Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οῦτον
τὸν τρόπον ἀντιρρητορεύσαντα
ταῖς τοῦ
τυράννου παρηγορίαις,
παρασχόντες οἱ δορυφόροι πικρῶς
ἔσυραν ἐπὶ τὰ βασανιστήρια τὸν
Ἐλεάζαρον. |
τσι
ἀπήντησεν εἰς τὰς δολίας προτροπὰς
τοῦ τυράννου ὁ Ἐλεάζαρος. Καὶ
ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασαν οἱ
στρατιῶται, τὸν ἔσυραν βαναύσως εἰς
τὰ βασανιστήρια.
|
φοῦ
ὁ Ἐλεάζαρος ἐρρητόρευσε μὲ
αὐτὸν τὸν εὔγλωττον τρόπον ἐναντίον
τῶν δολίων συμβουλῶν τοῦ τυράννου (Ἀντιόχου
Δ'), οἱ σωματοφύλακες στρατιῶται ποὺ ἐστέκοντο
δίπλα εἰς τὸν βασιλιᾶ τὸν ἔσυραν
μὲ βίαιον καὶ ἄγριον τρόπον εἰς τὰ
βασανιστικὰ ὄργανα. |
2
Καὶ πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν
γηραιὸν ἐγκοσμούμενον τῇ περὶ
τὴν εὐσέβειαν εὐσχημοσύνη·
|
2
Καὶ πρῶτον μὲν ἀφῄρεσαν τὰ
ἐνδύματα τοῦ γέροντος αὐτοῦ,
ὁ ὁποῖος ἐκοσμεῖτο μὲ
τὸ εὐπρεπὲς ἔνδυμα τῆς εὐσεβείας.
|
2
Καὶ ἐν πρώτοις ἀφήρεσαν τὰ ἐνδύματα
ἀπὸ τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος
ὅμως συνέχιζε νὰ παραμένῃ στολισμένος μὲ
τὴν εὐσχημοσύνην καὶ σεμνότητα τῆς
εὐσεβείας. |
3
ἔπειτα περιαγκωνίσαντες ἑκατέρωθεν
μάστιξι κατῄκιζον· |
3
Ἔπειτα, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τοὺς
ἀγκῶνας ἑκατέρωθεν, τὸν ἐχτυποῦσαν
δυνατὰ μὲ μάστιγας. |
3
Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν ὀπισθάγκωνα,
τὸν ἐκτυποῦσαν μὲ μαστίγια, εἰς
τρόπον ὥστε κατήντησεν ὅλως διόλου ἀγνώριστος,
|
4
πείσθητι ταῖς τοῦ βασιλέως ἐντολαῖς,
ἑτέρωθεν κήρυκος ἐπιβοῶντος.
|
4
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ κῆρυξ
ἐφώναζεν· <ὑπάκουσε εἰς
τὰς ἐντολὰς τοῦ βασιλέως>.
|
4
καθ' ὃν χρόνον ἀπὸ τὴν ἀπέναντι
πλευρὰν ἕνας κήρυκας ἐφώναζε μεγαλοφώνως:
<Ὑπάκουσε εἰς τὶς ἐντολὲς
τοῦ βασιλιᾶ>! |
5
Ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴς
ὡς ἀληθῶς Ἐλεάζαρος, ὥσπερ
ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενος κατ'
οὐδένα τρόπον μετετρέπετο,
|
5
Ὁ μεγαλόψυχος ὅμως καὶ ἀληθινὰ
γενναῖος Ἐλεάζαρος, σὰν νὰ ἐβασανίζετο
μέσα σὲ ὄνειρον, κατ' οὐδένα
τρόπον ἐκάμπετο.
