Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἡ κραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν
αὐτῶν μεγάλη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτῶν τοὺς Ἰουδαίους.
|
εγάλη
ὅμως κατακραυγὴ τῶν ἀνδρῶν καὶ
τῶν γυναικῶν ἠγέρθη ἐναντίον
μερικῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν των τῶν
Ἰουδαίων. |
ότε
ὑψώθη μεγάλη φωνὴ πόνον καὶ διαμαρτυρίας
τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν γυναικῶν
των ἐναντίον ὁρισμένων συμπατριωτῶν των.
|
2
Καὶ ἦσαν τίνες λέγοντες· ἐν
υἱοῖς ἡμῶν καὶ ἐν θυγατράσιν
ἡμῶν ἡμεῖς πολλοί· καὶ
ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα καὶ
ζησόμεθα. |
2
Μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν καὶ μερικοὶ
οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν: <Μὲ τοὺς
υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας μας
ἡμεῖς εἴμεθα πολλοὶ εἰς ἐκάστην
οἰκογένειαν. Ἔχομεν ἀνάγκην
ἀπὸ ψωμί, διὰ νὰ φάγωμεν
καὶ νὰ ζήσωμεν>.
|
2
Ἦσαν δηλαδὴ μερικοὶ ποὺ ἔλεγαν:
<Μὲ τὰ παιδιά μας καὶ μὲ
τὰς θυγατέρας μας εἴμαστε πολλοὶ ἄνθρωποι
εἰς τὰ σπίτια μας. Καὶ χρειαζόμαστε πολὺ
σιτάρι, διὰ νὰ φάγωμεν ψωμὶ καὶ νὰ
ζήσωμεν>. |
3
Καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἀγροὶ
ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν
καὶ οἰκίαι ἡμῶν, ἡμεῖς
διεγγυῶμεν. Καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ
φαγόμεθα. |
3
Ὑπῆρξαν δὲ καὶ μερικοὶ ἄλλοι
οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν· <Εἴμεθα
πρόθυμοι νὰ ὑποθηκεύσωμεν τοὺς
ἀγρούς μας καὶ τοὺς ἀμπελῶνας
μας καὶ τὰ σπίτια
μας διὰ νὰ λάβωμεν σῖτον, νὰ
φάγωμεν καὶ νὰ ζήσωμεν>.
|
3
Ἄλλοι δὲ ἔλεγαν: <Δίνομεν ἐνέχυρον
τὰ χωράφια μας, τὰ ἀμπέλια μας καὶ
τὰ σπίτια μας, διὰ νὰ πάρωμεν τὸ
ἀπαραίτητον διὰ τὴν διατροφήν μας
σιτάρι>. |
4
Καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἐδανεισάμεθα
ἀργύριον εἰς φόρους τοῦ βασιλέως,
ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες
ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν·
|
4
Καὶ μερικοὶ ἔλεγαν· διὰ νὰ
καταβάλωμεν τὸν βασιλικὸν φόρον
ἐδανείσθημεν χρήματα μὲ ὑποθήκην
τῶν ἀγρῶν μας, τῶν ἀμπελώνων
μας, τῶν σπιτιῶν μας.
|
4
Καὶ ἄλλοι ἐλεγαν: <Διὰ νὰ
πληρώσωμεν τοὺς φόρους τοῦ βασιλέως, ἐπήραμεν
δανεικὰ χρήματα καὶ ἐβάλαμεν ἐνέχυρον
τὰ χωράφια μας, τὰ ἀμπέλια μας καὶ
τὰ σπίτια μας. |
5
καὶ νῦν ὡς σὰρξ ἀδελφῶν
ἡμῶν σὰρξ ἡμῶν, ὡς υἱοὶ
αὐτῶν υἱοὶ ἡμῶν. Καὶ
ἰδοὺ ἡμεῖς καταδυναστεύομεν
τοὺς υἱοὺς ἡμῶν καὶ τὰς
θυγατέρας ἡμῶν εἰς δούλους,
καὶ εἰσιν ἀπὸ θυγατέρων ἡμῶν
καταδυναστευόμεναι, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις
χειρῶν ἡμῶν, καὶ ἀγροὶ
ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν
τοῖς ἐντίμοις.
