Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
αὶ
προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς
αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν
πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν
αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν
νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.
|
φοῦ
προσεκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς
του ὁ Ἰησοῦς, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς
ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἀκαθάρτων
πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ ἐκδιώκουν
ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους καὶ
νὰ θεραπεύουν κάθε ἀρρώστιαν
καὶ κάθε σωματικὴν ἀδυναμίαν
καὶ καχεξίαν.
|
αὶ
ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς
του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν ἐπὶ τῶν ἀκαθάρτων
πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύουν
κάθε εἶδος ἀσθενείας καὶ κακοδιαθεσίας.
|
2
Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ
ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος
Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ
Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ
Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
|
2
Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν δώδεκα
ἀποστόλων εἶναι τὰ ἐξῆς·
πρῶτος ὁ Σίμων, ὁ ὀνομαζόμενος
Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός
του, ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς
τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ Ἰωάννης
ὁ ἀδελφός του·
|
2
Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα
εἶναι αὐτά· πρῶτος καταριθμεῖται
ὁ Σίμων, ὁ ὁποῖος
ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν
ἀκολούθων του ὠνομάζετο Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας
ὁ ἀδελφός του, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς
Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός
του,
|
3
Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς
καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος
ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος
ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος.
|
3
ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Βαρθολομαῖος,
ὁ Θωμᾶς καὶ ὁ Ματθαῖος ὁ
τελώνης, ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς
τοῦ Ἀλφαίου καὶ ὁ Λεββαῖος,
ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπονομασθῆ
καὶ Θαδδαῖος.
|
3
Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ
Ματθαῖος, ποὺ διετέλεσε τελώνης, Ἰάκωβος
ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ
Λεββαῖος, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάσθη
Θαδδαῖος,
|
4
Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας
ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς
αὐτόν.
|
4
Ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης, δηλαδὴ
ὁ Ζηλωτής, καὶ ὁ Ἰούδας
ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος
καὶ παρέδωκεν τὸν Ἰησοῦν.
|
4
Σίμων ὁ Κανανίτης, ἤτοι ὁ ζηλωτής, καὶ
Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος
καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς
του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν.
|
5
Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν
ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς
λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν
μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν
Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε·
|
5
Αὐτοὺς τοὺς δώδεκα ἔστειλεν
ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύξουν τὸ
Εὐαγγέλιον, ἀφοῦ τοὺς ἔδωκεν
τὰς ἑπομένας παραγγελίας· <εἰς
δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, μὴ πορευθῆτε
καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν νὰ
μὴ εἰσέλθετε.
|
5
Τοὺς δώδεκα αὐτοὺς ἀπέστειλεν ὁ
Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἔδωκε παραγγελίας
λέγων· Εἰς δρόμον, ποὺ θὰ σᾶς
ὁδηγήσῃ εἰς χώραν κατοικουμένην ἀπὸ
εἰδωλολάτρας, νὰ μὴ μεταβῆτε, καὶ
εἰς πόλιν, ποὺ ἀνήκει εἰς Σαμαρείτας,
νὰ μὴ ἔμβητε.
|
6
πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ
πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου
Ἰσραήλ.
|
6
Πηγαίνετε δὲ κατὰ προτίμησιν εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι
μοιάζουν μὲ πρόβατα ἀπολωλότα.
|
6
Πηγαίνετε δὲ καλύτερα εἰς τὰ χαμένα πρόβατα,
ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ
Ἰσραήλ.
|
7
Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες
ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν.
|
7
Καὶ ἐκεῖ ποὺ θὰ πηγαίνετε,
νὰ κηρύσσετε καὶ νὰ λέγετε
ὅτι ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς
ποὺ θὰ ἱδρυθῇ ἐπὶ τῆς
γῆς ἡ Ἐκκλησία.
|
7
Ἐκεῖ δέ, ποὺ πηγαίνετε, κηρύττετε λέγοντες,
ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ἐπὶ τῆς
γῆς ἔλευσις καὶ ἐγκαθίδρυσις τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Μετ’ ὀλίγον
ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν
ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου
καὶ τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων θὰ
μεταδίδεται εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ θεία
ζωὴ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας.
|
8
Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς
καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια
ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβατε,
δωρεὰν δότε.
|
8
Σᾶς δίδω ἐξουσίαν νὰ θεραπεύετε
ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς,
νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ
διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μὴ
ἐμπορευθῆτε ποτὲ τὸ χάρισμα
αὐτό· δωρεὰν ἐλάβετε,
δωρεὰν δῶστε.
|
8
Πρὸς ἐπιβεβαίωσιν δὲ τοῦ κηρύγματός
σας, σᾶς δίδω ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ
θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς,
νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ ἐκβάλλετε
δαιμόνια. Δωρεὰν ἐλάβατε τὴν χάριν αὐτὴν
τῆς θαυματουργίας, δωρεὰν καὶ χωρὶς
νὰ λαμβάνετε χρήματα δώσατέ την καὶ σεῖς.
|
9
Μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον
μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας
ὑμῶν,
|
9
Μὴ ἀποκτήσετε καὶ μὴ φυλάσσετε
εἰς τὴν ζώνην σας χρυσᾶ νομίσματα,
οὔτε ἀργυρᾶ, οὔτε χάλκινα.
