Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σοφία
ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ
ὑπήρεσε στύλους ἑπτά·
|
σοφία
οἰκοδόμησε διὰ τὸν ἑαυτόν
της οἶκον, τὸν ὁποῖον ἐστήριξεν
εἰς ἑπτά, εἰς πολλοὺς στερεοὺς
καὶ ἀκλόνητους στύλους.
|
Σοφία,
ἐνυπόστατος καὶ ὡς πρόσωπον συγκεκριμένον,
ἔκτισε τὴν οἰκίαν της καὶ ἔθεσεν
ὡς στήριγμά της στύλους ἑπτά. Οὕτω
τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐθεμελιώθη
καὶ ἐστηρίχθη ἐπὶ θεμελίου ἀδιασείστου.
|
2
ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν
εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον
καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς
τράπεζαν· |
2
Διὰ τὴν πλουσίαν τράπεζαν, τὴν
ὁποίαν θὰ παρέθετε εἰς τοὺς
συνδαιτυμόνας της, ἔσφαξε τὰ σφάγιά
της καὶ ἐγέμισε μεγάλον οἰνοδοχεῖον
μὲ τὸν οἶνον της καὶ ἡτοίμασε
τὴν πλουσίαν τράπεζάν της.
|
2
Ἔσφαξε τὰ πρὸς χορτασμὸν τῶν
συνδαιτυμόνων της σφάγιά της καὶ ἔρριψεν
εἰς μεγάλο οἰνοδοχεῖον τὸν οἶνον
της καὶ ἡτοίμασε τὴν τράπεζάν της.
|
3
ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους
συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος
ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· |
3
Καὶ ἀφοῦ τὰ πάντα ἡτοιμάσθησαν,
ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτας της, τοὺς
κήρυκας τῆς ἀληθείας, προσκαλοῦσα
μὲ μεγαλειῶδες ἔντονον κήρυγμα νὰ
προσέλθουν, ὅσοι ἤθελαν, νὰ πίουν
ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸν οἶνον
τοῦ οἰνοδοχείου της. Καὶ ἔλεγεν·
|
3
Ἀκολούθως, ὅταν ἐτοιμάσθησαν ὅλα,
ἡ Σοφία ἀπέστειλε τοὺς ὑπηρέτας της
καὶ τοὺς τεταγμένους εἰς διακονίαν της νὰ
καλῇ τοὺς ἀνθρώπους μὲ λόγια ὑπέροχα,
προβάλλουσα αὐτὰ ἀπὸ τόπου ὑψηλοῦ
ὡς δροσιστικὸν καὶ εὐφρόσυνον καὶ
ζωηφόρον ποτὸν καὶ λέγουσα:
|
4
ὅς ἐστὶν ἄφρων, ἐκκλινάτω
πρός με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι
φρενῶν εἶπεν· |
4
<ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει ἀποκτήσει
σοφίαν καὶ σύνεσιν, ἂς ἔλθῃ
πρὸς ἐμέ>. Καὶ εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι εἶναι πτωχοὶ ἀπὸ
ἀπόψεως νοητικῶν ἱκανοτήτων,
εἶπεν·
|
4
Ὅποιος δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμη
φρόνησιν καὶ στερεῖται σοφίας καὶ συνέσεως,
ἂς ἔλθῃ κοντά μου διὰ νὰ τὸν
κάμω σοφόν. Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ
εἶναι πτωχοὶ ἀπὸ μυαλά, εἶπεν:
|
5
ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων
καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα
ὑμῖν· |
5
<ἐλᾶτε νὰ φάγετε ἀπὸ
τοὺς ἄρτους μου καὶ νὰ πίετε
ἀπὸ τὸ κρασί, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ σᾶς ἔχω κεράσει.
|
5
Ἐλάτε νὰ φάγετε ἀπὸ τοὺς
ἄρτους μου καὶ νὰ πίετε ἀπὸ
τὸν οἶνόν μου, τὸν ὁποῖον γιὰ
σᾶς ἔχω κεράσει. |
6
ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς
τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε
φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει
σύνεσιν. |
6
Ἀφήσατε τὴν ἀνοησίαν καὶ
ἀπερισκεψίαν, εἰς τὴν ὁποίαν
σᾶς προσκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, καὶ
ἐλᾶτε μαζῆ μου, διὰ νὰ βασιλεύσετε
μὲ ἐμὲ αἰωνίως. Ζητήσατε
καὶ ἐπιδιώξατε τὴν φρόνησιν,
ποὺ ἐγὼ παρέχω, καὶ ἀγωνισθῆτε,
διὰ νὰ ἐπιτύχετε νὰ γίνετε
ἐν γνώσει συνετοί. |
6
Ἀφήσατε τὴν ἀνοησίαν καὶ ἀσυνεσίαν,
ποὺ σᾶς προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία,
διὰ νὰ βασιλεύσετε μαζί μου αἰωνίως, καὶ
ζητήσατε τὴν φρόνησιν καὶ διὰ τῆς
γνώσεως τοῦ θελήματός μου κατορθώσατε νὰ γίνετε
συνετοί. |
7
Ὁ παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ
ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν
ἀσεβῆ μωμήσεται ἑαυτόν.
