Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ία
τοῦτό γέ τοι καὶ
μειρακίσκοι τῷ τῆς ευὐσεβείας
λογισμῷ φιλοσοφοῦντες χαλεπωτέρων βασανιστηρίων
ἐπεκράτησαν. |
ιὰ
τοῦτο ἀκριβῶς καὶ νεαρὰ ἀκόμη
παλληκάρια, ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὸν
εὐσεβῆ λογισμόν, ἐνίκησαν πολὺ
βαρύτερα βασανιστήρια.
|
ὐτὸς
εἶναι, βέβαια καὶ ὁ λόγος διὰ
τὸν ὁποῖον καὶ πολὺ νεαρὰ
ἀκόμη παλληκάρια, συμμορφούμενα καὶ ἐμπνεόμενα
ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ λογισμόν, ὑπερίσχυσαν
καὶ ἐνίκησαν πολὺ βαρυτέρα καὶ ὀδυνηρότερα
βασανιστήρια. |
2
Ἐπειδὴ γὰρ κατὰ τὴν πρώτην
πεῖραν ἐνικήθη περιφανῶς ὁ τύραννος
μὴ δυνηθεὶς ἀναγκάσαι γέροντα
μιαροφαγῆσαι, τότε δὴ σφόδρα περιπαθῶς
ἐκέλευσεν ἄλλους ἐκ τῆς ἡλικίας
τῶν Ἑβραίων ἀγαγεῖν, καὶ
εἰ μὲν μιαροφαγήσαιεν, ἀπολύειν
φαγόντας, εἰ δὲ ἀντιλέγειεν,
πικρότερον βασανίζειν. |
2
Ἐπειδὴ κατὰ τὴν πρώτην δοκιμὴν
ἐνικήθη ὁλοφάνερα ὁ τύραννος,
ἀφοῦ δὲν ἠμπόρεσε νὰ ἐξαναγκάσῃ
τὸν γέροντα εἰς μιαροφαγίαν, τότε
πλέον μὲ πολλὴν ἐμπάθειαν διέταξε
νὰ φέρουν ἐμπρός του ἄλλους
ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν Ἑβραίων·
καὶ ἐὰν μὲν ἐδέχοντο νὰ
φάγουν ἀπὸ τὰς μιαρὰς τροφὰς
νὰ τοὺς ἀπολύσουν, ἀφοῦ
θὰ ἔτρωγαν προηγουμένως. Ἐὰν
ὅμως ἀνθίσταντο, νὰ τοὺς βασανίζουν
σκληρότερα.
|
2
Ἐπειδὴ κατὰ τὴν πρώτην ἀπόπειραν
ὁ τύραννος (Ἀντιόχος Δ') ἐνικήθη μὲ
τρόπον περιφανῆ, ἀφοῦ δὲν κατόρθωσε
νὰ ἑξαναγκάσῃ ἕνα γέροντα νὰ
φάγῃ ἀκάθαρτα κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν
νόμον κρέατα, τότε λοιπὸν διέταξε μὲ βιαίαν λύσσαν
καὶ μανίαν νὰ φέρουν ἐμπρός του ἄλλα
πρόσωπα ἀπὸ τὴν Ἑβραϊκὴν νεότητα·
καὶ ἐὰν μὲν αὐτοὶ ἐδέχοντο
νὰ φάγουν ἀπὸ τὶς ἀκάθαρτες
κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον τροφές, μετὰ
τὸ φαγητὸν νὰ τοὺς ἀπολύσουν
ἐὰν ὅμως ἠρνοῦντο καὶ
ἀνθίσταντο, νὰ τοὺς βασανίζουν σκληρότερα.
|
3
Ταῦτα διαταξαμένου τοῦ τυράννου, παρῆσαν
ἀγόμενοι μετὰ γηραιᾶς μητρὸς
ἑπτὰ ἀδελφοί, καλοί τε καὶ
αἰδήμονες καὶ γενναῖοι καὶ ἐν
παντὶ χαρίεντες. |
3
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν διαταγὴν αὐτὴν
τοῦ τυράννου, ὠδηγήθησον ἐμπρός
του συνοδευόμενοι ὑπὸ τῆς γηραιᾶς
μητρός των ἑπτὰ ἀδελφοί, ὡραῖοι,
σεμνοί, ρωμαλέοι καὶ κοσμημένοι μὲ
κάθε χάριν.
