' ἀδελφῷ
|
2
μόνον ἐπὶ τῷ θανάτῳ τῶν
πολὺ στενῶν συγγενῶν των, δηλαδὴ τοῦ
πατρός, τῆς μητρός, τῶν υἱῶν
καὶ θυγατέρων, τοῦ ἀδελφοῦ των,
|
2
Μόνον ὅταν πρόκειται διὰ κάποιον πολὺ στενὸν
συγγενῆ των, διὰ τὸν πατέρα δηλαδὴ
καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς υἱοὺς
καὶ τὰς θυγατέρας, διὰ τὸν ἀδελφόν,
|
3
καὶ ἐπ' ἀδελφῇ παρθένω τῇ
ἐγγιζούσῃ αὐτῷ, τῇ μὴ
ἐκδεδομένῃ ἀνδρί, ἐπὶ
τούτοις μιανθήσεται. |
3
τῆς ἀδελφῆς των ἡ ὁποία
εἶναι παρθένος, μένει μαζῆ των καὶ
δὲν ἔχει ἀκόμη ὑπανδρευθῆ,
ἐπιτρέπεται νὰ μιανθοῦν πλησιάζοντες
αὐτοὺς ὡς νεκρούς.
|
3
καὶ διὰ τὴν ἀδελφήν, ποὺ εἶναι
παρθένος καὶ ζῇ μαζὶ μὲ τὸν
ἱερέα καὶ δὲν ἔχει δοθῇ ὡς
σύζυγος εἰς κάποιον ἄνδρα, ἐπιτρέπεται νὰ
ἐγγίζουν τὰ πτώματά των καὶ
νὰ μολύνωνται. |
4
Οὐ μιανθήσεται ἐξάπινα ἐν τῷ
λαῷ αὐτοῦ εἰς βεβήλωσιν αὐτοῦ.
|
4
Δὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς ἀπὸ
τοὺς υἱοὺς Ἀαρὼν τοὺς
ἱερεῖς νὰ μιανθῇ καὶ νὰ
γίνῃ ἀκάθαρτος, βεβηλώνων ἔτσι
τὸ ἀξίωμά του, μὲ τὸ νὰ
πλησιάσῃ ἄλλον τινὰ νεκρὸν ἐκ
τοῦ λαοῦ. |
4
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ ἱερεὺς δὲν
πρέπει να γίνεται ἀκάθαρτος, μὲ τὸ νὰ
ἐγγίζῃ, ἔστω καὶ ξαφνικά, ἐκ
συναρπαγῆς, κάποιον νεκρὸν μεταξὺ τοῦ
λαοῦ του καὶ νὰ βεβηλώνῃ ἔτσι
τὸ ἱερατικόν του ἀξίωμα.
|
5
Καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν
κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν
ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται
καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν
οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας.
|
5
Δὲν θὰ ξυρίσουν τὴν κεφαλήν
των εἰς ἔνδειξιν πένθους διὰ τὸν
θάνατον τινος, οὔτε θὰ ξυρίσουν τὸ
ἔμπρασθεν ἀπὸ τὴν γενειάδα των
καὶ δὲν θὰ κάμουν ἐντομὰς
εἰς τὸ σῶμα των. |
5
Καὶ δὲν θὰ ξυρίσετε τὸ κεφάλι σας
ἔτσι, ὥστε νὰ γίνετε σὰν φαλακροὶ
διὰ νὰ ἐκδηλώσετε τὸ πένθος
σας διὰ τὸν θάνατον κάποιου ἀνθρώπου.
