Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε Σαλωμὼν τοῦ οἰκοδομῆσαι
οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου καὶ
οἶκον τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.
|
Σολομὼν
ἀπεφάσισε καὶ εἶπε τότε νὰ
ἀνοικοδομήσῃ ναὸν εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπίσης
καὶ τὸ βασιλικόν του ἀνάκτορον.
|
βασιλιᾶς
Σολομὼν ἀπεφάσισε νὰ κτίσῃ Ναὸν
ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον καὶ
βασιλικὸν ἀνάκτορον διὰ τὸν ἑαυτόν
του. |
2
Καὶ συνήγαγε Σαλωμὼν ἑβδόμηκοντα
χιλιάδας ἀνδρῶν νωτοφόρων καὶ
ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων τῷ
ὄρει, καὶ οἱ ἐπιστάται ἐπ'
αὐτῷ τρισχίλιοι ἑξακόσιοι.
|
2
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὁ
Σολομὼν συνήθροισεν ἑβδομήκοντα χιλιάδες
ἀχθοφόρους καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδες
λατόμους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔκοπταν
λίθους εἰς τὸ ὄρος. Ἐπιστάτας
ἐπάνω εἰς αὐτοὺς ὥρισεν
τρεῖς χιλιάδας ἑξακοσίους ἄνδρας.
|
2
Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὁ
Σολομὼν ἐμάζευσεν ἑβδομῆντα
χιλιάδες (70.000) ἀχθοφόρους καὶ ὀγδόντα
χιλιάδες (80.000) λατόμους, διὰ νὰ κόβουν πέτρες
εἰς τὸ ὅρος. Δι' ὅλους αὐτοὺς
καθώρισε τρεῖς χιλιάδες ἑξακοσίους (3.600) ἐπιστάτες.
|
3
Καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν πρὸς Χιρὰμ
βασιλέα Τύρου λέγων· ὡς ἐποίησας
μετὰ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου καὶ
ἀπέστειλας αὐτῷ κέδρους τὸν
οἰκοδομῆσαι ἑαυτῷ οἶκον κατοικῆσαι
ἐν αὐτῷ, |
3
Ἔστειλε δὲ ὁ Σολομὼν ἀνθρώπους
τοῦ πρὸς τὸν Χιράμ, τὸν βασιλέα
τῆς Τύρου, διὰ νὰ τοῦ εἴπουν·
<ὅπως ἐξυπηρέτησες τὸν πατέρα
μου τὸν Δαυὶδ καὶ ἔστειλες πρὸς
αὐτὸν ξύλα κέδρινα, διὰ νὰ
ἀνοικοδομήσῃ τὴν κατοικίαν
του καὶ νὰ κατοικήσῃ
εἰς αὐτήν, ἔτσι κάμε τώρα
καὶ μὲ ἐμέ.
|
3
Καὶ ὁ Σολομὼν ἔστειλε μήνυμα πρὸς
τὸν Χιράμ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Τύρου,
εἰς τὸ ὁποῖον τοῦ ἔλεγε:
<Κάμε καὶ εἰς ἐμέ, ὅπως ἔκαμες
εἰς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, ὅταν
τοῦ ἀπέστειλες ξύλα κέδρινα, διὰ νὰ
κτίσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του ἀνάκτορον,
ὥστε νὰ κατοικήσῃ εἰς αὐτό.
|
4
Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ὁ υἱὸς
αὐτοῦ οἰκοδομῶ οἶκον τῷ
ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ μου ἁγιάσαι
αὐτὸν αὐτῷ τοῦ θυμιᾶν
ἀπέναντι αὐτοῦ θυμίαμα καὶ
πρόθεσιν διὸ παντὸς καὶ τοῦ
ἀναφέρειν ὁλοκαυτώματα διὰ παντὸς
τὸ πρωῒ καὶ τὸ δείλης καὶ
ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ἐν ταῖς
νουμηνίαις καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς
τοῦ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν· εἰς
τὸν αἰῶνα τοῦτο ἐπὶ τὸν
Ἰσραήλ. |
4
Ἰδοὺ ἐγώ, ὁ υἱὸς
τοῦ Δαυίδ, θὰ ἀνοικοδομήσω ναὸν
εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ
μου, θὰ ἀφιερώσω τοῦτον εἰς
αὐτόν, ὥστε
νὰ τοῦ προσφέρεται θυμίαμα
καὶ νὰ παρατίθενται
πάντοτε οἱ ἄρτοι τῆς
προθέσεως εἰς
τὴν τράπεζαν. Νὰ προσφέρουν διαρκῶς
εἰς αὐτὸν θυσίας ὁλοκαυτωμάτων,
πρωῒ καὶ ἑσπέρας, ὅπως ἐπίσης
κατὰ τὰ σάββατα, κατὰ τὴν πρώτην
ἑκάστου μηνὸς
καὶ κατὰ τὰς ἄλλας ἑορτὰς
Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
Αὐτὸ εἶναι αἰωνίως ἐπιβεβλημένον
καθῆκον εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν.