|
9
Μὴ ἀποκτήσετε χρυσᾶ, οὔτε ἀργυρᾶ,
οὔτε χαλκᾶ νομίσματα, τὰ ὁποῖα
νὰ φυλάττετε εἰς τὰς ζώνας σας.
|
10
μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ
δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα
μηδὲ ράβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν
ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ.
|
10
Μὴ παίρνετε οὔτε σακκούλι, διὰ
νὰ βάζετε τὰ τρόφιμα, ποὺ
θὰ σᾶς χρειασθοῦν εἰς τὸν
δρόμον· οὔτε δύο ὑποκάμισα
οὔτε ὑποδήματα, ἐκτὸς ἀπὸ
αὐτά ποὺ φορεῖτε, οὔτε ράβδον.
Διότι ὁ κάθε ἐργάτης δικαιοῦτε
τὴν τροφήν του. (Σεῖς δὲ εἶσθε
οἱ πνευματικοὶ ἐργάται, εἰς
τοὺς ὁποίους οἱ ἄνθρωποι θὰ
δώσουν ὅ,τι χρειάζεται, ἀφοῦ
ἄλλωστε δι' αὐτοὺς κοπιάζετε).
|
10
Οὔτε σάκκον ν’ ἀποκτήσετε διὰ νὰ
βάζετε εἰς αὐτὸν ψωμὶ διὰ
τὸν δρόμον, ποὺ θὰ κάμετε. Οὔτε
δύο ὑποκάμισα, οὔτε ὑποδήματα, ἐκτὸς
ἀπὸ τὰ πέδιλα, ποὺ θὰ φορῆτε,
ἀλλ’ οὔτε καὶ ράβδον. Σᾶς εἶναι
περιττὰ αὐτά. Διότι εἶσθε ἐργάται,
ποὺ ἐργάζεσθε διὰ τὴν πνευματικὴν
ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ
ἐργάτης εἶναι δίκαιον νὰ λαμβάνῃ
τὴν τροφήν του ἀπὸ ἐκείνους, διὰ
τοὺς ὁποίους μοχθεῖ.
|
11
Εἰς ἣν δ' ἂν πόλιν ἢ κώμην
εἰσέλθητε, ἐξετάσατέ τίς
ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι,
κάκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε.
|
11
Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν ἢ χωρίον
εἰσέλθετε, πληροφορηθῆτε ποιὸς εἶναι
μεταξὺ τῶν κατοίκων ὁ εὐϋπόληπτος
καὶ ἄξιος νὰ σᾶς φιλοξενήσῃ.
Καὶ εἰς τὸ σπίτι αὐτοῦ
μείνετε, ἕως ὅτου ἀναχωρήσετε
ἀπὸ ἐκεῖ.
|
11
Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν ἢ χωρίον μεταβῆτε,
ἐξετάσατε ποῖος εἶναι εἰς αὐτὴν
μὲ καλὴν ὑπόληψιν ἄξιος νὰ
σᾶς φιλοξενήσῃ. Καὶ εἰς τὸ
σπίτι ἐκείνου μείνατε, ἕως ὅτου ἀναχωρήσετε
ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην.
|
12
Εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν
ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες·
εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.
|
12
Ὅταν δὲ εἰσέρχεσθε εἰς τὸ
σπίτι αὐτό, νὰ χαιρετίσετε
ὅλους καὶ νὰ εὐχηθῆτε λέγοντες·
Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἂς
ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦτο.
|
12
Ὅταν δὲ ἐμβαίνετε εἰς τὸ σπίτι
τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σᾶς τὸν
ἐσύστησαν ὡς ἄξιον, δώσατε χαιρετισμὸν
καὶ εὐχὴν εἰς αὐτὸ λέγοντες·
Ἂς ἔλθῃ εἰρήνη εἰς τὸ
σπίτι αὐτό.
|
13
Καὶ ἐὰν μὲν ἦ ἡ οἰκία
ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη
ὑμῶν ἐπ' αὐτήν· ἐὰν
δὲ μὴ ἦ άξία, ἡ εἰρήνη
ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω.
|
13
Καὶ ἂν μὲν τὸ σπίτι αὐτὸ
εἶναι ἄξιον νὰ δεχθῇ τὴν εἰρήνην,
ἂς ἔλθῃ ἡ εἰρήνη σας
εἰς αὐτό· ἐὰν ὅμως
δὲν εἶναι ἄξιον, ἡ εἰρήνη
σας ἂς γυρίσῃ πάλιν
εἰς σᾶς.
|
13
Καὶ ἐὰν μὲν οἱ κατοικοῦντες
εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ ἀποδειχθοῦν
ἄξιοι τοῦ εὐαγγελίου διὰ τῆς
πίστεως μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τὸ
δεχθοῦν, ἂς ἔλθῃ ἡ εἰρήνη,
τὴν ὁποίαν τοῦ ηὐχήθητε, εἰς
αὐτούς. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι
ἄξιοι, ἡ εἰρήνη σας ἂς ἐπιστρέψῃ
εἰς σᾶς καὶ ἂς αὐξηθῇ
ἔτσι ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν
ἔχετε.
|
14
Καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται
ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς
λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω
τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως
ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν
τῶν ποδῶν ὑμῶν.