Δὲν θὰ ξυρίσουν ἐπίσης οἱ ἱερεῖς
τὰ γένεια των εἰς τὴν προσοψίν των,
οὔτε θὰ κάνουν τομὲς μὲ μαχαίρι ἢ
ξυράφι εἰς τὸ σῶμα των. |
6
Ἅγιοι ἔσονται τῷ Θεῷ αὐτῶν
καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ αὐτῶν· τὰς γὰρ
θυσίας Κυρίου δῶρα τοῦ Θεοῦ
αὐτῶν αὐτοὶ προσφέρουσι καὶ
ἔσονται ἅγιοι. |
6
Πρέπει νὰ εἶναι ἅγιοι ἀφιερωμένοι
εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴ
μιαίνουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ των
μὲ τοιαύτας νομικῶς ἀκαθάρτους
πράξεις, διότι αὐτοὶ προσφέρουν
τὰς αἱματηρὰς καὶ ἀναιμάκτους
θυσίας πρὸς τὸν Θεόν των. Δι' αὐτὸ
καὶ πρέπει νὰ εἶναι καθαροὶ
καὶ ἀμόλυντοι. |
6
Θὰ εἶναι ἅγιοι, ἀφιερωμένοι
εἰς τὸν Θεόν των καὶ δὲν θὰ
βεβηλώσουν μὲ κανένα τρόπον τὸ ὄνομα τοῦ
Θεοῦ των. Διότι αὐτοὶ προσφέρουν τὰς
θυσίας τοῦ Κυρίου, ὅσα προσφέρονται ὡς δῶρα
εἰς τὸν Θεόν των καὶ διὰ τὸν
λόγον αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι ἅγιοι
καὶ καθαροί. |
7
Γυναῖκα πόρνην καὶ βεβηλωμένην οὐ
λήψονται καὶ γυναῖκα ἐκβεβλημένην
ἀπὸ ἀνδρὸς αὐτῆς, ὅτι
ἅγιός ἐστι Κυρίῳ τῷ Θεῷ
αὐτοῦ. |
7
Οἱ ἱερεῖς δὲν θὰ νυμφευθοῦν
γυναῖκα πόρνην ἢ καὶ ἁπλῶς
ἀπωλέσασαν τὴν τιμήν της ἢ γυναῖκα
τὴν ὁποίαν διεζεύχθη ὁ ἀνήρ
της, διότι ὁ ἱερεὺς εἶναι ἅγιος,
ἀφιερωμένος εἰς Κύριον τὸν Θεόν
του. |
7
Δὲν πρέπει νὰ πάρουν ὡς σύζυγόν των
οἱ ἱερεῖς μίαν πόρνην γυναῖκα, ἢ
κάποιαν ποὺ ἔχασε τὴν τιμὴν
καὶ ἁγνότητά της, ἢ γυναῖκα
ποὺ τὴν ἐχώρισε καὶ τὴν ἐξεδίωξεν
ὁ ἄνδρας της· διότι ὁ ἱερεὺς
εἶναι ἅγιος, ἀφιερωμένος εἰς τὴν
ὑπηρεσίαν τοῦ ἁγίου Κυρίου, τοῦ Θεοῦ
του. |
8
Καὶ ἁγιάσεις αὐτόν. Τὰ
δῶρα Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν
οὗτος προσφέρει· ἅγιος ἔσται,
ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ
ἁγιάζων αὐτούς.
|
8
Αὐτὸν τὸν καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον
ἱερέα θὰ ἀφιερώσῃς εἰς
τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς
θὰ προσφέρῃ τὰς θυσίας πρὸς
Κύριον τὸν Θεόν. Θὰ εἶναι ἅγιος,
διότι καὶ ἐγώ, τὸν ὁποῖον
αὐτὸς ὑπηρετεῖ, εἶμαι ἅγιος
Κύριος, καὶ ἐγὼ ἁγιάζω
αὐτούς. |
8
Θὰ τὸν θεωρῇς δὲ καὶ σὺ
ὁ λαϊκὸς ὡς ἅγιον καὶ ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Θεόν. Αὐτὸς προσφέρει τὰ
δῶρα σας εἰς Κύριον τὸν Θεόν σας.
