Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ
εἶπε· |
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε. |
2
ἔντειλαι τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
καὶ λαβέτωσάν σοι ἔλαιον ἐλάϊνον
καθαρὸν κεκομμένον εἰς φῶς, καῦσαι
λύχνον διὰ παντός.
|
2
<δῶσε ἐκ μέρους μου ἐντολὴν
εἰς τους Ἰσραηλίτας νὰ πάρουν
καὶ νὰ φέρουν εἰς σὲ ἐλαιόλαδον
καθαρόν, κοπανισμένον, κατάλληλον πρὸς
φωτισμόν, διὰ νὰ καίῃ πάντοτε
ἡ λυχνία τῆς Σκηνῆς.
|
2
<Διάταξε τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ πάρουν
καὶ νὰ σοῦ φέρουν λάδι ἐλιᾶς,
καθαρὸν καὶ ἀρίστης ποιότητος (κοπανισμένον,
χωρὶς ὀξέα), κατάλληλον διὰ φωτισμόν, ὥστε
νὰ καίῃ καὶ νὰ φωτίζῃ μὲ
αὐτὸ ἡ Λυχνία συνεχῶς.
|
3
Ἔξωθεν τοῦ καταπετάσματος ἐν τῇ
σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καύσουσιν αὐτὸ
Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ
ἀπὸ ἑσπέρας ἕως πρωῒ ἐνώπιον
Κυρίου ἐνδελεχῶς· νόμιμον αἰώνιον
εἰς τὰς γενεᾶς ὑμῶν.
|
3
Ἐντὸς τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου
καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα,
ποὺ καλύπτει τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων,
θὰ ἀνάπτουν καὶ θὰ καίουν
τὸ φῶς αὐτὸ ὁ Ἀαρών
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν ἑσπέραν
ἕως τὸ πρωῒ πάντοτε. Αὐτὸ
θὰ εἶναι αἰώνιος νόμος εἰς
τὰς γενεᾶς σας. |
3
Εἰς τὸ τμῆμα τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου, ποὺ εὐρίσκεται ἀπὸ
τὴν ἐξωτερικὴν πλευρὰν τοῦ Καταπετάσματος
ποὺ χωρίζει τὰ <Ἅγια> ἀπὸ
τὰ <Ἅγια τῶν Ἁγίων>, θὰ
καίουν συνεχῶς τὸ λάδι αὐτὸ ὁ
Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοί του
ἀπὸ τὸ βράδυ μέχρι τὸ πρωΐ. Αὖτο
θὰ εἶναι νόμος αἰώνιος εἰς τὰς
γενεᾶς σας. |
4
Ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς καθαρᾶς
καύσετε τοὺς λύχνους ἐναντίον
Κυρίου ἕως εἰς τὸ πρωΐ.
|
4
Θὰ ἀνάψετε καὶ θὰ μένουν
ἕως τὸ πρωῒ ἀναμμένοι ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου οἱ λύχνοι, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκονται ἐπάνω εἰς τὴν
ἑπτάφωτον ἐκ καθαροῦ χρυσοῦ
λυχνίαν.
|
4
Θὰ φροντίζετε νὰ καίουν οἱ λύχνοι μέχρι
τὸ πρωΐ ἐνώπιον Κυρίου, ἐπάνω εἰς
τὴν Λυχνίαν, ποὺ ἔχει κατασκευασθῇ
μὲ καθαρὸ χρυσάφι. |
5
Καὶ λήψεσθι σεμίδαλιν καὶ ποιήσετε
αὐτὴν δώδεκα ἄρτους, δύο δεκάτων
ἔσται ὁ ἄρτος ὁ εἶς·
|
5
Θὰ λάβετε σημιγδάλι καὶ θὰ κάμετε
μὲ αὐτὸ δώδεκα ἄρτους. Ὁ
κάθε ἄρτος θὰ εἶναι δύο δέκατα
(ἑπτὰ καὶ
ἥμισυ περίπου κιλά).
