Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
Κύριος ὁμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν
λέγων· |
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
2
εἶπον Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς
αὐτοῦ· καὶ προσεχέτωσαν ἀπὸ
τῶν ἁγίων τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὸ ὄνομα
τὸ ἅγιόν μου, ὅσα αὐτοὶ
ἁγιάζουσί μοι· ἐγὼ Κύριος.
|
2
<εἰπὲ εἰς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱούς του τοὺς ἱερεῖς·
Νὰ προσέχουν τὰς θυσίας, τὰς
ὁποίας προσφέρουν οἱ Ἰσραηλῖται,
ὥστε νὰ εἶναι καθαραὶ καὶ ἅγιαι,
διὰ νὰ μὴ μολύνουν τὸ ἅγιον
ὄνομά μου μὲ ὅσα αὐτοὶ
θὰ μοῦ προσφέρουν. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος! |
2
<Νὰ εἰπῇς εἰς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱούς του νὰ προσέχουν
ἰδιαιτέρως ὡς πρὸς τὰς ἱερὰς
προσφοράς, ποὺ προσφέρουν οἱ Ἰσραηλῖται,
διὰ νὰ μὴ βεβηλώνουν τὸ ἅγιον
Ὄνομά μου μὲ ὅσα αὐτοὶ ξεχωρίζουν
καὶ μοῦ προσφέρουν. Ἐγώ, ὁ ἅγιος
καὶ μόνος Κύριος, τὸ ὁρίζω.
|
3
Εἶπον αὐτοῖς· εἰς τὰς γενεὰς
ὑμῶν πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἂν
προσέλθῃ ἀπὸ παντὸς τοῦ
σπέρματος ὑμῶν πρὸς τὰ ἅγια,
ὅσα ἂν ἁγιάζωσιν οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ τῷ Κυρίῳ, καὶ ἡ
ἀκαθαρσία αὐτοῦ ἐπ' αὐτῷ
ᾖ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη
ἀπ' ἐμοῦ· ἐγὼ Κύριος
ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
3
Εἰπὲ εἰς αὐτούς· ἐὰν
εἰς τὰς διὰ μέσου τῶν αἰώνων
γενεάς σας ἕνας ἄνθρωπος ἐκ τῶν
ἀπογόνων τῆς ἱερατικῆς φυλῆς
σας προσέλθῃ πρὸς τὰ Ἅγια τῆς
Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, διὰ νὰ
προσφέρῃ τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας
οἱ Ἰσραηλῖται φέρουν διὰ τὸν
Θεόν, καὶ εἶναι αὐτὸς ἀκάθαρτος,
θὰ ἐξολοθρευθῇ ὁ ἱερεὺς
ἐκεῖνος ἀπὸ ἐμέ. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος
διατάσσω αὐτά. |
3
Νὰ τοὺς εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ
ἑξῆς: Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπογόνους σας
εἰς τὰς γενεᾶς σας, ἀπὸ τὰς
ὁποίας προέρχονται οἱ ἱερεῖς, ἔχῃ
ἐπάνω του κάποιαν ἀκαθαρσίαν καὶ πλησιάζῃ
τὰς ἁγίας προσφοράς, ποὺ προσφέρουν εἰς
τὸν Κύριον οἱ Ἰσραηλῖται, θὰ
θανατώνεται καὶ θὰ ἑξαφανίζεται ἀπὸ
ἐμπρός μου ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
Ἐγὼ ὁ Θεός σας, ποὺ τὸ
διατάσσω, εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
|
4
Καὶ ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος
Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως καὶ οὗτος
λεπρᾷ ἢ γονορρυεῖ, τῶν ἁγίων
οὐκ ἔδεται, ἕως ἂν καθαρισθῇ·
καὶ ὁ ἁπτόμενος πάσης ἀκαθαρσίας
ψυχῆς ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ἐξέλθῃ
ἐξ αὐτοῦ κοίτη σπέρματος,
|
4
Ἄνθρωπος, ἀπόγονος τοῦ ἀρχιερέως
Ἀαρών, λεπρὸς ἢ γονορρυής, δὲν
θὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς ἁγίας
θυσίας, μέχρις ὅτου καθαρισθῇ. Ἐκεῖνος
ἐπίσης ὁ ὁποῖος ἐγγίζει
ἀκάθαρτον ἄνθρωπον ἢ ὁ ἴδιος
εἶναι ἀκάθαρτος, διότι ἔπαθε
νυκτερινὴν ρεῦσιν, |
4
Καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἀαρών, τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ
ἱερατικοῦ γένους, ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ
λέπραν ἢ γονόρροιαν, δὲν πρέπει νὰ τρώγῃ
ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν,
ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇ ἀπὸ
τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀκαθαρσίαν του.
Καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ἐγγίζει
κάθε πτῶμα ἀνθρώπου, ποὺ θεωρεῖται
ἀκάθαρτον, ἢ ὁ ἄνθρωπος ποὺ
θὰ πάθῃ ρεῦσιν τοῦ σπέρματός του,
ἐνῷ θὰ εἶναι εἰς τὸ κρεββάτι
του. |
5
ἢ ὅστις ἂν ἅψηται παντὸς ἐρπετοῦ
ἀκαθάρτου, ὃ μιανεῖ αὐτόν,
ἢ ἐπ' ἀνθρώπῳ, ἐν ᾧ
μιανεῖ αὐτὸν κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν
αὐτοῦ· |
5
ἢ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ
ἐγγίσῃ οἰονδήποτε ἀκάθαρτον
ζῶον, τὸ ὁποῖον θὰ μολύνῃ
αὐτὸν ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
κατὰ κάποιον οἰονδήποτε τρόπον
κατέστη ἀκάθαρτος καὶ μολυσμένος
ἀπὸ κάποιον ἄλλον,
|
5
Τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ δι' αὐτὸν
ποὺ θὰ ἐγγίσῃ ὁποιοδήποτε
ἀκάθαρτον ἑρπετόν, ποὺ θὰ τὸν
μολύνῃ, ἢ θὰ ἔλθῃ εἰς
ἐπικοινωνίαν μὲ ἀκάθαρτον ἄνθρωπον,
ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας θὰ μολυνθῇ
αὐτὸς ἀπὸ ὁποιανδήποτε
ἀκαθαρσίαν τοῦ ἄλλου.
|
6
ψυχὴ ἥτις ἐὰν ἅψηται αὐτῶν
ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας·
οὐκ ἔδεται ἀπὸ τῶν ἁγίων,
ἐὰν μὴ λούσηται τὸ σῶμα
αὐτοῦ ὕδατι |
6
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ ὁποῖος,
ἔστω καὶ ἀκουσίως, ἤγγισεν αὐτούς,
θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἕως τὴν
ἑσπέραν. Δὲν θὰ φάγῃ ἀπὸ
τὰ προσφερθέντα ἅγια, ἐὰν πρῶτον
δὲν λούσῃ τὸ σῶμα αὐτοῦ
μὲ νερό. |
6
Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἐκεῖνος, ποὺ
θὰ ἐγγίσῃ αὐτὰ τὰ
ἀκάθαρτα, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι
τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. Δὲν
θὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς
τῶν θυσιῶν, ἐὰν δεν λούσῃ προηγουμένως
τὸ σῶμα του μὲ νερό. |
7
καὶ δύῃ ὁ ἥλιος καὶ καθαρὸς
ἔσται, καὶ τότε φάγεται τῶν
ἁγίων, ὅτι ἄρτος αὐτοῦ
ἐστι. |
7
Θὰ δύσῃ ὁ ἥλιος καὶ τότε
αὐτὸς θὰ εἶναι καθαρός, ὁπότε
καὶ θὰ δυνηθῇ νὰ φάγῃ
ἀπὸ τὰς προσφερθείσας θυσίας
διότι αὐταὶ εἶναι ἡ καθημερινή
του διατροφή. |
7
Καὶ ὅταν δύσῃ ὁ ἥλιος, θὰ
εἶναι πλέον καθαρὸς καὶ θὰ ἔχῃ
δικαίωμα νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς
τῶν θυσιῶν, διότι μὲ αὐτὰς τρέφεται
καὶ συντηρεῖται. |
8
θνησιμαῖον καὶ θηριάλωτον οὐ φάγεται,
μιανθῆναι αὐτὸν ἐν αὐτοῖς·
ἐγὼ Κύριος. |
8
Θνησιμαῖον καὶ ζῶον κατασπαραχθὲν
ἀπὸ θηρίον δὲν θὰ φάγῃ
ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ μὴ μολυνθῇ
μὲ αὐτά. Ἐγὼ εἶμαι ὁ
Κύριος! |
8
Κρέατα ζώου ποὺ ἐψόφησεν ἢ κατεσπαράχθη
ἀπὸ ἄγρια θηρία, δὲν πρέπει νὰ
τὰ φάγῃ ὁ ἱερεύς, διότι, ἐὰν
φάγῃ, θὰ μολύνῃ τὸν ἑαυτόν του
μὲ αὐτά. Ἐγώ, ὁ Κύριος, τὸ διατάσσω.
