Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου
καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα
ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
|
ατὰ
τὴν ἑπομένην, ὅταν ἔδυσε τὸ
ἥλιος καὶ ἐπερασε τὸ Σάββατον,
ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία
ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καὶ
ἡ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα,
διὰ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν τάφον
καὶ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν.
|
αὶ
ἀφοῦ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ
μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἠγόρασαν
τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, διὰ
νὰ ἔλθουν τὸ πρωῒ εἰς τὸν
τάφον καὶ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν.
|
2
Καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων
ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος
τοῦ ἡλίου. |
2
Καὶ πολὺ πρωΐ τὴν πρώτην ἡμέρα
τῆς ἐβδομάδος, τὴν ὥρα ποὺ
ἐγλυκοχάραζε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου,
ἦλθαν εἰς τὸ μνημεῖον. |
2
Καὶ πολὺ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας
τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται εἰς τὸ
μνημεῖον τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ὑποκάτω
ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀνατέλλων ἥλιος
ἤρχισε νὰ διαλύῃ τὸ πρωϊνὸ σκοτάδι.
|
3
Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς·
τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν
λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
|
3
Καὶ ἔλεγαν μεταξύ των· ποιὸς
θὰ μᾶς ἀποκυλίσῃ τὸν βαρὺν
λίθον ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ
μνημείου; |
3
Καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· Ποῖος
θὰ μᾶς ἀποκυλίσῃ τὴν μεγάλην
πέτραν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου;
|
4
Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι
ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν
γὰρ μέγας σφόδρα.
|
4
Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ βλέματά
των εἶδαν ὅτι εἶχε ἀποκυλισθῆ
ὁ λίθος ὁ ὁποῖος ἄλωστε
ἦτο πολὺ μεγάλος. |
4
Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν,
ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ
τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν
μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ
ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο
εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ.
|
5
Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον
εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν,
καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
|
5
Καὶ ἀφοῦ ἐμπῆκαν εἰς τὸ
μνημεῖον, εἶδαν νὰ κάθεται εἰς
τὰ δεξιὰ ἕνας νέος, ντυμένος
λευκὴν στολὴν καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ
φόβον καὶ κατάπληξιν.
|
4
Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν,
ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ
τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν
μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ
ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο
εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ.
|
6
Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ
ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε
τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον·
ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε·
ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
|
6
Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· <μὴ
ἀπορεῖτε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Γνωρίζω
ὅτι ζητεῖτε Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνόν,
τὸν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη,
δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἰδοὺ ὁ
τόπος ποὺ τὸν εἶχαν θέσει.
|
6
Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μὴ
ἐκπλήττεσθε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἠξεύρω
ποῖον ζητάτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν
τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη.
Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἰδού, εἶναι
ἀδειανὸ τὸ μέρος, ὅπου τὸν ἔβαλαν.
|
7
Ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς
αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι
προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν·
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς
εἶπεν ὑμῖν. |
7
Ἀλλὰ πηγαίνετε, πέστε εἰς τοὺς
μαθητάς του, καὶ ἰδιαιτέρως
εἰς τὸν Πέτρον, ὅτι πηγαίνει
ἐνωρίτερα ἀπὸ σᾶς εἰς
τὴν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ θὰ τὸν
ἴδετε, ὅπως ἄλωστε σᾶς εἶχε
πῆ>. |
7
Ἀλλὰ πηγαίνετε, εἴπατε εἰς τοὺς
μαθητάς του καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὸν
Πέτρον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην παρηγορίας καὶ
βεβαιώσεως ὅτι συνεχωρήθη διὰ τὴν ἄρνησίν
του, ὅτι πηγαίνει προτήτερα ἀπὸ σᾶς
εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ θὰ τὸν
ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε, προτοῦ
νὰ σταυρωθῇ. |
8
Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ
τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὸς
τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ
οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο
γάρ. |
8
Καὶ αὐταὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν,
ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον. Τὰς
εἶχε δὲ καταλάβει τρόμος καὶ
κατάπληξις καὶ δὲν εἶπαν εἰς
κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦντο.(Τὰς
κατέλαβε δέος καὶ κατάπληξις διὰ
τὸν ἄγγελον ποὺ εἶδαν καὶ πρὸ
παντὸς διὰ τὴν ἀνάστασιν, ποὺ
ἤκουσαν). |
8
Καὶ ἐκεῖναι, ἀφοῦ ἐβγῆκαν,
ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον. Τὰς
κατεῖχε δὲ τρόμος καὶ ἦσαν ἐκστατικαί.
Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε εἰς κανένα, διότι
ἐφοβοῦντο. |
9
Ἀναστὰς δὲ πρωΐ πρώτῃ σαββάτου
ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ
Μαγδαληνῇ, ἀφ' ἧς ἐκβεβλήκει
ἑπτὰ δαιμόνια.
|
9
Ἀφοῦ δὲ ἀνεστήθη ὁ Ἰησοῦς
τὸ πρωΐ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς
ἐβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτον εἰς
τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν εἶχε διώξει ἑπτὰ
δαιμόνια. |
9
Ὅταν δὲ ἀνέστη ὁ Ἰησοῦς
τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς
ἑβδομάδος, ἐφάνη πρῶτον εἰς τὴν
Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια.
|
10
Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε
τοῖς μετ' αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι
καὶ κλαίουσι. |
10
Αὐτὴ ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε
τὸ εὐχάριστον γεγονὸς εἰς τοὺς
μαθητάς του, οἱ ὁποῖοι ἐπενθοῦσαν
καὶ ἔκλαιον. |
10
Ἐκείνη ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο
εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ ἦσαν προτήτερα
μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν
πένθος καὶ ἔκλαιαν διὰ τὸν θάνατον
τοῦ διδασκάλου των. |
11
Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ
καὶ ἐθεάθη ὑπ'αυτῆς, ἠπίστησαν.
|
11
Ἐκεῖνοι δὲ ὅταν ἤκουσαν ὅτι
ὁ Διδάσκαλος ζῇ καὶ ὅτι παρουσιάσθηκε
εἰς αὐτήν, δὲν ἐπίστευσαν.
|
11
Ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ὅταν ἤκουσαν ὅτι
ζῇ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε,
δὲν ἐπίστευσαν εἰς τοὺς λόγους της.
|
12
Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν
περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρα
μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν.
|
12
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐφανερώθηκε
μὲ ἄλλην μορφήν, ἀπὸ ἐκείνην
ποὺ εἶχε πρὶν σταυρωθῇ, εἰς
δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπεριπατοῦσαν
καὶ ἐπήγαιναν εἰς κάποιον χωράφι.
|
12
Μετὰ ταῦτα δὲ ἐνεφανίσθη μὲ
ἄλλην μορφήν, διαφορετικὴν ἀπὸ ἐκείνην
ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθῇ, εἰς
δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐβάδιζαν
καὶ ἐπήγαιναν εἰς κάποιο χωράφι.
|
13
Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν
τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις
ἐπίστευσαν. |
13
Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ
ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τοὺς ἄλλους
Ἀποστόλους, ἀλλ' οὔτε εἰς ἐκείνους
ἐπίστευσαν. |
13
Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ
ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τοὺς λοιποὺς
Ἀποστόλους, ἀλλ’ οὔτε εἰς ἐκείνους
ἐπίστευσαν. |
14
Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς
τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε
τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ
τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις
αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν.
|
14
Ὕστερον δὲ ἐφανερώθηκε καὶ εἰς
τοὺς ἕνδεκα, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν
καθίσῃ νὰ φάγουν, καὶ τοὺς
ἤλεγξε διὰ τὴν ἀπιστίαν των
καὶ τὴν σκληροκαρδίαν των, διότι δὲν
ἐπίστευσαν εἰς ἐκείνους, ποὺ
τὸν εἶχαν ἴδει ἀναστημένον.
|
14
Ὕστερα ἐνεφανίσθη εἰς τοὺς ἕνδεκα,
ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ
δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐμέμφθη διὰ τὴν
ὀλιγοπιστίαν τους καὶ διὰ τὴν σκληρότητα
τῆς καρδίας των, διότι δὲν ἐπίστευσαν εἰς
ἐκείνους, ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένον.
|
15
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες
εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε
τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ
κτίσει. |
15
Καὶ τοὺς εἶπεν· <πηγαίνετε
εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ κηρύξατε
τὸ εὐαγγέλιον, τὸ χαρμόσυνον
μήνυμα τῆς σωτηρίας, εἰς ὅλην
τὴν ἀνθρωπότητα. |
15
Καὶ τοὺς εἶπε· Νὰ πᾶτε
εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην καὶ
νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλην
τὴν λογικὴν κτίσιν καὶ δημιουργίαν.