|
4
Διότι νά· καὶ ἐγώ, ὁ υἱός
του, πρόκειται νὰ κτίσω Ναὸν εἰς τὸ
ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου καὶ νὰ
τὸν ἀφιερώσω εἰς αὐτόν, διὰ
να προσφέρεται εἰς αὐτὸν θυμίαμα καὶ
διὰ νὰ παραθέτουν πάντοτε τοὺς ἄρτους
τῆς προθέσεως (ἐπάνω εἰς τὴν
εἰδικὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως) καὶ
διὰ νὰ προσφέρουν συνεχῶς θυσίες ὁλοκαυτωμάτων
τὸ πρωῒ καὶ τὸ ἑσπέρας (δεῖλι)
καὶ κατὰ τὰ σάββατα καὶ κατὰ
τὴν πρώτην κάθε μηνός (τὴν ἀρχὴν
νέας σελήνης) καὶ κατὰ τὶς ἄλλες ἐορτὲς
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας· ὅπως
ἔχει ὁρισθῇ να γίνεται τοῦτο εἰς
τὸν Ἰσραὴλ διαπαντός.
|
5
Καὶ ὁ οἶκος, ὃν ἐγὼ οἰκοδομῶ
μέγας, ὅτι μέγας Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν παρὰ πάντας τοὺς θεούς.
|
5
Ὁ ναὸς δέ, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ θὰ ἀνοικοδομήσω,
θὰ εἶναι πολὺ
μεγάλος, διότι Κύριος ὁ Θεὸς
ἡμῶν εἶναι ὁ ἀπολύτως
μέγας ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους
θεούς.
|
5
Καὶ ὁ Ναός, τὸν ὁποῖον ἐγὼ
πρόκειται νὰ οἰκοδομήσω, πρέπει νὰ εἶναι
πολὺ μεγάλος, διότι εἶναι ἀπείρως μέγας
ὁ Κύριος, ὁ Θεός μας, ὑπέρτερος ἀπὸ
ὅλους τοὺς ψευδοθεούς. |
6
Καὶ τίς ἰσχύσει οἰκοδομῆσαι
αὐτῷ οἶκον· ὅτι ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ
οὐ φέρουσι τὴν δόξαν αὐτοῦ.
Καὶ τίς ἐγὼ οἰκοδομῶν
αὐτῷ οἶκον; Ὅτι ἀλλ' ἢ
τοῦ θυμιᾶν κατέναντι αὐτοῦ.
|
6
Καὶ ποιὸς ἄνθρωπος θὰ ἠμπορέσῃ
ποτὲ νὰ ἀνοικοδομήσῃ ναὸν
ἀντάξιον αὐτοῦ; Διότι ὁ
οὐρανὸς ὁ ἕνας καὶ οἱ
οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν δὲν
ἠμποροῦν νὰ βαστάσουν τὴν δόξαν
του. Ποιὸς λοιπὸν
εἶμαι ἐγώ, ὁ ὁποῖος θὰ
τολμήσω νὰ ἀνοικοδομήσω οἶκον
πρὸς τιμήν του; Ὁ ναὸς αὐτὸς
κτίζεται μόνον καὶ μόνον, διὰ
νὰ προσφέρεται ἐνώπιόν του θυμίαμα.
