Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
μίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπε: |
2
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ,
καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ὃς
ἂν εὔξηται εὐχὴν ὥστε τιμὴν
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ,
|
2
<ὁμίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔταξε τὸν
ἑαυτόν του εἰς τὸν Θεόν, ἐπιθυμεῖ
δὲ νὰ ἀπαλλαγῇ αὐτοῦ τοῦ
ταξίματος, ἡ ἀξία διὰ τὴν
ζωήν του ποὺ θὰ καταβάλῃ εἰς
τὸν Κύριον, |
2
<Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
Ὅταν κάποιος τάξῃ εἰς τὸν Κύριον τὸν
ἑαυτόν του ἢ ἄλλο πρόσωπον καὶ Θελήσῃ
κατόπιν νὰ ἑξαγοράσῃ τὸ τάμα
του καὶ νὰ καταβάλῃ εἰς χρῆμα
τὴν ἀνάλογον ἀξίαν του εἰς τὸν
Κύριον, ἂς γνωρίζῃ τὰ ἑξῆς:
|
3
ἔσται ἡ τιμὴ τοῦ ἄρσενος ἀπὸ
εἰκοσαετοῦς ἕως ἐξηκονταετοῦς,
ἔσται αὐτοῦ ἡ τιμὴ πεντήκοντα
δίδραχμα ἀργυρίου τῷ σταθμῷ
τῷ ἁγίῳ,
|
3
θὰ εἶναι διὰ μὲν τὸν ἄρρενα,
ἀπὸ εἴκοσι ἕως ἑξήκοντα
ἐτῶν, πεντήκοντα ἀργυρᾶ δίδραχμα
ζυγισμένα μὲ τὰ ζύγια ποὺ ἰσχύουν
εἰς τὸν ἱερὸν τόπον (τὸ
δίδραχμον εἶχε βάρος 10,4 γραμμαρ.).
|
3
Ἡ τιμὴ ἑξαγορᾶς τάματος ἀνδρὸς
ἡλικίας ἀπὸ εἴκοσι ἐτῶν
μέχρι καὶ ἑξῆντα θὰ εἶναι πενῆντα
ἀσημένια δίδραχμα, βάσει τῆς τιμῆς
τοῦ διδράχμου ποὺ κυκλοφορεῖ εἰς τὸν
ἱερὸν χῶρον τῆς λατρείας.
|
4
τῆς δὲ θηλείας ἔσται ἡ συντίμησις
τριάκοντα δίδραχμα. |
4
Ἐὰν ὅμως εἶναι θῆλυ, ἡ
τιμὴ τῆς ἐξαγορᾶς θὰ εἶναι
τριάκοντα δίδραχμα. |
4
Ἡ δὲ τιμὴ ἑξαγορᾶς τάματος γυναικὸς
θὰ εἶναι τριάντα δίδραχμα. |
5
Ἐὰν δὲ ἀπὸ πενταετοῦς
ἕως εἴκοσιν ἐτῶν, ἔσται ἡ
τιμὴ τοῦ ἄρσενος εἴκοσι δίδραχμα,
τῆς δὲ θηλείας δέκα δίδραχμα.
|
5
Ἐὰν εἶναι ἀπὸ πέντε ἕως
εἴκοσιν ἐτῶν, τὸ τίμημα τῆς
ἐξαγορᾶς τοῦ ἄρρενος θὰ εἶναι
εἴκοσι δίδραχμα, τοῦ δὲ θήλεος
δέκα δίδραχμα. |
5
Ἐὰν δὲ τὸ πρόσωπον ἔχῃ
ἡλικίαν ἀπὸ πέντε ἐτῶν μέχρι
εἴκοσι, ἢ τιμὴ τῆς ἑξαγορᾶς
του θὰ εἶναι διὰ μὲν τὸ ἀγόρι
εἴκοσι δίδραχμα, διὰ δὲ τὴν κόρην
δέκα δίδραχμα. |
6
Ἀπὸ δὲ μηνιαίου ἕως πενταετοῦς
ἔσται ἡ τιμὴ τοῦ ἄρσενος πέντε
δίδραχμα, τῆς δὲ θηλείας τρία
δίδραχμα ἀργυρίου.
|
6
Ἐὰν δὲ εἶναι ἑνὸς μηνὸς
μέχρι πέντε ἐτῶν, τοῦ ἄρρενος
ἡ ἐξαγορὰ θὰ εἶναι πέντε
δίδραχμα ἀργυρᾶ, τοῦ δὲ θήλεος
τρία. |
6
Ὅταν δὲ εἶναι ἡλικίας ἀπὸ
ἐνὸς μηνὸς μέχρι πέντε ἐτῶν,
ἡ τιμὴ θὰ εἶναι διὰ μὲν
τὸ ἀγόρι πέντε δίδραχμα, διὰ δὲ
τὴν κόρην τρία ἀσημένια δίδραχμα.
