Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω
ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν
ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ
γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν
ἐν δυνάμει. |
αὶ
ἔλεγεν εἰς αὐτούς· <Σᾶς
διαβεβαιώνω, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ
ἀπὸ αὐτούς ποὺ εὑρίσκονται
ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ
γευθοῦν τὸν θάνατον, προτοῦ ἰδοῦν
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ
τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἐγκαθίσταται
καὶ νὰ θεμελιώνεται εἰς τὴν
γῆν μὲ δύναμιν κατὰ τὴν ἡμέραν
τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος>. |
αὶ
ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Σᾶς λέγω ἀληθινά,
ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ στέκονται ἔδω, οἱ ὁποῖοι
δὲν θὰ δοκιμάσουν θάνατον, προτοῦ νὰ
ἴδουν, μετὰ τὴν κάθοδον τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, νὰ καταλύεται, μὲ τὴν καταστροφὴν
τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ναοῦ
των καὶ μὲ τὸν διασκορπισμὸν τοῦ
Ἰσραήλ, ἡ Παλαιὰ θεία τάξις καὶ διαθήκη
διὰ νὰ θεμελιωθῇ μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον
καὶ ὑπερφυσικὴν ἡ Νέα θεία τάξις ἐν
τῷ κόσμῳ, τὴν ὁποίαν θὰ ἐκπροσωπῇ
ἡ Ἐκκλησία ὡς ἄλλη βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
|
2
Καὶ μεθ' ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει
ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ
τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην
καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς
ὅρος ὑψηλὸν κατ' ἰδίαν μόνους·
καὶ μεταμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν,
|
2
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἓξ ἡμέρας
ἐπῆρε μαζῆ του ὁ Ἰησοῦς
τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον
καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς
ἀνέβασεν εἰς ἕνα ὑψηλὸν
ὅρος αὐτοὺς μόνον ἰδιαιτέρως.
Καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν.
|
2
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕξ ἡμέρας
παίρνει μαζί του ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον
καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην
καὶ τοὺς ἀνεβάζει εἰς ὅρος ὑψηλὸν
ἰδιαιτέρως αὐτοὺς μόνους· καὶ
μετεμορφώθη ἔμπροσθέν τους. |
3
καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο
στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών,
οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς
οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι. |
3
Καὶ τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ
ἔγιναν ἀπαστράπτοντα καὶ ἀκτινοβόλα,
λευκὰ πάρα πολὺ ὡσὰν τὸ
χιόνι, τέτοια ποὺ κανένας βαφεὺς
εἰς τὴν γῆν δὲν ἠμπορεῖ
ποτὲ νὰ λευκάνῃ ἔτσι.
|
3
Καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν ἀστραπτερά,
λευκὰ πολὺ σὰν τὸ χιόνι, τέτοια, ποὺ
τεχνίτης ἔμπειρος εἰς τὶς βαφὲς τῶν
ὑφασμάτων ἐδῶ εἰς τὴν γῆν
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ λευκάνῃ
ἔτσι. |
4
Καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας
σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες
τῷ Ἰησοῦ. Καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ·
|
4
Καὶ παρουσιάσθη εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἠλίας (ὡς ἐκπρόσωπος τῶν
προφητῶν) μαζῆ μὲ τὸν Μωϋσέα
(ἐκπρόσωπον τοῦ Νόμου) καὶ συνωμιλοῦσαν
μὲ τὸν Ἰησοῦν. ᾿Ἐπῆρε
τότε ὁ Πέτρος τὸν λόγον καὶ
εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν.
|
4
Καὶ ἐνεφανίσθησαν εἰς αὐτοὺς
οἱ δύο μεγάλοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Νόμου καὶ
τῶν Προφητῶν, ὁ Ἠλίας μαζὶ μὲ
τὸν Μωϋσῆν. Καὶ συνωμίλουν ἐπ’ ἀρκετὸν
μὲ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀφοῦ
ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος, εἶπεν εἰς
τὸν Ἰησοῦν· |
5
Ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε
εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς,
σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν, καὶ
Ἠλίαν μίαν. |
5
<Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μένωμεν
ἐδῶ. Καὶ νὰ κατασκευάσωμεν τρεῖς
σκηνάς, μίαν διὰ σέ, μίαν διὰ
τὸν Μωϋσέα καὶ μίαν διὰ τὸν
Ἠλίαν>. |
5
Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μένωμεν ἐδῶ.
Καὶ ἂς κάμωμεν λοιπὸν τρεῖς σκηνάς,
μίαν διὰ σὲ καὶ διὰ τὸν Μωϋσὴν
μίαν καὶ διὰ τὸν Ἠλίαν ἄλλην
μίαν. |
6
Οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ·
ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι. |
6
Καὶ ἔλεγεν αὐτά, διότι δὲν
ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ, ἐπειδὴ
αὐτὸς καὶ οἱ δύο ἄλλοι
μαθηταὶ εἶχαν καταληφθῇ ἀπὸ
φόβον, ὁ ὁποῖος εἶχε θολώσει
καὶ συγχύσει τὸν νοῦν τους.
|
6
Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Πέτρος,
χωρὶς νὰ σκεφθῇ, ὅτι οὔτε ἦτο
δυνατὸν οἱ δύο οὐράνιοι ἐπισκέπται
νὰ παραμείνουν μονίμως εἰς τὴν γῆν,
ποὺ δὲν ἔγινεν ἀκόμη καινούργια, οὔτε
ἐχρειάζοντο σκηναὶ δι’ αὐτούς, ποὺ
κατοικίαν εἶχαν τὸν οὐρανόν. Ἀλλ’
ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτά, διότι δὲν ἤξευρε
τί νὰ εἴπῃ, ἐπειδὴ ἔπαθε
σύγχυσιν λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸς
καὶ οἱ δύο συμμαθηταί του εἶχαν καταληφθῇ
ἀπὸ φόβον, ποὺ παρέλυε τὴν σκέψιν
τους. |
7
Καὶ ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα
αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ
τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός
ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός·
αὐτοῦ ἀκούετε.
