Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐ
ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς χειροποίητα,
οὐδὲ γλυπτά, οὐδὲ στήλην
ἀναστήσετε ὑμῖν, οὐδὲ
λίθον σκοπὸν θήσετε ἐν τῇ γῇ
ὑμῶν προσκυνῆσαι αὐτῷ·
ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν. |
ὲν
θὰ κατασκευάσετε ποτὲ διὰ τὸν
ἑαυτόν σας χειροποίητα εἴδωλα οὔτε
γλυπτὰ ἀγάλματα θεῶν, οὔτε θὰ
στήσετε ποτὲ εἰδωλολατρικὴν στήλην,
οὔτε θὰ θέσετε εἰς κανένα σημεῖον
τῆς χώρας σας περίοπτον λίθον, ὥστε
νὰ προσκυνῆτε αὐτόν.
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας. |
ὲν
θὰ κατασκευάσετε διὰ τοὺς ἑαυτούς
σας χειροποίητα εἴδωλα, οὔτε γλυπτὰ ἀγάλματα
θεῶν, οὔτε θὰ ὑψώσετε ἐμπρός
σας σὰν τοὺς εἰδωλολάτρας στήλην,
ποὺ νὰ συμβολίζῃ κάποιον θεόν, οὔτε
θὰ τοποθετήσετε εἰς τὴν χώραν σας περίοπτον
λίθον μὲ γλυπτὰς παραστάσεις, διὰ νὰ
τὸν ἀτενίζετε καὶ νὰ τὸν
προσκυνῆτε ὡς θεόν. Ἐγὼ εἶμαι
ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας.
|
2
Τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε, καὶ
ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε·
ἐγὼ εἰμι Κύριος.
|
2
Θὰ φυλάξετε τὴν ἀργίαν καὶ
ἁγιότητα τῶν σαββάτων, θὰ σέβεσθε
καὶ θὰ φοβῆσθε τὰ ἅγια μου,
(τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ
τὰ ἐν αὐτῇ).Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος. |
2
Θὰ τηρῆτε τὰς ἡμέρας τῆς ἀργίας,
ποὺ εἶναι ἀφιερωμέναι εἰς Ἐμέ,
καὶ θὰ εὐλαβῆσθε τὰ ἅγια
πράγματα καὶ πρόσωπα, ποὺ ἀνήκουν εἰς
Ἐμέ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
|
3
Ἐὰν τοῖς προστάγμασί μου πορεύησθε
καὶ τὰς ἐντολάς μου φυλάσσησθε
καὶ ποιήσητε αὐτάς,
|
3
Ἐὰν πορεύεσθε σύμφωνα μὲ τὰ
προστάγματά μου, ἐὰν φυλάττετε
καὶ ἐφαρμόζετε τὰς ἐντολάς
μου,
|
3
Ἐὰν ζῆτε συμφώνως πρὸς τὰ προστάγματά
μου καὶ τηρῆτε τὰς ἐντολάς μου
καὶ τὰς ἐφαρμόζετε,
|
4
καὶ δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν
ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ
γῆ δώσει τὰ γενήματα αὐτῆς
καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων ἀποδώσει
τὸν καρπὸν αὐτῶν.
|
4
ἐγὼ θὰ δώσω εἰς τὸν κατάλληλον
καιρὸν τὴν βροχὴν καὶ ἡ γῆ
θὰ ἀποδώσῃ τὰ γεννήματά
της καὶ τὰ καρποφόρα δένδρα τῶν
πεδιάδων θὰ δώσουν τοὺς καρπούς
των. |
4
θὰ στέλλω ἐγὼ διὰ σᾶς τὴν
βροχὴν εἰς τὸν καιρόν της καὶ
ἡ γῆ θὰ δίδῃ ἄφθονα τὰ
προϊόντα της καὶ τὰ δένδρα τῶν πεδιάδων
θὰ δίδουν πλουσίους τοὺς καρπούς των.
|
5
Καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἁλοητὸς
τὸν τρυγητόν, καὶ ὁ τρυγητὸς
καταλήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε
τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονὴν
καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας
ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν, καὶ
πόλεμος οὐ διελεύσεται διὰ τῆς
γῆς ὑμῶν. |
5
Ἡ γῆ θὰ καρποφορῇ πλουσίως,
ὥστε τὸ ἁλώνισμα τῶν σιτηρῶν,
πλούσιον καθὼς θὰ εἶναι, θὰ
διαρκῇ μέχρι τοῦ τρυγητοῦ τῶν
ἀμπέλων καὶ τὸ τρύγημα τῶν
σταφυλῶν θὰ διαρκῇ ἕως τὴν ἐποχὴν
τῆς νέας σπορᾶς. Θὰ φάγετε πλούσια
τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, θὰ χορτάσετε
ἀπὸ αὐτά, θὰ κατοικῆτε
ἀσφαλεῖς εἰς τὴν χώραν σας καὶ
πόλεμος δὲν θὰ πέρασῃ ἀπὸ
αὐτήν. |
5
Θὰ εἶναι δὲ τόσον πολλὰ τὰ σιτηρά,
ὥστε θὰ μένουν δι' ἁλώνισμα
ἕως τὴν ἐποχὴν τοῦ τρύγου καὶ
ὁ τρύγος θὰ συνεχίζεται ἕως τὸν καιρὸν
τῆς σπορᾶς. Θὰ τρῶτε ἐπίσης
ἄφθονον τὸ ψωμι σας καὶ θὰ χορταίνετε
καὶ θὰ κατοικῆτε εἰς τὴν χώραν
σας μὲ ἀσφάλειαν, χωρὶς καμμίαν ἀνησυχίαν
καὶ δὲν θὰ περάσῃ πόλεμος καταστρεπτικὸς
μέσα ἀπὸ τὴν χώραν σας.
|
6
Καὶ δώσω εἰρήνην ἐν τῇ
γῇ ὑμῶν, καὶ κοιμηθήσεσθε, καὶ
οὐκ ἔσται ὑμᾶς ὁ ἐκφοβῶν,
καὶ ἀπολῶ θηρία πονηρὰ ἐκ
τῆς γῆς ὑμῶν.
|
6
Θὰ δώσω εἰρήνην εἰς
τὴν χώραν σας, θὰ κοιμᾶσθε
ἥσυχοι καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ποὺ νὰ σᾶς
ἐκφοβίζῃ. Θὰ καταστρέψω
τὰ ἄγρια καὶ
αἱμοβόρα θηρία ἀπὸ τὴν
χώραν σας·
|
6
Θὰ χαρίσω δὲ εἰρήνην εἰς τὴν
χώραν σας καὶ θὰ κοιμᾶσθε ἥσυχοι καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ
σᾶς ταράσσῃ καὶ νὰ σᾶς φοβίζῃ.
