Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰ
δὲ τοίνυν καὶ γυνὴ καὶ γηραιὰ
καὶ ἑπτὰ παίδων μήτηρ ὑπέμεινε
τὰς μέχρι θανάτου βασάνους ὁρῶσα
τῶν τέκνων, ὁμολογουμένως αὐτοκράτωρ
ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς
λογισμός. |
άν,
λοιπόν, μία γηραιὰ γυναίκα, μητέρα
ἑπτὰ τέκνων, εἶχε τὴν ἀντοχὴ
νὰ βλέπῃ τὰ μέχρι θανάτου
μαρτύρια τῶν παιδιῶν της, αὐτὸ
μαρτυρεῖ, πρέπει νὰ
ὁμολογήσωμεν, ὅτι κυρίαρχος
ἐπάνω εἰς τὰ πάθη εἶναι
ὁ εὐσεβὴς λογισμός.
|
ὰν
λοιπὸν μία γυναῖκα καὶ προχωρημένη εἰς
τὰ χρόνια καὶ μητέρα ἑπτὰ παιδιῶν
ἔδειξεν ὑπομονὴν καὶ ἀντοχὴν
βλέπουσα τὰ μέχρι θανάτου βασανιστήρια τῶν παιδιῶν
της, τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσωμεν καὶ νὰ
παραδεχθῶμεν ὅτι ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς
εἶναι κυρίαρχος ἐπάνω εἰς τὰ
πάθη. |
2
Ἀπέδειξα οὖν ὅτι οὐ μόνον
τῶν παθῶν ἄνδρες ἐπεκράτησαν,
ἄλλα καὶ γυνὴ τῶν μεγίστων βασάνων
ὑπερεφρόνησε. |
2
Ἀπέδειξα, λοιπόν, ὅτι δὲν ἐκυριάρχησαν
ἄνδρες μόνον ἐπάνω εἰς τὰ
πάθη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μία
γυναίκα περιεφρόνησε τὰ μέγιστα βασανιστήρια.
|
2
(Μὲ ὅσα ἔγραψα) ἀπέδειξα λοιπὸν
ὅτι δὲν ἐκυριάρχησαν ἐπάνω
εἰς τὰ πάθη μόνον ἄνδρες, ἀλλ’ ἀκόμη
καὶ μία γυναῖκα περιεφρόνησε τὰ πλέον ἄγρια
καὶ θηριώδη βασανιστήρια. |
3
Καὶ οὐχ οὕτως οἱ περὶ τὸν
Δανιὴλ λέοντες ἦσαν ἄγριοι, οὐδὲ
ἡ κατὰ τὸν Μισαὴλ ἐκφλεγομένη
κάμινος λαβροτάτῳ πυρί, ὡς ἡ
τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνην
φύσις, ὁρῶσαν αὐτῆς οὕτως
ποικίλως τοὺς ἑπτὰ υἱοὺς
βασανιζομένους. |
3
Δὲν ἦσαν τόσον ἄγριοι οἱ λέοντες,
ποὺ περιεκύκλωσαν τὸν Δανιήλ, οὔτε
ἡ κάμινος ποὺ εἶχε πυρακτωθῆ
ἐναντίον τοῦ Μισαήλ μὲ σφοδρότατον
πῦρ, ὅσον τὸ πῦρ τῆς φιλοτεκνίας
ποὺ περιέφλεγεν ἐκείνην, καθὼς
ἔβλεπε μὲ τόσον περίτεχνα βασανιστὴρια
νὰ βασανίζωνται τὰ παιδιά της.