|
5
Ἀλλ' ὁ μεγαλόψυχος, ὁ γενναιόφρων καὶ
ἀληθινὰ εὐγενὴς Ἐλεάζαρος
ἔμενεν ἀκλόνητος καὶ δὲν ἐκάμπτετο
μὲ κανένα τρόπον, ὡσὰν νὰ ἐβασανίζετο
μέσα εἰς ὄνειρον. |
6
ἀλλὰ ὑψηλοὺς ἀνατείνας
εἰς τὸν οὐρανὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς
ἀπεξαίνετο ταῖς μάστιξι τὰς
σάρκας ὁ γέρων καὶ κατερρεῖτο
τῷ αἵματι |
6
Ἀλλὰ ὕψωσεν ὁ γέρων θαρραλέους
τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν οὐρανόν,
καθ' ὅν χρόνον κατεξεσχίζοντο αἱ σάρκες
μὲ τὰς μάστιγας, κατερραντίζετο μὲ
τὸ αἷμα,
|
6
Ὅμως, ἐνῷ ὁ γέροντας εἶχεν ὑψώσει
γεμάτους θάρρος τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς
τὸν οὐρανόν, οἱ σάρκες του κατεξεσχίζοντο
μὲ τὰ μαστίγια καὶ τὸ αἷμα διεχέετο
εἰς ὅλον τὸ σῶμα του
|
7
καὶ τὰ πλευρὰ κατετιτρώσκετο, καὶ
πίπτων εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ
τοῦ μηκέτι φέρειν τὸ σῶμα τὰς
ἀλγηδόνας, ὀρθὸν εἶχε καὶ
ἀκλινῆ τὸν λογισμῶν. |
7
ἐγέμιζε πληγὰς εἰς τὰ πλευρὰ
καί, ἐνῷ κατέπιπτεν εἰς τὸ
ἔδαφος ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι
δὲν ἀντεῖχε πλέον τὸ σῶμα
εἰς τοὺς πόνους, διετήρει τὸ
φρόνημα ὀρθὸν καὶ ἀλύγιστον.
|
7
καὶ τὰ πλευρά του κατεπληγώνοντο καὶ
παρ’ ὅλον ὅτι κατέπιπτεν εἰς τὸ ἔδαφος,
διότι τὸ σῶμα του δὲν ἠμποροῦσε
νὰ ὑποφέρῃ τοὺς πόνους, διατηροῦσε
τὸ φρόνημά του ἀκμαῖον, ἀλύγιστον
καὶ ἀκατάβλητον. |
8
Λάξ γέ τοι τῶν πικρῶν τις δορυφόρων
εἰς τοὺς κενεῶνας ἐναλλόμενος
ἔτυπτεν, ὅπως ἐξανίσταιτο πίπτων.
|
8
Μὲ ὁρμὴν τότε ἀποπηδῶν
κάποιος ἀπὸ τοὺς σκληροὺς στρατιώτας
τὸν ἐκτύπα μὲ λακτίσματα εἰς
τὰς λαγόνας, διὰ νὰ σηκώνεται
μετὰ τὴν πτῶσιν.
|
8
Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς σκληροὺς
καὶ ὠργισμένους ἐνόπλους σωματοφύλακες τοῦ
βασιλιᾶ ὥρμησεν ἐναντίον του καὶ τὸν
ἐκτυποῦσε μὲ κλωτσιὲς εἰς τὸ
μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τῶν λαγάνων
μέρος τοῦ σώματος, διὰ νὰ τὸν ἀναγκάζῃ
νὰ σηκώνεται πάλιν μετὰ τὴν πτῶσιν.
|
9
Ὁ δὲ ὑπέμεινε τοὺς πόνους
καὶ περιεφρόνει τῆς ἀνάγκης
|
9
Ἐκεῖνος ὑπέμεινε τοὺς πόνους·
καταφρονοῦσε τὴν βίαν
|
9
Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὑπέμενε τὰ βασανιστήρια
καὶ ἐπεριφρονοῦσε τὴν βίαν καὶ
τὰ βάσανα |
10
καὶ διεκαρτέρει τοὺς αἰκισμούς,
καὶ καθάπερ γενναῖος ἀθλητὴς
τυπτόμενος ἐνίκα τοὺς βασανίζοντας
ὁ γέρων· |
10
καὶ ὑπέφερε καρτερικῶς τὰς κακοποιήσεις
καὶ ὡς ἐὰν αὐτὸς ὁ
γέρων ἦτο ρωμαλέος
ἀθλητής, ποὺ ἐκτυπᾶτο, κατανικοῦσεν
ἐκείνους, ποὺ τὸν ἐβασάνιζαν.
