Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ροκαθίσας
γέ τοι μετὰ τῶν συνέδρων ὁ τύραννος
Ἀντίοχος ἐπὶ τινος ὑψηλοῦ
τόπου καὶ τῶν στρατευμάτων αὐτῷ
ἐνόπλων κυκλόθεν παρεστηκότων, παρεκέλευε
τοῖς δορυφόροις |
γκατασταθείς,
λοιπόν, ὁ τύραννος Ἀντίοχος
εἰς τόπον ὑψηλὸν καὶ λαβὼν
τὴν πρώτην θέσιν μεταξὺ τῶν
συμβούλων του, περιστοιχιζόμενος δὲ ἀπὸ
τὰ ἔνοπλα στρατεύματά του, ἔδωκεν
ἐντολὴν εἰς τοὺς σωματοφύλακάς
του, |
φοῦ
λοιπὸν ὁ τύραννος Ἀντίοχος Δ' ἐγκατεστάθη
εἰς ὑψηλὸν τόπον, ἐκάθησεν ἐπὶ
θρόνου μὲ ἐπίσημον τρόπον καὶ περιστοιχιζόμενος
ἀπὸ τοὺς ἐνόπλους στρατιῶτες
του ἔδιδεν ἐντολὴν εἰς τοὺς
σωματοφύλακές του |
2
ἕνα ἕκαστον τῶν Ἑβραίων ἐπισπᾶσθαι,
καὶ κρεῶν ὑείων καὶ εἰδωλοθύτων
ἀναγκάζειν ἀπογεύεσθαι·
|
2
νὰ τραβοῦν ἑνὸς
ἑκάστου Ἰουδαίου
τὸ δέρμα διὰ νὰ
ἐξαφανίσουν τὴν
περιτομήν των, καὶ
νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ γεύωνται
κρέατα χοιρινὰ καὶ κρέατα ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ προσεφέρθησαν θυσία
εἰς τὰ εἴδωλα.
|
2
νὰ σύρουν καθένα Ἑβραῖον πρὸς τὸ
μέρος του, ἐνώπιον του (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Νὰ τραβοῦν τὸ δέρμα κάθε Ἑβραίου διὰ
νὰ καλύψουν τὴν περιτομήν του), καὶ
νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ γεύωνται χοιρινὰ
κρέατα καὶ κρέατα ζώων ποὺ εἶχαν προσφερθῆ
ὡς θυσία εἰς τὰ εἴδωλα.
|
3
εἰ δὲ τινες μὴ θελήσειαν μιαροφαγῆσαι,
τούτους τροχισθέντας ἀναιρεθῆναι.
|
3
Ἐὰν δὲ μερικοὶ δὲν ἤθελαν
νὰ φάγουν τροφὴν μολυσμένην, νὰ
φονεύωνται μὲ τὸν βασανιστικὸν τροχόν.
|
3
Ἐὰν δὲ μερικοὶ δὲν ἤθελαν
νὰ φάγουν φαγητὰ ποὺ ἐθεωροῦντο
ἀκάθαρτα κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον,
καὶ ἑπομένως ἀπηγορευμένα, αὐτοὶ
νὰ φονεύωνται μὲ τὸ βασανιστικὸν ὄργανον,
τὸν τροχόν. |
4
Πολλῶν δὲ συναρπασθέντων εἷς πρῶτος
ἐκ τῆς ἀγέλης Ἑβραῖος
ὀνόματι Ἐλεάζαρος, τὸ γένος
ἱερεύς, τὴν ἐπιστήμην νομικός,
καὶ τὴν ἡλικίαν προήκων καὶ
πολλοῖς τῶν περὶ τὸν τύραννον
διὰ τὴν ἡλικίαν γνώριμος, παρήχθη
πλησίον αὐτοῦ. |
4
Ἀφοῦ δὲ πολλοὶ συνηρπάσθησαν
βιαίως καὶ ὑπεχώρησαν, ὠδηγήθη
πρὸς αὐτὸν κάποιος Ἑβραῖος,
πρῶτος ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὀνόματι
Ἐλεάζαρος, ἱερατικοῦ
γένους, νομικὸς ὡς πρὸς τὴν
ἐπιστήμην, καὶ προχωρημένος εἰς
τὴν ἡλικίαν, λόγῳ δὲ τῆς
ἡλικίας του γνωστὸς
εἰς πολλοὺς
ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ περιεστοίχιζαν τὸν
τύραννον.
