Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱέ,
ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον,
παραδώσεις τὴν χεῖρα ἐχθρῷ·
|
αιδί
μου, ἐὰν δώσῃς ἐγγύησιν
διὰ κάποιο χρέος φίλου σου ἢ
γνωστοῦ σου, θὰ δώσῃς τὸ χέρι
σου εἰς τὸν ἐχθρόν σου, διὰ
νὰ σὲ πιάσῃ.
|
αιδί
μου, ἐὰν γίνῃς ἐγγυητὴς εἰς
χρέος φίλου ἢ γνωστοῦ σου, θὰ παραδώσῃς
τὸ χέρι σου εἰς ἐχθρόν, ὁποῖος
θὰ ἀποβῂ ὁ φίλος σου, εἰς περίπτωσιν
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ εὑρεθῇ
εἰς ἀδυναμίαν νὰ ἐξοφλήσῃ
αὐτὸς τὸ χρέος του. |
2
παγὶς γὰρ ἰσχυρὰ ἀνδρὶ
τὰ ἴδια χείλη, καὶ ἁλίσκεται
χείλεσιν ἰδίου στόματος. |
2
Διότι παγίδα τρομερὰ γίνεται εἰς
τὸν ἄνθρωπον τὸ δικό του τὸ
στόμα, μὲ τὸ ὁποῖον ἔδωσε
τὴν ἐγγύησιν. Πιάνεται δὲ εἰς
τὴν παγίδα αὐτὴν μὲ τὰ
χείλη του, τὰ ὁποῖα ἔδωσαν τὴν
ὑπόσχεσιν. |
2
Διότι εἰς τὸν ἄνθρωπον γίνεται τρομερὴ
παγίδα τὸ ἴδιόν του στόμα, μὲ τὸ
ὁποῖον ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσιν
τῆς ἐγγυήσεως. Πιάνεται δὲ εἰς
τὴν παγίδα αὐτὴν μὲ τὰ χείλη
τοῦ ἰδικοῦ του στόματος, τὰ ὁποῖα
ἔδωκαν τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν.
|
3
Ποίει, υἱέ, ἃ ἐγώ σοι
ἐντέλλομαι, καὶ σώζου· ἥκεις
γὰρ εἰς χεῖρας κακῶν διὰ σὸν
φίλον. Ἰσθι μὴ ἐκλυόμενος, παρόξυνε
δὲ καὶ τὸν φίλον σου, ὃν ἐνεγγυήσω.
|
3
Πρᾶττε, παιδί μου, αὐτά, ποὺ
ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω, καὶ ἔτσι
θὰ σώζῃς τὸν ἑαυτόν σου.
Διότι ἄλλως θὰ ἔχῃς πέσει
εἰς τὰ χέρια κακοποιῶν ἐξ αἰτίας
τῆς ἐγγυήσεως, ποὺ ἔδωσες διὰ
τὸν φίλον σου. Μὴ χάνῃς ὅμως
τὸ θάρρος σου καὶ μὴ παραλύῃς
ἐξ αἰτίας τῆς ἀκρίτου
ἐγγυήσεώς σου, ἀλλὰ νὰ
ἐνοχλῇς διαρκῶς διὰ τὸ χρέος
τὸν φίλον σου, διὰ τὸν ὁποῖον
σὺ ἔδωσες ἐγγύησιν.
|
3
Κάμε, παιδί μου, ὅσα ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω,
καὶ σῶζε τὸν ἑαυτόν σου·
διότι θὰ πέσῃς εἰς τὰ χέρια κακῶν
ἀνθρώπων, θὰ ἐμπλακῇς εἰς δικαστήρια
καὶ περιπετείας χάριν τοῦ γνωστοῦ σου, διὰ
τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης. Μιὰ
φορὰ ὅμως ποὺ ἔγινες ἐγγυητής,
μὴ χάνῃς τὸ θάρρος σου καὶ μὴ
ἀπελπίζεσαι, ἀλλ’ ἐνόχλει διαρκῶς
τὸν γνωστόν σου, διὰ τὸν ὁποῖον
ἐγγυήθης, νὰ δώσῃ τὰ ὀφειλόμενα.