|
6
Καὶ ποιὸς ἄραγε ἄνθρωπος θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ οἰκοδομήσῃ
Ναὸν ἀντάξιον τοῦ Θεοῦ μας; Διότι
ὁλόκληρος αὐτὸς ὁ ἀπέραντος
οὐρανός, τὸν ὁποῖον βλέπομεν, καὶ
ὁ οὐρανὸς τοῦ ἀχανοῦς
οὐρανοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
δὲν φθάνει τὸ ἀνθρώπινον βλέμμα, δὲν
ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν τὴν δόξαν τοῦ
ἀπείρου Θεοῦ. Καὶ ποῖος εἶμαι
ἐγώ, ὁ ὁποῖος θὰ τολμήσω νὰ
οἰκοδομήσω Ναὸν δι’ αὐτόν; Ἀλλ’ ὁ
Ναὸς αὐτὸς κτίζεται μόνον καὶ μόνον
διὰ νὰ προσφέρεται θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. |
7
Καὶ νῦν ἀπόστειλόν μοι ἄνδρα
σοφὸν καὶ εἰδότα τοῦ ποιῆσαι
ἐν τῷ χρυσίῳ καὶ ἐν τῷ
ἀργυρίῳ καὶ ἐν τῷ χαλκῷ
καὶ ἐν τῷ σιδήρῳ καὶ ἐν
τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ
καὶ ἐν τῇ ὑακίνθω καὶ
ἐπιστάμενον γλύψαι γλυφὴν μετὰ
τῶν σοφῶν τῶν μετ' ἐμοῦ ἐν
Ἰούδᾳ καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ,
ἃ ἡτοίμασε Δαυὶδ ὁ πατήρ
μου. |
7
Καὶ τώρα, λοιπόν, σὲ παρακαλῶ
στεῖλε μου ἄνδρα σοφόν,
γνωρίζοντα νὰ κατεργάζεται τὸν
χρυσόν, τὸν ἄργυρον, τὸν χαλκόν,
τὸν σίδηρον καὶ τὰ ὑφάσματα
τὰ πορφυρᾶ, τὰ
βαθέως ἐρυθρὰ καὶ
τὰ κυανᾶ.
Στεῖλε
μου ἄνδρα,
ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὴν τέχνην
τοῦ γλύπτου, διὰ νὰ
συνεργασθῇ μὲ ἄλλους τεχνίτας
ἰδικούς μου, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ
κατεργασθοῦν τὰ ὕλικά, τὰ ὁποῖα
προητοίμασεν ὁ πατήρ μου.
|
7
Τώρα λοιπὸν στεῖλε μου ἄνδρα σοφόν, ἔξυπνον
καὶ ἱκανόν, ὁ ὁποῖος γνωρίζει
νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσῆμι,
τὸν χαλκὸν καὶ τὸ σίδερο· ὁ
ὁποῖος γνωρίζει νὰ κατεργάζεται ὑφάσματα
πορφυρᾶ (μὲ χρῶμα ὅπως τῆς φωτιᾶς),
βαθειὰ κόκκινα καὶ βαθυγάλαζα. Στεῖλε μου
ἄνδρα, ὁ ὁποῖος νὰ κατέχῃ
τὴν χαρακτικὴν καὶ γλυπτικὴν τέχνην,
ὁ ὁποῖος θὰ συνεργασθῇ μὲ
τοὺς ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους τεχνίτες
μου εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν
Ἱερουσαλήμ, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε
καὶ προετοίμασε ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας μου.
|
8
Καὶ ἀπόστειλόν μοι ξύλα κέδρινα
καὶ ἀρκεύθινα καὶ πεύκινα ἐκ
τοῦ Λιβάνου, ὅτι ἐγὼ οἶδα
ὡς οἱ δοῦλοι σου οἴδασι κόπτειν
ξύλα ἐκ τοῦ Λιβάνου· καὶ
ἰδοὺ οἱ παῖδές σου μετὰ
τῶν παίδων μου |
8
Στεῖλε μου ἐπίσης ξυλείαν κέδρων,
ἀγριοκυπαρίσσων καὶ πεύκων ἀπὸ
τὸ ὄρος Λίβανον, διότι
γνωρίζω πόσον ἱκανοί, εἶναι
οἱ δοῦλοι σου νὰ κόπτουν τέτοια
ξύλα ἀπὸ τὸν Λίβανον. Οἱ
δοῦλοι σου δὲ θὰ συνεργασθοῦν πρὸς
τοῦτο μὲ τοὺς ἰδικούς μου δούλους.
