Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
τούτου τὸν ἀοίδιμον θάνατον
καρτερήσαντος, ὁ τρίτος ἤγετο παρακαλούμενος
πολλὰ ὑπὸ πολλῶν, ὅπως ἀπογευσάμενος
σώζοιτο. |
φοῦ
καὶ ὁ δεύτερος ἀδελφὸς ἐκέρδισε
διὰ τῆς καρτερίας του τὸν ἔνδοξον
θάνατον, ὠδηγήθη ὁ τρίτος. Πολλὰς
προτροπὰς ἤκουσεν ἀπὸ πολλοὺς
νὰ γευθῇ τὰ μολυσμένα φαγητὰ
καὶ νὰ σωθῇ. |
φοῦ
καὶ ὁ δεύτερος ἀδελφὸς ὑπέμεινε
καρτερικῶς τὸν ἔνδοξον καὶ ἀξιύμνητον
θάνατον, ὡδηγήθη ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ
ὁ τρίτος ἀδελφός. Ἐνῷ δὲ ὠδηγεῖτο,
ἐδέχθη πολλὲς παρακλήσεις καὶ προτροπὲς
ἀπὸ πολλοὺς νὰ σώσῃ τὸν
ἑαυτόν του γευόμενος κρέατα ποὺ ἐθεωροῦντο
ἀκάθαρτα ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον.
|
2
Ὁ δὲ ἀναβοήσας ἔφη· ἢ
ἀγνοεῖτε ὅτι ὁ αὐτός με
τοῖς ἀποθανοῦσιν ἔσπειρε πατήρ,
καὶ ἡ αὐτὴ μήτηρ ἐγέννησε,
καὶ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἀνετράφημεν
δόγμασιν; |
2
Αὐτὸς ὅμως μὲ μεγάλην κραυγὴν
εἶπεν· <ἀλλὰ ἀγνοεῖτε
πράγματι, ὅτι ὁ ἴδιος πατέρας
μὲ ἔσπειρε καὶ ἡ ἴδια μητέρα
μὲ ἐγέννησε, ὅπως τοὺς πρὸ
ὀλίγου μαρτυρήσαντας ἀδελφούς
μου, καὶ μὲ τὴν αὐτὴν πίστιν
ἀνετράφημεν ὅλοι;
|
2
Αὐτὸς ὅμως εἶπε μὲ δυνατὴν
φωνήν: <Ἀληθῶς ἀγνοεῖτε ὅτι
ὁ ἴδιος πατέρας μὲ ἔσπειρεν, ὅπως
καὶ τοὺς ἄλλους δύο ἀδελφούς μου,
ποὺ ἤδη ἀπέθαναν μὲ μαρτυρικὸν
θάνατον, καὶ ὅτι ἡ ἰδία μητέρα μὲ
ἐγέννησεν, ὅπως καὶ αὐτούς, καὶ
ἀκόμη ὅτι μὲ τὴν ἰδίαν
διδασκαλίαν καὶ πίστιν ἀνατραφήκαμε καὶ
ἐκεῖνοι καὶ ἐγώ;
|
3
Οὐκ ἐξόμνυμαι τὴν εὐγενῆ
τῆς ἀδελφότητός μου συγγένειαν.
|
3
Δὲν ἀπορρίπτω τὸν εὐγενῆ
δεσμὸν τῆς ἀδελφωσύνης.
|
3
Δὲν ἀπαρνοῦμαι τὸν εὐγενῆ
δεσμὸν τῆς ἀδελφοσύνης, ποὺ μὲ
συνδέει μὲ τοὺς ἀδελφούς μου.
|
4
Πρὸς ταῦτα εἴ τι ἔχετε κολαστήριον
προσαγάγετε τῷ σώματί μου· τῆς
γὰρ ψυχῆς μου, οὐδ' ἂν θέλητε
ἅψασθαι, δύνασθε. |
4
Ἐὰν ἔχετε κανένα ἄλλο βασανιστήριον,
ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ,
φέρετέ τα διὰ τὸ σῶμα μου. Διότι
τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐὰν ἀκόμη
θέλετε, δὲν ἠμπορεῖτε οὔτε κἂν
νὰ τὴν ἐγγίσετε>.
