Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
ἐκείναις ταῖς ἡμέραις πάλιν
πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων
τί φάγωσι, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς·
|
ατὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας πάλιν
πολὺς λαὸς ἦτο μαζῆ του καὶ
ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τί νὰ
φάγουν, ἐπροακάλεσεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς
λέγει· |
ατ’
ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦτο πάλιν πάρα
πολὺς λαὸς καὶ ἐπειδὴ δὲν
εἶχαν τί νὰ φάγουν, προσεκάλεσεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητάς του καὶ λέγει εἰς αὐτούς·
|
2
σπλαχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον,
ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί
μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι·
|
2
<σπλαγχνίζομαι τὸν λαόν, διότι
τρεῖς ἡμέρας μένουν κοντά μου
καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν.
|
2
Συμπαθῶ πολὺ τὸν λαόν, διότι ἐπὶ
τρεῖς ἡμέρας τώρα μένουν πλησίον μου καὶ
δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν.
|
3
καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς
νήστεις εἰς οἶκον αὐτῶν, ἐκλυθήσονται
ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς γὰρ
αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι.
|
3
Καὶ ἐὰν τοὺς ἀπολύσω νὰ
φύγουν νηστικοὶ διὰ τὰ σπίτια
των, θὰ ἐξαντληθοῦν καὶ θὰ ἀποκάμουν
εἰς τὸν δρόμον. Διότι μερικοὶ
ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἔλθει
ἀπὸ μακρυά>. |
3
Καὶ ἐὰν τοὺς διαλύσω καὶ τοὺς
στείλω εἰς τὰ σπίτια των νηστικούς, θὰ ἀποκάμουν
εἰς τὸν δρόμον. Διότι μερικοὶ ἀπὸ
αὐτοὺς ἔχουν ἔλθει ἀπὸ
μακρυὰ καὶ πρόκειται κατὰ συνέπειαν νὰ
πεζοπορήσουν πολύ. |
4
Καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν τούτους
δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων
ἐπ' ἐρημίας; |
4
Καὶ ἀπήντησαν εἰς αὐτὸν
οἱ μαθηταί του· <ἀπὸ ποῦ
ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον θὰ
μπορέσῃ νὰ χορτάσῃ κανεὶς
μὲ ψωμιὰ αὐτούς;>
|
4
Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἱ
μαθηταί· Ἀπὸ ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ
κανεὶς ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον
νὰ χορτάσῃ μὲ ψωμιὰ αὐτούς,
ποὺ εἶναι τόσον πολλοί; |
5
Καὶ ἐπηρώτα αὐτούς· πόσους
ἔχετε ἄρτους; Οἱ δὲ εἶπον·
ἑπτά. |
5
Καὶ τοὺς ἠρώτησε· <πόσα
ψωμιὰ ἔχετε;> Ἐκεῖνοι δὲ
εἶπαν· <ἑπτά>.
|
5
Καὶ τοὺς ἠρώτα· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε;
Αὐτοὶ δὲ εἶπον· ἑπτά.
|
6
Καὶ παρήγγειλε τῷ ὄχλῳ ἀναπεσεῖν
ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν
τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας
ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς
αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι· καὶ
παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ.
|
6
Καὶ παρήγγειλεν εἰς τὰ πλήθη
νὰ καθήσουν κάτω. Καὶ ἀφοῦ
ἐπῆρε τὰ ἑπτὰ ψωμιά, εὐχαρίστησε
τὸν Πατέρα, τὰ ἔκοψε καὶ ἔδιδε
εἰς τοὺς μαθητὰς τὰ τεμάχια,
διὰ νὰ τὰ παραθέσουν εἰς τὸν
λαόν. Καὶ ἐκεῖνοι
τὰ παρέθεσαν εἰς τὸ πλῆθος.
|
6
Καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸ πλῆθος τοῦ
λαοῦ νὰ καθήσουν εἰς τὴν γῆν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν εἰς τὰς
χεῖρας του τοὺς ἑπτὰ ἄρτους,
εὐχαρίστησε τὸν Πατέρα του, ὁ ὁποῖος
δίδει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ἔκοψε
τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς
μαθητάς του διὰ νὰ τὰ παραθέτουν, καὶ
αὐτοὶ τὰ ἔθεσαν ἐμπρὸς
εἰς τὸ πεινασμένον πλῆθος τοῦ λαοῦ.
|
7
Καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα·
καὶ αὐτὰ εὐλογήσας εἶπε
παρατιθέναι καὶ αὐτά. |
7
Εἶχαν δὲ καὶ κάτι λίγα ψαράκια.