|
14
Καὶ ὅποιος δὲν θὰ σᾶς δεχθῇ
καὶ δὲν θὰ θελήσῃ νὰ
ἀκούσῃ τὸ κήρυγμά σας,
ὅταν βγαίνετε ἀπὸ τὸ σπίτι
ἐκεῖνο ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν
ἐκείνην, τινάξατε τελείως τὴν
σκόνην ποὺ ἔχει καθίσει εἰς
τὰ πόδια σας (διὰ νὰ δείξετε
ἔτσι ὅτι δὲν ἔχετε πλέον καμμίαν
ἐπικοινωνίαν μὲ αὐτούς).
|
14
Καὶ ὅποιος δὲν σᾶς δεχθῇ μηδὲ
ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, καθὼς θὰ
βγαίνετε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του ἢ
ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ
δὲν σᾶς ἐδέχθη, τινάξατε καλὰ τὴν
σκόνην, ποὺ ἐπῆραν τὰ πόδια σας
ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὥστε
τίποτε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ
μείνῃ ἐπάνω σας, ἀλλὰ καὶ
εἰς σημεῖον, ὅτι δὲν ἔχετε
πλέον καμμίαν σχέσιν μαζί των.
|
15
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον
ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας
ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ
πόλει ἐκείνῃ.
|
15
Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι περισσότερον
ἐπιεικὴς θὰ εἶναι ἡ τιμωρία,
κατὰ τὴν μεγάλην ἐκείνην ἡμέραν
τῆς κρίσεως, διὰ τοὺς κατοίκους
τῆς χώρας τῶν Σοδόμων καὶ
Γομόρρας, παρὰ διὰ τοὺς κατοίκους
τῆς πόλεως ἐκείνης, ποὺ ἀρνήθηκε
νὰ σᾶς δεχθῇ.
|
15
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως θὰ εἶναι
περισσότερον ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία δι’ ἐκείνους,
ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν χώραν τῶν
Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, παρὰ διὰ
τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ δὲν ἐδέχθη
τοὺς ἀπεσταλμένους μου.
|
16
Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς
ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων·
γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ
ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ
περιστεραί.
|
16
Ἰδοὺ ἐγὼ σᾶς στέλνω
ὡσὰν ἥμερα καὶ ἄκακα πρόββατα
ἀνάμεσα σὲ αἱμοβόρους λύκους.
Δι' αὐτὸ καὶ σᾶς συμβουλεύω
νὰ εἶσθε φρόνομοι σὰν τὰ φίδια
(τὰ ὁποῖα εἰς ὥραν κινδύνου
προφυλάσσουν κυρίως τὸ κεφάλι των),
καὶ ἀθῶοι καὶ ἀκέραιοι
ὅπως τὰ περιστέρια.
|
16
Ἰδοὺ ἑγὼ ὁ Κύριός σας σᾶς
στέλλω διὰ νὰ εἶσθε σὰν πρόβατα
ἥμερα ἐν μέσῳ αἱμοβόρων λύκων, πρὸς
τοὺς ὁποίους ὁμοιάζουν οἱ ἐχθροὶ
τοῦ εὐαγγελίου, οἱ κυριευμένοι ἀπὸ
τὰ ἄγρια πάθη τῆς σαρκός. Ἀφοῦ
λοιπὸν τόσον δεινὴ θὰ εἶναι ἡ
θέσις σας, φροντίσατε νὰ εἶσθε φρόνιμοι σὰν
τὰ φίδια, ὥστε νὰ μὴ ἐκθέτετε
τὸν ἑαυτόν σας εἰς ἀνωφελεῖς
καὶ ἀνοήτους κινδύνους, καὶ ἄκακοι
καὶ ἁπλοῖ σὰν τὰς περιστεράς.
|
17
Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων·
παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια
καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν
μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·
|
17
Νὰ προσέχετε, λοιπόν, καὶ νὰ
προφυλάσσεσθε ἀπὸ τοὺς κακοὺς
ἀνθρώπους· διότι αὐτοὶ
θὰ σᾶς σύρουν καὶ θὰ σᾶς
παραδώσουν εἰς τὰς συνέδρια τῶν
Ἑβραίων, διὰ νὰ καταδικασθῆτε,
καὶ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν
ἐμπρὸς εἰς τὰ πλήθη θὰ
σᾶς μαστιγώσουν.
|
17
Ἔχοντες δὲ ὡς μόνον ὅπλον τὴν
φρόνησιν καὶ ἀκακίαν αὐτήν, προφυλάττεσθε
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι θὰ
σᾶς παραδώσουν εἰς συνέδρια διὰ νὰ
καταδικασθῆτε ἀπὸ αὐτὰ καὶ
εἰς τὰς συναγωγάς των ἐπὶ παρουσία
τοῦ λαοῦ θὰ σᾶς μαστιγώσουν.
