Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ούδας
δὲ ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ σὺν
αὐτῷ παρεισπορευόμενοι λεληθότως εἰς
τὰς κώμας προσεκαλοῦντο τοὺς συγγενεῖς
καὶ τοὺς μεμενηκότας ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ
προσλαβόμενοι συνήγαγον εἰς ἐξακισχλίους.
|
Ἰούδας
δὲ ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ σύντροφοί
του εἰσήρχοντο κρυφίως εἰς τὰς
κωμοπόλεις καὶ προσκαλοῦσαν τοὺς ὁμοεθνεῖς
κοντά των, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι
εἶχαν μείνει πιστοὶ εἰς τὸν
ἰουδαϊσμόν. Ἔτσι δὲ προσέλαβαν
καὶ συνεκέντρωσαν ἓξ χιλιάδας ἄνδρας.
|
ν
τῷ μεταξὺ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος
ὠνομάζετο Μακκαβαῖος, καὶ οἱ πιστοὶ
σύντροφοί του εἰσήρχοντο μυστικά, ἀπαρατήρητοι
εἰς τὰ χωριὰ καὶ ἐπροσκαλοῦσαν
τοὺς συμπατριῶτες των καὶ προσελάμβαναν
(ἐστρατολογοῦσαν) ὅσους ἔμεναν πιστοὶ
εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν, μέχρις ὅτου συνεκέντρωσαν
περὶ τὶς ἕξι χιλιάδες (6.000) ἄνδρες.
|
2
Καὶ ἐπικαλοῦντο τὸν Κύριον ἐπιδεῖν
ἐπὶ τὸν ὑπὸ πάντων καταπατούμενον
λαόν, οἰκτεῖραι δὲ καὶ τὸν
ναὸν τὸν ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν
ἀνθρώπων βεβηλωθέντα,
|
2
Παρακαλοῦσαν δὲ τὸν Κύριον, νὰ
ἐπιβλέψῃ μὲ εὐσπλαγχνίαν
εἰς τὸν λαόν του, ὁ ὁποῖος
κατεπατεῖτο ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη.
Νὰ εὐσπλαγχνισθῇ δὲ καὶ τὸν
ναόν του, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβηλωθῇ
ἀπὸ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους.
|
2
Παρακαλοῦσαν δὲ τὸν Κύριον νὰ ἐπιβλέψῃ
μὲ εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα καὶ νὰ
βοηθήσῃ τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος κατεπιέζετο
καὶ κατεπατεῖτο ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἐθνικούς· νὰ εὐσπλαγχνισθῇ
δὲ καὶ νὰ λυπηθῇ καὶ τὸν
Ναόν, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβηλωθῆ
ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους·
|
3
ἐλεῆσαι δὲ καὶ τὴν καταφθειρομένην
πόλιν καὶ μέλλουσαν ἰσόπεδον
γίνεσθαι καὶ τῶν καταβοώντων πρὸς
αὐτὸν αἱμάτων εἰσακοῦσαι,
|
3
Νὰ ἐλεήσῃ καὶ τὴν πόλιν
Ἱερουσαλήμ, ὁποία κατεστρέφετο
καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἰσοπεδοθῇ
καὶ νὰ μεταβληθῇ εἰς ἐρείπια.
Παρακαλοῦσαν αὐτόν, νὰ εἰσακούσῃ
τὴν φωνὴν τῶν ἀθώων αἱμάτων,
τὰ ὁποῖα ἐκραύγαζον πρὸς
αὐτὸν καὶ ἐζητοῦσαν ἐκδίκησιν.
|
3
νὰ εὐσπλαγχνισθῇ ἐπίσης καὶ
τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ὑπέφερε,
κατεστρέφετο καὶ διέτρεχε τὸν κίνδυνον σύντομα
νὰ ἰσοπεδωθῇ. Τὸν παρακαλοῦσαν
ἀκόμη νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν
τοῦ αἵματος τῶν ἀθώων θυμάτων,
ποὺ ἐφώναζαν μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν
πρὸς Αὐτὸν καὶ τοῦ ἐζητοῦσαν
ἐκδίκησιν· |
4
μνησθῆναι δὲ καὶ τῆς τῶν ἀναμαρτήτων
νηπίων παρανόμου ἀπωλείας καὶ
περὶ τῶν γενομένων εἰς τὸ ὄνομα
αὐτοῦ βλασφημιῶν καὶ μισοπονηρῆσαι.
|
4
Νὰ ἐνθυμηθῇ τοὺς ἀδίκους
θανάτους τῶν ἀθώων νηπίων, τὰς
βλασφημίας αἱ ὁποῖαι ἐξεσφενδονίζοντο
ἐναντίον τοῦ ἁγίου του ὀνόματος,
καὶ νὰ δείξῃ τὴν ἀπέχθειαν
καὶ τὸ μῖσος του ἐναντίον τῶν
κακῶν ἀνθρώπων.
|
4
νὰ ἐνθυμηθῇ ἐπίσης τὴν μισητὴν
καὶ ἐγκληματικὴν σφαγὴν τῶν
ἀθώων νηπίων καὶ τὶς βλασφημίες, ποὺ
ἐξετοξεύοντο κατὰ τοῦ ἁγίου
Ὀνόματός του, καὶ νὰ δείξῃ τὴν
ἀποστροφὴν καὶ τὴν ἀπέχθειάν
του μὲ τὸ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς πονηροὺς
καὶ κακοὺς ἀνθρώπους.
|
5
Γενόμενος δὲ ἐν συστήματι ὁ
Μακκαβαῖος ἀνυπόστατος ἤδη τοῖς
ἔθνεσιν ἐγίνετο, τῆς ὀργῆς
τοῦ Κυρίου εἰς ἔλεον τραπείσης.
|
5
Ὁ Μακκαβαῖος ἐτέθη ἐπικεφαλῆς
πολυαρίθμου ἐπαναστατικοῦ στρατοῦ
καὶ ἔγινεν ἀκαταμάχητος ἀπὸ
τὰ ἄλλα ἔθνη, διότι ἡ ἕως
τώρα ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίον
τοῦ ἔθνους τοῦ μετετράπη εἰς
εὐσπλαγχνίαν.