|
7
Ἐὰν δὲ ἀπὸ ἑξηκονταετῶν
καὶ ἐπάνω, ἐὰν μὲν ἄρσεν
ᾖ, ἔσται ἡ τιμὴ αὐτοῦ
πεντεκαίδεκα δίδραχμα ἀργυρίου, ἐὰν
δὲ θήλεια, δέκα δίδραχμα.
|
7
Ἐὰν δὲ εἶναι ἑξήκοντα
ἐτῶν καὶ ἄνω, ἂν μὲν εἶναι
ἄρρην ἡ τιμὴ τῆς ἐξαγορᾶς
αὐτοῦ θὰ εἶναι δεκαπέντε ἀργυρᾶ
δίδραχμα, ἐὰν δὲ εἶναι θῆλυ,
δέκα. |
7
Ἐὰν δὲ τὸ πρόσωπον ἔχῃ
ἡλικίαν ἀπὸ ἑξῆντα ἐτῶν
καὶ ἄνω, ἡ τιμὴ ἑξαγορᾶς
του, ἐὰν μὲν εἶναι ἄνδρας, θὰ
εἶναι δεκαπέντε ἀσημένια δίδραχμα, καὶ
ἐὰν εἶναι γυναῖκα, δέκα δίδραχμα.
|
8
Ἐὰν δὲ ταπεινὸς ᾖ τῇ τιμῇ,
στήσεται ἐναντίον τοῦ ἱερέως,
καὶ τιμήσεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς·
καθάπερ ἰσχύει ἡ χεὶρ τοῦ
εὐξαμένου, τιμήσεται αὐτὸν ὁ
ἱερεύς. |
8
Ἐὰν ὅμως κανεὶς εἶναι πτωχὸς
καὶ ἀδυνατῇ νὰ καταβάλῃ
τὴν τιμὴν τῆς ἐξαγορᾶς του,
θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ ἱερέως,
καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ κανονίσῃ
τὴν τιμήν. Θὰ τὴν κανονίσῃ
ἀναλόγως τῆς οἰκονομικῆς ἀντοχῆς
αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκαμε
τὸ τάμα. |
8
Ἐὰν ὅμως αὐτὸς ποὺ ἔκανε
τὸ τάμα εἶναι πτωχὸς καὶ δὲν
ἠμπορῇ νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς
τὴν ἀξίαν τοῦ τάματος, θὰ παρουσιασθῇ
ἐνώπιον τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἱερεὺς
θὰ προσδιορίσῃ ἐκεῖ τὴν τιμήν,
ποὺ πρέπει νὰ καταβάλῃ. Θὰ ὁρίσῃ
δὲ ὁ ἱερεὺς τὸ ποσὸν ἀναλόγως
πρὸς τὴν οἰκονομικὴν εὐχέρειαν
ἐκείνου, ποὺ ἔκανε τὸ τάμα.
|
9
Ἐὰν δὲ ἀπὸ τῶν πτηνῶν
τῶν προσφερομένων ἀπ' αὐτῶν
δῶρον τῷ Κυρίῳ, ὃς ἂν
δῷ ἀπὸ τούτων τῷ Κυρίῳ,
ἔσται ἅγιον. |
9
Ἐὰν κανεὶς ἔχῃ τάξει εἰς
τὸν Κύριον ἕνα ἀπὸ τὰ
καθαρὰ πτηνά, ποὺ προσφέρονται ὡς
θυσία, θὰ προσφέρῃ εἰς τὸν
Κύριον αὐτὸ τοῦτο τὸ πτηνόν.
|
9
Ἐὰν δὲ κάποιος κάνῃ τάμα καὶ
ὑποσχεθῇ νὰ προσφέρῃ ὡς δῶρον
εἰς τὸν Κύριον ἕνα ἀπὸ τὰ
πτηνὰ τὰ καθαρά, ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ
προσφέρωνται διὰ θυσίαν, ὀτιδήποτε θὰ προσφέρῃ
ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὸν Κύριον,
θὰ εἶναι ἅγιον καὶ ἱερόν, ξεχωρισμένον
διὰ τὸν ἅγιον Θεόν. |
10
Οὐκ ἀλλάξει αὐτὸ καλὸν
πονηρῷ, οὐδὲ πονηρὸν καλῷ·
ἐὰν δὲ ἀλλάσσων ἀλλάξῃ
αὐτὸ κτῆνος κτήνει, ἔσται αὐτὸ
καὶ τὸ ἄλλαγμα ἅγια.
|
10
Δὲν θὰ ἀντικαταστήσῃ τὸ
καθαρὸν τοῦτο πτηνὸν μὲ ἄλλο
κατώτερον οὔτε τὸ κατώτερον μὲ
ἄλλο καλύτερον. Ἐὰν δὲ τάξῃς
ἕνα ἀπὸ τὰ ζῶα σου καὶ
ἀλλάξῃς αὐτὸ μὲ ἄλλο,
θὰ προσφέρῃς εἰς τὸν Θεὸν
καὶ τὸ ζῶον ποὺ ἔταξες, καὶ
τὸ ζῶον ποὺ προσέφερες ὡς ἀντάλλαγμα.