|
4
Μὴ δῷς ὕπνον σοῖς ὄμμασι, μηδὲ
ἐπινυστάξῃς σοῖς βλεφάροις,
|
4
Μὴ δώσῃς ὕπνον εἰς τὰ
μάτια σου, οὔτε νὰ νυστάξουν καὶ
κλείσουν τὰ βλέφαρά σου, νὰ
μὴ ἠσυχάσῃς ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇς
ἀπὸ τὴν ἐγγύησιν αὐτήν·
|
4
Διὰ τὸ ζήτημα δὲ αὐτὸ μὴ
δώσῃς ὕπνον εἰς τὰ μάτια σου, οὔτε
νὰ ἀφήσῃς τὰ βλέφαρά σου νὰ
νυστάξουν. Νὰ μὴ ἠσυχάσῃς, ἕως
ὅτου ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὴν
ὑποχρέωσιν τῆς ἐγγυήσεως,
|
5
Ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς ἐκ
βρόχων καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος.
|
5
διὰ νὰ γλυτώσῃς ἔτσι, ὅπως
ἡ δορκὰς γλυτώνει μὲ τὴν ὀξυδέρκειάν
της ἀπὸ τοὺς βρόχους, ὅπως τὸ
πουλὶ πετᾷ ψηλὰ καὶ σώζεται
ἀπὸ τὴν παγίδα.
|
5
διὰ νὰ γλυτώσῃς, ὅπως τὸ ζαρκάδι
σώζεται μὲ τὴν ὀξυδέρκειάν του ἀπὸ
τοὺς βρόχους καὶ τὶς θηλειὲς τοῦ
κυνηγοῦ, καὶ ὅπως τὸ πουλί, τὸ
ὁποῖον πετᾷ ὑψηλὰ καὶ
σώζεται ἀπὸ τὴν παγίδα.
|
6
Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ,
καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς
αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου
σοφώτερος· |
6
Σὺ δέ, ὦ ὀκνηρὲ ἄνθρωπε,
πήγαινε εἰς τὸν μύρμηκα καί,
ἀφοῦ ἴδῃς τοὺς τρόπους
τῆς ζωῆς του καὶ τὴν ἐργατικότητά
του, νὰ τοῦ ζηλεύσῃς καὶ νὰ
τοῦ μιμηθῇς τὴν ἐργατικότητα.
Μᾶλλον δὲ σύ, ὁ λογικὸς ἄνθρωπος,
νὰ γίνῃς περισσότερον ἀπὸ
ἐκεῖνον ἐργατικός.
|
6
Πήγαινε πρὸς τὸν μύρμηκα, ὀκνηρὲ ἄνθρωπε,
καὶ ἀφοῦ παρατηρήσῃς προσεκτικὰ
τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του, νὰ τοὺς
ζηλεύσῃς καὶ νὰ τοὺς μιμηθῇς
καὶ νὰ γίνῃς περισσότερον ἀπὸ
αὐτὸν μυαλωμένος καὶ ἐργατικός.
|
7
ἐκείνῳ γὰρ γεωργίου μὴ
ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα
ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσπότην ὤν,
|
7
Διότι εἰς τὸν μύρμηκα μολονότι
δὲν ὑπάρχουν χωράφια πρὸς καλλιέργειαν
καὶ δὲν ἔχει κανένα, ποὺ νὰ
τὸν ἐξαναγκάζῃ πρὸς ἐργασίαν,
καὶ δὲν εὑρίσκεται ὑπὸ
τὰς διαταγὰς αὐθέντου,
|
7
Διότι εἰς τὸν μύρμηκα, παρ' ὅλον ὅτι
δὲν ὑπάρχουν χωράφια διὰ νὰ τὰ
καλλιεργῇ, οὔτε ἔχει κανένα ποὺ νὰ
τὸν ἀναγκάζῃ νὰ ἐργασθῇ,
οὔτε ἔχει εἰς τὸ κεφάλι του κύριον,
ὁ ὁποῖος νὰ τὸν ἐπιβλέπῃ,
|
8
ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφὴν
πολλήν τε ἐν τῷ ἀμητῷ ποιεῖται
τὴν παράθεσιν.
|
8
ἐν τούτοις ἑτοιμάζει κατὰ τὸ
διάστημα τοῦ θέρους τὴν τροφὴν
δι' ὅλον τὸ ἔτος. Καὶ κατὰ τὴν
ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ κάμνει μεγάλην
ἐναποθήκευσιν τροφῶν.