|
9
Καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματά
μου, ἵνα μὴ λάβωσι δι' αὐτὰ
ἁμαρτίαν καὶ ἀποθάνωσι δι' αὐτά,
ἐὰν βεβηλώσωσιν αὐτά· ἐγὼ
Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ἁγιάζων
αὐτούς. |
9
Θὰ φυλάξουν τὰ προστάγματά μου,
διὰ νὰ μὴ διαπράξουν ἁμαρτίαν
καὶ τιμωρηθοῦν μὲ θάνατον, ἐὰν
τὰ παραβοῦν. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος καθιστῶ
καὶ θέλω ἁγίους τοὺς ἱερεῖς.
|
9
Πρέπει νὰ φυλάξουν οἱ ἱερεῖς τὰ
προστάγματά μου, διὰ νὰ μὴ ἔχουν ἐνοχὴν
ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων καὶ νὰ
μὴ θανατωθοῦν ἐξ αἰτίας των, ἐὰν
βεβηλώσουν τὰ ἅγιά μου. Ἐγώ, ὁ Κύριος
καὶ Θεός, εἶμαι Ἐκεῖνος, ποὺ
ξεχωρίζω ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς καὶ
ἐζαγιάζω τοὺς ἱερεῖς.
|
10
Καὶ πᾶς ἀλλογενὴς οὐ φάγεται
ἅγια· πάροικος ἱερέως ἢ
μισθωτὸς οὐ φάγεται ἅγια.
|
10
Κανένας ποὺ δὲν κατάγεται ἀπὸ
ἱερατικὸν γένος, δὲν θὰ φάγῃ
ἀπὸ τὰς ἁγιασθείσας αὐτὰς
τροφὰς οὔτε ὁ φιλοξενούμενος ξένος
τοῦ ἱερέως οὔτε ὁ ἡμερομίσθιος
ἐργάτης θὰ φάγῃ ἱερὰς
τροφάς. |
10
Κάθε δὲ ἄνθρωπος, ποὺ ἀνήκει
εἰς ἄλλο γένος ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ ἱερατικόν, δὲν δικαιοῦται νὰ
τρώγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν
θυσιῶν. Ὁ ξένος ἐπίσης ποὺ διαμένει
μὲ τὸν ἱερέα, ἢ ὁ μισθωτὸς
ὑπηρέτης του δεν ἠμποροῦν νὰ τρώγουν
ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν.
|
11
Ἐὰν δὲ ἱερεὺς κτήσηται
ψυχὴν ἔγκτητον ἀργυρίου, οὗτος
φάγεται ἐκ τῶν ἄρτων αὐτοῦ·
καὶ οἱ οἰκογενεῖς αὐτοῦ,
καὶ οὗτοι φάγονται τὸν ἄρτον
αὐτοῦ. |
11
Ἐὰν ὅμως ὁ ἱερεὺς ἀγοράσῃ
διὰ χρημάτων καὶ ἀποκτήσῃ
ἄνθρωπον ὡς δοῦλον, αὐτὸς ἠμπορεῖ
νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς ἠγιασμένας
τροφὰς τοῦ ἱερέως. Ἐπίσης
ὅσοι, γεννηθοῦν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ ἱερέως ἀπὸ τὸν δοῦλον
του καὶ θὰ εἶναι δοῦλοι του ἠμποροῦν
νὰ φάγουν ἀπὸ τὰς τροφὰς
αὐτάς. |
11
Ἐὰν ὅμως ὁ ἱερεὺς ἀγοράσῃ
μὲ χρήματα κάποιον δοῦλον ὡς ἰδιοκτησίαν
του, ὁ δοῦλος αὐτὸς ἠμπορεῖ
νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς τροφάς, ποὺ
τρώγει καὶ ὁ ἱερεύς. Τὰ δὲ παιδιὰ
τῶν δούλων, ποὺ θὰ γεννηθοῦν εἰς
τὸ σπίτι τοῦ ἱερέως, δικαιοῦνται καὶ
αὐτὰ νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰς
τροφάς του. |
12
Καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως
ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἀλλογενεῖ,
αὐτὴ τῶν ἀπαρχῶν ἁγίου
οὐ φάγεται. |
12
Θυγάτηρ ἱερέως, ἡ ὁποία
ἤθελεν ὑπανδρευθῇ ἄνδρα μὴ ἀνείκοντα
εἰς τὴν φυλὴν Λευΐ, δὲν δύναται
νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς προσφερομένας
εἰς τὸν ναὸν θυσίας. |
12
Ἡ δὲ κόρη ἐνὸς ἀνθρώπου, ποὺ
εἶναι ἱερεύς, ἡ ὁποία θὰ ὑπανδρευθῇ
μὲ κάποιον ἄνδρα ἄλλου γένους, ἐκτὸς
τοῦ ἱερατικοῦ, δεν ἔχει πλέον αὐτὴ
δικαίωμα νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς ἀπαρχάς,
ποὺ προσφέρονται εἰς τὸ θυσιαστήριον διὰ
τὸν Κύριον. |
13
Καὶ θυγάτηρ ἱερέως ἐὰν
γένητοι χήρα ἢ ἐκβεβλημένη,
σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῇ, ἐπαναστρέψει
ἐπὶ τὸν οἶκον τὸν πατρικὸν
κατὰ τὴν νεότητα αὐτῆς, ἀπὸ
τῶν ἄρτων τοῦ πατρὸς αὐτῆς
φάγεται· καὶ πᾶς ἀλλογενὴς
οὐ φάγεται ἀπ' αὐτῶν.