Θὰ ἑξαφανίσω ἐπίσης ἀπὸ
τὴν χώραν σας καὶ τὰ ἄγρια καὶ
ἁρπακτικὰ θηρία. |
7
Καὶ διώξεσθε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν,
καὶ πεσοῦνται ἐναντίον ὑμῶν
φόνω· |
7
θὰ καταδιώξετε καὶ θὰ κατανικήσετε
τοὺς ἐχθρούς
σας καὶ θὰ τοὺς ἴδετε νὰ πίπτουν
φονευμένοι ἐνώπιόν σας.
|
7
Θὰ καταδιώξετε δὲ καὶ τοὺς ἐχθρούς
σας καὶ θὰ πέσουν νεκροὶ ἐμπρός
σας. |
8
καὶ διώξονται ἐξ ὑμῶν πέντε
ἑκατόν, καὶ ἑκατὸν ὑμῶν
διώξονται μυριάδας. Καὶ πεσοῦνται
οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν ἐναντίον
ὑμῶν μαχαίρᾳ.
|
8
Πέντε ἀπὸ σᾶς θὰ καταδιώκουν
ἑκατὸν ἐχθροὺς καὶ
ἑκατὸν ἀπὸ σᾶς θὰ
καταδιώκουν ἀναριθμήτους ἐχθρούς·
καὶ οἱ ἐχθροί σας θὰ πίπτουν
ἐν στόματι μαχαίρας νεκροὶ ἐνώπιόν
σας. |
8
Θὰ ἔχετε μάλιστα τόσην δύναμιν, ὥστε πέντε
ἄνδρες ἀπὸ σᾶς θὰ καταδιώκουν
ἑκατὸν ἐχθροὺς καὶ ἑκατὸν
ἰδικοί σας θὰ καταδιώκουν δεκάδες χιλιάδων
ἐχθρούς. Καὶ θὰ πέφτουν οἱ ἐχθροί
σας ἐμπρός σας, φονευμένοι ἀπὸ τὸ
μαχαίρι σας. |
9
Καὶ ἐπιβλέψω ἐφ' ὑμᾶς
καὶ αὐξανῶ ὑμᾶς καὶ πληθυνῶ
ὑμᾶς καὶ στήσω τὴν διαθήκην
μου μεθ' ὑμῶν. |
9
Ἐγὼ θὰ ἐπιβλέψω εἰς σᾶς
μὲ στοργὴν καὶ εὐμένειαν. Θὰ
σᾶς πληθύνω εἰς λαὸν πολὺν καὶ
θὰ κρατήσω καὶ θὰ ἐκπληρώσω
τὴν ὑπόσχεσίν μου πρὸς σᾶς.
|
9
Θὰ στηρίξω ἐπίσης τὸ βλέμμα μου ἐπάνω
σας μὲ στοργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ
θὰ αὐξήσω τὸν ἀριθμόν σας καὶ
θὰ σᾶς πληθύνω καὶ θὰ κρατήσω ἀμετακίνητον
τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μαζί σας,
καὶ θὰ τηρήσω τὰς ὑποσχέσεις μου.
|
10
Καὶ φάγεσθε παλαιὰ καὶ παλαιὰ
παλαιῶν, καὶ παλαιὰ ἐκ προσώπου
νέων ἐξοίσετε.
|
10
Θὰ ἔχετε ὑπερπαραγωγὴν ἀγαθῶν,
ὥστε νὰ τρώγετε παλαιὰ καὶ παλαιότερα
προϊόντα τῆς γῆς. Θὰ ρίπτετε
ἔξω ἀπὸ τὰς ἀποθήκας σας
παλαιὰ γεννήματα, διὰ νὰ γεμίζετε
αὐτάς μὲ τὰ πλούσια εἰσοδήματα
νέας συγκομιδῆς.
|
10
Θὰ ἔχετε δὲ τόσον πολλὰ γεννήματα,
ὥστε θὰ τρῶτε ἀπὸ τὰ παλαιὰ
καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόμη παλαιότερα
τῶν προηγουμένων ἐσοδειῶν θὰ ἀναγκάζεσθε
μάλιστα νὰ ἀδειάζετε τὰς ἀποθήκας
σας καὶ νὰ πετάτε τὰ παλαιά, διὰ νὰ
βάλετε μέσα τὰ νέα γεννήματα σας.
|
11
Καὶ θήσω τὴν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν,
καὶ οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου
ὑμᾶς, |
11
Θὰ στήσω τὴν Σκηνήν μου καὶ
τὸ κατοικητήριόν μου ἀνὰ μέσον
σας καὶ δὲν θὰ σᾶς ἀηδιάσῃ
ἡ ψυχή μου. |
11
Θὰ ἐγκαταστήσω ἐπίσης τὴν ἱερὰν
Σκηνὴν τῆς κατοικίας μου μέσα εἰς τὸν
τόπον, ὅπου θὰ διαμένετε, καὶ δὲν
θὰ σᾶς σιχαθῇ ἡ ψυχή μου παρ' ὅλας
τὰς ἀδυναμίας σας. |
12
καὶ ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν·
καὶ ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καὶ
ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός.
|
12
Θὰ περιπατῶ ἐν μέσῳ ὑμῶν.
Θὰ εἶμαι ὁ Θεός σας καὶ σεῖς
θὰ εἶσθε ὁ λαός μου.
|
12
Καὶ θὰ περιπατῶ ἀνάμεσά σας
καὶ θὰ εἶμαι ὁ Θεός σας καὶ
σεῖς θὰ εἶσθε ὁ λαὸς ὁ
ἰδικός μου. |
13
Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὄντων ὑμῶν
δούλων, καὶ συνέτριψα τὸν δεσμὸν
τοῦ ζυγοῦ ὑμῶν καὶ ἤγαγον
ὑμᾶς μετὰ παρρησίας.
