Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο καθὼς ἠκούσθη τῷ
Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβίᾳ καὶ τῷ
Γησὰμ τῷ Ἀραβὶ καὶ τοῖς
καταλοίποις ἐχθρῶν ἡμῶν ὅτι
ᾠκοδόμησα τὸ τεῖχος, καὶ οὐ
κατελείφθη ἐν αὐτοῖς πνοή. Ἕως
τοῦ καιροῦ ἐκείνου θύρας οὐκ
ἐπέστησα ἐν ταῖς πύλαις.
|
ταν
ἐπληροφορήθησαν ὁ Σαναβαλλάτ, ὁ
Τωβίας, ὁ Γησὰμ ὁ Ἄραψ, καὶ
οἱ ὑπόλοιποι ἐχθροί μας, ὅτι
ἐγὼ ἀνοικοδόμησα τὸ τεῖχος,
περιέπεσαν εἰς κατάπληξιν καὶ στενοχωρίαν
καὶ τοὺς ἐκόπη ἡ ἀναπνοή.
Μέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνη
ἐγὼ δὲν εἶχα ἀκόμη τοποθετήσει
τὰς θύρας εἰς τὰς πύλας τοῦ
τείχους.
|
ταν
ἔμαθαν ὁ Σαναβαλλάτ, ὁ Τωβίας,ὁ
Ἄραβας Γησὰμ καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί
μας ὅτι ἔκτισα τὸ τεῖχος τῆς
Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν θὰ ἠμποροῦσαν
πλέον νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν, ἐκυριεύθησαν
ἀπὸ τόσην ὀργὴν καὶ κατάπληξιν,
ὥστε τοὺς ἐκόπη ἡ ἀναπνοή. Ἐν
τῷ μεταξὺ δὲν εἶχα βάλει ἀκόμη
τὰς θύρας τῶν πυλῶν τοῦ τείχους.
|
2
Καὶ ἀπέστειλε Σαναβαλλὰτ καὶ
Γησὰμ πρός με λέγων· δεῦρο καὶ
συναχθῶμεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ
ἐν ταῖς κώμαις ἐν πεδίῳ
Ὠνώ· καὶ αὐτοὶ λογιζόμενοι
ποιῆσαί μοι πονηρίαν.
|
2
Ὁ Σοναβαλλὰτ καὶ ὁ Γησὰμ ἀπέστειλαν
εἰς ἐμὲ ἀνθρώπους τῶν
καὶ μοῦ εἶπαν: <Ἔλα νὰ συναντηθῶμεν
εἰς μίαν ἀπὸ τὰ πόλεις
τῆς πεδιάδος Ὠνώ>. Ἐκεῖνοι
ὅμως εἶχαν δόλιον σκοπὸν ἐναντίον
μου. |
2
Ἔστειλε λοιπὸν ἀνθρώπους του πρὸς
ἐμὲ ὁ Σαναβαλλὰτ μαζὶ μὲ
τὸν Γησὰμ καὶ μοῦ εἶπαν: <Ἔλα
νὰ συναντηθῶμεν καὶ νὰ συζητήσωμεν
εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις τῆς
πεδιάδος Ὠνώ>. Αὐτοὶ ὅμως
εἶχαν πονηρὸν σκοπὸν ἐναντίον μου.
|
3
Καὶ ἀπέστειλα ἐπ' αὐτοὺς
ἀγγέλους λέγων· ἔργον μέγα
ἐγὼ ποιῶ καὶ οὐ δυνήσομαι
καταβῆναι, μή ποτε καταπαύσῃ τὸ
ἔργον, ὡς ἂν τελειώσω αὐτό,
καταβήσομαι πρὸς ὑμᾶς.
|
3
Ἔστειλα πρὸς αὐτοὺς ἰδικούς
μου ἀγγελιοφόρους καὶ εἶπα: <Ἐγὼ
ἐκτελῶ μέγα ἔργον καὶ δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ κατεβῶ εἰς
τὴν πεδιάδα, διὰ νὰ μὴ διακοπῇ
διὰ τῇ ἀπουσίας μου τὸ ἔργον.