|
3
Καὶ δὲν ἦσαν τόσον ἄγρια τὰ
λιοντάρια ποὺ εἶχαν περικυκλώσει τὸν Δανιὴλ
μέσα εἰς τὸν λάκκον, οὔτε τὸ καμίνι
ποὺ εἶχε πυρακτωθῆ ἑπτὰ φορὲς
ἐναντίον τοῦ Μισαήλ (καὶ τῶν
ἄλλων δύο, Ἀνανία καὶ Ἀζαρία)
μὲ κατ’ ἐξοχὴν σφοδράν, ὁρμητικὴν
καὶ λαίμαργον φωτιὰ ἦταν τόσον δυνατόν,
ὅσον ἡ φωτιὰ τῆς ἐσωτερικῆς
μητρικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία κατέκαιε
καὶ ἐφλόγιζε (τὴν μητέρα) ἐκείνην,
καθὼς ἔβλεπε τοὺς ἑπτὰ υἱούς
της νὰ βασανίζωνται μὲ τόσον πολύμορφα βασανιστήρια.
|
4
Ἀλλὰ τῷ λογισμῷ τῆς εὐσεβείας
κατέσβεσε τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα πάθη
ἡ μήτηρ. |
4
Ἡ μητέρα αὐτὴ κατέσβεσεν ὅλας
τὰς πολυειδεῖς ὀδύνας μὲ τὸν
λογισμόν της εὐσεβείας.
|
4
Ἀλλ’ ἡ μητέρα αὐτὴ ἔσβησεν ὅλως
διόλου τόσον μεγάλες, φρικτὲς καὶ δυνατὲς
ὀδύνες καὶ πόνους μὲ τὸν λογισμὸν
τῆς εὐσεβείας. |
5
Καὶ γὰρ τοῦτο ἐπιλογίσασθε,
ὅτι εἰ δειλόψυχος ἦν ἡ γυνή,
καίπερ μήτηρ οὖσα, ὠλοφύρετο
ἂν ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἴσως
ἂν ταῦτα οὕτως εἶπεν·
|
5
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω βγάλατε
τοῦτο τὸ συμπέρασμα· ἐὰν
ἡ γυναίκα εἶχε δειλὴν ψυχήν,
μητέρα καθὼς ἦτο, θὰ ἐθρηνοῦσε
διὰ τὴν θανάτωσιν τῶν παιδιῶν
της καὶ θὰ ὠμιλοῦσεν ἴσως ὡς
ἐξῆς·
|
5
Διότι συλλογισθῆτε καὶ αὐτὸ ἐπίσης:
Ἐὰν ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἦταν
δειλὴ καὶ ὀλιγόψυχος, καθὼς μάλιστα
ἦταν μητέρα, θὰ ἐθρηνοῦσε καὶ
θὰ ὠδύρετο διὰ τὸν μαρτυρικὸν
θάνατον τῶν παιδιῶν της καὶ πιθανῶς
νὰ ἐξεφράζετο μὲ τὰ ἀκόλουθα
λόγια: |
6
ὦ μελέα ἔγωγε καὶ πολλάκις τρισαθλία
ἥτις ἑπτὰ παῖδας τεκοῦσα οὐδενὸς
μήτηρ γεγένημαι. |
6
<Ὦ δυστυχισμένη ἐγὼ καὶ τρὶς
καὶ πολλάκις ἀθλία! Ἑπτὰ
παιδιὰ ἔχω γεννήσει καὶ ἰδοὺ
εἶμαι σὰν νὰ μὴ ἔχω γίνει
μητέρα κανενὸς παιδιοῦ!
|
6
<Ὦ, πόσον ἀξιολύπητη καὶ ἐλεεινὴ
εἶμαι ἐγὼ καὶ πολλὲς φορὲς
τρισαθλία, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἐγέννησα
ἑπτὰ παιδιά, τώρα κατήντησα μητέρα κανενός!
|
7
Ὦ μάταιοι ἑπτὰ κυοφορίαι, καὶ
ἀνόνητοι ἑπτὰ δεκάμηνοι καὶ
ἄκαρποι τιθηνίαι καὶ ταλαίπωροι γαλακτοτροφίαι.
