Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ί
μέλλεις, ὦ τύραννε; Ἕτοιμοι γάρ
ἐσμεν ἀποθνήσειν
ἢ παραβαίνειν τὰς
πατρίους ἡμῶν ἐντολάς·
|
ιατὶ
βραδύνεις, τύραννε; Εἴμεθα ἕτοιμοι
νὰ ἀποθάνωμεν, παρὰ νὰ παραβῶμεν
τὰς προγονικάς μας ἐντολάς.
|
ιατὶ
ἀναβάλλεις καὶ καθυστερεῖς νὰ προχωρήσεις,
τύραννε; Διότι ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι
νὰ ἀποθάνωμεν μᾶλλον παρὰ νὰ
παραβῶμεν τὶς ἐντολὲς ποὺ παρελάβαμε
ἀπὸ τοὺς προπάτορές μας.
|
2
αἰσχυνόμεθα γὰρ τοὺς προγόνους
ἡμῶν εἰκότως, εἰ μὴ τῇ
τοῦ νόμου εὐπειθείᾳ καὶ
συμβούλῳ Μωσῇ χρησαίμεθα.
|
2
Διότι ἐντρεπόμεθα, εὐλόγως,
τοὺς προγόνους μας, ἐὰν δὲν
ἐπιδείξωμεν ὑπακοὴν εἰς τὸν
Νόμον καὶ δὲν ἔχωμεν σύμβουλόν
μας τὸν Μωϋσέα.
|
2
Διότι εὐλόγως καὶ δικαίως ἐντρεπόμεθα
τοὺς προγόνους μας, ἐὰν τυχὸν δὲν
πειθαρχήσωμεν εἰς τὸν Νόμον καὶ ἐὰν
δὲν ἔχωμεν ὡς σύμβουλόν μας
τὸν Μωϋσῆν. |
3
Σύμβουλε τύραννε παρανομίας, μὴ ἡμᾶς
μισῶν ὑπὲρ αὐτοὺς ἡμᾶς
ἐλεεῖ. |
3
Τύραννε, σύμβουλε τῆς παρανομίας,
ἐνῷ εἰς τὴν πραγματικότητα μᾶς
μισεῖς, μὴ δείχνῃς πρὸς ἡμᾶς,
εὐσπλαγχνίαν περισσοτέραν, ἀπὸ
ὅσην δείχνομεν ἡμεῖς εἰς τὸν
ἑαυτόν μας. |
3
Τύραννε καὶ σύμβουλε τῆς παρανομίας, ἐνῷ
οὐσιαστικῶς μᾶς μισεῖς, μὴ μᾶς
εὐσπλαγχνίζεσαι περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι
εὐσπλαγχνιζόμεθα ἐμεὶς τοὺς
ἑαυτούς μας. |
4
Χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου
νομίζομεν εἶναί σου τὸν ἐπὶ
τῇ παρανόμῳ σωτηρίᾳ ἡμῶν
ἔλεον. |
4
Εἶναι περισσότερον ἐπιβλαβὴς καὶ
ἀπὸ αὐτὸν τὸν θάνατον,
ναμίζομεν, ἡ συμπάθειά σου διὰ
τὴν παράνομον σωτηρίαν μας.