|
10
καὶ ὑπέφερε μὲ ὑπομονὴν μέχρι
τέλους τὰ κτυπήματα καὶ τοὺς δαρμοὺς
καὶ ὡς γενναῖος ἀθλητὴς ὁ
γέροντας, ποὺ ἐδέρετο, κατενικοῦσε
ἐκείνους ποὺ τὸν ἐβασάνιζαν.
|
11
ἱδρῶν γέ τοι τὸ πρόσωπον καὶ
ἐπασθμαίνων σφοδρῶς καὶ ὑπ'
αὐτῶν τῶν βασανιζόντων ἐθαυμάζετο
ἐπὶ τῇ εὐψυχίᾳ.
|
11
Μὲ ἰδρωμένον τὸ πρόσωπον καὶ
ἐντόνως ἀσθμαίνων ἐθαυμάζετο
καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη
τοὺς βασανιστάς του διὰ τὴν γενναιότητά
του. |
11
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, μὲ τὸ
πρόσωπόν του λουσμένο εἰς τὸν ἱδρῶτα
καὶ ἀσθμαίνοντας δυνατὰ καὶ
βαθιά, ἐπροκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸν καὶ
εἰς αὐτοὺς τοὺς βασανιστάς του
διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν καὶ γενναιότητα τοῦ
φρονήματος του. |
-12
Ὅθεν τὰ μὲν ἐλεοῦντες τὰ
τοῦ γήρως αὐτοῦ, |
-12
Διὰ τοῦτο ἀφ' ἑνὸς μὲν
ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν πρὸς τὸ
γῆρας του, |
12
Διὰ τοῦτο, ἀφ' ἑνὸς μὲν
ἀπὸ οἶκτον καὶ εὐσπλαγχνίαν
πρὸς τὴν γεροντικήν του ἡλικίαν,
|
13
τὰ δὲ ἐν συμπαθείᾳ τῆς
συνηθείας ὄντες, τὰ δὲ ἐν θαυμασμῷ
τῆς καρτερίας προσιόντες αὐτῷ
τινὲς τῶν τοῦ βασιλέως ἔλεγον·
|
13
ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ συμπάθειαν
λόγῳ τῆς οἰκειότητος ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ θαυμασμὸν λόγῳ
τῆς καρτερίας του, ἀφοῦ
τὸν ἐπλησίασαν μερικοὶ
ἀπὸ τοὺς συμβούλους τοῦ
βασιλέως τοῦ ἐλεγαν·
|
13
ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ συμπάθειαν
λόγῳ τῆς γνωριμίας μαζί του καὶ
ἐπὶ πλέον ἀπὸ θαυμασμὸν διὰ
τὴν καρτερίαν εἰς τοὺς πόνους καὶ
τὴν σταθερότητά του, ὡρισμένοι ἀπὸ
τοὺς ἀκολούθους τοῦ βασιλιᾶ τὸν
ἐπλησίασαν καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ
λέγουν: |
14
τί τοῖς κακοῖς τούτοις σεαυτὸν
ἀλογίστως ἀπόλλεις, Ἐλεάζαρε;
|
14
<διατὶ χάνεις ἀπερισκέπτως τὴν
ζωήν σου ἐξ αἰτίας τῶν δεινῶν
αὐτῶν, ὦ Ἐλεάζαρε;
|
14
<Διατὶ καταστρέφεις τὸν ἑαυτόν
σου καὶ χάνεις τόσον ἀστόχαστα τὴν ζωήν
σου μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια,
Ἐλεάζαρε; |
15
Ἡμεῖς μὲν τοι τῶν ἠψημένων
σοι βρωμάτων παραθήσομεν, σὺ δὲ ὑποκρινόμενος
τῶν ὑείων ἀπογεύεσθαι, σώθητι.