|
7
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσῃ
νὰ παιδαγωγήσῃ τοὺς ἀμετανοήτως
κακούς, θὰ ἐξευτελισθῇ καὶ θὰ
ὑβρισθῇ ἀπὸ αὐτούς. Ἐκεῖνος
ποὺ θέλει νὰ ὑποδείξῃ
τὰ σφάλματα καὶ νὰ ἐλέγξῃ
τὸν κακόν, θὰ ἐπισύρῃ
συκοφαντίας καὶ ἀδίκους κατηγορίας
ἐναντίον του.
|
7
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιχειρήσῃ
νὰ παιδαγωγήσῃ τοὺς κακούς, θὰ ἀτιμασθῇ
καὶ θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ αὐτούς,
διότι εἶναι πείσμονες καὶ ἀδιόρθωτοι. Καὶ
ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ ἐλέγξῃ
τὸν κακὸν καὶ ἀσεβῆ, ἀντὶ
νὰ τὸν ὠφελήσῃ, θὰ προσάψῃ
κατηγορίαν εἰς τὸν ἑαυτόν του.
|
8
Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσι
σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει
σε. |
8
Μὴ ἐλέγχῃς, λοιπόν, τοὺς
κακούς, διὰ νὰ μὴ σὲ μισήσουν.
Ἔλεγχε καὶ ὑπόδειξε τὸ ὀρθὸν
εἰς τὸν συνετὸν καὶ μυαλωμένον,
καὶ αὐτὸς θὰ σὲ ἀγαπήσῃ.
|
8
Μὴ ἐλέγχῃς τοὺς κακούς, διὰ
νὰ μὴ σὲ μισήσουν· ἔλεγχε τὸν
μυαλωμένον καὶ συνετόν, καὶ θὰ σὲ
ἀγηπήσῃ, διότι γνωρίζει τὴν ἀξίαν
τοῦ ἐλέγχου. |
9
Δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος
ἔσται· γνωρίζε δικαίῳ, καὶ
προσθήσει τοῦ δέχεσθαι.
|
9
Μὲ τὰς ὑποδείξεις σου δίδε εἰς
τὸν σοφὸν ἀφορμὴν διορθώσεώς
του καὶ βελτιώσεως, καὶ θὰ γίνῃ
σοφώτερος καὶ συνετώτερος. Κάμε γνωστὰς
εἰς τὸν δίκαιον τὰς ἀτελείας
του καὶ αὐτὸς εὐγνωμόνως θὰ
δέχεται ἀκόμη προθυμότερον τὰς
συμβουλάς σου.
|
9
Δίδε εἰς τὸν συνετὸν καὶ σοφὸν
ἀφορμὴν διορθώσεως, καὶ θὰ γίνῃ
σοφώτερος, προσεκτικώτερος καὶ τελειότερος· κάμε γνωστὸς
καὶ φανέρωσε εἰς τὸν ἐνάρετον τὰς
ἐλλείψεις τοῦ χαρακτῆρος του, καὶ
θὰ ἐξακολουθήσῃ καὶ εἰς τὸ
μέλλον νὰ δέχεται τὰς ὑποδείξεις καὶ
τὰς συμβουλάς σου. |
10
Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ
βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ
γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν
ἀγαθῆς· |
10
Ἀρχὴ καὶ θεμέλιον τῆς ἀληθινῆς
σοφίας εἶναι ἡ εὐλάβεια καὶ
ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Πόθος δὲ
καὶ θέλησις τῶν ἁγίων εἶναι
ἡ κατὰ Θεὸν σύνεσις. Ἡ δὲ
κατανόησις τοῦ θείου νόμου εἶναι
δεῖγμα καλοπροαίρετου καὶ φωτισμένης
διανοίας.
|
10
Βάσις καὶ θεμέλιον τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας
εἶναι ὁ βαθὺς σεβασμὸς καὶ ἡ
βαθεῖα πρὸς τὸν Θεὸν εὐλάβεια,
καὶ ἐκεῖνο, ποὺ θέλουν καὶ ἐπιθυμοῦν
οἱ ἅγιοι, εἶναι ἡ σύνεσις. Τὸ
νὰ ἐννοήσῃ δὲ κανεὶς τὸν
θεῖον νόμον εἶναι γνώρισμα καὶ ἀπόδειξις
φωτισμένης διανοίας. |
11
τούτῳ γὰρ τῷ τρόπω πολὺν
ζήσεις χρόνον, καὶ προστεθήσεταί
σοι ἔτη ζωῆς σου. |
11
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, μὲ
τὴν εὐλάβειαν καὶ ὑπακοήν
σου πρὸς τὸν Θεόν, θὰ ζήσῃς
πολὺν χρόνον καὶ θὰ προστεθοῦν
εἰς σὲ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ
πολλὰ χρόνια ζωῆς.