|
5
Καὶ τώρα ἔχομεν ὅλοι συγγένειαν
αἵματος μεταξύ μας. Ἡ σὰρξ τῶν
ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι σήμερον
μᾶς καταδυναστεύουν, εἶναι
σὰρξ ἰδική μας· ὅπως ἐπίσης
τὰ παιδιὰ αὐτῶν εἶναι καὶ
ἰδικά μας παιδιά. Ἰδοὺ ὅμως
ὅτι ἡμεῖς ἕνεκα τῶν χρεῶν,
ποὺ ἔχομεν συνάψει, παρεδώσαμεν εἰς
αὐτοὺς τὰ παιδιά μας
δούλους καὶ τὰς θυγατέρας
μας ὡς δοῦλας. Δὲν ἔχομεν δὲ
τὴν δύναμιν νὰ τοὺς ἀπελευθερώσωμεν,
διότι οἱ ἀγροί μας καὶ τὰ
ἀμπέλια μας ἀνήκουν εἰς τοὺς
πλουσίους δανειστάς μας>.
|
5
Καὶ ἐνῷ ἐμεῖς τώρα ζῶμεν
εἰς τὴν πατρίδα μας καὶ εἴμαστε μία
σάρκα μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀδελφούς
μας Ἰουδαίους καὶ ἔχομεν τὸ ἴδιον
αἷμα, καὶ τὰ παιδιά μας εἶναι
Ἑβραιόπουλα, ὅπως καὶ τὰ ἰδικά
των παιδιά, ἐν τούτοις εἴμαστε ἀναγκασμένοι
νὰ δίνωμεν ὡς δούλους εἰς ὡρισμένους
πλουσίους συμπατριώτας μας τοὺς υἱούς μας
καὶ τὰς θυγατέρας μας καὶ ζοῦν πλέον
σὰν σκλάβοι. Διὰ νὰ ζήσωμεν, δίνομεν ὡς
δούλας τὰς θυγατέρας μας καὶ δὲν ἔχομεν
τὴν οἰκονομικὴν εὐχέρειαν νὰ
τὰς ἀπελευθερώσωμεν, διότι τὰ χωράφια μας
καὶ τὰ ἀμπέλια μας τὰ ἐδώσαμεν
ἐνέχυρον εἰς τοὺς πλουσίους δανειστὰς
συμπατριώτης μας>. |
6
Καὶ ἐλυπήθην σφόδρα, καθὼς ἤκουσα
τὴν κραυγὴν αὐτῶν καὶ τοὺς
λόγους τούτους. |
6
Ὅταν ἤκουσα τὴν κραυγήν των καὶ
τοὺς παραπονετικοὺς αὐτοὺς λόγους
των, ἐλυπήθην πάρα πολύ.
|
6
Ὅταν ἄκουσα τὸ πικρὸν αὐτὸ
παραπόνον των καὶ τὰς διαμαρτυρίας των αὐτάς,
ἐδοκίμασα πολὺ μεγάλην λύπην.