|
7
Καὶ αἴφνης ἦλθε νέφος που ἐσκέπασε
αὐτούς. Καὶ ἀπὸ τὸ νέφος
αὐτὸ ἠκούσθη φωνή, ποὺ
ἔλεγεν· <αὐτὸς εἶναι ὁ
Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Εἰς
αὐτὸν νὰ ὑπακούετε>.
|
7
Καὶ ἦλθε σύννεφον, ποὺ τοὺς
ἐσκέπασε. Καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὸ σύννεφον φωνὴ ἡ ὁποία ἔλεγε·
Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ
ἀγαπητός, εἰς αὐτὸν νὰ ὑπακούετε.
|
8
Καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι
οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν
Ἰησοῦν μόνον μεθ' ἑαυτῶν.
|
8
Καὶ ἔξαφνα ἐκύτταξαν γύρω τους
οἱ μαθηταὶ καὶ δὲν εἶδαν κανένα,
παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν μαζῆ
των. |
8
Καὶ ἔξαφνα ὅταν οἱ μαθηταὶ ἐκύτταξαν
γύρω τους, δὲν εἶδαν πλέον κανένα, ἀλλὰ
τὸν Ἰησοῦν μαζί τους μόνον, χωρὶς
τοὺς ἄλλους δύο προφήτας. |
9
Καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ
τοῦ ὅρους διεστείλατο αὐτοῖς
ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον,
εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστηθῇ.
|
9
Καθὼς δὲ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ
ὅρος, ἔδωσεν αὐτούς, κατὰ τρόπον
ἔντονον, ἐντολήν, νὰ μὴ διηγηθοῦν
εἰς κανένα αὐτὰ ποὺ εἶδαν,
παρὰ μόνον ὅταν ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθῇ ἐκ
νεκρῶν. |
9
Ὅταν δὲ αὐτοὶ κατέβαινον ἀπὸ
τὸ ὅρος, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς
νὰ μὴ διηγηθοῦν εἰς κανένα αὐτὰ
ποὺ εἶδαν, παρὰ μόνον τότε νὰ τὰ
εἶπουν, ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ἀναστηθῃ ἐκ
νεκρῶν, ὁπότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κίνδυνος ἀκαίρων ἐνθουσιασμῶν τοῦ
πλήθους, ἀλλὰ καὶ περισσότερον κατανοητὸν
καὶ πιστευτὸν τὸ γεγονὸς αὐτὸ
θὰ καταστῇ. |
10
Καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς
ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι
τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.
|
10
Καὶ οἱ μαθηταὶ ἐκράτησαν τὸ
γεγονὸς τῆς μεταμορφώσεως μυστικόν·
μεταξύ των ὅμως συζητοῦσαν, τί σημαίνει
ὅτι θὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.
|
10
Καὶ ἐκράτησαν τὸν περὶ Μεταμορφώσεως
λόγον μυστικόν, συνεζήτουν δὲ μεταξύ τους, τὶ
σημασίαν ἔχει τὸ νὰ ἀναστῇ ἐκ
νεκρῶν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος
ὡς Μεσσίας δὲν ἦτο κατώτερος προσώπων, ποὺ
δὲν εἶδαν θάνατον ὡς ὁ Ἐνὼχ
καὶ ὁ Ἠλίας καὶ συνεπῶς οὔτε
αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ.
|
11
Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες,
ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι
Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον.
|
11
Ἐρωτοῦσαν ὅμως αὐτὸν καὶ
ἔλεγαν· <διατὶ οἱ γραμματεῖς
λέγουν, ὅτι πρέπει νὰ ἔλθῃ
πρῶτον ὁ Ἠλίας;> |
11
Καὶ τὸν ἠρώτων καὶ ἔλεγον·
ὁ Ἠλίας ἦλθεν εἰς τὸ ὅρος
καὶ ἀφοῦ σὲ ἐχαιρέτισεν, ἔφυγε
πάλιν. Διατὶ λοιπὸν λέγουν οἱ γραμματεῖς,
ὅτι πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου
πρέπει νὰ ἔλθῃ πρῶτον ὁ Ἠλίας;
|
12
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε αὐτοῖς·
Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρώτοις
ἀποκαθιστᾷ πάντα· καί πῶς
γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ
καὶ ἐξουθενωθῇ; |
12
Ἐκεῖνος δὲ τοὺς ἀπήντησε·
<Μάλιστα, ὁ Ἠλίας θὰ ἔλθῃ
πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου,
νὰ ἀποκαταστήσῃ καὶ τακτοποιήσῃ
τὰ πάντα διὰ τὴν ὑποδοχήν
του. Ἀλλὰ διατὶ δὲν λέγουν οἱ
γραμματεῖς καὶ τὸ πῶς ἔχει γραφῆ
καὶ προφητευθῆ διὰ τὸν Υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι θὰ πάθῃ
πολλὰ καὶ θὰ ἐξουθενωθῇ ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς του; |
12
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπε· Σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας ὁ
Ἠλίας, ἀφοῦ ἔλθῃ πρὸ τῆς
ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου, θὰ ἀποκαταστήσῃ
ὅλας τὰς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, καὶ
θὰ συμφιλιώσῃ αὐτοὺς καὶ μεταξύ
τους καὶ μὲ τὸν Θεόν. Καὶ τοῦ
Ἠλία μὲν αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀποστολή. Διὰ δὲ τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου πῶς ἔχει γραφῆ
καὶ προφητευθῇ εἰς τὰς Ἁγίας
Γραφάς; Ἔχει προφητευθῇ, ὅτι θὰ πάθῃ
πολλὰ καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ.
|
13
Ἀλλὰ λέγων ὑμῖν ὅτι καὶ
Ἠλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν
αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς
γέγραπται ἐπ' αὐτόν. |
13
Ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς λέγω τοῦτο·
ὅτι ὁ Ἠλίας ἦλθε, ἐναντίον
τοῦ ὁποίου, ἔκαμαν ὅσα ἠθέλησαν,
ὅπως ἄλλωστε καὶ δι' αὐτὸν εἶχε
προφητευθῆ>. (Καὶ αὐτὰ ἔλεγε
διὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει ἐν
πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιοὺ,
διὰ νὰ προπαρασκευάσῃ τὸν λαόν).