|
13
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦσθε δοῦλοι
εἰς τὴν Αἴγυπτον, σᾶς ἔβγαλα
ἀπὸ ἐκεῖ ἐλευθέρους καὶ
συνέτριψα τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας
σας καὶ σᾶς ὁδήγησα μὲ δύναμιν
εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
|
13
Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ
Θεός σας, Ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔβγαλα
ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου, ὅπου ἦσθε σκλάβοι, καὶ συνέτριψα
τὰ δεσμὰ τῆς τυραννίας σας καὶ σᾶς
ὠδήγησα μέχρι τώρα μὲ ἐπεμβάσεις τῆς
δυνάμεώς μου ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχετε τὸ
μέτωπον ὑψηλά. |
14
Ἐὰν δὲ μὴ ὑπακούσητέ
μου, μὴ δὲ ποιήσητε τὰ προστάγματά
μου ταῦτα, |
14
Ἐὰν ὅμως δὲν μὲ ὑπακούσετε
καὶ δὲν ἐφαρμόσετε αὐτάς
τὰς ἐντολάς μου, |
14
Ἐὰν ὅμὼς δεν ὑπακούσετε εἰς
Ἐμὲ καὶ δὲν τηρήσετε τὰς διαταγάς
μου αὐτάς, |
15
ἀλλὰ ἀπειθήσητε αὐτοῖς
καὶ τοῖς κρίμασί μου προσοχθίσῃ
ἡ ψυχὴ ὑμῶν, ὥστε ὑμᾶς
μὴ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολάς
μου, ὥστε διασκεδάσαι τὴν διαθήκην
μου, |
15
ἀλλὰ παρακούσετε καὶ παραβῆτε
αὐτάς, ἀποστραφῇ δὲ καὶ
ἀηδιάσῃ ἡ ψυχή σας τὰς
ἀποφάσεις μου, ὥστε μὲ τὴν παρακοήν
σας αὐτὴν νὰ διαλύσετε τὴν συμφωνίαν
μου, |
15
ἀλλὰ δείξετε ἀπείθειαν εἰς τὰ
προστάγματά μου καὶ ἀποστραφῇ ἡ ψυχή
σας τὰς ἐντολάς μου ἔτσι, ὥστε νὰ
μὴ τηρήσετε ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ
νὰ διαλύσετε μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
τὴν συμφωνίαν μου μαζί σας,
|
16
καὶ ἐγὼ ποιήσω οὕτως ὑμῖν·
καὶ ἐπιστήσω ἐφ' ὑμᾶς
τὴν ἀπορίαν, τὴν τὲ ψώραν,
καὶ τὸν ἴκτερα σφακελίζοντα τοὺς
ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ τὴν
ψυχὴν ὑμῶν ἐκτήκουσαν, καὶ
σπερεῖτε διακενῆς τὰ σπέρματα ὑμῶν,
καὶ ἔδονται οἱ ὑπεναντίοι ὑμῶν.
|
16
καὶ ἐγὼ θὰ κάμω τὸ ἴδιο
πρὸς σᾶς θὰ παραμερίσω τὴν ὑπόσχεσιν,
ποὺ σᾶς ἔχω δώσει, καὶ θὰ
ἀποστείλω ἐναντίον σας φτώχειαν
καὶ ψώραν καὶ ἴκτερον, ποὺ ἐξασθενίζει
τοὺς ὀφθαλμούς σας καὶ λυώνει
τὴν ζωήν σας. Θὰ σπείρετε εἰς
τὰ χαμένα τοὺς σπόρους σας καὶ
τὰ προϊόντα τῶν ἀγρῶν σας θὰ
τὰ τρώγουν οἱ ἐχθροί σας.
|
16
θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ ἀπέναντί
σας ὡς ἑξῆς: Θὰ στείλω ἐπάνω
σας τὴν θλῖψιν καὶ ἀνέχειαν καὶ
τὴν ψώραν καὶ τὴν χρυσῆν, ποὺ
θὰ κτυπᾷ σὰν γάγγραινα τὰ μάτια σας,
καὶ θὰ λειώνῃ καὶ θὰ σβήνῃ
ἡ ζωή σας. Θὰ σπέρνετε δὲ ματαίως
τοὺς σπόρους σας, διότι δὲν θὰ ἀπολαμβάνετε
σεῖς τὰ προϊόντα τῆς γῆς, ἀλλὰ
θὰ τὰ τρώγουν οἱ ἐχθροί σας.
|
17
Καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν
μου ἐφ' ὑμᾶς, καὶ πεσεῖσθε ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν, διώξονται
ὑμᾶς οἱ μισοῦντες ὑμᾶς,
καὶ φεύξεσθε οὐδενὸς διώκοντος
ὑμᾶς. |
17
Θὰ στρέψω ὠργισμένον τὸ πρόσωπόν
μου ἐναντίον σας καὶ θὰ πέσετε
νικημένοι ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν
σας καὶ αὐτοί, ποὺ σᾶς μισοῦν,
θὰ σᾶς καταδιώκουν. Θὰ ἔλθουν
δὲ καὶ περιστάσεις, κατὰ τὰς
ὁποίας πανικόβλητοι θὰ φύγετε,
χωρὶς κανεὶς νὰ σᾶς καταδιώκῃ.
|
17
Θὰ ρίξω ἐπίσης ὠργισμένος τὸ βλέμμα
μου ἐπάνω σας καὶ θὰ πέσετε νικημένοι
καὶ νεκροὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς
ἐχθρούς σας. Θὰ σᾶς καταδιώξουν δὲ
ὅσοι σᾶς μισοῦν καὶ θὰ ἔχετε
τόσον φόβον, ὥστε θὰ τρέχετε κυνηγημένοι, ἀκόμη
καὶ ὅταν δὲν σᾶς καταδιώκῃ κανείς.
|
18
Καὶ ἐὰν ἕως τούτου μὴ
ὑπακούσητέ μου, καὶ προσθήσω
τοῦ παιδεῦσαι ὑμᾶς ἑπτάκις
ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.
|
18
Καὶ ἐάν, παρ' ὅλας τὰς τιμωρίας
αὐτάς, δὲν μετανοήσετε καὶ δὲν
μὲ ὑπακούσετε, θὰ προσθέσω νέας
καὶ θὰ σᾶς τιμωρήσω ἑπτὰ
φορὰς περισσότερον διὰ τὰς ἁμαρτίας
σας. |
18
Ἐὰν δὲ παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν
θελήσετε νὰ μὲ ὑπακούσετε, θὰ προσθέσω
νέας παιδαγωγίας, ὥστε νὰ σᾶς τιμωρήσω ἑπτὰ
φορὲς περισσότερον διὰ τὰς ἁμαρτίας
σας. |
19
Καὶ συντρίψω τὴν ὕβριν τῆς ὑπερηφανίας
ὑμῶν, καὶ θήσω τὸν οὐρανὸν
ὑμῖν σιδηροῦν καὶ τὴν γῆν
ὑμῶν ὡσεὶ χαλκῆν.
|
19
Θὰ συντρίψω τὴν ἀλαζονείαν τῆς
ὑπερηφανείας σας καὶ δὲν θὰ
στείλω βροχάς, ὥστε ὁ οὐρανὸς
νὰ φαίνεται σὰν σίδηρος καὶ
ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ξηρασίαν
σὰν χαλκός. |
19
Καὶ θὰ τσακίσω τὴν αὐθάδειαν τῆς
ὑπερηφανείας σας. Θὰ συντελέσω ὥστε νὰ
μὴ βρέχῃ εἰς τὴν χώραν σας ὁ
οὐρανός, ἀλλὰ νὰ εἶναι σὰν
σίδηρος, ἡ δὲ γῆ σας νὰ γίνῃ
σὰν τὸν χαλκὸν ἀπὸ τὴν
ἀνομβρίαν καὶ ξηρασίαν. |
20
Καὶ ἔσται εἰς κενὸν ἡ ἰσχὺς
ὑμῶν, καὶ οὐ δώσει ἡ γῆ
ὑμῶν τὸν σπόρον αὐτῆς,
καὶ τὸ ξύλον του ἀγροῦ ὑμῶν
οὐ δώσει τὸν καρπὸν αὐτοῦ.
|
20
Ἡ δύναμίς σας καὶ οἱ κόποι
σας θὰ εἶναι ἐπὶ ματαίῳ.