|
4
Ἐὰν ἔχετε κανένα ἄλλο βασανιστικὸν
ὄργανον, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ
ποὺ ἔχετε ἐδῶ, φέρετε τὸ διὰ
τὸν βασανισμὸν τοῦ σώματός μου. Διότι τὴν
ψυχήν μου, καὶ ἂν ἀκόμη θελήσετε νὰ
τὴν ἐγγίσετε, δὲν θὰ ἠμπορέσετε>.
|
5
Οἱ δὲ πικρῶς ἐνέγκαντες τὴν
παρρησίαν τοῦ ἀνδρός, ἀρθρεμβόλοις
ὀργάνοις τὰς χεῖρας αὐτοῦ
καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν καὶ
ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον,
|
5
Ἐκεῖνοι τότε μὲ μοχθηρὰν δυσαρέσκειαν
ἀνεχθέντες τὸ θάρρος τοῦ νέου
ἐξήρθρωσαν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς
πόδας του μὲ ὄργανα στρεβλωτικὰ τῶν
ἀρθρώσεων καὶ ἐκβάλλοντες τὰ
ὀστᾶ ἀπὸ τοὺς ἁρμοὺς
των ἠχρήστευαν τὰ μέλη του,
|
5
Οἱ δὲ δήμιοι, ἐξαγριωμένοι καὶ μαινόμενοι
ἕνεκα τοῦ ἀφόβου καὶ γενναίου
θάρρους τοῦ ἀνδρός, ἐξήρθρωναν τὰ
χέρια καὶ τὰ πόδια του μὲ τὰ βασανιστήρια
ὄργανα ποὺ ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ
τὴν παράλυσιν τῶν ἁρμῶν τοῦ
σώματος, βγάζοντας δὲ καὶ ξερριζώνοντας τὰ
ὀστᾶ ἀπὸ τὶς ἀρθρώσεις
καὶ τὶς κλειδώσεις των τὸν ἀκρωτηρίαζαν·
|
6
καὶ τοὺς δακτύλους καὶ τοὺς
βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς
ἀγκῶνας περιέκλων. |
6
καὶ ἐτσάκιζαν τὰ δάκτυλα, τοὺς
βραχίονας, τὰ σκέλη καὶ τοὺς
ἀγκῶνας. |
6
λυγίζοντες δὲ ἐτσάκιζαν τὰ δάκτυλα καὶ
τοὺς βραχίονες καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς
ἀγκῶνες.
|
7
Καὶ κατὰ μηδένα τρόπον ἰσχύοντες
αὐτὸν ἄγξαι περισύραντες τὸ
δέρμα σὺν ἄκραις ταῖς τῶν δακτύλων
κορυφαῖς ἀπεσκύθιζον· καὶ εὐθέως
ἦγον ἐπὶ τὸν τροχόν,
|
7
Ἐπειδὴ ὅμως μὲ κανένα τρόπον
δὲν ἦσαν τόσον ἰσχυροί, ὥστε
νὰ δημιουργήσουν ἀπόγνωσιν, ἀφοῦ
ἐτράβηξαν τὸ δέρμα γύρω ἀπὸ
τὸ σῶμα μαζῆ μὲ τὰς κορυφὰς
τῶν δακτύλων, ἤρχισαν νὰ τὸν
γδέρνουν καὶ ἔτσι τὸν ὠδήγησαν
ἀμέσως εἰς τὸν τροχόν.
|
7
Ἐπειδὴ ὅμως μὲ κανένα τρόπον δὲν
ἠμποροῦσαν να τὸν βιάσουν καὶ νὰ
τοῦ δημιουργήσουν στενοχωρίαν καὶ ἀπόγνωσιν,
ἀφοῦ ἀπέσπασαν τραβώντας ἀπὸ
ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
τὸ δέρμα μὲ τὰ ἄκρα τῶν σιδιρένιων
δακτύλων (σιδερένιων γαντιῶν μὲ μυτερὰ νύχια),
τὸν ἔγδερναν, ὅπως ἔκαμναν οἱ
βάρβαροι Σκύθαι εἰς τοὺς αἰχμαλώτους των.