Ὅταν ὅμως φέρω αὐτὸ εἰς
πέρας, θὰ ἔλθω πρὸς συνάντησίν
σας>. |
3
Ἔστειλα τότε καὶ ἐγὼ ἰδικούς
μου ἀνθρώπους πρὸς αὐτοὺς καὶ
τοὺς εἶπα: <Εἶμαι ἀπησχολημένος
μὲ μεγάλο ἔργον καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσω
νὰ κατεβῶ διὰ νὰ σᾶς συναντήσω,
διότι φοβοῦμαι μήπως διακοπὴ τὸ ἔργον
αὐτό, ὅταν ἀπουσιάσω. Σᾶς ὑπόσχομαι
ὅμως ὅτι, μόλις ὁλοκληρώσω τὴν ἀνοικοδόμησιν
τοῦ τείχους, θὰ κατεβῶ πρὸς συνάντησίν
σας>. |
4
Καὶ ἀπέστειλαν πρός με ὡς τὸ
ρῆμα τοῦτο, καὶ ἀπέστειλα αὐτοῖς
κατὰ ταῦτα. |
4
Ἐκεῖνοι ἐπανέλαβον τὴν ἰδίαν
πρότασιν καὶ ἐγὼ ἀπήντησα
πρὸς αὐτοὺς κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον.
|
4
Αὐτοὶ ὅμως ἔστειλαν καὶ πάλιν
ἀνθρώπους τῶν καὶ ἐπανέλαβαν τὰ
ἴδια, ὅπως προηγουμένως, ἀλλὰ καὶ
ἐγὼ τοὺς ἀπήντησα μὲ τὸν
ἴδιον τρόπον. |
5
Καὶ ἀπέστειλε πρός με Σαναβαλλὰτ
τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴν
ἀνεῳγμένην ἐν χειρὶ αὐτοῦ.
|
5
Ὁ Σαναβαλλὰτ μοῦ ἔστειλε μίαν
ἐπιστολὴν ἀνοικτὴν μὲ ἕνα
δοῦλον του, τὴν ὁποίαν ἐκρατοῦσε
εἰς τὸ χέρι του.
|
5
Ὁ δὲ Σαναβαλλὰτ μοῦ ἔστειλε
κατόπιν καὶ τὸν δοῦλον του μὲ μίαν
ἀνοικτὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸ
χέρι του. |
6
Καὶ ἦν γεγραμμένον ἐν αὐτῇ·
<Ἐν ἔθνεσιν ἠκούσθη ὅτι σὺ
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι λογίζεσθε ἀποστατῆσαι,
διὰ τοῦτο σὺ οἰκοδομεῖς τὸ
τεῖχος, καὶ σὺ ἔσῃ αὐτοῖς
εἰς βασιλέα· |
6
Εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν
ἦσαν γραμμένα τὰ ἐξῆς·
<Μεταξὺ τῶν λαῶν ἔχει διαδοθῆ
ὅτι σὺ καὶ οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι
σκέπτεσθε νὰ ἀποστατήσετε ἀπὸ
τὸν βασιλέα καὶ διὰ τοῦτο σὺ
ἀνοικοδομεῖς τὸ τεῖχος, διὰ
νὰ γίνῃς εἰς αὐτοὺς βασιλεύς.
|
6
Εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν
εἶχε γραφῆ τὸ ἑξῆς: <Ἔχει
κυκλοφορήσει μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ἡ
φήμη ὅτι σὺ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι
σχεδιάζετε νὰ ἐπαναστατήσετε ἐναντίον τοῦ
βασιλέως καὶ δι’ αὐτὸ κτίζεις τὸ τεῖχος.
Ἔχεις μάλιστα σκοπὸν νὰ γίνῃς σὺ
βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
|
7
καὶ πρὸς τούτοις προφήτας ἔστησας
σεαυτῷ, ἵνα καθίσῃς ἐν Ἱερουσαλὴμ
εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰούδα·
καὶ νῦν ἀπαγγελήσονται τῷ βασιλεῖ
οἱ λόγοι οὗτοι· καὶ νῦν
δεῦρο βουλευσώμεθα ἐπὶ τὸ αὐτό.
|
7
Ἐπὶ πλέον διεδόθη, ὅτι σὺ
διώρισες πρὸς ἐξυπηρέτησίν σου
προφήτας, διὰ νὰ προπαρασκευάσουν
αὐτοὶ τὸν λαὸν καὶ ἐνθρονισθῇς
βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ. Τώρα θὰ ἀναφερθοῦν
εἰς τὸν βασιλέα ὅλα αὐτὰ
τὰ πράγματα. Ἔλα λοιπὸν ἐδῶ
διὰ νὰ συσκεφθῶμεν>.