|
7
Καὶ ἐβουλεύσατο καρδία μου ἐπ'
ἐμέ, καὶ ἐμαχεσάμην πρὸς
τοὺς ἐντίμους καὶ τοὺς ἄρχοντας
καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἀπαιτήσει
ἀνὴρ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ,
ἃ ὑμεῖς ἀπαιτεῖτε. Καὶ
ἔδωκα ἐπ' αὐτοὺς ἐκκλησίαν
μεγάλην |
7
Ἀφοῦ ἐνδομύχως ἠρεύνησα
καὶ ἐμελέτησα τὸ ζήτημά
των, ἐφιλονείκησα καὶ ἐπετίμησα
τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς ὁ ἔχοντας
Ἰουδαίους καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς·
<σεῖς, λοιπόν, δανείζετε τοὺς ἀδελφούς
σας καὶ ἀπαιτεῖτε μὲ σκληρότητα
νὰ σᾶς πληρώνουν ὑπερόγκους
τόκους;> Πρὸς τακτοποίησιν δὲ τοῦ
ζητήματος αὐτοῦ ἔκαμα μεγάλην
συγκέντρωσιν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους
|
7
Καὶ ἀφοῦ ἐσκέφθηκα καὶ
ἐμελέτησα μόνος μου τὸ θέμα αὐτό, ἔδωσα
μάχην μὲ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς ἄρχοντας
τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς εἶπα:
<Ἔχετε ὑπερβολικὰς ἀπαιτήσεις καὶ
φορτώνετε πολὺ καθένας σας τὸν ἀδελφόν
του Ἰουδαῖον, μὲ αὐτὸ ποὺ
κάμνετε>. Ἐκάλεσα ἐπίσης νὰ συγκεντρωθοῦν
κοντά μου ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότεροι Ἰουδαῖοι.
|
8
καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἡμεῖς
κεκτήμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν
τοὺς Ἰουδαίους τοὺς πωλουμένους
τοῖς ἔθνεσιν ἐν ἐκουσίῳ
ἡμῶν· καὶ ὑμεῖς πωλεῖτε
τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν καὶ
παραδοθήσονται ἡμῖν; Καὶ ἡσύχασαν
καὶ οὐχ εὕροσαν λόγον.
|
8
καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς: <Ἡμεῖς
ἐξηγοράσαμεν καὶ ἀπελάβομεν
ἐλευθέρους τοὺς ἀδελφούς μας
ἀπὸ τὰ ἔθνη, εἰς τὰ ὁποῖα
εἶχον πωληθῇ καὶ
προσεφέραμεν ὁ καθένας τὸ κατὰ
δύναμιν διὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν
των. Καὶ σεῖς τώρα πωλεῖτε τοὺς
ἀδελφούς σας, καὶ αὐτοὶ διὰ
τὰ χρέη των θὰ παραδίδωνται ὡς
δοῦλοι εἰς σᾶς;>
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅταν ἤκουσαν
αὐτὰ ἐσίγησον διότι δὲν
εὐρῆκαν λόγους νὰ ἀπαντήσουν.
|
8
Καὶ τοὺς εἶπα: <Ὅπως εἶναι
γνωστόν, μὲ τὰς ἑκουσίας προσφοράς, ποὺ
ἔδωσε ὁ καθένας μας, ἐξαγοράσαμεν
καὶ ἐλυτρώσαμεν τοὺς συμπατριώτας
μας Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν πωληθῆ σὰν
δοῦλοι διὰ διαφόρους λόγους εἰς τοὺς
εἰδωλολάτρας. Καὶ σεῖς τώρα πωλεῖτε
σὰν δούλους τοὺς ἀδελφούς σας! Καὶ
τὸ θεωρεῖτε σωστὸν νὰ παραδίδωνται
Ἰουδαῖοι σκλάβοι εἰς ἐμᾶς τοὺς
Ἰουδαίους;> Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτά,
ἐσιώπησαν ὅλοι καὶ δὲν εὑρῆκαν
νὰ εἰποῦν τίποτε. |
9
Καὶ εἶπα· οὐκ ἀγαθὸς ὁ
λόγος, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε·
οὐχ οὕτως ἐν φόβῳ Θεοῦ
ἡμῶν ἀπελεύσεσθε ἀπὸ ὀνειδισμοῦ
τῶν ἐθνῶν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.
|
9
Ἐγὼ προσέθεσα τότε· <Δὲν
εἶναι καθόλου καλὴ ἡ πρᾶξις
αὐτὴ, ποὺ σεῖς κάμνετε. Μάθετε
ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος
παρὰ μονάχα ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ
μας, διὰ νὰ ἀποφύγετε τὸν χλευασμὸν
ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη
καὶ τοὺς ἐχθρούς μας.
