Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
στὶ
δὲ κομιδῆ γελοῖος ὁ λόγος·
οὐ γὰρ τῶν
ἑαυτοῦ παθῶν
ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν φαίνεται,
ἀλλὰ τῶν σωματικῶν.
|
ἶναι
ὅλως διόλου γελοία ἡ ἐρώτησις
αὐτή. Διότι φαίνεται ὅτι ὁ
λογισμὸς δὲν ἐπικρατεῖ ἐπὶ
τῶν ἰδικῶν του παθῶν, ἀλλὰ
ἐπὶ τῶν σωματικῶν.
|
ἶναι
δὲ ἐντελῶς γελοία ἡ γνώμη κατὰ
τὴν ὁποίαν, ἐνῷ ὁ ἀγαθὸς
λογισμὸς κυριαρχεῖ ἐπὶ τῶν παθῶν,
δὲν κυριαρχεῖ εἰς τὴν λησμοσύνην καὶ
τὴν ἄγνοιαν. Διότι εἶναι προφανὲς
ὅτι ὁ ἀγαθὸς λογισμὸς δὲν
κυριαρχεῖ καὶ δὲν ἐξουσιάζει εἰς
τὰ ἰδικά του πάθη, ἀλλ’ εἰς τὰ
πάθη τοῦ σώματος. |
2
Οἷον ἐπιθυμίαν τις οὐ δύναται
ἐκκόψαι ἡμῶν, ἀλλὰ μὴ
δουλωθῆναι τῇ ἐπιθυμίᾳ δύναται
ὁ λογισμὸς παρασχέσθαι.
|
2
Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς π. χ. νὰ
κόψῃ ἀπὸ ἡμᾶς τὴν
ἐπιθυμίαν ἀπὸ τὴν ρίζαν.
Εἶναι εἰς θέσιν ὅμως ὁ λογισμός,
νὰ μᾶς παραχωρήσῃ τὴν δύναμιν,
ὥστε νὰ μὴ ὑποδουλωθῶμεν
εἰς τὴν ἐπιθυμίαν.
|
2
Τοιουτοτρόπως, δὲν ἠμπορεῖ κάποιος ἀπὸ
ἡμᾶς νὰ κόψῃ τελείως (σύρριζα) καὶ
νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἐπιθυμίαν·
ἠμπορεῖ ὅμως ὁ ἀγαθὸς
λογισμὸς νὰ μᾶς ἐνισχύσῃ
ὥστε νὰ μὴ ὑποδουλωθῶμεν εἰς
τὴν ἐπιθυμίαν. |
3
Θυμόν τις οὐ δύναται ἐκκόψαι
ἡμῶν τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ τῷ
θυμῷ δυνατὸν τὸν λογισμὸν βοηθῆσαι.
|
3
Τὸν θυμὸν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς
νὰ ἐκριζώσῃ ἀπὸ τὴν
ψυχήν του, ἀλλὰ ἠμπορεῖ νὰ
ἔλθῃ ὁ σώφρων λογισμὸς βοηθὸς
ἐναντίον τοῦ θυμοῦ.
|
3
Τὸν θυμὸν κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ
νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὴν ψυχήν
του· ὅμως ὁ ἀγαθὸς λογισμὸς
ἠμπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσῃ εἰς
τὸν ἀγῶνα μας κατὰ τοῦ θυμοῦ.
|
4
Κακοήθειάν τις ἡμῶν οὐ δύναται
ἐκκόψαι, ἀλλὰ τὸ μὴ καμφθῆναι
τῇ κακοηθείᾳ δυνατ' ἂν ὁ λογισμὸς
συμμαχῆσαι. |
4
Τὴν κακοήθειαν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς
ἀπὸ ἡμᾶς νὰ τὴν ἐκριζώσῃ,
ἀλλὰ θὰ ἦτο εἰς θέσιν
ὁ λογισμὸς νὰ συμμαχήσῃ μὲ
ἡμᾶς, ὥστε νὰ μὴ καμφθῶμεν
ἀπὸ τὴν κακοήθειαν.
|
4
Τὴν κακοήθειαν (πανουργίαν, ἀχρειότητα) κανεὶς
ἀπὸ ἡμᾶς δὲν ἠμπορεῖ
νὰ τὴν ξερριζώσῃ· ὅμως ὁ
ἀγαθὸς λογισμὸς θὰ ἠμποροῦσε
νὰ συμμαχήσῃ μαζί μας, ὥστε νὰ
μὴ καμφθῶμεν καὶ νὰ μὴ ὑποκύψωμεν
εἰς τὴν κακοήθειαν. |
5
Οὐ γὰρ ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν
ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλ' ἀνταγωνιστής.
