Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άντη
δέ, ὅπου προσέπιπτε τοῦτο τὸ
πρόσταγμα, δημοτελὴς συνίστατο τοῖς
ἔθνεσιν εὐωχία μετὰ ἀλαλαγμῶν
καὶ χαρᾶς, ὡς ἂν τῆς προκατεσκιρρωμένης
αὐτοῖς πάλαι κατὰ διάνοιαν μετὰ
παρρησίας συνεκφαινομένης ἀπεχθείας.
|
αντοῦ
δέ, ὅπου διεδίδετο ἡ διαταγὴ
αὐτὴ τοῦ βασιλέως, οἱ ἐθνικοί,
ἐχθροὶ πρὸς τοὺς Ἑβραίους,
ὀργάνωναν συμπόσια μὲ δαπάνας
τοῦ δημοσίου μετὰ χαρᾶς καὶ
ἀλαλαγμῶν. Καὶ ἔτσι τὰ πρὸ
πολλοῦ εἰς τὰς καρδίας των ριζωμένα
σκληρὰ σὰν πέτρα μίση ἐναντίον
τῶν Ἑβραίων ἐγίνοντο πλέον
φανερά.
|
ἰς
κάθε τόπον δὲ ὅπου ἔφθανε τὸ διάταγμα
τοῦ Φιλοπάτορος, ὠργανώνοντο μὲ δημόσια
ἔξοδα συμπόσια διὰ τοὺς ἐθνικοὺς
μὲ ἐνθουσιώδεις δυνατὲς φωνές, μεγάλον θόρυβον
καὶ θριαμβευτικὴν ἀγαλλίασιν, διότι τὸ
μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα, ποὺ εἶχαν
ἀπὸ πολλοῦ χρόνου ριζωθῆ καὶ
εἶχαν κυριολεκτικὰ πετρώσει εἰς τὰ
βάθη τῆς καρδιᾶς των, τώρα ἐγίνοντο
πλέον φανερὰ καὶ ἐξεδηλώνοντο ἀνοικτὰ
καὶ ἐλεέθερα. |
2
Τοῖς δὲ Ἰουδαίους ἀνήκεστον
πένθος ἦν καὶ πανόδυρτος μετὰ
δακρύων βοή, στεναγμοῖς πεπυρωμένης
τῆς αὐτῶν πάντοτε καρδίας, ὀλοφυρομένων
τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῖσαν
αὐτοῖς ὀλεθρίαν.
|
2
Εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅμως ἡπλώθη
καὶ ἐκυριάρχησε ἀθεράπευτον
πένθος, καὶ θρηνώδης κραυγὴ μετὰ
δακρύων ἠκούετο. Πυρακτωμένη ἐκ
τῶν στεναγμῶν ἀπὸ ὅλας τὰς
πλευρὰς ἦτο ἡ καρδία των καὶ
ἀπωλοφύροντο διὰ τὴν ἀπροσδόκητον
καὶ αἰφνιδίως ἐκδοθεῖσαν ἐναντίον
αὐτῶν ὀλεθρίαν διαταγήν.
|
2
Μεταξὺ ὅμως τῶν Ἰουδαίων ἐπεκράτησεν
ἀθεράπευτον καὶ ἀδιάκοπον πένθος καὶ
ἀντηχοῦσε κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος
καὶ ἀξία πολλῶν ὀδυρμῶν
κραυγὴ μὲ δάκρυα. Ἡ καρδιά των εἶχε
κυριολεκτικὰ πυρποληθῆ ἀπὸ παντοῦ
ἀπὸ βαθεῖς ἀναστεναγμούς, καθὼς
ἐθρηνοῦσαν καὶ ἐκραύγαζαν γοερῶς
διὰ τὴν ἀναπάντεχον καταστροφήν (καταδίκην
εἰς θάνατον), ἡ ὁποία τοὺς ἐπεβλήθη
ἔξαφνα μὲ τὸ ἐναντίον των βασιλικὸν
διάταγμα. |
3
Τίς νομὸς ἢ πόλις ἢ τίς
τὸ σύνολον οἰκητὸς τόπος ἢ
τίνες ἀγυιαὶ κοπετοῦ καὶ γόων
ἐπ' αὐτοῖς οὐκ ἐνεπιπλῶντο;
|
3
Ποῖος νομὸς ἢ ποία πόλις ἢ
ποῖος τόπος γενικῶς κατοικούμενος
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς
ἢ ποῖοι δρόμοι δὲν εἶχαν πλημμυρίσει
ἀπὸ τοὺς κοπετοὺς καὶ τοὺς
θρήνους των;
|
3
Ποῖος νομὸς ἢ ποία πόλις ἢ γενικῶς
ποῖος κατοικούμενος τόπος ἢ ποῖοι δρόμοι
