Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν
τῷ ὄρει Σινὰ λέγων·
|
πάνω
εἰς τὸ ὄρος Σινὰ ἐλάλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ καὶ εἶπε:
|
2
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
ὅταν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν,
ἣν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν, καὶ
ἀναπαύσεται ἡ γῆ, ἣν ἐγὼ
δίδωμι ὑμῖν, σάββατα τῷ Κυρίῳ.
|
2
<ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Ὅταν εἰσέλθετε εἰς τὴν γῆν
τῆς Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
θὰ σᾶς δώσω, θὰ ἀναπαύεται
ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ σᾶς δίδω,
θὰ ἔχῃ καὶ αὐτὴ σάββατα
Κυρίου, δηλαδὴ ἀνάπαυσιν.
|
2
<Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
Ὅταν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν,
ποὺ Ἐγὼ σᾶς χαρίζω, τότε καὶ
ἡ χώρα, ποὺ Ἐγὼ σᾶς δίδω, θὰ
ἔχῃ ὡρισμένον καιρὸν ἀναπαύσεως
ὡς ἄλλην ἀργίαν Σαββάτου πρὸς τιμὴν
τοῦ Κυρίου. |
3
Ἓξ ἔτη σπερεῖς τὸν ἀγρόν
σου καὶ ἓξ ἔτη τεμεῖς τὴν ἄμπελόν
σου καὶ συνάξεις τὸν καρπὸν αὐτῆς.
|
3
Ἓξ ἔτη κατὰ συνέχειαν θὰ σπείρῃς
τὸν ἀγρόν σου καὶ ἐπὶ
ἓξ ἔτη θὰ κλαδεύῃς τὴν
ἄμπελόν σου καὶ θὰ συγκομίζῃς
τὸν καρπόν της· |
3
Ἐπὶ ἕξι χρόνια δηλαδὴ θὰ σπέρνῃς
τὸ χωράφι σου καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια
θὰ κλαδεύῃς καὶ θὰ σκαλίζῃς
τὸ ἀμπέλι σου καὶ θὰ συγκεντρώνῃς
τὰ σταφύλια του. |
4
Τῷ δὲ ἔτει τῷ ἑβδόμῳ
σάββατα, ἀνάπαυσις ἔσται τῇ
γῇ, σάββατα τῷ Κυρίῳ· τὸν
ἀγρόν σου οὐ σπερεῖς καὶ τὴν
ἄμπελόν σου οὐ τεμεῖς.
|
4
τὸ δὲ ἕβδομον ἔτος θὰ εἶναι
σάββατον, δηλαδὴ ἀνάπαυσις, θὰ
ἔχῃ καὶ γῆ τὸ σάββατον
αὐτῆς, τὴν πρὸς τιμὴν τοῦ
Κυρίου ἀνάπαυσίν της. Κατὰ τὸ
ἔτος αὐτὸ δὲν θὰ σπείρῃς
τὸν ἀγρόν σου καὶ δὲν θὰ
κλαδεύσῃς τὸ ἀμπέλι σου.
|
4
Κατὰ τὸν ἕβδομον ὅμως χρόνον θὰ
γίνεται ἀνάπαυσις. Θὰ ἀναπαύεται ἡ
γῆ. Θὰ ἔχῃ ἀργίαν Σαββάτου πρὸς
τιμὴν τοῦ Κυρίου. Δὲν θὰ σπέρνῃς
κατὰ τὸν χρόνον αὐτὸν τὸ χωράφι
σου καὶ δὲν θὰ κλαδεύῃς τὸ ἀμπέλι
σου. |
5
Καὶ τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα
τοῦ ἀγροῦ σου οὐκ ἐκθερίσεις
καὶ τὴν σταφυλὴν τοῦ ἁγιάσματός
σου οὐκ ἐκτρυγήσεις· ἐνιαυτὸς
ἀναπαύσεως ἔσται τῇ γῇ.
|
5
Τὰ αὐτοφυῆ προϊόντα τοῦ ἀγροῦ
σου δὲν θὰ τὰ θερίσῃς καὶ
τὰ σταφύλια, τῶν ὁποίων τὰς
ἀπαρχὰς προσέφερες εἰς τὸν Θεόν,
δὲν θὰ τὰ τρυγήσῃς. Ἔτος
ἀναπαύσεως θὰ εἶναι αὐτὸ
διὰ τὴν γῆν σου. |
5
Καὶ δὲν θὰ θερίζῃς ἐντελῶς
οὔτε αὐτὰ ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς
τὸ χωράφι σου, ἀπὸ σπόρους ποὺ εἶχαν
πέσει κατὰ τὸ προηγούμενον ἔτος, οὔτε
θὰ τρυγᾷς τελείως τὰ σταφύλια ἀπὸ
τὸ ἀμπέλι, ποὺ σοῦ ἀνήκει
καὶ τὸ φροντίζεις καὶ ξεχωρίζεις τὸν
καρπόν του διὰ τὸν Κύριον. Ὁ ἕβδομος
χρόνος θὰ εἶναι καιρὸς ἀναπαύσεως
διὰ τὴν γῆν σου. |
6
Καὶ ἔσται τὰ σάββατα τῆς γῆς
βρώματά σοι. Καὶ τῷ παιδί σου
καὶ τῇ παιδίσκῃ σου καὶ τῷ
μισθωτῷ σοῦ καὶ τῷ παροίκῳ
τῷ προσκειμένῳ πρὸς σὲ
|
6
Τὰ δὲ αὐτοφυῆ προϊόντα κατὰ
τὰ ἔτη τῆς ἀναπαύσεως θὰ
εἶναι τροφὴ διὰ σέ, διὰ τὸν
δοῦλον σου, τὴν δούλην σου, τὸν ἡμερομίσθιον
ἐργάτην σου καὶ τὸν ξένον, ὁ
ὁποῖος παροικεῖ πλησίον σου,
|
6
Τὸ χωράφι ὅμως, ποὺ θὰ ἀναπαύεται
κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος, θὰ δίδῃ,
μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ φυτρώνουν μόνα
των εἰς αὐτό, τὴν ἀπαραίτητον
τροφὴν καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ
τὸν δοῦλον σου καὶ διὰ τὴν δούλην
σου καὶ διὰ τὸν μισθωτὸν ἐργάτην
σου καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ διαμένει
μαζί σου, |
7
καὶ τοῖς κτήνεσί σου, καὶ τοῖς
θηρίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ σου ἔσται
πᾶν τὸ γένημα αὐτοῦ εἰς
βρῶσιν. |
7
καὶ διὰ τὰ ζῶα σου, διὰ τὰ
ἄγρια θηρία τῆς χώρας σου, ὅλα
τὰ αὐτοφυῆ προϊόντα τῶν ἀγρῶν
σου θὰ εἶναι εἰς τροφὴν ὅλων.
|
7
καὶ διὰ τὰ ζῶα σου καὶ διὰ
τὰ θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν χώραν
σου. Ὀτιδήποτε φυτρώνει μόνον του εἰς τὸ
χωράφι, θὰ χρησιμεύῃ σὰν τροφὴ ὅλων
σας. |
8
Καὶ ἐξαριθμήσεις σεαυτῷ ἑπτὰ
ἀναπαύσεις ἐτῶν, ἑπτὰ
ἔτη ἑπτάκις, καὶ ἔσονταί
σοι ἑπτὰ ἑβδομάδες τῶν ἐννέα
καὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
|
8
Ἀπὸ τὸ ἔτος τοῦτο τῆς
ἀγραναπαύσεως θὰ μετρήσῃς ἑπτὰ
φορὰς ἑπτὰ ἔτη καὶ θὰ
ἔχῃς ἐν ὅλῳ ἑπτὰ
ἑβδομάδας ἐτῶν, δηλαδὴ τεσσαράκοντα
ἐννέα ἔτη. |
8
Μετὰ τὸ ἔτος τῆς ἀγραναπαύσεως
θὰ μετρήσῃς ἑπτὰ σαββατικὰ ἔτη,
ἑπτὰ δηλαδὴ ἔτη ἑπτὰ φορές,
καὶ θὰ ἔχῃς ἑπτὰ ἑβδομάδας
ἐτῶν, δηλαδὴ σαράντα ἐννέα χρόνια.