|
5
Μόλις δὲ ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος
ἀπέκτησεν ὠργανωμένην στρατιωτικὴν
δύναμιν, ἀπεδείχθη συντόμως ἀνίκητος ἀπὸ
τοὺς ἐθνικούς, διότι ἡ μέχρι τότε ὀργὴ
τοῦ Κυρίου εἶχε μεταστραφῆ εἰς ἔλεος
καὶ εὐσπλαγχνίαν. |
6
Πόλεις δὲ καὶ κώμας ἀπροσδοκήτως
ἐρχόμενος ἐνεπίμπρα καὶ τοὺς
ἐπικαίρους τόπους ἀπολαμβάνων
οὐκ ὀλίγους τῶν πολεμίων ἐνίκα
τροπούμενος |
6
Ἔπέπιπτε δὲ αἰφνιδίως ἐναντίον
ἐχθρικῶν πόλεων καὶ χωρίων καὶ
τὰ κατέκαιε. Κατελάμβανε προσφόρους
θέσεις καὶ ἐπετύγχανε πολλὰς
νίκας ἐναντίον τῶν πολεμίων
κατατροπώνων αὐτούς.
|
6
Ἐπετίθετο δὲ ἔξαφνα καὶ ἀπροσδόκητα
ἐναντίον πόλεων καὶ χωρίων, ποὺ κατεῖχαν
οἱ ἐχθροί, καὶ τὰ ἐπυρπολοῦσε·
καὶ ἀφοῦ κατελάμβανε θέσεις - κλειδιά,
ἐνικοῦσε πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ
τοὺς κατέφερε πολλὰ σοβαρὰ κτυπήματα.
|
7
μάλιστα τὰς νύκτας πρὸς τὰς
τοιαύτας ἐπιβουλὰς συνεργοὺς ἐλάμβανε.
Καὶ λαλιά τις τῆς εὐανδρίας
αὐτοῦ διεχεῖτο πανταχῆ.
|
7
Αἱ ἐπιθέσεις του ἐγίνοντο κυρίως
κατὰ τὰς νύκτας, τὰς ὁποίας
καὶ ἐπροτιμοῦσε διὰ τὴν ἐπιτυχίαν
τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ φήμη τῆς
ἀνδρείας του διεδίδετο πανταχοῦ.
|
7
Τὶς αἰφνιδιαστικὲς αὐτὲς ἐπιθέσεις
τὶς ἐπραγματοποιοῦσε ἰδιαιτέρως κατὰ
τὴν νύκτα, διότι ἡ νύκτα τὸν διηυκόλυνε
πολὺ διὰ τὶς τοιούτου εἴδους ἐπιθέσεις.
Ἡ δὲ φήμη τῆς γενναιότητος καὶ τοῦ
ἡρωϊσμοῦ του διεδίδετο παντοῦ καὶ
ἐγίνετο ἀντικείμενον συζητήσεως ἀπὸ
ὅλους. |
8
Συνορῶν δὲ ὁ Φίλιππος κατὰ μικρὸν
εἰς προκοπὴν ἐρχόμενον τὸν ἄνδρα,
πυκνότερον δὲ ἐν ταῖς εὐημερίαις
προβαίνοντα, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Κοίλης
Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν ἔγραψεν
ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ βασιλέως
πράγμασιν.
|
8
Ἔβλεπε δὲ ὁ Φίλιππος, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς εἰς μικρὸν χρονικὸν
διάστημα ἐσημείωσε τοιαύτας προόδους
καὶ ὅτι αἱ ἐπιτυχεῖς ἐπιδρομαί
του ἐγίνοντο συχνότεραι. Δι' αὐτὸ
ἔγραψε πρὸς τὸν Πτολεμαῖον, τὸν
στρατιωτικὸν διοικητὴν τῆς Κοίλης
Συρίας καὶ τῆς Φοινίκης, νὰ
βοηθήσῃ εἰς τὰ πράγματα τοῦ
βασιλέως.
|
8
Ὅταν ὅμως ὁ ἐπιστάτης τῆς Ἱερουσαλήμ,
ὁ Φίλιππος, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν
Φρυγίαν, εἶδεν ὅτι ὁ Ἰούδας εἶχε
σιγά - σιγὰ σταθερὰν πρόοδον καὶ ἐπετύγχανεν
ὁλονὲν περισσότερες καὶ συχνότερες ἐπιτυχίες,
ἔγραψε πρὸς τὸν Πτολεμαῖον, τὸν
στρατιωτικὸν διοικητὴν τῆς Κοίλης Συρίας
καὶ τῆς Φοινίκης, διὰ νὰ ἔλθῃ
εἰς βοήθειαν καὶ ἔτσι νὰ προστατεύσῃ
τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλιᾶ.
|
9
Ὁ δὲ ταχέως προχειρισάμενος Νικάνορα
τὸν τοῦ Πατρόκλου τῶν πρώτων
φίλων ἀπέστειλεν ὑποτάξας παμφύλων
ἔθνη οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων
τὸ σύμπαν τῶν Ἰουδαίων ἐξᾶραι
γένος· συνέστησε δὲ αὐτῷ
καὶ Γοργίαν ἄνδρα στρατηγὸν καὶ
ἐν πολεμικαῖς χρείαις πεῖραν ἔχοντα.
|
9
Ὁ Πτολεμαῖος ἐξέλεξε ταχέως
διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ τὸν
Νικάνορα, υἱὸν τοῦ Πατρόκλου
ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπὸ τοὺς
πρώτους φίλους τοῦ βασιλέως. Τὸν
ἀπέστειλεν ἐπικεφαλῆς εἴκοσι
χιλιάδων περίπου ἀνδρῶν στρατολογημένων
ἀπὸ τὰ διάφορα ἔθνη, διὰ
νὰ ἐξοντώσουν τὸ ἔθνος τῶν
Ἑβραίων. Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν
καὶ τὸν Γοργίαν, ἄνδρα στρατιωτικόν,
ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ πεῖραν
εἰς τὰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις.
|
9
Ἀμέσως ὁ Πτολεμαῖος, ἀφοῦ ἐξέλεξε
τὸν Νικάνορα, τὸν υἱὸν τοῦ Πατρόκλου,
ἕνα ἀπὸ τοὺς πρώτους Φίλους τοῦ
βασιλιᾶ, τὸν ἀπέστειλεν ἐπὶ
κεφαλῆς τουλάχιστον εἴκοσι χιλιάδων (20.000) ἀνδρῶν,
ποὺ κατήγοντο ἀπὸ διάφορα ἔθνη, διὰ
νὰ ἐξοντώσῃ καὶ ἐξολοθρεύσῃ
ἐντελῶς ὅλον τὸ Ἰουδαϊκὸν
γένος. Ἔδωσε δὲ εἰς αὐτὸν ὡς
συνεργάτην καὶ σύμμαχον τὸν Γοργίαν, ὁ ὁποῖος
ἦταν στρατηγὸς καὶ ἔμπειρος εἰς
τὰ πολεμικὰ πράγματα. |
10
Διεστήσατο δὲ ὁ Νικάνωρ τὸν
φόρον τῷ βασιλεῖ τοῖς Ρωμαίοις
ὄντα ταλάντων δισχιλίων ἐκ τῆς
τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλωσίας ἐκπληρώσειν.