|
7
Ὦ ἑπτὰ ἄγονοι ἐγκυμοσύναι
καὶ ἀνωφελεῖς ἑπτὰ δὲ
κάμηνοι καὶ ἄκαρποι γαλακτοτροφίαι
καὶ ταλαιπωρίαι τοῦ θηλασμοῦ!
|
7
Ὦ μάταιες ἑπτὰ κυοφορίες καὶ ἀνωφελεῖς
ἑπτὰ δεκάμηνοι καὶ ἄκαρποι θηλασμοὶ
καὶ περιποιήσεις βρεφῶν καὶ κόποι ἀνατροφῆς
καὶ βάσανα τροφῆς μὲ γάλα!
|
8
Μάτην ἐφ' ὑμῖν, ὦ παῖδες,
πολλὰς ὑπέμεινα ὠδῖνας καὶ
χαλεπωτέρας φροντίδας ἀνατροφῆς.
|
8
Ματαίως ὑπέμεινα, ὦ τέκνα μου,
πρὸς χάριν σας πολλὰς ὠδῖνας
καὶ βαρυτέρας ἀπὸ αὐτὰς
φροντίδας ἀνατροφῆς.
|
8
Ματαίως, παιδιά μου, ὑπέμεινα πρὸς χάριν σας πολλὲς
ὠδίνες καὶ βαρύτερες καὶ φοβερώτερες
φροντίδες ἀνατροφῆς. |
9
Ὦ τῶν ἐμῶν παίδων, οἱ
μὲν ἄγαμοι, οἱ δὲ γήμαντες ἀνόνητοι·
οὐκ ὄψομαι ὑμῶν τέκνα, οὐδὲ
μάμμη κληθεῖσα μακαρισθήσομαι. |
9
Ὦ τέκνα μου, ὅσοι δὲν ἐνυμφεύθητε
καὶ ὅσοι ἐνυμφεύθητε, ἀλλὰ
δὲν ἐπρολάβατε νὰ αποκτήσετε
τέκνα, δὲν θὰ ἴδω παιδιὰ ἰδικά
σας οὔτε θὰ καλοτυχισθῶ καλουμένη
μάμμη.
|
9
Ἀλλοίμονον, παιδιά μου· ἄλλοι
ἐμείνατε ἄγαμοι ὅσοι δὲ ἐνυμφευθήκατε
δὲν ἐπρολάβατε νὰ ἀποκτήσετε
ἀπογόνους! Δὲν θὰ ἴδω τέκνα ἰδικά
σας, οὔτε θὰ ἔχω τὴν εὐτυχίαν
καὶ τὴν χαρὰν νὰ ὀνομασθῶ
μάμμη (γιαγιά). |
10
Ὦ ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις ἐγὼ
γυνὴ χήρα καὶ μόνη πολύθρηνος·
|
10
Ἀλλοίμονον! Ἐγώ, ποὺ εἶχα
πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἰδού,
εἶμαι τώρα γυναίκα χήρα καὶ
μόνη ἀξία θρήνων πολλῶν!
|
10
Ἀλλοίμονον· ἐγώ, ἡ ὁποία
εἶχα πολλὰ καὶ καλά (ὡραῖα)
παιδιά, εἶμαι τώρα χήρα καὶ μόνη, ἄξια πολλῶν
θρήνων! |
11
οὐδ' ἄν ἀποθάνω, θάψοντα τῶν
υἱῶν ἔξω τινά.- Ἀλλὰ τούτῳ
τῷ θρήνῳ οὐδένα ὠλοφύρετο
ἡ ἱερὰ καὶ θεοσεβὴς μήτηρ.
|
11
Ἀκόμη καὶ ὅταν ἀποθάνω,
δὲν θὰ ἔχω κανένα ἀπὸ
τὰ παιδιά μου νὰ μὲ θάψῃ>.
