Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱέ,
ἐμῇ σοφίᾳ πρόσεχε, ἐμοῖς
δὲ λόγοις παράβαλλε σὸν οὖς,
|
αιδί
μου, δῶσε προσοχὴν εἰς τὰς ἰδικάς
μου σοφὰς συμβουλάς. Κλῖνε καὶ τέντωσε
τὸ αὐτί σου εἰς τὰ λόγια
μου, |
αιδί
μου, πρόσεχε τὰς σοφὰς συμβουλὰς ἐμοῦ
τοῦ μεγαλυτέρου σου καὶ πλησίαζε τὸ αὐτί
σου εἰς τὰ λόγια τῆς πείρας μου,
|
2
ἵνα φυλάξῃς ἔννοιαν ἀγαθήν·
αἴσθησις δὲ ἐμῶν χειλέων ἐντέλλεταί
σοι. |
2
διὰ νὰ πάρῃς ἔτσι καὶ
διατηρήσῃς ὀρθὴν καὶ ὠφέλιμον
γνῶσιν. ἡ ὀρθὴ καὶ ὠφέλιμος
αὐτὴ γνῶσις, ποὺ ἐξέρχεται
ἀπὸ τὰ χείλη μου, σοῦ δίδει
τὴν ἐντολήν·
|
2
διὰ νὰ φυλάξῃς καὶ νὰ μὴ
χάσῃς ποτὲ τὴν καλὴν καὶ σωτήριον
σκέψιν, ἡ ὁποία πρέπει νὰ προηγῆται
πάσης ἐνεργείας σου. Αἱ παραγγελίαι δέ, ποὺ
βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μου, εἶναι ἐντολαί,
τὰς ὁποίας σοῦ δίδει ἡ διάκρισις καὶ
ἡ πεφωτισμένη καὶ πλούσια πεῖρα μου.
|
3
Μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί·
μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ
χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἢ πρὸς
καιρὸν λιπαίνει σὸν φάρυγγα,
|
3
Μὴ δίδῃς προσοχὴν εἰς φαύλην
καὶ ἀνήθικον γυναῖκα, διότι
ἀπὸ τὰ δόλια χείλη τῆς
πόρνης γυναικὸς στάζει μέλι, τὸ
ὁποῖον πρὸς στιγμὴν μόνον γλυκαίνει
τὸν φάρυγγά σου·
|
3
Μὴ δίδῃς καμμίαν προσοχὴν εἰς τὴν
διεφθαρμένην γυναῖκα· διότι ναὶ μὲν
φαίνεται, ὅτι ἀπὸ τὰ χείλη τῆς
πόρνης στάζει μέλι, ποὺ πρὸς στιγμὴν γλυκαίνει
τὸν φάρυγγά σου, |
4
ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις
καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας
διστόμου. |
4
ἔπειτα ὅμως θὰ εὕρῃς αὐτὸ
πικρότερον ἀπὸ τὴν χολὴν καὶ
ἀκονισμένον περισσότερον ἀπὸ
δίκοπον μαχαίρι, ὥστε νὰ σφάζῃ
τοὺς ἀσυνέτους.
|
4
ἔπειτα ὅμως θὰ διαπιστώσῃς, ἀπὸ
τὰς θλιβερὰς συνεπείας τῆς πονηρὰς
πράξεως, ὅτι τὸ μέλι αὐτὸ εἶναι
ἀπατηλὸν καὶ περισσότερον πικρὸν ἀπὸ
τὴν χολὴν καὶ πολὺ πιὸ ἀκονισμένον
καὶ κοπτερὸν ἀπὸ τὸ δίκοπον
μαχαίρι. |
5
Τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες
κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ
μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην, τὰ
δὲ ἴχνη αὐτῆς οὐκ ἐρείδεται·
|
5
Διότι τὰ πόδια τῶν ἀφρόνων
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συγχρωτίζονται
μὲ τὴν γυναῖκα αὐτήν, τοὺς
ὁδηγοῦν εἰς τὸν θάνατον καὶ
εἰς τὸν ᾅδην. Τὰ βήματά
των δὲν εἶναι ἀσφαλῆ, ἀλλὰ
διαρκῶς γλυστροῦν εἰς τὸν κατήφορον
τοῦ κακοῦ.