Καὶ αὐτά, ἀφοῦ τὰ εὐλόγησεν,
εἶπε νὰ τὰ παραθέσουν. |
7
Καὶ εἶχον καὶ ὀλίγα ψαράκια. Καὶ
ἀφοῦ ηὐλόγησε καὶ ταῦτα, εἶπε
νὰ παραθέσουν καὶ αὐτά.
|
8
Ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν,
καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ
σπυρίδας. |
8
Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν
καὶ ἐμάζεψαν ἀπὸ τὰ κομμάτια
ποὺ ἐπερίσσευσαν ἑπτὰ μεγάλα
κοφίνια. |
8
Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἐχορτάσθησαν
καὶ ἐσήκωσαν περισσεύματα ἀπὸ τὰ
κομμάτια ἑπτὰ μεγάλα κοφίνια.
|
9
Ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι, καὶ
ἀπέλυσεν αὐτούς. |
9
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦσαν
τέσσαρες χιλιάδες. Καὶ κατόπιν τοὺς
ἔστειλεν ὁ Κύριος εἰς τὰ σπίτια
των. |
9
Ἦσαν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔφαγαν,
περίπου τέσσαρες χιλιάδες. Καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν,
τοὺς ἔστειλεν εἰς τὰ σπίτια των.
|
10
Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ
πλοῖον μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά.
|
10
Καὶ ἐμέσως ἐμπῆκε αὐτὸς
εἰς τὸ πλοῖον μὲ τοὺς μαθητὰς
του καὶ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά.
|
10
Καὶ ἀμέσως ἐμβῆκεν εἰς τὸ
πλοῖον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ
ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά, ποὺ
γειτονεύουν πρὸς τὴν Μαγδαλά.
|
11
Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ
ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες
παρ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ
οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν.
|
11
Καὶ ξεπρόβαλαν ἐμπρός του οἱ
Φαρισαῖοι καὶ ἤρχισαν νὰ συζητοῦν
μὲ δολίαν διάθεσιν καὶ νὰ ζητοῦν
ἀπὸ αὐτόν, νὰ ἐπιδείξῃ
ἔκτακτον θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ποὺ νὰ εἶναι σημάδι καὶ ἐπιβεβαίωσις
τῆς ἀποστολῆς του. Αὐτὸ δὲ
ἔλεγαν, ὄχι διότι εἶχαν τὴν
διάθεσιν νὰ πιστεύσουν, ἀλλὰ
διὰ νὰ τὸν πειράξουν καὶ μὲ
τὴν ἐλπίδα νὰ τὸν ἐκθέσουν
εἰς τὸν λαόν. |
11
Καὶ ἐβγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ
ἤρχισαν νὰ συζητοῦν μαζί του καὶ τοῦ
ἐζήτουν νὰ τοὺς ἐπιδείξῃ σημάδι
καὶ θαῦμα ἔκτακτον ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, ὅπως τὸ μάννα, ποὺ ἐδόθη
εἰς τὴν ἔρημον διὰ μεσιτείας τοῦ
Μωϋσέως, ἢ ὅπως τὸ πῦρ, ποὺ
κατέβασεν ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
Καὶ ἐζήτουν τοῦτο, ὄχι διότι εἶχαν
διάθεσιν νὰ πιστεύσουν, ἀλλὰ διότι μὲ
πονηρίαν ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν τὴν θαυματουργικήν
του δύναμιν, ἐλπίζοντες ὅτι θὰ τὸν
ἐξέθεταν. |
12
Καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι
αὐτοῦ λέγει· τί ἡ γενεὰ
αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; Ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ
γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον.