|
5
Διότι ὁ λογισμὸς
δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν,
ἀλλὰ ἀνταγωνιστής.
|
5
Διότι ὁ ἀγαθὸς καὶ σώφρων λογισμὸς
δὲν εἶναι ξερριζωτὴς τῶν παθῶν,
ἀλλ' ἀνταγωνιστὴς καὶ ἀντίπαλος
αὐτῶν. |
-6
Ἔστὶ γοῦν τοῦτο διὰ τῆς
Δαυὶδ τοῦ βασιλέως δίψης σαφέστερον
ἐπιλογίσασθαι. |
-6
Ἠμποροῦμεν νὰ κατανοήσωμεν τοῦτο
σαφέστερα ἐνθυμούμενοι, εἰς
ἐπιβεβίωσιν, τὴν δίψαν τοῦ
βασιλέως Δαβίδ.
|
6
Ἠμποροῦμεν λοιπὸν τοῦτο νὰ τὸ
κάμωμεν πιὸ σαφὲς καὶ νὰ τὸ
κατανοήσωμεν καλύτερα, φέροντες εἰς τὴν μνήμην
μας τὴν δίψαν τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ.
|
7
Ἐπεὶ γὰρ δι' ὅλης ἡμέρας
προσβαλὼν τοῖς ἀλλοφύλοις ὁ
Δαυὶδ πολλοὺς αὐτῶν ἀπέκτεινε
μετὰ τῶν τοῦ ἔθνους στρατιωτῶν,
|
7
Ἀφοῦ, δηλαδή, ὁ Δαβὶδ κάποτε
καθ' ὅλον
τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας
ἐπολέμησε τοὺς ἀλλοφύλους καὶ
πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς
ἐφόνευσε μαζῆ με τοὺς στρατιώτας
τοῦ κράτους του,
|
7
Κάποτε ὁ Δαβίδ, ἀφοῦ καθ' ὅλην τὴν
διαρκειαν τῆς ἡμέρας ἐπολέμησεν ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν Φιλισταίων καὶ ἐφόνευσε
πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς μαζὶ
μὲ τοὺς στρατιῶτες τοῦ ἔθνους
του, |
8
τότε δὲ γενομένης ἑσπέρας, ἱδρῶν
καὶ σφόδρα κεκμηκώς, ἐπὶ τὴν
βασίλειον σκηνὴν ἦλθε, περὶ ἣν
ὁ πᾶς τῶν προγόνων στρατὸς ἐστρατοπεδεύκει.
|
8
ὅταν ἔπεσε τὸ δειλινόν, ἐνῷ
ἦτο πολὺ ἰδρωμένος
καὶ κατακουρασμένος, ἦλθεν εἰς τὴν
βασιλικὴν σκηνήν, γύρω ἀπὸ τὴν
ὁποίαν εἶχε στρατοπεδεύσει
ὅλος ὁ στρατὸς τῆς πατρίδος
του. |
8
τότε, ὅταν ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ, καταϊδρωμένος
καὶ πάρα πολὺ κουρασμένος, ἦλθεν εἰς
τὴν βασιλικὴν σκηνήν, γύρω ἀπὸ τὴν
ὁποίαν εἶχε στρατοπεδεύσει ὅλος ὁ
στρατὸς τῶν προπατόρων (τῆς πατρίδας του).
|
9
Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἐπὶ
τὸ δεῖπνον ἦσαν, |
9
Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν καθίσει,
διὰ νὰ δειπνήσουν,
|
9
Ἐνῷ δὲ ὅλοι οἰ ἄλλοι εἶχαν
καθήσει διὰ τὸ βραδινὸν φαγητόν,
|
10
ὁ δὲ βασιλεὺς ὡς μάλιστα διψῶν,
καίπερ ἀφθόνους ἔχων πηγάς,
οὐκ ἠδύνατο δι' αὐτῶν ἰάσασθαι
τὴν δίψαν, |
10
ὁ δὲ βασιλεὺς αἰσθανόμενος ὑπερβολικὴν
δίψαν δὲν ἠμποροῦσε, μολονότι
εἶχεν εἰς τὴν διάθεσίν του ἀφθόνους
πηγάς, νὰ κατασβέσῃ μὲ αὐτὰς
τὴν δίψαν του.