Θὰ εἶναι δὲ ἅγιος καὶ ἀμόλυντος
κάθε ἱερεύς, διότι εἶμαι ἅγιος Ἐγώ,
ὁ Κύριος, ποὺ τοὺς ξεχωρίζω καὶ τοὺς
καθιερώνω εἰς τὸ ἅγιον ἔργον των.
|
9
Καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως
ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι,
τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτῆς
αὐτὴ βεβηλοῖ, ἐπὶ πυρὸς
κατακαυθήσεται. |
9
Ἐὰν θυγάτηρ ἱερέως μολυνθῆ
ἐκτραπεῖσα εἰς πορνείαν καὶ
κηλυδώσῃ ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ
πατρός της, θὰ καταδικάζεται εἰς τὸν
διὰ πυρὸς θάνατον. |
9
Ἡ δὲ κόρη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι
ἱερεύς, ἐὰν μολυνθῇ μὲ πορνείαν,
βεβηλώνει τὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴν
τοῦ πατρός της. Ἡ κόρη αὐτὴ
πρέπει νὰ κατακαῇ ἐπάνω εἰς φωτιάν.
|
10
Καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ
τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, τοῦ
ἐπικεχυμένου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ καὶ
τετελειωμένου ἐνδύσασθαι τὰ ἱμάτια,
τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀποκιδαρώσει
καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαρρήξει,
|
10
Ὁ μέγας ὅμως ἱερεύς, ὁ
ἀρχιερεὺς μεταξὺ ὅλου τοῦ λαοῦ,
εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ὁποίου
ἐχύθη τὸ ἅγιον ἔλαιον καὶ
ἐχρίσθη καὶ ἔγινε χριστὸς Κυρίου
καὶ κατέστη ἱκανὸς νὰ ἐνδύεται
τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, δὲν θὰ
ἀφαιρέσῃ τὸ κάλυμμα τῆς
κεφαλῆς του, δὲν θὰ γυμνώσῃ
αὐτὴν εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ
δὲν θὰ διαρρήξη τὰ ἱμάτιά
του. |
10
Ἐκεῖνος δὲ μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν
του ἱερέων, ποὺ εἶναι ἀρχιερεύς, εἰς
τὸ κεφάλι τοῦ ὁποίου ἔχει χυθῇ
τὸ εἰδικὸν λάδι, μὲ τὸ ὁποῖον
χρίονται καὶ καθιερώνονται εἰς τὰ ἔργα
των οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἔγινεν
ἄξιος νὰ φορέσῃ τὰ ἀρχιερατικὰ
ἄμφια, δὲν πρέπει νὰ βγάλῃ ἀπὸ
τὸ κεφάλι του τὸ ἱερὸν κάλυμμά του,
διὰ νὰ ἐκδηλώσῃ τὸ πένθος
του, οὔτε νὰ σχίσῃ τὰ ἐνδύματά
του. |
11
καὶ ἐπὶ πάσῃ ψυχῇ τετελευτηκυίᾳ
οὐκ εἰσελεύσεται, ἐπὶ πατρὶ
αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ μητρὶ
αὐτοῦ οὐ μιανθήσεται.
|
11
Δὲν θὰ πλησιάσῃ κανένα ἀπολύτως
νεκρόν. Οὔτε τὸν νεκρὸν πατέρα
του, οὔτε τὴν νεκρὰν μητέρα του, διὰ
νὰ μὴ μολυνθῇ καὶ καταστῇ νομικῶς
ἀκάθαρτος πλησιάζων τὰ νεκρὰ
σώματα ἐκείνων. |
11
Καὶ δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὸ σπίτι, ποὺ ἔχει κάποιον νεκρόν. Δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ ἐγγίσῃ οὔτε
καὶ τὸν νεκρὸν πατέρα του ἢ τὴν
μητέρα του καὶ νὰ γίνῃ ἔτσι ἀκάθαρτος.