|
4
Καὶ ἀφοῦ πολλοὶ εἶχαν συρθῆ
καὶ συναχθῆ βιαίως ἀπὸ παντοῦ
καὶ εἶχαν ὑποχωρήσει εἰς τὶς
ἀπειλὲς τὸν βασιλιᾶ, ὠδηγήθη
ἐνώπιον τοῦ Ἀντιόχου Δ' κάποιος Ἑβραῖος,
πρῶτος ἀπὸ τὸ πλῆθος (κατ' ἄλλους:
Ἡγέτης τοῦ ποιμνίου), ὀνομαζόμενος Ἐλεάζαρος,
καταγόμενος ἀπὸ γένος ἱερατικόν, ὡς
πρὸς τὴν ἐπιστήμην νομοδιδάσκαλος, καὶ
προχωρημένος εἰς τὴν ἡλικίαν, γνωστὸς
δὲ λόγῳ τῆς ἡλικίας του (κατ’ ἄλλην
γραφήν: Διὰ τὴν φιλοσοφίαν του) εἰς πολλοὺς
ἀπὸ ἐκείνους οἰ ὁποῖοι
περιεστοίχιζαν τὸν τύραννον (αὐλικούς).
|
-5
Καὶ αὐτὸν ἰδὼν ὁ Ἀντίοχος
ἔφη· |
5
Ὅταν τὸν ἀντίκρυσεν ὁ Ἀντίοχος
τοῦ εἶπε·
|
5
Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδεν ὁ βασιλιᾶς
Ἀντίοχος, τοῦ εἶπε:
|
6
ἐγὼ πρὶν ἄρξασθαι τῶν κατὰ
σοῦ βασάνων, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύσαιμ'
ἄν σοι ταῦτα, ὅπως ἀπογευσάμενος
τῶν ὑείων σώζοιο· αἰδοῦμαι
γάρ σου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν
πολιάν, ἣν μετὰ τοσούτον ἔχων
χρόνον οὐ μοι δοκεῖς φιλοσοφεῖν τὸ
Ἰουδαίων χρώμενος θρησκείᾳ.
|
6
<ἐγώ, γέροντα, πρὶν ἀρχίσουν
ἐναντίον σου τὰ βασανιστήρια,
θὰ ἤθελα νὰ σου δώσω τὴν ἑξῆς
συμβουλήν: Νὰ γευθῇς τὸ χοιρινὸν
κρέας καὶ νὰ σωθῇς. Σέβομαι
τὴν ἡλικίαν
σου καὶ
τὰ ἄσπρα
σου μαλλιά, τὰ ὁποῖα,
καίτοι ἀπὸ τόσου χρόνου
τὰ ἔχεις, δὲν μοῦ φαίνεται,
ὅτι φιλοσοφεῖς ὀρθῶς, ἀφοῦ
δέχεσαι τὴν Ἰουδαϊκὴν θρησκείαν.
|
6
<Γέροντα, πρὶν ἀρχίσω τὰ βασανιστήρια
ἐναντίον σου, θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ
σὲ συμβουλεύσω τὰ ἑξῆς: Νὰ σωθῇς,
ἀφοῦ γευθῇς τὸ χοιρινὸν κρέας.
Διότι σέβομαι καὶ εὐλαβοῦμαι τὴν ἡλικίαν
σου καὶ τὰ ἄσπρα μαλλιά σου· ἐν
τούτοις, παρ' ὅλον ὅτι ἔχεις τὰ (ἄσπρα
μαλλιά) ἐπὶ τόσον μακρὸν διάστημα,
δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι ἐνεργεῖς
ὡς ἀληθινὸς καὶ γνήσιος φίλος τῆς
σοφίας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἐφ’ ὅσον
ἀκολουθεῖς καὶ ἀσπάζεσαι τὴν
θρησκείαν τῶν Ἰουδαίων. |
7
Διατὶ γὰρ τῆς φύσεως κεχαρισμένης
καλλίστην τὴν τοῦδε τοῦ ζώου
σαρκοφαγίαν βδελύττῃ;
|
7
Διατί, σὲ παρακαλῶ, ἐνῷ αὐτὴ
αὕτη ἡ φύσις μᾶς ἔχει χαρίσει
τὴν γευστικωτάτην τροφὴν τοῦ
ζώου αὐτοῦ, σὺ τὴν ἀποστρέφεσαι
μετὰ βδελυγμίας;
|
7
Διατί, ἐνῷ ἡ φύσις μᾶς ἔχει
χαρίσει τὴν θαυμασιωτάτην τροφὴν τοῦ κρέατος
αὐτοῦ τοῦ ζώου (τοῦ χοίρου), σὺ
τὴν ἀηδιάσζεις καὶ τὴν σιχαίνεσαι;
|
8
Καὶ γὰρ ἀνόητον τοῦτο δοκεῖ,
τὸ μὴ ἀπολαύειν τῶν χωρὶς
ὀνείδους ἡδέων, καὶ ἄδικον
ἀποστρέφεσθαι τὰς τῆς φύσεως
χάριτας. |
8
Τοῦτο βεβαίως θεωρεῖται ἀνόητον,
τὸ νὰ μὴ ἀπολαμβάνῃ, δηλαδή,
κανεὶς κάτι εὐχάριστον, ποὺ
δὲν τοῦ προσάπτει ἐντροπήν,
ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄδικον, νὰ
δείχνῃ ἀποστροφὴν
πρὸς τὰς δωρεὰς
τῆς φύσεως.