|
13
Ἐὰν ὅμως ἡ θυγάτηρ τοῦ
ἱερέως χηρεύσῃ ἢ διαζευχθῇ,
δὲν ἔχῃ δὲ ἀποκτήσει παιδὶ
καὶ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν
πατρικόν της οἶκον, δύναται νὰ φάγῃ
ἀπὸ τὴν τροφὴν τοῦ πατρός
της. Ἀλλὰ κανεὶς μὴ ἀνήκων
εἰς τὴν ἱερατικὴν οἰκογένειαν,
κανεὶς δηλαδὴ ἐξ ἄλλης φυλῆς,
δὲν πρέπει νὰ φάγῃ ἀπὸ
αὐτά. |
13
Ἡ κόρη ὅμως τοῦ ἱερέως, ποὺ
θὰ χηρεύσῃ ἢ θὰ διαζευχθῇ καὶ
δὲν θὰ ἔχῃ ἀποκτήσει παιδιά,
θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρικήν
της οἰκογένειαν, ὅπως ἦτο κατὰ τὴν
νεότητά της, καὶ θὰ ἠμπορῇ νὰ
τρώγῃ ἀπὸ τὰς τροφὰς τοῦ
πατρός της. Κάθε ἄλλος ὅμως, ποὺ δὲν
ἀνήκει εἰς τὸ ἱερατικὸν
γένος, δὲν θὰ τρώγῃ ἀπὸ αὐτὰς
τὰς ἱερὰς τροφάς. |
14
Καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἂν φάγῃ
ἅγια κατ' ἄγνοιαν, καὶ προσθήσει τὸ
ἐπίπεμπτον αὐτοῦ ἐπ' αὐτὸ
καὶ δώσει τῷ ἱερεῖ τὸ
ἅγιον. |
14
Ὁ Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος
ἀπὸ ἄγνοιαν θὰ φάγῃ ἀπὸ
τὰς ἁγίας τροφὰς τοῦ ἱερέως,
θὰ ἐπιστρέψῃ τὴν τροφὴν
αὐτήν, προσθέτων ὡς πρόστιμον
τὸ ἓν πέμπτον ἐπὶ πλέον
τῆς τροφῆς καὶ θὰ τὰ δώσῃ
εἰς τὸν ἱερέα.
|
14
Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ θὰ φάγῃ
ἐν ἀγνοία του ἀπὸ τὰς
προσφορὰς τῶν θυσιῶν, θὰ πρέπῃ
νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἱερέα προσφορὰν
ὁμοίαν πρὸς αὐτὴν ποὺ ἔφαγε
καὶ ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἐν
πέμπτον τῆς ἀξίας τῆς ὡς πρόστιμον.
|
15
Καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὰ ἅγια τῶν
υἱῶν Ἰσραήλ, ἃ αὐτοὶ
ἀφαιροῦσι τῷ Κυρίῳ,
|
15
Δὲν πρέπει ὅσοι δὲν εἶναι ἱερεῖς
νὰ τρώγουν καὶ νὰ βεβηλώνουν
ἔτσι τὰς ἠγιασμένας προσφοράς,
τὰς ὁποίας οἱ Ἰσραηλῖται
ἀφιερώνουν εἰς τὸν Κύριον,
|
15
Πρέπει νὰ προσέχουν ὅλοι καὶ ἰδιαιτέρως
οἱ ἱερεῖς, ὥστε νὰ μὴ
βεβηλώνωνται ἀπὸ ἀλλογενεῖς αἱ
προσφοραὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ
τὰς ξεχωρίζουν καὶ τὰς προσφέρουν ὡς
δῶρον διὰ τὸν Κύριον.