δὲν εἶχαν γεμίσει μὲ μεγάλους κοπετοὺς
καὶ θρήνους, συνοδευομένους ἀπὸ στηθοκοπήματα
καὶ ὀδυρμοὺς μὲ γοερὲς κραυγὲς
δὶ αὐτούς; |
4
Οὕτω γὰρ μετὰ πικρίας ἀνοίκτου
ψυχῆς ἀπὸ τῶν κατὰ πόλιν
στρατηγῶν ὁμοθυμαδὸν ἐξαπεστέλλονο,
ὥστε ἐπὶ τοῖς ἐξάλλοις
τιμωρίαις καὶ τινας τῶν ἐχθρῶν
λαμβάνοντας πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν
τὸν κοινὸν ἔλεον καὶ λογιζομένους
τὴν ἄδηλον τοῦ βίου καταστροφήν,
δακρύειν αὐτῶν τὴν τρησάθλιον
ἐξαποστολήν. |
4
Ἔτσι ὑπὸ τὸ κράτος φοβερὰς
θλίψεως οἱ Ἰουδαῖοι, συνεπείᾳ
αὐτῆς τῆς διαταγῆς, συνελαμβάνοντο
ὁμαδικῶς εἰς τὰς διαφόρους πόλεις
ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ Φιλοπάτορος
καὶ ἀπεστέλλοντο πρὸς τὸν βασιλέα
μὲ βαναυσότητα καὶ σκληρὰν καρδίαν,
τόσον ὥστε διὰ τὰς παράφρονας
αὐτὰς τιμωρίας
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς,
ἔχοντες πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν συνήθη
ἀνθρωπίνην συμπάθειαν καὶ ἀναλογιζόμενοι
τὸν ἄγνωστον ὄλεθρον τῆς ἀνθρωπίνης
ζωῆς, ἐδάκρυζαν διὰ τὸν τρισάθλιον
αὐτὸν διωγμόν.
|
4
Διότι μὲ τέτοιον ἄκληρον καὶ θηριώδη τρόπον
καὶ μὲ τέτοια ἄσπλαγχνα αἰσθήματα
καρδίας συνελαμβάνοντό οἱ Ἰουδαῖοι καὶ
ἐξαπεστέλλοντο ὁμαδικῶς (ὅλοι μαζί)
ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ βασιλιᾶ,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς κάθε πόλιν ἦταν
δὲ τόσον τραχὺς ὁ τρόπος, μὲ τὸν
ὁποῖον τοὺς μετεχειρίζοντο, ὥστε εἰς
τὸ θέαμα τῶν ἀσυνηθίστων αὐτῶν
σκληρῶν τιμωριῶν ἀκόμη καὶ μερικοὶ
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των, ὅταν
ἀντίκρυζαν ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια των καὶ ἐννοοῦσαν τὸ κοινὸν
αἴσθημα τοῦ οἴκτου καὶ ἐστοχάζοντο
τὸ ἀβέβαιον τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου,
ἐδάκρυζαν διὰ τὴν παναθλίαν ἀπέλασιν
καὶ τὸν βίαιον διωγμὸν τῶν Ἰουδαίων.
|
5
Ἤγετο γὰρ γεραιῶν πλῆθος πολιᾷ
πεπυκασμένων, τὴν ἐκ τοῦ γήρως
νωθρότητα ποδῶν ἐπίκυφον ἀνατροπῆς
ὁρμῇ βιαίας ἁπάσης αἰδοῦς
ἄνευ πρὸς ὀξεῖαν καταχρωμένων
πορείαν. |
5
Ὡδηγεῖτο δὲ πλῆθος γερόντων
μὲ λευκὴν τὴν κόμην, οἱ ὁποῖοι
ὡς ἐκ τῶν γηρατείων εἶχαν δυσκίνητα
τὰ πόδια καὶ ἀπὸ τὸ βάρος
τῶν ἐτῶν ἔκυπτον
καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ κινοῦνται
ταχέως. Αὐτοὺς χωρὶς καμμίαν
ἐντροπὴν τοὺς ἔσπρωχναν πρὸς
τὰ ἐμπρός, ὥστε ἀπὸ τὴν
ὁρμὴν αὐτὴν πολλοὶ νὰ
ἀνατρέπωνται βιαίως.