|
10
Ὁ Νικάνωρ ὑπελόγιζεν, ὅτι ἀπὸ
τὴν πώλησιν τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλώτων
θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξοικονομήσῃ
τὰ χρήματα διὰ τὸν φόρον, τὸν
ὁποῖον ὤφειλε νὰ πληρώσῃ
ὁ βασιλεὺς εἰς τοὺς Ρωμαίους
ἀνερχόμενον εἰς δύο χιλιάδας
τάλαντα.
|
10
Ὁ Νικάνωρ ἦταν τόσον πολὺ βέβαιος διὰ
τὴν νίκην, ὥστε ὑπελόγισε καὶ
ἀπεφάσισε νὰ ἐξοφλήσῃ τὶς
δύο χιλιάδες (2.000) τάλαντα, τὰ ὁποῖα ὤφειλεν
ὁ βασιλιᾶς ὡς φόρον εἰς τοὺς
Ρωμαίους, διὰ τῆς πωλήσεως τῶν Ἰουδαίων,
ποὺ θὰ συνελάμβανεν ὡς αἰχμαλώτους!
|
11
Εὐθέως δὲ εἰς τὰς παραθαλασσίους
πόλεις ἀπέστειλε προσκαλούμενος ἐπ'
ἀγορασμὸν Ἰουδαϊκῶν σωμάτων,
ὑπισχνούμενος ἐνενήκοντα σώματα
ταλάντου παραχωρήσειν, οὐ προσδεχόμενος
τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος μέλλουσαν
παρακολουθήσειν ἐπ' αὐτῷ δίκην.
|
11
Ἔσπευσε δὲ μάλιστα καὶ ἀπέστειλεν
εἰς τὰς παραλίους πόλεις ἀνθρώπους,
νὰ προσκαλέσῃ ἐμπόρους διὰ
τὴν ἀγορὰν τῶν Ἰουδαίων
αἰχμαλώτων ὑποσχόμενος ὅτι θὰ
πωλῇ ἐνενήκοντα αἰχμαλώτους
Ἰουδαίους ἀντὶ ἑνὸς ταλάντου.
Δὲν ἐλάμβανε δὲ καθόλου ὑπ'
ὄψιν τὴν τιμωρίαν ἐκ μέρους
τοῦ Παντοκράτορας Θεοῦ, ἡ ὁποία
ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσῃ
ἐναντίον του.
|
11
Ἔστειλε μάλιστα εὐθὺς ἀμέσως ἀπεσταλμένους
εἰς τὶς παραθαλάσσιες πόλεις, διὰ να καλέσῃ
δουλεμπόρους, οἱ ὁποῖοι νὰ ἀγοράσουν
Ἰουδαίους αἰχμαλώτους, ὑποσχόμενος εἰς
αὐτοὺς ὅτι θὰ τοὺς παρέδιδεν
ἐνενήντα αἰχμαλώτους εἰς τὴν τιμὴν
τοῦ ἑνὸς ταλάντου. Ἐσκέπτετο
καὶ ἐνεργοῦσε ὅλα αὐτά, χωρὶς
νὰ ὑπολογίζῃ τὴν ἐκδίκησιν τοῦ
Παντοκράτορος Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο
νὰ στραφῇ ἐναντίον του.
|
12
Τῷ δὲ Ἰούδα προσέπεσε περὶ
τῆς τοῦ Νικάνορος ἑφόδου·
καὶ μεταδόντος αὐτοῦ τοῖς σὺν
αὐτῷ τὴν παρουσίαν τοῦ στρατοπέδου,
|
12
Περιῆλθον ὅμως εἰς γνῶσιν τοῦ
Ἰούδα τὰ περὶ τῆς ἐτοιμαζομένης
αὐτῆς ἐκστρατείας τοῦ Νικάνορος.
Ἐπληροφόρησε δὲ τοὺς ἄνδρας
του διὰ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατοῦ.
|
12
Ἡ εἴδησις περὶ τῆς ἐκστρατείας
τοῦ Νικάνορος ἔφθασεν εἰς τὸν Ἰούδαν,
ὁ ὁποῖος καὶ μετέδωσε τὴν εἴδησιν
εἰς τοὺς ἄνδρας του, ὅτι ὁ ἐχθρὸς
ἐπλησίαζε. |
13
οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες
τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην διεδίδρασκον
καὶ ἐξετόπιζον ἑαυτούς.
|
13
Τότε οἱ μικρόψυχοι ἀπὸ τοὺς
στρατιώτας του καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
δὲν εἶχαν πίστιν εἰς τὴν δικαιοσύνην
τοῦ Θεοῦ, ἐδραπέτευσαν καὶ μετέβησαν
εἰς ἄλλους τόπους.
|
13
Κατόπιν τούτου οἱ δειλοὶ ἀπὸ τοὺς
ἄνδρες του καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἐπίστευαν εἰς τὴν δικαιοσύνην
τοῦ Θεοῦ, ποὺ τιμωρεῖ τὴν ἀσέβειαν,
ἐδραπέτευσαν κρυφὰ καὶ ἔφυγαν εἰς
ἄλλες περιοχές. |
14
Οἱ δὲ τὰ περιλελειμμένα πάντα
ἐπώλουν, ὅμου δὲ τὸν Κύριον
ἠξίουν ρύσασθαι τοὺς ὑπὸ
τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος πρὶν συντυχεῖν
πεπραμένους· |
14
Ἄλλοι δὲ ἄνδρες ἐπωλοῦσαν ὅ,τι
εἶχεν ἀπομείνει εἰς αὐτοὺς
καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριον, νὰ
τοὺς γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια
τοῦ ἀσεβοῦς Νικάνορας, ὁ ὁποῖος
τοὺς εἶχε πωλήσει, πρὶν ἀκόμη
συνάψῃ πρὸς αὐτοὺς μάχην.
|
14
Ἄλλοι δὲ ἐπωλοῦσαν ὅσα ὑπάρχοντα
τοὺς εἶχαν ἀπομείνει, καὶ παρακαλοῦσαν
ταυτοχρόνως τὸν Κύριον νὰ τοὺς γλυτώσῃ
ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ Νικάνορα, ὁ
ὁποῖος τοὺς εἶχε πωλήσει ὡς
δούλους πρὶν ἀκόμη συγκρουσθοῦν εἰς
τὸ πεδίον τῆς μάχης. |
15
καὶ εἰ μὴ δι' αὐτούς, ἀλλὰ
διὰ τὰς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν
διαθήκας καὶ ἕνεκεν τῆς ἐπ'
αὐτοὺς ἐπικλήσεως τοῦ σεμνοῦ
καὶ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος αὐτοῦ.