|
3
Μετὰ τὶς διαταγὲς αὐτὲς τοῦ
τυράννου ὠδηγήθησαν ἐνώπιόν του μαζὶ
μὲ τὴν ἠλικιωμένην μητέρα των ἑπτὰ
ἀδελφοί, ὡραῖοι, εὔμορφοι, σεμνοί,
ἐντροπαλοί, εὐγενεῖς καὶ ἀνδρεῖοι
κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ καθ’ ὅλα
χαριτωμένοι. |
4
Οὓς ἱδὼν ὁ τύραννος καθάπερ
ἐν χορῷ περιέχοντας μέσην τὴν
μητέρα, ἥσθη ἐπ' αὐτοῖς καὶ
τῆς εὐτρεπείας ἐκπλαγεὶς καὶ
τῆς εὐγενείας, προσεμειδίασεν αὐτοῖς
καὶ πλησίον καλέσας ἔφη. |
4
Ὅταν τοὺς εἶδεν ὁ τύραννος νὰ
περιβάλλουν εἰς τὸ μέσον τὴν
μητέρα των, ὅπως γίνεται εἰς τὸν
χορόν, ἠσθάνθη εὐχαρίστηση καὶ
ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν κοσμιότητα
καὶ τὴν εὐγένειαν ἐμειδίασε
πρὸς αὐτοὺς καί, ἀφοῦ
τοὺς ἐκάλεσε πλησίον του, εἶπε·
|
4
Ὅταν ὁ τύραννος εἶδεν αὐτοὺς
νὰ ἔχουν εἰς τὸ μέσον τὴν μητέρα
των καὶ νὰ τὴν περιβάλλουν ὅπως γίνεται
εἰς τὸν χορόν, εὐχαριστήθη ἀπὸ
τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκρυσε, καί, γεμᾶτος
ἔκπληξιν ἀπὸ τὴν εὐσχημοσύνην,
εὐταξίαν καὶ εὐγένειαν, τοὺς ἐκύτταξε
μὲ χαμόγελο καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐκάλεσε
κοντά του, εἶπεν: |
5
Ὦ νεανίαι, φιλοφρόνως ἐγὼ καθ'
ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν θαυμάζω,
τὸ κάλλος καὶ τὸ πλῆθος τοσούτων
ἀδελφῶν ὑπερτιμῶν, οὐ μόνον
συμβουλεύω μὴ μανῆναι τὴν αὐτὴν
τῷ προβασανισθέντι γέροντι μανίαν,
ἀλλὰ καὶ παρακαλῶ συνείξαντάς
μου τῇ συμβουλίᾳ τῆς ἐμῆς
ἀπολαῦσαι φιλίας·
|
5
<παλληκάρια μου, μὲ πολλὴν χαρὰν
θαυμάζω τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς.
Ὑπερεκτιμῶν τὴν ὡραιότητα καὶ
τὸ πλῆθος τόσον πολλῶν ἀδελφῶν,
ὅχι μόνον σᾶς συμβουλεύω νὰ
μὴ παρασυρθῆτε ἀπὸ τὴν μανίαν
τοῦ προηγουμένως βασανισθέντος γέροντος,
ἀλλὰ καὶ σᾶς προτρέπω νὰ
δεχθῆτε τὴν συμβουλήν μου καὶ νὰ
ἀπολαύσετε τὴν φιλίαν μου.
|
5
<Ὦ παλληκάρια, ἐγὼ μὲ καλὴν
καὶ φιλικὴν διάθεσιν θαυμάζω τὸν καθένα
ἀπὸ σᾶς. Τιμῶν δὲ ὑπερβολικῶς
τὸ κάλλος καὶ τὸ πλῆθος τόσον πολλῶν
ἀδελφῶν, σᾶς συμβουλεύω ὄχι μόνον
νὰ μὴ κυριευθῆτε ἀπὸ τὴν
ἰδίαν τρέλλαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ἦταν κυριευμένος ὁ γέροντας ποὺ ἐβασανίσθη
προηγουμένως, ἀλλὰ καὶ σᾶς παρακαλῶ
νὰ ἀποδεχθῆτε τὴν συμβουλήν μου καὶ
νὰ ἀπολαύσετε τὴν φιλίαν μου.