|
10
Δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀλλάξῃ καὶ
νὰ δώσῃ ἀντὶ τοῦ καλοῦ
κάποιο ἄλλο χειρότερον, ἢ ἀντὶ τοῦ
κατωτέρου κάποιο ἀνώτερον. Ἐὰν ὅμως
ἀλλάξῃ ὁπωσδήποτε τὸ ζῶον ποὺ
ἔταξε μὲ ἄλλο ζῶον, τότε καὶ
τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο θὰ
εἶναι ἅγια καὶ θὰ ἀνήκουν εἰς
τὸν Κύριον. |
11
Ἐὰν δὲ πᾶν κτῆνος ἀκάθαρτον,
ἀφ' ὧν οὐ προσφέρεται ἀπ' αὐτῶν
δῶρον τῷ Κυρίῳ, στήσει τὸ
κτῆνος ἔναντι τοῦ ἱερέως,
|
11
Ἐὰν ὅμως τάξῃς πρὸς τὸν
Θεὸν ζῶον ἀκάθαρτον, ἀπὸ
ἐκεῖνα τὰ ὁποία δὲν πρέπει
νὰ πρασφέρωνται θυσία πρὸς τὸν
Θεόν, θὰ παρουσιάσῃς τὸ ζῶον
ἐνώπιον τοῦ ἱερέως,
|
11
Καὶ ἐὰν τάξῃ εἰς τὸν Θεὸν
ὁποιοδήποτε ἀκάθαρτον ζῶον, ἀπὸ
αὐτὰ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
προσφέρωνται διὰ θυσίαν εἰς τὸν Κύριον,
θὰ φέρῃ καὶ θὰ παρουσιάσῃ τὸ
ζῶον ἐνώπιον τοῦ ἱερέως·
|
12
καὶ τιμήσεται αὐτὸ ὁ ἱερεὺς
ἀνὰ μέσον καλοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον πονηροῦ, καὶ καθότι ἂν
τιμήσηται αὐτὸ ὁ ἱερεύς,
οὕτω στήσεται. |
12
ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ ἐκτιμήσῃ
αὐτὸ κατὰ τὰ πλεονεκτήματα καὶ
μειονεκτήματα ποὺ ἔχει, καὶ κατὰ
τὴν ἐκτίμησιν τοῦ ἱερέως
θὰ κανονισθῇ εἰς χρῆμα ἡ ἀξία
του. |
12
καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ διατιμήσῃ
τὸ ζῶον ἀναλόγως πρὸς τὰ πλεονεκτήματα
καὶ μειονεκτήματά του. Συμφώνως δὲ πρὸς
τὴν ἐκτίμησιν, ποὺ θὰ κάνῃ ὁ
ἱερεύς, θὰ ὁρισθῇ σταθερὰ ἡ
ἀξία του. |
13
Ἐὰν δὲ λυτρούμενος λυτρώσηται
αὐτό, προσθήσει τὸ ἐπίπεμπτον
πρὸς τὴν τιμὴν αὐτοῦ.
|
13
Ὅταν, λοιπόν, θελησῃ ὁ ἰδιοκτήτης
του, νὰ ἐξαγοράσῃ τὸ ζῶον
τοῦ ταξίματός του, θὰ πληρώσῃ
τὴν τιμήν, ποὺ καθώρισεν ὁ ἱερεύς,
εἰς τὴν ὁποίαν θὰ προσθέσῃ
καὶ τὸ ἓν πέμπτον τῆς καθορισθείσης
τιμῆς. |
13
Ἐὰν δὲ αὐτὸς ποὺ τὸ
ἔταξε, θελήσῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ
μὲ
χρήματα, θὰ πληρώσῃ καὶ ἓν πέμπτον
ἐπὶ πλέον τῆς ὡρισμένης ἀξίας
του. |
14
Καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἂν ἁγιάσῃ
τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἁγίαν
τῷ Κυρίῳ, καὶ τιμήσεται αὐτὴν
ὁ ἱερεύς, ἀνὰ μέσον καλῆς
καὶ ἀνὰ μέσον πονηρᾶς·
ὡς ἂν τιμήσηται αὐτὴν ὁ
ἱερεύς, οὕτω σταθήσεται.
|
14
Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος θελήσῃ
νὰ ἀφιερώσῃ εἰς τὸν Κύριον
τὴν οἰκίαν του, ὁ ἱερεὺς
θὰ ἐκτιμήσῃ αὐτὴν ἀναλόγως
τῶν πλεονεκτημάτων καὶ μειονεκτημάτων
της καὶ ἡ ἐκτίμησις αὐτὴ
τοῦ ἱερέως θὰ ἔχῃ ἰσχύν.