|
8
ἐν τούτοις ἑτοιμάζει καὶ συγκεντρώνει κατὰ
τὸ θέρος τὴν τροφὴν ὅλου τοῦ
ἔτους καὶ κάμνει πολλὴν προμήθειαν καὶ
μεγάλην ἀποθήκευσιν κατὰ τὸν θερισμόν, τοποθετῶν
καταλλήλως τὰς ἀπαραιτήτους δι’ ὅλον τὸ
ἔτος τροφάς του. |
8α
Ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν
μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν
τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται·
|
8α
Ἢ πήγαινε πρὸς τὴν μέλισσαν
καὶ μάθε, πόσον ἐργατικὴ καὶ
φιλόπονος εἶναι καὶ πόσην μεγάλην
σημασίαν καὶ τιμὴν ἀποδίδει
εἰς τὴν ἐργασίαν.
|
8α
Ἢ πήγαινε νὰ παρακολουθήσῃς τὴν μέλισσαν
καὶ νὰ μάθῃς πόσον ἐργατικὴ
εἶναι καὶ μὲ πόσην προσοχήν, ἐπιμέλειαν
καὶ τάξιν ἐκτελεῖ τὴν ἐργασίαν
της. |
8β
ἧς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ
ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται·
ποθεινὴ δὲ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος·
|
8β
Τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ
τὸ μέλι, βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται
τὸ τρώγουν εὐχαρίστως ὡς προσφερόμενον
καὶ εἰς ἐξυπηρέτησιν τῆς ὑγείας
των. Εἶναι δὲ ἡ μέλισσα εἰς
ὅλους προσφιλὴς καὶ τιμημένη.
|
8β
Αὐτῆς τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ
τὸ μέλι, τρώγουν ὡς τροφὴν καὶ φάρμακον
βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, διότι τὸ
μέλι ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑγείαν εἶναι
δὲ ἡ μέλισσα ἀξιαγάπητος καὶ
δοξασμένη εἰς ὅλους. |
8γ
καί περ' οὖσα τῇ ρώμῃ ἀσθενής,
τὴν σοφίαν τιμήσασα προήχθη.
|
8γ
Ἂν καὶ κατὰ τὴν σωματικὴν δύναμιν
καὶ ἀντοχὴν εἶναι ἀσθενής,
ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ ἐδοξάσθη,
διότι ἐπροτίμησε τὴν μὲ τόσην
σοφίαν ἐπιτελουμένην ἐργασίαν
της. |
8γ
Διότι, ἂν καὶ εἶναι ἀδύνατη
σωματικῶς, ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ
ὑψώθη, διότι ἐπροτίμησε τὸν κόπον τῆς
ἐργασίας, τὴν ὁποίαν ἐργάζεται μὲ
τόσην τέχνην καὶ σοφίαν. |
9
Ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι;
Πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ;
|
9
Ἕως πότε, ὦ ὀκνηρέ, θὰ
κατάκεισαι ξαπλωμένος εἰς τὸ κρεββάτι;
῞Εως πότε θὰ κοιμᾶσαι; Πότε
δὲ θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν
ὕπνον σου; |
9
Ἕως πότε, ὀκνηρέ, θὰ κάθεσαι ξαπλωμένος;
Πότε θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν ὕπνον;
|
10
Ὀλίγον μὲν ὕπνοις, ὀλίγον
δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις,
ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ
στήθη· |
10
Ὀλίγην ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγην
ὥραν νυστάζεις, ὀλίγον ἀγκαλιάζεις
τὰ στήθη σου μὲ σταυρωμένα τὰ
χέρια σου. |
10
Ὀλίγην μὲν ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγον
δὲ κάθεσαι, ὀλίγον δὲ νυστάζεις, ὀλίγον
δὲ ἀγκαλιάζεις τὰ στήθη σου μὲ
σταυρωμένα τὰ χέρια σου. |
11
εἶτ' ἐμπαραγίνεταί σοι ὥσπερ
κακὸς ὁδοιπόρος ἡ πενία καὶ
ἡ ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς.
|
11
Καὶ μένεις ἔτσι ἀργὸς καὶ
ράθυμος. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν
ράθυμον αὐτὴν ζωήν, θὰ ἔλθῃ
κοντά σου καὶ θὰ σὲ ἀκολουθήσῃ
ὡς κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια·
ἡ δὲ ἀνέχεια ὡς γρήγορος
δρομεὺς θὰ σὲ συνοδεύῃ εἰς
τὴν ζωήν σου.