|
4
Διότι θεωροῦμεν τὴν ἰδικήν σου συμπάθειαν
διὰ τὴν σωτηρίαν μας, τὴν ὄχι σύμφωνον
μὲ τὸν Νόμον, περισσότερον σκληρὰν καὶ
ἐπικίνδυνον ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
5
Ἐκβοβεῖς δὲ ἡμᾶς τὸν διὰ
τῶν βασάνων ἡμῖν θάνατον ἀπειλῶν,
ὥσπερ οὐχὶ πρὸ βραχέος πάρα
Ἐλεαζάρου μαθών. |
5
Θέλεις νὰ μᾶς ἐκφοβίσῃς
ἀπειλῶν ἡμᾶς μὲ τὸν διὰ
βασανιστηρίων θάνατον, ὡσὰν νὰ
μὴ ἔχῃς διδαχθῇ πρὸ ὀλίγου
ἀπὸ τὸν Ἐλεάζαρον. |
5
Προσπαθεῖς νὰ μᾶς τρομοκρατήσῃς
ἀπειλῶντας μας μὲ τὸν διὰ βασανιστηρίων
θάνατον, ὡσὰν νὰ μὴ ἔχῃς
τίποτε διδαχθῇ πρὶν ἀπὸ ὀλίγον
ἀπὸ τὸν Ἐλεάζαρον. |
6
Εἰ δ' οἱ γέροντες τῶν ἑβραίων
διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ βασανισμοὺς
ὑπομείναντες εὐσέβησαν, ἀποθάνοιμεν
ἂν δικαιότερον ἡμεῖς οἱ νέοι,
τὰς βασάνους τῶν σῶν ἀναγκῶν
ὑπεριδόντες, ἃς καὶ ὁ παιδευτὴς
ἡμῶν γέρων ἐνίκησε. |
6
Ἐὰν δὲ οἱ γέροντες Ἑβραῖοι
ὑπέστησαν λόγῳ τῆς εὐσεβείας
των καρτερικῶς τὰ βασανιστήρια, θὰ
ἦτο πολὺ περισσότερον δίκαιον ἡμεῖς
οἱ νεώτεροι νὰ ἀποθάνωμεν περιφρονοῦντες
τὰ βασανιστήρια, ποὺ ἀναγκαστικῶς
μᾶς ἐπιβάλλεις καὶ τὰ ὁποῖα
καὶ ὁ γέρων διδάσκαλός μας ἐνίκησε.
|
6
Ἐὰν δὲ οἱ γέροντες τῶν Ἑβραίων,
ἀφοῦ ὑπέμειναν μὲ καρτερίαν λόγῳ
τῆς εὐσεβείας βασανιστήρια, ἔμειναν σταθεροὶ
εἰς τὴν πίστιν, θὰ ἦταν περισσότερον
ὀρθὸν καὶ πρέπον νὰ ἀποθάνωμεν
ἐμεῖς οἱ νέοι, ἀφοῦ περιφρονήσωμεν
τὰ βασανιστήρια εἰς τὰ ὁποῖα
καταναγκαστικῶς καὶ ἐκβιαστικῶς μᾶς
ὑποβάλλεις, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ
γέρων διδάσκαλός μας Ἐλεάζαρος ὑπερενίκησε.
|
7
Πείραζε τοιγαροῦν, τύραννε· καὶ
τὰς ἡμῶν ψυχὰς εἰ θανατώσεις
διὰ τὴν εὐσέβειαν, μὴ νομίσῃς
ἡμᾶς βλάπτειν βασανίζων.
|
7
Ἠμπορεῖς, λοιπόν, νὰ μᾶς δοκιμάζῃς,
τύραννε. Καὶ ἂν ἀφαιρέσῃς
τὴν ζωήν μας ἐξ αἰτίας τῆς
εὐσεβείας μας, μὴ νομίσῃς, ὅτι
μᾶς βλάπτεις μὲ τὸ νὰ μᾶς
βασανίζῃς. |
7
Δοκίμαζέ μας, λοιπόν, τύραννε· καὶ
ἂν ἀκόμη μᾶς θανατώσῃς ἕνεκα
τῆς ἐμμονῆς μας εἰς τὴν θρησκείαν
μας, μὴ νομίσῃς ὅτι ἠμπορεῖς
νὰ μᾶς βλάψῃς μὲ τὸ νὰ
μᾶς βασανίζῃς. |
8
Ἡμεῖς μὲν γὰρ διὰ τῆσδε
τῆς κακοπαθείας καὶ ὑπομονῆς
τὰ τῆς ἀρετῆς ἆθλα ἕξομεν
καὶ ἐσόμεθα παρὰ Θεῷ, δι' ὃν
καὶ πάσχομεν· |
8
Διότι ἡμεῖς μὲ μίαν τέτοιαν
κακοπάθειαν καὶ ὑπομονὴν θὰ
ἀποκτήσωμεν τὰ βραβεῖα τῆς ἀρετῆς
καὶ θὰ ζήσωμεν πλησίον τοῦ Θεοῦ,
πρὸς χάριν τοῦ ὁποίου καὶ
θὰ ὑποφέρωμεν.
|
8
Διότι ἐμεῖς δι’ αὐτῆς τῆς ταλαιπωρίας,
τοῦ βασανισμοῦ καὶ τῆς ὑπομονῆς
θὰ λάβωμεν καὶ θὰ ἐξασφαλίσωμεν
τὰ βραβεῖα τῆς ἀρετῆς καὶ
θὰ εἴμεθα πάντοτε πλησίον τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ, χάριν τὸν ὁποίου καὶ ὑποφέρομεν.