|
10
ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ αἰσθανόμενος πολὺ
μεγάλην δίψαν, ἂν καὶ εἶχεν εἰς τὴν
διάθεσίν του πολλὲς πηγές, δὲν ἠμποροῦσε
νὰ ἰκανοποιήσῃ καὶ νὰ
σβήσῃ τὴν δίψαν του ἀπὸ τὸ νερὸ
τῶν πηγῶν αὐτῶν
|
11
ἀλλά τις αὐτῶν ἀλόγιστος
ἐπιθυμία τοῦ παρὰ τοῖς πολεμίοις
ὕδατος ἐπιτείνουσα συνέφρυγε καὶ
λύουσα κατέφλεγεν. |
11
Ἀλλὰ μία παράλογος ἐπιθυμία,
νὰ πίῃ νερὸ ἀπὸ τὴν
πηγὴν τῶν ἀντιπάλων του, τοῦ
ἐξήραινε τὰ χείλη, τὸν παρέλυε
καὶ τὸν κατέφλεγε.
|
11
ἀλλὰ μία παράλογος, αὐξανομένη ἐπιθυμία
νὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ πηγῆς
ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν
τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἐστέγνωνε
καὶ τοῦ ἐξερόψηνε τὰ χείλη·
τὸν διέλυε, τὸν παρέλυε καὶ τὸν κατέκαιε.
|
12
Ὅθεν τῶν ὑπασπιστῶν ἐπὶ
τῇ τοῦ βασιλέως ἐπιθυμία σχετλιαζόντων,
δύο νεανίσκοι στρατιῶται καρτεροὶ
καταιδεσθέντες τὴν τοῦ βασιλέως ἐπιθυμίαν,
τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο καὶ κάλπην
λαβόντες ὑπερέβησαν τοὺς τῶν
πολεμίων χάρακας, |
12
Κατόπιν τούτου, ἐπειδὴ οἱ ὑπασπισταὶ
τοῦ βασιλέως ἐξεδήλωσαν λύπην
διὰ τὴν δίψαν του, δύο νεαροὶ
στρατιῶται ἀτρόμητοι σεβασθέντες τὴν
ἐπιθυμίαν τοῦ βασιλέως, ἀφοῦ
ἐφόρεσαν τὰς πανοπλίας των, ἐπῆραν
μίαν ὑδρίαν, διέβησαν τὰ χαρακώματα
τῶν ἐχθρῶν,
|
12
Κατόπιν τούτων, ἐπειδή οἱ ὑπασπισταὶ
τοῦ Δαβὶδ παρεπονοῦντο καὶ ἐξέφραζαν
τὴν ἀγανάκτησίν των διὰ τὴν
μεγάλην καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν τοῦ
βασιλιᾶ, δύο νεαροὶ στρατιῶται κραταιοὶ
καὶ ἀνδρεῖοι, σεβασθέντες βαθύτατα τὴν
ἐπιθυμίαν τοῦ βασιλιᾶ, ἀφοῦ
ὡπλίσθησαν πλήρως μὲ τὶς πανοπλίες των καὶ
ἐπῆραν μίαν στάμναν, διέβησαν τὰ χαρακώματα
τῶν ἐχθρῶν Φιλισταίων·
|
13
καὶ λαθόντες τοὺς τῶν πυλῶν
ἀκροφύλακας, διεξῄεσαν ἀνερευνώμενοι
κατὰ πᾶν τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον.
|
13
διέφυγαν τὴν προσοχὴν τῶν φρουρῶν
τῶν πυλῶν καὶ διέσχισαν ὅλον
τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν ἐρευνῶντες
διὰ τὴν πηγήν.
|
13
καὶ ἀφοῦ διέφυγαν τὴν προσοχὴν
τῶν φρουρῶν τῶν πυλῶν τῆς ἀκροπόλεως
(τῆς Βηθλεέμ), διέσχισαν ὅλον τὸ ἐχθρικὸν
στρατόπεδον ἐξετάζοντες μὲ ἐπιμονὴν
διὰ νὰ εὔρουν τὴν πηγήν.