|
5
Διότι ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ ἐκείνου, πλῆθος
γερόντων στολισμένων μὲ λευκὰ μαλλιά, οἱ
ὁποῖοι λόγῳ τοῦ γήρατος ἐκινοῦντο
ἀργὰ μὲ βήματα βαριὰ καὶ ἦσαν
κυρτωμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν,
συνελαμβάνοντο καὶ ἐξηναγκάζοντο να προχωροῦν
μὲ γρήγορον βῆμα, ὥστε ἀνετρέποντο
ἀπὸ τὴν βίαν, μὲ τὴν ὁποίαν
ἐσύροντο, ἢ ἐσπρώχνοντο ὀρμητικῶς
χωρὶς καμμίαν ἐντροπήν. |
6
Αἱ δὲ ἄρτι πρὸς βίου κοινωνίαν
γαμικὸν ὑπεληλυθυῖαι παστὸν νεάνιδες,
ἀντὶ τέρψεως μεταλαβοῦσαι γόους
καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι
κόμην, ἀκαλύπτως δὲ ἀγόμεναι,
θρῆνον ἀνθ' ὑμεναίων ὁμοθυμαδὸν
ἐξῆρχον ὡς ἐσπαραγμέναι σκυλμοῖς
ἀλλοεθνέσι· |
6
Ἐπίσης καὶ νεαραὶ
γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι πρὸ ὀλίγου
εἶχον ἔλθει εἰς γάμου κοινωνίαν
καὶ εἶχον εἰσέλθει εἰς τοὺς
νυμφικούς των θαλάμους, ἀντὶ τέρψεως
καὶ χαρᾶς, εἶχον τώρα θρήνους.
Ἡ μέχρι πρὸ ὀλίγου βρεγμένη
μὲ ἀρώματα κόμη των εἶχε σκεπασθῆ
ἀπὸ κονιορτὸν καὶ χωρὶς καμμίαν
καλύπτραν ἔβγαιναν
ἀπὸ τοὺς νυμφικούς των θαλάμους.
Ἀντὶ ἀσμάτων γάμου ὅλαι
μαζῆ εἶχον θρῆνον,
διότι εἶχον σπαραχθῆ τὰ σώματά
των ἀπὸ τὰ βάσανα ἐκ μέρους
τῶν ἐθνικῶν.
|
6
Ἐπίσης καὶ νεαρὲς γυναῖκες, οἱ
ὁποῖες μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχαν
ὑπανδρευθῆ καὶ εἶχαν εἰσέλθει
εἰς τὸν νυμφικόν των θάλαμον διὰ νὰ
ζήσουν τὴν ἔγγαμον ζωήν, ἀντήλλαξαν τώρα
τὴν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν μὲ
τοὺς γοεροὺς θρήνους καὶ τὰ μυρολόγια·
ἡ νυμφικὴ των κόμη, ἡ ἀλχιμμένη
μὲ μύρα, ἦταν τώρα πασπαλισμένη μὲ σκόνην.
Οἱ νεαρὲς αὐτὲς γυναῖκες, οἱ
ὁποῖες συνελαμβάνοντο καὶ ἐσύροντο
χωρὶς τὴν καλύπτραν τῆς κεφαλῆς, ὅλες
μαζί, μὲ μίαν ψυχήν, ἐπρωτοστατοῦσαν ψάλλουσαι
θρῆνον ἀντὶ γαμηλίων ᾠδῶν, διότι
εἶχαν καταξεσχισθῆ καὶ παραμορφωθῆ
τὰ σώματά των ἀπὸ τὰ σκληρὰ
βασανιστήρια τῶν εἰδωλολατρῶν.
|
7
δέσμιαι δὲ δημόσιαι μέχρι τῆς
εἰς τὸ πλοῖον ἐμβολῆς εἵλκοντο
μετὰ βίας. |
7
Ὑπὸ τὰ ὄμματα δὲ ὅλων
τῶν ἀνθρώπων εἶχον δεθῆ μὲ
ἀλύσεις καὶ ἐσύροντο βιαίως
μέχρι τοῦ σημείου, ποὺ ἐπεβιβάζοντο
εἰς τὸ πλοῖον.
|
7
Οἱ νεαρὲς αὐτὲς γυναῖκες ἐσύροντο
βιαίως σιδηροδέσμιες ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τοῦ
τόπου τῆς ἐπιβιβάσεως των εἰς τὰ πλοῖα.
|
8
Οἳ τε τούτων συζυγεῖς βρόχοις ἀντὶ
στεφέων τοὺς αὐχένας περιπεπλεγμένοι
μετὰ ἀκμαίας καὶ νεανικῆς ἡλικίας,
ἀντὶ εὐωχίας καὶ νεωτερικῆς
ραθυμίας τὰς ἐπιλοίπους τῶν
γάμων ἡμέρας ἐν θρήνοις διῆγον,
παρὰ πόδας ἤδη τὸν ᾅδην ὁρῶντες
κείμενον. |
8
Καὶ οἱ σύζυγοι αὐτῶν, εἰς
τὴν ἀκμὴν τῆς νεανικῆς των ἡλικίας
εὑρισκόμενοι, ἔφεραν
εἰς τοὺς λαιμούς των ἀντὶ
στεφάνων βρόχια, διὰ δὲ τὰς
ὑπολοίπους ἡμέρας τῆς ἑορτῆς
τοῦ γάμου των εἶχαν ἀντὶ τῆς
χαρᾶς καὶ τῆς νεανικῆς εὐθυμίας
τῶν ᾄσματα γοερά, διότι
ἔβλεπαν ὅτι ὁ ᾅδης εὑρίσκετο
παρὰ τοὺς πόδας των.