|
15
Νὰ τοὺς σώσῃ, ἂν ὄχι διότι
αὐτοὶ ἤξιζον μιᾶς τέτοιας σωτηρίας,
ἀλλὰ διὰ τὴν διαθήκην, τὴν
ὁποίαν εἶχε συνάψει πρὸς τοὺς
προγόνους των καὶ διὰ τὸ ἅγιον
καὶ σεβαστὸν καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, μὲ
τὸ ὁποῖον αὐτοὶ ὠνομάζοντο.
|
15
Παρακαλοῦσαν τὸν Κύριον νὰ τοὺς γλυτώσῃ,
ἂν ὄχι διότι τὸ ἄξιζαν, ἀλλὰ
τουλάχιστον διὰ τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ
ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς τοὺς προπάτορές
των, καὶ διότι ἔφεραν τὸ ἅγιον, σεβαστόν,
ἔνδοξον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομά του,
τὸ ὄνομα Ἰσραήλ. |
16
Συναγαγὼν δὲ ὁ Μακκαβαῖος τοὺς
περὶ αὐτὸν ὄντας τὸν ἀριθμὸν
ἐξακισχιλίους παρεκάλει μὴ καταπλαγῆναι
τοὺς πολεμίους, μηδὲ εὐλαβεῖσθαι
τὴν τῶν ἀδίκως παραγινομένων
ἐπ' αὐτοὺς ἐθνῶν πολυπληθίαν,
ἀγωνίσασθαι δὲ γενναίως
|
16
Ὁ Μακκαβαῖος συνεκέντρωσεν ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραμείνει μαζῆ
του, ἀνερχομένους εἰ ἓξ χιλιάδας
ἄνδρας, τοὺς παρότρυνε νὰ μὴ
καταπλαγοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
των καὶ νὰ μὴ φοβηθοῦν ἀπὸ
τὸν μεγάλον ἀριθμὸν τῶν ἐθνικῶν,
οἱ ὁποῖοι ἀδίκως ἐπέρχονται
ἐναντίον των, ἀλλὰ νὰ ἀγωνισθοῦν
μὲ γενναιότητα.
|
16
Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, ἀφοῦ
συνεκέντρωσε τοὺς ἄνδρες, ποὺ εἶχαν
μείνει μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι
ἀνήρχοντο εἰς ἕξι χιλιάδες (6.000), τοὺς
προέτρεπε νὰ μὴ πανικοβληθοῦν ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς, οὔτε νὰ φοβηθοῦν
τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἐθνικῶν,
ποὺ τοὺς ἐπετίθετο ἀδίκως, ἀλλὰ
νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον των μὲ
γενναιότητα· |
17
πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντας τὴν ἀνόμως
εἰς τὸν ἅγιον τόπον συντετελεσμένην
ὑπ' αὐτῶν ὕβριν καὶ τὸν
τῆς ἐμπεπαιγμένης πόλεως οἰκισμόν,
ἔτι δὲ τὴν τῆς προγονικῆς πολιτείας
κατάλυσιν. |
17
Νὰ ἔχουν δὲ ζωηρὰ πρὸ τῶν
ὀφθαλμῶν των τὸν βέβηλον ἐξευτελισμόν,
ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἀπὸ τοὺς
εἰδωλολάτρας εἰς τὸν ἅγιον ναόν,
τὸν βασανισμὸν τῆς χλευαζομένης ἀπὸ
ἐκείνους πόλεως Ἱερουσαλήμ,
ἀκόμη δὲ καὶ τὸ γεγονός,
ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἔχουν πάρει
τὴν ἀπόφασιν νὰ καταλύσουν τὸ
ἰδικόν των θεόσδοτον προγονικὸν πολίτευμα.
|
17
νὰ ἀγωνισθοῦν, ἔχοντες πρὸ ὀφθαλμῶν
τὸν ἐξευτελισμὸν καὶ τὰ ἀποτρόπαια
ἐγκλήματα, ποὺ εἶχαν κάμει οἱ ἐθνικοὶ
εἰς τὸν ἅγιον Ναόν, καὶ τὰ ὑβριστικὰ
καὶ ἀνόσια βάσανα, ποὺ ἐπροξένησαν
εἰς τὴν λεηλατουμένην Ἱερουσαλήμ, καὶ
ἐπὶ πλέον τὴν κατάλυσιν ἐκ μέρους
τῶν εἰδωλολατρῦν του πατροπαραδότου καὶ
θεοσδότου τρόπου ζωῆς τῶν Ἰουδαίων.
|
18
Οἱ μὲν γὰρ ὅπλοις πεποίθασιν
ἅμα καὶ τόλμαις, ἔφησεν, ἡμεῖς
δὲ ἐπὶ τῷ παντοκράτορι Θεῷ,
δυναμένῳ καὶ τοὺς ἐρχομένους
ἐφ' ἡμᾶς καὶ τὸν ὅλον
κόσμον ἐν ἑνὶ νεύματι καταβαλεῖν,
πεποίθαμεν. |
18
Εἰδικώτερον ἔλεγε πρὸς αὐτούς·
<ἐκεῖνοι ἔχουν πεποίθησιν εἰς
τὰ ὅπλα των καὶ εἰς τὰς θρασύτητάς
των, ἡμεῖς ὅμως ἔχομεν πεποίθησιν
εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν, ὁ
ὁποῖος μὲ ἕνα του νεῦμα ἠμπορεῖ
νὰ καταβάλῃ ὅλους ἐκείνους,
ποὺ ἐπέρχονται ἐναντίον μας
καὶ ὁλόκληρον ἀκόμη τὸν
κόσμον>.