|
6
δυναίμην δ' ἂν ὥσπερ κολάζειν τοὺς
ἀπειθοῦντάς μου τοῖς ἐπιτάγμασιν,
οὕτως καὶ εὐεργετεῖν τοὺς εὐπειθοῦντάς
μοι. |
6
Ὅπως δὲ ἠμπορῶ νὰ τιμωρῶ
ἐκείνους, ποὺ δεικνύουν ἀνυπακοὴν
εἰς τὰς διαταγάς μου, ἔτσι ἠμπορῶ
καὶ νὰ εὐεργετῶ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται εἰς
ἐμέ. |
6
Καὶ ὅπως ἔχω τὴν δύναμιν νὰ
τιμωρῷ αὐτοὺς οἰ ὁποῖοι
δὲν ὑπακούουν εἰς τὶς διαταγές μου,
ἔτσι ἠμπορῶ νὰ εὐεργετῶ
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπακούουν
προθύμως εἰς ἐμέ. |
7
Πεισθέντες οὖν μοι καὶ ἀρχὰς
καὶ ἐπὶ τῶν ἐμῶν πραγμάτων
ἡγεμονίας λήψεσθε, ἀρνησάμενοι
τὸν πάτριον ὑμῶν τῆς πολιτείας
θεσμόν·
|
7
Ἐάν, λοιπόν, ὑπακούσετε εἰς
ἐμέ, θὰ λάβετε εἰς τὴν
διοίκησίν μου καὶ ἀρχὰς καὶ
ἀξιώματα, ἀφοῦ ἀρνηθῆτε
τοὺς θεσμοὺς τῆς πατροπαραδότου πολιτείας
σας. |
7
Ἐὰν λοιπὸν ὑπακούσετε καὶ ἐμπιστευθῆτε
εἰς ἐμέ, θὰ λάβετε καὶ ἐξουσίες
εἰς τὴν κυβέρνησίν μου καὶ ἀξιώματα,
ἀφοῦ προηγουμένως ἀρνηθῆτε τοὺς
θεσμοὺς καὶ τὶς διατάξεις τῆς πολιτείας
ποὺ σᾶς παρέδωσαν οἱ προπάτορές σας.
|
8
καὶ μεταλαβόντες Ἑλληνικοῦ βίου
καὶ μεταδιαιτηθέντες ἐντρυφήσατε ταῖς
νεότησιν ὑμῶν· |
8
Ἀφοῦ δὲ δεχθῆτε νὰ ζήσετε
σύμφωνα μὲ τὸν ἑλληνικὸν τρόπον
τῆς ζωῆς καὶ μεταβάλετε τὸν
ἰδικόν σας τρόπον ζωῆς, ἠμπορεῖτε
νὰ χαρῆτε τὰς ἀπολαύσεις τῆς
νεότητός σας. |
8
Ἀφοῦ δὲ ἀποφασίσετε νὰ ἀποδεχθῆτε
καὶ νὰ υἱοθετήσετε τὸν Ἑλληνικὸν
τρόπον ζωῆς καὶ ἀλλάξετε τὸν ἰδικόν
σας (Ἰουδαϊκόν), νὰ ἀπολαύσετε καὶ
χαρῆτε τὰ νιάτα σας. |
9
ἐπεὶ ἐὰν ὀργίλως με διάθησθε
διὰ τῆς ἀπειθείας ὑμῶν,
ἀναγκάσετέ με ἐπὶ δειναῖς
κολάσεσιν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν διὰ
τῶν βασάνων ἀπολέσαι.
|
9
Ἂν ὅμως μὲ κάμετε νὰ ὀργισθῶ
ἐναντίον σας ἐξ αἰτίας τῆς
ἀνυπακοῆς σας, θὰ μὲ ἀναγκάσετε
νὰ θανατώσω τὸν καθένα σας μὲ
σκληρὰς τιμωρίας καὶ μὲ βασανιστήρια.
|
9
Ἐὰν ὅμως μὲ τὴν ἄρνησιν
καὶ τὴν ἀπειθαρχίαν σας μὲ προκαλέσετε
νὰ ἐξοργισθῶ ἐναντίον σας, θὰ
μὲ ἀναγκάσετε νὰ θανατώσω τὸν καθένα
ἀπὸ σᾶς μὲ τρομερὲς καὶ
σκληρὲς τιμωρίες καὶ βασανιστήρια.