|
5
Θὰ πάρετε δὲ σιμιγδάλι καὶ ἀφοῦ
τὸ ζυμώσετε, θὰ κάνετε δώδεκα ἄρτους. Ὁ
κάθε ἄρτος θὰ ζυγίζῃ περίπου ὀκτὼ
κιλά. |
6
καὶ ἐπιθήσετε αὐτοὺς δύο
θέματα, ἓξ ἄρτους τὸ ἓν θέμα
ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὴν καθαρὰν
ἔναντι Κυρίου. |
6
Θὰ θέσετε αὐτοὺς ἐπάνω
εἰς τὴν ἐκ καθαροῦ χρυσοῦ τράπεζαν
τῆς προθέσεως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
εἰς δύο στήλας ἓξ ἄρτους εἰς
τὴν κάθε μίαν. |
6
Θὰ τοποθετήσετε δὲ τοὺς ἄρτους εἰς
δύο σωρούς, τὸν ἕνα ἄρτον ἐπάνω
εἰς τὸν ἄλλον. Κάθε σωρὸς θὰ
ἔχει ἕξι ἄρτους, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται
διαρκῶς ἐνώπιον Κυρίου, ἐπάνω εἰς
τὴν τράπεζαν ποὺ ἔχει κατασκευασθῇ
μὲ καθαρὸ χρυσάφι. |
7
Καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τὸ θέμα
λίβανον καθαρὸν καὶ ἅλα, καὶ
ἔσονται εἰς ἄρτους εἰς ἀνάμνησιν
προκείμενα τῷ Κυρίῳ.
|
7
Εἰς κάθε μὶαν ἀπὸ τὰς
δύο αὐτὰς στήλας τῶν ἄρτων
θὰ θέσετε καθαρὸ λιβάνι καὶ
ἀλάτι καὶ θὰ εἶναι οἱ
ἄρτοι αὐτοὶ προσφορὰ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου εἰς ἀνάμνησιν τῶν
δώδεκα φυλῶν του Ἰσραήλ.
|
7
Θὰ βάλετε δὲ ἐπάνω εἰς τὴν
κάθε στήλην τῶν ἄρτων λιβάνι καθαρὸ καὶ
ἅλατι. Αὐτοὶ δὲ οἱ ἄρτοι,
ποὺ θὰ τοποθετηθοῦν ἐνώπιον Κυρίου,
θὰ εἶναι προσφορὰ εἰς ἀνάμνησιν
τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
|
8
Τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων
προσθήσεται ἔναντι Κυρίου διὰ παντὸς
ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
διαθήκην αἰώνιον.
|
8
Πάντοτε κάθε Σάββατον θὰ ἀντικαθιστᾶτε
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἐνώπιον
τῶν Ἰσραηλιτῶν τοὺς δώδεκα αὐτοὺς
ἄρτους εἰς διαρκῆ ἀνάμνησιν
τῆς συμφωνίας ἐμοῦ καὶ τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
8
Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου θὰ
τοποθετοῦνται νέοι ἄρτοι εἰς τὴν θέσιν
τῶν παλαιῶν, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ
ἐπὶ παρουσία τῶν Ἰσραηλιτῶν,
πρᾶγμα ποὺ θὰ γίνεται συνεχῶς σὰν
σημάδι τῆς αἰωνίου συμφωνίας, ποὺ συνῆψα
μὲ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
|
9
Καὶ ἔσται Ἀαρὼν καὶ τοῖς
υἱοῖς αὐτοῦ, καὶ φάγονται
αὐτὰ ἐν τόπῳ ἁγίῳ·
ἔστι γὰρ ἅγια τῶν ἁγίων
τοῦτο αὐτῶν ἀπὸ τῶν θυσιαζομένων
τῷ Κυρίῳ, νόμιμον αἰώνιον.
|
9
Αὐτοὶ οἱ ἄρτοι θὰ ἀνήκουν
εἰς τὸν Ἀαρών καὶ τοὺς
υἱούς του, οἱ ὁποῖοι καὶ
θὰ τοὺς τρώγουν εἰς τὸν ἱερὸν
τόπον, διότι εἶναι ἁγιωτάτη
προσφορὰ ἀπὸ τὰς προσφερομένας
ὡς θυσία πρὸς τὸν Κύριον. Αὐτὸ
θὰ εἶναι αἰώνιος νόμος γιὰ
σᾶς. |
9
Θὰ ἀνήκουν δὲ οἱ ἄρτοι αὐτοὶ
εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς
υἱούς του καὶ θὰ τοὺς τρώγουν
εἰς τόπον ἅγιον καὶ ἱερόν· διότι αὐτὸ
εἶναι τὸ ἁγιώτατον μερίδιον των ἀπὸ
τὰ προσφερόμενα εἰς τὸν Κύριον. Αὐτὸ
θὰ ἰσχύῃ ὡς νόμος αἰώνιος>.