|
9
σὺ δὲ διὰ τὴν ἡμῶν μιαιφονίαν
αὐτάρκη καρτερήσεις ὑπὸ τῆς
θείας δίκης αἰώνιον βάσανον
διὰ πυρός. |
9
Σὺ ὅμως ἐξ αἰτίας αὐτοῦ
του ἀδίκου φόνου μας θὰ ὑποστῇς
ἀπὸ ἰδικήν σου ὑπαιτιότητα
αἰώνιον βασανισμὸν διὰ πυρὸς
ἐκ μέρους τῆς θείας δίκης>.
|
9
Σὺ ὅμως ἐξ αἰτίας τοῦ ἰδικοῦ
μας ἀδίκου φόνου θὰ ὑποστῇς ἐπαξίως
αἰώνια βασανιστήρια διὰ πυρὸς ἀπὸ
τὴν θείαν Δικαιοσύνην>. |
-10
Ταῦτα αὐτῶν εἰπόντων, οὐ
μόνον ὡς κατὰ ἀπειθούντων ἐχαλέπαινεν
ὁ τύραννος, ἄλλ' ὡς καὶ κατὰ
ἀχαρίστων ὠργίσθη. |
10
Ὅταν εἶπαν αὐτά, ὁ τύραννος
δὲν ἐξέσπασεν ἁπλῶς ἐναντίον
των διὰ τὴν ἀπείθειάν των, ἀλλὰ
ἐξωργίσθη ἐναντίον αὐτῶν
ὡς ἀχαρίστων. |
10
Ὅταν οἱ ἑπτὰ νέοι εἶπαν τὰ
λόγια αὐτά, ὁ τύραννος δὲν ἐθύμωσεν
ἁπλῶς ἐναντίον των, ὡς ἀνθρώπων
ποὺ ἀπείθησαν εἰς τὰ λόγια του,
ἀλλὰ καὶ ἐξωργίσθη ἐναντίον
των, ὡς ἀνθρώπων ποὺ ἐφάνησαν ἀγνώμονες
καὶ ἀχάριστοι. |
11
Ὅθεν τὸν πρεσβύτατον αὐτῶν κελευθέντες
παρήγαγον οἱ ὑπασπισταὶ καὶ
διαρρήξαντες τὸν χιτῶνα διέδησαν τὰς
χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς βραχίονας
ἱμᾶσιν ἑκατέρωθεν. |
11
Δι' αὐτὸ ἀμέσως οἱ στρατιῶται
λαβόντες διαταγὴν ἔφεραν ἐμπρὸς
τὸν μεγαλύτερον ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ ἀφοῦ ἐξέσχισαν τὸν
χιτῶνα του, ἔδεσαν μὲ λουριὰ τὰ
χέρια καὶ τοὺς ἀγκῶνας του ἀπὸ
τὸ ἕνα εἰς τὸ ἄλλο μέρος.
|
11
Διὰ τοῦτο, λοιπόν, οἱ στρατιῶται -
ὑπασπισταὶ κατὰ διαταγήν του ὠδήγησαν
ἐνώπιόν του τὸν μέγαλύτερον ἀπὸ
τοὺς ἑπτὰ ἀδελφοὺς καί, ἀφοῦ
ἐξέσχισαν τὸν χιτῶνα του, ἔδεσαν
μὲ λουριὰ καὶ ἀπὸ τὶς
δύο πλευρὲς σφικτὰ τὰ χέρια του καὶ
τοὺς ἀγκῶνες του. |
12
Ὡς δὲ τύπτοντες ταῖς μάστιξιν
ἐκοπίασαν μηδὲν ἀνύοντες, ἀνέβαλον
αὐτὸν ἐπὶ τὸν τροχόν.