|
10
Κατελεήσατε οὖν ἑαυτούς, οὕς
καὶ ὁ πολέμιος ἔγωγε καὶ τῆς
ἡλικίας καὶ τῆς εὐμορφίας
οἰκτείρομαι. |
10
Λυπηθῆτε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν
σας, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ ἀκόμη
σᾶς λυποῦμαι, ἐγὼ ὁ διώκτης
σας, λόγῳ τῆς νεότητος καὶ τῆς
ὡραιότητός σας.
|
10
Λυπηθῆτε, λοιπόν, ἀπὸ καρδίας τοὺς
ἑαυτούς σας, ἀφοῦ καὶ ἐγὼ
ἀκόμη ὁ ἐχθρὸς καὶ διώκτης
σας εὐσπλαγχνίζομαι καὶ συμπονῶ τὴν
νεανικὴν ἡλικίαν καὶ τὸ κάλλος σας.
|
11
Οὐ διαλογιεῖσθε τοῦτο, ὅτι οὐδὲν
ὑμῖν ἀπειθήσασι πλήν τοῦ
μετὰ στρεβλῶν ἀποθανεῖν ἀπόκειται;
|
11
Λοιπόν, δὲν θὰ λάβετε ὑπ' ὄψιν
σας καὶ τοῦτο, ὅτι ἐὰν ἀπειθήσετε
εἰς τὴν ἐντολήν μου τίποτε ἄλλο
δὲν σᾶς περιμένει, εἰμὴ μόνον,
ὁ θάνατος μὲ βασανιστήρια;>
|
11
Συνεπῶς, δὲν θὰ λάβετε ὑπ' ὄψιν
σας τοῦτο· ὅτι δηλαδή, ἐὰν ἀπειθήσετε
εἰς τὴν προσταγήν μου, δὲν σᾶς ἀπομένει
τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ νὰ ἀποθάνετε
μὲ τὰ βασανιστήρια τῶν στρεβλῶν, τῶν
τιμωρητικῶν αὐτῶν ὀργάνων;>
|
-12
Ταῦτα δὲ λέγων ἐκέλευσεν εἰς
τὸ ἔμπροσθεν προτεθεῖναι τὰ βασανιστήρια,
ὅπως καὶ διὰ τοῦ φόβου πείσειεν
αὐτοὺς μιαροφαγῆσαι.
|
-12
Ἐνῷ δὲ ἔλεγεν αὐτὰ διέταξε
νὰ ἐκτεθοῦν ἐκεῖ ἐμπρὸς
εἰς αὐτοὺς τὰ ὄργανα τοῦ
βασανισμοῦ, ὥστε καὶ διὰ τοῦ
φόβου νὰ τοὺς πείσῃ, νὰ
φάγουν μολυσμένας τροφάς. |
12
Ἐνῷ ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος
Δ’ ἔλεγεν αὐτά, ἐπρόσταξε νὰ ἐκτεθοῦν
ἐμπρός των τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων,
ὥστε καὶ διὰ τοῦ φόβου νὰ τοὺς
πείσῃ νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα
κατὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον κρέατα.