|
8
Στεῖλε μου ἐπίσης ξύλα κέδρινα καὶ ἀρκεύθινα
καὶ πεύκινα ἀπὸ τὸ ὅρος Λίβανος,
διότι γνωρίζω ὅτι οἱ δοῦλοι σου γνωρίζουν
καὶ εἶναι ἱκανοὶ νὰ κόβουν ξυλείαν
ἀπὸ τὸν Λίβανον. Καὶ νά·
οἱ δοῦλοι μου εἶναι ἕτοιμοι νὰ
συνεργασθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς δούλους
σου καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν.
|
9
πορεύσονται ἑτοιμάσαι μοι ξύλα εἰς
πλῆθος, ὅτι ὁ οἶκος, ὃν ἐγὼ
οἰκοδομῶ μέγας καὶ ἔνδοξος.
|
9
Μαζῆ θὰ πᾶνε καὶ οἱ μὲν
καὶ οἱ δέ, διὰ νὰ προετοιμάσουν
πολυάριθμα τέτοια
ξύλα, διότι ὁ ναός,
τὸν ὁποῖον θὰ
ἀνοικοδομήσω, θὰ
εἶναι μέγας καὶ
ἔνδοξος.
|
9
Θὰ μεταβοῦν διὰ νὰ συνεργασθοῦν
μὲ τοὺς δούλους σου, ὥστε νὰ ἑτοιμάσουν
δι’ ἐμὲ ἄφθονον ποσότητα ξυλείας, διότι
ὁ Ναός, τὸν ὁποῖον προτίθεμαι νὰ
οἰκοδομήσω, θὰ εἶναι πολὺ μεγάλος,
μεγαλοπρεπὴς καὶ Θαυμαστός.
|
10
Καὶ ἰδοὺ τοῖς ἐργαζομένοις
τοῖς κόπτουσι ξύλα εἰς βρώματα
δέδωκα σῖτον εἰς δόματα τοῖς
παισί σου κόρων πυροῦ εἴκοσι χιλιάδας
καὶ κριθῶν κόρων εἴκοσι χιλιάδας
καὶ οἴνου μέτρων εἴκοσι χιλιάδας
καὶ ἐλαίου μέτρων εἴκοσι χιλιάδας.
|
10
Ἐγὼ δὲ θὰ
δώσω εἰς τοὺς
ἐργάτας τοὺς ἄνδρας σου, οἱ
ὁποῖοι θὰ κόπτουν αὐτὰ
τὰ ξύλα, ὡς
ἀμοιβήν των εἴδη πρὸς διατροφήν,
τέσσαρα καὶ πλέον ἐκατομμύρια
κιλὰ σίτου, τέσσαρα
καὶ πλέον ἐκατομμύρια κιλὰ κριθῆς,
ἑκατὸν τριαντατέσσαρας χιλιάδας καὶ
πλέον κιλὰ οἴνου,
ἑκατὸν τριαντατέσσαρας
χιλιάδας καὶ πλέον κιλὰ λάδι>.
|
10
Καὶ νά· διὰ τὴν διατροφὴν
καὶ συντήρησιν τῶν ξυλοκόπων ἀνδρῶν
σου Θὰ δώσω ὡς ἀμοιβὴν ὀκτὼ
χιλιάδες ἑκατὸν ὀγδόντα τόννους (ἢ
8.180.000 κιλά) σιτάρι καὶ ὀκτὼ χιλιάδες
ἑκατὸν ὀγδόντα τόννους (ἢ 8.180.000
κιλά) κριθάρι καὶ διακόσιες ἑβδομῆντα
δύο χιλιάδες ἑξακόσια (272.600) κιλά (ἢ
272,6 τόννους) κρασὶ καὶ διακόσιες ἑβδομῆντα
δύο χιλιάδες ἑξακόσια (272.600) κιλά (ἢ
272,6 τόννους) λάδι>. |
11
Καὶ εἶπε Χιρὰμ βασιλεὺς Τύρου
ἐν γραφῇ καὶ ἀπέστειλε πρὸς
Σαλωμὼν λέγων· ἐν τῷ ἀγαπῆσαι
Κύριον τὸν λαὸν αὐτοῦ ἔδωκέ
σε ἐπ' αὐτοὺς βασιλέα.