|
12
Ἀφοῦ δὲ ἐκουράσθησαν νὰ
τὸν κτυποῦν καὶ νὰ μὴ ἐπιτυγχάνουν
τίποτε, τὸν ἔδεσαν ἐπάνω εἰς
τὸν τροχόν. |
12
Ἀφοῦ δὲ ἐκουράσθηκαν νὰ
τὸν μαστιγώνουν μὲ τὰ λουριά, χωρὶς
τίποτε νὰ κατορθῶνουν μὲ τὶς μαστιγώσεις,
τὸν ἔβαλαν καὶ τὸν ἔδεσαν ἐπάνω
εἰς τὸν τροχόν (τὸ βασανιστικὸν
ὄργανον). |
13
Περὶ ὃν κατατεινόμενος ὁ εὐγενὴς
νεανίας ἔξαρθρος ἐγίνετο. |
13
Εἰς αὐτὸν βασανιζόμενος ὁ εὐγενὴς
νέος ὑπέστη ἐξαρθρώσεις τῶν
μελῶν |
13
Τὸ σῶμα τοῦ εὐγενοῦς νέου, καθὼς
ἐτεντώνετο τελείως γύρω ἀπὸ τὸν
τροχόν, ἄρχισε νὰ ἑξαρθρώνεται: Τὰ
μέλη ἔφευγαν ἀπὸ τοὺς ἁρμοὺς
καί τις κλειδώσεις των. |
14
Καὶ κατὰ πᾶν μέλος κλώμενος
ἐκακηγόρει λέγων·
|
14
καὶ καθ' ὃν χρόνον συνετρίβετο κάθε
μέλος του, δὲν ἔπαυε νὰ κατηγορῇ
μὲ θάρρος τὸν τύραννον. Ἔλεγε·
|
14
Αὐτὸς δέ, ἐνῷ τὸ κάθε μέλος
του ἐτσακίζετο, κατηγοροῦσε καὶ ἀπεκήρυσσε
τὸν τύραννον μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια:
|
15
τύραννε μιαρώτατε καὶ τῆς οὐρανίου
δίκης ἐχθρὲ καὶ ὠμόφρον,
οὐκ ἀνδροφονήσαντά με τοῦτον
καταικίζεις τὸν τρόπον, οὐδὲ
ἀσεβήσαντα, ἀλλὰ θείου νόμου
προασπίζοντα. |
15
<Μιαρώτατε τύραννε, ἐχθρὲ τῆς
θείας δικαιοσύνης καὶ σκληρόψυχε,
μὲ τυραννεῖς κατ' αὐτὸν τὸν
τρόπον, ὄχι διότι εἶμαι δολοφόνος
ἢ ἀσεβής, ἄλλα διότι εἶμαι
ὑπερασπιστὴς τοῦ θείου Νόμου>.
|
15
<Ἀπαίσιε, ἀκάθαρτε, σιχαμερώτατε τύραννε, ἐχθρὲ
τῆς οὐρανίου δικαιοσύνης καὶ ἀγριοψυχε,
μὲ καταβασανίζεις καὶ μὲ καταξεσχίζεις μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπον, ὄχι διότι ἐφόνευσα
ἄνθρωπον, οὔτε διότι ἀσέβησα, ἀλλὰ
διότι ὑπερασπίζομαι τὸν θεῖον Νόμον>.
|
16
Καὶ τῶν δορυφόρων λεγόντων· ὁμολόγησον
φαγεῖν, ὅπως ἀπαλλαγῇς τῶν βασάνων,
|
16
Καὶ εἰς τοὺς δορυφόρους, ποὺ
τὸν συνεβούλευαν, <παραδέξου, ὅτι
θὰ φάγῃς, διὰ νὰ ἀπαλλαγῇς
ἀπὸ τὰ βασανιστήρια>, |
16
Ὅταν δὲ οἱ στρατιῶται - ὑπασπισταὶ
τοῦ βασιλιᾶ τοῦ ἔλεγαν <ὁμολόγησε,
συμφώνησε ὅτι θὰ φάγῃς ἀπὸ τὰ
ἀκάθαρτα κατὰ τὸν Νόμον κρέατα, διὰ
να ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια>.
|
17
αὐτὸς εἶπεν αὐτοῖς· οὐχ
οὕτως ἰσχυρὸς ὑμῶν ἐστιν
ὁ τροχός, ὦ μιαροὶ διάκονοι,
ὥστε μου τὸν λογισμὸν ἄγξαι·
τέμνετέ μου τὰ μέλη καὶ πυροῦτε
τὰς σάρκας καὶ στρεβλοῦτε τὰ
ἄρθρα. |
17
αὐτὸς ἀπήντησε· <δὲν
εἶναι τόσον σκληρὸς ὁ βασανιστικὸς
τροχός σας, ρυπαροὶ ὑπηρέται, ὥστε
νὰ συμπνίξῃ τὸ λογικόν μου.