|
10
Καὶ ἐξῆλθεν υἱὸς γυναικὸς
Ἰσραηλίτιδος, καὶ οὗτος ἦν υἱὸς
Αἰγυπτίου ἐν τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ, καὶ ἐμαχέσαντο ἐν
τῇ παρεμβολῇ ὁ ἐκ τῆς Ἰσραηλίτιδος
καὶ ὁ ἄνθρωπος Ἰσραηλίτης·
|
10
Μαζῆ μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας οἱ
ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον ἐξῆλθε καὶ ὁ υἱὸς
μιᾶς γυναικὸς Ἰσραηλίτιδος καὶ
Αἰγυπτίου ἀνδρός. Ὁ υἱὸς
αὐτὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος ἐφιλονείκησε
καὶ συνεπλάκη μὲ ἕνα Ἰσραηλίτην.
|
10
Μεταξὺ δὲ αὐτῶν, ποὺ ἠκολούθησαν
τοὺς Ἰσραηλίτας κατὰ τὴν ἔξοδόν
των ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, παρουσίασθη
καὶ κάποιος υἱὸς μιᾶς Ἰσραηλίτιδος,
ποὺ τὸν ἀπέκτησε μὲ ἄνδρα
Αἰγύπτιον. Ἐφιλονείκησαν λοιπὸν μέσα
εἰς τὸν χῶρον τῆς στρατοπεδεύσεως
τοῦ Ἰσραὴλ ὁ μιγὰς αὐτὸς
καὶ ἕνας καθαρόαιμος Ἑβραῖος.
|
11
καὶ ἐπονομάσας ὁ υἱὸς
τῆς γυναικὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος
τὸ ὄνομα κατηράσατο. Καὶ ἤγαγον
αὐτὸν πρὸς Μωυσῆν· καὶ
τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ
Σαλωμεὶθ θυγάτηρ Δαβρεὶ ἐκ τῆς
φυλῆς Δάν. |
11
Ἐπάνω δὲ εἰς τὴν μάχην
αὐτὴν ὁ υἱὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος
ἀνέφερε τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ
Θεοῦ, τὸ ὁποῖον
καὶ ἐβλασφήμησε. Ἀμέσως ὡδήγησαν
αὐτὸν πρὸς τὸν Μωϋσῆν. Ἡ
μήτηρ του ὠνομάζετο Σαλωμεὶθ
καὶ ἦτο θυγάτηρ Δαβρεὶ ἀπὸ
τὴν φυλὴν Δάν.
|
11
Καὶ ἀφοῦ ἐπρόφερεν ὁ υἱὸς
αὐτὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος τὸ
ἅγιον Ὄνομα τοῦ Θεόν, τὸ κατηράσθη
καὶ τὸ ἐβλασφήμησε. Κατόπιν τούτου τὸν
ἔφεραν ἀμέσως εἰς τὸν Μωϋσῆν.
Τὸ δὲ ὄνομα τῆς μητρὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐκεῖνου, ἡ ὁποία ἦτο
κόρη τοῦ Δαβρεῖ καὶ κατήγετο ἀπὸ
τὴν φυλὴν τοῦ Δάν, ἦτο Σαλωμείθ.
|
12
Καὶ ἀπέθεντο αὐτὸν εἰς
φυλακὴν διακρῖναι αὐτὸν διὰ
προστάγματος Κυρίου.
|
12
Ἔθεσαν τὸν βλάσφημον εἰς τὴν
φυλακήν, διὰ νὰ ἀποφασίσουν
περὶ τῆς τύχης του κατόπιν ἐντολῆς
τοῦ Κυρίου.
|
12
Καὶ ἔβαλαν τὸν βλάσφημον εἰς φυλακήν,
προκειμένου νὰ ἀποφασίσουν περὶ αὐτοῦ
μετὰ ἀπὸ εἰδικὴν διαταγὴν
τοῦ Κυρίου, διότι δὲν ὑπῆρχε σχετικὴ
ἐντολὴ ἕως τότε. |
13
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
λέγων· |
13
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν
Μωϋσῆν λέγων·
|
13
Ὡμίλησε λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
14
ἐξάγαγε τὸν καταρασάμενον ἔξω
τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐπιθήσουσι
πάντες οἱ ἀκούσαντες τὰς χεῖρας
αὐτῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτοῦ καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν
πᾶσα ἡ συναγωγή.
|
14
<βγάλε τὸν βλάσφημον αὐτὸν
ἔξω ἀπὸ τὴν κατασκήνωσιν. Ὅλοι
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν
τὴν βλασφημίαν του,
θὰ θέσουν τὰς χείρας των ἐπάνω
εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
καὶ θὰ καταθέσουν
τὴν μαρτυρίαν των ἐναντίον του.