|
16
καὶ ἐπάξουσιν ἐφ' ἑαυτοὺς
ἀνομίαν πλημμελείας ἐν τῷ ἐσθείν
αὐτοὺς τὰ ἅγια αὐτῶν·
ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων
αὐτούς. |
16
διότι ἄλλως θὰ ἐπισύρουν τὴν
τιμωρίαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ
διὰ τὴν παρανομίαν των αὐτὴν
καὶ τὴν ἁμαρτίαν των νὰ φάγουν
τὰς ἠγιασμένας τροφάς. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἁγιάζω τοὺς ἱερεῖς καὶ
διατάσσω αὐτά>. |
16
Ἐὰν ἀδιαφοροῦν καὶ μάλιστα οἱ
ἱερεῖς, θὰ παίρνουν ἐπάνω των
τὴν ἐνοχὴν διὰ τὴν ἀνομίαν
τῆς παραβάσεως, ποὺ θὰ διαπράττεται μὲ
τὸ νὰ τρώγουν ἀλλογενεῖς τὰς
ἁγίας προσφοράς, ποὺ ἀνήκουν μόνον εἰς
τὸ ἱερατικὸν γένος. Χρειάζεται προσοχή,
διότι Ἐγὼ ποὺ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι
ὁ ἅγιος Κύριος, ποὺ ἑξαγιάζω
τοὺς ἱερεῖς>. |
17
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
17
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
17
Καὶ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
18
λάλησον Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς
αὐτοῦ καὶ πάσῃ συναγωγῇ
Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς
αὐτούς· ἄνθρωπος ἄνθρωπος ἀπὸ
τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἢ τῶν
προσηλύτων τῶν προσκειμένων πρὸς αὐτοὺς
ἐν Ἰσραήλ, ὃς ἂν προσενέγκῃ
τὰ δῶρα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν
ὁμολογίαν αὐτῶν ἢ κατὰ
πᾶσαν αἵρεσιν αὐτῶν, ὅσα ἂν
προσενέγκωσι τῷ Θεῷ εἰς ὁλοκαύτωμα,
|
18
<ὁμίλησε πρὸς τὸν Ἀαρών,
πρὸς τοὺς υἱούς του τοὺς ἱερεῖς
καὶ πρὸς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ
Ἰσραὴλ καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας ἢ ἀπὸ
τοὺς ξένους οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
μεταξύ σας προσφέρῃ τὴν θυσίαν
αὐτοῦ δι' οἰονδήποτε τάξιμόν
του ἢ διὰ κάποιαν ἄλλην αὐτοπροαίρετον
προσφοράν, αὐτὰ τὰ ὁποῖα
θὰ προσφέρουν οἱ ἱερεῖς ὡς
ὁλοκαυτώματα πρὸς τὸν Κύριον
|
18
<Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τὸν Ἀαρὼν
καὶ τοὺς υἱούς του καὶ πρὸς
ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ τιμᾷ
τὴν θρησκείαν των καὶ ἔχει προσκολληθῇ
εἰς τὸν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος
θὰ προσφέρῃ τὰς προσφοράς του, εἴτε
πρόκειται δι’ ἐκπλήρωσιν κάποιου τάματός
του, εἴτε διὰ θυσίαν ποὺ ἐπιθυμεῖ
νὰ προσφέρῃ μόνος του, ὅσα γενικῶς
θὰ προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν ὡς
θυσίας ὁλοκαυτώματος, |
19
δεκτὰ ὑμῖν ἄμωμα ἄρσενα ἐκ
τῶν βουκολίων ἢ ἐκ τῶν προβάτων
καὶ ἐκ τῶν αἰγῶν. |
19
θὰ γίνωνται δεκτὰ ἀπὸ σᾶς,
ἐὰν εἶναι ἄρρενα χωρὶς κανένα
σωματικὸν ἐλάττωμα ἀπὸ τὴν
ἀγέλην τῶν βοῶν ἢ τῶν
προβάτων ἢ τῶν αἰγῶν σας.
|
19
θὰ γίνωνται δεκτὰ ἀπὸ σᾶς τοὺς
ἱερεῖς, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀρσενικά,
χωρὶς σωματικὸν ἐλάττωμα, καὶ προέρχονται
ἀπὸ τὰ βόδια, ἢ ἀπὸ τὰ
πρόβατα, ἢ ἀπὸ τὰ γίδια.
|
20
Πάντα, ὅσα ἂν ἔχῃ μῶμον
ἐν αὐτῷ, οὐ προσάξουσι Κυρίῳ,
διότι οὐ δεκτὸν ἔσται ὑμῖν.