Κομματιάσατε τὰ μέλη μου, καύσατε
τὰς σάρκας μου, συστρέψατε τὰς ἀρθρώσεις
μου. |
17
αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε:
<Δὲν εἶναι τόσον πολὺ σκληρὸς
ὁ τροχός (τὸ βασανιστικὸν ὄργανόν)
σας, ἀκάθαρτοι, δουλοπρεπεῖς ὑπηρέται, ὥστε
νὰ στραγγαλίσετε, νὰ πνίξετε καὶ νὰ
φιμώσετε τὸ λογικόν μου. Κατακομματιάσετε τὰ μέλη
μου, κάψετέ τις σάρκες μου, στραγγαλίσατε καὶ τυραννήσατε
τὶς ἀρθρώσεις μου. |
18
Διὰ πασῶν γὰρ ὑμᾶς πείσω
τῶν βασάνων, ὅτι μόνοι παῖδες
Ἑβραίων ὑπὲρ ἀρετῆς εἰσιν
ἀνίκητοι. |
18
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια
θὰ σᾶς πείσω, ὅτι μόνον τὰ
τέκνα τῶν Ἑβραίων δὲν νικῶνται
εἰς τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς
ἀρετῆς>.
|
18
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια
θὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι μόνον τὰ
παιδιὰ τῶν Ἑβραίων εἶναι ἀνίκητα,
ὅταν ἀγωνίζωνται ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς>.
|
19
Ταῦτα λέγοντι πῦρ ὑπέστρωσαν
καὶ διηρέθισαν τὸν τροχὸν προσεπικατατείνοντες·
|
19
Ἐνῷ ἔλεγεν αὐτά, ἔστρωσαν
ἐκεῖνοι ἀναμμένους ἄνθρακας
κάτω ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔδωκαν
περισσοτέραν ἔντασιν εἰς τὸν τροχόν,
τεντώνοντες τὸν νέον ἐπάνω εἰς
αὐτόν. |
19
Ἐνῷ ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς ἔλεγε
τὰ λόγια αὐτά, οἱ στρατιῶται - δήμιοι
ἔστρωσαν κάτω ἀπὸ αὐτὸν φωτιά
(ἀναμμένα κάρβουνα) καὶ ἀνερρίπισαν τὶς
φλόγες της, ταυτυχρόνως δὲ ἐτέντωσαν τὸ
σῶμα τοῦ νέου ἀκόμη περισσότερον ἐπάνω
εἰς τὸν τροχόν (τὸ βασανιστικὸν
ὄργανον). |
20
ἐμολύνετο δὲ πάντοθεν αἵματι
ὁ τροχός, καὶ ὁ σωρὸς τῆς
ἀνθρακιᾶς τοῖς τῶν ἰχώρων
ἐσβέννυτο σταλαγμοῖς, καὶ περὶ
τοὺς ἄξονας τοῦ ὀργάνου περιέρρεον
αἱ σάρκες. |
20
Ἐγέμισεν ὁλόγυρα ἀπὸ τὸ
αἷμα του ὁ τροχὸς καὶ ὁ σωρὸς
τῆς ἀνθρακιᾶς ἔσβησεν ἀπὸ
τοὺς σταλαγμοὺς τῶν ἰχώρων.
Ἔλυωναν καὶ ἔπεφταν αἱ σάρκες
του ἀπὸ τοὺς ἄξονας τοῦ βασανιστικοῦ
ὀργάνου, |
20
Ὁ δὲ τροχὸς εἶχεν ἀλειφθῇ
καὶ λερωθῆ ἀπὸ παντοῦ μὲ
τὸ αἷμα τοῦ μάρτυρος, καὶ ὁ
σωρὸς ἀπὸ τὰ ἀναμμένα κάρβουνα
ἔσβηνε ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς
τοῦ πηχτοῦ αἵματος, τὰ δὲ κομμάτια
ἀπὸ τὶς σάρκες τοῦ μάρτυρος ἔλειωναν
καὶ ἔπεφταν ἀπὸ τοὺς ἄξονες
τοῦ βασανιστικοῦ ὀργάνου.
|
21
Καὶ περιτετμημένον ἤδη ἔχων τὸ
τῶν ὀστέων πῆγμα ὁ μεγαλόφρων
καὶ Ἁβραμιαῖος νεανίας οὐκ ἐστέναξεν.
|
21
καὶ ἐνῷ εἶχε πλέον ἀφαιρεθῇ
ἀπὸ τὰ ὀστᾶ τὸ περίβλημα
τῶν σαρκῶν, ὁ μεγαλόψυχος καὶ
Ἀβραμιαῖος ἐκεῖνος νέος δὲν
ἀφῆκεν οὔτε στεναγμόν.