|
15
Ἡμεῖς θὰ σοῦ παραθέσωμεν ἀπὸ
τὰ μαγειρευμένα διὰ σὲ κρέατα
καὶ σὺ
ὑποκρινόμενος ὅτι δοκιμάζεις
τὸ χοιρινὸν σῶσε τὸν ἑαυτόν
σου>. |
15
Ἠμεῖς λοιπὸν θὰ βάλωμεν ἐμπρός
σου ἀπὸ τὰ κρέατα ποὺ ἔχουν
μαγειρευθῆ διὰ σέ, σὺ δὲ ὑποκρινόμενος
ὅτι τρώγεις ἀπὸ τὰ χοιρινὰ αὐτὰ
κρέατα σῶσε τὸν ἑαυτόν σου>.
|
16
Καὶ ὁ Ἐλεαζαρος, ὥσπερ πικρότερον
διὰ τῆς συμβουλίας αἰκισθείς,
ἀνεβόησε· |
-16
Καὶ ὁ Ἐλεαζαρος,
ὡσὰν νὰ εἶχε κακοποιηθῆ
ὀδυνηρότερα ἀπὸ τὴν συμβουλὴ
αὐτήν, ἐκραύγασεν·
|
16
Ὁ Ἐλεάζαρος ὅμως, ὡσὰν
νὰ εἶχε κτυπηθῆ καὶ πληγωθῆ
ὀδυνηρότερα ἀπὸ τὴν συμβουλὴν
αὐτήν, ἐφώναξε δυνατά:
|
17
μὴ οὕτως κακῶς φρονήσαιμεν οἱ
Ἁβραὰμ παῖδες ὥστε μαλακοψυχήσαντας
ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα ὑποκρίνασθαι.
|
17
<ἂς μὴ τυφλωθῶμεν τόσον πολὺ
ἡμεῖς τὰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ,
ὥστε ἀπὸ δειλίαν καὶ μικροψυχίαν
νὰ ὑποκριθῶμεν καὶ νὰ παίξωμεν
θέατρον, ποὺ δὲν ἁρμόζει
εἰς ἡμᾶς.
|
17
<Ἂς μὴ σκεφθῶμεν μὲ τόσην εὐτέλειαν,
ποταπότητα καὶ μικροπρέπειαν ἠμεῖς, οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ὥστε νὰ
δειλιάσωμεν καὶ φερθῶμεν μὲ μικροψυχίαν
καὶ ἔτσι νὰ παίξωμεν θέατρον καὶ νὰ
προσποιηθῶμεν ἕνα ρόλον ὁ ὁποῖος
δὲν μᾶς ταιριάζει. |
18
Καὶ γὰρ ἀλόγιστον, εἰ πρὸς
ἀλήθειαν ζήσαντες τὸν μέχρι
γήρως βίον καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ
δόξαν νομίμως φυλάξαντες, |
18
Διότι εἶναι ἀπερίσκεπτον καὶ
παράλογον, ἀφοῦ ἐζήσαμεν τὴν
ζωήν μας σύμφωνα πρὸς τὴν ἀλήθειαν
μέχρι τῆς
γεροντικῆς ἡλικίας
καὶ διετηρήσαμεν διὰ τοῦτο νομίμως
τὴν ὑπόληψίν μας,
|
18
Διότι θὰ ἦταν ἀστόχαστον καὶ ἀνόητον,
ἠμεῖς, ποὺ ἔχομεν ζήσει σύμφωνα μὲ
τὴν ἀλήθειαν μέχρι τῆς γεροντικῆς
ἡλικίας καὶ διετηρήσαμεν σύμφωνα μὲ τὸν
Νόμον τὴν καλὴν ἰδέαν, τὴν ἐκτίμησιν
καὶ τὸν σεβασμὸν ποὺ ἔχουν οἰ
ἄλλοι δι' ἡμᾶς, |
19
νῦν μεταβαλοίμεθα καὶ αὐτοὶ
μὲν ἡμεῖς γενοίμεθα τοῖς νέοις
ἀσεβείας τύπος, ἵνα παράδειγμα
γενώμεθα τῆς μιαροφαγίας.