Ἔπειτα δὲ θὰ τὸν λιθοβολήσουν
ὅλος ὁ λαὸς τῶν ἰσραηλιτῶν.
|
14
<Βγάλε ἔξω ἀπὸ τὸν καταυλισμὸν
τὸν βλάσφημον καὶ νὰ βάλουν ἐπάνω
εἰς τὸ κεφάλι του τὰ χέρια των ὅλοι,
ὅσοι τὸν ἤκουσαν νὰ βλασφημῇ,
καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσῃ ὅλος ὁ
λαός. |
15
Καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
λάλησον καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ἄνθρωπος ὃς ἐὰν καταράσηται
Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται·
|
15
Ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Οἰοσδήποτε
ἄνθρωπος θὰ βλασφημήσῃ τὸν
Θεὸν θὰ λάβῃ ἐνοχὴν
καὶ τιμωρίαν διὰ
τὴν ἁμαρτίαν.
|
15
Νὰ ὁμιλήσῃς δὲ εἰς τοὺς
Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς
τὰ ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος ποὺ
θὰ καταρᾶται καὶ θὰ βλασφημῇ
τὸν Θεόν, διαπράττει ἁμαρτίαν καὶ θὰ
εἶναι ἔνοχος. |
16
ὀνομάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου,
θανάτω θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω
αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ Ἰσραήλ·
ἐάν τε προσήλυτος, ἐάν τε αὐτόχθων,
ἐν τῷ ὀνομάσαι αὐτὸν τὸ
ὄνομα Κυρίου, τελευτάτω.
|
16
Ἐκεῖνος, δηλαδή, ὁ ὁποῖος
ἀσεβῶς θὰ ἀναφέρῃ τὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τιμωρῆται
διὰ θανάτου. Ὅλος ὁ λαὸς τῶν
ἰσραηλιτῶν θὰ θανατώσῃ διὰ
λιθοβολισμοῦ αὐτόν. Εἴτε ξένος
εἶναι εἴτε ἐντόπιος αὐτός,
ποὺ θὰ ἀναφέρῃ ἀσεβῶς
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ τιμωρῆται
διὰ θανάτου.
|
16
Αὐτὸς δὲ ποὺ προφέρει μὲ ἀσέβειαν
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ βλασφημεῖ,
νὰ τιμωρῆται μὲ θανατικὴν καταδίκην.
Νὰ τὸν λιθοβολῇ ὅλος ὁ λαὸς
τοῦ Ἰσραήλ. Εἴτε εἶναι ξένος καὶ
διαμένει μαζί σας, εἴτε εἶναι ἐκ καταγωγῆς
Ἰσραηλίτης, ἐφ' ὅσον προφέρει ἀσεβῶς
τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ βλασφημεῖ,
νὰ θανατώνεται. |
17
Καὶ ἄνθρωπος ὃς ἂν πατάξῃ
ψυχὴν ἀνθρώπου καὶ ἀποθάνῃ,
θανάτω θανατούσθω. |
17
Ὅπως ἐπίσης καὶ ὁποιοσδήποτε
κτυπήσῃ ἄνθρωπον καὶ θανάτωσῃ
αὐτὸν θὰ τιμωρῆται διὰ θανάτου.
|
17
Ὁ δὲ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κτυπήσῃ
ἄλλον ἄνθρωπον καὶ τὸν σκοτώσῃ,
νὰ θανατώνεται. |
18
Καὶ ὃς ἂν πατάξῃ κτῆνος
καὶ ἀποθάνῃ, ἀποτισάτω
ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς.