|
21
Καὶ παρ’ ὅλον ὅτι εἶχε πλέον ἀποκοπῆ
καὶ πέσει ἀπὸ τὰ ὀστᾶ
τὸ περίβλημα τῶν σαρκῶν (κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: Παρ’ ὅλον ὅτι οἱ σύνδεσμοι
τῶν ὀστῶν μὲ τὰ ὀστᾶ
εἶχαν ἤδη διαχωρισθῇ καὶ ἀποκοπῆ),
ὁ μεγαλόψυχος, γενναιόφρων καὶ ἄξιος ἐκεῖνος
νέος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ δὲν
ἐγόγγυσεν οὔτε ἀφῆκε βαθὺν
ἀναστεναγμόν. |
22
Ἀλλ' ὥσπερ ἐν πυρὶ μετασχηματιζόμενος
εἰς ἀφθαρσίαν, ὑπέμεινεν εὐγενῶς
τὰς στρέβλας· |
22
Ἀλλά, ὡσὰν νὰ μετεμορφώνετο
εἰς ἄφθαρτον, ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα
τὰς στρεβλώσεις.
|
22
Ἀλλ' ὡσὰν νὰ μετεμορφώνετο διὰ
τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ ἐλάμβανε νέαν
ἄφθαρτον μορφήν, ὑπέμεινε μὲ γενναιοφροσύνην
τὰ βασανιστήρια τῶν στρεβλώσεων.
|
23
μιμήσασθέ με, ἀδελφοί, λέγων,
μή μου τὸν αἰῶνα λιποτακτήσητε
μηδ' ἐξομόσησθέ μου τὴν τῆς
εὐψυχίας ἀδελφότητα· ἱερὰν
καὶ εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθε
ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, |
23
<Μιμηθῆτε με, ἔλεγεν, ἀδελφοί μου·
μὴ λιποτακτήσετε προδίδοντες τὸν ἀγῶνα
μου καὶ μὴ καταπατήσετε τὸν ὅρκον
τῆς ἀδελφοσύνης μας, ποὺ ἐδώσαμεν
διὰ τὴν γενναιότητα. Ἀναλάβετε
ἱερὰν καὶ εὐγενῆ ἐκστρατείαν
χάριν τῆς εὐσεβείας, |
23
<Μιμηθῆτε με, ἀδελφοί μου>, ἔλεγε,
<μὴ λιποτακτήσετε προδίδοντες τὸν ἀγῶνα
μου καὶ μὴ ἀπαρνηθῆτε τὸν ὅρκον
τῆς οἰκογενειακῆς (ἤ: Τῆς ἐθνικῆς)
ἀδελφοσύνης μας, τὸν ὁποῖον ἐδώκαμεν
διὰ τὴν γενναιοψυχίαν. Ἀναλάβετε ἱερὸν
καὶ εὐγενῆ ἀγῶνα χάριν τῆς
πρὸς τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινῆς
θρησκείας, |
24
δι' ἧς ἵλεως ἡ δικαία καὶ πάτριος
ἡμῶν πρόνοια τῷ ἔθνει γενηθεῖσα
τιμωρήσειεν τὸν ἀλάστορα τύραννον·
|
24
διὰ τῆς ὁποίας, ἀφοῦ φανῆ
εὐσπλαγχνικὴ πρὸς τὸ ἔθνος μας
ἡ δικαία καὶ πατροπαράδοτος πρόνοια,
εἶθε νὰ τιμωρήσῃ τὸν ὑπερφίαλον
τύραννον>. |
24
διὰ τῆς ὁποίας ἡ δικαία καὶ
πατροπαράδοτος Πρόνοια, ἀφοῦ γίνῃ εὐσπλαγχνικὴ
πρὸς τὸ ἔθνος μας, εἴθε νὰ τιμωρήσῃ
τὸν ἀσεβῆ, κακοῦργον καὶ ἀποτρόπαιον
τύραννον>. |
25
καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱεροπρεπὴς
νεανίας ἀπέρρηξε τὴν ψυχήν.