|
16
Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται,
ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται·
|
16
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστεύσῃ
καὶ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ, ἐκεῖνος
ποὺ θὰ ἀπιστήσῃ εἰς τὸ
κήρυγμά σας θὰ καταδικαστῇ.
|
16
Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πιστεύσῃ εἰς
τὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ
σωθῇ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ
ἀπιστήσῃ, θὰ κατακριθῇ.
|
17
Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα
παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί
μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις
λαλήσουσι καιναῖς·
|
17
Ὑπερφυσικὰ δὲ σημεῖα εἰς τοὺς
πιστεύοντας ποὺ θὰ μαρτυροῦν τὴν
ἀλήθειαν τῆς πίστεώς των, θὰ
ἀκολουθήσουν τὰ ἐξῆς· Μὲ
τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐπίκλησιν
τοῦ ὀνόματός μου θὰ διώξουν
δαιμόνια· θὰ ὁμιλήσουν ξένας
γλώσσας, νέας καὶ ἀγνώστους
εἰς αὐτούς. |
17
Εἰς ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ κιοτεύσουν,
θὰ παρακολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ
σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν δι’
αὐτῶν ἐνεργοῦσαν χάριν, καὶ
τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς των· διὰ
τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός μου θὰ
βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δαιμόνια,
θὰ ὁμιλήσουν γλώσσας ξένας, ποὺ δι’ αὐτοὺς
θὰ εἶναι νέαι καὶ ἄγνωστοι μέχρι τῆς
στιγμῆς ἐκείνης. |
18
ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν
τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει·
ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι,
καὶ καλῶς ἕξουσιν.
|
18
Θὰ σηκώσουν μὲ τὰ χέρια τους
φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ πάθουν
τίποτε ἀπὸ τὸ δάγκωμά
των· καὶ ἐὰν ἀκόμη πιοῦν
κανένα θανατηφόρον δηλητήριον, δὲν
θὰ τοὺς βλάψῃ· θὰ βάζουν
τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τοὺς
ἀρρώστους καὶ ἐκεῖνοι, θὰ
γίνωνται καλά>. (Τὰ θαύματα, ποὺ
ἔκαμεν Ἐκεῖνος θὰ κάνουν καὶ
αὐτοί). |
18
Θὰ σηκώσουν μὲ τὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά,
χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε ἀπὸ τὰ
δαγκώματά των· καὶ ἐὰν ἀκόμη
πίουν δηλητήριον, ποὺ φέρει θάνατον, δὲν θὰ
τοὺς βλάψῃ· θὰ βάλουν τὰ χέρια
τους ἐπὶ ἀσθενῶν καὶ θὰ
γίνουν καλά. |
19
Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ
λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν
ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. |
19
Ὁ μὲν λοιπὸν Κύριος ἔπειτα ἀπὸ
τὰς ὀμιλίας αὐτὰς καὶ
πολλὰς ἄλλας ποὺ ἔκαμε πρὸς
αὐτούς, ἀνελήφθη εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν εἰς
τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ὁ μὲν Κύριος λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς
ὡμίλησεν ἐπανειλημμένως καὶ τοὺς εἶπε
μεταξὺ ἄλλων καὶ αὐτά, ἀνελήφθη
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν
εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
|
20
Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν
πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος
καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ
τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἄμήν.
|
20
Ἐκεῖνοι δὲ ἀφοῦ ἐβγῆκαν
πρὸς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἐκήρυξαν
παντοῦ τὸ Εὐαγγέλιον. Ὁ δὲ
Κύριος συνέπραττε καὶ συνεργοῦσε μαζῆ
των καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά
των μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπακολουθοῦσαν
ὕστερα ἀπὸ τὸ κήρυγμα. Ἀμήν.
|
20
Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἐβγῆκαν
εἰς περιοδείαν, ἐκήρυξαν εἰς κάθε μέρος,
καὶ ὁ Κύριος ἦτο συνεργός των καὶ
ἐπεβεβαίωνε τὸν λόγον τοῦ κηρύγματός των
μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπηκολούθουν εἰς
τὸ κήρυγμά των. Ἀμήν. |