|
8
Καὶ οἱ σύζυγοί των, εὑρισκόμενοι εἰς
τὴν ἀκμὴν τῆς νεανικῆς των ἡλικίας,
μὲ τοὺς λαιμοὺς τυλωμένους μὲ βρόχους
(θηλειές) ἀντὶ νυμφικῶν στεφάνων,
ἐπερνοῦσαν τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες
τῆς γαμηλίου ἑορτῆς των μέσα εἰς τοὺς
θρήνους καὶ τὰ μυρολόγια, ἀντὶ νὰ
χαίρωνται εἰς τὴν νεανικὴν ἀμεριμνίαν
καὶ τὶς διασκεδάσεις, διότι ἔβλεπαν ἤδη
τὸν ἅδην νὰ εὑρίσκεται ἐμπρὸς
εἰς τὰ πόδια των. |
9
Κατήχθησαν δὲ θηρίων τρόπον ἀγόμενοι
σιδηροδέσμοις ἀνάγκαις, οἱ μὲν
τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι
τοὺς τραχήλους, οἱ δὲ τοὺς πόδας
ἀρρήκτοις κατησφαλισμένοι πέδαις,
|
9
Ὅλοι δὲ αὐτοί, ὡς ἄγρια
θηρία, ἐπεβιβάσθησαν συρόμενοι κάτω
ἀπὸ τὰ βαρειὰ σιδηρᾶ δεσμά
των. Καὶ ὅταν εἰσῆλθαν εἰς
τὰ πλοῖα, ἄλλων μὲν ἀπὸ
αὐτοὺς οἱ τράχηλοι ἐδέθησαν
εἰς τοὺς ζυγοὺς
τῶν πλοίων, ἄλλων δὲ τὰ
πόδια ἠσφαλίσθησαν σφικτὰ μὲ
δεσμὰ σκληρὰ καὶ
ἄθραυστα. |
9
Ὅλοι δὲ αὐτοὶ μετεφέρθησαν καὶ
ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὰ πλοῖα, συρόμενοι
ὅπως τὰ ἄγρια θηρία κάτω ἀπὸ
τὴν πίεσιν καὶ τὸ βάρος σιδηρῶν δεσμῶν.
Καὶ ὅταν τοὺς ἐπεβίβασαν εἰς
τὰ πλοῖα, ἄλλων μὲν ἀπὸ
αὐτοὺς οἱ τράχηλοι εἶχαν στερεωθῆ
εἰς τὰ ἐγκάρσια ξύλα, ποὺ ἑνώνουν
τὶς ἀπέναντι πλευρὲς τοῦ πλοίου (ἡ
τοὺς πάγκους τῶν κωπηλατῶν), ἄλλων
δὲ τὰ πόδια εἶχαν ἀσφαλισθῆ
σφικτὰ μὲ στερεὰ καὶ ἄθραυστα
δεσμά ( ποδοπέδες). |
10
ἔτι καὶ τῷ καθύπερθε πυκνῷ σανιδώματι
διακειμένῳ, ὅπως πάντοθεν ἐσκοτισμένοι
τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀγωγὴν ἐπιβούλων
ἐν παντὶ τῷ κατάπλῳ λαμβάνωσι.
|
10
Ἀκόμη δὲ ὑπῆρχον πυκνὰ
σανιδώματα ἐπάνω
ἀπὸ τὰς κεφαλάς των, ὥστε
αὐτοὶ νὰ ἔχουν ἀπὸ ὅλα
τὰ σημεῖα σκότος εἰς τὰ μάτια
των. Ἔτσι ὡσὰν προδόται
καὶ κακοῦργοι
ἔπρεπε νὰ κάμουν ὅλον τὸ θαλάσσιον
τοῦτο ταξίδι.
|
10
Ἐπὶ πλέον δὲ εἶχαν περιορισθῇ
μέσα εἰς τὰ πλοῖα ἔτσι, ὥστε
ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν των ὑπῆρχε
σανίδωμα (κατ’ ἄλλους: Κατάστρωμα) κατασκευασμένον ἀπὸ
πυκνὲς σανίδες· ἔτσι τὰ μάτια τῶν
μεταφερομένων Ἰουδαίων ἦσαν ἀπὸ παντοῦ
βυθισμένα πλήρως εἰς τὸ σκοτάδι. Μὲ τὸν
τρόπον αὐτὸν ὑφίσταντο τὴν κακομεταχείρισιν,
ἡ ὁποία ταιριάζει εἰς κακούργους, καθ’ ὅλην
τὴν διάρκειαν τοῦ θαλασσινοῦ ταξιδιοῦ
των μέχρι τῆς Ἀλεξανδρείας.