|
9
Καὶ διαγγελεῖτε σάλπιγγος φωνῇ ἐν
πάσῃ τῇ γῇ ὑμῶν ἐν
τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ τῇ
δεκάτῃ τοῦ μηνός· τῇ ἡμέρα
τοῦ ἱλασμοῦ διαγγελεῖτε σάλπιγγι
ἐν πάσῃ τῇ γῇ ὑμῶν.
|
9
Κατὰ τὴν δεκάτην τοὺ ἑβδόμου,
μηνός, τοῦ πεντηκοστοῦ ἔτους, θὰ
ἀναγγείλετε τοῦτο εἰς ὅλην τὴν
χώραν σας μὲ σάλπιγγας. Κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ ἐξιλασμοῦ θὰ
ἀναγγείλετε μὲ
σάλπιγγας εἰς
ὅλην τὴν χώραν σας τὴν ἔλευσιν
τούτου τοῦ ἔτους.
|
9
Κατὰ δὲ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ
ἑβδόμου μηνὸς τοῦ ἑπομένου χρόνου,
δηλαδὴ τοῦ πεντηκοστοῦ, ὁπότε θὰ
ἔχετε καὶ τὴν ἑορτὴν τοῦ
Ἐξιλασμοῦ, θὰ σημάνετε μὲ ἦχον
σάλπιγγος εἰς ὅλην τὴν χώραν σας τὴν
ἔναρξιν τοῦ Ἰωβηλαίου ἔτους. Ἡ
φωνὴ τῆς σάλπιγγος πρέπει νὰ ἀκουσθῇ
εἰς ὅλην τὴν χώραν σας.
|
10
Καὶ ἁγιάσετε τὸ ἔτος τὸν
πεντηκοστὸν ἐνιαυτὸν καὶ διαβοήσετε
ἄφεσιν ἐπὶ τῆς γῆς πᾶσι
τοῖς κατοικοῦσιν αὐτήν· ἐνιαυτὸς
ἀφέσεως σημασία αὕτη ἔσται ὑμῖν,
καὶ ἀπελεύσεται εἰς ἕκαστος
εἰς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ, καὶ
ἕκαστος εἰς τὴν πατριὰν αὐτοῦ
ἀπελεύσεσθε. |
10
Θὰ ἁγιάσετε τὸ πεντηκοστὸν αὐτὸ
ἔτος καὶ θὰ διακηρύξετε εἰς
τὴν χώραν σας ἐλευθερίαν εἰς
ὅλους τοὺς κατοίκους της. Ἔτος ἀφέσεως,
ἔτος δηλαδὴ ἐλευθερίας θὰ εἶναι
τὸ νόημα τοῦ σαλπίσματος.
Ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς θὰ ἐπανέλθῃ
ὡς κύριος εἰς τὴν ἰδιοκτησίαν
του, κάθε δοῦλος θὰ ἐπανέλθῃ
ἐλεύθερος εἰς τὴν
φυλήν του. |
10
Θὰ ξεχωρίσετε δὲ ὡς ἅγιον τὸ
πεντηκοστὸν αὐτὸ ἔτος καὶ θὰ
ἑξαγγείλετε ἄφεσιν καὶ ἐλευθερίαν
δι ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν
χώραν σας. Ἡ φωνὴ τῆς σάλπιγγος θὰ
σημαίνη διὰ σᾶς ὅτι ἀρχίζει
ὁ χρόνος τῆς ἀφέσεως καὶ ἐλευθερίας.
Καὶ θὰ ἐπιστρέφῃ καθένας εἰς
τὸ κτῆμα του ἐλεύθερος καὶ θὰ
ἐπανέρχεσθε καθένας εἰς τὴν οἰκογένειαν
καὶ τὴν φυλήν του. |
11
Ἀφέσεως σημασία αὕτη, τὸ ἔτος
τὸ πεντηκοστὸν ἐνιαυτὸς ἔσται
ὑμῖν· οὐ σπερεῖτε, οὐδὲ
ἀμήσετε τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα
αὐτῆς, καὶ οὐ τρυγήσετε τὰ
ἡγιασμένα αὐτῆς,
|
11
Τὸ πεντηκοστὸν ἔτος, τὸ ὁποῖον
θὰ σημάνουν αἱ σάλπιγγες,
θὰ εἶναι ἔτος ἀπελευθερώσεως
ἀνθρώπων, ἀποσβέσεως χρεῶν καὶ
ἀποδόσεως ἀγορασθέντων κτημάτων
εἰς τὸν τέως ἰδιοκτήτην
των. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν
θὰ σπείρετε οὔτε θὰ θερίσετε
τὰ αὐτοφυῆ προϊόντα
τῶν ἀγρῶν σας καὶ
δὲν θὰ τρυγήσετε
τὰ ἀμπέλια
σας, διὰ νὰ προσφέρετε θυσίας πρὸς
τὸν Κύριον,
|
11
Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ πεντηκοστοῦ
ἔτους τῆς ἀφέσεως διὰ σᾶς. Δὲν
θὰ σπείρετε, οὔτε θὰ θερίσετε ὅσα
φυτρώνουν μόνα των ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ
θὰ τρυγήσετε τὰ σταφύλια ἀπὸ τὰ
ἀμπέλια σας. Θὰ μένουν ἔτσι σὰν
νὰ εἶναι ἀφιερωμένα εἰς τὸν
Θεόν, ποὺ ὁρίζει τὴν γῆν.
|
12
ὅτι ἀφέσεως σημασία ἐστίν,
ἅγιον ἔσται ὑμῖν ἀπὸ τῶν
πεδίων φάγεσθε τὰ γενήματα αὐτῆς.
|
12
διότι τὸ ἔτος τοῦτο εἶναι ἔτος
γενικῆς ἐλευθερίας. Θὰ εἶναι
διὰ σᾶς ἅγιον καὶ ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Κύριον καὶ θὰ τραφῆτε
ἀπὸ τὰ αὐτοφυῆ γεννήματα
τῶν πεδιάδων σας.
|
12
Θὰ γίνωνται ὅλα αὐτά, διότι τὸ πεντηκοστὸν
ἔτος εἶναι ἔτος ἀφέσεως καὶ
ἐλευθερίας. Θὰ εἶναι δὲ διὰ
σᾶς ἅγιον καὶ ἱερόν. Θὰ τρώγετε
κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ἀπὸ
τὰ προϊόντα, ποὺ παράγουν μόνα των τὰ
χωράφια σας. |
13
Ἐν τῷ ἔτει τῆς ἀφέσεως
σημασίας αὐτῆς ἐπανελεύσεται
ἕκαστος εἰς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ.
|
13
Ὅταν σημάνῃ τὸ ἔτος
τῆς ἀφέσεως, θὰ ἐπανέλθῃ
ὁ κάθε ἰδιοκτήτης εἰς
τὸ κτῆμα του.
|
13
Ὅταν ἀρχίζῃ ὁ χρόνος τῆς
ἀφέσεως τῶν χρεῶν, θὰ ἐπιστρέφῃ
καὶ πάλιν καθένας ἐλεύθερος εἰς τὸ
κτῆμα του. |
14
Ἐὰν δὲ ἀποδῷ πρᾶσιν τῷ
πλησίον σου, ἐὰν δὲ καὶ κτήσῃ
παρὰ τοῦ πλησίον σου, μὴ θλιβέτω
ἄνθρωπος τὸν πλησίον.
|
14
Ἐὰν δὲ πωλήσῃ
κανεὶς εἰς ἄλλον ἢ, ἀγοράσῃ
κάτι ἀπὸ τὸν ἄλλον, δὲν
πρέπει, ἐν ὄψει τοῦ ἔτους τῆς
ἀφέσεως, νὰ ἐκμεταλλευθῇ καὶ
ἀπατήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
|
14
Ἐὰν δὲ ἐν τῷ μεταξὺ πωλήσῃς
κάτι εἰς τὸν πλησίον σου, ἢ ἀγοράσῃς
κάτι ἀπὸ τὸν συνάνθρωπόν σου, δὲν
πρέπει νὰ ἐκμεταλλευῇ καὶ στενοχωρήσῃ
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐξ ἀφορμῆς
τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως, ποὺ πλησιάζει
καὶ κατὰ τὸ ὁποῖον ὅλα
ἐπανέρχονται εἰς τοὺς κυρίους των.
|
15
Κατὰ ἀριθμὸν ἐτῶν μετὰ
τὴν σημασίαν κτήσῃ παρὰ τοῦ
πλησίον, κατὰ ἀριθμὸν ἐνιαυτῶν
γενημάτων ἀποδώσεταί σοι.
|
15
Θὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ
τὸν πλησίον σου ἕνα κτῆμα ὑπολογίζων
τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν,
τὰ ὁποία
παρεντίθενται μέχρι
τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως,
θὰ πωλήσῃς τὸ κτῆμα βάσει
τῶν καρπῶν, ποὺ θὰ ἀποδώσῃ
αὐτὸ κατὰ τὰ ἔτη τὰ μέχρι
τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως.
|
15
Ἐπειδὴ ὅλα ἐπανέρχονται εἰς
τὸν ἰδιοκτήτην των κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον,
ἡ τιμὴ τοῦ κτήματος, ποὺ θὰ
ἀγοράσῃς ἀπὸ τὸν πλησίον σου,
νὰ ὑπολογίζεται βάσει τοῦ ἀριθμοῦ
τῶν ἐτῶν ποὺ μεσολαβοῦν ἀπὸ
τὸ παλαιὸν μέχρι τὸ νέον Ἰωβηλαῖον.
Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ τὸ πωλήσῃ
βάσει τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐτῶν
μέχρι τὸ νέον Ἰωβηλαῖον, κατὰ τὰ
ὁποῖα παράγει καρποὺς κανονικῶς. (Δὲν
θὰ ὑπολογίζωνται δηλαδὴ τὰ σαββατικὰ
ἔτη). |
16
Καθότι ἂν πλεῖον τῶν ἐτῶν,
πληθυνεῖ τὴν κτῆσιν αὐτοῦ, καὶ
καθότι ἂν ἔλαττον τῶν ἐτῶν,
ἐλαττονώσει τὴν κτήσιν αὐτοῦ,
ὅτι ἀριθμὸν γενημάτων αὐτοῦ
οὕτως ἀποδώσεταί σοι.
|
16
Ὅσον περισσότερα εἶναι τὰ ἔτη
μέχρι τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως,
τόσον ἀκριβώτερα θὰ ἀγοράσῃς
τὸ κτῆμα ὅσον
δὲ ὀλιγώτερα εἶναι αὐτὰ,
τόσον καὶ θὰ ἐλατώσῃς
τὴν ἀξίαν αὐτοῦ, διότι
αὐτὸ θὰ πωληθῆ εἰς σὲ
εἰς τιμὴν ἀνάλογον μὲ τὰ
προϊόντα, ποὺ θὰ σοῦ ἀποδώσῃ.
|
16
Ὅσον περισσότερα εἶναι τὰ ἔτη μέχρι
τὸ νέον Ἰωβηλαῖον, τόσον μεγαλυτέρα θὰ
εἶναι ἡ τιμὴ τοῦ κτήματος. Ὅσον
δὲ ὀλιγώτερα εἶναι τὰ ἔτη
ποὺ ἀπομένουν, τόσον μικροτέρα θὰ
εἶναι ἡ ἀξία τοῦ κτήματός του, διότι
πρέπει νὰ σοῦ τὸ πωλήσῃ βάσει τῶν
ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα παράγονται
κανονικῶς τὰ προϊόντα. |
17
Μὴ θλιβέτω ἄνθρωπος τὸν πλησίον,
καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν
σου· ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν. |
17
Ἂς μὴ ἐκμεταλλεύεται, λοιπόν,
καὶ ἂς μὴ ἐκβιάζῃ κανεὶς
ἄνθρωπος τὸν πλησίον του. Πρέπει νὰ
φοβῆσαι πάντοτε Κύριον
τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας!
|
17
Νὰ μὴ ἐκμεταλλεύεται καὶ στενοχωρῇ
κανεὶς ἄνθρωπος τὸν συνάνθρωπόν του. Πρέπει
νὰ φοβᾶσαι σὺ ὁ Ἰσραηλίτης τὸν
Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας. |
18
Καὶ ποιήσετε πάντα τὰ δικαιώματά
μου καὶ πάσας τὰς κρίσεις μου καὶ
φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ
καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γῆς
πεποιθότες. |
18
Θὰ ἐφαρμόσετε ὅλας τὰς ἐντολάς
μου καὶ ὅλας τὰς
ἀποφάσεις μου· θὰ φυλάξετε καὶ
θὰ τηρήσετε αὐτάς
καὶ ἔτσι θὰ κατοικήσετε εἰς
τὴν χώραν σας ἀσφαλεῖς μὲ τὴν
πεποίθησιν εἰς
τὴν προστασίαν μου.
|
18
Νὰ τηρήσετε λοιπὸν ὅλας τὰς ἐντολάς
μου καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις μου καὶ
νὰ τὰς φυλάξετε καὶ νὰ συμμορφωθῆτε
πρὸς αὐτὰς καὶ σᾶς βεβαιῶ
ὅτι θὰ κατοικήσετε εἰς τὴν χώραν μὲ
ἀσφάλειαν, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς
χαρίζῃ ἡ ἐμπιστοσύνη σας εἰς Ἐμέ.
|
19
Καὶ δώσει ἡ γῆ τὰ ἐκφόρια
αὐτῆς καὶ φάγεσθε εἰς πλησμονὴν
καὶ κατοικήσετε πεποιθότες ἐπ' αὐτῆς.
|
19
Ἡ χώρα σας τότε θὰ ἀποδώσῃ
πλούσια τὰ προϊόντα της, θὰ φάγετε
καὶ θὰ χορτάσετε καὶ
θὰ κατοικήσετε ἀσφαλεῖς
εἰς αὐτὴν ἔχοντες πεποίθησιν
εἰς τὴν προστασίαν μου.
|
19
Σᾶς λέγω δὲ ὅτι θὰ δώσῃ ἡ
γῆ ἄφθονα τὰ προϊόντα της καὶ θὰ
τρώγετε καὶ θὰ χορταίνετε καὶ θὰ ζῆτε
εἰς τὴν χώραν, χωρὶς καμμίαν ἀνησυχίαν
διὰ τὴν διατροφήν σας.
|
20
Ἐὰν λέγητε, τί φαγόμεθα ἐν
τῷ ἔτει τῷ ἑβδόμῳ τούτω,
ἐὰν μὴ σπείρωμεν μηδὲ συναγάγωμεν
τὰ γενήματα ἡμῶν;
|
20
Ἐὰν σᾶς γεννηθῇ
ἡ ἀπορία καὶ εἴπετε: Ἐὰν
δὲν σπείρωμεν καὶ ἐὰν δὲν
συγκομίσωμεν τὰ προϊόντα ἡμῶν,
τί θὰ φάγωμεν κατὰ τὸ ἕβδομον
τοῦτο ἔτος τῆς ἀγραναπαύσεως;
|
20
Ἐὰν δὲ ἐρωτᾶτε: <Τί
θὰ φάγωμεν κατὰ τὸ ἕβδομον τοῦτο
ἔτος, ἀφοῦ δὲν θὰ σπείρωμεν
καὶ δὲν θὰ συγκεντρώσωμεν τὰ γεννήματά
μας;>, σᾶς ἀπαντῶ:
|
21
Καὶ ἀποστέλλω τὴν εὐλογία,
μου ὑμῖν ἐν τῷ ἔτει τῷ
ἔκτῳ, καὶ ποιήσει τὰ γενήματα
αὐτῆς εἰς τὰ τρία ἔτη.
|
21
Σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἐγὼ κάθε
ἕκτον ἔτος θὰ ἀποστέλλω τὴν
εὐλογίαν μου, ὥστε
ἡ χώρα σας
νὰ ἀποδώσῃ καρποὺς διὰ
τρία ὁλόκληρα ἔτη.
|
21
Θὰ ἀποστέλλω Ἐγὼ τὴν εὐλογίαν
μου εἰς σᾶς κατὰ τὸν ἕκτον χρόνον
καὶ ἔτσι τὰ χωράφια σας θὰ δίδουν
καρπούς, ποὺ θὰ ἐπαρκοῦν διὰ
τρία χρόνια. |
22
Καὶ σπερεῖτε τὸ ἔτος τὸ ὄγδοον
καὶ φάγεσθε ἀπὸ τὸν γενημάτων
παλαιὰ ἕως τοῦ ἔτους τοῦ ἐνάτου,
ἕως ἂν ἔλθῃ τὸ γένημα
αὐτῆς, φάγεσθε παλαιὰ παλαιῶν.