Καὶ ἀμέσως τὸν ὡδήγησαν εἰς
τὸ βασανιστικὸν ὄργανον ποὺ ἐλέγετο
τροχός. |
8
περὶ ὃν ἐκ σπονδύλων ἐκμελιζόμενος
ἑώρα τὰς ἑαυτοῦ σάρκας
περιλακιζομένας καὶ κατὰ σπλάγχνων
σταγόνας αἵματος ἀπορρεούσας.
|
8
Καθὼς δὲ τὸν περιέστρεφαν, ἤρχισεν
αὐτὸς νὰ σπαράσσεται ἀπὸ
τῆς σπονδυλικὴς στήλης καὶ ἔβλεπε
τὰς σάρκας του νὰ διασκορπίζωνται
εἰς μικρὰ κομμάτια καὶ ἀπὸ
τὰ σπλάγχνα του νὰ ρέουν σταγόνες
αἵματος.
|
8
Ἐνῷ δὲ τὸν περιέστρεφαν καὶ
οἱ σπόνδυλοί του ἐξηρθρώνοντο καὶ
τὸ σῶμα του ἠκρωτηριάζετο, ἔβλεπεν
ὁ μάρτυς τὶς σάρκες του νὰ καταξεσχίζωνται
καὶ νὰ κατακομματιάζωνται καὶ ἀπὸ
τὰ σπλάγχνα του νὰ τρέχουν καὶ νὰ
χύνωνται σταγόνες αἵματος. |
9
Μέλλων δὲ ἀποθνῄσκειν ἔφη·
|
9
Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ,
εἶπεν· |
9
Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ,
εἶπεν: |
10
ἡμεῖς μέν, ὦ μιαρώτατε τύραννε,
διὰ παιδείαν καὶ ἀρετὴν Θεοῦ
ταῦτα πάσχομεν· |
10
<ἡμεῖς, μιαρώτατε τύραννε, ὑποφέρομεν
τὰ δεινὰ αὐτὰ ὡς δοκιμασίαν
ἀπὸ τὸν Θεὸν χάριν τῆς
ἰδικῆς μας τελειώσεως εἰς τὴν
ἀρετήν.
|
10
<Ἐμεῖς μέν, ἀπαίσιε, ἀκάθαρτε,
σιχαμερώτατε τύραννε, ὑποφέρομεν τὰ δεινὰ
αὐτὰ βασανιστήρια ἕνεκα τῆς θεοσεβοῦς
παιδαγωγίας καὶ ἀρετῆς·
|
11
σὺ δὲ διὰ τὴν ἀσέβειαν
καὶ μιαιφονίαν ἀκαταλύτους καρτερήσεις
βασάνους |
11
Σὺ ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς
ἀσεβείας σου καὶ τῶν ἀνιέρων
φόνων, ποὺ διαπράττεις, θὰ ὑποστῇς
αἰώνια βασανιστήρια>.
|
11
σὺ ὅμως ἕνεκα τῆς ἀσεβείας καὶ
τοῦ φόνου ἀθώων ἀνθρώπων θὰ
ὑποστῇς ἀτελείωτα, αἰώνια βασανιστήρια>.
|
-12
Καὶ τούτου θανόντος ἀδελφοπρεπῶς,
τὸν τέταρτον ἐπεσπῶντο λέγοντες·
|
-12
Ὅταν δὲ καὶ αὐτὸς ἀπέθανεν
ἀνταξίως τῶν ἀδελφῶν του, ἔσυραν
τὸν τέταρτον ἐκεῖ πλησίον καὶ
τοῦ ἐλεγαν·
|
12
Ὅταν ἀπέθανε καὶ αὐτὸς κατὰ
τρόπον ἀντάξιον μὲ ἐκεῖνον τῶν
ἀδελφῶν του, οἱ δήμιοι ἄρχισαν νὰ
σύρουν τὸν τέταρτον ἀδελφόν, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔλεγαν: |
13
μὴ συμμανῇς καὶ σὺ τοῖς ἀδελφοῖς
σου τὴν αὐτὴν μανίαν, ἀλλὰ
πεισθεὶς τῷ βασιλεῖ, σῷζε σεαυτόν.