|
11
Κατόπιν αὐτῶν θὰ σὲ καταφθάσῃ
ὡσὰν κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια,
καὶ ἡ ἀνέχεια ὡσὰν γρήγορος
δρομεὺς θὰ σὲ προφθάσῃ διὰ νὰ
δυστυχήσῃς. |
11α
Ἐὰν δὲ ἄοκνος ᾖς, ἥξει
ὥσπερ πηγὴ ὁ ἀμητός σου, ἡ
δὲ ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς
ἀπαυτομολήσει. |
11α
Ἐὰν ὅμως εἶσαι ἐργατικός,
ὁ θερισμός σου θὰ εἶναι πλούσιος
ὡς ἀστείρευτος πηγὴ ὕδατος.
Ἡ δὲ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία
σὰν κακὸς καὶ ἀνεπιθύμητος πλέον
συνοδοιπόρος θὰ δραπετεύσῃ καὶ
θὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά σου.
|
11α
Ἐὰν ὅμως δὲν εἶσαι ὀκνηρός,
ἀλλ’ ἐργατικός, θὰ ἔλθῃ ὡσὰν
πηγὴ πλούτου ὁ θερισμὸς καὶ ὁ
ἁλωνισμός, ἡ δὲ δυστυχία καὶ ἡ
φτώχεια σὰν ἀπαράδεκτος ἐπισκέπτης θὰ
φύγῃ μόνη της ἀπὸ κοντά σου.
|
12
Ἀνὴρ ἄφρων καὶ παράνομος πορεύεται
ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς·
|
12
Ὁ ἀσύνετος καὶ παράνομος ἄνθρωπος
δὲν βαδίζει εἰς δρόμους καλούς,
δὲν ζῇ καὶ δὲν συμπεριφέρεται
ὀρθῶς. |
12
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνόητος καὶ παραβάτης
τοῦ θείου νόμου δὲν βαδίζει εἰς καλοὺς
καὶ εὐθεῖς δρόμους, οὔτε πολιτεύεται
καλῶς. |
13
ὁ δ' αὐτὸς ἐννεύει ὀφθαλμῷ,
σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ
ἐννεύμασι δακτύλων. |
13
Αὐτὸς κάνει δόλια νοήματα μὲ
τὰ μάτια, σημάδια μὲ τὰ πόδια
του καὶ μὲ τὰ κινήματα τῶν δακτύλων
του· συνεννοεῖται καὶ δίνει κατευθύνσεις
πρὸς τὸ κακὸν εἰς κακοὺς ἀνθρώπους.
|
13
Ὁ τοιοῦτος κάμνει νεύματα καὶ νοήματα μὲ
τὰ μάτια, κάμνει σημάδια μὲ τὸ πόδι,
διδάσκει μὲ κινήματα τῶν δακτύλων καὶ δι’
ὅλων γενικῶς τῶν κινήσεών του συνεννοεῖται
μὲ τοὺς κακοὺς συντρόφους του διὰ
νὰ κάμουν τὸ κακόν. |
14
Διεστραμμένῃ καρδίᾳ τεκταίνεται
κακά, ἐν παντὶ καιρῷ ὁ τοιοῦτος
ταραχὰς συνίστησι πόλει.
|
14
Διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν καρδία
σχεδιάζει πάντοτε κακὰ εἰς βάρος
τῶν ἄλλων. Καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προκαλεῖ καὶ
δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν.
|
14
Φύσις διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν σκευωρεῖ
καὶ σχεδιάζει διαρκῶς κακά, καὶ εἰς
κάθε ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν.
|
15
Διὰ τοῦτο ἐξαπίνης ἔρχεται ἡ
ἀπώλεια αὐτοῦ, διακοπὴ καὶ
συντριβὴ ἀνίατος·
|
15
Διὰ τοῦτο δὲ ἐπέρχεται ἐναντίον
του ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ξαφνικὴ
ἡ καταστροφή του. Αὐτὴ δὲ ἡ
κατάπτωσις καὶ συντριβή του θὰ εἶναι
ἀθεράπευτος.
|
15
Δι’ αὐτὸ ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ καταστροφή
του. Αἱ σωματικαί του δυνάμεις πίπτουν ἀπότομα
καὶ παραλύει ἀπὸ ἀσθένειαν, ἡ
δὲ συντριβή του εἶναι ἀνεπανόρθωτος.
|
16
ὅτι χαίρει πᾶσιν, οἷς μισεῖ
ὁ Θεός, συντρίβεται δὲ δι' ἀκαθαρσίαν
ψυχῆς· |
16
Διότι αὐτὸς χαίρει δι' ὅλα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα μισεῖ ὁ Θεός.