|
18
καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ
βασιλεῖς ἀχθήσεσθεν ἕνεκεν ἐμοῦ
εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς
ἔθνεσιν. |
18
Καὶ εἰς ἄρχοντας καὶ εἰς βασιλεῖς
θὰ σᾶς τραβήξουν διὰ τῆς βίας,
διὰ νὰ τιμωρηθῆτε ἀπὸ αὐτούς,
ἕνεκα τῆς πίστεώς σας εἰς ἐμέ·
ἀλλὰ ἐκεῖ σεῖς, χωρὶς
νὰ φοβηθῆτε, θὰ δώσετε τὴν καλὴν
μαρτυρίαν καὶ εἰς αὐτοὺς καὶ
γενικώτερα εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη. |
18
Καὶ εἰς ἡγεμόνας δὲ καὶ εἰς
βασιλεῖς θὰ σᾶς σύρουν ὠς κατηγορουμένους
δι’ ἐμέ, διὰ νὰ δώσετε μαρτυρίαν περὶ
ἐμοῦ, ποὺ νὰ τὴν ἀκούσουν
καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ ἐθνικοί,
ὥστε νὰ μὴ προφασίζωνται ὕστερον,
ὅτι δὲν ἤκουσαν κήρυγμα.
|
19
Ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς,
μὴ μεριμνήσητε πῶς ἤ τί λαλήσετε·
δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνη
τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε.
|
19
Ὅταν δὲ σᾶς παραδώσουν εἰς τὰ
δικαστήρια ἢ εἰς τοὺς ἄρχοντας,
μὴ βασανίζετε τὸ πνεῦμα σας με τὴν
ἀγωνιώδη μέριμναν, πῶς θὰ ἀπολογηθῆτε
ἢ τί θὰ πῆτε. Ἐκείνην
ἀκριβῶς τὴν ὥραν θὰ σᾶς
δοθῇ ἄνωθεν, τί θὰ πῆτε.
|
19
Ὅταν δὲ σᾶς παραδώσουν διὰ νὰ
προσαχθῆτε εἰς δικαστήρια ἢ βασιλεῖς,
μὴ ζαλισθῆτε ἀπὸ τὴν ταραχώδη
φροντίδα περὶ τοῦ πῶς θὰ ὁμιλήσετε
ἢ τί θὰ εἴπετε. Διότι κατ’ ἐκείνην
τὴν ὥραν τῆς ἀπολογίας σας θὰ
σᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
τί θὰ εἴπετε.
|
20
Οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ
λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα
τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν
ἐν ὑμῖν.
|
20
Ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶσθε ἐσεῖς,
ποὺ θὰ ὁμιλῆτε, ἀλλὰ τὸ
Πνεῦμα τοῦ οὐρανίου Πατρός σας,
τὸ ὁποῖον θὰ ὁμιλῇ διὰ
μέσου ὑμῶν. |
20
Θὰ σᾶς δοθῇ δὲ τί νὰ εἴπετε,
διότι δὲν θὰ εἶσθε σεῖς, ποὺ
θὰ ὁμιλῆτε τότε, ἀλλὰ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶναι κατὰ χάριν Πατέρας σας. Τὸ Πνεῦμα
αὐτὸ θὰ λαλῇ μεταχειριζόμενον ὡς
ὅργανά του σας. |
21
Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν
εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον,
καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ
γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς·
|
21
Θὰ παραδώσῃ δὲ εἰς θάνατον
ὁ ἄπιστος ἀδελφὸς τὸν πιστὸν
ἀδελφόν του καὶ ὁ ἄπιστος
πατέρας τὸ εὐσεβὲς τέκνον
του καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τὰ
ἄπιστα τέκνα ἐναντίον τῶν
πιστῶν γονέων των καὶ θὰ τοὺς
θανατώσουν.
|
21
Δὲν θὰ εἶναι δὲ μόνον οἱ ξένοι
ἐναντίον σας, ἀλλὰ καὶ οἰ ἄνθρωποι
τοῦ σπιτιοῦ σας. Θὰ παραδώσῃ εἰς
θάνατον ὁ ἀδελφὸς ὁ ἄπιστος
τὸν ἀδελφόν του, ποὺ ἐπίστευσεν εἰς
τὸ εὐαγγέλιον, καὶ ὁ πατέρας ὁ
ἄπιστος τὸ τέκνον του, ποὺ ἐπίστευσε,
καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τὰ ἄπιστα
παιδιὰ κατὰ τῶν πιστῶν γονέων τους
διὰ νὰ τοὺς θανατώσουν.
|
22
καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων
διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ
ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.
|
22
Καὶ θὰ σᾶς
μισοῦν ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ
ἄπιστοι διὰ μόνον τὸν λόγον
ὅτι πιστεύετε καὶ ὁμολογεῖτε
τὸ ὄνομά μου· μὴ χάσετε
ὅμως τὸ θάρρος σας, διότι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος θὰ ὑπομείνῃ
μέχρι τέλους, θὰ σωθῇ καὶ
θὰ γίνῃ ἄξιος τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν.
|
22
Καὶ θὰ μισῆσθε ἑξακολουθητικῶς
ἀπὸ ὅλους δι’ ἐμέ. Ἐκεῖνος
ὅμως, ποὺ εἰς τὰς δοκιμασίας αὐτὰς
θὰ δείξῃ ὑπομονὴν μέχρι τέλους, αὐτὸς
θὰ σωθῇ.