|
13
Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι ὄχι μόνον
ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἠλίας
ἔχει ἔλθει. Ἦλθεν ὁ κατὰ πάντα
ὅμοιος πρὸς τὸν Ἠλίαν προφήτης Ἰωάννης
ὁ πρόδρομος καὶ βαπτιστής. Καὶ τοῦ
ἔκαμαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅσα ἠθέλησαν,
σύμφωνα δὲ μὲ ὅσα ἔχουν γραφῆ
δι’ αὐτόν. Ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, μέλλει νὰ
πάθῃ ἀπὸ αὐτούς.
|
14
Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς
εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς,
καὶ γραμματεῖς συζητοῦντες αὐτοῖς.
|
14
Καὶ καθὼς κατέβηκε πρὸς τοὺς
ἄλλους ἐννέα μαθητάς, εἶδεν
λαὸν πολὺν γύρω ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ τοὺς γραμματεῖς νὰ συζητοῦν
ἐντόνως μὲ αὐτούς. |
14
Καὶ ὅταν ἦλθε πλησίον τῶν μαθητῶν,
εἶδε γύρω ἀπὸ αὐτοὺς πολὺν
λαὸν καὶ γραμματεῖς νὰ συζητοῦν
μαζί τους. |
15
Καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος
ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν,
καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν.
|
15
Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ λαός,
ὅταν τὸν εἶδε, κατελήφθη ἀπὸ
μεγάλο θαυμασμὸν καὶ τρέχοντες πρὸς
αὐτὸν τὸν ἐχαιρετοῦσαν.
|
15
Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ λαὸς ὅταν
τὸν εἶδεν, ἐθαμβώθη ἀπὸ τὴν
χαράν του καὶ τρέχοντες πρὸς αὐτὸν
τὸν ἐχαιρέτων. |
16
Καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς·
τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς;
|
16
Καὶ ἠρώτησε τοὺς γραμματεῖς·
<τί συζητεῖτε μεταξύ σας;>
|
16
Καὶ ἠρώτησε τοὺς γραμματεῖς·
τὶ συζητεῖτε μεταξύ σας; |
17
Καὶ ἀποκριθεὶς εἰς ἐκ τοῦ
ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα
τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα
πνεῦμα ἄλαλον. |
17
Καὶ λαβὼν τὸν λόγον ἔνας ἀπὸ
τὸ πλῆθος εἶπε· <Διδάσκαλε,
ἔφερα πρὸς σὲ τὸ παιδί μου,
ποὺ ἔχει καταληφθῇ ἀπὸ πονηρὸν
πνεῦμα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔχει
ἀφαιρέσει τὴν λαλιάν. |
17
Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας ἀπὸ τὸ
πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε·
Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου,
ποὺ ἔχει καταληφθῇ ἀπὸ πνεῦμα
πονηρόν, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐπῆρε
καὶ τὴν λαλιάν. |
18
Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει
καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ,
καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς
μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸν ἐκβαλοῦσι,
καὶ οὐκ ἴσχυσαν. |
18
Καὶ εἰς ὅποιον τόπον τὸ καταλάβει,
τὸ συγκλονίζει καὶ τὸ ρίπτει
κάτω καὶ τὸ κάνει νὰ ἀφρίζη,
νὰ τρίζῃ τὰ δόντια του καὶ
νὰ μένῃ ξηρὸν καὶ ἀναίσθητον.
Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου
νὰ διώξουν αὐτὸ τὸ πονηρὸν
πνεῦμα, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν>.
|
18
Καὶ εἰς ὅποιο μέρος τὸν πιάσῃ,
τὸν ρίπτει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει
τὰ δόντια του καὶ γίνεται ξηρὸς καὶ
ἀναίσθητος. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς
μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν καὶ δὲν
ἠμπόρεσαν. |
19
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει·
ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς
ὑμᾶς ἔσομαι; ῞Εως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν; Φέρετε αὐτὸν πρὸς
μέ. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς
αὐτόν. |
19
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς
αὐτὸν καὶ εἶπε· <ὦ γενεά,
ποὺ μένεις ἀκόμη ἄπιστος, παρ'
ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔχεις ἰδῇ·
ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζῆ σας;
Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι;
Φέρτε αὐτὸν σὲ μένα>. Καὶ
ἔφεραν πράγματι τὸ δαιμονιζόμενο παιδί.
|
19
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς
αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ὦ γενεά,
ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι ἀκόμη
ἄπιστος, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας;
Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν
μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν εἰς
αὐτόν. |
20
Καὶ ἱδὼν αὐτὸν εὐθέως
τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν,
καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς
ἐκυλίετο ἀφρίζων. |
20
Καὶ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν, μόλις
εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀμέσως
συνεκλόνισε μὲ σπασμοὺς τὸν νέον,
ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔπεσε εἰς
τὴν γῆν, ἐκυλίετο καὶ ἔβγαζε
ἀφρούς. |
20
Καὶ ὅταν τὸ πονηρὸν πνεῦμα εἶδε
τὸν Ἰησοῦν, ἀμέσως ἐτάραξε μὲ
σπασμοὺς τὸν νέον, ὁ ὁποῖος,
ἀφοῦ ἔπεσεν ἐπὶ τῆς γῆς,
ἐκυλίετο καὶ ἔβγαζεν ἀφροὺς
ἀπὸ τὸ στόμα. |
21
Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο
γέγονεν αὐτῷ; Ὁ δὲ εἶπε·
παιδιόθεν. |
21
Καὶ ἠρώτησε ὁ Κύριος τὸν
πατέρα τοῦ νέου· <πόσος καιρὸς
εἶναι ἀπὸ τότε ποῦ συνέβη
αὐτό;> Καὶ ἐκεῖνος εἶπε·
<ἀπὸ τὴν παιδικήν του ἡλικίαν.
|
21
Καὶ ἠρώτησεν ὁ Κύριος τὸν πατέρα του·
Πόσος καιρὸς εἶναι ἀφ’ ὅτου τοῦ
συνέβη τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν·
Ἀπὸ μικρὸ παιδί. |
22
Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς
πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα
ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ'
εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν
σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς. |
22
Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρριξεν
εἰς τὴν φωτιὰ καὶ εἰς τὰ
νερά, διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσῃ.
