Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ς
δὲ καὶ οὗτος μακαρίως ἐναπέθανε
καταβληθεὶς εἰς λέβητα, ὁ ἕβδομος
παρεγίνετο πάντων νεώτερος. |
ταν
δὲ καὶ αὐτὸς ἔλαβε μακάριον
θάνατον ριφθεὶς εἰς λέβητα, ἔφθασεν
ὁ ἕβδομος, ὁ νεώτερος ἀπὸ
ὅλους. |
ταν
δὲ καὶ ὁ ἕκτος ἀδελφὸς
ἀπέθανε μὲ εὐλογημένον θάνατον, ἀφοῦ
ἐρρίφθη εἰς ἕνα λέβητα (μεγάλο καζάνι),
ἔφθασεν εἰς τὸν χῶρον τοῦ μαρτυρίου
ὁ νεώτερος ὅλων τῶν ἀδελφῶν.
|
2
Ὃν κατοικτειρήσας ὁ τύραννος, καίπερ
δεινῶς ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν
αὐτοῦ κακισθείς, ὁρῶν ἤδη
τὰ δεσμὰ περικείμενον,
|
2
Ἠσθάνθη ὅμως ὁ τύραννος δι'
αὐτὸν μεγάλην εὐσπλαγχνίαν,
μολονότι εἶχεν ὑποστῇ ἐκ μέρους
τῶν ἀδελφῶν του φοβερὸν ἐξευτελισμόν.
|
2
Παρ’ ὅλον ὅτι ὁ τύραννος (Ἀντίοχος
Δ') εἶχε περιφρονηθῇ καὶ ἐξευτελισθῇ
ὑπερβολικῶς ἀπὸ τοὺς προηγουμένους
ἀδελφοὺς τοῦ νεωτέρου, ἐν τούτοις
ἐδοκίμασε συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν, ὅταν
τὸν εἶδε νὰ φορῇ ἤδη τὰ
δεσμά. |
3
πλησιέστερον αὐτὸν μετεπέμψατο καὶ
παρηγορεῖν ἐπειρᾶτο λέγων·
|
3
Καὶ βλέπων αὐτὸν δεμένον τὸν
ἑκάλεσε πιὸ κοντά του καὶ προσπαθοῦσε
νὰ τὸν πείσῃ λέγων·
|
3
Ἡ συμπάθεια αὐτὴ ἔκαμε τὸν Ἀντίοχον
Δ' ὥστε νὰ τὸν καλέσῃ πιὸ κοντά
του· ἐπροσπαθοῦσε δὲ νὰ τὸν
μεταστρέψῃ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
|
4
τῆς μὲν τῶν ἀδελφῶν σου ἀπονοίας
τὸ τέλος ὁρᾷς· διὰ γὰρ
ἀπείθειαν στρεβλωθέντες τεθνήκασι·
σὺ δέ, εἰ μὲν μὴ πεισθείης,
τάλας βασανισθεὶς καὶ αὐτὸς
τεθνήξῃ πρὸ ὥρας. |
4
<βλέπεις, ποῖον ὑπῆρξε τὸ
τέλος τῆς ἀνοησίας τῶν ἀδελφῶν
σου. ᾿Εξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς
των ἀπέθαναν βασανισθέντες. Ἀλλὰ
καὶ σύ, δυστυχισμένε, ἂν δὲν
ὑπακούσῃς, θὰ ἀποθάνῃς
καὶ ὁ ἴδιος, πρὶν ἔλθῃ
ἡ ὥρα σου, ἀφοῦ προηγουμένως
βασανισθῇς. |
4
<Τὸ μὲν ἀποτέλεσμα τοῦ παραλογισμοῦ
καὶ τῆς θρασύτητος τῶν ἀδελφῶν
σου τὸ βλέπεις· διότι ἀπέθαναν, ἀφοῦ
προηγουμένως ἐβασανίσθησαν, ἕνεκα τῆς ἀνυπακοῆς
των. Καὶ σὺ ὅμως, δυστυχισμένε, ἐὰν
δὲν ὑπακούσῃς, θὰ βασανισθῇς
ἐπίσης καὶ θὰ ἀποθάνῃς πρόωρα.