Παραλύει ὅμως καὶ συντρίβεται ἐξ
αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς καὶ
ἀκαθάρτου ψυχῆς του.
|
16
Διότι ὁ κακὸς αὐτὸς ἄνθρωπος
αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν
εἰς ὅλα, ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται
ὅμως, διότι ἔχει ἁμαρτωλὴν καὶ
ἀκάθαρτον ψυχήν. |
17
ὀφθαλμὸς ὑβριστοῦ, γλῶσσα ἄδικος,
χεῖρες ἐκχέουσαι αἷμα δικαίου
|
17
Αὐτὸς ἔχει βλέμμα ἀλαζονικόν,
γλῶσσαν ποὺ ἐκτοξεύει ἀδίκους
λόγους, χέρια ποὺ χύνουν τὸ
αἷμα τοῦ δικαίου·
|
17
Εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν
ἁμαρτίαν. Ἔχει μάτι ὑπερηφάνου καὶ
χλευαστοῦ, γλῶσσαν ποὺ ἀδικεῖ
τοὺς ἄλλους μὲ λόγους, χέρια ἐγκληματικὰ
ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τοῦ δικαίου,
|
18
καὶ καρδία τεκταινομένη λογισμοὺς
κακοὺς καὶ πόδες ἐπισπεύδοντες
κακοποιεῖν. |
18
πονηρὸν νοῦν καὶ καρδίαν, ποὺ
σκέπτονται καὶ σχεδιάζουν τὸ κακόν,
πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα, διὰ
νὰ διαπράξουν κάθε κακότητα.
|
18
νοῦν, ὁ ὁποῖος γεννᾷ πάντοτε
κακοὺς λογισμοὺς καὶ σχεδιάζει τὸ
πονηρόν, καὶ πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα διὰ
νὰ κάμουν τὸ κακόν. |
19
Ἐκκαίει ψεύδῃ μάρτυς ἄδικος
καὶ ἐπιπέμπει κρίσεις ἀνὰ
μέσον ἀδελφῶν. |
19
Ἐπινοεῖ καὶ θέτει εἰς κυκλοφορίαν
καυτερὰ ψεύδη ὁ ψευδομάρτυς εἰς
τὰ δικαστήρια καὶ ἐνσπείρει
φιλονεικίας καὶ διχονοίας μεταξὺ ἀδελφῶν.
|
19
Χαλκεύει καὶ ἐπινοεῖ καυτερὰ ψεύδη
ὡς ψευδομάρτυς εἰς τὰ δικαστήρια καὶ
δημιουργεῖ φιλονικίας μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν
σπειρῶν μεταξύ των τὴν διχόνοιαν.
|
20
Υἱέ, φύλασσε νόμους πατρός σου
καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός
σου· |
20
Παιδί μου, φύλασσε πάντοτε καλὰ σὰν
νόμους θείους, ὅσα ὁ πατέρας
σου σοῦ λέγει, καὶ μὴ πετάξῃς
καὶ καταφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς
τῆς μητρός σου.
|
20
Παιδί μου, φύλαττε καλὰ σὰν νόμους, ὅσα
σὲ συμβουλεύει ὁ πατέρας σου, καὶ μὴ
περιφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς καὶ
ἐντολὰς τῆς μητέρας σου.
|
21
ἄφαψαι δὲ αὐτοὺς
ἐπὶ σῇ
ψυχῇ διαπαντὸς καὶ ἐγκλοίωσαι
περὶ σῷ τραχήλῳ. |
21
Βάλε τους καὶ κόλλησέ τους καλὰ
μέσα εἰς τὴν ψυχήν σου, γιὰ
νὰ μένουν πάντοτε, καὶ σὰν παντοτεινὸν
περιλαίμιον βάλε τους γύρω ἀπὸ
τὸν τράχηλόν σου.