Ἀλλ' ἐὰν ἠμπορῇς νὰ κάμῃς
τίποτε, σπλαγχνίσου μας καὶ βοήθησέ
μας>. |
22
Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρρινε
καὶ εἰς φωτιὰ καὶ εἰς νερά,
διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Ἀλλ’ ἐὰν
μπορῇς νὰ κάμῃς τίποτε, λυπήσου μας καὶ
βοήθησέ μας. |
23
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ
τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα
δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. |
23
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο·
<ἐὰν σὺ ἠμπορῇς νὰ
πιστεύσῃς, τότε ὅλα εἶναι κατορθωτὰ
εἰς τὸν πιστεύοντα>. |
23
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε
τοῦτο· Ἐὰν ἠμπορῇς σὺ
νὰ πιστεύσῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ
εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει.
|
24
Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ
τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε·
πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ
ἀπιστίᾳ. |
24
Καὶ ἀμέσως ὁ πατὴρ τοῦ
παιδίου μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια
ἔκραξε καὶ εἶπε· <πιστεύω,
Κύριε, βοήθησέ με νὰ ἐλευθερωθῶ
ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν καὶ
νὰ ἀποκτήσω ζωντανὴν πίστιν>.
|
24
Καὶ ἀμέσως ἐφώναξεν ὁ πατὴρ
τοῦ παιδίου μὲ δάκρυα καὶ εἶπε·
Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ
μὲ βοηθήσῃς. Βοήθησέ με νὰ ἀπαλλαγῶ
ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν μου καὶ
ἀναπλήρωσε σὺ τὴν ἔλλειψιν τῆς
πίστεώς μου. |
25
Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε
τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ
ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω,
ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι
εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
|
25
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶδε
ὅτι λαὸς ἔτρεχε ἀπὸ τὰ
διάφορα μέρη καὶ ἐμαζεύετο ἐκεῖ,
ἐπέπληξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα
καὶ τοῦ εἶπε· <τὸ πνεῦμα
τὸ ἄλαλον καὶ τὸ κωφόν, ἐγὼ
σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν
καί ποτὲ πλέον νὰ μὴ ξαναεισέλθης
εἰς αὐτόν>. |
25
Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰησοῦς,
ὅτι ἔτρεχεν ἐκεῖ καὶ ἐμαζεύετο
πολὺς λαός, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ
ἀκάθαρτον καὶ εἶπεν εἰς αὐτό·
τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κουφόν,
ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ
αὐτὸν καὶ μὴν ἔμβῃς πλέον
εἰς αὐτόν. |
26
Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν
αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο
ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν. |
26
Καὶ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν ἀφοῦ
ἔκραξε καὶ συνεκλόνισε πάρα πολὺ
τὸν νέον, ἐβγῆκε. Καὶ ἔμεινε
ὁ νέος σὰν πεθαμένος, ὥστε πολλοὶ
νὰ λέγουν ὅτι ἀπέθανε.
|
26
Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε τὸ πονηρὸν
πνεῦμα καὶ τὸν ἐσπάραξε πολύ, ἐβγῆκε.
Καὶ ἔγινεν ὁ νέος σὰν νεκρός, ὥστε
ἔλεγαν πολλοί, ὅτι ἀπέθανε.
|
27
Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν
τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ
ἀνέστη. |
27
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε
ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε
καὶ ἐκεῖνος ἐστάθη ὄρθιος.
|
27
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀφοῦ τὸν
ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε
καὶ ἐκεῖνος ἐστάθη ὄρθιος.
|
28
Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς
οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων
αὐτὸν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς
οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
|
28
Ὅταν δὲ εἰσῆλθεν ὁ Κύριος
εἰς ἕνα σπίτι, οἱ μαθηταί του
τὸν ἐρωτοῦσαν ἰδιαιτέρως·
<διατὶ ἡμεῖς δὲν ἠμπορέσαμεν
νὰ διώξωμε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα;>
|
28
Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἐμβῆκεν εἰς
κάποιο σπίτι, τὸν ἠρώτων ἰδιαιτέρως οἱ
μαθηταί του· Διατὶ ἡμεῖς δὲν
ἠμπορέσαμεν νὰ βγάλωμεν τὸ πονηρὸν
πνεῦμα; |
29
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο
τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται
ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. |
29
Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπεν·
<αὐτὸ τὸ γένος τῶν δαιμονίων
μὲ τίποτε ἄλλο δὲν διώχνεται,
παρὰ μόνον μὲ προσευχὴν καὶ
νηστείαν>. |
29
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Αὐτὸ
τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει
μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴν
συνοδευομένην καὶ μὲ νηστείαν, ὥστε ἡ
προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοιαν ὅσον
τὸ δυνατὸν ἐλαφροτέραν καὶ περισσότερον
προσηλωμένην εἰς τὸν Θεόν. |
30
Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο
διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν
ἵνα τις γνῷ· |
30
Καὶ ἀφοῦ ἀνεχώρησαν ἀπὸ
ἐκεῖ, ἐπροχωροῦσαν ἀπὸ
ἀπόμερους δρόμους διὰ μέσου
τῆς Γαλιλαίας καὶ δὲν ἤθελε
νὰ μάθῃ κανεὶς διὰ τὴν
διάβασίν του αὐτήν. |
30
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπ’ ἐκεῖ,
ἐπήγαιναν ἀθόρυβα διὰ τῆς Γαλιλαίας
ἀκολουθοῦντες τὴν δυτικὴν ὄχθην
τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ δὲν ἤθελε
νὰ τοὺς μάθῃ κανείς, ὅτι διέβαιναν.
|
31
ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ
καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται
εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ
τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
|
31
Καὶ τοῦτο, διότι ἐδίδασκε τοὺς
μαθητὰς τοῦ ἰδιαιτέρως καὶ τοὺς
ἐπληροφοροῦσε, ὅτι ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται εἰς
χέρια μοχθηρῶν ἀνθρώπων, οἱ
ὁποῖοι καὶ θὰ τὸν θανατώσουν,
καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην
ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ. |
31
Τοῦτο δὲ διότι ἤθελε νὰ εἶναι
μόνος του μετὰ τῶν μαθητῶν του, τοὺς
ὁποίους συστηματικῶς πλέον ἐδίδασκε καὶ
ἔλεγεν εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, παραδίδεται μετ’
ὀλίγον εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων, καὶ
θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ ἀφοῦ
θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ
τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ. |
32
Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα,
καὶ ἐφοφοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. |
32
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ ἐννοήσουν τὰ λόγια αὐτά.
