Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι
καί τινες τῶν γραμματέων ἐλθόντες
ἀπὸ Ἱεροσολύμων·
|
αὶ
συνεκεντρώθησαν γύρω ἀπὸ αὐτὸν
οἱ Φαρισαῖοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ
τοὺς γραμματεῖς, ποὺ εἶχαν ἔλθει
ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. |
αὶ
ἐμαζεύθησαν πλησίον του οἱ Φαρισαῖοι καὶ
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς,
ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
|
2
καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ' ἔστιν
ἀνίπτοις, ἐσθίοντας ἄρτους,
ἐμέμψαντο· |
2
Ὅταν δὲ εἶδαν μερικοὺς ἀπὸ
τοὺς μαθητάς του νὰ τρώγουν ψωμὶ
μὲ ἄνιπτα χέρια, μολυσμένα ὅπως
τὰ θεωροῦσαν αὐτοί, τοὺς κατέκριναν.
|
2
Καὶ ὅταν εἶδαν μερικοὺς ἀπὸ
τοὺς μαθητάς του νὰ τρώγουν ψωμὶ μὲ
χέρια ἀκάθαρτα, τουτέστι μὲ χέρια ποὺ δὲν
τὰ εἶχαν νίψει, κατέκριναν καὶ ἐμέμφθησαν
τὴν πρᾶξιν. |
3
οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες
οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ
νίψωνται τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι,
κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων·
|
3
Διότι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὅλοι
οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν δὲν νίψουν
τὰ χέρια των, δὲν τρώγουν. Καὶ
τὸ κάνουν αὐτό, διὰ νὰ
κρατήσουν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων.
|
3
Τὴν κατέκριναν δέ, διότι οἱ Φαρισαῖοι καὶ
ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν
δὲν νίψουν τὰ χέρια των καὶ δὲν καθαρίσουν
μὲ τὴν πυγμὴν τοῦ κάθε χεριοῦ
τὴν παλάμην καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ ἄλλου,
δὲν τρώγουν. Καὶ τὸ κάνουν αὐτὸ
φυλάττοντες τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων διδασκάλων.
|
4
καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν
μὴ βαπτίσωνται, οὐκ ἐσθίουσι·
καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον
κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ
ξεστῶν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν·
|
4
Καὶ ὅταν γυρίσουν εἰς τὸ σπίτι
ἀπὸ τὴν ἀγορὰν ἢ ἀπὸ
ἄλλους δημοσίους τόπους, δὲν τρώγουν,
ἐὰν δὲν πλυθοῦν ὁλόκληροι.
Καὶ ἄλλα πολλὰ εἶναι, ποὺ παρέλαβαν
ἀπὸ τὴν παράδοσίν των νὰ
τὰ φυλάττουν, ὅπως εἶναι τὸ
νὰ πλύνουν μέσα σὲ ἄφθνο νερὸ
ποτήρια, κανάτια χάλκινα δοχεῖα, καὶ
τὰ χαμηλὰ κρεββάτια τῆς τραπεζαρίας
ἐπάνω εἰς τὰ ὁποῖα ξαπλωμένοι
ἔτρωγαν. |
4
Καὶ ὅταν ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν
ἀγοράν, δὲν τρώγουν, ἐὰν δὲν
βουτηχθοῦν ὁλόκληροι εἰς τὸ νερόν.
Καὶ ἄλλα πολλὰ ὑπάρχουν, τὰ
ὁποῖα ἐκ παραδόσεως παρέλαβον νὰ φυλάττουν,
δηλαδὴ πλύσεις μέσα εἰς ἄφθονον νερὸν
ποτηρίων καὶ μεγαλυτέρων ἀγγείων καὶ χαλκωμάτων
καὶ καναπέδων τῆς τραπεζαρίας.