|
19
νὰ ἀλλάξωμεν τώρα συμπεριφαρὰν
καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ
γίνωμεν πρότυπα ἀσεβείας διὰ
τοὺς νέους, μὲ τὸ νὰ δώσωμεν
τὸ παράδειγμα τῆς βρώσεως μολυσμένων
κρεάτων.
|
19
τώρα νὰ ἀλλάξωμεν συμπεριφοράν· καὶ
ἀφ' ἑνὸς μὲν ἡμεῖς οἱ
ἴδιοι νὰ γίνωμεν πρότυπον ἀσεβείας
εἰς τοὺς νέους, μὲ τὸ νὰ δώσωμεν
παράδειγμα βρώσεως ἀκαθάρτων (σύμφωνα μὲ τὶς
διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου) κρεάτων·
|
20
Αἰσχρὸν δὲ εἰ ἐπιβιώσωμεν
ὀλίγον χρόνον καὶ τοῦτον καταγελώμενοι
πρὸς ἁπάντων ἐπὶ δειλλίᾳ.
|
20
Εἶναι δὲ ἐντροπὴ νὰ ζήσωμεν
ἐπὶ ὀλίγον ἀκόμη ὕστερα
ἀπὸ αὐτὰ καὶ μάλιστα ἐμπαιζόμενοι
ἀπὸ ὅλους διὰ τὴν δειλίαν
μας, |
20
ἀφ’ ἑτέρου δὲ θὰ ἦταν καὶ
ἐντροπή, ἐάν, ὕστερα ἀπὸ αὐτά,
ἐζούσαμε ὀλίγον ἀκόμη χρόνον
κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τοῦ χρόνου
αὐτοῦ νὰ ζήσωμεν χλευαζόμενοι καὶ
ἐμπαιζόμενοι ἀπὸ ὅλους διὰ
τὴν ἀνανδρίαν καὶ δειλίαν μας·
|
21
Καὶ ὑπὸ μὲν τοῦ τυράννου
καταφρονηθῶμεν ὡς ἄνανδροι, τὸν δὲ
θεῖον ἡμῶν νόμον μέχρι θανάτου
μὴ προασπίσαιμεν. |
21
καὶ ὡς ἄνανδροι νὰ καταφρονηθῶμεν
ἀπὸ τὸν τύραννον καὶ νὰ
μὴ ὑπερασπισῶμεν τὸν θεῖον νόμον
μας μέχρι θανάτου.
|
21
καὶ ἀπὸ μὲν τὸν τύραννον (βασιλιᾶ
Ἀντίοχον Δ') νὰ περιφρονηθῶμεν ὡς
ἄνανδροι καὶ δειλοί, τὸν δὲ θεῖον
Νόμον μας (ποὺ μᾶς ἐδόθη διὰ τοῦ
Μωϋσέως) νὰ μὴ τὸν ὑπερασπισθῶμεν
μέχρι θανάτου. |
22
Πρὸς ταῦτα ὑμεῖς μέν, ὦ
Ἁβραὰμ παῖδες, εὐγενῶς ὑπὲρ
τῆς εὐσεβείας τελευτᾶτε. |
22
Δι' αὐτοὺς τοὺς λόγους, τέκνα
τοῦ Ἀβραάμ, γενναίως νὰ
ἀποθνήσκετε πρὸ χάριν τῆς
εὐσεβοῦς πίστεώς σας.