|
11
Τούτων δὲ ἐπὶ τὴν λεγομένην
Σχεδίαν ἀχθέντων καὶ τοῦ παράπλου
περανθέντος, καθὼς ἦν ἐδογματισμένον
τῷ βασιλεῖ, προσέταξεν αὐτοὺς
ἐν τῷ πρὸ τῆς πόλεως ἰπποδρόμῳ
παρεμβαλεῖν ἀπλέτῳ καθεστῶτι
περιμέτρῳ καὶ πρὸς παραδειγματισμὸν
ἄγαν εὐκαιροτάτῳ καθεστῶτι πᾶσι
τοῖς καταπορευομένοις εἰς τὴν πόλιν
καὶ τοῖς ἐκ τούτων εἰς τὴν
χώραν στελλομένοις πρὸς ἐκδημίαν
πρὸς τὸ μηδὲ τοῖς δυνάμεσιν
αὐτοῦ κοινωνεῖν, μηδὲ τὸ σύνολον
καταξιῶσαι περιβόλων. |
11
Ὅταν δὲ αὐτοὶ ἔφθασαν εἰς
ἕνα παράλιον τόπον,
ποὺ ὠνομάζετο Σχεδία καὶ
ἔτσι ἔληξε τὸ κατὰ μῆκος τῆς
ἀκτῆς ταξίδιόν των, ἔπρεπε
σύμφωνα μὲ τὰς διαταγὰς τοῦ
βασιλέως νὰ ἐγκλεισθοῦν εἰς
τὸ ἱπποδρόμιον τῆς
Ἀλεξανδρείας, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο
πρὸ τῆς πόλεως. Αὐτὸς ὁ
τόπος, ὁ κατάλληλος πρὸς ἐξευτελισμὸν
τῶν Ἰουδαίων, περιεβάλλετο ἀπὸ
μεγάλο περίφραγμα. Ὅλοι δὲ οἱ
ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι εἰσήρχοντο
ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον εἰς τὴν
πόλιν, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι οἱ
ὁποῖοι μετέβαινον ἀπὸ τὴν
πόλιν εἰς τὴν ὕπαιθρον, ἔβλεπαν
τοὺς συσσωρευμένους ἐκεῖ Ἰουδαίους.
Ἀπηγορεύετο δὲ εἰς αὐτούς,
ποὺ ἦσαν μέσα εἰς τὸ στάδιον,
νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς στρατιώτας
καὶ γενικῶς νὰ μὴ περάσουν καθόλου
ἔξω ἀπὸ τὸ περίφραγμα τοῦ
ἱπποδρομίου.
|
11
Ὅταν ὅλοι αὐτοὶ ἔφθασαν εἰς
τὸν τόπον (ἀκρωτήριον), ποὺ ὠνομάζετο
Σχεδία, καὶ ἔτσι τὸ ταξίδι, ὅπως εἶχε
διατάξει ὁ βασιλιᾶς, ἐτελείωσεν, ὁ
Φιλοπάτωρ διέταξε να τοὺς βάλουν καὶ νὰ
τοὺς κλείσουν εἰς τὸν ἱππόδρομον (τὸ
στάδιον), ὁ ὁποῖος διέθετε πελώριον περίφραγμα
(περίβολον) καὶ ἦταν κτισμένος ἐμπρὸς
εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ὁ ἱππόδρομος αὐτὸς ἦταν πάρα
πολὺ κατάλληλος, ὥστε νὰ καταστήσῃ
τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν φυλακισθῇ
ἐκεῖ, δημόσιον θέαμα εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας,
οἱ ὁποῖοι εἰσήρχοντο ἀπὸ
τὴν ὕπαιθρον εἰς τὴν πόλιν, καὶ
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ
τὴν πόλιν πρὸς τὴν ὕπαιθρον διὰ
σύντομον διαμονήν. Εἰς δὲ τοὺς ἐγκλείστους
μέσα εἰς τὸν ἱππόδρομον οὔτε μὲ
τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλιᾶ ἐπέτρεπαν
νὰ ἐπικοινωνήσουν, ἀλλ’ οὔτε ἠμποροῦσαν
νὰ ἐπικοινωνήσουν γενικῶς μὲ ὁποιανδήποτε
περιοχὴν τῆς πόλεως (κατ’ ἄλλην γραφὴν
ἢ ἑρμηνείαν: Νὰ ἀπαιτοῦν προστασίαν
ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως).
|
12
Ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, ἀκούσας
τοὺς ἐκ τῆς πόλεως ὁμοεθνεῖς
κρυβῇ ἐκπορευομένους πυκνότερον ἀποδύρεσθαι
τὴν ἀκλεᾶ τῶν ἀδελφῶν
ταλαιπωρίαν, |
12
Ὅταν δὲ ἔγινε τοῦτο, δηλαδὴ
ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἐκλείσθησαν
ἐλεεινῶς εἰς τὸ στάδιον, ὁ
βασιλεὺς ἐπληροφορήθη, ὅτι οἱ
εἰς τὴν πόλιν ὁμοεθνεῖς των
ἐξερχόμενοι κρυφίως ἀπὸ τὴν
πόλιν πολὺ συχνὰ ἐθρηνοῦσαν
τὴν ἐξευτελιστικὴν αὐτὴν ταλαιπωρίαν
τῶν ἀδελφῶν των.