|
8
Διότι τοῦτο φαίνεται ἀσφαλῶς ἀνόητον,
τὸ νὰ μὴ ἀπολαμβάνῃ δηλαδὴ
κανεὶς ἀπὸ τὰ γευστικώτατα καὶ
εὐχάριστα ποὺ δὲν προκαλοῦν αἰσχύνην
καὶ ἐντροπήν, εἶναι δὲ καὶ ἄδικον
νὰ ἀηδιάζῃ καὶ νὰ ἀποστρέφεται
κανεὶς τὰ δῶρα τῆς φύσεως.
|
9
Σὺ δέ μοι καὶ ἀνοητότερον ποιήσειν
δοκεῖς, εἰ κενοδοξῶν περὶ τὸ
ἀληθὲς ἔτι κἀμοῦ καταφρονήσεις
ἐπὶ τῇ ἰδίᾳ τιμωρίᾳ.
|
9
Ἀλλὰ σύ, νομίζω, ὅτι θὰ
κάμῃς κάτι περισσότερον ἀνόητον,
ἐὰν ὑπερηφανευόμενος ὅτι κατέχεις,
τάχα, τὴν ἀλήθειαν, περιφρονήσῃς
ἀκόμη καὶ ἐμέ,
μὲ συνέπειαν νὰ τιμωρηθῇς.
|
9
Εἰς ἐμὲ δὲ φαίνεται ὅτι σὺ
θὰ κάμῃς κάτι πιὸ ἀνόητον, ἐάν,
κυριαρχημένος ἀπὸ τὴν ματαίαν δόξαν ὅτι
κατέχεις τὴν ἀλήθειαν, περιφρονήσῃς ἄκομη
καὶ ἐμέ, πρᾶγμα ποὺ θὰ
ἔχῃ ὡς συνέπειαν νὰ τιμωρηθῇς.
|
10
Οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς
φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν
|
10
Δὲν θὰ ἐξυπνήσῃς ἀπὸ
τὴν μωρολόγον θρησκείαν
σας;
|
10
Δὲν θὰ ξυπνήσῃς ἀπὸ τὴν
φιλοσοφίαν (θρησκείαν) σας, ἡ ὁποία λέγει μωρὰ
καὶ ἀνόητα πράγματα; |
11
καὶ ἀποσκεδάσεις τῶν λογισμῶν
σου τὸν λῆρον καὶ ἄξιον τῆς
ἡλικίας ἀναλαβὼν νοῦν φιλοσοφήσεις
τὴν τοῦ συμφέροντος ἀλήθειαν
|
11
Δὲν θὰ πετάξῃς μακρὰν τοὺς
ἀνοήτους συλλογισμούς σου; Δὲν θὰ
σκεφθῇς τὸ ἀληθινὸν
συμφέρον σου δεικνύων
σύνεσιν καὶ νοῦν ἄξιον
τῆς ἡλικίας σου,
|
11
Δὲν θὰ ἀποδιώξῃς καὶ δὲν
θὰ σκορπίσῃς μακριὰ τοὺς ματαίους
καὶ ἀχρήστους συλλογισμούς σου; Ἀφοῦ
δὲ ἀποδεχθῇς γνώμην καὶ ἄποψιν
ἀντάξιες πρὸς τὴν μεγάλην ἡλικίαν
σου, δὲν θὰ σκεφθῇς ὥριμα καὶ
σοβαρὰ τὸ ἀληθινὸν συμφέρον σου;
|
12
καὶ προσκυνήσας μου τὴν φιλάνθρωπον
παρηγορίαν οἰκτειρήσεις τὸ σεαυτοῦ
γῆρας; |
12
καὶ δὲν θὰ λυπηθῇς τὰ γηρατεῖα
σου, ὥστε νὰ
ἀποδεχθῇς καὶ ὑποταχθῇς εἰς
τὴν φιλάνθρωπον αὐτὴν
προτροπήν μου;
|
12
Καὶ ἀκόμη, δὲν θὰ λυπηθῇς
τὰ γηρατεῖα σου μὲ τὸ νὰ σεβασθῇς
καὶ ἀποδεχθῇς αὐτὴν τὴν
φιλάνθρωπον, τὴν παρήγορον συμβουλήν μου;
|
13
Καὶ γὰρ ἐνθυμήθητι, ὡς εἰ
καί τίς ἐστι τῆσδε τῆς ὑμῶν
θρησκείας ἐποπτικὴ δύναμις, συγγνωμονήσει
ἄν σοι ἐπὶ πάσῃ τῇ δι'
ἀνάγκην γινομένῃ παρανομίᾳ.