Ἡ γῆ δὲν θὰ δώσῃ οὔτε
τὸν σπόρον, ποὺ ἐρρίψατε εἰς
αὐτήν, καὶ τὰ καρποφόρα δένδρα
τῶν ἀγρῶν σας δὲν θὰ φέρουν
καρπούς. |
20
Ἡ δὲ δύναμις τῶν χειρῶν σας, μὲ
τὴν ὁποίαν θὰ καλλιεργῆτε τὴν
γῆν, θὰ ἀποδεικνύεται ματαία. Τὰ χωράφια
σας δὲν θὰ ἀποδίδουν οὔτε τοὺς
σπόρους ποὺ ἐσπείρατε, καὶ τὰ δένδρα
τῶν ἀγρῶν σας δὲν θὰ δίδουν
τοὺς καρπούς των. |
21
Καὶ ἐὰν μετὰ ταῦτα πορεύησθε
πλάγιοι, καὶ μὴ βούλησθε ὑπακούειν
μου, προσθήσω ὑμῖν πληγὰς ἑπτὰ
κατὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν.
|
21
Καὶ ἐὰν παρ' ὅλα αὐτὰ
ἐξακολουθῆτε νὰ ζῆτε ἀμετανόητοι
καὶ νὰ φέρεσθε μὲ δολιότητα
ἀπέναντι, μου καὶ δὲν θελήσετε
νὰ ὑπακούσετε εἰς τὰς ἐντολάς
μου, ἐγὼ θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον
σας καὶ ἄλλας πολλὰς τιμωρίας, σύμφωνα
μὲ τὰς ἁμαρτίας ποὺ θὰ
διαπράττετε. |
21
Ἐὰν δέ, παρὰ ταῦτα, ἑξακολουθῆτε
νὰ ζῆτε χωρὶς εὐθύτητα ἀπέναντί
μου καὶ δεν θέλετε νὰ μὲ ὑπακούσετε,
θὰ προσθέσω εἰς σᾶς καὶ ἄλλας
πολλὰς τιμωρίας ἀναλόγως πρὸς τὰς
ἁμαρτίας σας. |
22
Καὶ ἀποστελῶ ἐφ' ὑμᾶς
τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆς γῆς
καὶ κατέδεται ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσει
τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ ὀλιγοστοὺς
ποιήσω ὑμᾶς, καὶ ἐρημωθήσονται
αἱ ὁδοὶ ὑμῶν.
|
22
Θὰ ἐξαπολύσω ἐναντίον σας τὰ
ἄγρια θηρία τῆς γῆς, τὰ ὁποία
καὶ σᾶς θὰ κατασπαράξουν καὶ
τὰ ζῶα σας θὰ καταστρέψουν· καὶ
ἔτσι θὰ σᾶς κάμω ὀλιγοστοὺς
εἰς τὴν χώραν σας καὶ θὰ μείνουν
ἔρημοι ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ
δρόμοι σας. |
22
Θὰ στείλω λοιπὸν ἐναντίον σας τὰ ἄγρια
θηρία τῆς γῆς καὶ θὰ σᾶς καταφάγουν
καὶ θὰ ἀφανίσουν τὰ ζῶα
σας καὶ θὰ ἐλαττώσω τὸν ἀριθμόν
σας καὶ θὰ μείνουν οἱ δρόμοι σας ἔρημοι
ἀπὸ ἀνθρώπους. |
23
Καὶ ἐπὶ τούτοις ἐὰν μὴ
παιδευθῆτε, ἀλλὰ πορεύησθε πρός
με πλάγιοι, |
23
Καὶ ἂν πάλιν μὲ αὐτὰ δὲν
παιδαγωγηθῆτε καὶ δὲν ἀλλάξετε
ζωήν, ἀλλὰ ἐξακολουθῆτε νὰ
φέρεσθε μὲ ὑποκρισίαν καὶ πονηρίαν
ἀπέναντί μου, |
23
Καὶ ἐὰν καὶ πάλιν δεν παιδαγωγηθῆτε,
ἀλλὰ συνεχίζετε νὰ ζῆτε μὲ πονηρίαν
καὶ χωρὶς εὐθύτητα ἀπέναντί μου,
|
24
πορεύσομαι κἀγὼ μεθ' ὑμῶν θυμῷ
πλαγίῳ, καὶ πατάξω ὑμᾶς
κἀγὼ ἑπτάκις ἀντὶ τῶν
ἁμαρτιῶν ὑμῶν.
|
24
θὰ φερθῶ καὶ ἐγὼ ἀπέναντί
σας μὲ θυμὸν αἰφνίδιον καὶ θὰ
σᾶς τιμωρήσω πολλαπλασίως διὰ τὰς
ἁμαρτίας σας. |
24
θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ ἀναλόγως
πρὸς σᾶς μὲ θυμὸν ἑξαφνικόν,
ποὺ θὰ ξεσπάσῃ τότε ποὺ δὲν
θὰ τὸ περιμένετε. Θὰ σᾶς κτυπήσω δὲ
ἑπτὰ φορές (μὲ μεγάλην δηλαδὴ αὐστηρότητα
καὶ πολλὰς τιμωρίας) διὰ τὰς ἁμαρτίας
σας. |
25
Καὶ ἐπάξω ἐφ' ὑμᾶς μάχαιραν
ἐκδικοῦσαν δίκην διαθήκης, καὶ
καταφεύξεσθε εἰς τὰς πόλεις ὑμῶν·
καὶ ἐξαποστελῶ θάνατον εἰς ὑμᾶς,
καὶ παραδοθήσεσθε εἰς χεῖρας τῶν
ἐχθρῶν. |
25
Θὰ φέρω ἐναντίον σας ἐκδικητικὴν
τῶν ἐχθρῶν σας τὴν μάχαιραν,
ἡ ὁποία θὰ σᾶς τιμωρήσῃ
διὰ τὴν καταπάτησιν τῆς διαθήκης
μου. Καὶ διὰ τὸν φόρον τῆς σφαγῆς
σας θὰ καταφύγετε ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον
εἰς τὰς πόλεις. Ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖ δὲν θὰ εἶσθε ἀσφαλεῖς·
θὰ ἀποστείλω ἐναντίον σας θάνατον
καὶ θὰ παραδοθῆτε εἰς τὰς χεῖρας
τῶν ἐχθρῶν σας. |
25
Καὶ θὰ φέρω ἐπάνω σας φονικὸ μαχαίρι,
ποὺ θὰ πάρῃ ἐκδίκησιν διὰ
τὴν ἀθέτησιν ἐκ μέρους σας τῆς συμφωνίας,
ποὺ ἔκανα μαζί σας. Θὰ καταφύγετε
δὲ διὰ να ἀσφαλισθῆτε εἰς τὰς
πόλεις σας. Ἀλλ’ ὅμως θὰ στείλω καὶ
ἐκεῖ τὸν θάνατον ἐπάνω σας καὶ
θὰ παραδοθῆτε εἰς τὰ φονικὰ
χέρια τῶν ἐχθρῶν σας.