|
20
Ἐὰν κανένα ἀπὸ αὐτὰ
ἔχῃ σωματικόν τι ἐλάττωμα, δὲν
θὰ τὸ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον,
διότι δὲν θὰ γίνεται δεκτὸν
ἀπὸ σᾶς. |
20
Ὅλα ὅμως τὰ ζῶα, ποὺ ἔχουν
κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν θὰ
τὰ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον, διότι δεν
πρέπει νὰ γίνεται δεκτὸν ἀπὸ σᾶς
τοὺς ἱερεῖς κανένα ἀπὸ αὐτά.
|
21
Καὶ ἄνθρωπος ὃς ἂν προσενέγκῃ
θυσίαν σωτηρίου τῷ Κυρίῳ διαστείλας
εὐχὴν ἢ κατὰ αἵρεσιν ἢ
ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑμῶν,
ἐκ τῶν βουκολίων ἐκ τῶν
προβάτων ἄμωμον ἔσται εἰσδεκτόν,
πᾶς μῶμος οὐκ ἔσται ἐν αὐτῷ.
|
21
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ προσφέρῃ
εἰρηνικὴν εὐχαριστήριον θυσίαν
πρὸς τὸν Κύριον εἰς ἐκτέλεσιν
ταξίματός του ἢ ἄλλης τινὸς
καλῆς ἐπιθυμίας του ἢ λόγῳ
τῶν ἑορτῶν σας, τὸ προσφερόμενον
πρὸς θυσίαν ζῶον ἀπὸ τὴν
ἀγέλην τῶν βοῶν ἢ τῶν
προβάτων θὰ γίνεται δεκτὸν ἀπὸ
σᾶς, ἐφ' ὅσον θὰ εἶναι σωματικῶς
ἀρτιμελές. Οὐδὲν ἐλάττωμα
πρέπει νὰ ὑπάρχῃ εἰς αὐτό.
|
21
Ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος θέλῃ νὰ
προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον θυσίαν <σωτηρίου>,
ἐπειδὴ ἔχει κάνει τάμα, ἢ ἐπειδὴ
ἔχει τὴν διάθεσιν νὰ προσφέρῃ μίαν
θυσίαν, ἢ ἐπειδὴ τελεῖται τὰς
ἡμέρας ἐκείνας μία ἀπὸ τὰς ἑορτάς
σας, τὸ δὲ ζῶον ποὺ προσφέρει
εἶναι ἀπὸ τὰ βόδια ἢ ἀπὸ
τὰ πρόβατα, χωρὶς σωματικὸν ἐλάττωμα,
θὰ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἢ προσφορά
του. Χρειάζεται προσοχή, διότι δεν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ
κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα εἰς τὸ ζῶον.
|
22
Τυφλὸν ἢ συντετριμμένον ἢ γλωσσότμητον
ἢ μυρμηκιῶντα ἢ ψωραγριῶντα ἢ
λειχῆνας ἔχοντα, οὐ προσάξουσι ταῦτα
τῷ Κυρίῳ. Καὶ εἰς κάρπωσιν
οὐ δώσετε ἀπ' αὐτῶν ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.
|
22
Ζῶον τυφλὸν ἢ ἔχον κάταγμα ἢ
κομμένην τὴν γλῶσσαν, πάσχον ἀπὸ
φαγούραν ἢ ἀπὸ ἀγρίαν
ψώραν ἢ ἔχει λειχῆνας, δὲν θὰ
προσφέρουν τέτοια ζῶα εἰς τὸν
Κύριον. Δὲν θὰ τὰ δώσετε νὰ
θυσιασθοῦν εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν
ὁλοκαυτωμάτων ὡς πρόσφορὰν εἰς
τὸν Κύριον. |
22
Ζῶον ποὺ δεν βλέπει, ἢ ποὺ ἔχει
κάταγμα, ἢ ἔχει κομμένην τὴν γλῶσσαν
του, ἢ ὑποφέρει ἀπὸ φαγούραν, ἢ
ἔχει ἀγρίαν ψώραν ἢ λειχῆνα, δὲν
πρέπει να τὸ προσφέρουν ὡς θυσίαν εἰς τὸν
Κύριον. Δὲν θὰ προσφέρετε κανένα ἀπὸ
αὐτὰ τὰ ἐλαττωματικὰ ζῶα
ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ
καοῦν ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον.