|
12
Ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι ἐκλείσθησαν
εἰς τὸν Ἱππόδρομον, καὶ ὅταν
ὁ βασιλιᾶς ἐπληροφορήθη ὅτι οἰ
ὁμοεθνεῖς τῶν Ἰουδαῖοι, ποὺ
ἦσαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἔβγαιναν
συχνὰ καὶ μυστικὰ ἀπὸ τὴν
πόλιν διὰ νὰ θρηνολογήσουν τὴν ἄδοξον
ταλαιπωρίαν καὶ τιμωρίαν τῶν ἀδελφῶν
των, |
13
διοργισθεὶς προσέταξε καὶ τούτοις
ὁμοῦ τὸν αὐτὸν τρόπον
ἐπιμελῶς ὡς ἐκείνοις ποιῆσαι,
μὴ λειπομένοις κατὰ μηδένα τρόπον
τῆς ἐκείνων τιμωρίας,
|
13
Ὀργισθεὶς διὰ τοῦτο ὁ βασιλεὺς
διέταξεν, ὅπως κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον καὶ μὲ τὴν αὐτὴν
αὐστηρότητα τιμωρήσουν καὶ ὅλους
αὐτοὺς μαζῆ, χωρὶς νὰ διαφέρῃ
καθόλου ἡ τιμωρία τούτων ἀπὸ
τὴν τιμωρίαν ἐκείνων, ποὺ προηγουμένως
εἶχον ἐγκλεισθῆ εἰς τὸ ἱπποδρόμιον.
|
13
ὠργίσθη πάρα πολύ. Καὶ διέταξε νὰ τιμωρηθοῦν
κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον,
ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, νὰ μὴ
ὑστερήσῃ δὲ καθόλου ἡ τιμωρία των
τῆς τιμωρίας τῶν Ἰουδαίων ἐκείνων,
ποὺ εἶχαν ἤδη ἐγκλεισθῆ εἰς
τὸν ἱππόδρομον. |
14
ἀπογραφῆναι δὲ πᾶν τὸ φῦλον
ἐξ ὀνόματος, οὐκ εἰς τὴν
ἔμπροσθε βραχεῖ προδεδηλωμένην τῶν
ἔργων κατάπονον λατρείαν, στρεβλωθέντας
δὲ ταῖς παρηγγελμέναις αἰκίαις
τὸ τέλος ἀφανίσαι μιᾶς ὑπὸ
καιρὸν ἡμέρας. |
14
Διέταξεν ἐπίσης ὁ βασιλεὺς νὰ
καταγραφοῦν ὅλοι, οἱ ἐκ τοῦ
ἰουδαϊκοῦ γένους, ὀνομαστί,
ὄχι ἁπλῶς πρὸς τιμωρίαν των,
ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, διὰ
τῆς ὑποχρεώσεώς των εἰς καταναγκαστικὰ
δουλικὰ ἔργα, ἀλλὰ ἀφοῦ
διαστρεβλωθοῦν σωματικῶς μὲ βασανισμούς,
διὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἤδη
δοθῆ ὡρισμέναι ἐντολαί, νὰ
ἐξολοθρευθοῦν κατόπιν ὅλοι εἰς
μίαν καὶ μόνην ἡμέραν εἰς
κατάλληλον εὐκαιρίαν.
|
14
Ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς διέταξε να καταγραφοῦν
ὀνομαστικῶς ὅλοι οἰ Ἰουδαϊκῆς
καταγωγῆς, ὄχι διότι θὰ τοὺς ἔβαζαν
εἰς τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα, ὅπως
ἀνεφέρθη συντόμως ἀνωτέρω, ἀλλὰ διὰ
νὰ τοὺς ἑξαφανίσουν τελικῶς
ἐντὸς μιᾶς καὶ μόνον ἡμέρας,
ἀφοῦ τοὺς βασανίσουν μὲ στρεβλώσεις
τῶν μελῶν των, διὰ τὶς ὁποῖες
εἶχαν δοθῇ σχετικὲς παραγγελίες!
|
15
Ἐγίνετο μὲν οὖν ἡ τούτων
ἀπογραφὴ μετὰ πικρᾶς σπουδῆς
καὶ φιλοτίμου προσεδρείας ἀπὸ
ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν,
ἀνήνυτον λαμβάνουσα τὸ τέλος
ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα.-
|
15
Ἡ μὲν καταγραφή, λοιπόν, τούτων
ἐγίνετο ἀπὸ τοὺς ὑπαλλήλους
τοῦ βασιλέως, μὲ μοχθηρὰν σπουδὴν
καὶ φιλοτιμίαν νὰ ζεπεράσῃ ὁ
ἔνας τὸν ἄλλον εἰς τὸ ἔργον
αὐτό, ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς
τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς δύσεως.