- Κανένα ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιά
της μὲ τέτοιον θρῆνον δὲν ἐθρήνησεν
ἡ ἀγία καὶ θεοσεβὴς μητέρα.
|
11α
Οὔτε καὶ ὅταν ἀκόμη ἀποθάνω
θὰ ἔχω κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά
μου νὰ μὲ θάψῃ>.
11β
Ἀλλ' ἡ ἱερὰ καὶ θεοσεβὴς
αὐτὴ μητέρα δὲν ἐθρήνησε μὲ
τέτοιον θρῆνον κανένα ἀπὸ τὰ παιδιά
της. |
12
Οὐδ' ἵνα μὴ ἀποθάνωσιν ἀπέτρεπεν
αὐτῶν τίνα οὐδ' ὡς ἀαθνῃσκόντων
ἐλυπήθη· |
12
Οὔτε ἠμπόδισε κανένα ἀπὸ
τὰ παιδιά της νὰ ἀποθάνῃ,
οὔτε ἀκόμη ἐλυπήθη δι' αὐτὰ
ἀφοῦ ἀπέθνησκον.
|
12
Οὔτε κανένα ἀπὸ τὰ παιδιά της
ἐμπόδισε ἡ θεοσεβὴς μητέρα ἀπὸ
τοῦ νὰ ἀποθάνῃ, ἀλλ’ οὔτε
καὶ ἐλυπήθη δι' αὐτά, καθὼς ἀπέθνησκαν
μὲ μαρτυρικὸν θάνατον. |
13
ἀλλ' ὥσπερ ἀδαμάντινον ἔχουσα
τὸν νοῦν καὶ εἰς ἀθανασίαν
ἀνατίκτουσα τὸν τῶν υἱῶν
ἀριθμόν, μᾶλλον ὑπὲρ τῆς
εὐσεβείας ἐπὶ τὸν θάνατον
αὐτοὺς προετρέπετο ἱκετεύουσα.
|
13
Ἀλλὰ, σὰν ἀπὸ διαμάντι
διατηροῦσα σταθερὸν τὸν νοῦν, καὶ
ὡσὰν νὰ ἐγεννοῦσε ἐκ νέου
μέσα εἰς τὴν ἀθανασίαν τὸν
ἀριθμὸν τῶν παιδιῶν της, τὰ
προέτρεπε μᾶλλον ἰκετευτικῶς πρὸς
τὸν θάνατον χάριν τῆς εὐσεβείας.
|
13
Ἀλλ' ὡσὰν νὰ εἶχεν ἀδαμάντινον
(στερεὸν καὶ ἀνένδοτον) νοῦν καὶ
ὡσὰν νὰ ἑξαναγεννοῦσε ὄχι
διὰ τὴν προσωρινότητα ἀλλὰ διὰ
τὴν ἀθανασίαν τὸν ἀριθμὸν τῶν
(ἑπτὰ) παιδιῶν της, τὰ παρακινοῦσε
(παρωρμοῦσε) ἱκετεύουσα νὰ προχωρήσουν
εἰς τὸν μαρτυρικὸν θάνατον χάριν τῆς
εὐσεβείας. |
14
Ὦ μῆτερ δι' εὐσέβειαν Θεοῦ στρατιῶτι,
πρεσβῦτι, καὶ γύναι, διὰ καρτερίαν
καὶ τύραννον ἑνίκησας καὶ ἔργοις
δυνατωτέρα καὶ λόγοις εὑρέθης
ἀνδρός. |
14
Ὦ μητέρα, ποὺ διὰ τὴν εὐσέβειάν
σου ἔγινες στρατιώτης τοῦ Θεοῦ, καὶ
γραῖα καὶ γυναίκα μὲ τὴν καρτερίαν
σου ἐνίκησες καὶ τὸν τύραννον
καὶ διὰ τῶν ἔργων καὶ διὰ
τῶν λόγων ἀνεδείχθης ἰσχυροτέρα
ἀπὸ ἄνδρα!