|
13
<μὴ θελήσῃς νὰ συμμερισθῇς
καὶ σὺ τὴν ἰδίαν μανίαν
μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Ὑπάκουσε
εἰς τὸν βασιλέα καὶ σῶσε τὸν
ἑαυτόν σου>.
|
13
<Μὴ κυριευθῇς καὶ σὺ ἀπὸ
τὴν ἰδίαν μανίαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ἐκυριεύθησαν καὶ οἱ ἀδελφοί
σου, ἀλλὰ σῶζε τὸν ἑαυτόν
σου, ἀφοῦ ὑπακούσῃς εἰς τὸν
βασιλιᾶ>. |
14
Ὁ δὲ αὐτοῖς ἔφη· οὐχ
οὕτως καυστικώτερον ἔχετε κατ' ἐμοῦ
τὸ πῦρ ὥστε με δειλανδρῆσαι.
|
14
Ἐκεῖνος ὅμως ἀπήντησεν εἰς
αὐτούς· <δὲν ἔχει τόσον
μεγαλυτέραν καυστικὴν ἐνέργειαν τὸ
πῦρ ἐναντίον μου, παρ' ὅσον εἰς
τοὺς ἀδελφούς μου, ὥστε νὰ μὲ
κάμετε νὰ δείξω δειλίαν.
|
14
Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς ἀπάντησε:
<Ἡ φωτιὰ δὲν ἔχει καυστικωτέραν
ἐνέργειαν ἐναντίον μου ἀπὸ ἐκείνην
ποὺ εἶχεν εἰς τοὺς ἀδελφούς
μου, ὥστε νὰ μὲ κάμῃ νὰ δειλιάσω
καὶ φανῶ ἄνανδρος. |
15
Μὰ τὸν μακάριον τῶν ἀδελφῶν
μου θάνατον καὶ τὸν αἰώνιον
τοῦ τυράννου ὄλεθρον καὶ τὸν
ἀΐδιον τῶν εὐσεβῶν βίον οὐκ
ἀρνήσομαι τὴν εὐγενῆ ἀδελφότητα.
|
15
Ὁρκίζομαι εἰς τὸν μακάριον θάνατον
τῶν ἀδελφῶν μου καὶ εἰς τὸν
αἰώνιον ὄλεθρον τοῦ τυράννου,
ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὴν
αἰωνίαν ζωὴν τῶν εὐσεβῶν,
ὅτι δὲν θὰ ἀρνηθῶ τὸν
εὐγενῆ ἀδελφικόν μου σύνδεσμον.
|
15
Ὄχι· μὰ τὸν μακάριον, εὐτυχῆ
καὶ εὐλογημένον μαρτυρικὸν θάνατον
τῶν ἀδελφῶν μου καὶ τὸν αἰώνιον
ὄλεθρον τοῦ τυράννου (βασιλιᾶ Ἀντιόχον
Δ’) καὶ τὴν αἰωνίαν ζωὴν τῶν
εὐσεβῶν, δὲν θὰ ἀρνηθῶ
τὸν εὐγενῆ ἀδελφικόν μας σύνδεσμον.
|
16
Ἐπινόει, τύραννε, βασάνους, ἵνα
καὶ διὰ τούτων μάθῃς, ὅτι
ἀδελφὸς εἰμι τῶν προβασανισθέντων.
|
16
Ἐπινόησε, τύραννε, καὶ ἄλλα
βασανιστήρια, διὰ νὰ μάθῃς καὶ
μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὅτι
εἶμαι ἀδελφὸς ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι προηγουμένως ἐβασανίσθησαν.