|
22
Θὰ σπείρετε τὸ ὄγδοον ἔτος καὶ
θὰ ἔχετε παλαιὰ προϊόντα ἀπὸ
τὸ ἕκτον ἔτος νὰ τρώγετε ἕως
τὸ ἔνατον ἔτος. Μέχρις ὅτου
ἔλθουν τὰ γεννήματα τοῦ ἐνάτου
ἔτους, σεῖς θὰ τρώγετε ἀπὸ
τοὺς καρποὺς τοῦ προπερασμένου
ἔτους.
|
22
Θὰ σπείρετε δὲ καὶ πάλιν κατὰ τὸν
ὄγδοον χρόνον, ἄλλα θὰ ἔχετε καὶ
θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ παλαιὰ γεννήματα
τοῦ ἕκτου χρόνου μέχρι καὶ τὸν ἔνατον
χρόνον, ὁπότε καὶ θὰ μαζεύσετε τὰ
νέα προϊόντα τῆς γῆς σας. Μέχρι τότε θὰ
τρώγετε ἀπὸ τὰ πολὺ παλαιὰ καὶ
δὲν θὰ στερηθῆτε. |
23
Καὶ ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς
βεβαίωσιν. Ἐμὴ γὰρ ἐστιν ἡ
γῆ, διότι προσήλυτοι καὶ πάροικοι
ὑμεῖς ἔστε ἐναντίον μου·
|
23
Τὰ χωράφια σας δὲν θὰ πωλοῦνται
ὁριστικῶς καὶ ἀμετακλήτως, διότι
ἰδική μου εἶναι ἡ γῆ
καὶ σεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς
αὐτήν, εἶσθε ξένοι
καὶ παρεπίδημοι ἐνώπιόν
μου. |
23
Τὰ δὲ κτήματά σας δὲν θὰ πωλοῦνται
μὲ τρόπον ὁριστικὸν καὶ ἀμετάκλητον,
διότι ἡ χώρα εἶναι ἰδική μου καὶ σεῖς
εἶσθε ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐνώπιόν
μου. Διαμένετε προσωρινῶς εἰς τὴν χώραν
μου. |
24
καὶ κατὰ πᾶσαν γῆν κατασχέσεως
ὑμῶν λύτρα δώσετε τῆς γῆς.
|
24
Δι' αὐτό, ὅλα τὰ
χωράφια, τὰ ὁποία θὰ
ἀποκτᾶτε μὲ ἀγορᾶν, θὰ
εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαγορασθοῦν
ἀπὸ τὸν πρῶτον ἰδιοκτήτην
των. |
24
Δι ὅλα δὲ τὰ κτήματα, ποὺ θὰ
ἀποκτάτε, θὰ δίδετε τὸ δικαίωμα τῆς
ἑξαγορᾶς τῆς γῆς. Θὰ ὑπάρχῃ
δηλαδὴ ἡ δυνατότης νὰ ἑξαγοράζωνται
τὰ κτήματα αὐτὰ ἀπὸ τὸν
προηγούμενον ἰδιοκτήτην των. |
25
Ἐὰν δὲ πένηται ὁ ἀδελφός
σου ὁ μετὰ σοῦ καὶ ἀποδῶται
ἀπὸ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ,
καὶ ἔλθῃ ὁ ἀγχιστεύων
ὁ ἐγγίζων αὐτῷ, καὶ λυτρώσεται
τὴν πρᾶσιν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
|
25
Ἐάν, λοιπόν, ὁ πτωχὸς ἀδελφός
σου, ὁ πλησίον σου, εὑρεθῇ εἰς
τὴν ἀνάγκην καὶ πωλήσῃ
τὸ κτῆμα του καὶ ἔλθη ὁ πλησιέστερος
συγγενής του, δύναται νὰ ἐξαγοράσῃ
τὸ πωληθὲν ὑπὸ τοῦ συγγενοῦς
του κτῆμα. |
25
Καὶ ἐὰν ἕνας ἀδελφός σου
(Ἰσραηλίτης), ποὺ ζῇ κοντά σου, πτωχύνῃ
καὶ σοῦ πωλήσῃ κάτι ἀπὸ τὰ
κτήματά του, θὰ ἠμπορῇ ἕνας στενὸς
συγγενής του νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ
ἑξαγοράσῃ αὐτό, ποὺ ἐπώλησεν
ὁ ἀδελφός του. |
26
Ἐὰν δὲ μὴ ᾖ τινι ὁ ἀγχιστεύων
καὶ εὐπορηθῇ τῇ χειρὶ καὶ
εὑρεθῇ αὐτῷ τὸ ἱκανὸν
λύτρα αὐτοῦ, |
26
Ἐὰν δὲ αὐτός, ποὺ ἐπώλησε
τὸ κτῆμα, δὲν
ἔχῃ εὔπορον συγγενῆ, εὐπορήσῃ
ὅμως ὁ ἴδιος
καὶ εὕρῃ τὰ ἀπαιτούμενα
χρήματα διὰ τὴν ἐξαγορὰν τοῦ
πωληθέντος κτήματός
του, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸ
ἐξαγοράσῃ. |
26
Ἐὰν ὅμως κάποιος δὲν ἔχῃ
συγγενεῖς, καὶ εὐπορήσῃ ὁ
ἴδιος ἀργότερα καὶ ἀποκτήσῃ
τὰ χρήματα, ποὺ χρειάζονται διὰ τὴν
ἑξαγορὰν τοῦ κτήματος ποὺ εἶχε
πωλήσει, |
27
καὶ συλλογιεῖται τὰ ἔτη τῆς
πράσεως αὐτοῦ καὶ ἀποδώσει
ὃ ὑπερέχει τῷ ἀνθρώπῳ,
ᾧ ἀπέδοτο αὐτὸ αὐτῷ,
καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν κατάσχεσιν
αὐτοῦ. |
27
Θὰ ὑπολογίσῃ καὶ
θὰ ἀφαιρέσῃ τὰ ἔτη
τῆς πωλήσεως τοῦ κτήματος καὶ
θὰ καταβάλῃ
τὰ ὑπόλοιπα
εἰς τὸν ἄνθρωπον, πρὸς τὸν ὁποῖον
τὸ εἶχε πωλήσει καὶ θὰ ἐπιστρέφῃ
πάλιν ὡς ἰδιοκτήτης εἰς τὸ
κτῆμα, τὸ ὁποῖον καὶ προηγουμένως
κατεῖχε. |
27
θὰ ὑπολογίσῃ τὰ χρόνια ἀπὸ
τὴν πώλησιν τοῦ κτήματος καὶ θὰ πληρώσῃ
τὰ ἐπὶ πλέον εἰσοδήματα τοῦ
κτήματος μέχρι τὸν ἕβδομον χρόνον εἰς τὸν
ἄνθρωπον, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ
εἶχε πωλήσει, καὶ ἔτσι τὸ κτῆμα
θὰ ἐπανέλθη καὶ πάλιν εἰς τὴν
κυριότητα τοῦ πρώτου ἰδιοκτήτου του.
|
28
Ἐὰν δὲ μὴ εὐπορηθῇ αὐτοῦ
ἡ χεὶρ τὸ ἱκανὸν, ὥστε
ἀποδοῦναι αὐτῷ, καὶ ἔσται
ἡ πρᾶσις τῷ κτησαμένῳ αὐτὰ
ἕως τοῦ ἕκτου ἔτους τῆς ἀφέσεως·
καὶ ἐξελεύσεται ἐν τῇ ἀφέσει,
καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν κατάσχεσιν
αὐτοῦ. |
28
Ἐὰν ὅμως ὁ
πωλητὴς δὲν εὐπορηθῇ οἰκονομικῶς
ὥστε νὰ ἀγοράσῃ τὸ κτῆμά
του διὰ νὰ ἐπαναποκτήσῃ
αὐτό, ἡ ἰσχὺς τῆς
πωλήσεως θὰ παραταθῆ μέχρι τοῦ
ἕκτου ἔτους τῆς ἀφέσεως. Κατὰ
τὸ ἔτος αὐτὸ τῆς ἀφέσεως
ὁ ἀγοραστὴς θὰ ἐγκαταλείψῃ
τὸ κτῆμα καὶ αὐτὸ θὰ περιέλθῃ
εἰς τὴν κυριότητα τοῦ πωλήσαντος.