|
25
Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ
ἱεροπρεπὴς νέος παρέδωκε τὴν
ψυχήν του. |
25
Καὶ ὅταν ὁ ἱεροπρεπὴς νέος εἶπε
τὰ λόγια αὐτά, παρέδωκε τὴν ψυχήν
του. |
-26
Θαυμασάντων δὲ πάντων τὴν καρτεροψυχίαν
αὐτοῦ, ἦγον οἱ δορυφόροι τὸν
καθ' ἡλικίαν τοῦ προτέρου δεύτερον
καὶ σιδηρᾶς ἐναρμοσάμενοι χεῖρας
ὀξέσι τοῖς ὄνυξιν ὀργάνῳ
καὶ καταπέλτῃ προσέδησαν αὐτόν.
|
-26
Προεκάλεσε τὸν θαυμασμὸν ὅλων ἡ
δύναμις τῆς ψυχῆς του. Ἔφεραν ἐν
συνεχείᾳ οἱ στρατιῶται τὸν δεύτερον
κατὰ τὴν ἡλικίαν καί, ἀφοῦ
προσήρμοσαν σιδηρᾶς χεῖρας μὲ ὀξεῖς
ὄνυχας, τὸν προσέθεσαν εἰς καταπέλτην.
|
26
Ἀφοῦ δὲ ὅλοι ἐθαύμασαν τὴν
καρτερίαν καὶ γενναιοψυχίαν τοῦ πρεσβυτέρου ἀδελφοῦ,
οἱ στρατιῶται - φρουροὶ τοῦ Ἀντιόχου
Δ' ἔφεραν τὸν κατὰ τὴν ἡλικίαν
δεύτερον τοῦ προηγουμένου ἀδελφόν, καὶ ἀφοῦ
προσήρμοσαν εἰς τὰ χέρια των σιδερένια γάντια,
ποὺ εἶχαν μυτερά, σουβλερὰ νύχια, τὸν
προσέδεσαν εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον,
τὸν καταπέλτην. |
27
Ὥς δὲ εἰ φαγεῖν βούλοιτο πρὶν
βασανίζεσθαι πυνθανόμενοι τὴν εὐγενῆ
γνώμην ἤκουσαν, |
27
Ὅταν δὲ τὸν ἠρώτησαν, ἐὰν
θέλῃ πρὶν βασανισθῇ νὰ φάγῃ
ἀπὸ τὰ μολυσμένα φαγητὰ καὶ
ἔμαθαν τὴν εὐγενῆ γνώμην του,
|
27
Ὅταν δὲ τὸν ἐρώτησαν ἐὰν
θέλῃ νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα
κατὰ τὸν Νόμον φαγητὰ καὶ ἐπληροφορήθησαν
τὴν εὐγενῆ γνώμην του (ὅτι δηλαδὴ
ἀρνεῖται νὰ φάγῃ),
|
28
ἀπὸ τῶν τενόντων ταῖς σιδηραῖς
χερσὶν ἐπισπασάμενοι μέχρι γε τῶν
γενείων τὴν σάρκα πᾶσαν καὶ
τὴν τῆς κεφαλῆς δορὰν οἱ παρδάλειοι
θῆρες ἀπέσυραν. |
28
ἀμέσως αἱ αἱμοδιψεῖς παρδάλεις
τὸν ἐξέσχισαν, ἀρχίζοντες ἀπὸ
τοὺς τένοντας, μὲ τὰ σιδηρᾶ
χέρια καὶ ἀφῄρεσαν τὴν σάρκα
του μέχρι τῶν γενείων καὶ τῆς
κεφαλῆς. |
28
οἱ ὅμοιοι μὲ ἄγριες παρδάλεις ἐκεῖνοι
δήμιοι τὸν ἐξέσχισαν μὲ τὰ μυτερὰ
νύχια τῶν σιδερένιων γαντιῶν ποὺ ἐφοροῦσαν
εἰς τὰ χέρια, ἀρχίζοντας ἀπὸ
τοὺς τένοντες, καὶ ἀφήρεσαν ὅλην
τὴν σάρκα τοῦ νέου μέχρι τῶν γενείων καὶ
τοῦ δέρματος τῆς κεφαλῆς του.