|
16
Σχεδίαζε καὶ ἐφεύρισκε, τύραννε, βασανιστήρια,
ὥστε καὶ δι' αὐτῶν νὰ μάθῃς
ὅτι εἶμαι ἀδελφὸς ἐκείνων οἱ
ὁποῖοι ἐβασανίσθησαν πρὶν ἀπὸ
ἐμέ. |
17
Ταῦτα ἀκούσας ὁ αἱμοβόρος
καὶ φονώδης καὶ παμμιαρώτατος Ἀντίοχος,
ἐκέλευσε τὴν γλῶτταν αὐτοῦ
ἐκτεμεῖν. |
17
Ὅταν ἤκουσε τοὺς λόγους αὐτοὺς
ὁ αἱμοβόρος καὶ ἐγκληματικὸς
καὶ παμμιαρώτατος Ἀντίοχος, διέταξε
νὰ τοῦ ἀποκόψουν τὴν γλῶσσαν.
|
17
Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ
αἱμοβόρος, φονικὸς καὶ κατ' ἐξοχὴν
ἀπαίσιος, ἀκάθαρτος καὶ μιαρὸς Ἀντίοχος
Δ', διέταξε νὰ τοῦ ἀποκόψουν τὴν γλῶσσαν.
|
18
Ὁ δὲ ἔφη· κἂν ἀφέλῃς
τὸ τῆς φωνῆς ὄργανον, καὶ σιωπώντων
ἀκούει ὁ Θεός· |
18
Ἐκεῖνος ὅμως ἐπρόφθασε νὰ
εἴπῃ· <καὶ ἐὰν μοῦ
ἀφαίρεσῃς τὸ ὄργανον τῆς
ὁμιλίας, ὁ Θεὸς μὲ ἀκούει,
ὅπως ἀκούει καὶ ὅσους σιωποῦν.
|
18
Ὁ νεαρὸς ὅμως μάρτυς (πρὶν τοῦ
κόψουν τὴν γλῶσσαν) εἶπεν: <Ἔχε
ὑπ' ὄψιν σου ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη
μου ἀφαιρέσῃς τὸ ὄργανον τοῦ
λόγον, ὁ Θεὸς μὲ ἀκούει, διότι Ἐκεῖνος
ἀκούει καὶ ὅσους σιωποῦν.
|
19
ἰδοὺ προκεχάλασται ἡ γλῶσσα,
τέμνε, οὐ γὰρ πάρα τοῦτο τὸν
λογισμὸν ἡμῶν γλωσσοτομήσεις.
|
19
Ἰδού, ἔχει βγῆ ἔξω ἡ γλῶσσα
μου καὶ κόψε αὐτήν. Δὲν ἠμπορεῖς
βεβαίως μαζῆ μὲ αὐτὴν νὰ
κόψῃς σὰν τὴν γλῶσσαν καὶ
τὸν λογισμόν.
|
19
Ἰδού, ἡ γλῶσσα μου ἔχει βγῆ
ἔξω, κόψε την! Διότι καὶ ἂν τὴν κόψῃς,
δὲν σημαίνει ὅτι μὲ αὐτὸ θὰ
κόψῃς καὶ τὸν λογισμόν μου.
|
20
Ἡδέως ὑπὲρ τοῦ νόμου τοῦ
Θεοῦ τὰ τοῦ σώματος μέλη ἀκρωτηριαζόμεθα.
|
20
Μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν δεχόμεθα
ἀκρωτηριασμὸν τῶν μελῶν τοῦ
σώματός μας χάριν τοῦ θείου
νόμου.
|
20
Μὲ πολλὴν εὐχαρίστησιν δεχόμεθα νὰ
ἀκρωτηριασθοῦν τὰ μέλη τοῦ σώματός
μας χάριν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
|
21
Σὲ δὲ ταχέως μετελεύσεται ὁ
Θεός, τὴν γὰρ τῶν θείων ὕμνων
μελῳδὸν γλῶτταν ἐκτέμνεις.
|
21
Σὲ ὅμως ταχέως θὰ καταδιώξῃ
ὁ Θεός, διότι ἀποκόπτεις τὴν
γλῶσσαν, ἡ ὁποία ψάλλει τὰς
μελῳδίας τῶν θείων ὕμνων>.
|
21
Ἐσένα ὅμως γρήγορα θὰ σὲ ἐπισκεφθῇ
(τιμωρήσῃ) ὁ Θεός, διότι ἀποκόπτεις τὴν
γλῶσσαν, ἡ ὁποία ψάλλει μελωδικῶς
τοὺς θείους ὕμνους>. |