Διὰ λόγους δὲ σεβασμοῦ, ἀλλὰ
καὶ ἕνεκα φόβου (μήπως ἀκούσουν
κάτι περισσότερον λυπηρόν, ἢ
καὶ ἐλεγχθοῦν διὰ τὴν ἄγνοιάν
των ἀπὸ τὸν διδάσκαλον) δὲν
ἐτολμοῦσαν νὰ τὸν ἐρωτήσουν.
|
32
Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἐκαταλάβαιναν
τὸν λόγον αὐτὸν περὶ ἀναστάσεως
καὶ ἀπέφευγαν νὰ τοῦ ζητήσουν ἐξηγήσεις,
ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο, μήπως ἀκούσουν
τίποτε ἄλλο περισσότερον δυσάρεστον, ἢ καὶ
ἐπιτιμήσεις ἀπὸ τὸν Διδάσκαλον, διότι
δὲν εἶχαν ἀκόμη καταλάβει αὐτό, διὰ
τὸ ὁποῖον ἐπανειλημμένως τοὺς
εἶχεν ὁμιλήσει. |
33
Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ
ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος
ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν
τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε;
|
32
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ ἐννοήσουν τὰ λόγια αὐτά.
Διὰ λόγους δὲ σεβασμοῦ, ἀλλὰ
καὶ ἕνεκα φόβου (μήπως ἀκούσουν
κάτι περισσότερον λυπηρόν, ἢ
καὶ ἐλεγχθοῦν διὰ τὴν ἄγνοιάν
των ἀπὸ τὸν διδάσκαλον) δὲν
ἐτολμοῦσαν νὰ τὸν ἐρωτήσουν.
|
33
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ·
καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς σπίτι τοὺς
ἠρώτα· Ποίαν συζήτησιν καὶ συνομιλίαν εἶχατε
μεταξύ σας εἰς τὸν δρόμον; |
34
Οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους
γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ
τίς μείζων. |
34
Ἐκεῖνοι δὲ ἐντροπιασμένοι ἐσιωποῦσαν,
διότι εἶχαν συζητήσει εἰς τὸν
δρόμον μεταξύ των, ποῖος ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ εἶναι μεγαλύτερος
πλησίον τοῦ Χριστοῦ. |
34
Αὐτοὶ δὲ ἐσιώπων· διότι συνεζήτησαν
μεταξύ τους εἰς τὸν δρόμον, ποῖος θὰ
ἦτο πλησίον τοῦ Χριστοῦ ὁ μεγαλύτερος
καὶ περισσότερον διακεκριμένος, καὶ τώρα ἐντρέποντο
νὰ εἴπουν τοῦτο εἰς τὸν Διδάσκαλον.
|
35
Καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα
καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις
θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων
ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος.
|
35
Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε, ἐκάλεσε
τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς εἶπε·
<ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος,
θὰ γίνῃ τελευταῖος ἀπὸ
ὅλους καὶ ὑπηρέτης εἰς ὅλους>.
|
35
Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν, ἐφώναξε τοὺς
δώδεκα καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐὰν
κανεὶς θέλῃ νὰ εἶναι πρῶτος
κατὰ τὴν τιμήν, ὀφείλει διὰ τῆς
ταπεινώσεώς του ἀπέναντι τῶν ἄλλων νὰ
γίνῃ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους καὶ
ὑπηρέτης ὅλων διὰ τῆς ἀσκήσεως
τῆς ἀγάπης. |
36
Καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ
ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος
αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς·
|
36
Ἐπῆρε δὲ ἕνα παιδί, τὸ
ἔβαλε ὄρθιο ἐν μέσῳ αὐτῶν,
τὸ ἀγκΆλιασε καὶ τοὺς εἶπε·
|
36
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ἕνα παιδίον,
τὸ ἔστησεν ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν
καὶ τὸ ἐνηγκαλίσθη καὶ τοὺς
εἶπεν· |
37
ὃς ἐὰν ἓν τῶν τιούτων
παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί
μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς
ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ
δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά
μέ. |
37
<ἐκεῖνος ποὺ πρὸς χάριν μου
θὰ δεχθῇ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά
αὐτὰ ἢ ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ
μὲ τὴν ἁπλοϊκότητα καὶ ἀθωότητά
του ὁμοιάζει μὲ μικρὸ παιδί,
αὐτὸς ὑποδέχεται ἐμέ·
καὶ ὅποιος θὰ ὑποδεχθῇ ἐμέ,
δὲν δεχετεαι ἐμέ, ἀλλὰ τὸν
Πατέρα, ποὺ μὲ ἔστειλε εἰς τὴν
γῆν>. |
37
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑποδεχθῇ
δι’ ἐμὲ καὶ πρὸς τιμήν μου ἕνα
τέτοιον ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐταπεινώθῃ
σὰν τὸ μικρὸ παιδί, αὐτὸς ὑποδέχεται
καὶ τιμᾷ ἐμὲ τὸν ἴδιον.