|
13
Στοχάσου ὅτι, καὶ ἂν ὑπάρχῃ
ἐπιτέλους κάποια δύναμις, ποὺ
ἐποπτεύει τὴν τήρησιν τῶν ὑπὸ
τῆς θρησκείας σας διδασκομένων, αὐτὴ
θὰ σὲ συγχωρήσῃ, διότι παρανομεῖς
ἐξαναγκαζόμενος>. |
11
Διότι σκέψου τοῦτο: Ἐὰν ὐπάρχῃ
πράγματι κάποια δύναμις ἡ ὁποία ἐπιβλέπει
καὶ ἐπιστατεῖ διὰ τὴν τήρησιν
τῶν νόμων τῆς θρησκείας σας, ἡ δύναμις αὐτὴ
θὰ σὲ συγχωρήσῃ διὰ κάθε παράβασιν
τοῦ νόμου ποὺ ἔγινε κάτω ἀπὸ
πίεσιν καὶ ἐξαναγκασμόν>.
|
-14
Τοῦτον τὸν τρόπον ἐπὶ τὴν
ἔκθεσμον σαρκοφαγίαν ἐποτρύνοντος
τοῦ τυράννου, λόγον ᾔτησεν ὁ
Ἐλεάζαρος |
-14
Ἔπειτα ἀπὸ μίαν τέτοιαν προτροπὴν
τοῦ τυράννου πρὸς παράνομον κρεωφαγίαν,
ἐζήτησε τὸν λόγον ὁ Ἐλεάζαρος.
|
14
Ἀφοῦ ὁ τύραννος παρώτρυνε τὸν Ἐλεάζαρον
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ φάγῃ
ἀπηγορευμένον κρέας, παραβαίνων τὸν Μωσαϊκὸν
νόμον, ὁ Ἐλεάζαρος ἐζήτησε τὸν
λόγον. |
15
καὶ λαβὼν τοῦ λέγειν ἐξουσίαν
ἤρξατο δημηγορεῖν οὕτως·
|
15
Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄδειαν
ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ ἐνώπιόν
των ὡς ἐξῆς·
|
15
Ὅταν δὲ ἔλαβε τὴν ἄδειαν, ἄρχισε
νὰ ὁμιλῇ ἀνοικτά, δημοσίως, ὡς
ἑξῆς: |
16
ἡμεῖς, Ἀντίοχε, θείῳ πεπεισμένοι
νόμῳ πολιτεύεσθαι οὐδεμίαν ἀνάγκην
βιαιοτέραν εἶναι νομίζομεν τῆς πρὸς
τὸν νόμον ἡμῶν εὐπειθείας·
|
16
<Ἡμεῖς, Ἀντίοχε, εἴμεθα πεπεισμένοι,
ὅτι πρέπει νὰ ζῶμεν σύμφωνα
πρὸς τὸν θεῖον νόμον. Καὶ δὲν
νομίζομεν ὅτι ὑπάρχει κανεὶς
ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς ἰσχυρότερος
ἀπὸ τὴν πρόθυμον ὑποταγήν
μας εἰς τὸν θεῖον νόμον.
|
16
<Ἠμεῖς, Ἀντίοχε, πεπεισμένοι ὅτι
πρέπει νὰ ζῶμεν καὶ νὰ ἀναστρεφώμεθα
σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον νόμον, πιστεύομεν ὅτι
δὲν ὑπάρχει καμμία πίεσις καὶ κανεὶς
ἐξαναγκασμὸς βιαιότερος ἀπὸ τὴν
πρόθυμον ὑπακοήν μας εἰς τὸν ἰδικόν
μας Νόμον (τὸν Μωσαϊκόν). |
17
διὸ δὴ κατ' οὐδένα τρόπον παρανομεῖν
ἀξιοῦμεν. |
17
Διὰ τοῦτο κατ' οὐδένα τρόπον
δὲν κρίνομεν ἄξιον, νὰ παραβαίνωμεν
τὸν Νόμον.
|
17
Δι' αὐτὸ ἀκριβῶς κατ’ οὐδένα
τρόπον δὲν θεωροῦμεν ἄξιον νὰ παραβαίνωμεν
τὸν θεῖον αὐτὸν Νόμον.
|
18
Καίτοι εἰ κατὰ ἀλήθειαν μὴ
ἦν ὁ νόμος ἡμῶν, ὡς σὺ
ὑπολαμβάνεις, θεῖος, (ἄλλως δὲ
νομίζομεν αὐτὸν εἶναι θεῖον)
οὐδὲ οὕτως ἐξὸν ἡμῖν
ἦν τὴν ἐπὶ τῇ εὐσεβείᾳ
δόξαν ἀκυρῶσαι. |
18
Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἦτο πράγματι
θεῖος ὁ ἰδικός μας νόμος, ὅπως
σὺ νομίζεις, καὶ ἐκ πλάνης,
τάχα, ἡμεῖς νομίζομεν ὅτι εἶναι
θεῖος, καὶ πάλιν δὲν θὰ εἴχομεν
τὴν ἐξουσίαν νὰ παραβῶμεν καὶ
νὰ ἀκυρώσωμεν τὴν πίστιν μας
αὐτὴν περὶ εὐσεβείας.