|
18
<Ἐκεῖνοι μὲν ἔχουν πεποίθησιν εἰς
τὰ ὅπλα των καὶ εἰς τὴν τόλμην
των>, εἶπεν ὁ Μακκαβαῖος, <ἐνῷ
ἐμεῖς ἔχομεν τὴν πεποίθησιν καὶ
τὴν ἐλπίδα μας εἰς τὸν παντοκράτορα
Θέον, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν
καὶ ἐκείνους, ποὺ ἔρχονται ἐναντίον
μας, καὶ ὁλόκληρον ἀκόμη τὸν κόσμον
νὰ καταβάλῃ μὲ ἕνα μόνον νεῦμα
του>. |
19
Προσαναλεξάμενος δὲ αὐτοῖς καὶ
τὰς ἐπὶ τῶν προγόνων γενόμενος
ἀντιλήψεις καὶ τὴν ἐπὶ
Σενναχηρείμ, ἑκατὸν ὀγδοήκοντα
πέντε χιλιάδες ὡς ἀπώλοντο,
|
19
Ἀπηρίθμησεν ἐπίσης εἰς αὐτοὺς
ἀρχαία παραδείγματα, κατὰ τὰ
ὁποῖα οἱ πρόγονοί των ἔλαβον
βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεόν, μάλιστα
δὲ τὴν ἐναντίον τοῦ Σενναχηρεὶμ
βοήθειαν, ὁπότε ἐξωλοθρεύθησαν
ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδες
ἐχθροί.
|
19
Ἀκόμη τοὺς ὑπενθύμισε καὶ τοὺς
ἀπαρίθμησε τὶς παλαιότερες περιστάσεις,
κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς
ἐβοήθησε τοὺς προπάτορές των. Καὶ
ἰδιαιτέρως τὸ πῶς κατὰ τοὺς
χρόνους τοῦ Σενναχηρεὶμ εἶχαν ἐξολοθρευθῆ
ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες (185.000)
ἐχθροί· |
20
καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ
τὴν πρὸς αὐτοὺς Γαλάτας παράταξιν
γενομένην, ὡς οἱ πάντες ἐπὶ
τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι
σὺν Μακεδόσι τετρακισχιλίοις, τῶν
Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι
τὰς δώδεκα μυριάδας ἀπώλεσαν
διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἀπ'
οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν
πολλὴν ἔλαβον. |
20
Τοὺς ὑπενθύμισε τὴν μάχην, ποὺ
εἶχε δοθῆ ἐναντίον τῶν Γαλάτων
εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ κατὰ τὴν
ὁποίαν ὅλοι - ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι,
οἱ ὁποῖοι εἶχον ἔλθει, διὰ
νὰ λάβουν μέρος, εἰς αὐτήν,
ἦσαν ὀκτὼ χιλιάδες καὶ τέσσαρες
χιλιάδες ἐπὶ πλέον Μακεδόνες.
Οἱ Μακεδόνες ὅμως αὐτοὶ ἠμποδίσθησαν
καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πολεμήσουν.
Αἱ ὀκτὼ δὲ μόνον χιλιάδες
Ἰουδαῖοι κατετρόπωσαν καὶ ἐξωλόθρευσαν
ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας ἐχθρῶν
μὲ τὴν βοήθειαν, ἡ ὁποία
τοὺς ἐστάλη ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
καὶ μὲ τὴν ὁποίαν εἶχαν
ἀποκομίσει τότε μεγάλην ὠφέλειαν.
|
20
καὶ ἐπίσης τὴν μάχην, ποὺ ἐδόθη
ἐναντίον τῶν Γαλατῶν εἰς τὴν
Βαβυλωνίαν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἰ
Ἰουδαῖοι, ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς
αὐτήν, ἦσαν ὀκτὼ χιλιάδες (8.000)
μαζὶ μὲ τέσσερις χιλιάδες (4.000) Μακεδόνες· ἐν
τούτοις, ὅταν οἱ Μακεδόνες εὑρέθησαν εἰς
δύσκολον θέσιν καὶ δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ πολεμήσουν, οἱ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000)
Ἰουδαῖοι ἐνίκησαν καὶ κατέστρεψαν
τὶς ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000)
τῶν Γαλατῶν, ἕνεκα τοῦ ὅτι ἔλαβαν
βοήθειαν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμάζευσαν
μάλιστα καὶ πλούσια λάφυρα. |
21
Ἐφ' οἷς εὐθαρσεῖς αὐτοὺς
ποροστήσας καὶ ἑτοίμους ὑπὲρ
τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν,
τετραμερές τι τὸ στράτευμα ἐποίησε.
|
21
Ἀφοῦ μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς
ὁ Ἰούδας τοὺς ἔδωσε θάρρος
καὶ τοὺς προπαρεσκεύασε νὰ εἶναι
ἕτοιμοι καὶ νὰ ἀποθάνουν ἀκόμη
ἀγωνιζόμενοι ὑπὲρ τῶν θείων
νόμων καὶ τῆς πατρίδος των, διήρεσε
τὸν στρατόν του εἰς τέσσαρα σώματα.
|
21
Ἀφοῦ μὲ τὰ γεγονότα αὐτά, ποὺ
τοὺς ὑπενθύμισε, ἀνεπτέρωσε τὸ ἠθικόν
των, τοὺς ἔδωκε θάρρος καὶ τοὺς ἐνεψύχωσεν,
ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ βαδίσουν
κατὰ τοῦ ἐχθροῦ χάριν τῶν νόμων
καὶ τῆς πατρίδος μὲ τὴν ἀπόφασιν
τοῦ θανάτου, διῄρεσε τὸ στράτευμά του εἰς
τέσσερα σώματα (φάλαγγες). |
22
Τάξας καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ
προηγουμένους ἑκατέρας τάξεως, Σίμωνα
καὶ Ἰώσηφον καὶ Ἰωνάθαν,
ὑποτάξας ἑκάστῳ χιλίους
πρὸς τοῖς πεντακοσίους, |
22
Ἐπικεφαλῆς δὲ εἰς κάθε σῶμα
στρατοῦ ἔθεσεν ἕνα ἕκαστον ἀπὸ
τοὺς ἀδελφούς του· τὸν Σίμωνα,
τὸν Ἰώσηφον καὶ τὸν Ἰωνάθαν.
Καὶ ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς ἀνὰ
χιλίους πεντακοσίους ἄνδρας.
|
22
Ἔθεσε δὲ ἐπὶ κεφαλῆς ἑκάστου
σώματος τοὺς ἀδελφούς του Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον
καὶ Ἰωνάθαν εἰς κάθε ἕνα ἀπὸ
αὐτοὺς ἔδωσε χιλίους πεντακοσίους (1.500)
ἄνδρες. |
23
ἔτι δὲ καὶ Ἐλεάζαρον, παραγνοὺς
τὴν ἱερὰν βίβλον καὶ δοὺς
σύνθημα Θεοῦ βοηθείας τῆς πρώτης
σπείρας αὐτὸς προηγούμενος, συνέβαλε
τῷ Νικάνορι. |
23
Ἐκάλεσε δὲ τότε καὶ τὸν
Ἐλεάζαρον, διὰ νὰ ἀναγνώσῃ
ἐνώπιον τῶν στρατιωτῶν τὴν Ἱερὰν
Βίβλον. Ἔπειτα ἔδωκεν ὡς σύνθημα
τῆς μάχης <βοήθεια ἀπὸ τὸν
Θεόν>. Ὁ Ἰούδας, ὁ ἀρχηγὸς
τοῦ πρώτου σώματος στρατοῦ, ἐπετέθη
ἐναντίον τοῦ Νικάνορος.
|
23
Ἀκόμη ἀνέθεσεν εἰς τὸν Ἐλεάζαρον
νὰ ἀναγνώσῃ ἐμπρὸς εἰς
τοὺς στρατιῶτες τὴν Ἱερὰν Βίβλον.