|
12
Καὶ ἐκ τῶν ἁγίων οὐκ ἐξελεύσεται
καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ ἠγιασμένον
τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὅτι τὸ
ἅγιον ἔλαιον τὸ χριστὸν τοῦ
Θεοῦ ἐπ' αὐτῷ· ἐγὼ
Κύριος. |
12
Δὲν θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ
τὴν περιοχὴν τῶν ἱερῶν τόπων,
διὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν κηδείαν,
ἔστω καὶ τῶν γονέων του, διὰ
να μὴ μολύνῃ τὸ ἁγιαστήριον
του Θεοῦ του, διότι αὐτὸς ὡς
χριστὸς Κυρίου ἐχρίσθη μὲ τὸ
ἅγιον ἔλαιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον
ἐχύθη εἰς τὴν κεφαλήν του καὶ
εὑρίσκεται εἰς αὐτόν. Ἐγὼ
ὁ Κύριος παραγγέλλω!
|
12
Οὔτε θὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἅγιον
τόπον τῆς λατρείας κατὰ τὴν ὥραν τῆς
κηδείας, διὰ νὰ μὴ μολύνῃ τὸ
ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ του· διότι φέρει
ἐπάνω του τὸ ἅγιον ἔλαιον, μὲ
τὸ ὁποῖον ἐχρίσθη καὶ
καθιερώθη πλέον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ
Θεοῦ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος
(ποὺ ἐξουσιάζω τὴν ζωὴν ὅλων).
|
13
Οὗτος γυναῖκα παρθένον ἐκ τοῦ
γένους αὐτοῦ λήψεται.
|
13
Ὁ ἀρχιερεὺς θὰ λάβῃ ὡς
σύζυγον παρθένον ἐκ τοῦ γένους
του. |
13
Ὁ ἀρχιερεὺς πρέπει νὰ πάρῃ
ὡς σύζυγόν του μίαν παρθένον κόρην ἀπὸ τὸ
γένος του. |
14
Χήραν δὲ καὶ ἐκβεβλημένην καὶ
βεβηλωμένην καὶ πόρνην, ταύτας οὐ
λήψεται, ἀλλ' ἢ παρθένον ἐκ
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ λήψεται γυναῖκα.
|
14
Δὲν θὰ νυμφευθῇ χήραν ἢ διεζευμένην
ἢ ἀπολέσασαν τὴν τιμήν της ἢ
πόρνην. Θὰ νυμφευθῇ παρθένον ἐκ
τοῦ λαοῦ του. |
14
Δὲν πρέπει νὰ πάρῃ ὡς σύζυγον
χήραν, ἢ διεζευγμένην, ἢ γυναῖκα ποὺ
ἔχασε τὴν ἁγνότητα καὶ τιμήν
της, ἢ πόρνην. Δὲν θὰ πάρῃ γυναῖκα
ἀπὸ αὐτάς, ἀλλὰ θὰ πάρῃ
ὡς σύζυγόν του μίαν παρθένον μέσα ἀπὸ τὸν
λαόν του. |
15
Καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ σπέρμα αὐτοῦ
ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ· ἐγὼ
Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτόν.
|
15
Δὲν θὰ μολύνῃ τοὺς ἀπογόνους
του ἐγκαταλείπων υἱοὺς ἀπὸ
διαβεβλημένην σύζυγόν του. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
ἁγιάζω καὶ θέλω ἅγιον
αὐτόν>.
|
15
Δὲν θὰ μολύνῃ δὲ τοὺς ἀπογόνους
του, μὲ τὸ να τοὺς ἀποκτήσῃ
μὲ γυναῖκα μολυσμένην, διότι, ἂν συμβῇ
αὐτό, δὲν θὰ τιμῶνται αὐτοὶ
ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ των. Ἐγώ, ποὺ
τὰ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ μόνος
Κύριος, ποὺ ἁγιάζω καὶ καθιερώνω εἰς
τὰ ἅγια ἔργα του τὸν ἀρχιερέα>.