|
11
Ὁ βασιλεὺς τῆς Τύρου ὁ Χιρὰμ
ἀπήντησε μὲ ἐπιστολὴν πρὸς
τὸν Σολομῶντα, τὴν ὁποίαν τοῦ
ἔστειλε μὲ ἀνθρώπους του καὶ
τοῦ ἔλεγεν· <ἐπειδὴ
ὁ Κύριος ἠγάπησε τὸν λαόν
του, διὰ τοῦτο ἔδωκε σὲ ὡς βασιλέα
εἰς αὐτὸν τὸν λαόν>.
|
11
Καὶ ὁ Χιράμ, ὁ βασιλιᾶς τῆς
Τύρου, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Σολομῶντα
γραπτὴν ἀπάντησιν, εἰς τὴν ὁποίαν
τοῦ ἔγραφεν: <Ἐπειδὴ ὁ Κύριος
ἀγάπησε τὸν λαόν του, ἀνέδειξε
σὲ ὡς βασιλιᾶ ἰδικόν των>.
|
12
Καὶ εἶπε Χιράμ· εὐλογητὸς
Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ὃς
ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν, ὃς ἔδωκε τῷ Δαυὶδ
τῷ βασιλεῖ υἱὸν σοφὸν καὶ
ἐπιστάμενον ἐπιστήμην καὶ σύνεσιν,
ὃς οἰκοδομήσει οἶκον τῷ Κυρίῳ
καὶ οἶκον τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.
|
12
Καὶ προσέθεσεν ἀκόμη
ὁ Χιράμ· <ἂς εἶναι
εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε
τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν, διότι αὐτὸς
ἔδωκεν εἰς τὸν βασιλέα Δαυὶδ
υἱὸν σοφόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι κάτοχος ἐπιστήμης καὶ
σοφίας, καὶ αὐτὸς θὰ ἀνοικοδομήσῃ
ναὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου,
καὶ βασιλικὸν ἀνάκτορον διὰ
τὸν ἑαυτόν του.
|
12
Ἀκόμη ὁ Χιρὰμ ἐπρόσθεσε εἰς
τὸ γράμμα του: <Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
ἂς εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν, ὁ ὁποῖος
ἔδωκεν εἰς τὸν βασιλιᾶ Δαβὶδ
υἱὸν σοφόν, προικισμένον με ὀρθὴν
καὶ ἀκριβὴ γνῶσιν τῶν πραγμάτων
καὶ φρόνησιν καὶ ὀξύνοιαν, καὶ ὁ
ὁποῖος υἱὸς προτίθεται νὰ οἰκοδομήσῃ
Ναὸν διὰ τὸν Κύριον καὶ ἀνάκτορον,
εἰς τὸ ὁποῖον νὰ βασιλεύῃ.
|
13
Καὶ νῦν ἀπέστειλά σοι ἄνδρα
σοφὸν καὶ εἰδότα σύνεσιν Χιρὰμ
τὸν πατέρα μου |
13
Καὶ τώρα ἔστειλα πρὸς
σὲ ἕνα ἄνδρα σοφὸν καὶ
συνετόν, τὸν Χιράμ, τὸν ὁποῖον
ἔχω ὡσὰν τὸν πατέρα μου.
|
13
Τώρα λοιπὸν σοῦ ἀποστέλλω ἄνδρα σοφόν,
ἔξυπνον, ἐπιτήδειον καὶ ἐπιδέξιον
τεχνίτην, τὸν Χιράμ, τὸν ὁποῖον σέβομαι
σὰν πατέρα μου (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Τὸν ἀξιότιμον κύριον Χιράμ).