|
5
ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ
Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς·
διατὶ οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί
σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῷν πρεσβυτέρων,
ἀλλ' ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι
τὸν ἄρτον; |
5
Ἔπειτα ἐρώτησαν τὸν Κύριον οἱ
Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς·
<διατί οἱ μαθηταί σου δὲν συμμορφώνονται
μὲ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων,
ἀλλὰ τρώγουν τὸ ψωμὶ μὲ
ἄπλυτα χέρια;>
|
5
Ἔπειτα τὸν ἐρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι
καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ μαθηταί σου δὲν
συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν τῶν
παλαιοτέρων διδασκάλων, ἀλλὰ τρώγουν τὸ
ψωμὶ μὲ χέρια ἄνιπτα;
|
6
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς
ὅτι καλῶς προεφήτευσεν Ἡσαΐας
περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν,
ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς
τοῖς χείλεσί μὲ τιμᾷ, ἡ
δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει
ἀπ' ἐμοῦ·
|
6
(Οἱ Φαρισαῖοι ἐπρόσεχαν τοὺς
τύπους καὶ ὄχι τὴν οὐσίαν,
τὴν ἐξωτερικὴν συμπεριφορὰν καὶ
ὄχι τὴν ἐσωτερικὴν ἁγνότητα,
ἐπινοήσεις ἀνθρώπων καὶ ὄχι
τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ). Αὐτὸς
δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε
ὅτι <πολὺ ὀρθὰ
ἐπροφύτευσε γιὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτὰς
ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅπως ἔχει
γραφῆ· Αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ
τιμᾷ μόνον, μὲ τὰ χείλη, ἐνῶ
ἡ καρδιά των ἀπέχει πολὺ ἀπὸ
ἐμένα. |
6
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν
εἰς αὐτούς, ὅτι καλὰ ἐπροφήτευσεν
ὁ Ἡσαΐας διὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτάς,
καθὼς ἔχει γραφῆ· Αὐτὸς
ὁ λαὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾷ,
ἡ καρδία τους ὅμως ἀπέχει μακρυὰ ἀπὸ
ἐμέ. |
7
μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες
διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.
|
7
Ἀνώφελα δὲ καὶ χαμένα μὲ
σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες ποὺ
εἶναι ἐντολαὶ ἀνθρώπων καὶ
ὄχι ἰδικαί μου. |
7
Ψεύτικα δὲ καὶ ἀνώφελα μὲ λατρεύουν,
ἐπειδὴ διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι
παραγγέλματα καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων
καὶ ὄχι ἰδικαί μου. |
8
Ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν
τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν
καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια
τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε |
8
Διότι σεῖς ἀφήσατε τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ καὶ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν
τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ πλυσίματα
κανατιῶν καὶ ποτηριῶν καὶ ἄλλα
πολλὰ τέτοια καὶ παρόμοια τηρεῖτε>.
|
8
Καὶ λέγω, ὅτι ὀρθῶς καὶ ἀληθῶς
ἐπροφήτευσε ταῦτα ὁ Ἡσαΐας, διότι
ἀφήσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ
καὶ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων,
τουτέστι βουτᾶτε εἰς τὸ νερὸν τὰ
ἀγγεῖα καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἄλλα
παρόμοια τέτοια κάνετε πολλά. |
9
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς
ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ
Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν
τηρήσητε. |
9
Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς·
<πολὺ εὔκολα μὲ τὴν ἰδέαν
ὅτι καλῶς πράττετε, παραβαίνετε τὴν
ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ
τηρήσετε τὴν παράδοσί σας.
|
9
Καὶ τοὺς ἒλεγεν· Ὡραῖα
καὶ μὲ πᾶσαν εὐκολίαν παραβαίνετε
τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ
νὰ φυλάξετε τὴν παράδοσίν σας.
|
10
Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου·
καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα
θανάτῳ τελευτάτω·
|
10
Διότι ὁ Μωϋσῆς εἶπε· τίμα
τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα
σου· καὶ ἐκεῖνος ποὺ κακολογεῖ
τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα, νὰ
καταδικάζεται εἰς θάνατον.
|
10
Λέγω δέ, ὅτι παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Μωϋσῆς κατὰ
θείαν ἔμπνευσιν καὶ ὁδηγίαν εἶπε·
Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ
ἐκεῖνος, ποὺ λέγει κακὸν λόγον ἢ
ὕβριν εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν
μητέρα του, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ θανατώνεται.