|
5
Διότι ἡ ἄφρων καὶ ἀνόητος αὐτὴ
ζωὴ τῆς ἀκολασίας ὁδηγεῖ, ὅσους
τὴν ἀκολουθοῦν, εἰς τὸν σκοτεινὸν
καὶ ταρταρώδη ἅδην, μὲ θάνατον ὀδυνηρὸν
καὶ ἐπαίσχυντον, τὰ δὲ βήματά
της δὲν εἶναι σταθερά, ἀλλὰ διαρκῶς
κλονίζονται καὶ γλιστροῦν πρὸς τὸν
κατήφορον, ὁδηγοῦντα εἰς πράξεις ὁλονὲν
καὶ περισσότερον ἐπαίσχυντους.
|
6
ὁδοὺς γὰρ ζωῆς οὐκ ἐπέρχεται,
σφαλεραὶ δὲ αἱ τροχιαὶ αὐτῆς
καὶ οὐκ εὔγνωστοι. |
6
Διότι ἡ ἀφροσύνη δὲν ἀκολουθεῖ
καὶ δὲν ὁδηγεῖ εἰς δρόμους
ζωῆς καὶ σωτηρίας. Τὰ δὲ μονοπάτια
της εἶναι εἰς ἐσφαλμένας κατευθύνσεις,
δυσδιάκριτα δὲ ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν.
|
6
Διότι ἡ ἀφροσύνη δὲν ἀκολουθεῖ
δρόμους, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν
ζωὴν καὶ τὴν σωτηρίαν, τὰ δὲ
μονοπάτια της εἶναι ἀποτυχημένα καὶ γεμᾶτα
ἀπὸ σφάλματα καὶ δύσκολα διακρίνονται
ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ βαδίζουν εἰς
αὐτά. |
7
Νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου
καὶ μὴ ἀκύρους ποιήσῃς
ἐμοὺς λόγους. |
7
Σύ, λοιπόν, παιδί μου, ἄκουσε τώρα
τὰς σύμβουλάς μου· μὴ θεωρήσῃς
καὶ μὴ καταφρονήσῃς ὡς ἀναξίους
προσοχῆς καὶ σημασίας τοὺς λόγους
μου. |
7
Σὺ λοιπόν, παιδί μου, ἄκουέ με τώρα καὶ
μὴ θεωρήσῃς ποτὲ τὰ λόγια μου, ὅτι
στεροῦνται κύρους καὶ σοβαρότητος.
|
8
Μακρὰν ποίησον ἀπ' αὐτῆς σὴν
ὁδόν, μὴ ἐγγίσῃς πρὸς
θύραις οἴκων αὐτῆς, |
8
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πονηρὰν
αὐτὴν γυναῖκα τὴν πορείαν σου.
Μὴ πλησίασῃς ποτὲ εἰς τὰς
θύρας τοῦ οἴκου της,
|
8
Βάδιζε μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν
τὴν αἰσχρὰν καὶ κακοήθη γυναῖκα.
Μὴ πλησιάσῃς οὔτε εἰς τὰ προθύρα
τῆς οἰκίας της, |
9
ἵνα μὴ πρόῃ ἄλλοις ζωήν
σου καὶ σὸν βίον ἀνελεήμοσιν·
|
9
διὰ νὰ μὴ παραδώσῃς τὴν
ζωήν σου εἰς ξένους καὶ τὴν
περιουσίαν σου εἰς τὰ χέρια ἀσπλάγχνων.