|
14
(ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπὸ θυγατέρων
Δάν, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ
ἀνὴρ Τύριος) εἰδότα ποιῆσαι
ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ
καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν σιδήρῳ
καὶ ἐν λίθοις καὶ ξύλοις καὶ
ὑφαίνειν ἐν τῇ πορφύρᾳ
καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ
ἐν τῇ βύσσῳ καὶ ἐν τῷ
κοκκίνῳ καὶ γλύψαι γλυφὰς καὶ
διανοεῖσθαι πᾶσαν διανόησιν, ὅσα ἂν
δῷς αὐτῷ, μετὰ τῶν σοφῶν
σου καὶ σοφῶν Δαυὶδ κυρίου μου πατρός
σου. |
14
(Ἡ μητέρα αὐτοῦ κατάγεται ἀπὸ
τὴν ἰσραηλιτικὴν
φυλὴν τοῦ Δάν, ὁ δὲ πατέρας
του εἶναι πολίτης τῆς Τύρου)·
αὐτὸς λοιπόν, γνωρίζει νὰ κατεργάζεται
τὸν χρυσόν, τὸν ἄργυρον, τὸν
χαλκόν, τὸν σίδηρον, τοὺς λίθους
καὶ τὰ ξύλα. Γνωρίζει ἐπίσης
νὰ ὑφαίνῃ ὑφάσματα πορφυρᾶ,
κυανᾶ, βαθέως ἐρυθρά. Γνωρίζει
τὴν τέχνην τοῦ γλύπτου καὶ ἠμπορεῖ
νὰ ἐπινοῇ διάφορα σχέδια, γενικῶς
νὰ φέρῃ εἰς πέρας κάθε
τι, ποὺ θὰ τοῦ ἀναθέσῃς,
μαζῆ μὲ τοὺς ἰδικούς
σου σοφοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς
σοφοὺς τεχνίτας τοῦ πατρός σου καὶ
κυρίου μου, τοῦ Δαυίδ.
|
14
(Ἡ μητέρα του κατάγεται ἀπὸ τὶς γυναῖκες
τῆς Ἰσραηλιτικῆς φυλῆς τοῦ Δάν,
ὁ δὲ πατέρας του εἶναι ἐντόπιος κάτοικος
τῆς Τύρου). Ὁ Χιρὰμ αὐτὸς γνωρίζει
νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσῆμι,
τὸν χαλκόν, τὸ σίδερο, τὴν πέτραν, τὸ
ξύλον. Γνωρίζει ἐπίσης νὰ ὑφαίνῃ καὶ
νὰ κατεργάζεται ὑφάσματα πορφυρᾶ (με χρῶμα
ὅπως τῆς φωτιᾶς), βαθυγάλαζα, ὑφάσματα
λευκὰ ἀπὸ λεπτὸν αἰγυπτιακὸν
λινάρι καὶ βαθεῖα κόκκινα. Γνωρίζει ἀκόμη
τὴν χαρακτικὴν καὶ γλυπτικὴν τέχνην
καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐφευρίσκῃ
διάφορα σχέδια καὶ νὰ φέρῃ εἰς πέρας
κάθε εἶδος καλλιτεχνικοῦ σχεδίου ἢ κατασκευῆς,
τὰ ὁποῖα τυχὸν θὰ τοῦ
εἰσηγηθῇς ἢ θὰ τοῦ ἀναθέσης.
Ὅλα αὐτὰ ἠμπορεῖ νὰ τὰ
ἐπιτελέσῃ συνεργαζόμενος μὲ τοὺς ἱκανοὺς
καὶ ἐμπείρους τεχνίτες σου καὶ μὲ
τοὺς ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους τεχνίτες
τοῦ Δαβίδ, τοῦ κυρίου μου, τοῦ πατέρα σου.
|
15
Καὶ νῦν τὸν σῖτον καὶ τὴν
κριθὴν καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν
οἶνον, ἃ εἶπεν ὁ κύριός
μου, ἀποστειλάτω τοῖς παισὶν αὐτοῦ.
|
15
Ὡς πρὸς δὲ τὸν σῖτον, τὸ
κριθάρι, τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον,
τὰ ὁποῖα σὺ ὤρισες ὡς
ἀμοιβήν των, σὺ ὁ
κύριός μου ἂς τὰ ἀποστείλῃς
εἰς τοὺς δούλους του
ἐδῶ.