|
12
Καὶ ἀφοῦ ἀνεστέναξε ἀπὸ
τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του εἶπε·
<διατὶ ἡ γενεὰ αὐτὴ ζητεῖ
ὀπωσδήποτε σημεῖον; Σᾶς διαβεβαώνω
ὅτι τέτοιο σημεῖον δὲν θὰ δοθῇ
εἰς αὐτὴν τὴν γενεάν>.
|
12
Καὶ ἀφοῦ ἀνεστέναξεν ἀπὸ
τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του διὰ τὴν
σκληρότητα καὶ πώρωσίν των εἶπε· Πρὸς
τί ἡ γενεὰ αὐτὴ ἡ ἄπιστος
καὶ σκληρὰ ζητεῖ θαῦμα, ποὺ
νὰ δεικνύῃ καὶ πιστοποιῇ τὴν
ἀποστολήν μου, ἀφοῦ δὲν πρόκειται
νὰ πιστεύσῃ; Μετὰ βεβαιότητος σᾶς
λέγω, ὅτι δὲν θὰ δοθῇ θαῦμα
τέτοιο εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν.
|
13
Καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ
πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν.
|
13
Τοὺς ἄφησε καὶ μὲ τὸ πλοῖον
ἦλθεν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος
πάλιν. |
13
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησεν, ἐμβῆκε
πάλιν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν
εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης,
δηλαδὴ εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἀκρογιαλιάν
της. |
14
Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους,
καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ
εἶχον μεθ' εὐτῶν ἐν τῷ πλοίῳ.
|
14
Καὶ οἱ μαθηταὶ ἐλησμόνησαν νὰ
πάρουν ἄρτους. Δὲν εἶχαν δὲ
μαζῆ των εἰς τὸ πλοῖον παρὰ
ἕνα μόνο ψωμί. |
14
Καὶ ἐλησμόνησαν οἱ μαθηταὶ νὰ
πάρουν μαζί τους ἄρτους καὶ δὲν εἶχαν
μαζί τους εἰς τὸ πλοῖον κανὲν ἄλλο
τρόφιμον παρὰ μόνον ἕνα ἄρτον.
|
15
Καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων·
ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς
ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς
ζύμης Ἡρῴδου.
|
15
Παρήγγελλε δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ
᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς καθιστοῦσε
προσεκτικοὺς λέγων· <Βλέπετε καλὰ
καὶ προσέχετε ἀπὸ τὸ κακὸ
προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ τοῦ
Ἡρώδου>. |
15
Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ τοὺς ἐπέστησεν
ὁ Κύριος τὴν προσοχὴν καὶ τοὺς
ἔλεγεν· ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ
προσέχετε ἀπὸ τὴν κακὴν ἐπίδρασιν
τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων
καὶ τῆς κοσμικότητος τοῦ Ἡρῴδου,
ποὺ ὁμοιάζουν μὲ κακὸ προζύμι.
|
16
Καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους
λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχομεν.