|
14
Καὶ ἀνευράμενοι τὴν πηγήν, ἐξ
αὐτῆς θαρραλέως ἐγέμισαν τῷ
βασιλεῖ τὸ ποτόν. |
14
Ἀφοῦ δὲ τὴν ἀνεκάλυψαν,
ἐγέμισαν ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτῆς
μὲ θάρρος τὴν ὑδρίαν χάριν
τοῦ βασιλέως.
|
14
Ὅταν δὲ τὴν ἀνεκάλυψαν, ἐγέμισαν
μὲ ἀτρόμητον θάρρος ἀπὸ τὸ νερὸ
τῆς τὴν στάμνα χάριν τοῦ βασιλιᾶ τῶν
Δαβίδ. |
15
Ὁ δὲ καίπερ τῷ δίψει διαπυρούμενος,
ἐλογίσατο πάνδεινον εἶναι κίνδυνον
τῇ ψυχῇ λογισθὲν ἰσοδύναμον
ποτὸν αἵματι· |
15
Ἐκεῖνος ὅμως, ἂν καὶ κατεκαίετο
ἀπὸ τὴν δίψαν, ἐθεώρησεν
ὅτι ἀπετέλει φοβερώτατον κίνδυνον
διὰ τὴν ψυχήν του τὸ νερὸ ἐκεῖνο,
διότι ἐσκέφθη ὅτι ἰσοδυναμοῦσε
μὲ ἴσην ποσότητα αἵματος.
|
15
Ὅμως ὁ Δαβίδ, ἂν καὶ κατεφλογίζετο
ἀπὸ τὴν δίψαν, ἔκρινεν ὅτι ἀποτελοῦσε
πάρα πολὺ φοβερὸν κίνδυνον διὰ τὴν
ψυχήν του νὰ πιῇ ἀπὸ τὸ
νερὸ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον,
ὅπως ὁ ἴδιος ἐθεώρησεν, ἰσοδυναμοῦσε
πρὸς αἷμα (ἤ, κατ’ ἄλλους: Πρὸς
ἴσην ποσότητα αἵματος), ἐπειδὴ οἱ
γενναῖοι στρατιῶται του τοῦ τὸ ἔφεραν
μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς των.
|
16
ὅθεν ἀντιθεὶς τῇ ἐπιθυμίᾳ
τὸν λογισμὸν ἔσπεισε τὸ πόμα
τῷ Θεῷ, |
16
Διὰ τοῦτο ἀντιπαραθέσας τὸν
ὀρθὸν λογισμὸν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν,
ἔχυσε τὸ νερὸ σπονδὴν εἰς τὸν
Θεόν.
|
16
Διὰ τοῦτο, ἀφοῦ ἀντιπαρέθεσεν
εἰς τὴν δυνατὴν ἐπιθυμίαν τῆς
δίψης τὸν ὀρθὸν λογισμόν, ἔχυσε τὸ
νερὸ ποὺ τοῦ ἔφεραν, ὡς θυσίαν
καὶ προσφορὰν τιμῆς πρὸς τὸν
Θεόν. |
17
δυνατὸς γὰρ ὁ σώφρων νοῦς, ὡς
ἔφην, νικῆσαι τὰς τῶν παθῶν
ἀνάγκας |
17
Διότι, ὅπως εἶπα, ἔχει τὴν δύναμιν
ὁ σώφρων νοῦς, νὰ νικήσῃ
τὴν βίαν τῶν παθῶν,
|
17
Διότι, ὅπως εἶπα, ὁ φρόνιμος, ἐγκρατής,
χρηστοήθης νοῦς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
νικήσῃ τὶς βίαιες κινήσεις τῶν παθῶν
|
18
καὶ σβέσαι τὰς τῶν οἴστρων φλεγμονὰς
καὶ τὰς τῶν σωμάτων ἀλγηδόνας
καθ' ὑπερβολὴν οὔσας καταπαλαῖσαι
καὶ τῇ καλοκαγαθίᾳ τοῦ λογισμοῦ
ἀποπτύσαι πάσας τὰς τῶν παθῶν
ἐπικρατείας. |
18
καὶ νὰ σβήσῃ τὸν ἐρεθισμόν,
ποὺ προκαλοῦν αἱ μανίαι· νὰ
κατανικήσῃ ἀκόμη καὶ τὰς
ὑπερμέτρους τοῦ σώματος ἀλγηδόνας,
νὰ ἀποτινάξῃ καὶ οἰασδήποτε
κυριαρχίας τῶν παθῶν μὲ τὸν
ὠραῖον καὶ δυνατὸν λογισμόν.