|
9
διὰ νὰ μὴ καταδαπανήσῃς τὰ χρόνια
τῆς ζωῆς σου εἰς τὸν βωμὸν τοῦ
αἰσχροῦ πάθους· διὰ νὰ μὴ
δώσῃς εἰς τοὺς ἄλλους τὴν περιουσίαν
σου καὶ περιέλθουν οἱ κόποι καὶ τὰ
πλοῦτη σου εἰς σκληροὺς καὶ ἀσπλάγχνους
ἐκμεταλλευτάς· |
10
ἵνα μὴ πλησθῶσιν ἀλλότριοι σῆς
ἰσχύος, οἱ δὲ σοὶ πόνοι
εἰς οἴκους ἀλλοτρίων ἔλθωσι
|
10
Διὰ νὰ μὴ πλουτήσουν καὶ χορτάσουν
ξένοι ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου
δύναμιν καὶ νὰ μὴ περιέλθουν
οἱ καρποὶ τῶν κόπων σου εἰς
οἶκον ξένων ἀνθρώπων.
|
10
διὰ νὰ μὴ χορτάσουν ἄλλοι ἀπὸ
τὴν δύναμίν σου καὶ ἀπὸ τὰ μέσα
τῆς συντηρήσεώς σου καὶ διὰ νὰ μὴ
καταλήξουν οἱ κόποι σου εἰς ξένα σπίτια·
|
11
καὶ μεταμεληθήσῃ ἐπ' ἐσχάτων,
ἡνίκα ἂν κατατριβῶσι σάρκες
σώματός σου, |
11
Καὶ διὰ νὰ μὴ μεταμεληθῇς ἀνωφελῶς
εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, ὅταν
πλέον θὰ ἔχουν κατατριβῆ καὶ
φθαρῆ αἱ σάρκες τοῦ σώματός
σου ἀπὸ τὴν παραστρατημένην ζωήν.
|
11
καὶ διὰ νὰ μὴ μετανοήσῃς ἀνώφελα
εἰς τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς σου,
ὅταν θὰ τσακίσουν πλέον καὶ θὰ κατατριβοῦν
αἱ σωματικαί σου δυνάμεις, |
12
καὶ ἐρεῖς· πῶς ἐμίσησα
παιδείαν, καὶ ἐλέγχους ἐξέκλινεν
ἡ καρδία μου; |
12
Καὶ θὰ εὑρεθῇς τότε εἰς
τὴν ἀνάγκην νὰ εἴπῃς·
<πῶς ἐμίσησα τὴν παιδαγωγίαν
τοῦ Κυρίου καὶ ἡ καρδία μου
παρεξέκλινεν ἀπὸ τοὺς δικαίους
καὶ σωτηρίους ἐλέγχους;
|
12
ὁπότε, ταλανίζων τὸν ἑαυτόν
σου, θὰ εἴπῃς: Πῶς τὴν ἔπαθα
καὶ ἐμίσησα τὴν σωτήριον παιδαγωγίαν τοῦ
Θεοῦ, καὶ πῶς τὸ ἐσωτερικόν
μου ἀπέκρουε καὶ ἀπέφευγε τὰς σωτηρίους
συμβουλὰς καὶ παρατηρήσεις;
|
13
οὐκ ἤκουον φωνὴν παιδεύοντός
με καὶ διδάσκοντός με, οὐδὲ
παρέβαλλον τὸ οὖς μου· |
13
Δὲν ἤκουα καὶ δὲν ὑπήκουα
εἰς τὴν φωνὴν τοῦ παιδαγωγοῦ
μου καὶ τοῦ διδασκάλου μου. Δὲν ἔκλινα
καὶ δὲν ἐπλησίαζα τὸ αὐτί
μου εἰς τὰς συμβουλάς του.
|
13
Δὲν ἤκουα καὶ δὲν ἔδιδα προσοχὴν
καὶ σημασίαν εἰς τὸν παιδαγωγὸν καὶ
διδάσκαλόν μου καὶ δὲν ἐπλησίαζα τὸ
αὐτί μου νὰ ἀκούσω τί μοῦ ἔλεγε.