|
14
Ὦ μητέρα, ποὺ διὰ τὴν εὐσέβειάν
σου ἔγινες στρατιώτης τοῦ Θεοῦ, καὶ
γερόντισσα, καὶ γυναῖκα! Μὲ τὴν γενναίαν
ὑπομονὴν καὶ σταθερότητα ἐνίκησες
καὶ αὐτὸν τὸν τύραννον, ἀπεδείχθης
δὲ διὰ τῶν ἔργων καὶ διὰ
τῶν λόγων περισσότερον δυνατὴ ἀπὸ
ἄνδρα. |
15
Καὶ γὰρ ὅτε συνελήφθης μετὰ
τῶν παίδων, εἱστήκεις τὸν Ἐλεάζαρον
ὁρῶσα βασανιζόμενον καὶ ἔλεγες
τοῖς παισὶν ἐν τῇ Ἑβραΐδι φωνῇ·
|
15
Διότι, ὅταν συνελήφθης μαζῆ μὲ
τὰ παιδιά σου, ἐστέκεσο παρακολουθοῦσα
τὸν Ἐλεάζαρον, ποὺ ἐβασανίζετο
καὶ ἔλεγες εἰς αὐτὰ εἰς
τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν.
|
15
Διότι ὅταν συνελήφθης (ἀπὸ τοὺς ἄνδρες
τοῦ Ἀντιόχου Δ’) μαζὶ μὲ τὰ
παιδιά σου, ἐστέκεσο καὶ παρακολουθοῦσες
τὸν Ἐλεάζαρον, ὁ ὁποῖος
ἐβασανίζετο, καὶ ἔλεγες εἰς
τὰ παιδιά σου εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν
γλῶσσαν: |
16
ὦ παῖδες, γενναῖος ὁ ἀγών,
ἐφ' ὃν κληθέντες ὑπὲρ τῆς
διαμαρτυρίας τοῦ ἔθνους, ἐναγωνίσασθε
προθύμως ὑπὲρ τοῦ πατρίου νόμου.
|
16
<Ὦ παιδιά μου, εἶναι ὑπέροχος
ὁ ἄγων, εἰς τὸν ὁποῖον
ἔχετε κληθῆ, διὰ νὰ διαμαρτυρηθῆτε
διὰ τὴν κακὴν αὐτὴν μεταχείρισιν
τοῦ ἔθνους μας. Ἀγωνισθῆτε, λοιπόν,
μὲ προθυμίαν πρὸς ὑπεράσπισιν
τοῦ Νόμου τῶν πατέρων μας.
|
16
<Ὦ παιδιά μου, εἶναι εὐγενὴς καὶ
ὑπέροχος ὁ ἀγῶνας, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔχετε κληθῇ διὰ νὰ
δώσετε μαρτυρίαν καὶ νὰ ὑπερασπισθῆτε
τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος ἀγωνισθῆτε
μὲ ζῆλον καὶ προθυμίαν διὰ τὴν
ὑπεράσπισιν τοῦ Νόμου ποὺ μᾶς ἐκληροδότησαν
οἰ πατέρες μας. |
17
Καὶ γὰρ αἰσχρὸν τὸν μὲν
γέροντα τοῦτον ὑπομένειν τὰς
διὰ τὴν εὐσέβειαν ἀλγηδόνας,
ὑμᾶς δὲ τοὺς νεανίσκους καταπλαγῆναι
τὰς βασάνους. |
17
Διότι εἶναι ἐντροπή, ὁ μὲν
γέρων αὐτὸς νὰ ὑπομένῃ
τοὺς χάριν τῆς εὐσεβείας πόνους,
ἐνῷ σεῖς, νέοι καὶ ρωμαλέοι,
νὰ φοβηθῆτε τὰ βασανιστήρια.