Κατόπιν ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ ἔδωσε
ὡς πολεμικὸν σύνθημα τὸ <Θεοῦ βοήθεια>
(ἢ <ὅ Θεὸς εἶναι ἢ βοήθεια
μας>), ἐτέθη ὁ ἴδιος ἐπὶ
κεφαλῆς τοῦ πρώτου σώματος στρατοῦ καὶ
ἐπετέθη κατὰ τοῦ Νικάνορος.
|
24
Γενομένου δὲ αὐτοῖς τοῦ Παντοκράτορος
συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων
ὑπὲρ τοὺς ἐνακισχιλίους, τραυματίας
δὲ καὶ τοῖς μέλεσιν ἀναπήρους
τὸ πλεῖστον μέρος τῆς τοῦ Νικάνορος
στρατιᾶς ἐποίησαν, παντὸς δὲ
φυγεῖν ἠνάγκασαν. |
24
Μὲ τὴν βοήθειαν καὶ τὴν συμμαχίαν
τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ κατέσφαξαν οἱ
Ἰουδαῖοι ὑπὲρ τοὺς ἐννέα
χιλιάδας ἐχθρούς, ἐτραυμάτισαν
δὲ καὶ ἀκρωτηρίασαν τὸ μεγαλύτερον
μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Νικάνορας,
τοὺς δὲ ἄλλους ἔτρεψαν εἰς φυγήν.
|
24
Μὲ τὴν βοήθειαν δὲ τοῦ παντοκράτορος
Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε σύμμαχος των,
οἱ Ἰουδαῖοι ἐφόνευσαν ἄνω τῶν
ἐννέα χιλιάδων (9.000) ἐχθρῶν, ἐτραυμάτισαν
δὲ καὶ κατέστησαν ἀναπήρους τὸ μεγαλύτερον
μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Νικάνορος· ὅλους
δὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ἀνάγκασαν
νὰ τραποῦν εἰς φυγήν.
|
25
Τὰ δὲ χρήματα τῶν παραγεγονότων
ἐπὶ τὸν ἀγορασμὸν αὐτῶν
ἔλαβον· συνδιώξαντες δὲ αὐτοὺς
ἐφ' ἱκανὸν ἀνέλυσαν ὑπὸ
τῆς ὥρας συγκλειόμενοι.
|
25
Ἐπῆραν καὶ τὰ χρήματα τῶν
ἐμπόρων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν ἔλθει, διὰ νὰ ἀγοράσουν
Ἰουδαίους αἰχμαλώτους. Ἀφοῦ
δὲ κατεδίωξαν ἐπὶ ἀρκετὸν
διάστημα τοὺς φεύγοντας ἐχθρούς,
ἐσταμάτησαν, διότι ἡ ὥρα δὲν
τοὺς ἐπέτρεπε πλέον νὰ συνεχίσουν
τὴν καταδίωξιν.
|
25
Ἔλαβαν δὲ καὶ τὰ χρήματα ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει διὰ
νὰ τοὺς ἀγοράσουν ὡς δούλους. Καὶ
ἀφοῦ κατεδίωξαν τοὺς ἐχθρούς
των, ποὺ ἔφευγαν, εἰς ἀρκετὰ
μεγάλην ἀπόστασιν, ἀναγκάσθηκαν νὰ σταματήσουν
τὴν καταδίωξιν, διότι ἦταν ἤδη πολὺ
ἀργά· ὁ ἥλιος ἔδυε καὶ
μὲ τὴν δύσιν του ἄρχιζε ἡ ἑπομένη
ἡμέρα, ἡ ὁποία ἦταν ἀργία,
|
26
Ἦν γὰρ ἡ πρὸ τοῦ σαββάτου,
δι' ἣν αἰτίαν οὐκ ἐμακροθύμησαν
κατατρέχοντες αὐτούς.
|
26
Ἦτο παραμονὴ τοῦ Σαββάτου καὶ
διὰ τοῦτο δὲν ἐπέμειναν νὰ
καταδιώξουν τοὺς φεύγοντας ἐχθρούς.
|
26
διότι ἡ ἡμέρα τῆς μάχης ἦταν ἡ
παραμονὴ τοῦ Σαββάτου. Δι’ αὐτὸν τὸν
λόγον δὲν συνέχισαν νὰ καταδιώκουν τοὺς
ἐχθρούς των. |
27
Ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς καὶ
τὰ σκῦλα ἐκδύσαντες τῶν πολεμίων
περὶ τὸ σάββατον ἐγίνοντο, περισσῶς
εὐλογοῦντες καὶ ἐξομολογούμενοι
τῷ Κυρίῳ τῷ διασῴσαντι αὐτοὺς
εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην, ἀρχὴν
ἐλέους τάξαντος αὐτοῖς.
|
27
Ὅταν δὲ συνέλεξαν τὰ ὅπλα τῶν
ἐχθρῶν καὶ ἐπῆραν ἀπὸ
αὐτοὺς τὰ λάφυρα, ἑώρτασαν
τὸ Σάββατον, δοξολογοῦντες καὶ εὐγνωμονοῦντες
μὲ ὅλην των τὴν καρδίαν πλουσίως
τὸν Κύριον, ποὺ τοὺς ἔσωσε κατὰ
τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν
ὁποίαν καὶ ὥρισεν ὡς ἀρχὴν
τῆς ἐκδηλώσεως των πρὸς αὐτοὺς
οἰκτιρμῶν του καὶ τῆς προστασίας
του. |
27
Ἀφοῦ δὲ ἐμάζευσαν τὰ ὅπλα
τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἀφήρεσαν
ἀπὸ αὐτοὺς τὰ λάφυρα, ἑώρτασαν
τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου· τὴν ἑώρτασαν
δοξάζοντες μὲ πολλὲς καὶ ὁλόψυχες
εὐλογίες καὶ εὐχαριστίες τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος τοὺς διεφύλαξε κατὰ
τὴν ἡμέραν αὐτήν· τὸν ἐδόξασαν
ἐπίσης καὶ διότι εἶχεν ἀποφασίσει
νὰ τοὺς δείξῃ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐλέους
καὶ τῆς συμπαθείας του. |
28
Μετὰ δὲ τὸ σάββατον τοῖς ᾐκισμένοις
καὶ ταῖς χήραις καὶ ὀρφανοῖς
μερίσαντες ἀπὸ τῶν σκύλων, τὰ
λοιπὰ αὐτοὶ καὶ τὰ παιδία
ἐμερίσαντο. |
28
Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον,
οἱ Ἰουδαῖοι στρατιῶται ἐμοίρασαν
ἀπὸ τὰ λάφυρα, ποὺ εἶχαν
πάρει, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
ἐταλαιπωρήθησαν ἀπὸ τοὺς διωγμούς,
εἰς τὰς χήρας καὶ εἰς τὰ
ὀρφανά. Αὐτοὶ δὲ μὲ τὰ
παιδιά των διεμοιράσθησαν τὰ ὑπόλοιπα.