|
11
ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν
εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ
τῇ μητρί, κορβάν, ὅ ἐστι δῶρον,
ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς,
|
11
Σεῖς ὅμως λέγετε· ἔνας ἄνθρωπος
εἶναι ἀδέσμευτος ἀπέναντι τῶν
γονέων του, ἐὰν πῇ εἰς τὸν
πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, ὅτι
αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ πάρῃς
ἀπὸ ἐμὲ διὰ τὴν ἐξυπηρέτησίν
σου εἶναι κορβᾶν, δηλαδὴ ἱερὸν
δῶρον καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν
Θεόν. |
11
Σεῖς ὅμως λέγετε· ἐὰν ἕνας
ἄνθρωπος εἴπῃ εἰς τὸν πατέρα
του ἢ εἰς τὴν μητέρα του· Ἂς
εἶναι κορβᾶν, τουτέστι ἂς εἶναι δῶρον
καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνο,
ποὺ θέλεις νὰ λάβῃς ὡς ὠφέλειαν
καὶ βοήθειαν ἀπὸ ἐμέ,
|
12
καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν
οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ
ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ,
|
12
Καὶ δὲν τὸν ἀφίνετε πλέον
αὐτὸν νὰ κάμῃ τίποτε διὰ
τὴν ἐξυπηρέτησιν του πατρός του ἢ
τῆς μητρός του, ὅπως διατάσσει ὁ
νόμος τοῦ Θεοῦ. |
12
θεωρεῖτε τοῦτον δεσμευμένον ἀπὸ τὸ
τάξιμον αὐτὸ καὶ δεν τὸν ἀφίνετε
πλέον νὰ κάμῃ τίποτε πρὸς ὄφελος καὶ
βοήθειαν τοῦ πατρός του ἢ τῆς μητρός του.
|
13
ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ
τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε·
καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.
|
13
Καὶ ἔτσι ἀχρηστεύετε τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παράδοσίν
σας, τὴν ὁποίαν ἔχετε παραδώσει
εἰς τὸν λαόν. Καὶ πολλὰ τέτοια
παρόμοια κάνετε>. |
13
Καὶ ἀκυρώνετε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ
μὲ τὴν παράδοσίν σας,τὴν ὁποίαν σεῖς
οἱ νομοδιδάσκαλοι ἀπὸ γενεᾶς εἰς
γενεὰν παρεδώκατε. Καὶ κάνετε πολλὰ σὰν
καὶ αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπα.
|
14
Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον
ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούτετέ
μου πάντες καὶ συνίετε. |
14
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε ὅλον τὸν
λαόν, ἔλεγεν εἰς αὐτούς·
<ἀκοῦστε ὅλοι αὐτό, ποὺ
θὰ σᾶς πῶ καὶ καταλάβετέ
το καλά. |
14
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ὅλον τὸν
λαόν, τοὺς εἶπεν· Ἀκούσατε ὅλοι
αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω καὶ προσέξατε
νὰ τὸ καταλάβετε. |
15
Οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου
εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ
δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ
τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ
κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. |
15
Τίποτε ἀπὸ ὅσα εἰσέρχονται
ἀπ' ἔξω ὡς τροφὴ εἰς τὸν
ἄνθρωπον διὰ τοῦ σώματος, δὲν
ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τὸν ἄνθρωπον
βέβηλον καὶ ἀκάθαρτον ἀπέναντι
τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὅσα βγαίνουν
ἀπὸ ἀκάθαρτον καρδίαν, αὐτὰ
εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπον.
|
15
Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ ὅσα παίρνει
ἀπ’ ἔξω ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰσάγει
μέσα του διὰ τῆς τροφῆς, τὸ ὁποῖον
μπορεῖ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον καὶ
θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον. Ἀλλ’ ἐκεῖνα,
ποὺ βγαίνουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ
τὴν μολυσμένην καρδίαν του, ἐκεῖνα εἶναι
ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον
καὶ βέβηλον. |
16
Εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
|
16
Ὅποιος ἔχει ἀνοικτὰ τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς του καὶ καλὴν διάθεσιν
διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ>.
|
16
Ὅποιος ἔχει φωτισμένον νοῦν καὶ αὐτιὰ
πνευματικά, ποὺ ἀκούουν μὲ ἐνδιαφέρον
καὶ συγχρόνως κατανοοῦν αὐτὰ ποὺ
λέγω, ἂς ἀκούῃ. |
17
Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον
ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων
αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
περὶ τῆς παραβολῆς. |
17
Καὶ ὅταν ἀφῆκε τὸ πλῆθος
καὶ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι,
τὸν ἠρώτησαν οἱ μαθηταί του
διὰ τὸ νόημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς.