|
14
Ὅταν δὲ κάποιος ἄνθρωπος ἀφιερώσῃ
τὸ σπίτι του εἰς τὸν Κύριον, διὰ νὰ
εἶναι πλέον ἅγιον καὶ ἱερόν, θὰ
τὸ διατιμήσῃ ὁ ἱερεὺς ἀναλόγως
πρὸς τὰ πλεονεκτήματα καὶ τὰ μειονεκτήματά
του. Καὶ θὰ μείνῃ πλέον σταθερὰ ἡ
ἀξία του, ὅπως θὰ τὸ ἐκτιμήσῃ
ὁ ἱερεύς. |
15
Ἐὰν δὲ ὁ ἁγιάσας αὐτὴν
λυτρῶται τὴν οἰκίαν αὐτοῦ,
προσθήσει ἐπ' αὐτὸ τὸ ἐπίπεμπτον
τοῦ ἀργυρίου τῆς τιμῆς, καὶ
ἔσται αὐτῷ. |
15
Ἐὰν δὲ αὐτὸς ποὺ ἔταξε
τὴν οἰκίαν του, θελήσῃ νὰ
τὴν ἐξαγοράσῃ, θὰ προσθέσῃ
καὶ τὸ ἓν πέμπτον τῆς ἀξίας
της εἰς ἄργυρον, καὶ ἡ οἰκία
θὰ εἶναι καὶ θὰ μείνῃ
ἰδική του. |
15
Ἐὰν ὅμως αὐτός, ποὺ ἀφιέρωσεν
εἰς τὸν Κύριον τὸ σπίτι του, θελήσῃ
νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρῆμα,
θὰ καταβάλῃ ἐπὶ πλέον καὶ τὸ
ἓν πέμπτον τῆς ἀξίας του εἰς χρῆμα
καὶ τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του.
|
16
Ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ
τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ ἁγιάσῃ
ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔσται
ἡ τιμὴ κατὰ τὸν σπόρον αὐτοῦ,
κόρου κριθῶν πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου.
|
16
Ἐὰν δὲ κανεὶς τάξῃ εἰς
τὸν Κύριον ἀγρὸν ἀπὸ τὴν
κληρονομίαν του, ἡ τιμὴ διὰ τὴν
ἐξαγορὰν αὐτοῦ θὰ κανονισθῇ
ἀναλόγως τοῦ ριπτομένου εἰς
αὐτὸν σπόρου. Ἐὰν ὁ σπόρος
εἶναι βάρους ἑνὸς κόρου (201
περίπου κιλά), θὰ καταβάλῃ πεντήκοντα
ἀργυρᾶ δίδραχμα. |
16
Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος κάνῃ
τάμα νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον μέρος
ἀπὸ τὰ χωράφια, ποὺ εἶναι ἰδικά
του κληρονομικῶς, ἡ ἀξία αὐτοῦ
τοῦ κτήματος θὰ ὑπολογίζεται συμφώνως πρὸς
τὸν σπόρον, ποὺ χρησιμοποιεῖται διὰ
τὴν σποράν του, πενήντα δίδραχμα ἀσημένια
διὰ κάθε κόρον, μὲ τὸν ὁποῖον
ζυγίζουν τὸ κριθάρι. |
17
Ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἐνιαυτοῦ
τῆς ἀφέσεως ἁγιάσῃ τὸν
ἀγρόν αὐτοῦ, κατὰ τὴν
τιμὴν αὐτοῦ στήσεται.
|
17
Ἐὰν κανεὶς τάξῃ τὸν ἀγρόν
του ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ
ἔτους τῆς ἀφέσεως, θὰ ὑπολογισθῇ
ὁλόκληρος ἡ ἀξία του,
|
17
Καὶ ἐὰν τάξῃ τὸ χωράφι του εἰς
τὸν Κύριον μὲ τὴν ἔναρξιν τοῦ
Ἰωβηλαίου ἔτους, ὁπότε οὔτε θὰ
τὸ σπείρῃ οὔτε θὰ τὸ θερίσῃ,
θὰ καταβάλῃ εἰς τὸ ἀκέραιον
ὅλον τὸ ποσόν, συμφώνως πρὸς τὴν ἐκτίμησίν
τοῦ ἱερέως. |
18
Ἐὰν δὲ ἔσχατον μετὰ τὴν
ἄφεσιν ἁγιάσῃ τὸν ἀγρόν
αὐτοῦ, προσλογιεῖται αὐτῷ ὁ
ἱερεὺς τὸ ἀργύριον ἐπὶ
τὰ ἔτη τὰ ἐπίλοιπα, ἕως
εἰς τὸν ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως,
καὶ ἀνθυφαιρεθήσεται ἀπὸ τῆς
συντιμήσεως αὐτοῦ.