|
13
Ὡς δὲ τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα,
στρεβλωτήριά τε καὶ τροχαντῆρας καὶ
καταπέλτας καὶ λέβητας, τήγανά
τε καὶ δακτυλήθρας καὶ χεῖρας σιδηρᾶς
καὶ σφῆνας καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ
πυρὸς οἱ δορυφόροι προέθεσαν, ὑπολαβὼν
ὁ τύραννος ἔφη· |
13
Ὅταν δὲ οἱ στρατιῶται ἐτοποθέτησαν
ἐκεῖ ἐμπρὸς τοὺς τροχούς,
τὰ ὄργανα ἐξαρθρώσεως τῶν μελῶν,
τὰ στρεβλωτήρια, τοὺς βασανιστικοὺς
τροχαντῆρας, τοὺς καταπέλτας, τὰς
χύτρας, τὰ τηγάνια, τὰς δακτυλήθρας,
τὰ σιδερένια χέρια, τὰς σφῆνας,
τὰ ἐναύσματα τοῦ πυρός, ὁ
τύραννος αὐτὸν τὸν λόγον εἶπε·
|
13
Ὅταν δὲ οἱ φρουροὶ τοῦ βασιλιᾶ
ἔβαλαν ἐμπρός των (τὰ ὄργανα
τοῦ βασανισμοῦ, δηλαδή) τοὺς τροχούς,
τὰ βασανιστήρια ὄργανα διὰ τὴν ἐξάρθρωσιν
τῶν μελῶν καὶ παραλύσιν τοῦ σώματος,
τὰ ὄργανα μὲ τὰ ὁποῖα
ἐστραγγάλιζαν τοὺς βασανιζομένους, τὰ
βασανιστικὰ ὄργανα τροχαντῆρες, τοὺς
καταπέλτες, τοὺς λέβητες (τὰ καζάνια), τὰ
τηγάνια, τὶς δακτυλῆθρες (βασανιστικὸν ὄργανον
διὰ τὴν ἐξάρθρωσιν τῶν δακτύλων),
τὰ σιδερένια χέρια (σιδερένια νύχια, μὲ τὰ
ὁποῖα ἐξέσχιζαν τὶς σάρκες),
τὶς σφῆνες καὶ τοὺς φυσητῆρες
(ἤ: Τὰ προσανάμματα) διὰ νὰ διατηροῦν
ἄσβηστη τὴν φωτιά, ὁ τύραννος ἔλαβε
τὸν λόγον καὶ εἶπε: |
14
μειράκια φοβήθητε, καὶ ἢν σέβεσθε
δίκην, ἵλεως ὑμῖν ἔσται δι'
ἀνάγκην παρανομήσασιν.
|
14
<φοβηθῆτε, νέοι, καὶ ἡ θεία
δίκη, τὴν ὁποίαν σεῖς σέβεσθε,
θὰ γίνῃ ἵλεως εἰς σᾶς,
ἐπειδὴ θὰ ἔχετε παραβῂ τὸν
νόμον λόγῳ ἀνάγκης>.
|
14
<Παλληκαράκια, φοβηθῆτε, καὶ ἡ θεία δίκη
(ὁ Θεός) τὴν ὁποίαν εὐλαβεῖσθε
καὶ λατρεύετε θὰ φανῇ εὐμενὴς
καὶ συμπαθητικὴ ἀπέναντί σας, διότι
θὰ ἔχετε παραβῆ τὸν Νόμον ἕνεκα
πιέσεως καὶ ἐξαναγκασμοῦ>.
|
15
Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐπαγωγὰ
καὶ ὁρῶντες δεινά, οὐ μόνον
οὐκ ἐφοβήθησαν, ἀλλὰ καὶ
ἀντεφιλοσόφησαν τῷ τυράννῳ καὶ
διὰ τῆς εὐλογιστίας τὴν τυραννίδα
αὐτοῦ κατέλυσαν. |
15
Ἐκεῖνοι ὅμως, ἂν καὶ ἤκουσαν
τὰς προτροπὰς καὶ ἔβλεπαν τὰ
φοβερὰ βασανιστικὰ ὄργανα, ὅχι μόνον
δὲν ἐφοβήθησαν, ἀλλὰ καὶ
ἀντέταξαν τὰς ἰδικάς των σοφὰς
ἀντιλήψεις εἰς τὸν τύραννον
καὶ μὲ τὴν ὀρθότητα τῶν
συλλογισμῶν των ἐξεμηδένισαν τὴν τυραννικὴν
δύναμίν του.
|
15
Ἐκεῖνοι ὅμως, ἂν καὶ ἄκουσαν
τὶς προτροπές, ἂν καὶ ἔβλεπαν ἐμπρώς
των τὰ φοβερὰ βασανιστικὰ ὅργανα,
ὄχι μόνον δὲν ἐφοβήθησαν, ἀλλ' ἀντέταξαν
εἰς τὸν τύραννον τὸ ἰδικόν των
<πιστεύω> καὶ τὶς ἰδικές των
ἀντιλήψεις, καὶ μὲ τὸν ἰδικόν
των ὀρθόν, φρόνιμον καὶ στοχαστικὸν λόγον
ἀνέτρεψαν ἐκ θεμελίων τὶς θέσεις του καὶ
κατήργησαν ὅλως διόλου τὴν τυραννικήν του
δύναμιν. |
16
Καί τοι λογισώμεθα· εἰ δειλόψυχοι
τινες ἦσαν καὶ ἄνανδροι ἐν αὐτοῖς,
ποίοις ἂν ἐχρήσαντο λόγοις;
Οὐχὶ τούτοις; |
16
Ἂς ἐξετάσωμεν λοιπὸν τὸ γεγονός.