|
17
Καὶ ὅταν ἔφυγεν ἀπὸ τὸ
πλῆθος καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ
σπίτι, τὸν ἠρώτησαν οἱ μαθηταὶ διὰ
τὴν σημασίαν τοῦ ἀσαφοῦς καὶ
δυσκολονοήτου λόγου, ποὺ εἶπε.
|
18
Καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω
καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε;
Οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν
εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον
οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι;
|
18
Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· <ἔτσι
καὶ σεῖς σὰν τοὺς πολλοὺς εἶσθε
ἀνίκανοι ν' ἀντιληφθῆτε τὸ νόημα
τῆς παραβολῆς; Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι
κάθε τι, ποὺ ἀπ' ἔξω εἰσάγεται
μὲ τὸ στόμα εἰς τὸν ἄνθρωπον,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν μολύνῃ;
|
18
Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Ἔτσι σὰν
τὸ πολὺ πλῆθος εἶσθε καὶ σεῖς
ἀνίκανοι νὰ ἐννοήσετε τὴν ἀλήθειαν,
ποὺ εἶπα; Δὲν καταλαβαίνετε ἀκόμη,
ὅτι κάθε τι, ποὺ ἀπ’ ἔξω εἰσάγεται
διὰ τοῦ στόματος μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν μολύνῃ
καὶ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον θρησκευτικῶς;
|
19
Ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ
εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς
τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα
ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ
βρώματα. |
19
Διότι δὲν εἰσέρχεται εἰς τὴν
καρδίαν του, ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν,
ἀπὸ ὅπου τὸ περιττὸν καὶ
ἄχρηστον ἀπορρίπτεται εἰς τὸ
ἀφοδευτήριον καὶ ἀφίνει καθαρὰς
μέσα εἰς τὸν ὀργανισμὸν ὅλας
τὰς ἄλλας τροφάς>. |
19
Δὲν ἠμπορεῖ δὲ νὰ τὸν
κάμῃ βέβηλον, διότι δὲν πηγαίνει τοῦτο μέσα
εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὸν ἐσωτερικὸν
ἄνθρωπον, ἀλλὰ πηγαίνει εἰς τὴν
κοιλίαν καὶ τὸ περιττὸν καὶ ἄχρηστον
μέρος τοῦ φαγητοῦ ἀποβάλλεται εἰς
τὸν κοπρῶνα καὶ ἔτσι ἀφίνει
καθαρὰ ὅλα τὰ φαγητά, ποὺ συνεκράτησεν
ὁ ὀργανισμός. |
20
Ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ
ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο
κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. |
20
Ἔλεγε δὲ ὅτι <αὐτὸ
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνο,
ποὺ κάνει μολυσμένον καὶ βέβηλον
τὸν ἄνθρωπον. |
20
Ἔλεγε δὲ ὅτι ἐκεῖνο ποὺ
βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν
τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνο μολύνει καὶ
κάνει βέβηλον τὸν ἄνθρωπον.
|
21
Ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν
ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ
ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι,
φόνοι, |
21
Διότι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν
καρδίαν τῶν ἀνθρώπων ξεχύνονται
αἱ κακαὶ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις,
μοιχεῖαι, πορνεῖα, φόνοι,
|
21
Διότι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν
τῶν ἀνθρώπων βγαίνουν αἱ κακαὶ σκέψεις
καὶ ἀποφάσεις, μοιχεῖαι, πορνεῖαι,
φόνοι, |
22
κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος,
ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός,
βλασφημία, ὑπερηφανίᾳ, ἀφροσύνῃ·
|
22
κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δολιότητες,
ἠθικὴ παραλυσία καὶ διαστροφή,
μάτι μοχθηρόν, βλασφημία, ὑπερηφάνεια,
παραλογισμὸς καὶ σκοτισμὸς τοῦ νοῦ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. |
22
κλοπαί, παντὸς εἴδους ἀδικίαι, ποὺ
προέρχονται ἐκ τῆς πλεονεξίας, μοχθηρίαι καὶ
κακίαι, ἀπάται, ἠθικὴ παραλυσία καὶ
ἀκράτεια, μάτι φθονερὸν καὶ κακόν, βλασφημία,
ὑπερηφάνεια, τρέλλα καὶ ἀμυαλοσύνη, ποὺ
τὴν γεννᾷ ὁ σκοτισμὸς τῆς ἁμαρτίας.