|
7
Διαδίδεται ἐπὶ πλέον ὅτι σὺ ὥρισες
ἰδικούς σου ἀνθρώπους ὡς προφήτας διὰ
νὰ κηρύττουν καὶ νὰ προετοιμάζουν τὸν
λαόν, ὥστε νὰ ἐγκατασταθῇς εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς βασιλεὺς τῶν
Ἰουδαίων. Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου ὅτι
ὅλα αὐτά, ποὺ διαδίδονται, θὰ ἀνακοινωθοῦν
τώρα εἰς τὸν βασιλέα. Ἔλα λοιπὸν ἀμέσως
διὰ νὰ συζητήσωμεν καὶ νὰ ἐξετάσωμεν
μαζὶ τὴν ὑπόθεσιν>.
|
8
Καὶ ἀπέστειλα πρὸς αὐτὸν
λέγων· οὐκ ἐγενήθη ὡς οἱ
λόγοι οὗτοι, ὡς σὺ λέγεις, ὅτι
ἀπὸ καρδίας σου σὺ ψεύδῃ
αὐτούς. |
8
Ἐγὼ ἔστειλα τότε πρὸς αὐτὸν
ἄλλον ἀγγελιαφόρον καὶ τοῦ εἶπα·
<Τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶπες δὲν
συνέβη. Ἀλλὰ σὺ ψεύδεσαι καὶ
πλάθεις ἐκ τὴν πονηράν σου καρδίαν
τὰς ψευδολογίας αὐτάς.
|
8
Ἔστειλα λοιπὸν καὶ ἐγὼ ἀγγελιαφόρον
μου πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπα:
<Δὲν συνέβη τίποτε παρόμοιον μὲ αὐτὰ
ποὺ ὑποστηρίζεις. Ὅλα εἶναι ψέματα
καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὴν καρδιάν
σου, ποὺ ἔχει κακίαν ἐναντίον μου>.
|
9
Ὅτι πάντες φοβερίζουσιν ἡμᾶς
λέγοντες· ἐκλυθήσονται αἱ χεῖρες
αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου,
καὶ οὐ ποιηθήσεται· καὶ νῦν
ἐκραταίωσα τὰς χεῖράς μου>.
|
9
Ὅλοι μᾶς φοβερίζουν καὶ θέλουν
νὰ μᾶς τρομάξουν
λέγοντες: Θὰ παραλύσουν τὰ χέρια
των ἀπὸ τὸ ἔργον των καὶ δὲν
θὰ κατορθώσουν νὰ τὸ φέρουν
εἰς πέρας. Ἐγὼ ὅμως ἔδωκα
θάρρος εἰς ὅλους διὰ τὸ ἔργον
αὐτό, ποὺ ἐπιτελείται, μὲ
τὰ χέρια μου>.
|
9
Ἤξευρα ὅτι καὶ αὐτὸς καὶ
ὅλοι οἱ φίλοι του ἐπιχειροῦσαν νὰ
μᾶς φοβερίσουν καὶ ἔλεγαν: <Θὰ
κουρασθοῦν, θὰ παραλύσουν τὰ χέρια των ἀπὸ
τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργον καὶ δὲν
θὰ ἠμπορέσουν νὰ τὸ ὁλοκληρώσουν>.
Καὶ ὅμως ἐγὼ εἶχα θάρρος καὶ
ἔνοιωσα πολλὴν δύναμιν ἀπὸ Θεοῦ
εἰς τὰ χέρια μου. |
10
Κἀγὼ εἰσῆλθον εἰς οἶκον
Σεμεῒ υἱοῦ Δαλαΐα, υἱοῦ Μεταβεὴλ
- καὶ αὐτὸς συνεχόμενος - καὶ
εἶπε· συναχθῶμεν εἰς οἶκον, τοῦ
Θεοῦ ἐν μέσῳ αὐτοῦ καὶ
κλείσωμεν τὰς θύρας αὐτοῦ, ὅτι
ἔρχονται νυκτὸς φονεύσαί σε.