|
14
παρ' ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ
κακῷ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας
καὶ συναγωγῆς. |
14
Ὀλίγον ἔλλειψε νὰ φθάσω εἰς
τὴν πληρότητα ὅλων τῶν κακῶν,
νὰ ἐκτεθῶ εἰς τὴν ἀποδοκιμασίαν
ἐνώπιον συναθροίσεως πολλοῦ λαοῦ,ἐν
μέσῳ συναγωγῆς ἀνθρώπων>!
|
14
Παρ' ὀλίγον θὰ ὑφιστάμην δημόσιον λιθοβολισμὸν
καὶ θὰ ἐδοκίμαζα κάθε κακὸν
καὶ κάθε καταισχύνην, ἐκτιθέμενος καὶ ἀποδοκιμαζόμενος
ἐν μέσῳ συναθροίσεως λαοῦ πολλοῦ καὶ
ἐν μέσῳ συναγωγῆς. |
15
Πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων
καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς.
|
15
Παιδί μου, πῖνε νερὸ ἀπὸ τὰ
ἰδικά σου δοχεῖα καὶ ἀπὸ
τὸ νερό, ποὺ βγαίνει ἀπὸ
τὸ ἰδικόν σου φρέαρ. Ζῆσε τὴν
ζωήν σου μὲ σωφροσύνην μὲ τὴν
νόμιμον σύζυγόν σου.
|
15
Πῖνε νερὸ μόνον ἀπὸ τὰ ἰδικά
σου δοχεῖα· καὶ ἀπὸ νερὸ
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου
πηγάδι. Δηλαδὴ περιορίσου μόνον εἰς τὴν
νόμιμον σύζυγόν σου, αὐτὴν ἀπολάμβανε,
καὶ ζῆσε μαζί της βίον σωφροσύνης, διατηρῶν
τίμιον τὸν γάμον καὶ τὴν κοίτην ἀμίαντον.
|
16
Μὴ ὑπερεκχείσθω σοι ὕδατα ἐκ
τῆς σῆς πηγῆς, εἰς δὲ τὰς
πλατείας διαπορευέσθω τὰ σὰ ὕδατα·
|
16
Ἂς μὴ ὑπερεκχειλίζουν καὶ χύνωνται
τὰ νερὰ τῆς ἰδικῆς σου πηγῆς
εἰς ξένας περιοχάς, ἀλλὰ εἰς
τὰς ἰδικάς σου πλατείας ἂς περνοῦν
καὶ ἂς ποτίζουν τὰ νερά σου.
Μὴ τρέχῃς εἰς ξένας γυναῖκας,
ἀλλὰ ἀπόλαυσε τὴν χαρὰν
τῆς ζωῆς σου εἰς τὸ σπίτι σου
μὲ τὴν νόμιμον σύζυγόν σου.
|
16
Ἂς μὴ χύνωνται τὰ νερὰ τῆς πηγῆς
σου εἰς ξένους τόπους, τὰς πλατείας δὲ τὰς
ἰδικάς σου ἂς περνοῦν καὶ ἂς
ποτίζουν τὰ ἰδικά σου νερά. Δηλαδὴ μὴ
τρέχῃς εἰς ξένα σπίτια καὶ εἰς ξένας
γυναῖκας μὲ φόβον καὶ κίνδυνον τῆς
ὑπολήψεως καὶ τῆς ζωῆς σου, ἀλλ’
εὐφραίνου εἰς τὸ σπίτι σου ἄφοβα καὶ
ἐλεύθερα μὲ τὴν νόμιμον σύζυγόν σου.
|
17
ἔστω σοι μόνῳ ὑπάρχοντα, καὶ
μηδεὶς ἀλλότριος μετασχέτω σοι·
|
17
Τὰ ὑπάρχοντά σου ἂς ἀνήκουν
εἰς σὲ καὶ μόνον, κανένας δὲ
ἄλλος ἂς μὴ γίνεται μέτοχος
τῶν ἀγαθῶν τῆς οἰκογενειακῆς
σου ζωῆς. Πρόσεχε νὰ μὴ σὲ ἐκμεταλλεύωνται
φαῦλαι γυναῖκες καὶ πονηροὶ ἄνθρωποι.