Ἂν ἦσαν μερικοὶ δειλοὶ κατὰ
τὴν ψυχὴν καὶ ἄνανδροι μεταξὺ
αὐτῶν, ποίους λόγους θὰ ἐχρησιμοποιοῦσαν;
Δὲν θὰ ἐχρησιμοποιοῦσαν τοὺς
παρακάτω; |
16
Καὶ ὅμως, ἂς σκεφθῶμεν καὶ ἂς
ἐξετάσωμεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος
τοῦτο: Ποῖα ἐπιχειρήματα θὰ ἐχρησιμοποιοῦσαν,
ἐὰν ἦσαν τίποτε δειλοί, μικρόψυχοι καὶ
χωρὶς ἀνδρικὸν φρόνημα; Δὲν θὰ
ἐχρησιμοποιοῦσαν τὰ ἀκόλουθα λόγια;
Δὲν θὰ ἐξεφράζοντο μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπον; |
17
Ὦ τάλανες ἡμεῖς καὶ λίαν
ἀνόητοι· βασιλέως ἡμᾶς
παρακαλοῦντος καὶ ἐπὶ εὐεργεσίᾳ
φωνοῦντος, μὴ πεισθείημεν αὐτῷ,
|
17
<Ὦ δυστυχεῖς καὶ ἀνόητοι
ἠμεῖς, ἂν δὲν πεισθῶμεν εἰς
τὸν βασιλέα, ποὺ μᾶς προτρέπει
καὶ μᾶς καλεῖ, διὰ νὰ μᾶς
εὐεργετήσῃ,
|
17
<Ὦ ταλαίπωροι, ἄθλιοι καὶ κατ' ἐξοχὴν
μωροὶ καὶ ἀσυλλόγιστοι ἐμεῖς·
ὁ βασιλιᾶς νὰ μᾶς προτρέπῃ καὶ
νὰ μᾶς καλὴ διὰ νὰ μᾶς
εὐεργετήσῃ, καὶ ἐμεῖς νὰ
μὴ πειθώμεθα |
18
εἰ βουλήμασι κενοῖς ἑαυτοὺς
εὐφραίνομεν καὶ θανατηφόρον ἀπείθειαν
τολμῶμεν; |
18
ἀλλὰ θελήσωμεν νὰ εὐχαριστηθῶμεν
μὲ ματαίας ἐπιθυμίας καὶ νὰ
ἀναλάβωμεν τὸ τόλμημα θανασίμου
ἀνυπακοῆς! |
18
παρὰ νὰ εὐχαριστούμεθα μὲ μάταια,
κούφια θελήματα καὶ ἐπιθυμίες, καὶ νὰ
ριψοκινδυνεύωμεν μὲ ἀνυπακοήν, ἡ ὁποία
ὁδηγεῖ εἰς θάνατον; |
19
Οὐ φοβησόμεθα, ἄνδρες ἀδελφοί,
τὰ βασανιστήρια καὶ λογιούμεθα τὰς
τῶν βασάνων ἀπειλὰς καὶ φευξόμεθα
τὴν κενοδοξίαν ταύτην καὶ ὀλεθροφόρον
ἀλαζονείαν; |
19
Λοιπόν, ἀδελφοί, δὲν θὰ φοβηθῶμεν
τὰ βασανιστήρια; Δὲν θὰ ἀναλογισθῶμεν
τὰς ἀπειλὰς τῶν φοβερῶν βασάνων;
Δὲν θὰ ἀποφύγωμεν τὴν κενόδοξον
αὐτὴν καὶ θανατηφόρον ἀλαζονείαν;
|
19
Δὲν θὰ φοβηθῶμεν, ἄνδρες ἀδελφοί,
τὰ βασανιστήρια καὶ δὲν θὰ λάβωμεν
ὑπ' ὄψιν τὶς ἀπειλὲς τῶν
βασάνων καὶ δὲν θὰ ἀποφύγωμεν αὐτὴν
τὴν κενοδοξίαν, τὴν ματαιοφροσύνην καὶ τὴν
ψευδοϋπερηφάνειαν, ἡ ὁποία προξενεῖ φθορὰν
καὶ ἀφανισμόν; |
20
Ἐλεήσωμεν τὰς ἑαυτῶν ἡλικίας
καὶ κατοικτείρωμεν τὸ τῆς μητρὸς
γῆρας |
20
Ἂς λυπηθῶμεν τὴν νεότητά μας
καὶ τὸν σπαραγμὸν τῆς γηραιᾶς
μητρός μας |
20
Ἂς λυπηθῶμεν τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας
μας καὶ ἂς εὐσπλαγχνισθῶμεν τὸ
γῆρας τῆς μητέρας μας· |
21
καὶ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἀπειθοῦντες
τεθνηξόμεθα. |
21
καὶ ἂς λάβωμεν ὑπ' ὅψιν, ὅτι
ἀπὸ μίαν τέτοιαν ἀνυπακοήν
μας μᾶς περιμένει ὁ θάνατος.