|
10
Ἐγὼ μετέβην εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Σεμεΐ, υἱοῦ τοῦ Δαλαΐα, υἱοῦ
τοῦ Μεταβεήλ - αὐτὸς
ἦτο περιωρισμένος εἰς τὸν οἶκον
του - καὶ μοῦ εἶπε· <Ἂς μεταβῶμεν
εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἂς
εἰσέλθωμεν εἰς τὸ μέσον τοῦ
ναοῦ τούτου καὶ ἂς κλείσωμεν
τὰς θύρας του, διότι κατὰ τὸ
διάστημα τῆς νυκτὸς
μερικοὶ ἄνθρωποι θέλουν νὰ σὲ
φονεύσουν>.
|
10
Κατόπιν ἐπῆγα εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Σεμεΐ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαλαΐα, ποὺ
ἦτο ἀπόγονος τοῦ Μεταβεήλ. Ὁ δὲ
Σεμεΐ, ποὺ ἦτο κλεισμένος μὲ πολλὴν
μυστικότητα εἰς τὸ σπίτι του, μοῦ εἶπεν:
<Ἔλα νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν Ναὸν
τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα εἰς τὸ
κέντρον του, καὶ ἂς κλείσωμεν καλὰ τὰς
θύρας του, διότι θὰ ἔλθουν κατὰ τὴν
νύκτα αὐτὴν ἐχθροὶ διὰ νὰ
σὲ θανατώσουν>. |
11
Καὶ εἶπα· τίς ἐστιν ὁ ἀνήρ,
ὃς εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον
καὶ ζήσεται; |
11
Ἐγὼ ὅμως εἶπα πρὸς αὐτόν·
Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος θὰ εἰσελθῃ εἰς
τὸν ναὸν καὶ θὰ ζήσῃ;
|
11
Ἐγὼ ὅμως τοῦ εἶπα: <Ποιὸς
ἄνθρωπος, ποὺ δὲν εἶναι ἱερεύς,
θὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὸ ἐσωτερικὸν
τὸν Ναοῦ, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύεται,
καὶ θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον;>
|
12
Καὶ ἐπέγνων καὶ ἰδοὺ ὁ
Θεὸς οὐκ ἀπέστειλεν αὐτόν,
ὅτι ἡ προφητεία λόγος κατ' ἐμοῦ,
καὶ Τωβίας καὶ Σαναβαλλὰτ ἐμισθώσαντο
|
12
Ἐκατάλαβα δὲ ὅτι δὲν ἀπέστειλεν
ὁ Θεός αὐτὸν πρὸς ἐμὲ
καὶ ὅτι ἡ προφητεία του αὐτὴ
εἶχε χαλκευθῆ ἐναντίον μου. Ὁ
Τωβίας καὶ ὁ
Σαναδαλλὰτ εἶχον δωροδοκήσει ἀνθρώπους
|
12
Ἐκατάλαβα δηλαδὴ ὅτι ὁ Σεμεῒ
δὲν εἶχε σταλῇ πρὸς βοήθειάν μου ἀπὸ
τὸν Θεόν, διότι αὐτὰ ποὺ ἔλεγεν,
ἦσαν προφητεία εἰς βάρος μου. Ἦτο ὄργανον
τοῦ Τωβία καὶ τοῦ Σαναβαλλάτ, οἱ ὁποῖοι
τὸν εἶχαν ἐξαγοράσει μὲ χρήματα διὰ
νὰ εἴπῃ τὰ ὅσα εἶπε.
|
13
ἐπ' ἐμὲ ὄχλον, ὅπως φοβηθῶ
καὶ ποιήσω οὕτως καὶ ἁμάρτω
καὶ γένωμαι αὐτοῖς εἰς ὄνομα
πονηρόν, ὅπως ὀνειδίσωσί με.
|
13
ἀπὸ τὸν ὄχλον ἐναντίον
μου, διὰ νὰ φοβηθῶ καὶ ἐνεργήσω
ἔτσι, ὥστε νὰ ἁμαρτήσω εἰσερχόμενος
εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, καὶ
νὰ γίνῃ αὐτὸ ἀφορμὴ
ἐναντίον μου νὰ δυσφημισθῇ τὸ
ὄνομά μου καὶ νὰ μὲ ὀνειδίσουν
οἱ ἄνθρωποι αὐτοί.