|
9
Καὶ ἐγὼ συνέχισα: <Δὲν εἶναι
καλὸν αὐτό, ποὺ κάμνετε. Ὄχι
ἔτσι, ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ θὰ ξεφύγετε τὸν χλευασμὸν
καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν εἰδωλολατρικῶν
λαῶν, τῶν ἐχθρῶν μας.
|
10
Καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ
γνωστοί μου καὶ ἐγὼ ἐθήκαμεν
ἑαυτοῖς ἀργύριον κοὶ σῖτον·
ἐγκατελίπομεν δὴ τὴν ἀπαίτησιν
ταύτην. |
10
Ἐγώ, οἱ ἀδελφοί μου, καὶ
οἱ γνωστοί μου ἐδώσαμεν δάνεια,
χρήματα καὶ σῖτον εἰς τοὺς ἀδελφούς
μας. Παραιτούμεθα ἀπὸ κάθε ἀπαίτησιν
καταβολῆς τοῦ χρέους τούτου.
|
10
Σᾶς λέγω δὲ ὅτι καὶ οἱ ἀδελφοί
μου καὶ οἱ φίλοι μου καὶ ἐγὼ
προσωπικῶς ἐδώσαμεν δάνειον ἀπὸ
τὰ χρήματά μας καὶ ἀπὸ τὸ
σιτάρι μας. Ἔχομεν ὅμως παραιτηθῆ ἀπὸ
τὴν ἀπαίτησιν αὐτὴν τοῦ τόκου
ὡς πρὸς τὴν ἐξόφλησιν τοῦ
χρέους. |
11
Ἐπιστρέψατε δὴ αὐτοῖς ὡς
σήμερον ἀγροὺς αὐτῶν καὶ
ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐλαιῶνας
αὐτῶν καὶ οἰκίας αὐτῶν·
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τὸν
σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ
ἔλαιον ἐξενέγκατε αὐτοῖς.
|
11
Ἀποδώσατε, λοιπόν, καὶ σεῖς
ἀμέσως τὰ χωράφια των, τὰ ἀμπέλια
των, τὰ ληοστάσια των καὶ τὰς οἰκίας
των. Καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα, τιμὴν
τοῦ σίτου, τοῦ οἴνου καὶ τοῦ
ἐλαίου, ἐπιστρέψατε εἰς αὐτοὺς
ὅ,τι ἐπήρατε ὡς τόκον>.
|
11
Νὰ ἐπιστρέψετε λοιπόν, καὶ σήμερα μάλιστα,
εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ χωράφια των τὰ
ἀμπέλια των, τοὺς ἐλαιῶνας των καὶ
τὰ σπίτια των. Νὰ τοὺς ἀπαλλάξετε
ἐπίσης καὶ ἀπὸ κάθε τόκον διὰ
τὰ χρήματα, διὰ τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ
καὶ τὸ λάδι, ποὺ τοὺς ἐδανείσατε>.
|
12
Καὶ εἶπαν· ἀποδώσομεν, καὶ
παρ' αὐτῶν οὐ ζητήσομεν, οὕτως
ποιήσομεν καθὼς σὺ λέγεις· καὶ
ἐκάλεσα τοὺς ἱερεῖς καὶ
ὥρκισα αὐτοὺς ποιῆσαι ὡς τὸ
ρῆμα τοῦτο. |
12
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπήντησαν: <Θὰ
ἀποδώσωμεν ὅσα ἐλάβομεν ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ δὲν θὰ ζητήσωμεν
πλέον τίποτε ἀπὸ αὐτά.
Θὰ πράξωμεν, ὅπως σὺ μᾶς λέγεις>.