|
21
ἂς λάβωμεν δὲ σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν
ὅτι, ἐὰν παρακούσωμεν (εἰς τὸν
βασιλιᾶ), θὰ ἀποθάνωμεν.
|
22
Συγγνώσεται δὲ ἡμῖν καὶ ἡ
θεία δίκη δι' ἀνάγκην τὸν βασιλέα
φοβηθεῖσιν. |
22
Ἂς σημειωθῇ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι
θὰ μᾶς συγχωρήσῃ ἡ θεία
δίκη, διότι ἐφοβήθημεν τὸν βασιλέα
ἐκ λόγων ἀνάγκης. |
22
Θὰ μᾶς συγχωρήσῃ δὲ καὶ ἡ
θεία δίκη (ὁ Θεός), διότι ἐφοβηθήκαμε τὸν
βασιλιᾶ ἐπειδὴ ἐπιεσθήκαμε καὶ
ἑξαναγκασθήκαμε πρὸς τοῦτο.
|
23
Τί ἐξάγομεν ἑαυτοὺς τοῦ
ἡδίστου βίου καὶ ἐπιστεροῦμεν
ἑαυτοὺς τοῦ γλυκέος κόσμου;
|
23
Διατὶ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὴν
γλυκύτητα τῆς ζωῆς καὶ στερούμεθα
ἀπὸ τὸν γεμᾶτον ἡδονὰς
κόσμον; |
23
Διατὶ βγάζομεν (ἀποκλείομεν) τοὺς ἑαυτούς
μας ἀπὸ αὐτὴν τὴν πάρα πολὺ
γλυκεῖαν ζωὴν καὶ τοὺς στεροῦμεν
ἀπὸ τὸν γεμᾶτον ἀπολαύσεις καὶ
ἠδονὲς κόσμον; |
24
Μὴ βιαζώμεθα τὴν ἀνάγκην μηδὲ
φιλοδοξήσωμεν ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν
στρέβλῃ. |
24
Ἂς μὴ προκαλοῦμεν τὴν βίαν ἐναντίον
μας καὶ ἃς μὴ κεντρίσωμεν τὴν
κενοδοξίαν μας μὲ ἀντίτιμον τὸν
βασανισμόν μας. |
24
Ἂς μὴ προκαλῶμεν ἐναντίον μας τὴν
βίαν, τὸν ἑξαναγκασμόν, καὶ ἂς μὴ
ἀγαπήσωμεν τὴν κενὴν δόξαν τοῦ νὰ
ὑποβάλωμεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς
τὸ μαρτύριον τοῦ βασανιστικοῦ ὀργάνου
τῆς στρέβλης. |
25
Οὐδὲ αὐτὸς ὁ νόμος ἀκουσίως
ἡμᾶς θανατοῖ φοβηθέντας τὸ βασανιστήρια.
|
25
Οὔτε αὐτὸς οὖτος ὁ Νόμος
δὲν θὰ μᾶς καταδικάσῃ εἰς
θάνατον, ἐπειδὴ ἡμεῖς ἀκουσίως
ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου ἐκείνων
τῶν βασανιστηρίων ὑπεχωρήσαμεν.