Καὶ ὅποιος θὰ ὑποδεχθῇ ἐμέ,
δὲν ὑποδέχεται ἐμέ, ἀλλ’ ὑποδέχεται
ἐκεῖνον, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς
τὸν κόσμον, δηλαδὴ τὸν ἐπουράνιόν
μου Πατέρα. |
38
Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης
λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα
δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖν
ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν,
ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖν ἡμῖν. |
38
Ἔλαβε τότε τὸν λόγον ὁ Ἰωάννης
καὶ εἶπε· <διδάσκαλε, εἴδαμε
κάποιον νὰ διώχνῃ μὲ τὴν
ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός
σου δαιμόνια· αὐτὸς ὅμως δὲν
μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ δὲν ἀνήκει
εἰς τὴν ὁμάδα μας. Διὰ τοῦτο
καὶ τὸν ἐμποδίσαμεν, ἀκριβῶς
διότι δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ ὡς
μαθητής σου>. |
38
Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰωάννης
καὶ εἶπε· Διδάσκαλε τόσον πολὺ ἐκτιμᾷς
ἐκεῖνον, ποὺ θὰ δεχθῇ διὰ
τὸ ὄνομά σου ἄνθρωπον ταπεινὸν σὰν
τὸ παιδίον. Ἡμεῖς ὅμως εἴδομεν
κάποιον, ποὺ δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ
καὶ δὲν ἀνήκει εἰς τὸν κύκλον
τῶν μαθητῶν, νὰ βγάζῃ δαιμόνια διὰ
τῆς ἐπικλήσεως τὸ ὀνόματός σου, καὶ
ἀντὶ νὰ τὸν τιμήσωμεν διὰ τὸ
ὅτι ἔπραττε τοῦτο διὰ τοῦ ὀνόματός
σου, τὸν ἐμποδίσαμεν, ἐπειδὴ δὲν
μᾶς ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής σου.
|
39
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ
κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ
ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ
τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται
ταχὺ κακολογῆσαί με·
|
39
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· <μὴ
τὸν ἐμποδίζετε, διότι δὲν ὑπάρχει
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ ὀνόματός μου θὰ
κάμῃ θαῦμα, καὶ θὰ μπορέσῃ
σύντομα νὰ μὲ κακολογήσῃ. |
39
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μὴ
τὸν ἐμποδίζετε. Διότι ἄνθρωπος ποὺ
θὰ κάμῃ θαῦμα ἐπικαλούμενος τὸ
ὄνομά μου, δὲν θὰ μπορέσῃ γρήγορα
νὰ κακολογήσῃ καὶ νὰ βλασφημήσῃ
ἐμέ, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου
ἐθαυματούργησε καὶ ἐδοξάσθη.
|
40
ὃς γὰρ οὐκ ἐστὶ καθ' ὑμῶν,
ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. |
40
Μὴ ἐμποδίζετε λοιπὸν κάτι τέτοιους,
διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι
ἐναντίον σας καὶ δὲν σᾶς πολεμεῖ,
εἶναι μὲ τὸ μέρος σας. |
40
Μὴ ἐμποδίζετε λοιπὸν τοὺς τοιούτους.
Διότι ὅποιος δεν εἶναι ἐναντίον σας καὶ
δὲν πολεμεῖ τὴν διδασκαλίαν σας, εἶναι
μὲ τὸ μέρος σας καὶ ἑπόμενον εἶναι
νὰ γίνῃ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἰδικός
σας. |
41
῝Ος γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς
ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί
μου, ὅτι Χριστοῦ ἔστε, ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ
μισθὸν αὐτοῦ. |
41
Διότι ὅποιος πρὸς χάριν ἐμοῦ
σᾶς προσφέρει καὶ τὴν παραμικρὰν
ὑπηρεσίαν, ὅποιος π.χ. σᾶς προσφέρει
ἕνα ποτήρι νερό, διότι εἶσθε
μαθηταὶ τοῦ Χρστοῦ, σᾶς διαβεβαιώνω,
ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὸν μισθόν
του. |
41
Καὶ διὰ νὰ ἑξακολουθήσω ἐκεῖνο,
ποὺ σᾶς ἔλεγα, σᾶς βεβαιῶ, ὅτι
καὶ ἡ ἐλαχίστη ὑπηρεσία, τὴν
ὁποίαν πρὸς τιμήν μου θὰ σᾶς προσφέρουν,
δὲν θὰ μείνῃ ἄνευ ἀνταμοιβῆς.
Διότι ἐκεῖνος πού, μὲ τὸν σκοπὸν
νὰ τιμήσῃ ἐμέ, ἐπειδὴ δηλαδὴ
εἶσθε μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, θὰ
σᾶς προσφέρῃ νὰ πίετε ἔστω καὶ
ἕνα ποτήριον νερό, σᾶς λέγω, ὅτι δὲν
θὰ χάσῃ τὴν ἀμοιβήν του διὰ
τὴν μικρὰν αὐτὴν ὑπηρεσίαν,
ποὺ σᾶς προσέφερε. |
42
Καὶ ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα
τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων
εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ
μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς
περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ
βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν.
|
42
Ὅποιος δὲ μὲ τὰ λόγια ἢ
μὲ τὰ ἔργα του ἤθελε σκανδαλίσει
καὶ σπρώξει εἰς τὸν δρόμον τοῦ
κακοῦ ἕνα ἀπὸ τοὺς μικροὺς
καὶ ταπεινοὺς τούτους, ποὺ πιστεύουν
εἰς ἐμέ, πρέπει νὰ θεωρήσῃ
συμφερώτερον διὰ τὸν ἑαυτόν
του, ἐὰν κρεμασθῇ ἀπὸ τὸν
τράχηλόν του μιὰ μυλόπετρα καὶ
ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσα. (Διότι
ἡ τιμωρία, ποὺ τὸν περιμένει
ἀπὸ τὸν δίκαιον Θεόν, θὰ
εἶναι ἀσυγκρίτως φοβερωτέρα). |
42
Καὶ εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
τυχὸν θὰ βλάψῃ πνευματικῶς ἕνα
ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς αὐτοὺς
καὶ ἀπλοῦς, ποὺ πιστεύουν εἰς
ἐμέ, εἶναι καλύτερον καὶ συμφερώτερον εἰς
αὐτόν, ἐὰν κρεμασθῇ γύρω ἀπὸ
τὸν λαιμόν του μία μυλόπετρα καὶ ριφθῇ εἰς
τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν. Διότι ἀσυγκρίτως
μεγαλυτέρα τιμωρία περιμένει τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
|
43
Καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ
χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν·
καλόν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν
ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο
χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν
γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, |
43
Καὶ ἐὰν πρόσωπον προσφιλὲς καὶ
πολύτιμον, ὅπως τὸ δεξί σου χέρι,
σὲ σκανδαλίζῃ, κόψε τὴν ἐπικοινωνίαν
καὶ συναναστροφὴν μὲ αὐτό, ὅπως
θὰ ἔκοπτες τὸ ἀρωστημένο χέρι.