|
16
Καὶ ἐσυλλογίζοντο αὐτοὶ καὶ
ἔλεγαν μεταξύ των <ὁ
Διδάσκαλος μᾶς κάνει παρατήρησιν,
διότι δὲν ἐφροντίσαμεν νὰ πάρωμεν
ψωμιά>. |
16
Καὶ ἐσυλλογίζοντο ἀναμεταξύ τους καὶ
ἒλεγαν· Μᾶς κάνει τὴν παρατήρησιν αὐτὴν
ὁ Κύριος, διότι δὲν ἐφροντίσαμεν νὰ
προμηθευθῶμεν ἄρτους καθαρούς, ποὺ δὲν
ἐζυμώθησαν μὲ προζύμι ἀναπιασμένον εἰς
σπίτι τῶν Φαρισαίων. |
17
Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει
αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι
ἄρτους οὐκ ἔχετε; Οὔπω νοεῖτε
οὐδὲ συνίετε; ῎Ετι πεπωρωμένην
ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;
|
17
Ὁ δὲ Ἰησοῦς μὲ τὴν θείαν
του γνῶσιν εἶδε καθαρὰ τὰς σκέψεις
των καὶ τοὺς εἶπε· <τί συλλογίζεσθε,
ὅτι δὲν ἔχετε ψωμιά; Ἀκόμη
ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα δὲν
ἐννοεῖτε καὶ δὲν καταλαβαινετε; Ἔχετε
ἀκόμη τόσον δυσκίνητον καὶ χονδρὴν
τὴν καρδίαν καὶ τὴν διάνοιάν
σας; |
17
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς Θεάνθρωπος ἐγνώρισε
τοὺς ἀποκρύφους διαλογισμούς των καὶ τοὺς
εἶπε· Διατὶ ἐπέσατε εἰς συλλογισμοὺς
καὶ σκέψιν, ἐπειδὴ δὲν ἔχετε
ἄρτους; Ἀκόμη καὶ τώρα, ὕστερα ἀπὸ
τόσα ποὺ εἴδατε καὶ ἠκούσατε, δὲν
ἐννοεῖτε καὶ δὲν καταλαβαίνετε; Ἀκόμη
ἔχετε παχυλὴν τὴν διάνοιάν σας καὶ
τόσον σαρκικὰς τὰς σκέψεις σας;
|
18
Ὁφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε,
καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε;
Καὶ οὐ μνημονεύετε; |
18
Ἐνῶ ἔχετε μάτια δὲν βλέπετε
καὶ ἐνῶ ἔχετε αὐτιὰ δὲν
ἀκούετε; Καὶ ὅσα ἀκούετε
καὶ βλέπετε δὲν τὰ ἐνθυμεῖσθε;
|
18
Ἐνῷ ἔχετε μάτια, μὲ τὰ ὁποῖα
εἴδατε τὰ θαύματα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ
τῶν ἄρτων, δὲν ἐννοεῖτε τὶ
μαρτυροῦν αὐτὰ ποὺ εἴδατε; Καὶ
ἐνῷ ἔχετε αὐτιά, καὶ ἀκούετε
τοὺς λόγους ποὺ σᾶς εἶπα, δὲν
ἠμπορεῖτε νὰ κατανοήσετε, ὅτι δὲν
ὁμιλῶ διὰ ὑλικὸν προζύμιον καὶ
διὰ ὑλικοὺς ἄρτους; Καὶ δὲν
ἐνθυμεῖσθε τὰ πρόσφατα θαύματα τοῦ
πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων;
|
19
Ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα
εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους
κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;
Λέγουσιν αὐτῷ· δώδεκα.
|
19
Ὅταν ἔκοψα τὰ πέντε ψωμιὰ διὰ
τοὺς πεντακισχιλίους, πόσα κοφίνια
γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια ἐπήρατε;>
Λέγουν εἰς αὐτόν· <δώδεκα>.
|
19
Ὅταν ἔκοψα τὰ πέντε ψωμιὰ εἰς
τὰς πέντε χιλιάδας τῶν ἀνθρώπων, πόσα κοφίνια
γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε; Λέγουν
εἰς αὐτόν, δώδεκα. |
20
Ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς
τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα
κλασμάτων ἤρατε; Οἱ δὲ εἶπον·
ἑπτά. |
20
<Ὅταν δὲ τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ
ἔκοψα καὶ ἐμοίρασα εἰς τὶς
τέσσαρες χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων,
πόσα μεγάλα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ
κομμάτια ἐπήρατε;> Ἐκεῖνοι
δὲ εἶπον· <ἑπτά>.
|
20
Ὅταν δὲ ἔκοψα τοὺς ἑπτὰ
ἄρτους εἰς τὰς τέσσαρας χιλιάδας τῶν
ἀνθρώπων, πόσων κοφινιῶν μεγάλων γεμίσματα ἀπὸ
κομμάτια ἐσηκώσατε; Αύτοὶ δὲ εἶπον,
ἑπτά. |
21
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω
συνίετε; |
21
Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς·
<ἀκόμα δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι
δὲν σᾶς ὡμίλησα διὰ τὸ
ὑλικὸ προζύμι, ἀλλὰ διὰ
τὸ κακὸ πνευματικὸ προζύμι τῶν
Φαρισαίων, ποὺ εἶναι ἡ κακία
των καὶ ἡ ὑποκρισία των;> (Οἱ
μαθηταὶ τότε καὶ οἱ πιστοὶ διὰ
μέσου τῶν αἰώνων πρέπει νὰ
προφυλάσσωνται ἀπὸ τοὺς ὑποκριτάς).