|
17
Τὰ ὑπάρχοντά σου ἂς ἀνήκουν
μόνον εἰς σὲ καὶ κανεὶς ἄλλος
ἂς μὴ γίνεται συμμέτοχος εἰς τὰ ἀγαθά
σου. Δηλαδή, ὅπως σὺ δὲν πρέπει νὰ
ἀτιμάζῃς ξένον σπίτι, ἔτσι δὲν
πρέπει νὰ ἀνέχεσαι ὅπως εἰσέρχεται
εἰς τὸ ἰδικόν σου ξένος καὶ ἀτιμάζῃ
τὴν γυναῖκα σου. Πρόσεχε μὴ ἀτιμάζεται
ὁ συζυγικός σου δεσμὸς ἀπὸ γυναῖκας
ἢ ἄνδρας φαύλους. |
18
ἡ πηγή σου τοῦ ὕδατος ἔστω σοι
ἰδία, καὶ συνευφραίνου μετὰ
γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητάς σου.
|
18
Ἡ πηγὴ τοῦ νεροῦ σου ἂς ἀνήκῃ
εἰς σὲ καὶ μόνον καὶ νὰ
εὐφραίνεσαι μὲ τὴν γυναῖκα,
ποὺ ἐπῆρες ὡς σύζυγον ἐκ
νεότητός σου.
|
18
Ἡ πηγή σου τοῦ νεροῦ, δηλαδὴ ἡ
σύζυγός σου, ἂς ἀνήκῃ ἀποκλειστικῶς
καὶ μόνον εἰς σέ, καὶ εὐφραίνου μὲ
τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐγνώρισες καὶ
ἐνυμφεύθης κατὰ τὴν νεότητά σου.
|
19
Ἔλαφος φιλίας καὶ πῶλος σῶν
χαρίτων ὁμιλείτω σοι· ἡ δὲ
ἰδία ἡγείσθω σου καὶ συνέστω
σοι ἐν παντὶ καιρῷ, ἐν γὰρ τῇ
ταύτης φιλίᾳ συμπεριφερόμενος πολλοστός
ἔσῃ. |
19
Ὡς πρὸς ἀξιαγάπητον ἔλαφον καὶ
χαριτωμένον πουλαράκι ἂς εἶναι ἡ
ἀγάπη σου καὶ ἡ ἀναστροφή
σου πρὸς αὐτήν. Αὐτὴν καὶ
μόνην νὰ θεωρῇς ἀνωτέραν ἀπὸ
οἰανδήποτε ἄλλην καὶ ἂς εἶναι
μαζῆ σου εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις
τοῦ βίου σου, διότι ζῶν μὲ τὸν
σύνδεσμον τῆς ἀγάπης σου πρὸς
αὐτήν, θὰ γίνῃς μέγας
καὶ εὐτυχής. |
19
Ἡ ἀγαπητὴ σὰν ἔλαφος καὶ
σὰν χαριτωμένος πῶλος σύζυγός σου ἂς εἶναι
ἡ μόνη συναναστροφή σου. Αὐτὴ νὰ προτιμᾶται
ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην καὶ αὐτὴ
νὰ εἶναι πάντοτε εἰς πάντα καιρὸν
καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν, καθ’ ὅλην
σου τὴν ζωὴν πλησίον σου, διότι, ἐφ’ ὅσον
θὰ ζῇς μέσα εἰς τὴν ἀγάπην καὶ
τὴν φιλίαν της, θὰ εἶσαι πανευτυχὴς
καὶ πλούσιος. |
20
Μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν,
μηδὲ συνέχου ἀγκάλαις τῆς μὴ
ἰδίας· |
20
Μὴ συναναστρέφεσαι καὶ μὴ ὑποδουλώνεσαι
εἰς ἄλλην γυναῖκα, μὴ καταδεχθῇς
νὰ σὲ σφίγγουν αἱ ἀγκάλαι
γυναικός, ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκει.