|
18
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κτυπήσῃ
ζῶον καὶ τὸ ζῶο θὰ
ἀποθάνῃ ἐκ τοῦ κτυπήματος,
θὰ δώση εἰς
τὸν ἰδιοκτήτην ἄλλο ζῶον ἀντὶ
τοῦ θανατωθέντος. |
18
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ κτυπήσῃ
ἕνα ζῶον καὶ αὐτὸ ψοφήσῃ,
πρέπει νὰ τὸ ἀντικαταστήσῃ μὲ
ἄλλο, ποὺ θὰ ἀξίζῃ ὅσον
καὶ ἐκεῖνο. |
19
Καὶ ἐὰν τις δῷ μῶμον τῷ
πλησίον, ὡς ἐποίησεν αὐτῷ,
ὠσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ·
|
19
Καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ
πράξῃ κακόν τι εἰς βάρος τοῦ
πλησίον, θὰ ὑποστῇ τὸ ἴδιον
κακόν, τὸ ὁποῖον ἔπραξεν ἐναντίον
τοῦ πλησίον. |
19
Καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ βλάψῃ
μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον τὸν πλησίον
του, πρέπει νὰ πάθη ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκανε
ὁ ἴδιος εἰς τὸν ἄλλον.
|
20
σύντριμμα ἀντὶ συντρίμματος, ὀφθαλμὸν
ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα
ἀντὶ ὀδόντος, καθότι ἂν
δῷ μῶμον τῷ ἀνθρώπῳ, οὕτω
δοθήσεται αὐτῷ.
|
20
Κάταγμα ἀντὶ κατάγματος, ὀφθαλμὸν
ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα
ἀντὶ ὀδόντος, ὅ,τι κακὸν
καὶ οἰανδήποτε βλάβην ἔκαμεν
εἰς τὸν πλησίον θὰ ὑποστῇ
καὶ ὁ ἴδιος. |
20
Ἐὰν δηλαδὴ προεκάλεσε κάταγμα, πρέπει νὰ
πάθῃ κάταγμα, ἐὰν ἔβγαλε μάτι, πρέπει
νὰ βγῇ τὸ μάτι του, ἐὰν ἔσπασε
δόντι, πρέπει νὰ τοῦ σπάσουν τὸ δόντι του
καὶ οὕτω καθεξῆς. Θὰ τιμωρῆται
μὲ τὴν ἰδίαν βλάβην, ποὺ ἐπροξένησεν
εἰς τὸν ἄλλον. |
21
Ὃς ἂν πατάξῃ ἄνθρωπον καὶ
ἀποθάνῃ, θανάτω θανατούσθω·
|
21
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ κτυπήσῃ
ἄνθρωπον καὶ ὁ κτυπηθεῖς ἀποθάνῃ,
θὰ τιμωρηθῆ διὰ θανάτου.
|
21
Ἐὰν κάποιος κτυπήσῃ ὁποιονδήποτε
ἄνθρωπον καὶ τὸν σκοτώσῃ, νὰ
θανατώνεται ὁ φονεύς, χωρὶς καμμίαν διάκρισιν.
|
22
δικαίωσις μία ἔσται τῷ προσηλύτῳ
καὶ τῷ ἐγχωρίῳ, ὅτι ἐγὼ
εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
22
Μία καὶ ἡ αὐτὴ θὰ εἶναι
ἡ ἀπόδοσις δικαιοσύνης καὶ ἡ
ἐπιβολὴ κυρώσεων διὰ τὸν ξένον
καὶ διὰ τὸν ἐντόπιον. Ἐγὼ
δίδω αὐτάς τὰς ἐντολάς,
διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας>. |
22
Μία δικαιοσύνη θὰ ἰσχύῃ καὶ διὰ
τὸν ξένον, ποὺ ζῇ μαζί σας, καὶ
διὰ τὸν ἐντόπιον Ἑβραῖον, διότι
ἐγώ, ὁ Θεός σας, εἶμαι Κύριος ὅλων>.
|
23
Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ, καὶ ἐξήγαγον τὸν
καταρασάμενον ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ
ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν λίθοις·
καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ ἐποίησαν
καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ.
|
23
Διέταξεν ὁ Μωϋσῆς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν
κατασκήνωσιν τὸν βλάσφημον καὶ ἐθανάτωσαν
αὐτὸν διὰ λιθοβολισμοῦ. ἔκαμαν
οἱ Ἰσραηλῖται, ὅπως ἀκριβῶς
διέταξεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.
|
23
Ἀνεκοίνωσε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὰς ἐντολὰς
αὐτὰς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ
ἐκεῖνοι ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ
τὸν κατοικημένον χῶρον τὸν βλάσφημον καὶ
τὸν ἐσκότωσαν μὲ λιθοβολισμόν. Καὶ
ἐνήργησαν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅπως
ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
|