Ἂν καὶ ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας
διήρκεσεν ἡ ἀπογραφή, δὲν ἐπερατώθη,
δὲν ἔφθασεν εἰς τέλος.
|
15
Ἐγίνετο λοιπὸν ἡ καταγραφὴ τῶν
ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ βίαν καὶ ταχύτητα,
γεμάτην μοχθηρίαν καὶ σύντονον προσοχὴν καὶ
ἐνθουσιώδη ζῆλον, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν
τοῦ ἡλίου μέχρι τὴν δύσιν του. Ἡ ἀπογραφὴ
συνεχίζετο ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, χωρὶς
ὅμως καὶ νὰ ὁλοκληρωθῇ!
|
16
Μεγάλως δὲ καὶ διηνεκῶς ὁ βασιλεὺς
χαρᾷ πεπληρωμένος, συμπόσια ἐπὶ
πάντων τῶν εἰδώλων συνιστάμενος,
πεπλανημένῃ πόρρω τῆς ἀληθείας
φρενὶ καὶ βεβήλῳ στόματι, τὰ
μὲν κωφὰ καὶ μὴ δυνάμενα αὐτοῖς
λαλεῖν ἢ ἀρήγειν ἐπαινῶν,
εἰς δὲ τὸν μέγιστον Θεὸν τὰ
μὴ καθήκοντα λαλῶν. |
16
Καθ' ὅλον τὸ διάστημα αὐτό,
γεμᾶτος χαράν, ὁ βασιλεὺς ὠργάνωνε
συμπόσια πλησίον τῶν εἰδωλολατρικῶν
ναῶν καὶ ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ
πεπλανημένον καὶ πολὺ μακρὰν τῆς
ἀληθείας φρόνημα. Καὶ τὰ μὲν
εἴδωλα τὰ κωφὰ καὶ ἀνίκανα
νὰ ὁμιλήσουν πρὸς αὐτοὺς
ἢ νὰ βοηθήσουν κανένα, τὰ ὑμνολογοῦσε,
ἐναντίον δὲ τοῦ μεγίστου καὶ
ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐξεστόμιζεν ἀπρεπεῖς
φράσεις.
|
16
Καθ’ ὃν χρόνον οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέφεραν
ὅλα αὐτά, ὁ βασιλιᾶς, γεμᾶτος
μεγάλην καὶ συνεχῆ χαράν, ὠργάνωνε
συμπόσια κοντὰ εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
ναοὺς πρὸς τιμὴν ὅλων τῶν εἰδώλων
του, μὲ τὴν καρδιά, τὸν νοῦν
καὶ τὸ φρόνημά του πλανεμένα καὶ πολὺ
μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ
μὲ ἀνίερον καὶ ἀκάθαρτον στόμα·
καὶ τὰ μὲν κωφὰ εἴδωλα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἠμποροῦν οὔτε
νὰ ὁμιλήσουν, ἀλλ’ οὔτε καὶ
νὰ βοηθήσουν κανένα, τὰ ἐπαινοῦσε,
ἐξεστόμιζε δὲ ἐναντίον τοῦ
μεγίστου καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ λόγια
ἀπρεπῆ, βλάσφημα καὶ ὑβριστικά.
|
17
Μετὰ δὲ τὸ προειρημένον τοῦ
χρόνου διάστημα προσηνέγκαντο οἱ γραμματεῖς
τῷ βασιλεῖ μηκέτι ἰσχύειν τὴν
τῶν Ἰουδαίων ἀπογραφὴν ποιεῖσθαι
διὰ τὴν ἀμέτρητον αὐτῶν
πληθύν, |
17
Μετὰ τὴν πάροδον ὅμως τοῦ διαστήματος
αὐτοῦ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν,
οἱ γραμματεῖς ἀνέφεραν πρὸς
τὸν βασιλέα, ὅτι δὲν ἠμποροῦν
νὰ φέρουν εἰς πέρας τὴν ἀπογραφήν
τῶν Ἰουδαίων, διότι τὸ πλῆθος
αὐτῶν ἦτο ἀμέτρητον.
|
17
Ἀλλὰ μετὰ τὸ χρονικὸν διάστημα
τῶν σαράντα ἡμερῶν, ποὺ ἀνεφέραμεν
ἀνωτέρω, οἱ γραμματεῖς ἀνεκοίνωσαν
εἰς τὸν βασιλιᾶ ὅτι δὲν ἠμποροῦσαν
πλέον νὰ συνεχίσουν τὴν καταγραφὴν τῶν
Ἰουδαίων, διότι οἰ Ἰουδαῖοι ἦσαν
πλῆθος ἀμέτρητον, |
18
καίπερ ὄντων κατὰ τὴν χώραν
ἒτι τῶν πλειόνων,
τῶν μὲν κατὰ
τὰς οἰκίας ἔτι συνεστηκότων,
τῶν δὲ καὶ κατὰ
τόπον, ὡς ἀδυνάτου καθεστῶτος
πᾶσι τοῖς ἐπ' Αἴγυπτον στρατηγοῖς.