|
22
Δι’ ὅλα αὐτά, λοιπόν, σεῖς μέν, ἀπόγονοι
τοῦ Ἀβραάμ, νὰ ἀποθνήσκετε μὲ
γενναιότητα χάριν τῆς εὐσεβοῦς πίστεώς
σας. |
23
Οἱ δὲ τοῦ τυράννου δορυφόροι,
τί μέλλετε; |
23
Σεῖς δέ, στρατιῶται τοῦ τυράννου,
διατί βραδύνετε;>
|
23
Σεῖς δέ, σωματοφύλακες τοῦ τυράννου, διατὶ
καθυστερεῖτε νὰ προχωρήσετε εἰς τὰ
μαρτύρια;> |
-24
Πρὸς τὰς ἀνάγκας οὕτως μεγαλοφρονοῦντα
αὐτὸν ἰδόντες καὶ μηδὲ
πρὸς τὸν οἰκτιρμὸν αὐτῶν
μεταβαλλόμενον ἐπὶ τὸ πῦρ αὐτῶν
ἤγαγον. |
-24
Ὅταν τὸν εἶδαν
νὰ ἐπιδεικνύῃ τόσην μεγαλοψυχίαν
πρὸ τὸ βασανιστηρίων καὶ νὰ
μὴ κάμπτεται, ἀκόμη
καὶ μετὰ
τὴν ἐκδήλωσιν τῆς
εὐσπλαγχνίας πρὸ
αὐτόν, τὸν ὠδήγησαν εἰς
τὸ πῦρ. |
24
Ὅταν οἰ δήμιοι εἶδαν τὸν Ἐλεάζαρον
νὰ ἀντιμετωπίζῃ μὲ τόσον νψηλὸν
καὶ γενναῖον φρόνημα τὰ βασανιστήρια καὶ
νὰ μὴ νποχωρῇ καὶ μεταβάλλῃ
γνώμην μετὰ τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν
εὐσπλαγχνίαν ποὺ τοῦ ἔδειξαν, τὸν
ὠδήγησαν εἰς τὴν φωτιὰ ποὺ
εἶχαν ἑτοιμάσει. |
25
Ἔνθα διὰ κακοτέχνων ὀργάνων
καταφλέγοντες αὐτὸν ὑπέρριπτον
καὶ δυσώδεις χυλοὺς εἰς τοὺς
μυκτῆρας αὐτοῦ κατέχεον. |
25
Τὸν ἔρριπτον ὀλίγον κατ' ὀλίγον
εἰς αὐτὸ κατακαίοντες
αὐτὸν μὲ ὄργανα κατασκευασθέντα
μὲ πολλὴν κακότητα· ἔχυναν δὲ
εἰς τοὺς ρώθωνάς του καὶ βρωμερὰ
ὑγρά. |
25
Εἰς τὴν φωτιὰ ἐκείνην τὸν ἔρριπταν
σιγά - σιγὰ κατακαίοντάς τον μὲ ὄργανα
ποὺ εἶχαν σχεδιάσει καὶ κατασκευάσει μὲ
κακίαν καὶ πονηρίαν· ταυτοχρόνως δὲ ἔχυναν
μέσα εἰς τὰ ρουθούνια του βρωμερὰ καὶ
δυσώδη ὑγρά. |
26
Ὁ δὲ μέχρι τῶν ὀστέων
ἤδη κατακεκαυμένος καὶ μέλλων λιποθυμεῖν
ἀνέτεινε τὰ ὄμματα πρὸς τὸν
Θεὸν καὶ εἶπεν· |
26
Ὁ δὲ Ἐλεάζαρος, ἐνῷ αἱ
φλόγες εἶχαν πλέον
φθάσει μέχρι καὶ τῶν ὄστῶν
του καὶ θὰ
ἐλιποθυμοῦσε ἀπὸ στιγμὴ σὲ
στιγμή, ὕψωσε τὰ μάτια πρὸς
τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
|
26
Αὐτὸς δὲ (ὁ Ἐλεάζαρος),
κατακαμένος μέχρι καὶ τὰ κόκκαλα καὶ ἕτοιμος
νὰ λιποθυμήσει, ὕψωσε τὰ μάτια πρὸς
τὸν Θεὸν καὶ εἶπε:
|
27
σὺ οἶσθᾳ, Θεέ, παρόν μοι σῴζεσθαι,
βασάνοις καυστικαῖς ἀποθνῄσκω διὰ
τὸν νόμον. |
27
<Σύ Θεέ μου, γνωρίζεις
ὅτι, ἐνῷ ἠμποροῦσα
νὰ σωθῶ, ἀποθνήσκω χάριν τοῦ
Νόμου σου μὲ τὸ βασανιστήριον τοῦ
πυρός. |
27
<Σὺ γνωρίζεις, Θεέ μου, ὅτι, ἐνῷ
ἠμποροῦσα νὰ σωθῶ, ἐν τούτοις
ἀποθνήσκω χάριν τοῦ Νόμου μὲ τὰ
βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς. |
28
τοιγαροῦν ἵλεως γενοῦ τῷ ἔθνει
σου ἀρκεσθεὶς τῇ ἡμετέρᾳ
ὑπὲρ αὐτῶν δίκῃ.