|
26
Ἐν τῷ θλῖψαι ὑμᾶς σιτοδείᾳ
ἄρτων, καὶ πέψουσι δέκα γυναῖκες
τοὺς ἄρτους ὑμῶν ἐν κλιβάνῳ
ἑνί, καὶ ἀποδώσουσι τοὺς
ἄρτους ὑμῶν ἐν σταθμῷ, καὶ
φάγεσθε καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῆτε.
|
26
Ὅταν θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ ἔλλειψιν
ἄρτων, δέκα γυναῖκες, διότι δὲν
θὰ ὑπάρχουν ἄλευρα ἱκανά,
θὰ ψήνουν τοὺς ὀλίγους ἄρτους
σας εἰς ἕνα μόνον κλίβανον. Θὰ
σᾶς δίδουν τὸ ψωμὶ μὲ τὸ
ζύγι καὶ δὲν θὰ χορταίνετε.
|
26
Καὶ ὅταν θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ
ἔλλειψιν ἄρτων, θὰ ἔχετε τόσον ὀλίγα
ἄλευρα, ὥστε δέκα γυναῖκες σας, ποὺ
ἄλλοτε θὰ ἄναβαν δέκα φούρνους, θὰ
ψήνουν τὰ ψωμιά σας εἰς ἕνα καὶ
μόνον φοῦρνον, καὶ θὰ σᾶς μοιράζουν
τὸ ψωμί σας μὲ τὸ ζύγι (μὲ δελτίον)
καὶ ἔτσι θὰ τρῶτε καὶ δὲν
θὰ χορταίνετε. |
27
Ἐὰν δὲ ἐπὶ τούτοις μὴ
ὑπακούσητέ μου, καὶ πορεύησθε
πρός με πλάγιοι, |
27
Ἐὰν δὲ παρ' ὅλα αὐτὰ καὶ
πάλιν δὲν ὑπακούσετε εἰς ἐμέ,
ἀλλὰ πορεύεσθε εἰς δρόμους πλαγίους,
ποὺ ἀπομακρύνουν ἀπὸ ἐμέ,
|
27
Ἐὰν ὅμως, παρ' ὅλα ταῦτα, μὲ
ὑπακούσετε καὶ ἐξακολουθῆτε νὰ
ζῆτε ἐνώπιόν μου μὲ πονηρίαν καὶ χωρὶς
εὐθύτητα, |
28
καὶ αὐτὸς πορεύσομαι μεθ' ὑμῶν
ἐν θυμῷ πλαγίῳ, καὶ παιδεύσω
ὑμᾶς ἐγὼ ἑπτάκις κατὰ
τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν.
|
28
καὶ ἐγὼ θὰ φερθῶ ἀπέναντί
σας μὲ θυμὸν ποὺ δὲν περιμένετε,
καὶ θὰ σᾶς τιμωρήσω σκληρότερον
ἀνάλογα μὲ τὰς ἁμαρτίας
σας. |
28
θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ μαζί
σας ἀναλόγως, μὲ θυμὸν ποὺ θὰ
ξεσπάσῃ τότε ποὺ δὲν θὰ τὸ περιμένετε.
Θὰ σᾶς τιμωρήσω δὲ ἑπτὰ φορές
(μὲ πολλὰς δηλαδὴ καὶ σκληρὰς
τιμωρίας) συμφώνως πρὸ τὰς ἁμαρτίας σας.
|
29
Καὶ φάγεσθε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν
ὑμῶν καὶ τὰς σάρκας τῶν
θυγατέρων ὑμῶν φάγεσθε,
|
29
Τόση δὲ θὰ εἶναι ἡ πεῖνα
σας καὶ ἡ ἀλλοφροσύνη σας, ὥστε
θὰ φάγετε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν
σας καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων
σας. |
29
Θὰ πεινάσετε δὲ τόσον πολύ, ὥστε θὰ
φάγετε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν σας. Θὰ
φάγετε ἐπίσης καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων
σας. |
30
καὶ ἐρημώσω τὰς στήλας ὑμῶν,
καὶ ἐξολοθρεύσω τὰ ξύλινα χειροποίητα
ὑμῶν, καὶ θήσω τὰ κῶλα
ὑμῶν ἐπὶ τὰ κῶλα τῶν
εἰδώλων ὑμῶν, καὶ προσοχθιεῖ
ἡ ψυχή μου ὑμῖν.
|
30
Θὰ κάμω ἐρήμους ἐγὼ τὰς
εἰδωλολατρικάς σας στήλας, θὰ ἐξολοθρεύσω
τὰ ξύλινα χειροποίητα ἀγάλματά
σας καὶ θὰ ἀπορρίψω τὰ μέλη
τοῦ σώματός σας ἐπάνω εἰς
τὰ συντρίμματα τῶν εἰδώλων σας,
θὰ σᾶς ἀποστραφῇ καὶ θὰ
σᾶς ἀηδιάσῃ ἡ ψυχή μου.
|
30
Καὶ θὰ ἐρημώσω τὰς στήλας, (ποὺ
ἔχετε στημένας σὰν τοὺς εἰδωλολάτρας
εἰς τὰ ἄλση τῶν λόφων σας), καὶ
θὰ καταστρέψω τελείως τὰ ξύλινα χειροποίητα ἀγάλματα
τῶν θεῶν σας. Θὰ βάλω δὲ τὰ
νεκρὰ μέλη σας ἐπάνω εἰς τὰ
ἄψυχα μέλη τῶν εἰδώλων σας καὶ θὰ
σᾶς σιχαθῇ ἡ ψυχή μου.
|
31
Καὶ θήσω τὰς πόλεις ὑμῶν
ἐρήμους καὶ ἐξερημώσω τὰ
ἅγια ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ
τῆς ὀσμῆς τῶν θυσιῶν ὑμῶν.
|
31
Θὰ καταστήσω τὰς πόλεις σας ἐρήμους,
ἔρημα θὰ κάμω τὰ ἅγια μέρη
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ
δὲν θὰ ὀσφρανθῶ πλέον τὴν
ὀσμὴν τῶν θυσιῶν σας.