|
28
Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ τὴν
οἰκονομικὴν εὐχέρειαν καὶ δὲν
συγκεντρώσῃ τὸ ἀπαραίτητον ποσόν, διὰ
νὰ τὸ καταβάλῃ εἰς τὸν ἀγοραστὴν
τοῦ κτήματός του, τότε αὐτὸ ποὺ ἐπωλήθη,
θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτὸν
ποὺ τὸ ἀπέκτησε, μέχρι τὸν ἕκτον
χρόνον, ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὸ
Ἰωβηλαῖον ἔτος. Κατὰ τὸ ἔτος
ὅμως τῆς ἀφέσεως θὰ φεύγῃ αὐτὸ
ἀπὸ τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου
του καὶ θὰ ἐπιστρέφῃ εἰς τὸν
παλαιόν. |
29
Ἐὰν δέ τις ἀποδῶται οἰκίαν
οἰκητὴν ἐν πόλει τετειχισμένῃ,
καὶ ἔσται ἡ λύτρωσις αὐτῆς,
ἕως πληρωθῇ ἐνιαυτὸς ἡμερῶν,
ἔσται ἡ λύτρωσις αὐτῆς.
|
29
Ἐὰν κανεὶς πωλήσῃ
κατοικήσιμον οἰκίαν εἰς πόλιν
περιτειχισμένην, ἠμπορεῖ νὰ ἐξαγοράσῃ
αὐτήν, μέχρις ὅτου συμπληρωθῇ
ἕνα ἔτος ἀπὸ τῆς ἡμέρας
τῆς πωλήσεώς της.
|
29
Ἐὰν δὲ κάποιος πωλήσῃ σπίτι, ποὺ
εἶναι ἕτοιμον πρὸς κατοίκησιν καὶ
εὑρίσκεται μέσα εἰς πόλιν περιτειχισμένην, καὶ
θελήσῃ αὐτὸς νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ
καὶ πάλιν, δικαιοῦται νὰ τὸ κάνη.
Ἡ ἑξαγορὰ αὐτὴ ὅμως ἠμπορεῖ
νὰ γίνὴ μόνον ἕως ὅτου συμπληρωθῇ
ἕνας χρόνος, ἀπὸ τότε ποὺ ἐπωλήθη.
|
30
Ἐὰν δὲ μὴ λυτρωθῇ ἕως
ἂν πληρωθῇ αὐτῆς ἐνιαυτὸς
ὅλος, κυρωθήσεται ἡ οἰκία ἡ
οὖσα ἐν πόλει τῇ ἐχούσῃ
τεῖχος βεβαίως τῷ κτησαμένῳ
αὐτὴν εἰς τὰς γενεᾶς αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἐξελεύσεται ἐν τῇ
ἀφέσει. |
30
Ἐὰν ὅμως κατὰ τὸ διάστημα
τοῦ ἔτους αὐτοῦ δὲν καταβληθοῦν
τὰ χρήματα πρὸς ἐξαγορὰν τῆς
οἰκίας, θὰ κατακυρωθῇ ὁριστικῶς
καὶ ἀμετακλήτως ἡ ἐντὸς
τῆς περιτειχισμένης πόλεως αὐτὴ
οἰκία εἰς τὸν
ἀγοράσαντα αὐτὴν καὶ εἰς
τοὺς ἀπογόνους του καὶ δὲν θὰ
ἐξέλθη αὐτὸς ἀπὸ ἐκείνην
οὔτε κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως.
|
30
Διότι, ἐὰν δὲν ἑξαγορασθῇ κατὰ
τὸ διάστημα τοῦ ἔτους μετὰ τὴν
πώλησίν του τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ποὺ
εὑρίσκεται μέσα εἰς τὴν περιτειχισμένην
πόλιν, θὰ ἐπικυρωθῇ ὁριστικῶς
εἰς τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου
του καὶ τῶν ἀπογόνων του καὶ δὲν
θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν κυριότητά
των οὔτε καὶ κατὰ τὸ ἔτος τῆς
ἀφέσεως. |
31
Αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν,
αἷς οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς
τοῖχος κύκλῳ ἠρὸς τὸν
ἀγρὸν τῆς γῆς λογισθήσονται·
λυτρωταὶ διαπαντὸς ἔσονται καὶ ἐν
τῇ ἀφέσει ἐξελεύσονται.
|
31
Ἀλλὰ αἱ οἰκίαι ποὺ εἶναι
εἰς τοὺς ἀγρούς, ὅπου δὲν
ὑπάρχει ὁλόγυρα
τεῖχος, θὰ θεωρηθοῦν
κατὰ τὴν πώλησιν
ὡς ἀγροί. Θὰ εἶναι ἐξαγορασταὶ
διὰ χρημάτων πάντοτε καὶ οἱ
ἀγοράσαντες αὐτὰς θὰ ἐξέρχωνται
ἀπὸ αὐτὰς ὑποχρεωτικῶς
κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως.
|
31
Ἀντιθέτως τὰ σπίτια, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἔξω ἀπὸ
τὰς πόλεις ποὺ ἔχουν τεῖχος ὁλόγυρά
των, θὰ ὑπολογίζωνται ὅπως τὰ
κτήματα. Θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγοράζωνται
ὀποτεδήποτε καὶ νὰ φεύγουν ἀπὸ
τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου των κατὰ
τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως.
|
32
Καὶ αἱ πόλεις τῶν Λευιτῶν, οἰκίαι
τῶν πόλεων κατασχέσεως αὐτῶν,
λυτρωταὶ διαπαντὸς ἔσονται τοῖς Λευίταις·
|
32
Αἱ οἰκίαι ὅμως τῶν Λευϊτῶν,
ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰς πόλεις,
τὰς ὁποίας αὐτοὶ κατέχουν
ἐκ κληρονομίας, θὰ ἐξαγοράζωνται
διὰ παντὸς ἀπὸ τοὺς Λευΐτας
καταβαλλομένου ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ
ἀναλόγου τιμήματος. |
32
Εἰδικῶς δὲ διὰ τὰς πόλεις τῶν
Λευϊτῶν θὰ ἰσχύῃ τὸ ἑξῆς:
Τὰ σπίτια τῶν πόλεων ποὺ ἀνήκουν εἰς
αὐτούς, ἔστω καὶ ἂν αἱ πόλεις
εἶναι περιτειχισμέναι καὶ ἔχῃ περάσει
πολὺς χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐπωλήθησαν,
θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγοράζωνται
καὶ νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τοὺς
ἰδιοκτήτας των Λευΐτας ὀποτεδήποτε.
|
33
καὶ ὃς ἂν λυτρώσηται παρὰ τῶν
Λευιτῶν καὶ ἐξελεύσεται ἡ διάπρασις
αὐτῶν οἰκιῶν πόλεως κατασχέσεων
αὐτῶν ἐν τῇ ἀφέσει, ὅτι
οἰκίαι τῶν πόλεων τῶν Λευιτῶν
κατάσχεσις αὐτῶν ἐν μέσω υἱῶν
Ἰσραήλ. |
33
Ἐὰν κανεὶς ἀγοράσῃ οἰκίαν
Λευΐτου θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ
αὐτὴν ὁπωσδήποτε κατὰ τὸ
ἔτος τῆς ἀφέσεως, διότι λήγει
τὸ δικαίωμα τῆς δι' ἀγορᾶς κατοχῆς
τῆς οἰκίας αὐτῆς· καὶ
τοῦτο ἐπειδὴ καὶ αἱ πόλεις
ἐντὸς τῶν ὁποίων εὑρίσκονται
αἱ λευϊτικαὶ οἰκίαι εἶναι ἰδιοκτησία
εἰς μόνιμον κατοικίαν τῶν Λευϊτῶν
ἐν μέσω τῶν περιοχῶν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
33
Ἐὰν δὲ κάποιος ἀγοράσῃ ἕνα
σπίτι, ποὺ ἀνήκει εἰς τοὺς Λευΐτας,
(ὁ δὲ Λευΐτης δὲν ἀσκήσῃ τὸ
δικαίωμα τῆς ἑξαγοράς του), τότε ἡ πώλησις
αὐτὴ ποὺ ἔγινεν ἀπὸ τὰ
σπίτια τῶν πόλεων, ποὺ ἀποτελοῦν ἰδιοκτησίαν
τῶν Λευϊτῶν, θὰ ἀκυρώνεται αὐτομάτως
κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως· διότι
τὰ σπίτια τῶν πόλεων τῶν Λευϊτῶν ἀποτελοῦν
ἰδιαιτέραν κληρονομίαν τῶν μεταξὺ τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
34
Καὶ οἱ ἀγροὶ ἀφορισμένοι
ταῖς πόλεσιν αὐτῶν οὐ προθήσοντοι,
ὅτι κατάσχεσις αἰωνία τοῦτο
αὐτῶν ἐστιν. |
34
Καὶ οἱ ὡρισμένοι ἀγροὶ
γύρω ἀπὸ τὰς πόλεις τῶν
Λευϊτῶν δὲν θὰ πωλοῦνται ἀνεκκλήτως,
διότι ἡ κατοχὴ αὐτῶν ἀπὸ
τοὺς Λευΐτας θὰ εἶναι πάντοτεινή.