|
13
Εἶχαν ἐξαγοράσει ἄλλως τε αὐτοὶ
ἐναντίον μου καὶ ἄλλους ἀπὸ
τὸν λαόν. Τὸ σχέδιόν των ἦτο νὰ
φοβηθῶ καὶ νὰ κάμω αὐτό, ποὺ
μοῦ ἔλεγεν ὁ Σεμεΐ, ὥστε νὰ
παραβῶ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ
καὶ νὰ ἁμαρτήσω ἐνώπιόν Του,
μὲ τὸ ὅτι θὰ εἰσερχόμουν εἰς
τὸν Ναόν. Ἔτσι αὐτοὶ θὰ εὕρισκαν
τὴν ἀφορμὴν διὰ να δυσφημήσουν τὸ
ὄνομά μου καὶ νὰ μὲ ἐξευτελίσουν
|
14
Μνήσθητι, ὁ Θεός, Τωβία καὶ
Σαναβαλλάτ, ὡς τὰ ποιήματα αὐτοῦ
ταῦτα, καὶ τῷ Νωαδίᾳ τῷ
προφήτῃ καὶ τοῖς καταλοίποις
τῶν προφητῶν, οἳ ἦσαν φοβερίζοντές
με. |
14
<Ἐνθυμήσου, Κύριε, καὶ στεῖλε
τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν εἰς τὸν
Τωβίαν καὶ εἰς τὸν Σαναβαλλάτ,
σύμφωνα μὲ τὰ πονηρά των ἔργα,
καὶ ἐναντίον τοῦ προφήτου Νωαδία
καὶ τῶν
ἄλλων προφητῶν, οἱ ὁποῖοι
μὲ ἐφοβέρισαν κατ' αὐτὸν τὸν
τρόπον>.
|
14
Ἐνθυμήσου, Κύριε ὁ Θεός, μὲ τὴν
δικαιοσύνην Σου τὸν Τωβίαν καὶ τὸν Σαναβαλλὰτ
καὶ ἀπόδωσε εἰς αὐτοὺς
ἀναλόγως πρὸς τὰ πονηρὰ αὐτὰ
ἔργα των Ἐνθυμήσου ἐπίσης, Κύριε,
μὲ τὴν δικαιοσύνην Σου καὶ τὸν προφήτην
Νωαδίαν καὶ τοὺς ὑπολοίπους προφήτας, ποὺ
μὲ ἐφοβέριζαν διὰ νὰ μὲ
φέρουν εἰς δύσκολον θέσιν καὶ νὰ μὲ
κάμουν παραβάτην τοῦ Νόμον Σου. |
15
Καὶ ἐτελέσθη τὸ τεῖχος πέμπτη
καὶ εἰκάδι τοῦ Ἐλοὺλ μηνὸς
εἰς πεντήκοντα καὶ δύο ἡμέρας.
|
15
Τὸ τεῖχος ὠλοκληρώθη τὴν 25ην
τοῦ μηνὸς Ἐλοὺλ εἰς διάστημα
πεντήκοντα δύο ἡμερῶν.
|
15
Τελικῶς, παρὰ τὰς διαφόρους ἀντιδράσεις,
ὠλοκληρώθη ἡ ἀνέγερσις τὸν τείχους
τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μάλιστα εἰς
διάστημα πενῆντα δύο μόνον ἡμερῶν. Ἡ
ἀποπεράτωσις ἔγινε τὴν εἰκοστὴν
πέμπτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἐλούλ.
|
16
Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσαν
πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν,
καὶ ἐφοβήθησαν πάντα τὰ ἔθνη
τὰ κύκλῳ ἡμῶν, καὶ ἐπέπεσε
φόβος σφόδρα ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν
καὶ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν ἐγενήθη τελειωθῆναι τὸ
ἔργον τοῦτο. |
16
Ὅταν δὲ ὅλοι οἱ γύρω ἐχθροί
μας ἤκουσαν τοῦτο,
ἐφοβήθησαν. Φόβος ἐπέπεσεν εἰς
ὅλους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν γύρω μας, διότι εἶδον καὶ
ἐκατάλαβαν ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν
τοῦ Θεοῦ ἀπεπερατώθη τὸ ἔργον
τοῦτο.
|
16
Ὅταν λοιπὸν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ
ὅλοι οἱ ἐχθροί μας, ἐφοβήθηκαν
ὅλα τὰ ἔθνη, ποὺ ἦσαν γύρω μας.