|
5
Πεισθεὶς δὲ φίλος ἔσῃ καὶ
τῶν ἐπὶ τῆς βασιλείας ἀφηγήσῃ
πραγμάτων. |
5
Ἂν ὅμως ὑπακούσῃς, θὰ
γίνῃς, ἀγαπητός μου καὶ θὰ
λάβῃς ἡγεμονικὸν ἀξίωμα
εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ κράτους
μου>. |
5
Ἐὰν ὅμως ὑπακούσῃς καὶ
πεισθῇς, θὰ γίνης φίλος μου καὶ ἕνας
ἄρχοντας καὶ ἡγέτης εἰς τὴν
διακυβέρνησιν τοῦ βασιλείου>. |
6
Καὶ ταῦτα παρακαλῶν, τὴν μητέρα
τοῦ παιδὸς μετεπέμψατο, ὅπως αὐτὴν
ἐλεήσας τοσούτων υἱῶν στερηθεῖσαν
παρορμήσεων ἐπὶ τὴν σωτήριον
εὐπείθειαν τὸν περιλειπόμενον.
|
6
Καὶ ἐνῷ τὸν συνεβούλευεν ἔτσι,
ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδιοῦ
μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι αὐτὴ
θὰ λυπηθῇ τὸν ἑαυτόν της, ποὺ
ἔχασε τόσα τέκνα, καὶ θὰ παρορμήσῃ
τὸ ἀπομένον εἰς αὐτὴν
τέκνον νὰ ὑπακούσῃ, διὰ
νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν βασανισμόν.
|
6
Ἐνῷ τὸν συνεβούλευε μὲ αὐτὰ
τὰ λόγια, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὴν
μητέρα τοῦ παιδίου, ὥστε, ἀφοῦ δείξῃ
συμπάθειαν εἰς αὐτήν, ἡ ὁποία ἐστερήθη
τόσον πολλῶν υἱῶν, νὰ τὴν ἐπηρεάσῃ
ὥστε νὰ πείσῃ τὸν υἱὸν
ποὺ τῆς εἶχεν ἀπομείνει νὰ ὑπακούσῃ
καὶ ἔτσι νὰ σωθῇ ἀπὸ τὰ
βασανιστήρια. |
7
Ὁ δὲ τῆς μητρὸς τῇ Ἑβραΐδι
φωνῇ προτρεψαμένης αὐτὸν (ὡς
ἐροῦμεν μετὰ μικρὸν ὕστερον),
ἀπολύσατέ με, φησίν·
|
7
Αὐτὸς ὅμως ἔπειτα ἀπὸ
τὴν προτροπήν, τὴν ὁποίαν τοῦ
ἔκαμε ἡ μητέρα του εἰς τὴν ἑβραϊκὴν
γλῶσσαν, (καὶ διὰ τὴν ὁποίαν
θὰ ὁμιλήσωμεν ἀμέσως κατόπιν),
εἶπε· <λύσατε τὰ δεσμά μου,
|
7
Ὁ νεώτερος ὅμως ὅλων τῶν ἀδελφῶν
του μετὰ τὴν προτροπὴν ποὺ τοῦ
ἔκαμεν ἡ μητέρα του εἰς τὴν ἑβραϊκὴν
γλῶσσαν (ὅπως θὰ ἀναφέρωμεν εἰς
τὴν συνέχειαν, μετ' ὀλίγον) εἶπεν: <Ἀπαλλάξετέ
με ἀπὸ τὰ δεσμά·
|
8
εἴπω τι τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς
σὺν αὐτῷ φίλοις πᾶσι.
|
8
διότι ἔχω νὰ ἀναφέρω κάτι
εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἰς ὅλους
τοὺς φίλους, ποὺ εἶναι κοντά
του>. |
8
ἔχω κάτι νὰ εἰπῶ εἰς τὸν
βασιλιᾶ καὶ εἰς ὅλους τοὺς φίλους
ποὺ εἶναι μαζί του>. |
9
Καὶ ἐπιχαρέντες ὅ τε βασιλεὺς
καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μάλιστα
ἐπὶ τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ
παιδὸς ταχέως ἔλυσαν αὐτόν.
|
9
Ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ γύρω του ἐχάρησαν
πάρα πολὺ διὰ τὴν δήλωσιν αὐτὴν
τοῦ παιδίου καὶ τὸν ἔλυσαν ἀμέσως.