|
18
καὶ νὰ σβήσῃ τὴν ἔξαψιν, τὴν
φλόγωσιν ποὺ προκαλονν οἱ σφοδρές (ἀκάθεκτες)
ἐπιθυμίες· νὰ καταβάλῃ ἀκόμη
καὶ τοὺς ὑπερβολικοὺς πόνους τῶν
σωμάτων, καὶ μὲ τὴν ἀγαθότητα, εἰλικρίνειαν,
τιμιότητα τοῦ φρονίμου λογισμοῦ νὰ ἀπορρίψη,
νὰ ἀποστραφῇ ὅλες τὶς ἐξουσίες
καὶ κυριαρχίες τῶν παθῶν.
|
-19
Ἤδη δὲ καὶ ὁ καιρὸς ἡμᾶς
καλεῖ ἐπὶ τὴν ἀπόδειξιν
τῆς θεωρίας τοῦ σώφρονος λογισμοῦ.
|
-19
Ἀλλὰ ὁ καιρὸς τώρα μᾶς
καλεῖ, νὰ ἀποδείξωμεν τὴν θεωρίαν
τοῦ σώφρονος λογισμοῦ |
19
Ἤδη ὅμως ἡ δοθεῖσα εὐκαιρία
μᾶς καλεῖ νὰ ἀποδείξωμεν τὴν
θεωρίαν τοῦ φρονίμου καὶ χρηστοήθους λογισμοῦ.
|
-20
Ἐπειδὴ γὰρ βαθεῖαν εἰρήνην
διὰ τὴν εὐνομίαν οἱ πατέρες
ἡμῶν εἶχον καὶ ἔπραττον καλῶς,
ὥστε καὶ τὸν τῆς Ἀσίας
βασιλέα Σέλευκον καὶ τὸν Νικάνορα
καὶ χρήματα εἰς τὴν ἱεραρχίαν
αὐτοῖς ἀφορίσαι καὶ τὴν
πολιτείαν αὐτῶν ἀποδέχεσθαι,
|
-20
Ὅταν οἱ πατέρες ἡμῶν εἶχαν
ἀδιατάρακτον εἰρήνην λόγῳ
τῆς φιλονομίας των καὶ ἐζοῦσαν
ἐν εὐτυχίᾳ, ὥστε καὶ ὁ
βασιλεὺς τῆς Ἀσίας Σέλευκος
καὶ ὁ Νικάνωρ καὶ χρήματα νὰ
ξεχωρίσουν πρὸς χάριν των διὰ τὴν
ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ καὶ τὴν
ἀνεξαρτησίαν των νὰ ἀποδεχθοῦν,
|
20
Τὸν καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον
οἱ πατέρες μας ἀπελάμβαναν βαθεῖαν καὶ
ἀδιατάρακτον εἰρήνην, λόγῳ τοῦ
ὅτι ἦσαν νομιμόφρονες, καὶ ἐζοῦσαν
μὲ εὐτυχίαν, ὥστε καὶ αὐτὸς
ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἀσίας Σέλευκος
καὶ ὁ Νικάνωρ ἀκόμη καὶ χρήματα νὰ
θέσουν κατὰ μέρος καὶ νὰ τὰ προσφέρουν
διὰ τὴν ὑπηρεσίαν (τὶς ἀναγκες)
τοῦ Ναοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν
(ἀποδεχθοῦν) τὴν ἀνεξάρτητον πολιτείαν
τῶν προπατόρων μας, |
21
τότε δή τινες πρὸς τὴν κοινὴν
νεωτερίσαντες ὁμόνοιαν πολυτρόποις
ἐχρήσαντο συμφοραῖς. |
21
κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν μερικοὶ
διαταράξαντες τὴν ὁμόνοιαν ὅλων
προεκάλεσαν πολλὰς καὶ διαφόρους συμφοράς.
|
21
ἀκριβῶς κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν
ὡρισμένοι, ἀφοῦ ἐπεχείρησαν ἀνταρσίαν
καὶ ἐπανάστασιν κατὰ τῆς κοινῆς
ὁμονοίας (δημοσίας ἁρμονίας καὶ τάξεως),
ἐπροκάλεσαν πολλὲς καὶ διάφορες συμφορές.
|