|
18
Ἐὰν ὅμως τάξῃ τὸν ἀγρόν
του μετὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως,
ὁ ἱερεὺς θὰ ὑπολογίσῃ
τὸ ἀργύριον, ποὺ πρέπει νὰ
καταβληθῇ, ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ
τῶν ἐτῶν, τὰ ὁποία ὑπολείπονται
μέχρι τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως
καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ
τὴν ἀξίαν τοῦ ἀγροῦ τὸ
σχετικὸν ποσόν. |
18
Ἐὰν ὅμως τάξῃ τὸ χωράφι του,
ἀφοῦ θὰ ἔχῃ περάσει πλέον τὸ
Ἰωβηλαῖον ἔτος τῆς ἀφέσεως,
θὰ λογαριάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ
χρηματικὸν ποσόν, ποὺ θὰ ἐξοδεύσῃ
αὐτὸς διὰ τὸ χωράφι μέσα εἰς
τὰ χρόνια ποὺ ὑπολείπονται ἕως τὸ
ἑπόμενον Ἰωβηλαῖον ἔτος, καὶ
θὰ ἀφαιρέσῃ τὰ ἔξοδά του
ἀπὸ τὴν ὁλικὴν ἀξίαν τοῦ
κτήματος. |
19
Ἐὰν δὲ λυτρῶται τὸν ἀγρόν
ὁ ἁγιάσας αὐτόν, προσθήσει
τὸ ἐπίπεμπτον τοῦ ἀργυρίου
πρὸς τὴν τιμὴν αὐτοῦ, καὶ
ἔσται αὐτῷ. |
19
Ὁπωσδήποτε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
θὰ θελήσῃ νὰ ἐξαγοράσῃ
τὸν ἀγρὸν τοῦ ταξίματός
του, θὰ προσθέσῃ εἰς τὴν τιμήν,
ποὺ θὰ καθορισθῇ, καὶ τὸ ἓν
πέμπτον ἀκόμη, καὶ ἔτσι ὁ
ἀγρὸς θὰ εἶναι ἰδικός
του. |
19
Ἐὰν κάποιος, ποὺ ἔταξε τὸ χωράφι
του, θελήσῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ
μὲ χρήματα, θὰ καταβάλῃ καὶ ἓν
πέμπτον ἐπὶ πλέον τῆς χρηματικῆς ἀξίας
του καὶ τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του.
|
20
Ἐὰν δὲ μὴ λυτρῶται τὸν
ἀγρόν, καὶ ἀποδῶται τὸν
ἀγρόν ἀνθρώπῳ ἑτέρῳ,
οὐκέτι μὴ λυτρώσηται αὐτόν.
|
20
Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃ νὰ
ἐξαγοράσῃ τὸν ἀγρόν του,
τὸν πωλήσῃ δὲ βεβαρημένον, ὅπως
εἶναι, εἰς ἄλλον ἄνθρωπον, δὲν
δύναται πλέον νὰ τὸν ἐξαγοράσῃ·
|
20
Ἐὰν ὅμως δὲν καταβάλῃ τὰ
λύτρα διὰ τὴν ἑξαγορὰν τοῦ κτήματος
ποὺ ἔταξε, ἀλλὰ τὸ πωλήσῃ
ἐν τῷ μεταξὺ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον,
δὲν θὰ δικαιοῦται πλέον νὰ τὸ
ἑξαγοράσῃ οὐδέποτε.
|
21
Ἀλλ' ἔσται ὁ ἀγρὸς ἐξεληλυθυίας
τῆς ἀφέσεως ἅγιος τῷ Κυρίῳ,
ὥσπερ ἡ γῆ ἡ ἀφωρισμένῃ·
τῷ ἱερεῖ ἔσται κατάσχεσις αὐτοῦ.
|
21
ἀλλὰ ὅταν θὰ ἔλθῃ τὸ
ἔτος τῆς ἀφέσεως, ὁ ἀγρὸς
θὰ εἶναι ἀφιερωμένος εἰς τὸν
Κύριον, ὅπως ἄλλωστε ὅλη ἡ γῆ
ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον. Ὁ
ἀγρὸς θὰ γίνῃ ἰδιοκτησία
τῶν ἱερέων. |
21
Τὸ χωράφι αὐτό, ὅταν θὰ περάσῃ
τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος τῆς ἀφέσεως,
κατὰ τὸ ὁποῖον ἀκυρώνονται
αἱ ἀγοραπωλησίαι, θὰ ἀνήκῃ
εἰς τὸν Κύριον, ὅπως κάθε κτῆμα ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Θεόν. Θὰ περιέλθῃ εἰς
τὰ χέρια τῶν ἱερέων. |
22
Ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ
οὖ κέκτηται, ὃς οὐκ ἔστιν ἀπὸ
τοῦ ἀγροῦ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ,
ἁγιάσῃ τῷ Κυρίῳ,
|
22
Ἐὰν τάξῃ ἀγρόν, ὁ
ὁποῖος δὲν περιῆλθεν εἰς τὴν
ἰδιοκτησίαν του ἀπὸ κληρονομίαν
ἀλλὰ ἀπὸ ἀγοράν,
|
22
Ἐὰν ὅμως τάξῃ εἰς τὸν
Κύριον μέρος ἀπὸ τὰ χωράφια, ποὺ ἀπέκτησεν
ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ εἶχε κληρονομικῶς,
|
23
ὁ ἱερεὺς λογιεῖται πρὸς αὐτὸν
τὸ τέλος τῆς τιμῆς ἐκ τοῦ
ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως, καὶ
ἀποδώσει τὴν τιμὴν ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἅγιον
τῷ Κυρίῳ. |
23
ὁ ἱερεὺς θὰ λογαριάσῃ
τὴν ἀξίαν τοῦ ἀγροῦ ἀναλόγως
τῶν ἐτῶν, ποὺ ὑπολείπονται
μέχρι τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως,
καὶ ὁ θέλων νὰ ἐξαγοράσῃ
αὐτὸν τὸν ἀγρόν τοῦ ταξίματός
του θὰ καταβάλῃ πρὸς τὸν Κύριον
κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν
τὸ κανονισθὲν τίμημα.