Ἐκάλεσα τότε τοὺς ἱερεῖς
καὶ τοὺς ὥρκισα νὰ πράξουν σύμφωνα
μὲ τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν.
|
12
Καὶ εἶπαν ἐκεῖνοι: <Θὰ ἐπιστρέψωμεν
ὅσα ἐπήραμεν καὶ δὲν θὰ ζητήσωμεν
τόκον ἀπὸ τοὺς συμπατριώτας μας. Θὰ
κάμωμεν ἔτσι, ὅπως μᾶς λέγεις>. Ἐκάλεσα
τότε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὥρκισα
ὅτι θὰ ἐνεργήσουν, ὅπως ἀκριβῶς
τὸ εἴπαμεν. |
13
Καὶ τὴν ἀναβολήν μου ἐξετίναξα
καὶ εἶπα· οὕτως ἐκτινάξαι
ὁ Θεὸς πάντα ἄνδρα, ὃς οὐ
στήσει τὸν λόγον τοῦτον, ἐκ
τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐκ
κόπου αὐτοῦ, καὶ ἔσται οὕτως
ἐκτετιναγμένος καὶ κενός. Καὶ
εἶπε πᾶσα ἡ ἐκκλησία· ἀμήν,
καὶ ᾔνεσαν τὸν Κύριον. Καὶ ἐποίησεν
ὁ λαὸς τὸ ρῆμα τοῦτο.
|
13
Ἐτίναξα τότε τὸ ἐπανωφόρι
μου καὶ εἶπα· <Ἔτσι κάθε ἄνδρα
ὁ ὁποῖος τυχὸν θὰ παραβῆ
τὴν ὑπόσχεσίν του, ἔτσι ἂς
τὸν ἐκτινάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ
τὸ σπίτι του, ἀπὸ τὸν κόπον
του καὶ θὰ εἶναι ἔξω πεταμένος
καὶ ἄδειος>. Εἶπε δὲ ὁλόκληρος
ἡ συγκέντρωσις· Ἀμὴν· καὶ
ἐδοξολόγησαν τὸν Κύριον καὶ
ὁ λαὸς ἔπραξε σύμφωνα μὲ τὴν
ὑπόσχεσιν αὐτήν.
|
13
Καὶ ἐτίναξα τὸ ἐπανωφόρι μου
ἐμπρός των, ὅπως συνηθίζεται εἰς τὴν
Ἀνατολήν, καὶ εἶπα: <Ἔτσι νὰ
τινάξη ὁ Θεὸς καθένα, ποὺ δὲν θὰ
τηρήσῃ τὴν συμφωνίαν αὐτήν. Νὰ τὸν
τινάξῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του
καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά του. Καὶ
ἂς εἶναι ἔτσι ξετιναγμένος καὶ ἀδειανός>.
Κατόπιν τούτου ὅλοι, ὅσοι εἶχαν συγκεντρωθῆ,
ἐφώναξαν <Ἀμήν> καὶ ἐδοξολόγησαν
τὸν Κύριον. Καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων,
οἱ δανεισταὶ δηλαδή, ἔκαμαν ὅπως ἐσυμφωνήσαμεν.
|
14
Ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐνετείλατό
μοι εἶναι εἰς ἄρχοντα αὐτῶν
ἐν γῇ Ἰούδα, ἀπὸ ἔτους
εἰκοστοῦ καὶ ἕως ἔτους τριακοστοῦ
καὶ δευτέρου τῷ Ἀρθασασθὰ ἔτη
δώδεκα, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί
μου βίαν αὐτῶν οὐκ ἔφαγον.
|
14
Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν
ὁποίαν ὁ βασιλεὺς μοῦ ἀνέθεσε
νὰ εἶμαι ἄρχων τῶν Ἰουδαίων
εἰς τὴν χώραν των, δηλαδὴ ἀπὸ
τὸ εἰκοστὸν ἔτος μέχρι τὸ
τριακοστὸν δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας
τοῦ Ἀρταξέρξου, ἐπὶ δώδεκα
ἔτη, οὔτε ἐγὼ οὔτε οἱ
ἀδελφοί μου ἐφάγαμεν τροφὴν
προερχομένην ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν
μας ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας.