|
21
Τοὺς νόμους αὐτοὺς χάραξέ τους βαθιὰ
καὶ κόλλησέ τους εἰς τὴν ψυχήν σου
καὶ ἔχε τους πάντοτε κατὰ νοῦν, χωρὶς
ποτὲ νὰ τοὺς λησμονῇς, καὶ βάλε
τους γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου σὰν ἱερὸν
περιλαίμιον καὶ σωτήριον κρίκον. |
22
Ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου
αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω·
ὡς δ' ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω
σέ, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλῇ
σοι. |
22
Ὅταν περιπατῇ, φέρε μαζῆ σου τὴν
ἐντολήν των, καὶ ἂς εἶναι μαζῆ
σου ὡς διαρκὴς σύντροφός σου. Ὅταν
θὰ κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἂς σὲ
συμπαραστέκῃ, ὥστε ὅταν θὰ σηκωθῇς
ἀπὸ τὸν ὕπνον σου, αὐτὴ
ἂς συνομιλῇ πρὸς τὸ καλὸν μαζῆ
σου. |
22
Καὶ ὅταν θὰ βαδίζῃς, φέρε μαζί σου
τὴν ἐντολήν μου καὶ αὐτὴ ἂς
σὲ συντροφεύῃ διαρκῶς. Καὶ ὅταν
θὰ κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἂς παραμένῃ
φρουρὸς καὶ φύλακάς σου, ὥστε, ὅταν
θὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνον,
αὐτὴ ἂς συνομιλῇ μαζί σου καὶ
αὐτὴ ἂς σὲ καθοδηγῇ.
|
23
Ὅτι λύχνος ἐντολὴ νόμου καὶ
φῶς, ὁδὸς ζωῆς καὶ ἔλεγχος
καὶ παιδεία |
23
Διότι αἱ θεῖαι ἐντολαὶ εἶναι
λύχνος καὶ φῶς διὰ τὸν ἄνθρωπον.
Εἶναι δρόμος καὶ τρόπος πρὸς
μίαν εἰρηνικὴν ζωήν, σωτήριος
ἔλεγχος, ἀγαθὴ καὶ ὠφέλιμος
παιδαγωγία, |
23
Διότι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ
θείου νόμου εἶναι λύχνος καὶ φῶς, ποὺ
φωτίζουν. Εἶναι δρόμος ἀσφαλής, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν εὐτυχισμένην καὶ εἰρηνικὴν
ζωήν. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἔλεγχος,
ὅταν παρεκτρέπεσαι. Αὐτὴ δὲ παιδαγωγεῖ
καὶ μορφώνει τὸν χαρακτῆρα σου.
|
24
τοῦ διαφυλάσσειν σε ἀπὸ γυναικὸς
ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆς
γλώσσης ἀλλοτρίας. |
24
διὰ νὰ σὲ προφυλάσσῃ ἀπὸ
τὸ δέλεαρ ὑπανδρευμένης γυναικὸς
καὶ ἀπὸ συκοφαντίας ξένης καὶ
ἐχθρικῆς γλώσσης.
|
24
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι
καὶ χρυσοῦς χαλινός, διὰ νὰ σὲ
προφυλάττῃ ἀπὸ γυναῖκα ὑπανδρευμένην
καὶ φαύλην καὶ ἀπὸ διαβολὰς
καὶ συκοφαντίας τῆς κακῆς γλώσσης.
|
25
Μὴ σε νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία,
μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς,
μηδὲ συναρπασθῇς ἀπὸ τῶν αὐτῆς
βλεφάρων· |
25
Πρόσεχε νὰ μὴ σὲ νικήσῃ
ἡ ἐπιθυμία γυναικείου κάλλους,
διὰ νὰ μὴ παγιδευθῇς καὶ συλληφθῇς
εἰς τὰ δίκτυα τῆς παρανομίας
μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια, οὔτε
νὰ συναρπασθῇς ἀπὸ τὴν χαυνότητα
τῶν ψιμυθιωμένων βλεφάρων της.
|
25
Πρόσεξε νὰ μὴ σὲ νικήσῃ ἡ
ἐπιθυμία τοῦ γυναικείου κάλλους, οὔτε νὰ
πιασθῇς αἰχμάλωτος ἀπὸ τὰ μάτια
σου, οὔτε νὰ ἐντυπωσιασθῇς καὶ
συναρπασθῇς ἀπὸ τὰ βαμμένα καὶ
φτιασιδωμένα βλέφαρά της. |
26
τιμὴ γὰρ πόρνης ὅση καὶ ἑνὸς
ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίας
ψυχὰς ἀγρεύει. |
26
Διότι ἡ τιμὴ μιᾶς πόρνης εἶναι
μηδαμινή, ὅση καὶ ἑνὸς ἄρτου.