|
23
ὁ ἱερεὺς θὰ λογαριάσῃ εἰς
αὐτὸν τὴν χρηματικὴν ἀξίαν τοῦ
κτήματος ἀναλόγως τοῦ χρόνου, ποὺ μεσολαβεῖ
μέχρι τοῦ νέου Ἰωβηλαίου ἔτους, καὶ
ὁ ἄνθρωπος θὰ καταβάλῃ κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν ὡρισμένην
ἀξίαν ὡς ἁγίαν προσφορὰν διὰ
τὸν Κύριον. |
24
Καὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῆς
ἀφέσεως ἀποδοθήσεται ὁ ἀγρὸς
τῷ ἀνθρώπῳ παρ' οὗ κέκτηται
αὐτόν, οὗ ἦν ἡ κατάσχεσις
τῆς γῆς. |
24
Κατὰ δὲ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως
ὁ ἀγρὸς θὰ ἀποδοθῇ εἰς
τὸν πρῶτον αὐτοῦ ἰδιοκτήτην,
ὁ ὁποῖος ἐκ κληρονομίας εἶχεν
αὐτὸν ὡς ἰδιοκτησίαν.
|
24
Ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ Ἰωβηλαῖον
ἔτος, τὸ χωράφι αὐτὸ θὰ ἐπιστραφῇ
εἰς τὸν πρῶτον ἰδιοκτήτην του, ποὺ
τὸ εἶχε κληρονομικῶς καὶ ἀπὸ
τὸν ὁποῖον τὸ ἀγόρασεν
ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔταξε.
|
25
Καὶ πᾶσα τιμὴ ἔσται σταθμίοις
ἁγίοις· εἴκοσιν ὀβολοὶ
ἔσται τὸ δίδραχμον.
|
25
Κάθε ἐκτίμησις θὰ γίνεται σύμφωνα
μὲ τὰ ἱερὰ ζύγια. Εἴκοσι
ὀβολοὶ θὰ εἶναι ἕνα δίδραχμον.
|
25
Κάθε δὲ ἐκτίμησις θὰ γίνεται μὲ τὰ
μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ νομίσματα, ποὺ
κυκλοφοροῦν εἰς τὸν ἅγιον τόπον τῆς
λατρείας. Τὸ δίδραχμον θὰ ἰσοῦται
μὲ εἴκοσι ὀβολούς.
|
26
Καὶ πᾶν πρωτότοκον ἃ ἐὰν
γένηται ἐν τοῖς κτήνεσί
σου, ἔσται τῷ Κυρίῳ, καὶ οὐ
καθαγιάσει αὐτὸ οὐδεῖς·
ἐάν τε μόσχον ἐάν τε πρόβατον,
τῷ Κυρίῳ ἐστίν.
|
26
Κάθε πρωτότοκον, τὸ ὁποῖον θὰ
γεννήσουν τὰ ζῶα σου ἀνήκει
εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἄρα δὲν
ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ τάξῃ,
διότι εἴτε μόσχος εἶναι εἴτε
πρόβατον, ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον.
|
26
Κάθε δὲ πρωτότοκον, ποὺ θὰ γεννηθῇ
εἰς τὰ ζῶα σου, θὰ ἀνήκῃ
εἰς τὸν Κύριον. Καὶ δὲν δικαιοῦται
κανεὶς νὰ τάξῃ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ
εἰς τὸν Κύριον, διότι αὐτά, εἴτε εἶναι
μοσχάρι εἴτε πρόβατον, ἀνήκουν αὐτοδικαίως
ἀπὸ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεώς
των εἰς τὸν Κύριον. |
27
Ἐὰν δὲ τῶν τετραπόδων τῶν
ἀκαθάρτων ἀλλάξῃ κατὰ
τὴν τιμὴν αὐτοῦ, καὶ προσθήσει
τὸ ἐπίπεμεπτον πρὸς αὐτό,
καὶ ἔσται αὐτῷ· ἐὰν
δὲ μὴ λυτρῶται, πραθήσεται κατὰ
τὸ τίμημα αὐτοῦ.