|
14
Ἀπὸ τότε ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὴν
ἐντολὴν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν
νὰ εἶμαι ἄρχων τῶν Ἰουδαίων
εἰς τὴν χώραν μας, τὴν γῆν Ἰούδα,
ἀπὸ τὸ εἰκοστὸν δηλαδὴ
ἔτος καὶ ἕως τὸ τριακοστὸν δεύτερον
ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξου,
ἐπὶ δώδεκα συνεχῆ ἔτη, καὶ ἐγὼ
καὶ οἱ ἀδελφοί μου δὲν ἐφάγαμεν
τίποτε μὲ καταπίεσιν τῶν συμπατριωτῶν μας.
|
15
Καὶ τὰς βίας τὰς πρώτας, ἃς
πρὸ ἐμοῦ ἐβάρυναν ἐπ'
αὐτούς, καὶ ἐλάβοσαν παρ' αὐτῶν
ἐν ἄρτοις καὶ ἐν οἴνῳ
ἔσχατον ἀργύριον, δίδραχμα τεσσαράκοντα,
καὶ οἱ ἐκτετιναγμένοι αὐτῶν
ἐξουσιάζονται ἐπὶ τὸν λαόν·
κἀγὼ οὐκ ἐποίησα οὕτως
ἀπὸ προσώπου φόβου Θεοῦ.
|
15
Οἱ προηγούμενοι κυβερνῆται ἀσκοῦσαν
βίαν. Ἐλάμβαναν ἀπὸ αὐτούς,
ὡς ἀνταπόδοσιν, ἄρτους καὶ οἶνον,
ἐκτὸς τῶν τεσσαράκοντα ἀργυρῶν
διδράχμων. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη
οἱ ὑπηρέται των κατεδυνάστευαν τὸν
λαόν. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔπραξα
κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, διότι
ἐφοβούμην τὸν Θεόν.
|
15
Δὲν συνέχισα τὰς προηγουμένας πιέσεις, μὲ
τὰς ὁποίας ἐφόρτωναν δυσβάστακτα βάρη
εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὡρισμένοι. Ἔπαιρναν
ἀπὸ αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὰ
ψωμιὰ καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὴν
τελευταίαν δραχμὴν ποὺ εἶχαν, σαράντα ἀσημένια
δίδραχμα ἀπὸ τὸν καθένα ἐτησίως (115
περίπου γαλλικὰ φράγκα). Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ
οἱ δοῦλοι των κατεδυνάστευαν τὸν λαόν
μας. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἔκαμα
αὐτό, διότι εἶχα φόβον Θεοῦ καὶ ὑπελόγιζα
τὸν Νόμον Του. |
16
Καὶ ἐν ἔργῳ τοῦ τείχους
τούτων οὐκ ἐκράτησα, ἀγρὸν
οὐκ ἐκτησάμην, καὶ πάντες οἱ
συνηγμένοι ἐκεῖ ἐπὶ τὸ
ἔργον. |
16
Καὶ εἰς τὸ ἔργον ἀκόμη
τῆς ἀνοικοδομήσεως τῶν τειχῶν
ἐγὼ δὲν ἀπέσχον, ἀλλὰ
ἔλαβον μέρος. Ἀγροὺς δὲν ἀπέκτησα
καὶ ὅλοι οἱ ἰδικοί μου ἄνθρωποι
εἶχαν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ εἰς τὸ
ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως.
|
16
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ ἔργον
τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ τείχους, εἰς τὸ
ὁποῖον ἔλαβα ἐνεργὸν μέρος,
δὲν ἐκμεταλλεύθηκα κανένα, ὥστε νὰ
κρατήσω κάτι διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Δὲν
ἀπέκτησα ἐπίσης ἰδικόν μου χωράφι. Ὅλοι,
ὅσοι ἔχουν συγκεντρωθῆ ἐκεῖ
εἰς τὸ τεῖχος διὰ τὸ ἔργον
τῆς ἀνεγέρσεως, τὸ γνωρίζουν αὐτὸ
καὶ ἠμποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν.