|
31
Θὰ ἐρημώσω ἐπίσης τὰς πόλεις σας καὶ
θὰ ἀφήσω ἐγκαταλελειμμένους καὶ τοὺς
ἱεροὺς χώρους σας καὶ δεν θὰ ὀσφρανθῶ
εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ὀσμὴν
τῶν θυσιῶν σας. |
32
Καὶ ἐξερημώσω ἐγὼ τὴν
γῆν ὑμῶν, καὶ θαυμάσονται ἐπ'
αὐτῇ οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν
οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐτῇ·
|
32
Θὰ καταστήσω ἐγὼ ἔρημον τὴν
χώραν σας, ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη
οἱ ἐχθροί σας, οἱ ὁποῖοι
θὰ τὴν κατοικήσουν, νὰ μένουν
κατάπληκτοι. |
32
Καὶ θὰ ἐρημώσω τελείως Ἐγὼ τὴν
χώραν σας καὶ θὰ θαυμάζουν διὰ τὴν
ἐρήμωσίν της ἀκόμη καὶ οἱ
ἐχθροί σας, ποὺ θὰ κατοικοῦν
εἰς αὐτήν. |
33
καὶ διασπερῶ ὑμᾶς εἰς τὰ
ἔθνη, καὶ ἐξαναλώσει ὑμᾶς
ἐπιπορευομένη ἡ μάχαιρα· καὶ
ἔσται ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος,
καὶ αἱ πόλεις ὑμῶν ἔσονται
ἔρημοι. |
33
Θὰ σᾶς διασκορπίσω εἰς τὰ διάφορα
ἔθνη καὶ ἐκεῖ θὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ
ἐναντίον σας ἐπερχομένη μάχαιρα.
Ἡ χώρα σας θὰ ἐρημωθῇ ἀπὸ
κατοίκους καὶ αἱ πόλεις σας θὰ
μείνουν ἔρημοι καὶ ἀκατοίκητοι.
|
33
Θὰ σᾶς διασκορπίσω δὲ ἀνάμεσα εἰς
τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ θὰ
σᾶς ἐξολοθρεύσῃ τὸ μαχαίρι,
ποὺ θὰ σᾶς καταδιώκῃ ὅπου καὶ
ἂν πηγαίνετε. Θὰ ἐρημωθῇ λοιπὸν
ἡ χώρα σας, αἱ δὲ πόλεις σας θὰ
μείνουν ἔρημοι, χωρὶς κατοίκους.
|
34
Τότε εὐδοκήσει ἡ γῆ τὰ
σάββατα αὐτῆς πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς ἐρημώσεως αὐτῆς, καὶ
ὑμεῖς ἔσεσθε ἐν τῇ γῇ
τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν· τότε
σαββατιεῖ ἡ γῆ, καὶ εὐδοκήσει
ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς.
|
34
Τότε ποὺ σεῖς θὰ ἔχετε ἀπαχθῆ
ὡς δοῦλοι εἰς τὰ διάφορα ἔθνη,
ἡ ἐρημωμένη χώρα σας θὰ χαρῇ
τὴν ἀργίαν τῶν σαββάτων, τότε
ἡ γῆ θὰ ἀναπαυθῇ καὶ θὰ
χαρῇ τὸν σαββατισμὸν τῆς ἀγραναπαύσεώς
της, διότι δὲν θὰ ζῆτε πλέον
σεῖς ἐκεῖ, διὰ νὰ καταλύετε
τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου καὶ
τὴν ἀγρανάπαυσιν τοῦ ἔτους τῆς
ἀφέσεως. |
34
Θὰ χαρῇ δὲ τότε ἡ γῆ καὶ
θὰ ἀπολαύσῃ τὰ Σάββατά της,
ἀφοῦ θὰ μένῃ ἀκαλλιέργητος
καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεώς
της, ἐνῷ σεῖς θὰ εὑρίσκεσθε
αἰχμάλωτοι εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν
σας. Τότε θὰ ἀναπαύεται ἡ γῆ καὶ
θὰ χαίρεται τὰ Σάββατά της μὲ τὴν
ἀγρανάπαυσιν. |
35
Πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεως
αὐτῆς σαββατιεῖ, ἃ οὐκ ἐσαββάτισεν
ἐν τοῖς σαββάτοις ὑμῶν, ἥνικα
κατῳκεῖτε αὐτήν.
|
35
Καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἐρημώσεώς
της ἡ χώρα σας θὰ ἀναπαυθῇ καὶ
θὰ ἔχῃ σάββατα, δι' ὅσα σάββατα
δὲν ἀνεπαύθη, ὅταν σεῖς ἐμένατε
εἰς αὐτὴν καὶ μὲ τὴν ἐργασίαν
σας ἐβεβηλώνατε τὰ σάββατα.
|
35
Καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεώς
της ἡ χώρα θὰ ἔχῃ ἀγρανάπαυσιν.
Θὰ ἀναπαύεται δι’ ὅσα Σάββατα δεν ἀνεπαύθη,
ὅταν διεμένατε εἰς αὐτήν.
|
36
Καὶ τοῖς καταλειφθεῖσιν ἐξ ὑμῶν
ἐπάξω δουλείαν εἰς τὴν καρδίαν
αὐτῶν ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν
αὐτῶν, καὶ διώξεται αὐτοὺς
φωνὴ φύλλου φερομένου, καὶ φεύξονται
ὡς φεύγοντες ἀπὸ πολέμου καὶ
πεσοῦνται οὐδενὸς διώκοντας·
|
36
Ὅσοι ἀπολειφθοῦν ἀπὸ τὴν
σφαγὴν καὶ τὸν θάνατον θὰ γίνουν
δοῦλοι, θὰ ἔχουν δουλικὸν καὶ
περὶ φόβον φρόνημα εἰς τὴν χώραν
τῶν ἐχθρῶν των. Τὸ ἐλαφρὸν
θρόϊσμα τοῦ φύλλου, ποὺ παρασύρεται
ἀπὸ τὸν ἄνεμον. Θὰ τοὺς
τρομάζῃ καὶ θὰ τοὺς τρέπῃ
εἰς φυγήν. Θὰ φεύγουν πανικόβλητοι
ὠσὰν εἰς ἐπιδρομὴν ἐχθρῶν
καὶ θὰ πίπτουν χωρὶς κανεὶς
νὰ τοὺς καταδιώκῃ.