|
29
Ὁ δὲ ταύτην βαρέως τὴν ἀλγηδόνα
καρτερῶν ἔλεγεν· ὡς ἡδὺς
πᾶς τρόπος θανάτου διὰ τὴν πάτριον
ἡμῶν εὐσέβειαν· ἔφη τε
πρὸς τὸν τύραννον·
|
29
Ὁ δὲ νέος ὑπομένων τὴν
ὀξύτητα τόσου μεγάλου πόνου
ἔλεγε μετὰ καρτερίας· <πόσον
γλυκὺς εἶναι κάθε τρόπος θανάτου
διὰ τὴν πίστιν τῶν προγόνων
μας!> Προσέθεσε δὲ ἀπευθυνθεὶς
πρὸς τὸν τύραννον·
|
29
Αὐτὸς δέ, ὑποφέρων μὲ γενναιότητα
καὶ ὑπομονὴν τὴν ἀγωνίαν καὶ
τοὺς ὀξεῖς καὶ ἰσχυροὺς
πόνους τοῦ μαρτυρίου, ἔλεγε: <Πόσον γλυκὺ
εἶναι κάθε εἶδος θανάτου διὰ τὴν πρὸς
τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινὴν θρησκείαν
τῶν πατέρων μας>! Καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς
τὸν τύραννον (Ἀντίοχον Δ') εἶπε:
|
30
οὐ δοκεῖς πάντων ὠμότατε τύραννε,
πλεῖον ἐμοῦ σε νῦν βασανίζεσθαι
ὁρῶν σου νικώμενον τὸν τῆς τυραννίδας
ὑπερήφανον λογισμὸν ὑπὸ τῆς
διὰ τὴν εὐσέβειαν ἡμῶν
ὑπομονῆς; |
30
<δὲν νομίζεις, τύραννε ὠμότατε
περισσότερον ἀπὸ ὅλους, ὅτι
τὴν στιγμὴν αὐτὴν ὑποφέρεις
περισσότερον ἀπὸ ἐμὲ βλέπων
ὅτι νικᾶται τὸ ὑπερήφανον φρόνημα
τοῦ τυραννικοῦ ἀξιώματός σου
ὑπὸ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ
ἐμπνέει εἰς ἡμᾶς ἡ θρησκεία
μας; |
30
<Δὲν νομίζεις, τύραννε σκληρέ, ἀπάνθρωπε καὶ
ἄγριε περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, ὅτι τώρα βασανίζεσαι σὺ περισσότερον
ἀπὸ ἑμέ, καθὼς βλέπεις νὰ νικᾶται
ὁ ἀλαζονικὸς καὶ αὐθάδης συλλογισμός
(τὰ ὑπερήφανα σχέδια) τῆς ἀπολύτου
καὶ δυναστικῆς μοναρχίας σου ἀπὸ τὴν
γενναίαν ὑπομονὴν ποὺ δείχνουμε διὰ
τὴν πρὸς τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινὴν
θρησκείαν μας; |
31
Ἐγὼ μὲν γὰρ ταῖς διὰ τὴν
ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον
ἐπικουφίζομαι, |
31
Διότι ἐγὼ μὲν αἰσθάνομαι
ἐλαφρότερον τὸν πόνον μου ἐξ
αἰτίας τῆς εὐχαριστήσεως, ποὺ
ἀπολαμβάνω ἀγωνιζόμενος διὰ
τὴν ἀρετήν.
|
31
Διότι ἐγὼ μὲν ἀνακουφίζομαι καὶ
ἐγκαρδιώνομαι ἀπὸ τοὺς πόνους
τοῦ μαρτυρίου ἐξ αἰτίας τῆς χαρᾶς
καὶ εὐχαριστήσεως ποὺ δοκιμάζω ἀγωνιζόμενος
διὰ τὴν ἀρετήν·
|
32
σὺ δὲ ἐν ταῖς τῆς ἀσεβείας
ἀπειλαῖς βασανίζῃ. Οὐκ ἐκφεύξῃ
δέ, μιαρώτατε τύραννε, τὰς τῆς
θείας ὀργῆς δίκας. |
32
Σὺ ὅμως βασανίζεσαι μέσα εἰς
τὰς ἀπειλάς, ποὺ περικλείει
ἡ ἀσέβειά σου, καὶ βεβαίως
δὲν θὰ διαφύγῃς, μιαρώτατε τύραννε,
τὴν δικαίαν τιμωρίαν τῆς θείας
ὀργῆς>. |
32
σὺ ὅμως βασανίζεσαι μέσα εἰς τὶς ἀπειλὲς
ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀσέβειάν
σου. Καὶ ὁπωσδήποτε δὲν θὰ γλυτώσῃς,
ἀπαίσιε, ἀκάθαρτε καὶ κατ' ἐξοχὴν
σιχαμερὲ τύραννε, τὶς τιμωρίες τῆς θείας
ὀργῆς>. |