|
34
Καὶ τὰ κτήματα ἐπίσης, ποὺ ἔχουν
ξεχωρισθῇ καὶ προσαρτηθῆ εἰς τὰς
πόλεις τῶν Λευϊτῶν, δεν θὰ πωλοῦνται
κατὰ τρόπον ὁριστικὸν καὶ ἀμετάκλητον,
διότι αὐτὰ εἶναι αἰώνια ἰδιοκτησία
τῶν Λευϊτῶν. |
35
Ἐὰν δὲ πένηται ὁ ἀδελφός
σου ὁ μετὰ σοῦ καὶ ἀδυνατήσῃ
τοῖς χερσὶ παρὰ σοί, ἀντιλήψῃ
αὐτοῦ ὡς προσηλύτου καὶ παροίκου
καὶ ζήσεται ὁ ἀδελφός σου μετὰ
σοῦ. |
35
Ἐὰν ὁ ἀδελφός
σου, ποὺ ζῇ κοντά
σου, εἶναι πτωχὸς καὶ
εὑρεθῇ εἰς ἀδυναμίαν
νὰ ἐπαρκέσῃ
μὲ τὴν ἐργασίαν
τῶν χεριῶν του εἰς τὰς οἰκονομικάς
του ἀνάγκας, σὺ πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῇς
δι' αὐτόν, ὡς ἐὰν πρόκειται
περὶ ξένου καὶ παρεπιδήμου καὶ
ἔτσι θὰ ζήσῃ μαζῆ σου ὁ
πτωχὸς ἀδελφός σου.
|
35
Ἐὰν δὲ στερῆται ὁ ἀδελφός
σου (ὁ Ἰσραηλίτης), ποὺ διαμένει κοντά σου,
καὶ παρουσιασθῇ ἐνώπιόν σου εἰς
κατάστασιν ἀδυναμίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ
τὰ πρὸς τὸ ζῆν, θὰ τὸν
βοηθήσῃς, ὅπως θὰ τὸ ἔκαμνες
καὶ δι' ἕνα ξένον καὶ παρεπίδημον καὶ
ἔτσι θὰ ζήσῃ μαζί σου ὁ ἀδελφός
σου. |
36
Οὐ λήψῃ παρ' αὐτοῦ τόκον,
οὐδὲ ἐπὶ πλήθει· καὶ
φοβηθήσῃ τὸν Θεόν σου, ἐγὼ
Κύριος, καὶ ζήσεται ὁ ἀδελφός
σου μετὰ σοῦ. |
36
Δὲν θὰ λάβῃς ἀπὸ αὐτὸν
τόκον διὰ τὰ χρήματα, ποὺ τοῦ
ἐδάνεισες, οὔτε καὶ
περισσότερα εἴδη
ἀπὸ ὅσα τοῦ ἔδωσες·
νὰ φοβῆσαι τὸν Θεόν σου,
διότι ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ποὺ διατάσσω, καὶ θὰ
ζήσῃ ὁ ἀδελφός σου μαζῆ
σου. |
36
Δὲν θὰ πάρῃς ἀπὸ αὐτὸν
τόκον διὰ τὴν χρηματικὴν βοήθειαν (ἀκόμη
καὶ ἂν εἶναι πολὺ μεγάλη), οὔτε
θὰ ζητῇς περισσότερα ἀπὸ ὅσα
τοῦ ἐδάνεισες. Πρέπει νὰ φοβᾶσαι
τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος
ὅλων καὶ ὁρίζω νὰ ζήσῃ μαζί
σου ὁ ἀδελφός σου. |
37
Τὸ ἀργύριόν σου οὐ δώσεις
αὐτῷ ἐπὶ τόκω καὶ ἐπὶ
πλεονασμῷ οὐ δώσεις αὐτῷ τὰ
βρώματά σου. |
37
Δὲν θὰ δανείσῃς εἰς αὐτὸν
τὸν πτωχὸν ἀδελφόν
σου χρήματα μὲ τόκον καὶ οὔτε
θὰ τοῦ δώσῃς τροφὰς μὲ
τὸν σκοπὸν νὰ ζητήσῃς
ἀπὸ αὐτὸν περισσοτέρας.
|
37
Δὲν θὰ δανείσῃς τὰ χρήματά σου εἰς
τὸν πτωχόν μὲ τόκον καὶ δὲν θὰ
τοῦ δώσῃς τὰ τρόφιμά σου μὲ σκοπὸν
να ἀποκτήσης περισσότερα. |
38
Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν,
ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου, δοῦναι ὑμῖν τὴν
γῆν Χαναάν, ὥστε εἶναι ὑμῶν
Θεός. |
38
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος σᾶς
ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν
γῆν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ
σᾶς δώσω τὴν
γῆν Χαναάν, ὥστε
νὰ εἶμαι πάντοτε Θεός σας σεβαστὸς
καὶ ἀκουστὸς
ἀπὸ σᾶς.
|
38
Τὸ ὁρίζω Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός
σας, ποὺ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ
σᾶς χαρίσω τὴν γῆν Χαναὰν καὶ
νὰ εἶμαι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον
θὰ λατρεύετε καὶ θὰ ὑπακούετε.
|
39
Ἐὰν δὲ ταπεινωθῇ ὁ ἀδελφός
σου παρὰ σοί, καὶ πραθῇ σοι, οὐ
δουλεύσει σοι δουλείαν οἰκέτου.
|
39
Ἐὰν δὲ ὁ ἀδελφός σου εὑρεθῇ
εἰς ἀπόλυτον
ἀνάγκην καὶ ταπεινωθῇ
ἐνώπιόν σου καὶ πωληθῆ εἰς
σὲ ὡς δοῦλος,
δὲν θὰ ἐργασθῇ κοντά σου σκληρὰν
δουλείαν τοῦ συνήθους δούλου.
|
39
Ἐὰν δὲ ὁ ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης
ἀναγκασθῇ νὰ ταπεινωθῇ ἐμπρός
σου καὶ νὰ πωληθῇ εἰς σέ, διὰ
να ἐξοφλήσῃ χρέη του, δὲν θὰ
δουλεύῃ εἰς τὴν ἐργασίαν σου
σὰν σκλάβος. |
40
Ὡς μισθωτὸς ἢ πάροικος ἔσται
σοι, ἕως τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως
ἐργᾶται παρὰ σοί,
|
40
Ἀλλὰ θὰ εἶναι διὰ σὲ ὡς
ἡμερομίσθιος ἐργάτης ἢ ὡς
παρεπίδημος καὶ θὰ ἐργάζεται
κοντά σου
μέχρι τοῦ ἰωβηλαίου ἔτους
τῆς ἀφέσεως.
|
40
Θὰ εἶναι διὰ σὲ σὰν μισθωτὸς
ἐργάτης ἢ ξένος καὶ θὰ δουλεύῃ
μαζί σου εἰς τὰς ἐργασίας σου μέχρι τὸ
ἔτος τῆς ἀφέσεως. |
41
καὶ ἐξελεύσεται τῇ ἀφέσει
καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ
καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν γενεὰν
αὐτοῦ, εἰς τὴν κατάσχεσιν τὴν
πατρικὴν ἀποδραμεῖται,
|
41
Κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ
τῆς ἀφέσεως ἐλεύθερος
πλέον θὰ φύγῃ ἀπὸ σὲ
αὐτὸς μαζῆ μὲ τὰ τέκνα
του καὶ θὰ ἐπανέλθῃ
εἰς τὴν φυλὴν αὐτοῦ,
θὰ τρέξῃ εἰς
τὴν πατρικήν του κληρονομίαν,
|
41
Κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον ὅμως ἔτος
θὰ φύγῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν
κυριότητά σου μαζί μὲ τὰ παιδιά του καὶ
θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν οἰκογένειαν
καὶ τὴν φυλήν του καὶ θὰ τρέξῃ
καὶ πάλιν εἰς τὴν πατρικήν του κληρονομίαν.