|
36
Καὶ εἰς ὅσους ἀπὸ σᾶς
ἐπιζήσουν μετὰ τὰς συμφοράς, ἐκεῖ
ποὺ θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν χώραν
τῶν ἐχθρῶν των, θὰ δώσω εἰς
τὴν καρδίαν των πνεῦμα δουλικὸν καὶ
θὰ φοβοῦνται τόσον πολύ, ὥστε θὰ τοὺς
τρέπῇ εἰς φυγὴν ἀκόμη
καὶ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων, ποὺ κινοῦνται
ἀπὸ τὸν ἄνεμον. Καὶ θὰ
φεύγουν σὰν αὐτοὺς ποὺ παθαίνουν πανικὸν
εἰς τὸν πόλεμον. Θὰ σκοντάφτουν δὲ
καὶ θὰ πέφτουν, ἐνῷ δὲν θὰ
τοὺς καταδιώκῃ κανείς. |
37
καὶ ὑπερόψεται ὁ ἀδελφὸς
τὸν ἀδελφῶν ὡσεὶ ἐν πολέμῳ,
οὐδενὸς κατατρέχοντος, καὶ οὐ
δυνήσεσθε ἀντιστῆναι τοῖς ἐχθροῖς
ὑμῶν. |
37
Θὰ ἀδιαφορήσῃ ὁ ἀδελφὸς
διὰ τὸν ἀδελφόν του, ὅπως εἰς
καιρὸν μάχης· καὶ ἐνῶ κανεὶς
δὲν θὰ σᾶς καταδιώκῃ, σεῖς
δὲν θὰ ἔχετε ψυχικὸν σθένος
νὰ ἀντισταθῆτε εἰς τοὺς ἐχθρούς
σας. |
37
Θὰ ἀδιαφορήσῃ δὲ ὁ ἀδελφὸς
διὰ τὸν ἀδελφόν του, ὅπως συμβαίνει
εἰς καιρὸν πολέμου, ὁπότε καθένας
ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ ἄτομόν του,
μολονότι δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ
νὰ σᾶς καταδιώκῃ. Καὶ ἔτσι,
καθὼς θὰ εἶσθε ἀπομονωμένοι, δὲν
θὰ ἠμπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε
τοὺς ἐχθρούς σας. |
38
Καὶ ἀπολεῖσθε ἐν τοῖς ἔθνεσι,
καὶ κατέδεται ὑμᾶς ἡ γῆ
τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν.
|
38
Θὰ ἀποθάνετε ὡς ξένοι καὶ
δοῦλοι ἀνάμεσα εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
λαοὺς καὶ ἡ ξένη γῆ, ἡ
γῆ τῶν ἐχθρῶν σας, θὰ σᾶς
καταφάγῃ. |
38
Καὶ θὰ χαθῆτε μέσα εἰς τὰ εἰδωλολατρικά
ἔθνη καὶ θὰ σᾶς καταφάγῃ νεκροὺς
ἡ χώρα τῶν ἐχθρῶν σας.
|
39
Καὶ οἱ καταλειφθέντες ἀφ' ὑμῶν
καταφθαρήσονται διὰ τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας
τῶν πατέρων αὐτῶν, ἐν τῇ
γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν τακήσονται.
|
39
Καὶ ὅσοι ἀπὸ σᾶς ἀπολειφθοῦν,
θὰ καταστραφοῦν διὰ τὰς ἰδικάς
των ἁμαρτίας καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας
τῶν πατέρων των (τὰς ὁποίας
καὶ αὐτοὶ θὰ ἔχουν υἱοθετήσει)
καὶ θὰ λυώσουν αἰχμάλωτοι εἰς
τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των.
|
39
Ὅσοι δὲ ἀπὸ σᾶς θὰ ἐπιζήσουν,
θὰ καταστραφοῦν ἐντελῶς ἕνεκα
τῶν ἁμαρτιῶν των καὶ ἕνεκα τῶν
ἁμαρτιῶν τῶν πατέρων των. Θὰ λειώσουν
εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των
σὰν σκλάβοι. |
40
Καὶ ἐξαγορεύσουσι τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας
τῶν πατέρων αὐτῶν, ὅτι παρέβησαν
καὶ ὑπερεῖδόν με, καὶ ὅτι
ἐπορεύθησαν ἐναντίον μου πλάγιοι,
|
40
Καὶ τότε συντετριμμένοι ἀπὸ
τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς των θὰ
ἐξομολογηθοῦν ἐν μετανοίᾳ τὰς
ἰδικάς των ἁμαρτίας καὶ τὰς
τῶν πατέρων των, θὰ ὁμολογήσουν
ὅτι παρέβησαν τὰς ἐντολάς μου,
ὅτι δὲν μὲ ἐλογάριασαν ὡς
Θεόν των καὶ ὅτι ἐπορεύθησαν
δολίως ἐναντίον μου.
|
40
Θὰ ἔλθῃ ὅμως ὁ καιρὸς
ποὺ θὰ ὁμολογήσουν οἱ Ἰσραηλῖται
δημοσία τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἁμαρτίας
τῶν πατέρων των, ὅτι δηλαδὴ παρέβησαν τὰς
ἐντολάς μου καὶ μὲ περιεφρόνησαν καὶ
ὅτι ἐφέρθησαν χωρὶς εὐθύτητα
ἀπέναντί μου. |
41
καὶ ἐγὼ ἐπορεύθην μετ' αὐτῶν
ἐν θυμῷ πλαγίῳ, καὶ ἀπολῶ
αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν
αὐτῶν· τότε ἐντραπήσεται
ἡ καρδία αὐτῶν ἡ ἀπερίτμητος,
καὶ τότε εὐδοκήσουσι τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν. |
41
Θὰ ἀναγνωρίσουν ὅτι καὶ ἐγὼ
ἐξ αἰτίας των ἐφέρθην πρὸς
αὐτοὺς μὲ θυμὸν καὶ ἀγανάκτησιν
καὶ κατέστρεψα αὐτοὺς εἰς τὴν
χώραν τῶν ἐχθρῶν των. Τότε ἡ
σκληρά των καρδιὰ θὰ συγκινηθῇ καὶ
θὰ ἐντραπῇ, θὰ κατανοήσουν καὶ
θὰ αἰσθανθοῦν τὸ βάρος τῶν
ἁμαρτιῶν των. |
41
Θὰ ἀντιληφθοῦν δὲ ὅτι δι’ αὐτὸν
τὸν λόγον ἐφέρθην καὶ Ἐγὼ
ἐναντίον των μὲ θυμόν, ποὺ ἐξέσπασε
τότε ποὺ (δὲν τὸ ἐπερίμεναν, καὶ
τοὺς ἄφησα νὰ χαθοῦν μέσα εἰς
τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των. Θὰ
συντριβῇ δὲ τότε καὶ θὰ ταπεινωθῇ
ἡ ἀπερίτμητος καὶ σκληρὰ καρδία των
καὶ θὰ θελήσουν νὰ ἐνδιαφερθοῦν
διὰ τὴν ἐξιλέωσιν τῶν ἁμαρτιῶν
των. |
42
Καὶ μνησθήσομαι τῆς διαθήκης Ἰακὼβ
καὶ τῆς διαθήκης Ἰσαάκ, καὶ
τῆς διαθήκης Ἁβραὰμ μνησθήσομαι,
καὶ τῆς γῆς μνησθήσομαι.
|
42
Καὶ ἐγὼ θὰ ἐνθυμηθῶ τὴν
ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἔδωσα
εἰς τὸν Ἰακώβ, εἰς τὸν
Ἰσαὰκ καὶ εἰς τὸν Ἁβραάμ·
καὶ τὴν χώραν θὰ ἐνθυμηθῶ.