|
27
Ἐὰν τάξῃ ἕνα ἀπὸ
τὰ τετράποδα ἀκάθαρτα ζῶα, θὰ
ἀνταλλάξῃ αὐτὸ μὲ χρήματα,
θὰ προσθέσῃ τὸ ἓν πέμπτον
τῆς ἀξίας ἐπὶ πλέον, καὶ
ἔτσι τὸ ζῶον τοῦ ταξίματος θὰ
τοῦ ἀνήκῃ. Ἐὰν ὅμως
δὲν τὸ ἐξαγοράσῃ, τότε
αὐτὸ θὰ πωληθῇ εἰς ἄλλον
εἰς τὴν τιμήν, τὴν ὁποίαν
ἔχει ὁρίσει ὁ ἱερεύς.
|
27
Ἐὰν ὅμως κάποιος τάξῃ ἀπὸ
τὰ πρωτότοκα, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὰ
ἀκάθαρτα ζῶα, τὰ ὁποῖα δὲν
προσφέρονται ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον, ἠμπορεῖ
νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸ τάμα του μὲ
τὴν ἀνάλογον χρηματικὴν ἀξίαν του
καὶ νὰ καταβάλῃ καὶ ἓν πέμπτον
ἐπὶ πλέον τῆς ἀξίας του καὶ
θὰ εἶναι πλέον τὸ ζῶον ἰδικόν
του. Ἐὰν ὅμὼς δὲν θέλῃ
νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα,
θὰ πωληθῇ αὐτὸ εἰς ἄλλον
ἀναλόγως πρὸς τὴν ἐκτίμησίν του ἀπὸ
τὸν ἱερέα. |
28
Πᾶν δὲ ἀνάθεμα, ὃ ἐὰν
ἀναθῇ ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ
ἀπὸ πάντων, ὅσα αὐτῷ ἐστιν,
ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους
καὶ ἀπὸ ἀγροῦ κατασχέσεως
αὐτοῦ, οὐκ ἀποδώσεται, οὐδὲ
λυτρώσεται· πᾶν ἀνάθεμα ἅγιον
ἁγίων ἔσται τῷ Κυρίῳ.
|
28
Κάθε τι ποὺ ἔχει ἀφιερώσει κανεὶς
πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ ὅλα
ὅσα τοῦ ἀνήκουν, μὲ τάξιμον
ἀνέκκλητον, ἀπὸ ἄνθρωπον ἕως
ζῶον καὶ ἀπὸ ἀγρὸν τῆς
κληρονομίας του, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
τὸ πωλήσῃ εἰς ἄλλον οὔτε
νὰ τὸ ἐξαγοράσῃ. Κάθε
τέτοιο ἀφιέρωμα θὰ εἶναι ἁγιώτατον,
ἀφιερωμένον ὁριστικῶς εἰς τὸν
Κύριον. |
28
Κάθε δὲ ἀφιέρωμα, ποὺ θὰ τὸ
ἀφιερώσῃ ἕνας ἄνθρωπος εἰς
τὸν Κύριον ἐπισήμως, ἐνόρκως καὶ
ἀμετακλήτως ἀπὸ ὅλα, ὅσα
εἶναι ἰδικά του, δηλαδὴ ἀπὸ
ἀνθρώπου μέχρι ζώου καὶ μέχρι κτήματος, ποὺ
εἶναι ἰδικόν του κληρονομικῶς, δὲν
δικαιοῦται πλέον νὰ τὸ πωλήσῃ ἢ
νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα.
Κάθε τέτοιο ἀφιέρωμα εἶναι ἁγιώτατον,
ξεχωρισμένον ὁριστικῶς διὰ τὸν Κύριον.
|
29
Καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνατεθῇ
ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, οὐ λυτρωθήσεται,
ἀλλὰ θανάτῳ θανατωθήσεται.
|
29
Κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διὰ
ταξίματος ἀνεκκλήτου θὰ ταχθῆ
ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸν Κύριον,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαγορασθῇ
ἀλλὰ θὰ μένῃ ἀφιερωμένος
μέχρι θανάτου εἰς τὸν Θεόν.
|
29
Ὁποιοσδήποτε ἐπίσης ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους ἀφιερωθῇ εἰς τὸν Κύριον
ἐπισήμως, ἐνόρκως καὶ ὁριστικῶς,
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγορασθῇ
μὲ χρήματα, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀφιερωμένος
ἕως θανάτου εἰς τὸν Θεόν.
|
30
Πᾶσα δεκάτη τῆς γῆς ἀπὸ
τοῦ σπέρματος τῆς γῆς καὶ τοῦ
καρποῦ τοῦ ξυλίνου τῷ Κυρίῳ
ἐστίν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ.