|
18
Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἦταν πράγματι
θεῖος ὁ ἰδικός μας Νόμος, ὅπως
σὺ φρονεῖς (ἠμεῖς δὲ δῆθεν
πλανωμένοι νομίζομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι
θεῖος), καὶ πάλιν δὲν θὰ μᾶς
ἐπετρέπετο νὰ ἀθετήσωμεν καὶ
νὰ καταργήσωμεν τὴν ὑπόληψιν καὶ τὸ
φρόνημα αὐτὸ περὶ εὐσεβείας, περὶ
σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεόν.
|
19
Μὴ μικρὸν οὖν εἶναι νομίσῃς
ταύτην, εἰ μιαροφαγήσαιμεν, ἁμαρτίαν·
|
19
Μὴ νομίσῃς, λοιπόν, ὅτι ἐὰν
γευθῶμεν μολυσμένην τροφήν, εἶναι
τοῦτο μικρὰ ἁμαρτία. |
19
Μὴ θεωρήσῃς λοιπὸν ὅτι εἶναι
ἐλαχίστη ἁμαρτία τὸ νὰ φάγωμεν ἀκάθαρτα
(κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον) φαγητά.
|
20
τὸ γὰρ ἐν μικροῖς καὶ ἐν
μεγάλοις παρανομεῖν ἰσοδύναμόν
ἐστιν, |
20
Διότι τὸ νὰ παρανομῇ κανεὶς
εἴτε εἰς μικρὰ εἴτε εἰς μεγάλα,
εἶναι τὸ ἴδιον. |
20
Διότι τὸ νὰ παραβαίνῃ κανεὶς τὸν
Νόμον εἴτε εἰς τὰ μικρὰ εἴτε
εἰς τὰ μεγάλα εἶναι τὸ ἴδιον
πρᾶγμα, |
21
δι' ἑκατέρου γὰρ ὡς ὁμοίως
ὁ νόμος ὑπερηφανεῖται.
|
21
Καὶ εἰς τὰς δύο περιπτώσεις
ὁμοίως περιφρονεῖται ὁ Νόμος.
|
21
ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν μίαν καὶ
εἰς τὴν ἄλλην περίπτωσιν ὁ Νόμος περιφρονεῖται
καὶ ἐξουθενώνεται. |
22
Χλευάζεις δὲ ἡμῶν τὴν φιλοσοφίαν,
ὥσπερ οὐ μετὰ εὐλογιστίας ἐν
αὐτῇ βιούντων· |
22
Εἰρωνεύεσαι δὲ τὴν φιλοσοφίαν
μας, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ αὐτὴν
δὲν ζῶμεν τάχα μὲ ὀρθοψροσύνην.
|
22
Εἰρωνεύεσαι δὲ τὴν φιλοσοφίαν μας, ὡσὰν
τὸ νὰ ζῶμεν σύμφωνα μὲ αὐτὴν
εἶναι τρόπος ἀστόχαστος καὶ ἀνόητος.
|
23
σωφροσύνην τε γὰρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκει
ὥστε πασῶν τῶν ἡδονῶν καὶ
ἐπιθυμιῶν κρατεῖν καὶ ἀνδρείαν
ἐξασκεῖν, ὥστε πάντα πόνον ἐκουσίως
ὑπομένειν |
23
Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ φιλοσοφία
μᾶς διδάσκει τὴν σωφροσύνην, ὥστε
νὰ κυριαρχῶμεν ἐπάνω εἰς ὅλας
τὰς ἡδονὰς καὶ ἐπιθυμίας,
καὶ νὰ ἀσκῶμεν τὴν ἀνδρείαν,
ὥστε νὰ ὑπομένωμεν θεληματικὰ
κάθε ταλαιπωρίαν.
|
23
Καὶ ὅμως ἡ φιλοσοφία αὐτὴ μᾶς
διδάσκει πλήρως τὴν σωφροσύνην (φρόνησιν, ἐγκράτειαν),
ὥστε νὰ κυριαρχῶμεν ἐπάνω εἰς
ὅλες τὶς ἠδονὲς καὶ τὶς
ἐπιθυμίες, καὶ μᾶς γυμνάζει νὰ ἀσκῶμεν
τὴν ἀνδρείαν, ὥστε νὰ ὑπομένωμεν
θεληματικῶς καὶ προθύμως κάθε κόπον ἢ βάσανον.
|
24
καὶ δικαιοσύνην παιδεύει ὥστε διὰ
πάντων τῶν ἠθῶν ἰσονομεῖν
καὶ εὐσέβειαν ἐκδιδάσκει, ὥστε
μόνον τὸν ὄντα Θεὸν σέβειν μεγαλοπρεπῶς.