|
42
Θὰ ἐνθυμηθῶ λοιπὸν τότε καὶ
Ἐγὼ τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα
μὲ τὸν Ἰακώβ, καὶ τὴν συμφωνίαν
μου μὲ τὸν Ἰσαάκ. Θὰ ἐνθυμηθῶ
ἀκόμη καὶ τὴν συμφωνίαν μου μὲ
τὸν Ἀβραάμ, ὅπως ἐπίσης θὰ ἐνθυμηθῶ
καὶ τὴν χώραν, ποὺ ἔδωσα ὑπόσχεσιν
νὰ τοὺς χαρίσω. |
43
Καὶ ἡ γῆ ἐγκαταλειφθήσεται ἀπ'
αὐτῶν· τότε προσδέξεται ἡ
γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς, ἐν
τῷ ἐρημωθῆναι αὐτὴν δι' αὐτούς,
καὶ αὐτοὶ προσδέξονται τὰς αὐτῶν
ἀνομίας, ἀνθ' ὧν τὰ κρίματά
μου ὑπερεῖδον, καὶ τοῖς προστάγμασί
μου προσώχθισαν τῇ ψυχῇ αὐτῶν.
|
43
Θὰ ἐνθυμηθῶ ὅτι ἡ γῆ Χαναάν
ἐγκατελείφθη ἀπὸ σᾶς τοὺς
Ἰσραηλίτας. Καὶ καθὼς ἔμεινεν
ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος ἔλαβεν
ὅλα τὰ σάββατά της, τὰς ἀργίας
καὶ ἀναπαύσεις της, διὰ τὴν
ἐρήμωσίν της ἐξ αἰτίας
τῶν κατοίκων της. Καὶ αὐτοὶ
οἱ ἴδιοι ἔλαβον τιμωρίας κατὰ
τὰς ἀνομίας αὐτῶν, διότι
κατεφρόνησαν τὰς ἐντολάς μου, ἐδυσφόρησαν
καὶ ἐβαρύνθησαν τὰ προστάγματά
μου μὲ ὅλην των τὴν ψυχήν.
|
43
Ἡ χώρα αὐτὴ ἐν τῷ μεταξὺ
θὰ ἔχῃ ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ
αὐτούς. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ ἔχῃ
ἐρημωθῇ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτωλῶν
κατοίκων της καὶ θὰ μένῃ ἀκαλλιέργητος,
θὰ πάρῃ καὶ θὰ χαρῇ τὰ
Σάββατά της καὶ θὰ ἀναπαυθῇ.
Ἀντιθέτως ἐκεῖνοι θὰ πάρουν καὶ
θὰ <ἀπολαύσουν> τοὺς καρποὺς
τῶν ἀνομιῶν των, ἐπειδὴ περιεφρόνησαν
τὰς ἐντολάς μου καὶ ἐβαρέθηκαν
καὶ ἀηδίασαν μὲ τὴν ψυχήν
των τὰ προστάγματά μου. |
44
Καὶ οὐδ' ὡς ὄντων αὐτῶν
ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν
οὐχ ὑπερεῖδον αὐτούς, οὐδὲ
προσώχθισα αὐτοῖς ὥστε ἐξαναλῶσαι
αὐτούς, τοῦ διασκεδάσαι τὴν
διαθήκην μου τὴν πρὸς αὐτούς·
ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος ὁ
Θεὸς αὐτῶν. |
44
Ἐγώ, καὶ ὅταν ἀκόμη αὐτοὶ
εὑρίσκοντο δοῦλοι εἰς τὴν χώραν
τῶν ἐχθρῶν των, δὲν τοὺς κατεφρόνησα,
δὲν τοὺς ἀπεστράφην, οὔτε ἠγανάκτησα
ἐναντίον των, ὥστε νὰ τοὺς καταστρέψω
καὶ νὰ διαλύσω τὴν διαθήκην
μου, τὴν ὁποίαν ἔκαμα μὲ αὐτούς.
Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος
καὶ Θεός των. |
44
Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔδειξα περιφρόνησιν
πρὸς αὐτούς, ἀκόμη καὶ τότε
ποὺ εὑρίσκοντο τιμωρημένοι εἰς τὴν
χώραν τῶν ἐχθρῶν των· οὔτε τοὺς
ἀπεστράφην, ὥστε νὰ τοὺς καταστρέψω
τελείως καὶ νὰ διαλύσω τὴν συμφωνίαν μου,
ποὺ ἔκανα μαζί των· διότι Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός των.
|
45
Καὶ μνησθήσομαι διαθήκης αὐτῶν
τῆς προτέρας, ὅτε ἐξήγαγον αὐτοὺς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου
δουλείας ἔναντι τῶν ἐθνῶν, τοῦ
εἶναι αὐτῶν Θεός· ἐγὼ
εἰμι Κύριος. |
45
Θὰ ἐνθυμηθῶ τὴν ὑπόσχεσιν,
ποὺ τοὺς εἶχα δώσει προηγουμένως,
ὅταν ἐλευθέρους τοὺς εἶχα βγάλει
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου,
ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον
τῆς δουλείας, ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρικῶν
ἐθνῶν, ὅτι θὰ εἶμαι ὁ
Θεός των. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος.
|
45
Καὶ θὰ ἐνθυμηθῶ τὴν προηγουμένην
συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μὲ τοὺς πατέρας
των, τότε ποὺ τοὺς ἔβγαζα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
τὴν χώραν τῆς τυραννίας, ἐνώπιον τῶν
διαφόρων ἐθνῶν καὶ ὑπεσχέθην ὅτι
θὰ εἶμαι ὁ Θεός των. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ μόνος Κύριος. |
46
Ταῦτα τὰ κρίματά μου καὶ τὰ
προστάγματά μου καὶ ὁ νόμος,
ὃν ἔδωκε Κύριος ἀνὰ μέσον
αὐτοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν
υἱῶν Ἰσραήλ, ἐν τῷ ὄρει
Σινά, ἐν χειρὶ Μωυσῆ. |
46
Αὐταὶ εἶναι αἱ κρίσεις μου καὶ
αἱ ἐντολαί μου καὶ ὁ νόμος,
τὸν ὁποῖον ἔδωκεν ὁ Κύριος
μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν
εἰς τὸ ὄρος Σινὰ διὰ μέσου
τοῦ Μωϋσέως>. |
46
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἀποφάσεις μου
καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ προστάγματά
μου>. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ
Νόμος, ποὺ ἔδωσεν ὁ Κύριος εἰς τὸ
ὅρος Σινᾶ, διὰ μέσου τοῦ Μωϋσέως,
διὰ νὰ ἰσχύῃ ὡς συμφωνία μεταξὺ
Ἐκείνου καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|