|
28
Διὰ τοῦτο, λοιπόν, γίνε σπλαγχνικὸς
εἰς τὸ ἔθνος σου, ἀρκεσθεὶς
εἰς τὴν ἰδικήν μας χάριν αὐτῶν
τιμωρίαν. |
28
Ἕνεκα τοῦτου, λοιπόν, γίνε εὐσπλαγχνικὸς
εἰς τὸ (Ἰουδαϊκόν) ἔθνος σου,
ἀρκούμενος εἰς τὴν ἰδικήν μου
ὑπὲρ αὐτῶν τιμωρίαν.
|
29
Καθάρσιον αὐτῶν ποίησον τὸ ἐμὸν
αἷμα καὶ ἀντίψυχον αὐτῶν
λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν.
|
29
Κάμε ἰδικόν των καθαρτήριον τὸ
αἷμα μου καὶ σὰν ἀντίτιμον τῆς
ζωῆς των πάρε τὴν ἰδικήν μου
ζωήν>. |
29
Κάμε τὸ αἷμα μου ἰδικόν των καθαριστικὸν
καὶ ἐξιλεωτικόν, καὶ λάβε τὴν
ἰδικήν μου ψυχὴν ὡς ἀντίδωρον,
ἀντίτιμον καὶ ἀντάλλαγμα ἰσότιμον
τῆς ψυχῆς (ζωῆς) των>.
|
30
Καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱερὸς
ἀνὴρ εὐγενῶς ταῖς βασάνοις
ἐναπέθανε |
30
Ὅταν εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ
ὁ ἅγιος ἄνθρωπος, ἐξεψύχησε
γενναίως ἐν μέσῳ τῶν βασανιστηρίων.
|
30
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ
ὁ σεβαστὸς καὶ ἅγιος ἄνθρωπος,
ἀπέθανε μὲ γενναιότητα μέσα εἰς τὰ
φρικτὰ βασανιστήρια. |
31
καὶ μέχρι τῶν τοῦ θανάτου βασάνων
ἀντέστη τῷ λογισμῷ διὰ τὸν
νόμον.- Ὁμολογουμένως οὖν δεσπότης
ἐστὶ τῶν παθῶν εὐσεβὴς
λογισμός. |
31
Καὶ εἰς αὐτὰ τὰ θανάσιμα
βασανιστήρια ἀντεστάθη χάριν τοῦ
Νόμου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ εὐσεβοῦς
λογισμοῦ. - Εἶναι, λοιπόν, ἀναντιρρήτως
κύριος τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς
λογισμός.
|
31α
Εἰς αὐτὰ δὲ τὰ θανάσιμα βασανιστήρια
εἶχεν ἀντισταθῆ χάριν τοῦ (Μωσαϊκοῦ)
Νόμου μὲ τὴν δύναμιν τοῦ εὐσεβοῦς
λογισμοῦ.