|
23
Ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν
τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς
τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω
ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς
πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ἂν
ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
|
23
Ὅταν δὲ σᾶς διώχνουν ἀπὸ
τὴν πόλιν αὐτήν, φεύγετε καὶ
πηγαίνετε εἰς τὴν ἄλλην. Ἀληθῶς
σᾶς λέγω ὅτι δὲν θὰ προλάβετε
νὰ περιέλθετε ὅλας τὰς πόλεις
τοῦ Ἰσραήλ, ἕως ὅτου ἔλθῃ
ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
εἰς συνάντησίν σας, βραδύτερον δὲ
καὶ εἰς τιμωρίαν ἐκείνων ποὺ
δὲν σᾶς δέχονται.
|
23
Ὅταν δὲ σᾶς διώχνουν εἰς τὴν
πόλιν αὐτήν, φεύγετε καὶ πηγαίνετε εἰς τὴν
ἄλλην, διὰ νὰ ἑξακολουθήσετε ἐκεῖ
τὸ ἔργον σας. Μὴ σᾶς περάσῃ
δὲ ἀπὸ τὸν νοῦν, ὅτι ἠμπορεῖ
νὰ μὴ σᾶς ὑπολειφθοῦν πλέον
πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας νὰ καταφεύγετε,
ὅταν θὰ σᾶς διώχνουν. Διότι ἀληθῶς
σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ προφθάσετε νὰ
περιέλθετε ὅλας τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραήλ,
ἕως ὅτου ἐπέλθῃ ἡ δικαία κρίσις
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ
θὰ τιμωρήσῃ τοὺς διώκτας σας.
|
24
Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν
διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ
τὸν κύριον αὐτοῦ.
|
24
Καὶ ἂς ἔχετε ὑπ' ὄψιν σας, ὅτι
δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος
ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του οὔτε
δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν
κύριόν του· |
24
Μὴ παραξενεύεσθε δὲ ἀπὸ τοὺς
διωγμοὺς αὐτούς. Κάθε μαθητής, ἐνόσῳ
ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι μαθητής, δὲν
εἶναι ποτὲ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν
διδάσκαλόν του· οὔτε κανεὶς δοῦλος
εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν
του. |
25
Ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται
ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ
τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ.
Εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ
ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς
οἰκιακοὺς αὐτοῦ;
|
25
εἶναι δὲ ἀρκετὸν εἰς τὸν
μαθητὴν νὰ γίνῃ καὶ νὰ
πάθῃ ὅπως ὁ διδάσκαλός
του, καὶ εἰς τὸν δοῦλον ὅπως
ὁ κύριός του. Ἐὰν ἐμέ,
τὸν διδάσκαλον καὶ τὸν κύριον
τοῦ σπιτιοῦ, ὠνόμασαν Βελζεβούλ,
δηλαδὴ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων, πόσῳ
μᾶλλον θὰ καλέσουν σᾶς, ποῦ
εἶσθε οἱ οἰκιακοί μου;
|
25
Εἶναι ἀρκετὸν εἰς τὸν μαθητὴν
νὰ λάβῃ τὴν ἰδίαν τύχην, τὴν
ὁποίαν καὶ ὁ διδάσκαλός του· καὶ
πρέπει νὰ μένῃ ἰκανοποιημένος ὁ δοῦλος,
ἐὰν λάβῃ τὴν αὐτὴν τύχην,
τὴν ὁποίαν καὶ ὁ κύριός του. Καὶ
ἑμέ, ποὺ εἶμαι ὁ διδάσκαλός σας καὶ
κύριός σας, δὲν μὲ καταδιώκουν; Ἐὰν
ἑμέ, ποὺ εἶμαι νοικοκύρης εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐκάλεσαν Βεελζεβούλ,
ἄρχοντα τῶν δαιμονίων δηλαδή, πόσῳ μᾶλλον
θὰ καλέσουν ἔτσι σᾶς, ποὺ εἶσθε
οἱ οἰκιακοί μου; |
26
Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς·
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον
ὃ οὐκ άποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν
ὃ οὐ γνωσθήσεται.
|
26
Ἰδοὺ ὅτι σᾶς προεῖπα τί
θὰ συναντήσετε εἰς τὸ ἔργον
σας. Λοιπὸν μὴ φοβηθῆτε αὐτούς,
ποὺ θὰ σᾶς συκοφαντήσουν καὶ
θὰ σᾶς καταδιώξουν. (Ἡ ἀθωότης
σας θὰ λάμψῃ καὶ ἡ ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι σήμερα
κρυφὴ καὶ ἄγνωστος, θὰ γίνῃ
γνωστή). Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε
σκεπασμένον ποὺ δὲν θὰ ξεσκεπασθῇ
καὶ κανένα κρυφό ποὺ δὲν θὰ
γίνῃ γνωστόν. |
26
Ἀφοῦ δὲ ἀπὸ προτήτερα ξεύρετε,
ὅτι ὅπως ἐδίωξαν καὶ ἐσυκοφάντησαν
ἑμέ, ἔτσι θὰ διώξουν καὶ θὰ
συκοφαντήσουν καὶ σᾶς, λοιπὸν μὴ φοβηθῆτε
αὐτούς. Ὁποίαν συκοφαντίαν καὶ ἂν
εἴπουν ἐναντίον σας, γρήγορα θὰ καταπέσῃ.
Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε σκεπασμένον, ποὺ
νὰ μὴ ξεσκεπασθῇ, καὶ τίποτε κρυφόν,
ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν. Καὶ
τὸ εὐαγγέλιον λοιπόν, ἐὰν τώρα εἶναι
γνωστὸν εἰς ὀλίγους μόνον, εἰς τοὺς
πολλοὺς δὲ εἶναι ἄγνωστον καὶ
σκεπασμένον, θὰ γίνῃ γνωστὸν μὲ τὸ
κήρυγμά σας καὶ θὰ φανερωθῇ ἡ ἀλήθειά
του, τότε δὲ καὶ αἱ συκοφαντίαι ποὺ
θὰ εἴπουν ἐναντίον σας καὶ κατὰ
τοῦ κηρύγματός σας, θὰ καταπέσουν.
|
27
῝Ο λέγων ὑμῖν ἐν τῇ σκοτία,
εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ
εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε
ἐπὶ τῶν δωμάτων.
|
27
Ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λέγω τώρα
ἰδιαιτέρως, σὰν ὑπὸ τὸ
σκότος, κηρύξατέ του εἰς τὸ
φῶς τῆς δημοσιότητος. Καὶ ἐκεῖνο
ποὺ ἀκούετε μυστικὰ εἰς τὸ
αὐτί, διαλαλήσατέ το ἀπό
τὶς ταράτσες πρὸς ὅλους.
|
27
Ἐκεῖνο ποὺ τώρα σᾶς λέγω ἰδιαιτέρως,
εἴπατέ το δημοσίᾳ. Καὶ ἐκεῖνο
ποὺ ἀκούετε τώρα μυστικὰ εἰς τὸ
αὐτί, κηρύξατέ το ἀπὸ τὶς ταράτσες,
ὥστε νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι.
|
28
Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν
ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ
ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι·
φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον
καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι
ἐν γεέννῃ. |
28
Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τοὺς
διώκτας, οἱ ὁποῖοι θανατώνουν
τὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὅμως τὴν
δύναμιν νὰ θανατώσουν τὴν ψυχήν.
Ἀλλὰ νὰ φοβηθῆτε περισσότερον
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δύναται
τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα νὰ
καταδικάσῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν
τῆς κολάσεως. |
28
Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, ποὺ
θὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, θὰ καταδιώκωνται
ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, μὴ φοβηθῆτε
ἀπ’ ἐκείνους, ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα,
ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ
θανατώσουν καὶ τὴν ψυχήν. Φοβήθητε ὅμως
ἀσυγκρίτως περισσότερον τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ρίψῃ εἰς
τὴν κόλασιν καὶ εἰς τὴν αἰωνίαν
δυστυχίαν τοῦ Ἅδου καὶ τὴν ψυχὴν
καὶ τὸ σῶμα. |
29
Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου
πωλεῖται; Καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν
οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν
ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.
|
29
Δύο στρουθία δὲν πωλοῦνται ἀντὶ
ἑνὸς ἀσσαρίου, δηλαδὴ ἀντὶ
ὀκτὼ λεπτῶν; Καὶ ὅμως ἕνα
ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ πέσῃ
νεκρὸ εἰς τὴν γῆν, χωρὶς νὰ
τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ Πατήρ σας.
|
29
Καὶ ἂν ἀκόμη σᾶς θανατώνουν, μὴ
νομίσετε ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς ἐγκατέλιπε
καὶ δι’ αὐτὸ θανατώνεσθε. Ὄχι. Δύο
σπουργίτια δὲν πωλοῦνται ἀντὶ δέκα
λεπτῶν; Καὶ ὅμως ἕν ἀπὸ
αὐτὰ δὲν θὰ πέσῃ νεκρὸν
εἰς τὴν γῆν, χωρὶς νὰ τὸ
ἐπιτρέψῃ ὁ Πατήρ σας.
|
30
Ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες
τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι
εἰσί. |
30
Ἀφοῦ ὁ Πατήρ σας προνοεῖ ἀκόμη
καὶ διὰ τὰ σπουργίτια, πόσῳ
μᾶλλον θὰ προνοῇ γιὰ σᾶς; Σκεφθῆτε
ὅτι αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας
εἶναι γνωσταὶ καὶ ἀριθμημέναι
ἀπὸ τὸν Θεόν. (Αὐτὸς σᾶς
παρακολουθεῖ καὶ εἰς τὰς πλέον
ἀσημάντους λεπτομερείας τῆς ζωῆς
σας). |
30
Ὅσον δὲ διὰ σᾶς, μάθετε ὅτι
ἀκόμη καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς
σας, διὰ μίαν ἀπὸ τὰς ὁποίας
σεῖς μικρὰν ἢ καμμίαν φροντίδα λαμβάνετε,
καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁποίων
ἁγνοεῖτε, ὅλαι ἔχουν ἀριθμηθῇ.
Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἔχει γνῶσιν καὶ
περὶ αὐτὼν ἀκόμη τῶν ἐλαχίστων,
ποὺ σᾶς συμβαίνουν, εἰς τὰ ὁποῖα
σεῖς μικρὰν δίδετε σημασίαν. |
31
Μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων
διαφέρετε ὑμεῖς.
|
31
Λοιπὸν μὴ ἀφήσετε ποτὲ τὸν
φόβον νὰ κυριεύσῃ τὴν καρδίαν
σας. Ἀπὸ παρὰ πολλὰ στρουθία
εἶσθε ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι σεῖς.
|
31
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεὸς τόσον ἐνδιαφέρεται
διὰ σᾶς καὶ τόσον παρακολουθεῖ ὅσα
συμβαίνουν, μὴ φοβηθῆτε ποτέ. Διαφέρετε σεῖς
καὶ εἶσθε ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι ἀπὸ
πολλὰ στρουθία. |
32
Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν
ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν
οὐρανοῖς· |
32
Καθένας, λοιπόν, ποὺ μὲ πίστιν
καὶ θάρρος καὶ χωρὶς νὰ φοβῆται
τοὺς διωγμούς, θὰ μὲ ὁμολογήσῃ
σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν
ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἔμπροσθεν
τοῦ οὐρανίου πατρός μου ὡς ἰδικόν
μου. |
32
Μὴ λογαριάζετε λοιπὸν τοὺς διωγμοὺς
καὶ τοὺς κινδύνους, ἀλλὰ λογαριάζετε
τὰς μεγάλας ἀμοιβάς, ποὺ σᾶς περιμένουν.
Καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ
ὡς Σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καταδιώκουν
τὴν πίστιν μου, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ
ἑγὼ ὡς πιστὸν ἀκόλουθόν μου
ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ
εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
33
ὅστις δ' ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν
τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν
κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου
τοῦ ἐν οὐρανοῖς. |
33
Ὅποιος ὅμως μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἀρνηθῶ
καὶ ἐγὼ νὰ τὸν παραδεχθῶ
ὡς ἰδικόν μου ἐμπρὸς εἰς
τὸν οὐράνιον Πατέρα μου. |
33
Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ
ὡς Θεάνθρωπον Σωτῆρα ἐμπρὸς εἰς
τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ
καὶ ἑγὼ καὶ δὲν θὰ τὸν
ἀναγνωρίσω ὡς ἰδικόν μου ἐμπρὸς
εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς
τοὺς οὐρανούς.
|
34
Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν
εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν·
οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ
μάχαιραν. |
34
Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ ἐπιβάλω
μία ψευδῆ εἰρήνην εἰς τὴν
γῆν (ὅπως τὴν φαντάζονται οἱ
Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι περιμένουν
τὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέαν).
Δὲν ἦλθα νὰ φέρω τέτοιαν εἰρήνην,
ἀλλὰ μάχαιραν καὶ διαίρεσιν.
|
34
Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα νὰ φέρω εἰς
τὴν γῆν μίαν τέτοιαν εἰρήνην, ὅπως
τὴν φαντάζονται αὐτοί, ποὺ περιμένουν τὸν
Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα καὶ κατακτητήν.
Ὄχι. Δὲν ἦλθα διὰ νὰ ἐπιφέρω
εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν καὶ διαίρεσιν
καὶ διχασμόν, (διὰ τὰ ὁποῖα
ὅμως ὑπεύθυνος εἶναι ἡ κακία τῶν
ἀνθρώπων καὶ ὅχι τὸ εὐαγγέλιόν
μου). |
35
Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ
πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ
τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφη
κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς·
|
35
Διότι ἦλθα νὰ χωρίσω τὸν ἀσεβῆ
υἱὸν ἐναντίον τοῦ πιστοῦ
πατρός του καὶ τὴν ἀσεβῆ θυγατέρα
ἐναντίον τῆς μητρός της καὶ
τὴν νύμφην ἐναντίον τῆς πενθερᾶς
της. |
35
Διότι ἦλθον νὰ χωρίσω τὸν πιστὸν καὶ
εὐθὺν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν
ἄπιστον καὶ διεστραμμένον πατέρα του, καὶ
τὴν κόρην ἀπὸ τὴν μητέρα της, καὶ
τὴν νύμφην ἀπὸ τὴν πενθεράν της.
|
36
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου
οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. |
36
Καὶ θὰ γίνουν ἐχθροὶ τοῦ
πιστοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί
του, ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιον
τῆς σωτηρίας. |
36
Καὶ ἐχθροὶ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου
θὰ εἶναι οἰ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ
του, ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιόν
μου, τὸ ὁποῖον φέρει τὴν ἀληθινὴν
καὶ οὐρανίαν εἰρήνην.
|
37
Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ
ἐμὲ οὔκ ἐστι μου ἄξιος·
καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα
ὑπὲρ ἐμὲ οὔκ ἔστι μου
ἄξιος· |
37
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν
πατέρα ἢ τὴν μητέρα του παραπάνω
ἀπὸ ἐμέ, δὲν εἶναι ἄξιος
νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του
ἢ τὴν κόρην του παραπάνω ἀπὸ
ἐμέ, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ
λέγεται ὀπαδός μου. |
37
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν
πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του παραπάνω ἀπὸ
ἑμέ, καὶ ἀρνεῖται ἐμὲ
διὰ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ
τοὺς γονεῖς του, δὲν ἀξίζει γιὰ
μένα. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ
τὸν υἱόν του ἢ τὴν θυγατέρα του παραπάνω
ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἄξιος
νὰ λέγεται μαθητής μου. |
38
καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω
μου οὐκ ἔστι μου ἄξιος. |
38
Καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὰν
τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ
κάθε ταλαιπωρίαν καὶ σταυρικόν ακόμη
θάνατον διὰ τὴν πίστιν του εἰς
ἐμὲ καὶ δέν με ἀκολουθεῖ
ὡς ἀρχηγὸν καὶ ὑπόδειγμά
του, δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.