Ἡ δὲ ὑπανδρευομένη φαύλη γυναῖκα
στήνει παγίδας, διὰ νὰ συλλάβῃ
καὶ ἀποπλανήσῃ ἐντίμους
ἄνδρας. |
26
Διότι ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία τῆς
πόρνης γυναικὸς εἶναι εὐτελεστάτη,
τόσον μικρά, ὅσον καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς
ψωμιοῦ. Ἡ ὕπανδρος ὅμως γυναῖκα,
ἡ ὁποία προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν,
πιάνει εἰς τὰ δίκτυά της ἐντίμους
ψυχὰς ἀνδρῶν καὶ κυριολεκτικῶς
τὰς ἀπογυμνώνει. |
27
Ἀποδησει τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τὰ
δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει;
|
27
Εἶναι δυνατὸν νὰ σφίξῃ κανεὶς
τὴν φωτιὰν εἰς τὴν ἀγκάλην
του, καὶ νὰ μὴ καύσῃ τὰ
ἐνδύματά του;
|
27
Εἶναι ἀναπόφευκτοι οἱ κίνδυνοι ἀπὸ
τὰς φαύλας αὐτὰς γυναῖκας· διότι
εἶναο ποτὲ δυνατὸν νὰ σφίξῃ
κανεὶς τὴν φωτιὰ εἰς τὴν ἀγκάλην
του καὶ νὰ μὴ κάψη τὰ ροῦχα
του; |
28
Ἢ περιπατήσει τις ἐπ' ἀνθράκων
πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει;
|
28
Ἢ εἶναι δυνατὸν νὰ περιπατήσῃ
ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα
καὶ νὰ μὴ κατακαύσῃ τὰ
πόδια του; |
28
Ἢ νὰ περιπατήσῃ κανεὶς ἐπάνω
εἰς ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ μὴ
καύσῃ τὰ πόδια του; |
29
Οὕτως ὁ εἰσελθὼν πρὸς γυναῖκα
ὕπανδρον, οὐκ ἀθῳωθήσεται, οὐδὲ
πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς.
|
29
Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ
ἔλθῃ εἰς σχέσεις μὲ ὑπανδρευμένην
γυναῖκα, δὲν θὰ θεωρηθῇ ποτὲ
ἀθῶος καὶ δὲν θὰ μείνῃ
ἀτιμώρητος. Καὶ καθένας ὁ ὁποῖος,
ἔστω καὶ ἂν ἁπλῶς τὴν
ἐγγίσῃ, δὲν θὰ μείνῃ
βέβαια ἀμόλυντος.
|
29
Τὰ ἴδια θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐνόχους
σχέσεις μὲ ὑπανδρευμένην γυναῖκα· δὲν
θὰ θεωρηθῇ ποτε ἀθῶος, οὔτε
θὰ μείνῃ ἀμόλυντος καὶ ἀνένοχος
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔστω
καὶ ἁπλῶς θὰ ἀκουμβήσῃ
ἐπάνω της. |
30
Οὐ θαυμαστὸν ἐὰν ἁλῷ τις
κλέπτων, κλέπτει γὰρ ἵνα ἐμπλήσῃ
τὴν ψυχὴν πεινῶν· |
30
Δὲν εἶναι καθόλου παράδοξον, νὰ
συλληφθῇ κανεὶς τὴν ὥραν ποὺ
κλέπτει, διότι κλέπτει ἐπειδὴ
πεινᾷ, διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν
κοιλίαν του. |
30
Δὲν εἶναι παράδοξον, ἐὰν κανεὶς
συλληφθῇ νὰ κλέπτῃ, διότι εἰς τὴν
κλοπὴν τὸν σπρώχνει ἡ ἀνάγκη καὶ
ἡ ἀνέχεια· κλέπτει διὰ νὰ χορτάσῃ
τὴν πεῖναν του. |
31
ἐὰν δὲ ἁλῷ, ἀποτίσει
ἑπταπλάσια καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα
αὐτοῦ δοὺς ρύσεται ἑαυτόν.