|
17
Καθ' ὅσον μάλιστα θὰ ἦταν ἐντροπή,
αὐτὸς μὲν ὁ γέροντας νὰ ὑπομένῃ
τέτοιους φριχτοὺς πόνους καὶ βάσανα χάριν τῆς
πρὸς τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινῆς
θρησκείας, σεῖς δὲ οἱ σφριγηλοὶ νέοι
νὰ κατατρομάξετε ἀπὸ τὰ βασανιστήρια
τοῦ μαρτυρίου. |
18
Ἀναμνήσθητε ὅτι διὰ τὸν Θεὸν
τοῦ κόσμου μετελάβετε, καὶ τοῦ
βίου ἀπελαύσατε, |
18
Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι ἀπὸ ἀγάπην
τοῦ Θεοῦ ἤλθατε εἰς τὸν κόσμον
καὶ ἐγευθήκατε τὴν ζωήν.
|
18
Ἐνθυμηθῆτε ὅτι χάρις εἰς τὴν
ἀγάπην καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ
Θεοῦ ἐγεννηθήκατε καὶ ἤλθατε
εἰς τὴν ὕπαρξιν καὶ ἀπολαμβάνετε
τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τοῦ
παρόντος κόσμου, |
19
καὶ διὰ τοῦτο ὀφείλετε πάντα
πόνον ὑπομένειν διὰ τὸν Θεόν,
|
19
Δι' αὐτὸ ὀφείλετε νὰ ὑπομείνετε
κάθε πόνον χάριν τοῦ Θεοῦ,
|
19
καὶ δι’ αὐτὸ ἔχετε χρέος νὰ
ὑπομείνετε κάθε εἶδος ταλαιπωρίας καὶ βασάνων
χάριν τοῦ Θεοῦ. |
20
δι' ὃν καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν
Ἁβραὰμ ἔσπευδε τὸν ἐθνοπάτορα
υἱὸν σφαγιάσαι Ἰσαάκ, καὶ
τὴν πατρῴαν χεῖρα ξιφηφόρον καταφερομένην
ἐπ' αὐτῶν ὁρῶν ὁ ΘΙσαὰκ
οὐκ ἔπτηξεν. |
20
χάριν τοῦ ὁποίου καὶ ὁ
πατὴρ ἡμῶν, ὁ Ἀβραάμ,
ἔσπευδε μὲ προθυμίαν νὰ θυσιάσῃ
τὸν πατέρα τοῦ ἔθνους μας, τὸν
υἱόν του Ἰσαάκ, καὶ ὁ
Ἰσαάκ, ἂν καὶ ἔβλεπε νὰ
καταφέρεται ἐναντίον του τὸ ξιφοφόρον
πατρικὸν χέρι, δὲν ἐφοβήθη.
|
20
Ἄλλωστε πρὸς χάριν Αὐτοῦ ἐπίσης
ὁ προπάτοράς μας Ἀβραὰμ ἔτρεχε
μὲ προθυμίαν νὰ θυσιάσῃ τὸν πατέρα
τοῦ ἔθνους μας, τὸν υἱόν του
Ἰσαάκ· ὁ δὲ Ἰσαάκ, παρ’
ὅλον ὅτι ἔβλεπε τὸ πατρικὸν
χέρι νὰ κρατῇ τὸ ξίφος ἕτοιμον νὰ
τὸ καταφέρῃ ἐναντίον του, δὲν ἐφοβήθη.
|
21
Καὶ Δανιὴλ ὁ δίκαιος εἰς λέοντας
ἐβλήθη, καὶ Ἀνανίας καὶ
Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ εἰς κάμινον
πυρὸς ἀπεσφενδονήθησαν καὶ ὑπέμειναν
διὰ τὸν Θεόν. |
21
Καὶ ὁ δίκαιος Δανιὴλ ἐρρίφθη
εἰς τοὺς λέοντας καὶ ὁ Ἀνανίας
μὲ τὸν Ἀζαρίαν καὶ τὸν
Μισαήλ ἐπετάχθησαν εἰς τὴν κάμινον
τοῦ πυρὸς καὶ τὴν ἀπέμειναν
χάριν τοῦ Θεοῦ.