|
23
Καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον
ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ
σεαυτῷ, εἰς δὲ εὐχήν σου οὐ
δεχθήσεται. |
23
Μοσχάρι ἢ πρόβατον ποὺ ἔχουν
κομμένα τὰ αὐτιά των ἢ κολοβὴν
τὴν οὐράν των θὰ τὰ δεχθῆτε
καὶ θὰ τὰ σφάξετε ὡς τροφὴν
ἰδικήν σας. Ὡς θυσίαν ὅμως διὰ
τὸ τάξιμόν σου δὲν θὰ γίνωνται
δεκτά. |
23
Τὸ μοσχάρι ἢ τὸ πρόβατον, ποὺ ἔχουν
κομμένο αὐτὶ ἢ κολοβὴν οὐράν,
θὰ τὰ σφάζῃς διὰ τὸν ἑαυτόν
σου πρὸς διατροφήν σου. Δὲν θὰ γίνωνται
ὅμως δεκτὰ δι’ ἐκπλήρωσιν τάματός
σου. |
24
Θλαδίαν καὶ ἐκτεθλιμμένον καὶ
ἐκτομίαν καὶ ἀπεσπασμένον οὐ
προσόξεις αὐτὰ τῷ Κυρίῳ
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν
οὐ ποιήσετε. |
24
Ζῶον τοῦ ὁποίου οἱ ὄρχεις
εἶναι ὀλίγον ἢ πολὺ σπασμένοι
διὰ συνθλίψεως ἢ κομμένοι ἢ
ἀπεσπασμένοι, δὲν θὰ τὸ προσφέρῃς
εἰς τὸν Κύριον καὶ εἰς τὴν
περιοχὴν ποὺ κατοικεῖτε δὲν θὰ
κάμνετε σεῖς δι' εὐνουχισμοῦ τέτοια
ζῶα. |
24
Ζῶον, τοῦ ὁποίου τὰ γεννητικὰ
ὄργανα εἶναι σπασμένα, ἢ μωλωπισμένα, ἢ
κομμένα, ἢ ξεκολλημένα, δὲν θὰ τὸ
προσφέρῃς ὡς θυσίαν εἰς τὸν
Κύριον. Καὶ δὲν θὰ κάμνετέ ποτὲ εἰς
τὴν χώραν σας εὐνουχισμὸν ζώων.
|
25
Καὶ ἐκ χειρὸς ἀλλογενοῦς οὐ
προσοίσετε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ
ὑμῶν ἀπὸ πάντων τούτων,
ὅτι φθάρματά ἐστιν ἐν αὐτοῖς,
μῶμος ἐν αὐτοῖς, οὐ δεχθήσεται
ταῦτα ὑμῖν. |
25
Καὶ ἀπὸ τὰ χέρια ξένου
δὲν θὰ δεχθῆτε τέτοια ζῶα, διὰ
νὰ τὰ προσφέρετε θυσίαν εἰς
τὸν Θεόν, διότι αὐτὰ ἔχουν
ὑποστῆ φθοράν, ἀκρωτηριασμόν·
ὑπάρχει σωματικὸν ἐλάττωμα εἰς
αὐτά. Δὲν θὰ τὰ δεχθῆτε,
διὰ νὰ τὰ προσφέρετε θυσίαν>.
|
25
Ὅταν δὲ ἄνθρωποι ἄλλου γένους προσφέρουν
ἐλαττωματικὰ ζῶα, σὰν τὰ προηγούμενα,
δὲν θὰ τὰ παίρνετε, διὰ νὰ τὰ
προσφέρετε ὡς δῶρα εἰς τὸν Θεόν
σας, διότι εἶναι ἐφθαρμένα. Ὑπάρχει ἐλάττωμα
ἐπάνω των.
Δὲν
πρέπει νὰ γίνωνται δεκτὰ πρὸς θυσίαν ἀπὸ
σᾶς τοὺς ἱερεῖς>.
|
26
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
26
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων· |
26
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
27
μόσχον ἢ πρόβατον ἢ αἶγα, ὡς
ἂν τεχθῇ καὶ ἔσται ἑπτὰ
ἡμέρας ὑπὸ τὴν μητέρα,
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ
καὶ ἐπέκεινα δεχθήσεται εἰς
δῶρα, κάρπωμα Κυρίῳ.
|
27
<μοσχάρι ἢ πρόβατον ἢ ἐρίφιον,
ὅταν γεννηθῇ, θὰ μείνῃ ἑπτὰ
ἡμέρας κοντὰ εἰς τὴν μητέρα
του. Ἀπὸ τὴν ὀγδόην ἡμέραν
καὶ πέραν δύναται νὰ προσφερθῇ
καὶ νὰ γίνῃ δεκτὸν ὡς
θυσία διὰ τὸν Κύριον.
|
27
<Ὅταν γεννηθῇ ἕνα μοσχάρι, ἢ πρόβατον>
ἢ κατσίκι, πρέπει νὰ μείνῃ ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας κάτω ἀπὸ τὴν
προστασίαν τῆς μητέρας του καὶ μόνον ἀπὸ
τὴν ὀγδόην ἡμέραν καὶ ἐξῇς
θὰ γίνεται δεκτὸν ὡς δῶρον καὶ
προσφορὰ διὰ τὸν Κύριον.