|
24
Μᾶς ἐξασκεῖ ἐπίσης εἰς
πράξεις δικαιοσύνης, ὥστε ἡ ὅλη
συμπεριφορά μας νὰ εἶναι ἀπονομὴ
τοῦ δικαίου. Μᾶς διδάσκει ἀκόμη
τὴν εὐσέβειαν, ὥστε εἰς μόνον
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν νὰ ἀποδίδωμεν
μεγαλοπρεπῆ λατρείαν. |
24
Ἀκόμη μᾶς διδάσκει, μᾶς παιδαγωγεῖ
καὶ μᾶς γυμνάζει εἰς τὴν ἄσκησιν
τῆς δικαιοσύνης, ὥστε διὰ τῆς ὅλης
συμπεριφορᾶς καὶ ἀναστροφῆς μας νὰ
ἐνεργῶμεν μὲ ἀμεροληψίαν (ἤ:
Ὥστε νὰ κρατῶμεν εἰς ἰσορροπίαν
ὅλες τὶς συνήθεις κλίσεις καὶ ροπές
μας)· ἐπίσης μᾶς διδάσκει πλήρως τὴν ἀρετὴν
τῆς εὐσεβείας, ὥστε νὰ σεβώμεθα πρεπόντως,
μὲ μεγαλοπρέπειαν καὶ λαμπρότητα μόνον τὸν
ἕνα καὶ πραγματικὸν Θεόν.
|
25
Διὰ οὐ μιαροφαγοῦμεν· ποστεύοντες
γὰρ Θεοῦ καθεστάναι τὸν νόμον
οἴδαμεν ὅτι κατὰ φύσιν ἡμῖν
συμπαθεῖ νομοθετῶν ὁ τοῦ κόσμου
κτίστης· |
25
Διὰ τοῦτο δὲν τρώγομεν τροφὰς
μιαράς. Διότι πιστεύομεν, ὅτι ὁ
νόμος ἔχει θεσπισθῆ ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ γνωρίζομεν ὅτι νομοθετῶν
ὁ κτίστης τοῦ κόσμου τρέφει
κατὰ φυσικὸν λόγον συμπάθειαν πρὸς
ἡμᾶς |
25
Διὰ τοῦτο δὲν θὰ φάγωμεν ἀκάθαρτα
(κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον) φαγητά. Διότι,
ἐφ’ ὅσον πιστεύομεν ὅτι ὁ Νόμος ἔχει
θεσπισθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν, γνωρίζομεν
ὅτι ὁ Κτίστης τοῦ κόσμου, νομοθετῶν,
τρέφει κατὰ φυσικὸν λόγον συμπάθειαν πρὸς
ἡμᾶς. |
26
καὶ τὰ μὲν οἰκειωθησόμενα ἡμῶν
ταῖς ψυχαῖς ἐπέτρεψεν ἐσθίειν.
Τὰ δὲ ἐναντιωθησόμενα ἐκώλυσε
σαρκοφαγεῖν. |
26
καὶ ἐπέτρεψε νὰ τρώγωμεν, ὅσα
πρόκειται νὰ ὠφελήσουν τὰς ψυχάς
μας, ἀπηγόρευσεν ὅμως νὰ δοκιμάζωμεν
τὸ κρέας, ὅσων πρόκειται νὰ
μας βλάψῃ. |
26
Διὰ τοῦτο μᾶς ἐπέτρεψε νὰ τρώγωμεν
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ ἀποβοῦν
περισσότερον ὠφέλιμα εἰς τὶς ψυχές
μας (εἰς τὴν ζωήν μας)· ἀπηγόρευσεν
ὅμως νὰ τρώγωμεν τὰ κρέατα ζώων ποὺ
θὰ μᾶς προξενήσουν βλάβην. |
27
Τυραννικὸν δὲ οὐ μόνον ἀναγκάζειν
ἡμᾶς παρανομεῖν, ἀλλὰ καὶ
ἐσθίειν, ὅπως τῇ ἐχθίστῃ
ἡμῶν μιαροφαγίᾳ ταύτῃ
ἔτι ἐγγελάσῃς.
|
27
Τυραννικὴ αὐθαιρεσία δὲν εἶναι
μόνον νὰ μᾶς ἀναγκάζῃς
νὰ παρανομοῦμεν, ἀλλὰ καὶ νὰ
τρώγωμεν ἀπηγορευμένα κρέατα, μὲ
τὸν σκοπὸν νὰ γελάσῃς ἐξευτελιστικῶς
εἰς βάρος μας ἐξ αἰτίας τῆς
μισητοτάτης εἰς ἡμᾶς αὐτῆς
βρώσεως τῶν μιαρῶν.