|
21
Καὶ ὁ δίκαιος Δανιὴλ ἐρρίφθη εἰς
τὸν λάκκον τῶν λιονταριῶν, καὶ οἱ
Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας
καὶ Μισαήλ, ἐξετοξεύθησαν εἰς τὸ
καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ ὑπέμειναν τὴν
δοκιμασίαν τοῦ πυρωμένου καμινιοῦ χάριν τοῦ
Θεοῦ. |
22
Καὶ ἡμεῖς οὖν τὴν αὐτὴν
πίστιν πρὸς τὸν Θεὸν ἔχοντες
μὴ χαλεπαίνητε. |
22
Ἔχοντες λοιπὸν καὶ ἡμεῖς τὴν
ἰδίαν πίστιν μὴ δυσανασχετεῖτε, |
22
Καὶ σεῖς λοιπὸν ἔχοντες τὴν
ἰδίαν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν μὴ
πικραίνεσθε καὶ μὴ λυπεῖσθε.
|
23
Ἀλόγιστον γὰρ εἰδότας εὐσέβειαν
μὴ ἀνθίστασθαι τοῖς πόνοις.
|
23
διότι εἶναι πρᾶξις ἀπερίσκεπτος,
ἐνῷ γνωρίζετε καλὰ τὴν εὐσέβειαν,
νὰ μὴ ἀντισταθῆτε εἰς τοὺς
πόνους>. |
23
Διότι εἶναι ἀνόητον καὶ ἀστόχαστον,
ἐνῷ γνωρίζετε καὶ ζῆτε τὴν πρὸς
τὸν ζωντανὸν Θεὸν ἀληθινὴν θρησκείαν,
νὰ μὴ ἀντισταθῆτε καὶ νὰ
μὴ δείξετε ἀντοχὴν εἰς τοὺς
πόνους τοῦ μαρτυρίου>. |
-24
Διὰ τούτων τῶν λόγων ἡ ἐπταμήτωρ
ἕνα ἕκαστον τῶν υἱῶν παρακαλοῦσα,
ἀποθανεῖν ἔπεισε μᾶλλον ἢ παραβῆναι
τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ·
|
24
Μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ
ἐπτάτεκνος αὐτὴ μητέρα προτρέπουσα
καθένα ἀπὸ τὰ παιδιά της τὰ
ἔπεισε νὰ ἀποθάνουν μᾶλλον,
παρὰ νὰ παραβοῦν τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ. |
24
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ μητέρα τῶν
ἑπτὰ παιδιῶν, ἐνθαρρύνουσα κάθε
ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά της, τὰ
ἔπεισε νὰ ἀποθάνουν μᾶλλον παρὰ
νὰ παραβοῦν τὴν ἐντολὴν τοῦ
Θεοῦ. |
25
ἔτι δὲ καὶ ταῦτα εἰδότες
ὅτι διὰ τὸν Θεὸν ἀποθανόντες
ζῶσι τῷ Θεῷ, ὥσπερ Ἁβραὰμ
καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ καὶ
πάντες οἱ πατριάρχαι. |
25
Τοὺς ἔλεγε δὲ καὶ αὐτὰ
ἀκόμη νὰ γνωρίζουν· ὅτι
ὅσοι ἀπέθαναν διὰ τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ, ζοῦν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ
ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ
καὶ ὅλοι οἱ πατριάρχαι τοῦ Ἰσραήλ.
|
25
Ἀκόμη τοὺς ἐπρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε
νὰ γνωρίζουν καὶ τοῦτο· ὅτι δηλαδὴ
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀποθνήσκουν
χάριν τοῦ Θεοῦ, ζοῦν αἰωνίως ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακὼβ καὶ ὅλοι οἱ
πατριάρχαι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|