|
23
πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν
ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
|
23
Ὅλα αὐτὰ τὰ πονηρὰ βγαίνουν
ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν καὶ
αὐτὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον
ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ>. |
23
Ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ
μέσα, διότι εἰς τὴν καρδίαν κατ’ ἀρχὰς
φυτρώνουν ὡς λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίαι
καὶ ἀποφάσεις, καὶ αὐτὰ κάνουν
ἀκάθαρτον τὸν ἄνθρωπον.
|
24
Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν
εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος.
Καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν
οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ
ἠδυνήθη λαθεῖν.
|
24
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξεκίνησε
καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ σύνορα
Τύρου καὶ Σιδῶνος. Ἐμπῆκε εἰς
ἕνα σπίτι, ὅπου θὰ ἕμενε καὶ
δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ μάθῃ
ὅτι ἦτο ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν
ἠμπόρεσε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ
τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων.
|
24
Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθη καὶ
ἐπῆγεν εἰς τὰ σύνορα τῆς Τύρου
καὶ Σιδῶνος· καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν
εἰς τὸ σπίτι, ποὺ ἐξέλεξε πρὸς
διαμονὴν του, δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ
γνωστόν, ὅτι ἦλθεν ἐκεῖ ἄλλα
δὲν ἠμπόρεσε νὰ κρυβῇ.
|
25
Ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ,
ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς
πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε
πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ·
|
25
Διότι ὅταν ἤκουσε δι' αὐτὸν
μία γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἡ
μικρὰ κόρη εἶχε πονηρὸν πνεῦμα,
ἦλθε καὶ ἔπεσε γονατιστὴ ἐμπρὸς
εἰς τὰ πόδια του. |
25
Διότι ὅταν ἤκουσε δι’ αὐτὸν κάποια
γυναῖκα, τῆς ὁποίας μικρὰ θυγατέρα
εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἦλθε καὶ
ἔπεσε γονατιστὴ ἐμπρὸς εἰς τὰ
πόδια του. |
26
ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς,
Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ
ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον
ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς
αὐτῆς. |
26
Αὐτὴ δὲ ἡ γυναῖκα ἧτο
κατὰ τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν θρησκείαν
Ἑλληνίδα, δηλαδὴ εἰδωλολάτρις,
κατὰ δὲ τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν
πατρίδα Συροφοινίκισσα. Καὶ παρακαλοῦσε
αὐτὸν νὰ διώξῃ τὸ δαιμόνιον
ἀπὸ τὴν θυγατέρα της. |
26
Ἦτο δὲ ἡ γυναῖκα ἐκείνη Ἐλληνίδα
κατὰ τὴν θρησκείαν δηλαδὴ εἰδωλολάτρις,
καὶ Συροφοινίκισσα κατὰ τὴν καταγωγὴν
καὶ τὴν πατρίδα. Καὶ τὸν παρεκάλει
νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴν θυγατέρα της
τὸ δαιμόνιον. |
27
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῆς·
ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα·
οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν
ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις
βαλεῖν. |
27
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς εἶπεν·
<ἄφησε πρῶτα νὰ χορτασθοῦν τὰ
τέκνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ
οἱ Ἰσραηλίται, διότι δὲν
εἶναι ὀρθὸν νὰ πάρῃ κανεὶς
τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ
τὸ ρίξῃ εἰς τὰ σκυλάκια,
δηλαδὴ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας>.