|
42
διότι οἰκέται μού εἰσιν οὗτοι,
οὓς ἐξήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου·
οὐ προθήσεται ἐν πρᾶσει οἰκέτου.
|
42
διότι δοῦλοι ἰδικοί μου εἶναι
αὐτοί, τοὺς ὁποίους
ἔβγαλα ἀπὸ τὴν γῆν τῆς
Αἰγύπτου. Διὰ τοῦτο δὲν θὰ
πωλοῦνται, ὅπως οἱ ἄλλοι, οἱ
ἀλλοεθνεῖς δοῦλοι.
|
42
Θὰ γίνεται δὲ αὐτό, διότι καὶ αὐτοί,
ποὺ πτωχεύουν τόσον πολύ, εἶναι δοῦλοι ἰδικοί
μου, τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἔβγαλα
ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου. Δὲν θὰ πωλοῦνται, ὅπως
οἱ μὴ Ἰσραηλῖται, ποὺ πωλοῦνται
ὡς ἰσόβιοι σκλάβοι εἰς τοὺς κυρίους
των. |
43
Οὐ κατατενεῖς αὐτὸν ἐν τῷ
μόχθῳ, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον
τὸν Θεόν σου. |
43
Δὲν θὰ καταβαρύνῃς αὐτὸν
μὲ πολλὴν καὶ ἐξαντλητικὴν ἐργασίαν.
Πρέπει νὰ σὲ συνέχῃ πάντοτε
ὁ φόβος Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.
|
43
Δὲν θὰ κατατυραννήσῃς τὸν ἀδελφόν
σου Ἰσραηλίτην, ποὺ εὑρίσκεται ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν σου. Θὰ φοβᾶσαι Κύριον
τὸν Θεόν σου. |
44
Καὶ παῖς καὶ παιδίσκῃ,
ὅσοι ἂν γένωνταί σοι ἀπὸ
τῶν ἐθνῶν, ὅσοι κύκλῳ
σού εἰσιν, ἀπ' αὐτῶν
κτήσεσθε δοῦλον καὶ δούλην·
|
44
Δοῦλον καὶ δούλην θὰ ἀποκτήσετε
ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη,
ποὺ εὑρίσκονται γύρω σας. Ἀπὸ
αὐτὰ θὰ
ἀποκτήσετε δούλους
καὶ δούλας. |
44
Ὁ δοῦλος ὅμως καὶ ἡ δούλη, ποὺ
θὰ σοῦ ἔλθουν ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, ποὺ εἶναι γύρω σου, διαφέρουν ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἀπὸ αὐτοὺς
ἠμπορεῖτε νὰ ἀποκτήσετε δοῦλον
καὶ δούλην ἰσοβίως. |
45
καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν
παροίκων τῶν ὄντων ἐν ὑμῖν,
ἀπὸ τούτων κτήσεσθε καὶ ἀπὸ
τῶν συγγενῶν αὐτῶν, ὅσοι ἂν
γένωνται ἐν γῇ ὑμῶν, ἔστωσαν
ὑμῖν εἰς κατάσχεσιν.
|
45
Ἐπίσης ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν
ξένων, ποὺ εὑρίσκονται μαζῆ
σας ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποκτήσετε
δούλους καὶ δούλας καὶ ἀπὸ
τοὺς συγγενεῖς των· ὅσοι θὰ γεννηθοῦν
εἰς τὴν χώραν σας θὰ
εἶναι εἰς ἰδιοκτησίαν
σας.
|
45
Ἠμπορεῖτε ἐπίσης νὰ ἀποκτήσετε
ἰσοβίους δούλους καὶ ἀπὸ τὰ
παιδιὰ τῶν ξένων, ποὺ ζοῦν μαζί
σας, καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς
των, ποὺ θὰ εὐρεθοῦν εἰς τὴν
χώραν σας. Αὐτοὶ ἂς ἀνήκουν εἰς
σᾶς ὡς ἰδιοκτησία σας.
|
46
Καὶ καταμεριεῖτε αὐτοὺς τοῖς
τέκνοις ὑμῶν μεθ' ὑμᾶς, καὶ
ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν
αἰῶνα· τῶν δὲ ἀδελφῶν
ὑμῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
οὐ κατατενεῖ αὐτὸν ἐν τοῖς
μόχθοις. |
46
Καὶ θὰ κατανείμετε αὐτοὺς
ὡς κληρονομίαν εἰς τὰ τέκνα
σας τὰ κατόπιν ἀπὸ σᾶς. Θὰ
εἶναι ὑπὸ τὴν κατοχήν σας πάντοτε.
Κανένας ὅμως ἀπὸ
τοὺς Ἰσραηλίτας δὲν θὰ
καταβαρύνῃ τὸν ἀδελφόν του ὡς
δοῦλον μὲ ἔργα συνεχῆ καὶ ἐπίπονα.
|
46
Θὰ τοὺς μοιράσετε δὲ σὰν κληρονομίαν
εἰς τὰ παιδιά σας, ποὺ θὰ σᾶς
διαδεχθοῦν, καὶ θὰ εἶναι διὰ
σᾶς οἱ δοῦλοι αὐτοὶ ἰδιοκτησία
αἰώνιος. Δὲν θὰ ἰσχύῃ ὅμως
τὸ ἰδιο καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς
σας Ἰσραηλίτας. Δὲν θὰ κατατυραννῇ
καθένας σας τὸν ἀδελφόν του μὲ βαρυτάτην
ἐργασίαν. |
47
Ἐὰν δὲ εὕρῃ ἡ χεὶρ
τοῦ προσηλύτου ἢ τοῦ παροίκου
τοῦ παρὰ σοί, καὶ ἀπορηθεὶς
ὁ ἀδελφός σου πραθῇ τῷ προσηλύτῳ
ἢ τῷ παροίκῳ τῷ παρὰ σοὶ
ἢ ἐκ γενετῆς προσηλύτῳ,
|
47
Ἐὰν ὁ ξένος ἢ ὁ παρεπίδημος,
ποὺ εὑρίσκεται κοντά σου
εὐημερήσῃ οἰκονομικῶς,
καὶ ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἰσραηλίτης
πωληθῇ ὡς δοῦλος εἰς αὐτὸν
τὸν ξένον ἢ τὸν παρεπίδημον
ἢ εἰς κάποιον γεννηθέντα ἀπὸ
οἰκογένειαν ξένον,
|
47
Ἐὰν δὲ πλουτήσῃ καὶ ἀποκτήσῃ
οἰκονομικὴν εὐχέρειαν ὁ ξένος ἢ
ὁ παρεπίδημος, ποὺ ζοῦν μαζί σου, καὶ
κάποιος ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης εὑρεθῇ
εἰς μεγάλην οἰκονομικὴν δυσχέρειαν καὶ
ἀναγκασθῇ νὰ πωληθῇ ὡς δοῦλος
εἰς αὐτὸν τὸν ξένον καὶ παρεπίδημον,
ποὺ εἶναι μαζί σου, ἢ εἰς κάποιον
ἀπόγονον αὐτοῦ τοῦ ξένου,
|
48
μετὰ τὸ πραθῆναι αὐτῷ, λύτρωσις
ἔσται αὐτοῦ· εἷς τῶν ἀδελφῶν
αὐτοῦ λυτρώσεται αὐτόν.
|
48
δύναται καὶ πρέπει νὰ ἐξαγορασθῇ
μετὰ τὴν πώλησίν του. Ἕνας ἐκ
τῶν συμπατριωτῶν του Ἰσραηλιτῶν, κατὰ
πρῶτον λόγον συγγενής του, πρέπει
νὰ τὸν ἐξαγοράσῃ.
|
48
πρέπει νὰ γίνῃ ἡ ἑξαγορά του μετὰ
τὴν πώλησίν του εἰς αὐτόν. Θὰ πληρώσῃ
λύτρα καὶ θὰ τὸν ἑξαγοράσῃ
ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του.