|
16
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
16
Ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
16
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
17
εἶπον Ἀαρών· ἄνθρωπος ἐκ
τοῦ γένους σου εἰς τὰς γενεὰς
ὑμῶν, τινὶ ἐὰν ᾖ ἐν
αὐτῷ μῶμος, οὐ προσελεύσεται
προσφέρειν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ
αὐτοῦ. |
17
<εἰπὲ εἰς τὸν Ἀαρῶν·
ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ γένος σου καὶ
εἰς τὰς μετέπειτα γενεάς, ὁ
ὁποῖος θὰ ἔχῃ κάποιο σωματικὸν
ἐλάττωμα, δὲν θὰ προσέλθῃ
νὰ γίνῃ ἱερεὺς καὶ νὰ
προσφέρῃ τὰς θυσίας πρὸς τὸν
Θεὸν αὐτοῦ. |
17
<Να εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς
τὸν Ἀαρών: Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος
ἀπὸ τὸ γένος σου, ἀπὸ τὸ
ὁποῖον προέρχονται οἱ ἱερεῖς
καὶ εἰς ὅλας τὰς γενεᾶς σας,
ἔχῃ κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν
θὰ πλησιάζῃ, διὰ νὰ ἱερουργῇ
καὶ νὰ προσφέρῃ τὰς θυσίας τοῦ
Θεοῦ του. |
18
Πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ
μῶμος, οὐ προσελεύσεται, ἄνθρωπος
τυφλὸς ἢ χωλὸς ἢ κολοβόριν ῆ
ὠτότμητος |
18
Κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀπὸ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών, ὁ
ὁποῖος ἔχει κάποιο σωματικὸν
ἐλάττωμα, κάποιαν ἀναπηρίαν,
ὁ ὁποῖος εἶναι τυφλὸς ἢ
χωλὸς ἢ ἔχει κολοβὴν καὶ ἀντιφυσιολογικῶς
μικρὰν τὴν ρίνα ἢ ἔχει κομμένα
τὰ αὐτιά, |
18
Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἐπάνω του
σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν θὰ πλησιάζῃ,
διὰ νὰ προσφέρῃ τὰς θυσίας ὡς
ἱερεύς μου. Ἄνθρωπος δηλαδὴ τυφλός,, ἢ
κουτσός, ἢ αὐτὸς ποὺ ἔχει κολοβὴν
μύτην ἢ κομμένα αὐτιά, |
19
ἢ ἄνθρωπος, ᾦ ἂν ἐν αὐτῷ
σύντριμμα χειρός, ἢ σύντριμμα ποδὸς
|
19
ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει
σπασμένον τὸ χέρι ἢ σπασμένον
τὸ ποδί, |
19
ἢ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει σπασμένο χέρι,
ἡ σπασμένο πόδι, |
20
ἢ κυρτὸς ἢ ἔφηλος ἢ πτίλλος
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ ἄνθρωπος, ᾦ
ἄν ᾖ ἐν αὐτῷ ψώρα ἀγρία,
ἢ λειχὴν ἢ μονόρχις,
|
20
ἢ εἶναι κύρτος ἢ ἔχει στίγματα
ὡσὰν καρφιὰ εἰς τὸ πρόσωπόν
του ἢ ἔχει πρησμένα καὶ μαδημένα
τὰ βλέφαρα ἢ ἔχει,
ἀγρίαν ψώραν ἢ λειχῆνας,
ἢ εἶναι μονόρχις, |
20
ἢ αὐτὸς ποὺ εἶναι καμπούρης,
ἢ ἔχει μαῦρα σημάδια (φακίδες) σὰν
καρφιὰ εἰς τὸ πρόσωπον, ἢ ἔχει
φλογισμένα βλέφαρα καὶ μαδημένα τὰ ματοτσίνουρα,
ἢ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀγρίαν
ψώραν, ἢ λειχῆνα, ἢ εἶναι μονόρχις
(ἔχει δηλαδὴ κάποιαν βλάβην εἰς τὰ
γεννητικά του ὄργανα). |
21
πᾶς ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος
ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀαρὼν τοῦ
ἱερέως, οὐκ ἐγγιεῖ τοῦ
προσενεγκεῖν τὰς θυσίας τῷ Θεῷ
σου, ὅτι μῶμος ἐν αὐτῷ·
τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ οὐ προσελεύσεται
προσενεγκεῖν. |
21
οἰοσδήποτε ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀαρών, ὁ ὁποῖος ἔχει
κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν
θὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ θυσιαστήριον,
διὰ νὰ προσφέρῃ θυσίας εἰς
τὸν Θεόν, διότι ἔχει σωματικὸν
μειονέκτημα· ὄχι, δὲν θὰ πλησιάσῃ
νὰ προσφέρῃ τὰ δῶρα τοῦ
Θεοῦ. |
21
Ὁποιοσδήποτε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών,
ποὺ θὰ ἔχῃ σωματικὸν ἐλάττωμα,
δὲν θὰ πλησιάζῃ τὸ θυσιαστήριον, διὰ
νὰ προσφέρῃ τὰς θυσίας εἰς τὸν
Θεόν σου, διότι ἔχει ἐλάττωμα καὶ δεν ἐπιτρέπεται
νὰ πλησιάζει εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ
νὰ ἱερουργῇ. |
22
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἅγια
τῶν ἁγίων, καὶ ἀπὸ τῶν
ἁγίων φάγεται·
|
22
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁγιώτατα,
καὶ ἀπὸ τὰ ἅγια αὐτὰ
ἐπιτρέπεται νὰ φάγῃ ὁ
ἱερεὺς ὁ ἔχων σωματικὸν ἐλάττωμα.
|
22
Δικαιοῦται ὅμως ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰ δῶρα τὰ
ἁγιώτατα (ἄρτοι προθέσεως, θυσίαι περὶ
ἁμαρτίας) καὶ τὰ ἅγια (ἀπαρχαί,
δεκάτη), ποὺ προσφέρονται εἰς τὸν Θεόν.
|
23
πλὴν πρὸς τὸ καταπέτασμα οὐ
προσελεύσεται καὶ πρὸς τὸ θυσιαστήριον
οὐκ ἐγγιεῖ, ὅτι μῶμον ἔχει·
καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ ἅγιον τοῦ
Θεοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐγώ εἰμι
Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς.
|
23
Ἀλλὰ δὲν θὰ πλησιάσῃ εἰς
τὸ καταπέτασμα καὶ δὲν θὰ ἐγγίσῃ
εἰς τὸ θυσιαστήριον, διότι ἔχει
σωματικὴν ἀναπηρίαν. Δὲν θὰ
μολύνῃ τὸν ἱερὸν χῶρον
τοῦ Θεοῦ του, διότι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος ὁ ὁποῖος ἁγιάζω
τοὺς ἱερεῖς>. |
23
Πλὴν ὅμως δὲν θὰ πλησιάζῃ εἰς
τὸ Καταπέτασμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
οὔτε θὰ ἐγγίζῃ τὸ θυσιαστήριον
διότι ἔχει σωματικὸν ἐλάττωμα. Καὶ
ἔτσι, ἐὰν προσέχῃ, δἐν
θὰ βεβηλώσῃ τὸν ἅγιον τόπον τῆς
λατρείας τοῦ Θεοῦ του, διότι εἶμαι Ἐγὼ
ὁ Κύριος, ποὺ ἑξαγιάζω καὶ καθιερώνω
τοὺς ἱερεῖς>. |
24
Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ
πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραήλ.
|
24
Αὐτὰς τὰς ἐντολὰς τοῦ
Θεοῦ τὰς ἀνεκοίνωσεν ὁ Μωϋσῆς
εἰς τὸν Ἀαρών, εἰς τοὺς
υἱοὺς τοῦ Ἀαρὼν καὶ εἰς
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. |
24
Καὶ ἀνεκοίνωσεν ὁ Μωϋσῆς τὰς
βουλὰς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱούς του καὶ πρὸς
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. |