|
9
Τόσον ὁ βασιλιᾶς, ὅσον καὶ ὅλοι
ὅσοι ἦσαν μαζί του, ἐχάρησαν ὑπερβολικὰ
διὰ τὴν δήλωσιν αὐτὴν τοῦ παιδιοῦ
καὶ τὸ ἀπήλλαξαν ἀμέσως ἀπὸ
τὰ δεσμά. |
10
Καὶ δραμὼν ἐπὶ πλησίον τῶν
τηγάνων ἔφη· |
10
Ἀφοῦ τότε αὐτὸς ἔτρεξε
πλησίον εἰς τὰ τηγάνια τοῦ βασανισμοῦ
ἐφώναξε·
|
10
Αὐτὸ δέ, ἀφοῦ ἔτρεξε γρήγορα
κοντὰ εἰς τὰ τηγάνια (ὅπου ἐτηγανίζοντο
οἱ βασανιζόμενοι), εἶπεν: |
11
ἁνόσιε, φησίν, καὶ πάντων τῶν
πονηρῶν ἀσεβέστατε τύραννε, οὐκ
ᾐδέσθης παρὰ τοῦ Θεοῦ λαβὼν
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν βασιλείαν
τοὺς θεράποντος αὐτοῦ κατακτεῖναι
καὶ τοὺς εὐσεβείας ἀσκητὰς
στρεβλῶσαι; |
11
<ἀνόητε καὶ ἀπὸ ὅλους
τοὺς φαύλους ἀσεβέστατε τύραννε,
δὲν ᾐσθάνθης ἐντροπὴν μολονότι
ἔλαβες παρὰ τοῦ Θεοῦ τὰ πλοῦτη
καὶ τὴν βασιλείαν, νὰ φονεύσῃς
τοῦ ὑπηρέτας του καὶ νὰ ὑποβάλῃς
εἰς μαρτύρια τοὺς τηρητὰς τῆς
εὐσεβείας;
|
11
<Ἀνίερε τύραννε, βέβηλε καὶ ἀσεβέστατε
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀχρείους καὶ
κακοήθεις, ἂν καὶ ἔλαβες ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ
καὶ τὴν βασιλείαν, δὲν ἔνιωσες ἐντροπὴν
νὰ φονεύσῃς τοὺς δούλους του καὶ νὰ
βασανίσῃς μὲ τὸ μαρτύριον τοῦ τροχοῦ
καὶ τῶν στρεβλωτικῶν ὀργάνων τοὺς
ἀθλητὰς τῆς
πρὸς
τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινῆς θρησκείας;
|
12
Ἀνθ' ὧν ταμιεύσεταί σε ἡ θεία
δίκη πυκνοτέρῳ καὶ αἰωνίῳ
πυρὶ καὶ βασάνοις, αἳ εἰς ὅλον
τὸν αἰῶνα οὐκ ἀνήσουσί
σε. |
12
Διὰ τοῦτο σὲ προορίζει ἡ θεία
δίκη διὰ σφοδρότερον πῦρ καὶ
αἰώνιον καὶ διὰ βασανιστήρια,
ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀφήσουν
εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας.
|
12
Δι' ὅλα αὐτὰ ἡ θεῖα Δικαιοσύνη
θὰ ἀποταμιεύσῃ διὰ σὲ σφοδροτέραν
καὶ αἰωνίαν φωτιὰ καὶ βασανιστήρια,
ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀφήσουν
ποτὲ ἐλεύθερον εἰς ὅλους τοὺς
αἰῶνας. |
13
Οὐκ ᾐδέσθης ἄνθρωπος ὤν, θηριωδέστατε,
τοὺς ὁμοιοπαθεῖς καὶ ἐκ τῶν
αὐτῶν γεγονότας στοιχείων γλωττοτομῆσαι
καὶ τοῦτον καταικίσας τὸν τρόπον
βασανίσαι; |
13
Σύ, πού, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος,
ἔγινες ἀγριώτατον θηρίον δὲν
ἠσθάνθης ἐντροπὴν νὰ κόψῃς
τῇ γλῶσσαν, νὰ βασανίσῃς καὶ
νὰ κακοποιήσῃς κατ' αὐτὸν τὸν
τρόπον ἀνθρώπους ὁμοίους σου,
ποὺ ἔχουν πλασθῆ μὲ τὸ αὐτὰ
ὑλικὰ στοιχεῖα;
|
13
Ὡς ἄνθρωπος ποὺ εἶσαι, δὲν ἐντράπηκες,
κατ’ ἐξοχὴν ἄγριε καὶ κτηνώδη, νὰ
κόψῃς τὶς γλῶσσες ἀνθρώπων οἱ
ὁποῖοι ἔχουν τὰ ἴδια αἰσθήματα
μὲ τὰ ἰδικά σου καὶ ἔχουν πλασθῆ
ἀπὸ τὰ ἴδια ἀσθενῇ, θνητά,
ὑλικὰ στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα
ἐδημιουργήθης καὶ σύ, καὶ νὰ τοὺς
βασανίσῃς, ἀφοῦ τοὺς κακομετεχειρίσθης
εἰς τρόπον ὥστε νὰ καταντήσουν ὅλως
διόλου ἀγνώριστοι; |
14
Ἀλλ' οἱ μὲν εὐγενῶς ἀαθανόντες
ἐπλήρωσαν τὴν εἰς τὸν Θεὸν
εὐσέβειαν, |
14
Ἀλλ' ἐκεῖνο μὲν ὠλοκλήρωσαν
τὴν εὐσέβειαν πρὸς τὸ Θεὸν
μὲ τὸν εὐγενῆ θάνατόν
των. |
14
Καὶ ἐκεῖνοι μέν, ἀφοῦ ἀπέθαναν
μὲ εὐγενῆ θάνατον, ὡλοκλήρωσαν καὶ
ἐξεπλήρωσαν τὴν πρὸς τὸν Θεὸν
εὐσέβειαν |
15
σὺ δὲ κακὸς κακῶς οἰμώξεις
τοὺς τῆς ἀρετῆς ἀγωνιστὰς
ἀναιτίως ἀποκτείνας. |
15
Σὺ ὅμως, κακὸς καθὼς εἶσαι,
θὰ θρηνήσῃς κακῶς, διότι ἐφόνευσες
ἀδίκως τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς
ἀθλητὰς τῆς ἀρετῆς>.