|
21
Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ἀκόμη
λοπὸν δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι δὲν σᾶς
ὡμίλησα διὰ προζύμιον ὑλικόν;
|
22
Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά, καὶ
φέρουσιν αὐτῷ τυφλόν, καὶ παρακαλοῦσιν
αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται.
|
22
Καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βηθσαϊδὰ
καὶ φέρουν εἰς αὐτὸν ἕνα
τυφλὸν καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ
τὸν ἐγγίσῃ, διὰ νὰ τοῦ
δώσῃ ἔτσι τὴν θεραπείαν.
|
22
Καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βηθσαϊδά, καὶ
τοῦ φέρνουν ἕνα τυφλὸν καὶ τὸν
παρακαλοῦν νὰ τὸν ἐγγίσῃ δισ
νὰ ἰατρευθῇ. |
23
Καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς
τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν
ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς
τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς
τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα
αὐτὸν εἴ τι βλέπει.
|
23
Καὶ ἀφοῦ ἐπιασε τὸν τυφλὸν
ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἔβγαλε
ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ἔπτυσε
εἰς τὰ μάτια του, ἔβαλε ἐπάνω
εἰς αὐτὸν τὰ χέρια του καὶ
τὸν ἐρωτοῦσε, ἂν βλέπῃ
τίποτε. |
23
Καὶ ἀφοῦ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ
χέρι τὸν τυφλόν, τὸν ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ
τὸ χωρίον· καὶ ἀφοῦ ἔπτυσεν
εἰς τὰ μάτια του, ἔβαλεν ἐπάνω του
τὰς χείρας του καὶ τν ἠρώτα, ἐὰν
ἔβλεπε τίποτε. Καὶ
ἔκανε τοῦτο ὁ Κύριος διὰ νὰ
διεγείρῃ καὶ δυναμώσεῃ τὴν πίστιν
τοῦ θεραπευομένου τυφλοῦ. |
24
Καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· βλέπω
τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας.
|
24
Καὶ ἐκεῖνος ἀφοῦ ἐσήκωσε
τὰ μάτια καὶ ἐκύταξε ἔλεγε·
<βλέπω τοὺς ἀνθρώπους σὰν
δένδρα νὰ περιπατοῦν>. (Ἡ θεραπεία
ἐγίνετο προοδευτικῶς ἀνάλογα
μὲ τὴν ἀναπτυσομένην πίστιν
τοῦ τυφλοῦ). |
24
Καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐκύτταξεν,
ἔλεγε· Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους νὰ
περιπατοῦν σὰν κορμοὶ δένδρων.
|
25
Εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ
καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι,
καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἀνέβλεψε
τηλαυγῶς ἅπαντας. |
25
Καὶ ἔπειτα πάλιν ἔβαλε τὰ χέρια
του ὁ Κύριος εἰς τὰ μάτια ἐκείνου
καὶ τὸν ἔκαμε νὰ τὰ ἀνοίξῃ
καλὰ καὶ νὰ βλέπῃ καθαρά.
Καὶ ἀποκατεστάθη ἡ ὅρασίς
του καὶ διέκρινε ὅλους καθαρὰ καὶ
αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ ἦσαν
μακρυά. |
25
Ὕστερον πάλιν ἔβαλεν ὁ Ἰησοῦς
τὰς χεῖρας του εἰς τὰ μάτια του καὶ
ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
ἐδυνάμωσε τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, τὸν
ἔκαμε νὰ τὰ ἀνοίξῃ καλά. Καὶ
ἀποκατεστάθη τὸ φῶς του καὶ διέκρινε
ὅλους καθαρὰ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη
ποὺ ἦσαν μακράν. |
26
Καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων·
μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς
μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ
κώμῃ. |
26
Καὶ ἔστειλεν αὐτὸν εἰς τὸ
σπίτι του, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν
παραγγελίαν· <οὔτε εἰς τὸ
χωριὸ νὰ εἰσέλθῃς οὔτε
εἰς κανένα μέσα εἰς τὸ χωριὸ
νὰ πῇς τίποτε περὶ τοῦ θαύματος>.