|
49
Ἀδελφὸς πατρὸς αὐτοῦ ἢ
υἱὸς ἀδελφοῦ πατρὸς λυτρώσεται
αὐτὸν ἢ ἀπὸ τῶν οἰκείων
τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἐκ τῆς
φυλῆς αὐτοῦ, λυτροῦται αὐτόν·
ἐὰν δὲ εὐπορηθεὶς ταῖς
χερσὶ λυτρῶται ἑαυτόν.
|
49
Θὰ τὸν ἐξαγοράσῃ
ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατρός
του ἢ ὁ υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ
τοῦ πατρός του ἢ κάποιος ἀπὸ
τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του ἀπὸ
τὴν φυλήν του ὁπωσδήποτε
κάποιος πρέπει
νὰ τὸν ἐξαγοράσῃ. Ἐὰν
δὲ ὁ ἴδιος εὐπορηθῇ οἰκονομικῶς,
θὰ ἐλευθερώσῃ τὸν ἑαυτόν
του ἀπὸ τὴν δουλείαν
|
49
Ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἑξαγοράσῃ
ὁ θεῖος ἀπὸ τὸν πατέρα του,
ἢ ὁ ἀνεψιὸς ἀπὸ τὸν
πατέρα του, ἢ ὁποιοσδήποτε ἀπὸ
τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του. Ἠμπορεῖ
καὶ πρέπει νὰ τὸν ἑξαγοράσῃ
οἰοσδήποτε ἄνθρωπος, ποὺ ἀνήκει
εἰς τὴν ἰδίαν μὲ ἐκεῖνον
φυλήν. Ἐὰν δὲ ἀποκτήσῃ ὀκονομικὴν
εὐχέρειαν, ἠμπορεῖ νὰ ἑξαγοράσῃ
καὶ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν
του. |
50
Καὶ συλλογιεῖται πρὸς τὸν κεκτημένον
αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἔτους, οὗ
ἀπέδοτο ἑαυτὸν αὐτῷ ἕως
τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως,
καὶ ἔσται τὸ ἀργύριον τῆς
πράσεως αὐτοῦ ὡς μισθίου·
ἔτος ἐξ ἔτους ἔσται μετ' αὐτοῦ.
|
50
Θὰ ὑπολογίσῃ τὸ χρέος
του πρὸς τὸν ἀγοράσαντα αὐτὸν
ἀπὸ τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖον
ἐπωλήθη μέχρι τοῦ ἰωβηλαίου,
τοῦ ἔτους τῆς γενικῆς ἀφέσεως.
Τὰ ὀφειλόμενα χρήματα
θὰ ὑπολογισθοῦν ὡς ἡμερομίσθια
ἐργάτου. Τὸ ἕνα μετὰ τὸ
ἄλλο ἔτος θὰ ὑπολογίζωνται ἔτσι.
|
50
Θὰ ὑπολογίσῃ λοιπὸν μαζὶ μὲ
αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει
πωληθῇ, τὸ χρονικὸν διάστημα ποὺ ἐμεσολάβησεν
ἀπὸ τὸν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον
ἐπώλησε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκεῖνον,
μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος. Καὶ
θὰ καταβάλῃ τὸ χρηματικὸν ποσὸν
διὰ τὴν ἑξαγορὰν τῆς πωλήσεώς
του βάσει τῆς χρηματικῆς ἀξίας τοῦ
ἡμερομισθίου ἑνὸς ἐργάτου καὶ
συμφώνως πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν
ἐτῶν ποὺ ἦτο δοῦλος. Θὰ
ὑπολογίζωνται μὲ τὴν σειρὰν τὸ
ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο ἀκριβῶς
ὅλα τὰ χρόνια. Δὲν πρέπει νὰ ἀδικηθῇ
κανείς. |
51
Ἐὰν δέ τινι πλεῖον τῶν ἐτῶν
ᾖ, πρὸς ταῦτα ἀποδώσει τὰ
λύτρα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου
τῆς πράσεως αὐτοῦ·
|
51
Ἐάν δὲ εἰς τὸν πωληθέντα
ὡς δοῦλον ὑπολείπωνται πολλὰ
ἔτη μέχρι τοῦ ἰωβηλαίου, ὁ
θέλων νὰ ἐξαγοράσῃ
αὐτὸν θὰ καταβάλῃ τὰ
ἀνάλογα χρήματα διὰ τὴν ἐξαγοράν
του.
|
51
Καὶ ἐὰν δι' αὐτόν, ποὺ ἐπωλήθη
δοῦλος, ὑπολείπωνται πολλὰ ἀκόμη
χρόνια μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος, θὰ
καταβάλῃ πολλὰ λύτρα διὰ τὴν ἑξαγοράν
του, ἀνάλογα πρὸς τὰ χρόνια ποὺ ὑπολείπονται.
|
52
ἐὰν δὲ ὀλίγον καταλειφθῇ
ἀπὸ τῶν ἐτῶν εἰς τὸν
ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως, καὶ
συλλογιεῖται αὐτῷ κατὰ τὰ ἔτη
αὐτοῦ, καὶ ἀποδώσει τὰ
λύτρα αὐτοῦ. |
52
Ἐὰν δὲ ὀλίγα ἔτη ὑπολείπωνται
μέχρι τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως,
θὰ ὑπολογίσῃ καὶ κατὰ
τὸν ἀριθμὸν τῶν ὑπολειπομένων
ἐτῶν θὰ καταβάλῃ τὰ ἀνάλογα
χρήματα.
|
52
Ἐὰν ἀντιθέτως ὑπολείπωνται ὀλίγα
χρόνια μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον, θὰ ὑπολογίσῃ
καὶ θὰ καταβάλῃ εἰς τὸν κύριόν
του, βάσει τῶν ἐτῶν ποὺ ὑπολείπονται,
ὀλιγώτερα λύτρα διὰ τὴν ἑξαγοράν
του. |
53
Ὡς μισθωτὸς ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ
ἔσται μετ' αὐτοῦ· οὐ κατατενεῖς
αὐτὸν ἐν τῷ μόχθῳ ἐνώπιόν
σου. |
53
Ὁ δοῦλος αὐτὸς
θὰ θεωρῆται ὡς ἡμερομίσθιος
ἐργάτης σου διὰ τὰ ἔτη ποὺ
θὰ εἶναι μαζῆ
σου. Δὲν θὰ τὸν καταθλίβῃς
μὲ ἐξαντλητικὰς ἐργασίας.
|
53
Ὁ Ἰσραηλίτης ποὺ ἐπωλήθη, θὰ
ἐργάζεται εἰς τὸν ἰδιοκτήτην του ὡς
μισθωτὸς ἐργάτης καθ' ὅλα τὰ ἔτη
μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον. Καὶ δὲν
θὰ τὸν θεωρῆτε σκλάβον σας, οὔτε θὰ
τὸν βασανίζετε, μὲ τὸ νὰ ἐργάζεται
ἐμπρός σας βαρυτάτην ἐργασίαν.
|
54
Ἐὰν μὴ λυτρῶται κατὰ ταῦτα,
ἐξελεύσεται ἐν τῷ ἔτει τῆς
ἀφέσεως αὐτὸς καὶ τὰ παιδία
αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ.
|
54
Ἐὰν δὲ δὲν ἐξαγορασθῇ
αὐτος σύμφωνα μὲ τὰ προηγούμενα,
θὰ φύγῃ ὁπωσδήποτε ἐλεύθερος
κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως
αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του.
|
54
Καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορέσῃ
νὰ ἑξαγοράσὴ ἐν τῷ μεταξὺ
τὸν ἑαυτόν του, βάσει αὐτῶν ποὺ
ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, θὰ φύγῃ ἐλεύθερος
κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος ἀπὸ
τὸν κύριόν του καὶ ὁ ἴδιος καὶ
τὰ παιδιά του μαζί του.
|
55
Ὅτι ἐμοὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ
οἰκέται εἰσί, παῖδές μου
οὗτοί εἰσιν, οὓς ἐξήγαγον
ἐκ γῆς Αἰγύπτου· ἐγὼ
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
55
Αὐτὰ τὰ διατάσσω ἐγώ,
διότι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι
οἰκέται μου, εἶναι ἰδικοί σου
δουλοί, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους
ἐγὼ ἀπηλευθέρωσα ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας! |
55
Θὰ γίνωνται ὅλα, ὅπως τὰ ὁρίζω,
διότι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι ἰδικοί
μου δοῦλοι, εἶναι ὑπηρέται μου, τοὺς
ὁποίους ἔβγαλα Ἐγὼ ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας.
|