|
28
Ὅταν δὲ ἐπέρασεν ἡ ἀργία τοῦ
Σαββάτου, διένειμαν ὡρισμένα ἀπὸ τὰ
λάφυρα μεταξὺ τῶν θυμάτων τοῦ διωγμοῦ
καὶ τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν
τὰ δὲ ὑπόλοιπα τὰ ἐμοιράσθησαν
μεταξύ των οἱ πολεμισταὶ καὶ τὰ
παιδιά των. |
29
Ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι καὶ καινὴν
ἱκετείαν ποιησάμενοι, τὸν ἐλεήμονα
Κύριον ἠξίουν εἰς
τέλος καταλλαγῆναι τοῖς αὐτοῦ
δούλοις. |
29
Ἀφοῦ δὲ ἔπραξαν αὐτά,
ὠργάνωσαν μίαν κοινὴν ἰκεσίαν
πρὸς τὸν ἐλεήμονα Κύριον καὶ
τὸν παρακαλοῦσαν, νὰ συμφιλιωθῇ πρὸς
αὐτοὺς καὶ νὰ στείλῃ τὸ
ἔλεός του εἰς τοὺς δούλους του.
|
29
Ἀφοῦ ἔκαμαν ὅλα αὐτά, ἀνέπεμψαν
ὅλοι μαζὶ ἱκεσίαν πρὸς τὸν ἐλεήμονα
Κύριον καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ συμφιλιωθῇ
τελείως καὶ ὁλοκληρωτικῶς μὲ τοὺς
ἰδικούς του δούλους. |
30
Καὶ τοῖς περὶ Τιμόθεον καὶ Βακχίδην
συνερίσαντες ὑπὲρ τοὺς δισμυρίους
αὐτῶν ἀνεῖλον καὶ ὀχυρωμάτων
ὑψηλῶν εὖ μάλα ἐγκρατεῖς
ἐγένοντο καὶ λάφυρα πλεῖστα
ἐμερίσαντο ἰσομοίρους ἑαυτοὺς
καὶ τοῖς ἠκισμένοις καὶ ὀρφανοῖς
καὶ χήραις, ἔτι δὲ καὶ πρεσβυτέροις
ποιήσαντες. |
30
Κατὰ δὲ τὴν μάχην ἐναντίον
τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ Βακχίδου
ἐφόνευσαν ὑπὲρ τὰς εἴκοσι
χιλιάδας ἐχθρῶν, κατέλαβον μὲ
πολλὴν εὐκολίαν ἰσχυρὰ φρούρια,
ἐμοιράσθησαν δὲ μεταξύ των πλῆθος
λαφύρων εἰς ἴσα μέρη διὰ τοὺς
ἑαυτούς των καὶ δι' ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποφέρει
ἀπὸ τοὺς διωγμούς, διὰ τὰ
ὀρφανά, διὰ τὰς χήρας, ὅπως
ἐπίσης καὶ διὰ τοὺς γέροντας.
|
30
Οἱ Ἰουδαῖοι προσέβαλαν ἐπίσης τὸν
στρατὸν τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ Βακχίδη
καὶ ἐφόνευσαν ἄνω τῶν εἴκοσι
χιλιάδων (20.000) ἀπὸ τὸν στρατὸν
ἐκείνων τῶν δύο στρατηγῶν. Ἐπέτυχαν
ἐπίσης νὰ γίνουν ἀπόλυτοι κύριοι μερικῶν
ἰσχυρῶν ὀχυρῶν θέσεων. Ἐμοιράσθησαν
δὲ τὰ πάρα πολλὰ λάφυρα ἰσομερῶς
μεταξύ των καὶ μεταξὺ τῶν θυμάτων
τοῦ διωγμοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ
τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν
καὶ τῶν γερόντων. |
31
Ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς ἐπιμελῶς
πάντα συνέθηκαν εἰς τοὺς ἐπικαίρους
τόπους, τὰ δὲ λοιπὰ τῶν σκύλων
ἤνεγκαν εἰς Ἱεροσόλυμα.
|
31
Μὲ πολλὴν δὲ ἐπιμέλειαν συνεκέντρωσαν
ὅπλα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς,
τὰ ὁποῖα καὶ ἐτοποθέτησαν
εἰς καταλλήλους θέσεις. Τὰ δὲ
ὑπόλοιπα ἀπὸ τὰ λάφυρα
τὰ ἔφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
31
Ἀφοῦ δὲ ἐμάζευσαν μὲ προσοχὴν
καὶ ἐπιμέλειαν ὅλα τὰ ὅπλα τῶν
ἐχθρῶν, τὰ ἀποθήκευσαν εἰς κατάλληλες
στρατηγικὲς θέσεις· τὰ δὲ ὑπόλοιπα
λάφυρα τὰ ἔφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
32
Τὸν δὲ φυλάρχην τῶν περὶ Τιμόθεον
ἀνεῖλον, ἀνοσιώτατον ἄνδρα καὶ
πολλὰ τοὺς Ἰουδαίους ἐπιλελυπηκότα.
|
32
Ἀπὸ τοὺς περὶ τὸν Τιμόθεον
ἐπισήμους ἐφόνευσαν καὶ τὸν
σωματάρχην του, ἄνθρωπον ἀνοσιώτατον,
ὁ ὁποῖος πάρα πολλὰ κακὰ
εἶχε προξενήσει εἰς τοὺς Ἑβραίους.