|
26
Καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὸ σπίτι
του καὶ τοῦ εἶπεν· Οὔτε εἰς
τὸ χωρίον νὰ ἔμβης, οὔτε νὰ
εἴπῃς εἰς κανένα μέσα εἰς τὸ
χωρίον τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου.
|
27
Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς
κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου·
καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς·
τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι
εἶναι; |
27
Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς
μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὴν
περιοχὴν ἐκείνην, καὶ ἦλθε εἰς
τὰ χωριὰ τῆς Καισαρείας, τὴν
ὁποίαν εἶχε μεγαλώσει καὶ ἐξωραΐσει
ὁ Ἡρώδης Φίλιππος. Εἰς τὸν
δρόμον δὲ ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς
του· <τί λέγουν οἱ ἄνθρωποι
περὶ ἐμοῦ· ποῖος, νομίζουν
ὅτι εἶμαι;> |
27
Καὶ ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
οἱ μαθηταί του εἰς τὰ χωρία τῆς Καισαρείας,
ποὺ τὴν εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος. Καὶ
εἰς τὸν δρόμον ἠρώτα τοὺς μαθητάς
του καὶ τοὺς ἔλεγε· Τί λέγουν
δι’ ἐμὲ οἱ ἄνθρωποι καὶ ποῖος
φρονοῦν ὅτι εἶμαι; |
28
Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· Ἰωάννην
τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι Ἠλίαν,
ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν.
|
28
Ἐκεῖνοι δὲ ἀπήντησαν,·<ἄλλοι
σὲ θεωροῦν ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν,
ἄλλοι Ἠλίαν, καὶ ἄλλοι ἕνα
ἀπὸ τοὺς προφήτας>. |
28
Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν· Λέγουν,
ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής,
καὶ ἄλλοι λέγουν, ὅτι εἶσαι ὁ
Ἠλίας, ἄλλοι δὲ σὲ θεωροῦν ὡς
ἕνα ἀπὸ τοὺς προφήτας.
|
29
Καὶ αὐτὸς λέγει αὐτοῖς·
ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε
εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος
λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ
Χριστός. |
29
Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· <σεῖς
δὲ ποιὸς λέγετε, ὅτι εἶμαι;>
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει
εἰς αὐτόν· <σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον προεῖπαν
οἱ προφῆται>. |
29
Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Σεῖς
δὲ ποῖος λέγετε ὅτι εἶμαι; Ἀπεκρίθη
δὲ ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ
εἶσαι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον
προκατήγγειλαν οἱ προφῆται.
|
30
Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα
μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ.
|
30
Καὶ διέταξε αὐτοὺς μὲ αὐστηρότητα,
νὰ μὴ λέγουν εἰς κανένα, ὅτι
αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
|
30
Καὶ ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχαν
ὠριμάσει οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ
κηρυχθῇ εἰς αὐτοὺς ἡ ἀλήθεια
αὐτή, τοὺς παρήγγειλεν ἔντονα καὶ
αὐστηρὰ νὰ μὴ λέγουν εἰς κανένα,
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας.
|
31
Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς
ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
πολλὰ παθεῖν, καὶ ἀποδοκιμασθῆναι
ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν
ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων,
καὶ ἀποκταθῆναι, καὶ μετὰ τρεῖς
ἡμέρας ἀναστῆναι·
|
31
Καὶ ἤρχισε νὰ διδάσκῃ αὐτούς,
ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν τοῦ
Θεοῦ καὶ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν
ἀνθρώπων πρέπει ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ νὰ πάθῃ,
νὰ ἀπορριφθῇ καὶ νὰ περιφρονηθῇ
ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς
γραμματεῖς, καὶ νὰ φονευθῇ καὶ
ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας
νὰ ἀναστηθῇ. |
31
Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ,
ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν καὶ
τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, νὰ πάθῃ
πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ
τοὺς προεστοὺς καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ νὰ
θανατωθῇ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας
ἀπὸ τοῦ θανάτου του νὰ ἀναστηθῇ. |
32
καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει.
Καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος
ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ.
|
32
Καὶ ἀπὸ τότε ἐπανελάμβανε
ὁ Κύριος τὰ λόγια αὐτὰ
περὶ τοῦ πάθους του καθαρὰ καὶ
φανερά. Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ
ἐπῆρε αὐτὸν ἰδιαιτέρως,
ἤρχισε νὰ τοῦ ἀπευθύνῃ
ζωηρὰς διαμαρτυρίας, διὰ νὰ τὸν
ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
32
Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν αὐτὴν
ἔλεγε τὸν λόγον αὐτὸν περὶ τῶν
παθῶν καὶ τοῦ θανάτου του φανερὰ καὶ
καθαρά. Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ τὸν
ἐπῆρε ἰδιαιτέρως, ἤρχισε ἔντονα
καὶ μὲ ζωηροὺς λόγους νὰ τὸν
ἀποτρέπῃ ἀπὸ τὸν θάνατον.
|
33
Ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἱδὼν
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε
τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω
μου σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν
ἀνθρώπων. |
33
Ὁ δὲ Κύριος, ἀφοῦ ἐγύρισε
καὶ εἶδε τοὺς μαθητάς του, ἐπέπληξε
τὸν Πέτρον, λέγων· <ὕπαγε
ὀπίσω μου σατανᾶ, διότι σὺ παρασυρόμενος
ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα συναισθήματά
σου, δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ
θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐκεῖνα
ποὺ ἀρέσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους>.
|
33
Ὁ δὲ Κύριος, ἀφοῦ ἔστρεψε καὶ
εἶδε τοὺς μαθητάς του, ἐμπρὸς εἰς
αὐτοὺς ἐπέπληξε τὸν Πέτρον καὶ
εἶπε· Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ. Σὲ
ἀποκαλῶ δὲ σατανᾶν, διότι δὲν
φρονεῖς ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς
τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς θέλει
νὰ πάθω διὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Οἱ ἄνθρωποι δέ, ποὺ ἀρέσκονται νὰ
ζοῦν σαρκικῶς καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν
ὅλας τὰς ἀνέσεις μὴ λογαριάζοντες
τὸ καθῆκον καὶ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ, δὲν ἀνήκουν εἰς αὐτόν,
ἀλλ’ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
|
34
Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς·
ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν,
ἀπαρνησάσθω εὐτὸν καὶ ἀράτω
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω
μοι. |
34
Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τὸν
λαὸν μαζῆ μὲ τοὺς μαθητάς του,
εἶπεν εἰς αὐτούς· <ὅποιος
θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ
ὡς πιστὸς μαθητής μου, ἂς ἀπαρνηθῇ
τὸν ἁμαρτωλὸν ἑαυτόν του μὲ
τὰς ἀδυναμίας, καὶ τὰ πάθη
του, ἂς πάρῃ τὴν ἀπόφασιν
νὰ ὑποστῇ πρὸς χάριν μου ταλαιπωρίες
καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸν
θάνατον, καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ
εἰς τὸν δρόμον, ποὺ ἐγὼ
ἐχάραξα. |
34
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τὰ πλήθη
τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς
του, εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος
ποὺ θέλει νὰ γίνῃ ὀπαδός μου καὶ
νὰ μὲ ἀκολουθῇ ὡς μαθητής μου,
ἂς διακόψῃ κάθε φιλίαν καὶ σχέσιν πρὸς
τὸν διεφθαρμένον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας
ἑαυτόν του καὶ ἀς λάβῃ τὴν σταθερὰν
ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ δ’ ἐμὲ
ὄχι μόνον πᾶσαν θλῖψιν καὶ δοκιμασίαν,
ἀλλὰ καὶ θάνατον σταυρικὸν ἀκόμη,
καὶ τότε ἂς μὲ ἀκολουθῇ μιμούμενος
τὸ παράδειγμά μου. |
35
῝Ος γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν·
ὃς δ' ἂν απολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ
ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ
εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
|
35
Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ
τὴν ἐπίγειον ζωή του, αὐτὸς
θὰ χάσῃ τὴν αἰωνίαν καὶ
μακαρίαν ζωήν. ῞Οποιος ὅμως ἀψηφήσει
καὶ θυσιάσει τὴν ζωήν του πρὸς
χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου,
αὐτὸς θὰ σώσῃ τὴν ζωήν
του εἰς τὴν αἰωνίαν μακαριότητα.