Τοὺς ἐκυρίευσε πολὺ μεγάλος φόβος ἀπὸ
αὐτό, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια των. Καὶ
ἐκατάλαβαν ὅτι εἴχαμεν μαζί
μας τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ μας καὶ
δι’ αὐτὸ ἔφθασεν εἰς πέρας τόσον συντόμως
τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργον.
|
17
Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
ἀπὸ πολλῶν ἐντίμων Ἰούδα
ἐπιστολαὶ ἐπορεύοντο πρὸς Τωβίαν,
καὶ αἱ Τωβία ἤρχοντο πρὸς αὐτούς,
|
17
Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας,
ἐκ μέρους πολλῶν ἐπισήμων Ἰουδαίων,
ἐστέλλοντο ἐπιστολαὶ πρὸς
τὸν Τωβίαν καὶ ἐπιστολαὶ τοῦ
Τωβία ἤρχοντο πρὸς αὐτούς.
|
17
Καὶ πάλιν ὅμως κατὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας πολλοὶ πρόκριτοι τῶν Ἰουδαίων
(ποὺ δὲν συμπαθοῦσαν τὸν Νεεμίαν)
ἔστελλαν ἐπιστολὰς πρὸς τὸν
Τωβίαν, τὰ δὲ γράμματα τοῦ Τωβία, τὸ
ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἔφθαναν εἰς
αὐτούς. |
18
ὅτι πολλοὶ ἐν Ἰούδᾳ ἔνορκοι
ἦσαν αὐτῷ, ὅτι γαμβρὸς ἦν
τοῦ Σεχενία υἱοῦ Ἠραέ,
καὶ Ἰωνὰν υἱὸς αὐτοῦ
ἔλαβε τὴν θυγατέρα Μεσουλὰμ υἱοῦ
Βαραχία εἰς γυναῖκα.
|
18
Ἐγίνετο δὲ αὐτό, ἐπειδὴ
πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους
Ἰουδαίους εἶχον συνδεθῆ μὲ ὅρκον
πρὸς τὸν Τωβίαν, διότι ὁ Τωβίας
ἦτο γαμβρὸς τοῦ Σεχενία, υἱοῦ
τοῦ Ἡραέ, καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ Ἰωνὰν εἶχε λάβει ὡς
σύζυγον τὴν θυγατέρα
τοῦ Μεσουλάμ, υἱοῦ Βαραχία.
|
18
Ἡ ἀλληλογραφία αὐτὴ καὶ ἡ
μυστικὴ ἐπικοινωνία μεταξύ των ἐγίνετο,
διότι πολλοὶ Ἰουδαῖοι εἶχαν ὁρκισθῇ
νὰ βοηθήσουν τὸν Τωβίαν, ἐπειδὴ ἦτο
γαμβρὸς τοῦ Σεχενία, τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἡραέ. Ἐπὶ πλέον ὁ
υἱὸς τοῦ Τωβία, ὁ Ἰωνάν,
ἐπῆρεν ὡς σύζυγόν του τὴν κόρην τοῦ
Μεσουλάμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Βαραχία.
|
19
Καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ ἦσαν
λέγοντες πρός με καὶ λόγους μου ἦσαν
ἐκφέροντες αὐτῷ, καὶ ἐπιστολὰς
ἀπέστειλε Τωβίας φοβερίσαι με.
|
19
Τὰς προτάσεις, λοιπόν, καὶ τοὺς
λόγους αὐτοὺς
τοὺς ἀνέφεραν εἰς ἐμὲ
καὶ τοὺς ἰδικούς μου λόγους
ἐγνωστοποίησαν εἰς αὐτόν. Ὁ
Τωβίας ἀπέστειλεν ἐπιστολὴν
εἰς ἐμὲ διὰ νὰ μὲ φοβερίσῃ.
|
19
Αὐτοὶ δὲ οἱ ἐπίσημοι Ἰουδαῖοι
μοῦ ἔλεγαν τὰ ὅσα τοὺς ἔγραφε
καὶ ἐπρότεινεν ὁ Τωβίας, καὶ μετέφεραν
εἰς ἐκεῖνον αὐτά, ποὺ ἔλεγα
ἐγώ. Ὁ σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον
ἔγραφε καὶ ἔστελλε τὰς ἐπιστολάς
του αὐτὰς ὁ Τωβίας, ἦτο νὰ μὲ
φοβερίσῃ. |