|
38
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει
τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ θάνατον
σταυρικὸν καὶ δὲν ἀκολουθεῖ
μὲ τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν ὀπίσω
μου μιμούμενος κατὰ πάντα τὸ παράδειγμά μου, δὲν
ἀξίζει γιὰ μένα. |
39
Ὁ εὐρῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ
ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν.
|
39
Ἐκεῖνος ποὺ εἰς καιρὸν διωγμῶν
θὰ ἀποφύγῃ τὴν θλῖψιν
καὶ τὸ μαρτύριον, διὰ νὰ σώσῃ
τὴν ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν
ἀληθινὴν καὶ μακαρίαν ζωήν·
καὶ ὅποιος θυσιάσει τὴν ζωήν
του ἕνεκα ἐμοῦ, θὰ κερδίσῃ
τὴν ἀληθινὴν καὶ μακαρίαν ζωήν.
|
39
Ἐκεῖνος, ποὺ ἐν καιρῷ διωγμῶν
θὰ ἀποφύγῃ τὸ μαρτύριον καὶ
θὰ διασώσῃ τὴν σωματικὴν ζωήν του,
θὰ χάσῃ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ μακαρίαν
ζωήν, τὴν ὁποίαν κερδίζει κανεὶς διὰ
τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν
πίστιν του εἰς ἑμέ, θὰ κερδήσῃ τὴν
ὑψηλοτέραν καὶ μακαρίαν ζωήν.
|
40
Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται,
καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται
τὸν ἀποστείλαντά με. |
40
Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς δέχεται καὶ
σᾶς φιλοξενεῖ ὡς ἀπεσταλμένους
μου, ὑποδέχεται ἐμέ· καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται ἐμέ,
ὑποδέχεται Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ
ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον. |
40
Αἱ μεγάλαι δὲ αὐταὶ ἀμοιβαὶ
δὲν εἶναι μόνον διὰ σᾶς, ποὺ
θὰ κηρύττετε τὸ εὐαγγέλιον. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ σᾶς ὑποδέχεται πρὸς φιλοξενίαν
ὡς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου μου, ὑποδέχεται
ὅχι σᾶς, ἀλλὰ ἑμέ. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται ἑμέ,
ὑποδέχεται αὐτὸν τὸν Θεόν, ποὺ
μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
|
41
Ὀ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα
προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται,
καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς
ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται.
|
41
Ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται προφήτην,
διδάσκαλον τοῦ θείου θελήματος, καὶ
τὸν τιμᾶ ὡς προφήτην, θὰ πάρῃ
μισθὸν προφήτου ἀπὸ τὸν Θεόν.
Καὶ εκεῖνος ποὺ δέχεται δίκαιον,
διότι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ
μισθόν δικαίου. |
41
Ἐκεῖνος, ποὺ ὑποδέχεται καὶ
ὑποστηρίζει καὶ συντρέχει προφήτην, λὸγῳ
τοῦ ὅτι εἶναι προφήτης, θὰ λάβῃ
τὴν αὐτὴν ἀνταμοιβήν, τὴν ὁποίαν
καὶ ὁ προφήτης. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ ὑποδέχεται τὸν δίκαιον, λόγῳ τοῦ
ὅτι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ τὴν
αὐτὴν ἀνταμοιβήν, τὴν ὁποίαν
καὶ ὁ δίκαιος. |
42
Καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα
τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ
μόνο εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ
τὸν μισθὸν αὐτοῦ. |
42
Καὶ ὅποιος προσφέρει εἰς ἕνα
ἀπὸ τοὺς ἀσήμους τούτους
μαθητάς μου ἔστω καὶ ἕνα ποτήρι
κρύο νερό, σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι
δὲν θὰ χάσῃ τὸν μισθὸν
του. (Κάθε ἔνας ποὺ μὲ πίστιν
ὑποβοηθεῖ καὶ συντρέχει, ἔστω
καὶ ὀλίγον, τοὺς Ἀποστόλους
μου εἰς τὸ ἔργον των, θὰ λάβῃ
τὴν ἀνταμοιβήν του ἀπὸ τὸν
Θεόν). |
42
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ποτίσῃ
ἕνα ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον μικροὺς
καὶ ἀσήμους τούτους μαθητάς μου, ἔστω καὶ
ἔνα μόνον ποτήριον κρύο νερό, ποὺ προχείρως θὰ
τὸ πάρῃ ἀπὸ τὴν πηγὴν
καὶ δὲν θὰ ὑποβληθῇ εἰς
τὸν κόπον νὰ τὸ βράση· καὶ θὰ
προσφέρῃ τὴν ἐλαχίστην αὐτὴν
ἢ παρομοίαν ἐξυπηρέτησιν εἰς αὐτόν,
λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι μαθητής μου, ἀληθῶς
σᾶς λέγω, δὲν θὰ χάσῃ εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωὴν τὴν ἀνταμοιβήν, ἡ ὁποία
τοῦ ἀνήκει. |