(Τοῦτο δὲ ἔλεγε, διὰ νὰ δώσῃ
ἀφορμὴ εἰς τὴν
Συροφοινίκισσαν νὰ ἐκδηλώσῃ
τὴν μεγάλην της πίστιν καὶ πεισθοῦν
οἱ μαθηταί, ὅτι καὶ οἱ ἐθνικοὶ
εἶναι ἄξιοι τῶν δωρεῶν του).
|
27
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς εἶπεν·
Ἄφησε πρῶτον νὰ χορτασθοῦν τὰ
τέκνα, ὁ ἐκλεκτὸς δηλαδὴ λαὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ. Διότι δεν εἶναι
σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ
τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίψῃ
εἰς τὰ σκυλάκια, εἰς τοὺς ἐθνικοὺς
δηλαδὴ καὶ εἰδωλολάτρας.
|
28
Ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει
αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ
τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης
ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων
τῶν παιδίων. |
28
Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπε· <ναί,
Κύριε, ἐγὼ εἶμαι πράγματι σὰν
τὰ σκυλάκια· ἀλλὰ καὶ τὰ
σκυλάκια, κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι
τοῦ φαγητοῦ, τρώγουν ἀπὸ τὰ
ψίχουλα τῶν παιδιῶν>.
|
28
Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε·
Ναί, Κύριε· δέχομαι, ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Ἀλλὰ
καὶ τὰ σκυλάκια κάτω ἀπὸ τὸ
τραπέζι τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν
παιδιῶν. Μὲ φθάνει ἕνα ψίχουλο ἀπὸ
τὴν τράπεζαν τὴν ἰδικήν σου.
|
29
Καὶ εἶπεν αὐτή· διὰ τοῦτον
τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε
τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός
σου. |
29
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν <δι'
αὐτὸν τὸν λόγον, ποὺ εἶπες
καὶ ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν
πίστιν καὶ τὴν
ταπείνωσίν σου, πήγαινε εἰς τὸ
καλό· τὸ δαιμόνιον ἔχει πλέον
βγῆ ἀπὸ τὴν θυγατέρα σου>.
|
29
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτήν· δι’
αὐτὸν τὸν λόγον, ποὺ δεικνύει τὴν
ταπείνωσίν σου, τὴν σύνεσίν σου καὶ τὴν
πίστιν σου, πήγαγαινε παρηγορημένη καὶ εἰρηνική.
Τὸ δαιμόνιον ἔχει βγῆ ἀπὸ τὴν
θυγατέρα σου. |
30
Καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον
αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον
ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ
δαιμόνιον ἐξεληλυθός. |
30
Καὶ ὅταν αὐτὴ ἐπῆγε εἰς
τὸ σπίτι της, εὑρῆκε τὴν θυγατέρα
τῆς ἥσυχη εἰς τὸ κρεββάτι, καὶ
τὸ δαιμόνιον πλέον νὰ ἔχῃ
βγῆ. |
30
Καὶ ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὸ
σπίτι της, εὗρε τὴν θυγατέρα της ποὺ ἄλλοτε
ἦτο ἀνήσυχος καὶ δὲν ἠδύνατο
νὰ ὑπνώσῃ, ἐξαπλωμένην ἥσυχα
εἰς τὸ κρεββάτι, καὶ τὸ δαιμόνιον,
ποὺ τὴν κατεῖχε, νὰ ἔχῃ
πλέον βγῆ. |
31
Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν
ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε
πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας
ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως. |
31
Πάλιν δὲ ἀφοῦ ἐβγῆκεν
ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὰ ὅρια
τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, ἦλθεν
κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας
διὰ μέσου τῆς περιοχῆς τῆς Δεκαπόλεως.
|
31
Καὶ πάλιν ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὰ σύνορα τῆς Τύρου Σιδῶνος, ἦλθε
πρὸς τὴν νοτιοανατολικὴν ἀκρογιαλιὰν
τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας διὰ μέσου τῶν
συνόρων τῆς Δεκαπόλεως. |
32
Καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον
καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ
αὐτῷ τὴν χεῖρα. |
32
Καὶ φέρουν εἰς αὐτὸν ἕνα
κωφάλαλον καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ
βάλῃ τὸ χέρι του ἐπάνω
εἰς αὐτόν. |
32
Καὶ φέρουν εἰς αὐτὸν κάποιον κωφόν,
ποὺ δὲν ἠδυνατο νὰ ὁμιλήσῃ,
καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ βάλῃ ἐπ’
αὐτοῦ τὴν χεῖρα του.