|
27
Θὰ ἦταν δὲ ἐκ μέρους σου αὐθαίρετον,
δεσποτικὸν καὶ τυραννικὸν ὄχι μόνον
τὸ νὰ μᾶς ἐξαναγκάζῃς
νὰ παραβαίνωμεν τὸν Νόμον, ἀλλὰ καὶ
νὰ τρώγωμεν ἀπηγορευμένα κρέατα, ὥστε, ἐξ
αἰτίας τῆς κατ' ἐξοχὴν μισητῆς
αὐτῆς βρώσεως τῶν ἀκαθάρτων (κατὰ
τὸν Μωσαϊκὸν νόμον) φαγητῶν, νὰ μᾶς
περιγελάσῃς ἐπίσης καὶ νὰ μᾶς
περιπαίξῃς κατὰ πρόσωπον. |
28
Ἀλλ' οὐ γελάσεις κατ' ἐμοῦ τοῦτον
τὸν γέλωτα, οὔτε τοὺς ἱεροὺς
τῶν προγόνων περὶ τοῦ φυλάξαι
τὸν νόμον ὅρκους οὐ παρήσω,
|
28
Ἀλλὰ βεβαίως δὲν θὰ γελάσῃς
εἰς βάρος μου τὸν εἰρωνικὸν
αὐτὸν γέλωτα, οὔτε ἐγὼ
θὰ παραβῶ τοὺς ἱερούς ὅρκους
τῶν προγόνων μου, τοὺς ἀναφερομένους,
εἰς τὴν τήρησιν τοῦ Νόμου,
|
28
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχῃς τὴν
εὐκαιρίαν νὰ γελάσῃς εἰς βάρος μου
τὸν χλευαστικὸν αὐτὸν γέλωτα, οὔτε
θὰ παραβῶ τοὺς ἱεροὺς ὅρκους
τῶν προγόνων μου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν
εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ (Μωσαϊκοῦ)
Νόμου, |
29
οὐδ' ἂν ἐκκόψειάς μου τὰ
ὄμματα καὶ τὰ σπλάγχνα μου τήξειας.
|
29
ἀκόμη καὶ ἄν μοῦ βγάλῃς
τὰ μάτια καὶ λυώσῃς τὰ
σπλάγχνα μου. |
29
ἀκόμη καὶ ἄν μοῦ βγάλης τὰ μάτια
καὶ ἄν μοῦ λειώσῃς τὰ σπλάγχνα.
|
30
Οὐχ οὕτως εἰμὶ γέρων ἐγὼ
καὶ ἄνανδρος ὥστε μοι διὰ τὴν
εὐσέβειαν μὴ νεάζειν τὸν λογισμόν.
|
30
Δὲν εἶμαι τόσον γέρων καὶ ἄνανδρος,
ὥστε νὰ μὴ ἔχω ἀκμαῖον
τὸ φρόνημά μου.
|
30
Δὲν εἶμαι τόσον γέροντας καὶ δειλὸς
καὶ ἄτολμος, ὥστε νὰ μὴ φέρωμαι
γενναῖα, ὡς νέος, κατὰ τὸ φρόνημα
(κατ’ ἄλλους: Κατὰ τὴν εὐσέβειαν).
|
31
Πρὸς ταῦτα τροχοὺς εὐτρέπιζε
καὶ τὸ πῦρ ἐκφύσα σφοδρότερον.
|
31
Διὰ τοῦτο ἐτοίμαζε τοὺς τροχοὺς
καὶ ἀναρρίπιζε τὸ πῦρ, ὥστε
νὰ γίνῃ ἰσχυρότερον.
|
31
Διὰ τοῦτο λοιπόν, ἐμπρός· ἐτοίμαζε
τὰ βασανιστικὰ ὄργανα τῶν τροχῶν
καὶ διέγειρε μὲ περισσοτέραν σφοδρότητα
τὴν φωτιά. |
32
Οὐχ οὕτως οἰκτείρομαι τὸ ἐμαυτοῦ
γῆρας ὥστε με δι' ἐμαυτοῦ τὸν
πάτριον καταλῦσαι νόμον.
|
32
Δὲν ἀγαπῶ καὶ δὲν λυποῦμαι
τόσον πολὺ τὸ γῆρας μου, ὥστε
νὰ καταπατήσω ἐγὼ ὁ ἴδιος
τὸν Νόμον τῶν πατέρων μου.