|
32
Ἐφόνευσαν δὲ τὸν Φυλάρχην (κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Τὸν ἀρχηγὸν τῆς φυλῆς),
ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν Τιμόθεον (κατ’
ἄλλους: Διοικοῦσε τὸν στρατὸν τοῦ
Τιμοθέου), ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος
κατ’ ἐξοχὴν ἀσεβὴς καὶ διεφθαρμένος
καὶ ὁ ὁποῖος ἐπροξένησε πολλὰ
κακὰ εἰς τοὺς Ἰουδαίους.
|
33
Ἐπινίκια δὲ ἄγοντες ἐν τῇ
πατρίδι τοὺς ἐμπρήσαντας τοὺς
ἱεροὺς πυλῶνας, Καλλισθένην καὶ
τινας ἄλλους, ὑφῆψαν εἰς ἐν
οἰκίδιον πεφευγότας, οἵτινες ἄξιον
τῆς δυσσεβείας ἐκομίσαντο μισθόν.
|
33
Καθ' ὃν δὲ χρόνον ἑώρταζον τὰ
ἐπινίκια εἰς τὴν πρωτεύουσάν
των, τὸν Καλλισθένην καὶ μερικοὺς
ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρπολήσει
τὰς ἱερὰς πύλας τοῦ ναοῦ,
τοὺς ἔκαυσαν εἰς μίαν μικρὰν
οἰκίαν, ὅπου αὐτοὶ εἶχαν
καταφύγει. Ἔτσι δὲ ἐκεῖνοι ἐπῆραν
τὴν δίκαιον τιμωρίαν, μιοθὸν τῆς
ἀσεβείας των.
|
33
Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῶν ἐπινικίων
ἐορτασμῶν εἰς τὴν πρωτεύουσάν
των, τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔκαψαν ζωντανοὺς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πυρπολήσει
τὶς ἱερὲς θύρες τοῦ Ναοῦ, τὸν
Καλλισθένην δηλαδὴ καὶ ὡρισμένους ἄλλους,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταφύγει εἰς
ἕνα μικρὸ σπιτάκι. Ἔτσι ὁ Καλλισθένης
καὶ οἱ σύντροφοί του ἐτιμωρήθησαν δικαίως
διὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν
των. |
34
Ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ὁ
τοὺς χιλίους ἐμπόρους ἐπὶ
τὴν πρᾶσιν τῶν Ἰουδαίων ἀγαγών,
|
34
Ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ὁ
ὁποῖος εἶχε φέρει τοὺς χιλίους
ἐμπόρους, διὰ νὰ πωλήσῃ
εἰς αὐτοὺς τοὺς αἰχμαλώτους
Ἰουδαίους,
|
34
Ὁ δὲ τρισκατάρατος, τρισολέθριος καὶ παγκάκιστος
Νικάνωρ, ὁ ὁποῖος ἔφερε τοὺς
χιλίους (1.000) ἐμπόρους, διὰ νὰ ἀγοράσουν
τοὺς Ἰουδαίους αἰχμαλώτους,
|
35
ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ' αὐτὸν
νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ
τοῦ Κυρίου βοήθείᾳ τὴν
δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ
τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον
ἑαυτὸν ποιήσας, ἦκεν εἰς Ἀντιόχειαν
ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ
τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ.
|
35
ἐταπεινώθη μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ ἐκείνους, τοὺς
ὁποίους αὐτὸς ἐθεωροῦσεν
ἐλαχίστους καὶ ἀναξίους προσοχῆς,
ἔβγαλε τὴν λαμπρὰν κτυπητὴν ἐνδυμασίαν
του, καὶ διὰ μέσου τῶν ἀγρῶν
τῆς χώρας, ὠσὰν φυγάς, χωρὶς
στρατόν, ἦλθε μόνος καὶ ἔρημος
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καταπικραμμένος
διὰ τὴν συμφοράν του μὲ τὴν
ἀπώλειαν του στρατοῦ του.
|
35
ἀφοῦ ἐταπεινώθη μὲ τὴν
βοήθειαν τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ ἐθεωροῦσε ἀδυνάτους καὶ
περιφρονημένους, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε
τὴν μεγαλοπρεπῆ στρατιωτικὴν στολήν
του, ἔφυγεν ὡς δραπέτης μέσα ἀπὸ τὰ
χωράφια, ἀπὸ τὸν δρόμον ποὺ εὑρίσκετο
εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας.
Καὶ ὅπως κατήντησεν ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος
ἀπὸ τὸν στρατόν του, ἔφθασεν
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, βυθισμένος εἰς
πολὺ μεγάλην ἀπελπισίαν διὰ τὴν ἀπώλειαν
τοῦ στρατοῦ του. |
36
Καὶ ὁ τοῖς Ρωμαίοις ἀναδεξάμενος
φόρον ἀπὸ τῆς τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις
αἰχμαλωσίας κατορθώσασθαι, κατήγγελλεν
ὑπέρμαχον ἔχειν τὸν Θεὸν τοὺς
Ἰουδαίους καὶ διὰ τὸν τρόπον
τοῦτον ἀτρώτους εἶναι τοὺς Ἰουδαίους,
διὰ τὸ ἀκολουθεῖν τοῖς ὑπ'
αὐτοῦ προστεταγμένοις νόμοις.
|
36
Αὐτός, ποὺ εἶχεν ἀναλάβει
νὰ καταβάλῃ τὸν φόρον εἰς
τοὺς Ρωμαίους ἀπὸ τὰ χρήματα
ποὺ θὰ εἰσέπραττεν ἀπὸ
τὴν πώλησιν τῶν αἰχμαλώτων τῆς
Ἱερουσαλήμ, διαλαλοῦσε τώρα ὅτι
οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἀκατανίκητον
προστάτην τὸν Θεὸν καὶ διὰ τὸν
λόγον αὐτὸν εἶναι ἀκατάβλητοι,
ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀκολουθοῦν
τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους δι'
αὐτοὺς εἶχε θεσπίσει ὁ Θεός.
|
36
Ἔτσι ἐκεῖνος, ποὺ ἀνέλαβε νὰ
ἑξασφαλίσῃ καὶ νὰ ἐξοφλήσῃ
τὸν φόρον εἰς τοὺς Ρωμαίους διὰ τῆς
αἰχμαλωσίας τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ,
διεκήρυττε καὶ ὠμολογοῦσε ὅτι οἱ
Ἰουδαῖοι ἔχουν ἀνίκητον προστάτην,
ὑπερασπιστὴν καὶ πρόμαχον τὸν Θεόν,
καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι ἀπρόσβλητοι
καὶ ἀκατάβλητοι οἱ Ἰουδαῖοι,
ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ τηροῦν τοὺς
νόμους, τοὺς ὁποίους παρήγγειλε καὶ παρέδωκεν
εἰς αὐτοὺς ὁ Θεός. |