|
30
Τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ ὅσα
σπείρονται εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ
τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τοὺς
καρποὺς τῶν καρποφόρων δένδρων ἀνήκει
εἰς τὸν Κύριον· θὰ εἶναι
ἀφιερωμένον εἰς αὐτόν.
|
30
Τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ ὅσα παράγει
ἡ γῆ, ἀπὸ τὰ προϊόντα δηλαδὴ
ποὺ σπείρονται εἰς τὰ χωράφια, καὶ
ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων,
ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον. Εἶναι
ἰδιαιτέρα ἁγία μερὶς τοῦ Κυρίου.
|
31
Ἐὰν δὲ λυτρῶται λύτρῳ
ἄνθρωπος τὴν δεκάτην αὐτοῦ,
τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει πρὸς
αὐτόν, καὶ ἔσται αὐτῷ.
|
31
Ἐὰν ὅμως θελήσῃ κανεὶς
νὰ ἐξαγοράσῃ αὐτὴν τὴν
δεκάτην, θὰ καταβάλῃ ἐπὶ
πλέον καὶ τὸ ἓν πέμπτον τῆς
ἀξίας της, καὶ ἡ δεκάτη θὰ
εἶναι ἰδική του |
31
Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος θελήσῃ
νὰ ἑξαγοράσῃ μὲ χρηματικὸν
λύτρον αὐτὸ τὸ ἓν δέκατον τῶν
προϊόντων του, ποὺ ἀνήκει εἰς τὸν
Κύριον, θὰ καταβάλῃ καὶ ἓν πέμπτον
ἐπὶ πλέον τῆς ἀξίας του καὶ
τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του.
|
32
Καὶ πᾶσα δεκάτη βοῶν, καὶ προβάτων
καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἔλθῃ
ἐν τῷ ἀριθμῷ ὑπὸ τὴν
ράβδον, τὸ δέκατον ἔσται ἅγιον
τῷ Κυρίῳ. |
32
Τὸ ἓν δέκατον τῶν βοῶν καὶ
τῶν προβάτων, ὅπως ἐπίσης καὶ
τὸ ἓν δέκατον παντὸς ἄλλου ζώου,
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀριθμοῦνται
μὲ τὴν εἰδικῶς βαμμένην δι'
ἐρυθροῦ χρώματος ράβδον, θὰ
ἀνήκῃ εἰς τὸν Κύριον.
|
32
Καὶ τὸ ἓν δέκατον ἐπίσης ἀπὸ
τὰ βόδια καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα,
καθὼς καὶ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ
ὅλα τὰ ζῶα, ποὺ τὰ ἀριθμεῖ
καὶ τὰ σημαδεύει μὲ τὸ κοκκινοβαμμένο
ραβδί του ὁ βοσκὸς εἰς τὴν στάνην,
θὰ εἶναι ἅγιον, ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Κύριον. |
33
Οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ, οὐδὲ
πονηρὸν καλῷ· ἐὰν δὲ ἀλλάσσων
ἀλλάξῃς αὐτό, καὶ τὸ
ἄλλαγμα αὐτοῦ ἔσται ἅγιον, οὐ
λυτρωθήσεται. |
33
Δὲν θὰ ἀντικαταστήσῃς τὸ
καλὸν μὲ τὸ κατώτερον, οὔτε
τὸ κατώτερον μὲ τὸ καλύτερον.
Ἐὰν τυχὸν καὶ κάμῃς αὐτὴν
τὴν ἀνταλλαγήν, θὰ ἀφιερώσῃς
καὶ τὰ δύο ζῶα εἰς τὸν
Κύριον καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
ἐξαγοράσῃς αὐτά>.
|
33
Δὲν θὰ ἀνταλλάξῃς ἕνα καλὸν
ζώον μὲ κάποιο χειρότερον, ἢ ἕνα κατώτερον
μὲ κάποιο ἀνώτερον. Ἐὰν ὅμως
κάνῃς τὴν ἀνταλλαγήν, τότε καὶ τὸ
δεύτερον ζῶον, ὅπως καὶ τὸ πρῶτον,
θὰ εἶναι ἅγιον, ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Κύριον καὶ δεν θὰ εἶναι
δυνατὸν να ἑξαγορασθῇ καὶ αὐτὸ
μὲ χρήματα>. |
34
Αὗταί εἰσιν αἱ ἐντολαί,
ἂς ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ
πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ
ἐν τῷ ὄρει Σινά. |
34
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαί,
τὰς ὁποίας ἔδωσεν ὁ Κύριος
διὰ τοῦ Μωϋσέως πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας
εἰς τὸ ὄρος Σινά. |
34
Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαὶ
τὰς ὁποίας παρήγγειλεν ὁ Κύριος εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ τοῦ Μωϋσέως εἰς
τὸ ὅρος Σινᾶ. |