|
35
Μὴ διστάσῃ δὲ κανεὶς νὰ κάμῃ
τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι, ὅποιος θέλει νὰ
σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν
πνευματικὴν καὶ μακαρίαν καὶ αἰωνίαν
ζωήν. Ὅποιος ὅμως χάσῃ καὶ θυσιάσῃ
τὴν ζωήν του διὰ τὴν ὁμολογίαν καὶ
ὑπακοήν του εἰς ἐμὲ καὶ τὸ
εὐαγγέλιόν μου, αὐτὸς θὰ σώσῃ
τὴν ψυχήν του ἐν τῷ μέλλοντι βίῳ,
ὅπου θὰ κερδήσῃ τὴν αἰωνίαν
μακαριότητα. |
36
Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν
κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ
ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;
|
36
Διότι τί θὰ ὠφελήσῃ τὸν
ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ ὁλόκληρον
τὸν ὑλικὸν κόσμον καὶ χάσει
τὴν ψυχήν του; |
36
Ἐκείνη δὲ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ
πᾶν. Διότι τί θὰ ὠφελήσῃ τὸν
ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ ὅλον αὐτὸν
τὸν ὑλικὸν κόσμον, καὶ εἰς τὸ
τέλος χάσῃ τὴν ψυχήν του, ἡ ὁποία
ὡς πνευματικὴ καὶ αἰώνια δὲν
συγκρίνεται μὲ κανὲν ἀπὸ τὰ
ὑλικὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου ἀγαθά;
|
37
῍Η τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; |
37
Ἢ, τί θὰ δώσῃ ἄνθρωπος
ὡς ἀντάλλαγμα, διὰ νὰ ἐξαγοράσῃ
τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὸν Ἅδην,
ἀφοῦ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθμίσῃ
τὴν ἀξίαν τῆς ψυχῆς;
|
37
Ἢ ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος χάσῃ
τὴν ψυχήν του, τί θὰ δώσῃ ὡς
ἀντάλλαγμα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ
ἑξαγοράσῃ αὐτὴν ἀπὸ τὴν
αἰωνίαν ἀπώλειαν; |
38
῝Ος γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ
με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν
τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι
καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται
αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ
δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
|
38
Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
διὰ λόγους ἀνθρωπαρεσκείας καὶ
δειλίας θὰ ἐντραπῇ καὶ θὰ
ἀρνηθῇ ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους
μου εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν, τὴν
ἀποστατημένην καὶ ἁμαρτωλήν,
καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
θὰ ἐντραπῇ αὐτὸν καὶ θὰ
τὸν ἀποκηρύξη, ὅταν ὡς κριτὴς
τῶν ἀνθρώπων ἔλθῃ ὁλόλαμπρος
μὲ τὴν δόξαν τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ
συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους
ἀγγέλους>. |
38
Ὁρισμένως δὲ θὰ χάσῃ τὴν ψυχήν
του ἐκεῖνος, ποὺ δὲν θὰ ὑποστῇ
δ’ ἐμὲ τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι ὁποιοσδήποτε
ἐντραπῇ ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους
μου ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὰς περιφρονήσεις
καὶ τοὺς χλευασμοὺς τῶν ἀνθρώπων
τῆς γενεᾶς αὐτῆς, ποὺ ἀπεστάτησεν
ἀπὸ τὸν πνευματικόν της νυμφίον καὶ
εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸν θὰ τὸν
ἐντραπῇ καὶ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου καὶ θὰ τὸν ἀποκηρύξῃ
ὡς μὴ ἰδικόν του, ὅταν θὰ ἔλθῃ
μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους περιβεβλημένος
τὴν δόξαν τοῦ Πατρός του. |