|
20
Μὴ ἀναπτύσσῃς σχέσεις μὲ ξένην γυναῖκα,
οὔτε νὰ ἐλκύεσαι ἀπὸ τὰς
ἀγκάλας γυναικός, ἡ ὁποία δὲν σοῦ
ἀνήκει. |
21
ἐνώπιον γὰρ εἰσι τῶν τοῦ
Θεοῦ ὀφθαλμῶν ὁδοὶ ἀνδρός,
εἰς δὲ πάσας τὰς τροχιὰς αὐτὸς
σκοπεύει. |
21
Διότι ὅλαι αἱ πράξεις καὶ οἱ
δρόμοι τῆς ζωῆς του κάθε ἀνδρὸς
εὑρίσκονται ὁλοφάνεροι ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ
Θεὸς παρατηρεῖ μὲ ἀκρίβειαν
ὅλας τὰς ἐνεργείας τοῦ κάθε
ἀνθρώπου. |
21
Διότι οἱ δρόμοι καὶ οἱ τρόποι τῆς
διαγωγῆς κάθε ἀνδρὸς μὲ ὅλας
τὰς λεπτομερείας καὶ τὰ ἐλατήριά
των εἶναι ὁλοφάνερα ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος
παρακολουθεῖ ἐπακριβῶς ὅλας τὰς
ἐνεργείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε
δὲν διαφεύγει ἀπὸ τὸ παντέφορον ὄμμα
του. |
22
παρανομίαι ἄνδρα ἀγρεύουσι, σειραῖς
δὲ τῶν ἐαυτοῦ ἁμαρτιῶν
ἕκαστος σφίγγεται· |
22
Αἱ παρανομίαι παγιδεύουν καὶ συλλαμβάνουν,
σὰν μέσα σὲ δίκτυον, τὸν κακὸν
ἄνδρα. Κάθε δὲ πονηρὸς ἄνθρωπος
περισφίγγεται συνεχῶς ἀπὸ τὰς
ἐπαναλαμβανομένας ἁμαρτίας του, αἱ
ὁποῖαι καταντοῦν δι' αὐτὸν τυραννικὸν
πάθος. |
22
Αἱ παρανομίαι ὡσὰν ἄλλα δίκτυα συλλαμβάνουν
τὸν ἄνθρωπον, ὁ καθένας δὲ δένεται
καὶ σφίγγεται σὰν μὲ σχοινιὰ καὶ
καλώδια μὲ τὰς ἐπανειλημμένας ἑκουσίας
ἁμαρτίας του, αἱ ὀποῖαι τοῦ
γίνονται πάθος τυραννικὸν καὶ δυσαπόσειστον.
|
23
οὗτος τελευτᾷ μετὰ ἀπαιδεύτων,
ἐκ δὲ πλήθους τῆς ἑαυτοῦ
βιότητος ἐξερρίφη καὶ ἀπώλετο
δι' ἀφροσύνην.
|
23
Ὁ ἀνήθικος θὰ ἀποθάνῃ
καὶ θὰ συγκαταταχθῇ μὲ τοὺς
ἀκαλλιεργήτους ψυχικῶς ἀνθρώπους.
Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ πλήθους
τῶν σφαλμάτων τῆς ἐξάλλου ζωῆς
του ἐρρίφθη ἔξω ἀπὸ τὴν
μακαρίαν ζωὴν καὶ ἐχάθηκε διὰ
τὴν ἀφροσύνην του. |
23
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ζῇ μὲ
τρόπον παράνομον καὶ ἀνήθικον, θὰ
ἀποθάνῃ καὶ θὰ συγκαταριθμηθῇ
μὲ τοὺς ψυχικῶς ἀμορφώτους καὶ
ἀτιθάσους, ἀπὸ δὲ τὸ πλῆθος
τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς, τὴν
ὁποίαν καὶ αὐτὸς θὰ ἠδύνατο
νὰ κατακτήσῃ, ἐπετάχθη ἔξω καὶ
ἀπωλέσθη ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης
του. |