Διότι εἶναι πολὺ προτιμότερον γιὰ
σένα νὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν κουλλὸς
ἢ ἔχων καὶ τὰ δύο σου χέρια
νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέενναν, εἰς
τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον,
|
43
Καὶ ἐὰν σοῦ γίνεται ἀφορμὴ
νὰ ἁμαρτάνῃς ἡ χείρ σου, δηλαδὴ
πρόσωπον ἢ πρᾶγμα πολὺ συνδεδεμένον μαζί
σου καὶ πολὺ χρήσιμον εἰς σέ, κόψε την ἀπὸ
πάνω σου. Συμφερώτερον εἶναι εἰς σὲ νὰ
ἔμβῃς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν
κουλλός, παρὰ μὲ τὰς δύο χεῖρας νὰ
ἀπέλθῃς εἰς τὴν γέενναν, εἰς
τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ. Εἶναι
προτιμότερον νὰ ὑποστῇς τὴν βαρυτέραν
θυσίαν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ
νὰ χωρισθῇς ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα,
ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμα καὶ ἀγαπητά,
παρὰ ἡ προσκόλλησίς σου εἰς αὐτὰ
νὰ σὲ ρίψῃ εἰς τὴν κόλασιν,
|
44
ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
|
44
ὅπου τὸ σκουλήκι, ποὺ θὰ κατατρώγῃ
τοὺς ἁμαρτωλούς, δὲν πεθαίνει
ποτὲ καὶ τὸ φοβερὸ πῦρ δὲν
σβήνεται ποτέ. |
44
ὅπου τὸ σκουλήκι, τὸ ὁποῖον
θὰ τοὺς κατατρώγῃ χωρὶς καὶ
νὰ τοὺς ἑξαφανίζῃ ἐκείνους ποὺ
θὰ εἶναι ἐκεῖ, δὲν θὰ
ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ
θὰ τοὺς κατακαίῃ, χωρὶς νὰ τοὺς
ἀποτεφρώνῃ, δὲν θὰ σβήνή. Ἡ
τιμωρία των δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀτελεύτητος
καὶ αἰωνία. |
45
Καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ
σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλόν
σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν
ζωὴν χωλός, ἢ τοὺς δύο πόδας
ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν,
εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, |
45
Καὶ ἐὰν τὸ πόδι σου γίνεται
ἀφορμὴ νὰ ἁμαρτάνῃς, κόψε
τὸ, διότι εἶναι προτιμότερον νὰ
μπῇς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν
κουτσός, παρὰ ἔχων καὶ τὰ δυὸ
πόδια νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέεναν,
εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, |
45
Καὶ ἐὰν τὸ πόδι σου σοῦ γίνεται
ἀφορμὴ νὰ ἁμαρτάνῃς, κόψε το
ἀπ’ ἐπάνω σου. Καλύτερον εἶναι νὰ
εἰσέλθῃς εἰς τὴν αἰωνίαν ζωὴν
χωλός, παρὰ νὰ ἔχῃς καὶ τὰ
δύο πόδια καὶ νὰ ριφθῇς μὲ αὐτὰ
εἰς τὴν γέενναν. Προτιμότερον εἶναι νὰ
στερηθῇς τὰς ὑπηρεσίας, ποὺ θὰ
σοῦ παρέχῃ εἰς τὸν παρόντα κόσμον
τὸ πρόσωπον ἢ τὸ πρᾶγμα, ποὺ
σοῦ εἶναι τόσον χρήσιμον καὶ ἐξυπηρετικόν,
ὅσον καὶ τὸ πόδι σου εἰς τὸν
ὅλον ὀργανισμόν σου, παρὰ νὰ μὴ
στερηθῇς αὐτὰς καὶ νὰ ριφθῇς
εἰς τὴν κόλασιν, |
46
ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβένυται. |
46
ὅπου τὸ σκουλήκι, ποὺ κατατρώγῃ
τοὺς κολασμένους, δὲν θὰ ἔχῃ
τέλος καὶ ἢ φωτιά, ποὺ θὰ
τοὺς κατακαίῃ, δὲν θὰ σβήνῃ.
(Εἶναι προτιμότερον νὰ στερηθῇς ἀπὸ
τὰς ὑπηρεσίας τῶν ὁποιωνδήποτε
ἀνθρώπων, ἐφ' ὅσον ἐξ αἰτίας
αὐτῶν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ
ριφθῇς εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν).
|
46
ὅπου τὸ σκουλήκι, ποὺ θὰ κατατρώγῃ
τοὺς καταδικασμένους ἐκεῖ, δὲν θὰ
ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ
θὰ τοὺς κατακαίῃ δὲν θὰ σβήνῃ. |
47
Καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου
σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν·
καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντας
ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν τοῦ
πυρός, |
47
Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου σὲ
σκανδαλίζῃ καὶ γίνεται ἀφορμὴ
ἁμαρτίας, βγάλε το. Εἶναι καλύτερον
γιὰ σένα νὰ μπῇς μονόφθαλμος
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
παρὰ μὲ τὰ δύο μάτια νὰ
ἀποπεμφθῇς εἰς τὴν γέενναν τοῦ
πυρός. (Εἶναι προτιμότερον νὰ χωρισθῇς
ἀπὸ πράγματα καὶ πρόσωπα, ποὺ
σοῦ εἶναι πολύτιμα ὡσὰν τὰ
μάτια, παρὰ ἐξ αἰτίας αὐτῶν
ἢ μαζῆ μὲ αὐτὰ νὰ ριφθῇς
εἰς τὴν κόλασιν) |
47
Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου γίνεται ἀφορμὴ
ἁμαρτίας εἰς σέ, βγάλε το. Εἶναι καλύτερον
διὰ σὲ νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μονόμματος, παρὰ μὲ
δύο μάτια νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέενναν
τοῦ πυρός. Εἶναι συμφερώτερον νὰ χωρισθῇς
ἀπὸ πράγματα ἢ πρόσωπα, ποὺ σοῦ
εἶναι χρήσιμα καὶ πολύτιμα σὰν τὸ
μάτι σου, παρὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ
νὰ ριφθῇς εἰς τὴν κόλασιν,
|
48
ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ
τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
|
48
ὅπου τὸ σκουλήκι δὲν παίρνει
τέλος καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνεται. |
48
ὅπου τὸ σκουλῆκι, ποὺ κατατρώγει ἐκείνους
ποὺ ἔχουν ριφθῇ ἐκεῖ, δὲν
ἔχει τέλος, καὶ ἡ φωτιὰ ποὺ
τοὺς καίει, δὲν σβήνει ποτέ.