|
25
Ἄλλωστε οὔτε αὐτὸς ὁ Νόμος θὰ
μᾶς καταδικάσῃ αὐθαιρέτως εἰς
θάνατον, ἐπειδὴ ἐφοβηθήκαμε τὰ
βασανιστήρια καὶ ὑπεχωρήσαμεν χωρὶς νὰ
τὸ θέλωμεν. |
26
Πόθεν ἡμῖν ἡ τοσαύτη ἐντέτηκε
φιλονικία καὶ ἡ θανατηφόρος ἀρέσκει
καρτερία, παρὸν μετὰ ἀταραξίας
ζῆν τῷ βασιλεῖ πεισθέντας;
|
26
Πῶς ἔχει εἰσχωρήσει ἐντὸς
ἡμῶν ἡ τόσον μεγάλη ἀγάπη
πρὸς νίκην καὶ μᾶς εὐχαριστεῖ
ἡ θανατηφόρος καρτερία, ἐνῷ
εἶναι δυνατὸν νὰ ζήσωμεν μὲ
γαλήνην ὑπακούοντες εἰς τὸν
βασιλέα;> |
26
Ἀπὸ ποὺ ἐφυτεύθη μέσα μας ἡ
τόσον μεγάλη καὶ ἐπίμονος αὐτὴ ἐριστικὴ
διάθεσις καὶ πῶς μᾶς εὐχαριστεῖ
ἡ καρτερία ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς
τὸν ὄλεθρον καὶ τὸν θάνατον, ἐνῷ
ἠμποροῦμεν νὰ ζήσωμεν ἥσυχα καὶ
γαλήνια, ἐὰν ὑπακούσωμεν εἰς τὸν
βασιλιᾶ;> |
27
Ἀλλὰ τούτων οὐδὲν εἶπον
οἱ νεανίαι βασανίζεσθαι μέλλοντες
οὐδὲ ἐνεθυμήθησαν. |
27
Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ
δὲν εἶπαν οἱ νέοι, ἐνῷ
ἐπρόκειτο νὰ βασανισθοῦν, οὔτε
κἂν καὶ τὰ ἐσκέφθησαν.
|
27
Ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν
εἶπαν οἰ νέοι, ἂν καὶ ἐπρόκειτο
νὰ βασανισθοῦν, ἀλλ' οὔτε κἀν
ἐσκέφθησαν κάτι τέτοιο. |
28
Ἦσαν γὰρ περίφρονες τῶν παθῶν
καὶ αὐτοκράτορες τῶν ἀλγηδόνων,
|
28
Ἦσαν καταφρρνηταὶ τῶν παθῶν, κύριοι
τῶν πόνων, |
28
Διότι ἦσαν περιφρονηταὶ καὶ καταφρονηταὶ
τῶν παθῶν καὶ ἐξουσιασταί, κύριοι
τῶν πόνων, |
29
ὥστε ἅμα τῷ παύσασθαι τὸν τύραννον
συμβουλεύοντα αὐτοῖς τοῦ μιαροφαγῆσαι,
πάντες διὰ τῆς μιᾶς φωνῆς ὁμοῦ,
ὥσπερ ἀπὸ τῆς αὐτῆς ψυχῆς
εἶπον πρὸς αὐτόν. |
29
ὥστε εὐθὺς ὡς ἔπαυσεν ὁ
τύραννος νὰ τοὺς συμβουλεύῃ,
νὰ γευθοῦν τὰ μιαρὰ φαγητά,
ὅλοι μαζῆ μὲ μίαν φωνήν, ὡς
ἐὰν ὠμιλοῦσαν ἀπὸ τὴν
ἰδίαν ψυχήν, εἶπαν πρὸς αὐτόν.
|
29
ἔτσι ὥστε, ὅταν ἔπαυσεν ὁ τύραννος
νὰ τοὺς συμβουλεύει νὰ φάγουν ἀπὸ
τὰ ἀκάθαρτα κατὰ τὸν Νόμον κρέατα,
ὅλοι μαζὶ μὲ μίαν φωνήν, ὡσὰν
νὰ ὡμιλοῦσαν ἀπὸ μίαν καὶ
τὴν ἰδίαν ψυχήν, εἶπαν πρὸς αὐτὸν
τὰ ἑξῆς: |