|
32
Δὲν λυποῦμαι καὶ δὲν εὐσπλαγχνίζομαι
τόσον πολὺ τὰ γηρατεῖα μου, ὥστε μὲ
ἰδικήν μου κίνησιν καὶ ἑκουσίαν ἐνέργειαν
νὰ καταπατήσω καὶ ἀθετήσω τὸν
πατροπαράδοτον (Μωσαϊκόν) Νόμον. |
33
Οὐ ψεύσομαί σε, παιδευτὰ νόμε,
οὐδὲ φεύξομαί σε οὐδ' ἐξομοῦμαί
σε, φίλη ἐγκράτεια, |
33
Δὲν θὰ σὲ διαψεύσω, ὦ νόμε
διδάσκαλε. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω,
ἀγαπητὴ ἐγκράτεια, οὔτε θὰ
καταπατήσω τὸν ὅρκον, ποὺ ἔχω
δώσει διὰ σέ! |
33
Δὲν θὰ σὲ ἀποδείξω ψευδῆ ἢ
ἀπατημένον, Νόμε, ὁ ὁποῖος μὲ
διδάσκεις καὶ παιδαγωγεῖς· οὔτε θὰ
σὲ ἐγκαταλείψω οὔτε θὰ ἀρνηθῶ
τὸν ὅρκον ποὺ ἔδωκα διὰ σέ,
προσφιλὴς καὶ ἀγαπημένη ἐγκράτεια!
|
34
οὐδὲ καταισχυνῶ σε, φιλόσοφε λόγε,
οὐδὲ ἐξαρνήσομαί σε, ἱερωσύνη
τιμία καὶ νομοθεσίας ἐπιστήμη·
|
34
Δὲν θὰ σὲ ἐξευτελίσω, φιλόσοφε
λογισμέ, οὔτε θὰ σᾶς ἀρνηθῶ,
σεμνὴ ἱερωσύνη καὶ ἐπιστήμη
τῆς νομοθεσίας!
|
34
Δὲν θὰ σὲ κατεντροπιάσω, φιλόσοφε λογισμέ,
οὔτε θὰ σὲ ἀπαρνηθῶ, σεβασμία
καὶ ἀξία πάσης τιμῆς ἱερωσύνη
καὶ ἐπιστήμη τῆς νομοθεσίας (τοῦ Νόμου)!
|
35
οὐδὲ μιανεῖς μου τὸ σεμνὸν γήρως
στόμα οὐδὲ νομίμου βίου ἡλικίαν.
|
35
Σὺ δέ, στόμα μου, δὲν θὰ μολύνῃς
τὴν σεμνὴν γεροντικήν μου ἡλικίαν,
οὔτε καὶ τὸ τέλος μιᾶς ζωῆς
ἀφιερωμένης εἰς τὸν θεῖον νόμον.
|
35
Σύ, βασιλιᾶ, δὲν θὰ λερώσῃς καὶ
δὲν θὰ μολύνῃς τὸ σεμνὸν στόμα
τῶν γηρατειῶν μου, οὔτε τὴν μακρὰν
ζωήν μου, τὴν ὁποίαν ἔζησα μὲ ἀφιέρωσιν
καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν Νόμον (κατ'
ἄλλους: Σὺ δέ, στόμα μου, δὲν θὰ μολύνῃς
τὰ σεμνὰ γηρατεῖα μου, οὔτε τὴν
μακρὰν ἡλικίαν, ποὺ ἔζησα μὲ
ὑποταγὴν εἰς τὸν Νόμον).
|
36
Ἁγνὸν δέ με οἱ πατέρες προσδέξονται
μὴ φοβηθέντα σου τὰς μέχρι θανάτου
ἀνάγκας. |
36
Ἁγνὸν θὰ μὲ δεχθοῦν οἱ
πατέρες, διότι δὲν θὰ ἔχω φοβηθῇ
τὰ θανάσιμα βασανιστήριά σου.
|
36
Οἱ πατέρες θὰ μὲ δεχθοῦν πλησίον των
εἰς τὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴν ἀμόλυντον
καὶ καθαρόν, ὡς ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος
δὲν ἐφοβήθη τὰ μέχρι θανάτου βασανιστήριά
σου. |
37
Ἀσεβῶν μὲν γὰρ τυραννήσεις,
τῶν δὲ ἐμῶν περὶ τῆς εὐσεβείας
λογισμῶν οὔτε διὰ λόγων δεσπόσεις
οὔτε δι' ἔργων. |
37
Σύ, Ἀντίοχε, θὰ βασιλεύσῃς
ἐπάνω εἰς ἀσεβεῖς· δὲν
θὰ κατευθύνῃς ὅμως σὺ τὰς
ἰδικάς μου πεποιθήσεις περὶ εὐσεβείας
οὔτε μὲ τὰς ἀπειλὰς οὔτε
μὲ τὰ βάσανα>. |
37
Σὺ μέν, βασιλιᾶ, ἠμπορεῖ νὰ
βασιλεύσῃς ὡς τύραννος μεταξὺ τῶν
ἀσεβῶν καὶ ἀθεοφόβων· ἀλλὰ
δὲν θὰ ἐξουσιάσῃς ὡς ἀπόλυτος
κύριος καὶ δεσπότης τὶς ἰδικές μου εὐσεβεῖς
πεποιθήσεις οὔτε μὲ ἀπειλητικὰ λόγια
οὔτε μὲ καταπιεστικὰ ἔργα (βασανιστήρια)>!
|