|
49
Πᾶς γὰρ πυρὶ ἀλισθήσεται, καὶ
πᾶσα θυσία ἁλὶ ἀλισθήσεται. |
49
Διότι κάθε ἕνας θὰ ἀλατισθῇ
μὲ πῦρ. Διὰ μὲν τοὺς δικαίους
πῦρ ἐξαγχνιστικὸν καὶ ἁγιαστικὸν
εἶναι αἱ θυσίαι, εἰς τὰς ὁποίας
ὑποβάλλονται πρὸς χάριν τοῦ
Θεοῦ. Διὰ δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
πῦρ ὀδυνηρότατον καὶ ἀτελεύτητον
εἶναι ἡ αἰωνία κόλασις. Καὶ
τὸ πῦρ αὐτὸ τῶν θυσιῶν,
ποὺ ὑποβάλλονται οἱ δίκαιοι
εἶναι ἀνάλογον πρὸς τὸ ἅλατι,
ποὺ κάνει νόστιμη κάθε θυσίαν
προσφερομένην εἰς τὸν Θεόν. |
49
Ἢ θὰ ἀποκόψετε λοιπὸν τοὺς στενοὺς
δεσμούς, ποὺ σᾶς γίνονται ἐμπόδιον, ἢ
θὰ ριφθῆτε εἰς τὸ πῦρ. Διότι
κάθε ἄνθρωπος γρήγορα ἢ ἀργὰ θὰ
ἀλατισθῇ μὲ φωτιά. Ἢ θὰ ἀλατισθῇ
καὶ θὰ ἑξαγνισθῇ ἐδῶ μὲ
τὸ πῦρ τῶν θλίψεων καὶ τῶν θυσιῶν
τῆς αὐταπαρνήσεως ἢ θὰ καταφαγωθῇ
ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς
γεέννης. Ἀκριβῶς ὅπως καὶ πᾶσα
θυσία πρέπει νὰ ἀλατισθῇ προτοῦ προσφερθῇ
εὐπροσδέκτως εἰς τὸν Θεόν.
|
50
Καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ
τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι
αὐτὸ ἀρτύσετε; Ἔχετε ἐν
ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε
ἐν ἀλλήλοις. |
50
Τὸ ἀλάτι εἶναι καλὸν καὶ
χρησιμώτατον· ἐὰν ὅμως χάσῃ
τὴν ἁλατιστικήν του δύναμιν, μὲ
τί θὰ τὸ ἀρτύσετε, ὥστε
νὰ γίνῃ καὶ πάλιν χρήσιμον;
(Ἐὰν αἱ θυσίαι καὶ αἱ
ἀρεταὶ τοῦ δικαίου, αἱ ὁποῖαι
τὸν κάνουν πνευματικὸν ἁλάτι,
ποὺ χαρίζει νοστιμάδα εἰς τὴν
ζωὴν τῆς κοινωνίας καὶ προλαμβάνει
τὴν σῆψιν, ἐὰν αὐταὶ ἐξαφανισθοῦν
καὶ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ κακίας,
τότε ἀπὸ ποῦ θὰ ἠμπορέσῃ
ὁ ἄνθρωπος ν' ἀποκτήσῃ πάλιν
τὰ καλὰ γνωρίσματα τοῦ πιστοῦ,
ποὺ εἶχε;) Διὰ τοῦτο κρατῆστε
μέσα σας τὸ πῦρ τοῦ Θείου ζήλου,
τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀρετῆς,
διὰ νὰ ἔχετε πάντοτε μεταξύ
σας εἰρήνην καὶ νὰ μὴ φιλονεικῆτε
διὰ ἀξιώματα καὶ τιμητικὰς θέσεις>.
|
50
Τὸ ἅλας εἶναι καλόν, διότι προλαμβάνεται
δι’ αὐτοῦ ἡ ἀποσύνθεσις τῶν
τροφῶν καὶ γίνονται νόστιμα τὰ φαγητά. Ἀλλ’
ἐᾶν τὸ ἅλας χάσῃ τὴν δύναμίν
του, μὲ τί θὰ τὸ ἀρτύσετε, ὥστε
νὰ ἀποκτήσῃ πάλιν τὴν δύναμιν ποὺ
ἔχασε; Ἔτσι καὶ αἱ ἀρεταί, ποὺ
κάνουν ἅλας τὸν πιστὸν μαθητήν μου·
ἡ ἀκλόνητος πίστις δηλαδὴ καὶ ἠ
αὐταπάρνησις, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς
πᾶσαν θυσίαν διὰ τὸ καθῆκον, καὶ
ἡ ἐγκαρτέρησις εἰς αὐτό. Ἐὰν
αὐταὶ αἱ ἀρεταὶ μεταστραφοῦν
εἰς τὰς ἀντιθέτους κακίας, ἤτοι εἰς
τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν φιλαυτίαν καὶ
τὸν ἐγωϊσμόν, ὁ μαθητής μου πλέον αὐτὸς
χάνει τὸ ἁλάτι του καὶ γίνεται ἀνίκανος
νὰ προφυλάξῃ καὶ ἑαυτὸν καὶ
τοὺς ἄλλους ἀπὸ τῆς διαφθορᾶς
τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἀπὸ ποίαν πλέον ἀνθρωπίνην πηγὴν δύναται
οὗτος νὰ ἀνανεώσῃ τὰς ἐξυγιαντικὰς
ἰδιότητας ποὺ ἔχασε; Διατηρήσατε ἀναμμένον
μέσα σας τὸ ἐξαγνιστικὸν πῦρ τῆς
αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς θείας Χάριτος καὶ
εἰδικῶς καύσατε δι’ αὐτοῦ τὸν
ἐγωϊσμόν, ποὺ καταστρέφει τὴν ἑνότητα,
καὶ ἔχετε τὴν εἰρήνην μεταξύ σας,
μὴ φιλονεικοῦντες διὰ πρωτεῖα καὶ
τιμητικὰς διακρίσεις. |