|
18
Ἄλλωστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ
αὐτοὺς εὑρίσκοντο εἰς τὴν
ὕπαιθρον, ἔλεγον οἱ γραμματεῖς, ἄλλοι
ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν κλεισμένοι
εἰς τὰς οἰκίας των, ἄλλοι εἰς
διαφόρους τόπους, ὥστε καταντοῦσεν
ἀδύνατον εἰς ὅλους τοὺς στρατηγούς,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Αἴγυπτον,
νὰ τοὺς συγκεντρώσουν.
|
18
παρ’ ὅλον ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἀριθμὸς
τῶν Ἰουδαίων εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς
τὴν ὕπαιθρον χώραν καὶ ἄλλοι μὲν
ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν ἀκόμη
συγκεντρωμένοι καὶ κλεισμένοι εἰς τὰ σπίτια
των, ἄλλοι δὲ εἰς διαφόρους τόπους (κατ’
ἄλλην γραφήν: Ἄλλοι δὲ ἐταξίδευαν)·
διὰ τοῦτο ἡ συγκέντρωσις ὅλων τῶν
Ἰουδαίων ἦταν ἔργον ἀδύνατον δι' ὅλους
τοὺς στρατηγούς, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν
Αἴγυπτον. |
19
Ἀπειλήσαντος δὲ αὐτοῖς σκληρότερον
ὡς δεδωροκοπημένοις εἰς μηχανὴν τῆς
ἐκφυγῆς, συνέβη σαφῶς αὐτὸν
περὶ τούτου πεισθῆναι,
|
19
Ὁ βασιλεύς, δὲν ἐπείσθη εἰς
τὰς δικαιολογίας αὐτὰς καὶ ἠπείλησε
κατὰ τὸν σκληρότερον τρόπον τοὺς
γραμματεῖς, διότι τάχα αὐτοὶ
εἶχαν δωροδοκηθῇ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους,
διὰ νὰ ἐπινοήσουν τρόπον τῆς
διαφυγῆς ἐκείνων ἀπὸ τὴν
καταγραφήν. Ἀλλὰ ἦλθαν ἔτσι
τὰ πράγματα, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος
ὁ βασιλεὺς νὰ πεισθῇ σαφῶς δι'
αὐτά, ποὺ τοῦ εἶχαν ἀνακοινώσει
οἱ γραμματεῖς.
|
19
Ὁ Φιλοπάτωρ, ἐνῷ ἀπείλησε τοὺς
γραμματεῖς πολὺ σκληρά, κατηγορῶντας τους
ὅτι εἶχαν δῆθεν δωροδοκηθῇ, διὰ
νὰ ἐπινοήσουν καὶ σχεδιάσουν τρόπους καὶ
μέσα διαφυγῆς τῶν Ἰουδαίων, τελικῶς
ἐπείσθη πλήρως δι' ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ
γραμματεῖς· |
20
λεγόντων μετὰ ἀποδείξεως καὶ
τὴν χαρτηρίαν ἤδη καὶ τοὺς γραφικοὺς
καλάμους, ἐν οἷς ἐχρῶντο, ἐκλελοιπέναι.
|
20
Διότι οἱ γραμματεῖς ἔλεγαν καὶ
ἀπεδείκνυαν ὅτι ὁ χάρτης καὶ
οἱ κονδυλοφόροι, τοὺς ὁποίους
αὐτοὶ ἐχρησιμοποιοῦσαν διὰ τὴν
καταγραφὴν τῶν Ἰουδαίων, εἶχαν
ἐξαντληθῆ.
|
20
ἐπείσθη, ὅταν τοῦ ἐξήγησαν καὶ
τοῦ ἀπέδειξαν μὲ στοιχεῖα, ὅτι
τόσον τὸ χαρτί (κατ’ ἄλλους: Τὸ ἐργοστάσιον
κατασκευῆς χαρτιοῦ), ὅσον καὶ οἱ
κάλαμοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἔγραφαν,
εἶχαν ἤδη ἐξαντληθῆ!
|
21
Τοῦτο δὲ ἦν ἐνέργεια τῆς
τοῦ βοηθοῦντος τοῖς Ἰουδαίοις
ἐξ οὐρανοῦ προνοίας ἀνικήτου.
|
21
Αὐτὸ ἦτο ἔργον τῆς ἀκατανικήτου
προνοίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
ἔτσι ἐβοηθοῦσε τοὺς Ἰουδαίους.
|
21
Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀσφαλῶς
ἔργον τῆς ἀκατανικήτου Προνοίας τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐβοηθοῦσε
τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|