|
15
σὺ δέ, ὡς κακοήθης, κακότροπος καὶ ἄγριος,
θὰ θρηνήσῃς πικρῶς, μὲ πόνον ψυχῆς
καὶ ἀναστεναγμούς, διότι ἐφόνευσες
χωρὶς λόγον καὶ χωρὶς αἰτίαν τοὺς
ἀγωνιστὰς τῆς ἀρετῆς>.
|
16
Ὅθεν καὶ αὐτὸς ἀποθνήσκειν
μέλλων ἔφη· |
16
Τέλος ἐνῷ ἐπρόκειτο νὰ
ἀποθάνῃ καὶ αὐτὸς συνεπλήρωσε·
|
16
Κατόπιν, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο καὶ αὐτὸς
νὰ ἀποθάνῃ, εἶπε:
|
17
οὐκ ἀπαυτομολῶ τῆς τῶν ἀδελφῶν
μου ἀριστείας· |
17
<δὲν θὰ γίνω λιποτάκτης εἰς
τὸν ἀγῶνα, εἰς τὸν ὁποῖον
ἡρίστευσαν οἱ ἀδελφοί μου·
|
17
<Δὲν λιποτακτῶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα,
εἰς τὸν ὁποῖον ἀνδραγάθησαν
κατὰ τρόπον ἄριστον οἱ ἀδελφοί μου.
|
18
ἐπικαλοῦμαι δὲ τὸν πατρῷον Θεόν,
ὅπως ἵλεως γένηται τῷ γένει
μου. |
18
παρακαλῶ ἐπὶ πλέον τὸν Θεὸν
τῶν πατέρων μου νὰ φανῇ εὔσπλαγχνος
εἰς τὸ ἔθνος μου.
|
18
Παρακαλῶ δὲ τὸν Θεὸν τῶν πατέρων
μου νὰ φανῇ εὐσπλαγχνικὸς εἰς
τὸ ἔθνος μου· |
19
Σὲ δὲ καὶ ἐν τῷ νῦν βίῳ
καὶ θᾳνόντα τιμωρήσεται. |
19
Σὲ ὅμως καὶ εἰς τὴν παροῦσαν
κα εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν θὰ
τιμωρήσῃ ὁ Θεός>.
|
19
ἐσένα δὲ καὶ εἰς αὐτὴν
τὴν ζωὴν καὶ μετὰ θάνατον θὰ
σὲ τιμωρήσῃ>. |
20
Καὶ ταῦτα κατευξάμενος, ἑαυτὸν
ἔρριψε κατὰ τῶν τηγάνων, καὶ
οὕτως ἀπέδωκε τὴν ψυχήν.
|
20
Καὶ ἀφοῦ διετύπωσε τοὺς βαρεῖς
αὐτοὺς λόγους ἐρρίφθη μόνος
του εἰς τὰ τηγάνια βασανισμοῦ καὶ
ἔτσι παρέδωκε τὴν ψυχήν. |
20
Ἀφοῦ δὲ ἐξεφώνησε τοὺς βαρεῖς
αὐτοὺς λόγους, ἔρριψε μόνος του τὸν
ἑαυτόν του εἰς τὰ τηγάνια τοῦ
βασανισμοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπον ἐξεψύχησεν. |