Καὶ ὅλοι οἱ ἰδικοί μου, ποὺ
ἦσαν ἐκεῖ, ἔκαμαν τὸ ἴδιον.
|
17
Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἑκατὸν
καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ ἐρχόμενοι
πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν
τῶν κύκλῳ ἡμῶν ἐπὶ
τράπεζάν μου. |
17
Ἐπὶ πλέον εἰς ἑκατὸν πεντήκοντα
ἄνδρας Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι
ἤρχοντο πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τοὺς
ἐθνικοὺς λαοὺς που ἦσαν γύρω
μας, ἐγὼ παρεῖχον πάντοτε φάγητον.
|
17
Εἰς δὲ τὸ τραπέζι μου ἔτρωγαν τακτικὰ
ἑκατὸν πενῆντα Ἰουδαῖοι ἄνδρες.
Μαζί μου ἐπίσης ἔτρωγαν καὶ οἱ ἐπισκέπται,
ποὺ ἔφθαναν πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν ἀνάμεσα
εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, ποὺ
ἦσαν γύρω μας. |
18
Καὶ ἦν γινόμενον εἰς ἡμέραν
μίαν μόσχος εἷς καὶ πρόβατα
ἕξ ἐκλεκτὰ καὶ χίμαρος ἐγίνοντό
μοι καὶ ἀνὰ μέσον δέκα ἡμερῶν
ἐν πᾶσιν οἶνος τῷ πλήθει·
καὶ σὺν τούτοις ἄρτους τῆς βίας
οὐκ ἐζήτησα, ὅτι βαρεῖα ἡ
δουλεία ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.
|
18
Κάθε ἡμέραν δὲ παρέθετα πρὸς
φιλοξενίαν εἰς αὐτοὺς ἕνα μόσχον,
ἓξ ἐκλεκτὰ πρόβατα καὶ ἕνα
τράγον. Ἀνὰ δέκα δὲ ἡμέρας
προσεφέρετο εἰς τὸ πλῆθος οἶνο
ἄφθονος. Παρ' ὅλα δὲ αὐτὰ δὲν
ἐζήτησα ὡς κυβερνήτης τῆς χώρας
νὰ φάγω ἄρτον καταδυναστεύων μὲ
τὴν ἐξουσίαν μου τὸν λαόν, διότι
τὰ ἔργα ἦσαν πολὺ βαρειὰ διὰ
τὸν λαὸν αὐτόν. |
18
Κάθε ἡμέραν παρέθετα εἰς τὸ τραπέζι μου
ἕνα μοσχάρι, ἕξι διαλεκτὰ πρόβατα καὶ
ἕνα τράγον διὰ τοὺς φιλοξενουμένους μου
μὲ ἰδικά μου ἔξοδα. Κάθε δέκα δὲ ἡμέρας
προσεφέρετο καινούργιο ἄφθονο κρασὶ εἰς
ὅλους. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ
δὲν ἐπεδίωξα ποτὲ ὡς κυβερνήτης νὰ
ἀπολαύσω ἀγαθὰ μὲ βίαν καὶ πίεσιν
τοῦ λαοῦ μου, διότι εἶχε φορτωθῆ ὁ
λαὸς αὐτὸς μὲ πολὺ βαρὺ
ἔργον. |
19
Μνήσθητί μου, ὁ Θεός, εἰς ἀγαθὸν
πάντα ὅσα ἐποίησα τῷ λαῷ
τούτῳ. |
19
Μνήσθητί μου, Κύριε ὁ Θεός,
καὶ ἀπόδωσέ μου εἰς ἀγαθὸν
ὅλα ὅσα ἔκαμα διὰ τὸν λαὸν
τοῦτον. |
19
Μνήσθητί μου, Κύριε, καὶ ἀνταπόδωσε Σὺ εἰς
ἀγαθόν μου ὅλα, ὅσα ἔκαμα διὰ
τὸν λαὸν αὐτόν. |