|
31
Ἐὰν δὲ καὶ συλληφθῇ, θὰ
πληρώσῃ ἑπτὰ φορὲς περισότερα
ἐκείνων, ποὺ ἔκλεψε. Εἶναι δὲ
διατεθειμένος ἐν ἀνάγκῃ καὶ
ὅλην του τὴν περιουσίαν νὰ δώσῃ,
διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν
τιμωρίαν. |
31
Ἐὰν δὲ καὶ συλληφθῇ, θὰ
πληρώσῃ διὰ τὴν κλοπήν του κατ’ ἀνώτατον
ὅριον τὸ ἑπταπλάσιον, ἀφοῦ δὲ
πωλήσῃ ὅλα, ὅσα ἔχει, καὶ τὰ
δώσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν, θὰ ἀπαλλάξῃ
τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὰς
συνεπείας καὶ τὰς ποινὰς τῆς πράξεώς
του. |
32
Ὁ δὲ μοιχὸς δι' ἔνδειαν φρενῶν
ἀπώλειαν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ
περιποιεῖται, |
32
Ὁ μοιχὸς ὅμως, ἐξ αἰτίας
τῆς ἀφροσύνης του, ἑτοιμάζει
καὶ ἐπιφέρει καταστροφὴν εἰς
τὴν ζωήν του.
|
32
Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιον μὲ
τὸν μοιχόν. Αὐτὸς ἑτοιμάζει καταστροφὴν
καὶ ἀπώλειαν εἰς τὴν ψυχήν του
ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης του,
|
33
ὀδύνας τε καὶ ἀτιμίας ὑποφέρει,
τὸ δὲ ὄνειδος αὐτοῦ οὐκ
ἐξαλειφθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
|
33
Θὰ ὑποφέρῃ πόνους καὶ
εὐτελισμοὺς καὶ ἀτιμώσεις. Ἡ
ἐντροπὴ δὲ καὶ ἡ καταισχύνῃ
του δὲν θὰ ἐξαλειφθῇ ποτὲ εἰς
τὸν αἰῶνα.
|
33
καὶ ὑποφέρει πόνους, ἐξευτελισμοὺς
καὶ ἀτιμώσεις, καὶ τὸ αἶσχος
καὶ ἡ ἐντροπή του δὲν θὰ
ἐξαλειφθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
34
Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς
ἀνδρὸς αὐτῆς· οὑ φίσεται
ἐν ἡμέρᾳ
κρίσεως, |
34
Διότι ὁ θυμὸς τοῦ ἀνδρὸς
τῆς μοιχαλίδος γυναικὸς θὰ εἶναι
γεμᾶτος ἀπὸ ζηλότυπον ἐκδίκησιν
ἐναντίον μοιχοῦ. Δὲν θὰ τὸν
λυπηθῇ, ὅταν θὰ δικάζεται ἐνώπιον
τοῦ δικαστηρίου.
|
34
Διότι ἡ ὀξεῖα ὀργὴ καὶ
ἡ κατ’ αὐτοῦ τρομερὰ ἀγανάκτησις
τοῦ συζύγου τῆς μοιχαλίδος εἶναι γεμάτη
ἀπὸ ζηλοτυπίαν. Ὁ προσβληθεὶς σύζυγος
δὲν πρόκειται νὰ δείξῃ καμμίαν συμπάθειαν
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δίκης των εἰς
τὸ δικαστήριον. |
35
οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου
τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ
πολλῶν δώρων. |
35
Ἀδιάλλακτος εἰς τὴν ἐχθρότητά
του, μὲ κανένα λύτρον δὲν θὰ
δεχθῇ νὰ ἀνταλλάξῃ τὸ
ἐναντίον ἐκείνου μῖσος του,
οὔτε νὰ διαλύσῃ τὴν ἔχθραν,
ἔστω καὶ ἂν τοῦ προσφερθοῦν
πολλὰ δῶρα. |
35
Δὲν πρόκειται μὲ κανένα λύτρον νὰ ἀνταλλάξῃ
τὸ κατ’ αὐτοῦ μῖσος, οὔτε νὰ
διαλύσῃ τὴν ἔχθραν, ἔστω καὶ
ἂν τοῦ προσφερθοῦν ὑπὸ τοῦ
μοιχοῦ πολλὰ δῶρα. |