|
33
Καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ
τοῦ ὄχλου κατ' ἰδίαν ἔβαλε τοὺς
δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα
αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς
γλώσσης αὐτοῦ, |
33
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τὸν
ἐπῆρε ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν
ὄχλον, ἔβαλε τὰ δάκτυλά του
εἰς τὰ αὐτιὰ ἐκείνου καὶ
ἀφοῦ ἔπτυσε ὀλίγον εἰς
τὸ δάκτυλό του, ἤγγισε τὴν γλῶσσαν
τοῦ κωφαλλάλου. |
33
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ
τὸ πλῆθος ἰδιαιτέρως, διὰ νὰ
δώσῃ εἰς τὸν κωφάλαλον νὰ καταλάβῃ,
τὶ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ κάμῃ, ὥστε
νὰ διεγερθῇ ἡ πίστις του, ἡ ὁποία
θὰ διηυκόλυνε τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας
του, ἔβαλεν ὁ Ἰησοῦς τὰ δάκτυλά
του εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀρρώστου
καὶ ἀφοῦ ἔπτυσε, μὲ τὸ
ἄκρον τοῦ δακτύλου του ἀλειμμένον μὲ
τὸν σίελον του ἤγγισε τὴν γλῶσσαν
τοῦ ἀρώστου. |
34
καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν
ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ·
ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι. |
34
Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια
εἰς τὸν οὐρανόν, ἐστέναξε
(διὰ τὰς θλίψεις καὶ στενοχωρίας
τῶν ἀνθρώπων) καὶ τοῦ εἶπε·
<ἐφφαθά>, δηλαδὴ νὰ ἀνοιχθῇ
ἀμέσως ἡ ἀκοή.
|
34
Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του
εἰς τὸν οὐρανόν, ἐστέναξεν ἐκ
συμπαθείας πρὸς τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων,
καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐφφαθά,
τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει διανοίχθητι.
|
35
Καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν αὐτοῦ
αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ
δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ
ἐλάλει ὀρθῶς. |
35
Καὶ ἀμέσως ἤνοιξαν πράγματι
τὰ αὐτιὰ τοῦ κωφαλάλου καὶ
ἐλύθη τὸ δέσιμον τῆς γλώσσης
του καὶ ὠμιλοῦσε μὲ εὐκολίαν
καὶ ἀκρίβειαν. |
35
Καὶ ἀμέσως ἤνοιξαν τὰ αὐτιά
του καὶ ἐλύθη τὸ δέσιμον τῆς γλώσσης
του καὶ ὡμίλει καθαρὰ καὶ ἐλεύθερα. |
36
Καὶ διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ
εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς
αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον
ἐκήρυσσον. |
36
Καὶ παρήγγειλεν εἰς αὐτούς,
νὰ μὴ εἴπουν εἰς κανένα τίποτε.
Ὅσον ὅμως αὐτὸς τοὺς διέτασσε,
τόσον καὶ περισσότερον ἐκεῖνοι
διαλαλοῦσαν τὰ θαύματά του. |
36
Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ εἶπουν
τίποτε εἰς κανένα διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο.
Ὅσον ὅμως αὐτὸς ἔδιδε τέτοιες
παραγγελίες, τόσον περισσότερον διεκήρυττον ἐκεῖνοι
τὰ θαυμαστὰ ἔργα του.
|
37
Καὶ ὑπερπερισσῶς ἐξεπλήσσοντο
λέγοντες· καλῶς πάντα πεποίηκε·
καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν
καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν.
|
37
Καὶ ὁ θαυμασμὸς τῶν ἀνθρώπων
ἐξεπερνοῦσε κάθε ὅριον καὶ ἔλεγαν·
<πολὺ καλὰ ὅλα τὰ ἔχει κάμει·
καὶ εἰς τοὺς κωφοὺς δίδει τὴν
ἀκοὴν καὶ εἰς τοὺς ἀλάλους
τὴν ὁμιλίαν>. |
37
Καὶ ἐθαύμαζεν ὁ κόσμος πάρα πολὺ καὶ
ἔλεγαν· Σωστὰ καὶ λαμπρὰ τὰ
ἔκαμεν ὅλα. Καὶ εἰς τοὺς κωφοὺς
δίνει τὴν ἀκοὴν καὶ τοὺς κάνει
νὰ ἀκούουν καὶ εἰς τοὺς ἀλάλους
δίνει τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλοῦν.
|