31β
Προφανῶς λοιπὸν καὶ ἀναντιρρήτως ὁ
εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι ἐξουσιαστὴς
καὶ κύριος τῶν παθῶν.
|
32
Εἶ γὰρ τὰ πάθη τοῦ λογισμοῦ
κεκρατήκει, τούτοις ἂν ἀπέδομεν
τὴν τῆς ἐπικρατείας μαρτυρίαν·
|
32
Διότι, ἐὰν τὰ πάθη εἶχαν
κυριαρχήσει ἐπάνω εἰς τὸν λογισμόν,
τότε θὰ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι
νὰ ὁμολογήσωμεν καὶ νὰ μαρτυρήσωμεν
τὴν κυριαρχίαν των αὐτήν.
|
32
Διότι, ἐὰν τὰ πάθη εἶχαν κυριαρχήσει
ἐπάνω εἰς τὸν εὐσεβῆ λογισμόν,
τότε θὰ ὡμολογούσαμε καὶ θὰ ἀπεδίδαμε
εἰς αὐτὰ τὴν κυριαρχίαν ἐπάνω
εἰς τὸν λογισμόν. |
33
νυνὶ δὲ τοῦ λογισμοῦ τὰ πάθη
νικήσαντος, αὐτῷ προσηκόντως τὴν
τῆς ἡγεμονίας προσνέμομεν ἐξουσίαν.
|
33
Τώρα ὅμως, ἀφοῦ ὁ λογισμὸς
ἐνίκησε τὰ πάθη, εἰς αὐτὸν
ἀπονέμομεν, ὅπως ἁρμόζει, τὴν
ἐξουσίαν νὰ ἡγεμονεύῃ.
|
33
Τώρα ὅμως ποὺ ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς
ἐνίκησε τὰ πάθη, εἰς αὐτὸν πρεπόντως
ἀπονέμομεν τὴν ἐξουσίαν νὰ ἠγεμονεύῃ
καὶ νὰ κυριαρχῇ. |
34
Καὶ δίκαιόν ἐστιν ὁμολογεῖν
ἡμᾶς τὸ κράτος εἶναι τοῦ
λογισμοῦ, ὅπου γε καὶ τῶν ἔξωθεν
ἀλγηδόνων ἐπικρατεῖ, |
34
Καὶ εἶναι δίκαιον νὰ ὁμολογῶμεν,
ὅτι ἡ δύναμις ἀνήκει εἰς
τὸν εὐσεβῆ λογισμόν, ἀφοῦ
κυριαρχεῖ καὶ ἐπὶ τῶν προκαλουμένων
ἀπὸ ἐξωτερικὰς αἰτίας
πόνων. |
34
Καὶ εἶναι δίκαιον νὰ ὁμολογῶμεν
ἡμεῖς ὅτι ἡ δύναμις καὶ ἡ
ἐξουσία ἀνήκουν εἰς τὸν εὐσεβῆ
λογισμόν, ὅταν αὐτὸς κυριαρχῇ καὶ
ἐπάνω εἰς τοὺς πόνους οἱ ὁποῖοι
προκαλοῦνται ἀπὸ ἐξωτερικὲς
αἰτίες. |
35
ἐπεὶ καὶ γελοῖον· καὶ οὐ
μόνον τῶν ἀλγηδόνων ἐπιδείκνυμι
κεκρατηκέναι τὸν λογισμόν, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἡδονῶν κρατεῖν, καὶ
μηδὲν αὐταῖς ὑπείκειν.
|
35
Τὸ ἀντίθέτον θὰ ἦτο γελοῖον.
Καὶ δὲν ἀποδεικνύουν μόνον ὅτι
ὁ λογισμὸς ἔχει κυριαρχήσει ἐπάνω
εἰς τοὺς πόνους, ἀλλ' ὅτι κυριαρχεῖ
καὶ ἐπὶ τῶν ἡδονῶν καὶ
ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ καθόλου εἰς
αὐτάς. |
35
Ἄλλωστε τὸ νὰ φρονῶμεν τὸ ἀντίθετον
εἶναι καὶ γελοῖον. Καὶ δὲν ἀποδεικνύω
ὅτι ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς ἔχει
κυριαρχήσει μόνον ἐπάνω εἰς τοὺς πόνους,
ἀλλ’ ὅτι ἐξουσιάζει καὶ ἐπάνω
εἰς τὶς ἡδονὲς καὶ ὅτι
δὲν ὑποχωρεῖ οὔτε ὑποτάσσεται
καθόλου εἰς αὐτές. |