|
15
Τώρα λοιπὸν τὸ σιτάρι καὶ τὸ κριθάρι
καὶ τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, τὰ
ὁποῖα καθώρισες καὶ ὑπεσχέθης σύ,
ὁ κύριός μου, ὅτι θὰ μᾶς ἀποστείλῃς,
ἀπόστειλέ τα εἰς ἡμᾶς
τοὺς δούλους σου. |
16
Καὶ ἡμεῖς κόψομεν ξύλα ἐκ
τοῦ Λιβάνου κατὰ πᾶσαν τὴν χρείαν
σου καὶ ἄξομεν αὐτὰ σχεδίαις
ἐπὶ θάλασσαν Ἰόππης, καὶ
σὺ ἄξεις αὐτὰ εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
16
Ἡμεῖς δὲ θὰ κόψωμεν ἀπὸ
τὸ ὄρος Λίβανον
ὅσα ξύλα χρειασθῇς καὶ θὰ φέρωμεν
μὲ σχεδίας διὰ τῆς Μεσογείου
Θαλάσσης ἕως εἰς τὴν Ἰόππην.
Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ σὺ θὰ
τὰ μεταφέρῃς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ>.
|
16
Ἐμεῖς δὲ θὰ κόψωμεν τὴν ξυλείαν
ἀπὸ τὸ ὅρος Λίβανος, τόσην, ὅσην
θὰ χρειασθῇς, καὶ ἀφοῦ δέσωμεν
τὰ ξύλα πολλὰ μαζὶ εἰς σχεδίαν, θὰ
τὰ μεταφέρωμεν ὡς σχεδίες διὰ θαλάσσης
εἰς τὴν παραλίαν τῆς Ἰόππης·
σὺ δὲ θὰ τὰ παραλάβῃς ἀπὸ
ἐκεῖ καὶ θὰ τὰ μεταφέρῃς
ὑπ’ εὐθύνην σου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ>.
|
17
Καὶ συνήγαγε Σαλωμὼν πάντας τοὺς
ἄνδρας τοὺς προσηλύτους τοὺς ἐν
γῇ Ἰσραὴλ μετὰ τὸν ἀριθμόν,
ὃν ἠρίθμησεν αὐτοὺς Δαυὶδ
ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ εὑρέθησαν
ἑκατὸν πεντήκοντα χιλιάδες καὶ
τρισχίλιοι ἑξακόσιοι.
|
17
Ὁ Σολομὼν συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς
ξένους ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο
εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν
ἀρίθμησιν, ποὺ εἶχε κάμει ὁ
πατὴρ του ὁ Δαυίδ, εὑρέθη ὅτι
ἦσαν ἑκατὸν πενῆντα τρεῖς χιλιάδες
ἑξακόσιοι. |
17
Ὁ Σολομὼν συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς
ξένους, ποὺ δὲν ἦσαν Ἰσραηλῖται,
ἐκατοικοῦσαν ὅμως εἰς τὴν χώραν
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ οἱ
ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀπογραφήν, ποὺ
ἔκαμεν ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας του, εὑρέθησαν
ἑκατὸν πενῆντα τρεῖς χιλιάδες ἑξακόσιοι
(153.600). |
18
Καὶ ἐποίησεν ἐξ αὐτῶν
ἑβδομήκοντα χιλιάδας νωτοφόρων καὶ
ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων καὶ
τρισχιλίους ἑξακοσίους ἐργοδιώκτας
ἐπὶ τὸν λαόν. |
18
Ἀπὸ αὐτοὺς ἐξεχώρισε ἑβδομῆντα
χιλιάδας ὡς ἀχθοφόρους, ὀγδοήκοντα
χιλιάδας ὡς λατόμους καὶ τρεῖς
χιλιάδας ἑξακοσίους ὡς ἐπιστάτας
τοῦ ἐργαζομένου αὐτοῦ λαοῦ.
|
18
Ἀπὸ αὐτοὺς ἐξεχώρισε ἑβδομῆντα
χιλιάδες (70.000) ἀχθοφόρους καὶ ὀγδόντα
χιλιάδες (80.000) λατόμους καὶ τρεῖς χιλιάδες
ἑξακοσίους (3.600) ἐπιστάτας ἐπὶ τῶν
ἐργατῶν, ποὺ εἰργάζοντο τὰ διάφορα
ἔργα. |