|
28
Καὶ μόσχον καὶ πρόβατον, αὐτὴν
καὶ τὰ παιδία αὐτῆς, οὐ
σφάξεις ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ.
|
28
Μοσχάρι καὶ πρόβατον, τὴν μητέρα
καὶ τὰ τέκνα της δὲν θὰ τὰ
σφάξῃς κατὰ τὴν αὐτὴν
ἡμέραν. |
28
Δὲν πρέπει νὰ σφάξῃς κατὰ τὴν
ἰδίαν ἡμέραν μοσχάρι ἢ πρόβατον μαζὶ
μὲ τὴν μητέρα των. |
29
Ἐὰν δὲ θύσῃς θυσίαν εὐχὴν
χαρμοσύνην Κυρίῳ, εἰσδεκτὸν
ὑμῖν θύσετε αὐτό·
|
29
Ἐὰν προσφέρῃς θυσίαν εἰς
τὸν Κύριον εἰς ἐκπλήρωσιν χαρμοσύνου
τάματος, θὰ τὴν προσφέρῃς κατὰ
τὸν πρέποντα τρόπον, ὥστε νὰ
γίνῃ δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
29
Ἐὰν δὲ προσφέρῃς θυσίαν, διὰ
νὰ ἐκπληρωθῇ ἕνα τάμα σου διὰ
κάποιο χαρμόσυνον γεγονός, πρέπει νὰ προσφερθῇ
ἢ θυσία αὐτὴ κατὰ τρόπον εὐπρόσδεκτον
εἰς τὸν Κύριον. |
30
αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
βρωθήσεται, οὐκ ἀπολείψετε ἀπὸ
τῶν κρεῶν εἰς τὸ πρωΐ· ἐγὼ
εἰμι Κύριος. |
30
Θὰ φαγωθῇ ἡ θυσία αὐτὴ
κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν καὶ θὰ προσφερθῇ. Δὲν
θὰ ἀφήσετε ὑπολείμματα ἀπὸ
τὰ κρέατα αὐτὰ ἕως τὸ
πρωῒ τῆς ἑπομένης ἡμέρας.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος!
|
30
Τὸ ὑπόλοιπον τῆς θυσίας αὐτῆς
πρέπει νὰ φαγωθῇ εἰς τὸ διάστημα τῆς
ἰδίας ἡμέρας. Δὲν θὰ ἀφήσετε
τίποτε ἀπὸ τὰ κρέατα διὰ τὸ
πρωΐ. Ἐγώ, ποὺ τὸ διατάσσω, εἶμαι
ὁ Κύριος. |
31
Καὶ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου
καὶ ποιήσετε αὐτάς.
|
31
Θὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου
καὶ θὰ τὰς ἐφαρμόσετε.
|
31
Πρέπει λοιπὸν νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς
μου καὶ νὰ τὰς τηρήσετε.
|
32
Καὶ οὐ βεβηλώσετε τὸ ὄνομα τοῦ
ἁγίου, καὶ ἁγιασθήσομαι ἐν
μέσῳ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ·
ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς,
|
32
Τηροῦντες αὐτὰς δὲν θὰ μολύνετε
τὸ ἅγιον ὄνομά μου. Ἔτσι θὰ
εἶμαι ἅγιος μεταξύ σας καὶ θὰ
δοξάζωμαι ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ
ὁποῖος σᾶς ἡγίασα καὶ
σᾶς καθιέρωσα εἰς τὴν διακονίαν
μου. |
32
Καὶ δὲν θὰ βεβηλώσετε τὸ ὄνομά
μου καὶ ὀτιδήποτε ἀνήκει εἰς
Ἐμέ, τὸν ἅγιον Θεόν σας, καὶ
ἔτσι θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ ἀναγνωρισθῶ
ὡς ἅγιος μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Ἐγώ, ὁ Κύριος, εἶμαι Ἐκεῖνος
ποὺ σᾶς ἑξαγιάζω
|
33
ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου, ὥστε εἶναι ὑμῶν
Θεός, ἐγὼ Κύριος. |
33
Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
σᾶς ἔβγαλα ἀπὸ τὴν δουλείαν
τῆς Αἰγύπτου, ὥστε νὰ εἶμαι
ὁ Θεός σας. Ἐγὼ εἶμαι ὁ
Κύριος. |
33
καὶ ὁ Ὁποῖος σᾶς ἔβγαλα
ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου, διὰ νὰ εἶμαι Θεός
σας. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων>.
|