|
11
Μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, δηλαδὴ μὲ
τὸ νὰ φοβῆσαι καὶ εὐλαβῆσαι
τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὸ νὰ
μελετᾷς καὶ ἐφαρμόζῃς τὸν
νόμον του, θὰ ζήσῃς πολὺν χρόνον καὶ
θὰ σοῦ προστεθοῦν πολλὰ χρόνια ζωῆς.
|
12
Υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ
σεαυτῷ, σοφὸς ἔσῃ καὶ τοῖς
πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς,
μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. Ὃς
ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος
ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ' αὐτὸς
διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε
γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος,
τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου
γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ
δι' ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν
διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει
δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν.
|
12
Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς κατὰ
Θεὸν σοφός, θὰ εἶσαι καλὸς διὰ
τὸν ἑαυτόν σου, καλὸς δὲ καὶ
διὰ τὸν πλησίον σου. Ἐὰν ὅμως
γίνῃς κακός, τὰς συνεπείας καὶ
τὰς ὀδύνας τῆς κακίας σου θὰ
τὰς συσσωρεύῃς μόνος σου ἐπάνω
σου. Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὸ ψεῦδος,
ποιμαίνει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Αὐτὸς
εἶναι σὰν νὰ κυνηγᾷ πουλιά,
ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα
καὶ εἶναι ἄπιαστα. Ἀδίκως κοπιάζει.
Ὁ ὀκνηρὸς καὶ ἀσύνετος,
ποὺ ἐγκατέλειψε τὸν δρόμον,
ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τὸ
ἀμπέλι του, καὶ περιεπλανήθη μακρὰν
τῶν δρόμων, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς
τὸν ἰδικόν του ἀγρόν, ὅπου
εἶχε καθῆκον νὰ ἐργασθῇ, αὐτὸς
βαδίζει ἔτσι διὰ μέσου μιᾶς
ἐρήμου καὶ ἀνύδρου περιοχῆς,
διὰ μέσου ἑνὸς τόπου, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς ξηρὰς καὶ διψασμένος
περιοχάς, μαζεύει μὲ τὰ χέρια
τοῦ ἀκαρπίαν, δηλαδὴ τὸ τίποτε.
|
12
Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς σοφὸς κατὰ
Θεόν, θὰ εἶσαι διὰ τῆς σοφίας σου
ταύτης χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος καὶ εἰς
τὸν πλησίον σου· ἐὰν δὲ ἀποβῇς
ἀσύνετος καὶ κακός, θὰ ἀντλῇς
μόνος σου, ὡσὰν ἀπὸ πηγάδι, τὰ
ἐπίχειρα τῆς κακίας σου. Ὅποιος στηρίζεται
εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὀκνηρίαν,
βόσκει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Ὁ τοιοῦτος
κυνηγᾷ πουλιά, ποὺ πετοῦν καὶ εἶναι
ἄπιαστα· διότι ἀφῆκε τὸν δρόμον,
ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀμπέλι
του, ὅπου πρέπει νὰ ἐργασθῇ, καὶ
ἔχει ἀποπλανηθῇ ἀπὸ τὴν
κατεύθυνσιν, ποὺ τὸν φέρει εἰς τὸ
κτῆμα του. Ὁ τοιοῦτος περνᾷ μέσα ἀπὸ
ἔρημον ξηρὰν καὶ ἄνυδρον καὶ
ἀπὸ τόπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
περιοχὰς διψασμένας καὶ ἐστερημένας καὶ
τῆς ἐλαχίτης ὑγρασίας, μαζεύει δὲ
μὲ τὰ χέρια του ἀκαρπίαν, καὶ
συνεπῶς δὲν ἀποθηκεύει τίποτε.
|
13
Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς
ψωμοῦ γίνεται, ἢ οὐκ ἐπίσταται
αἰσχύνην. |
13
Ἡ ἀσύνετος, ἡ διεφθαρμένη καὶ
ἡ ἀδιάντροπος γυναῖκα φθάνει
μέχρι τοῦ σημείου νὰ στερῆται
καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ψωμί
της καὶ νὰ πεινᾷ. Αὐτὴ δὲν
ξέρει, τί θὰ πῇ ἐντροπὴ
καὶ σεμνότης. |
13
Ἡ γυναῖκα ἡ ἀποξενωμένη τῆς
σοφίας, ἡ διεφθαρμένη καὶ ἀδιάντροπος,
καταντᾷ νὰ στερῆται καὶ αὐτοῦ
τοῦ ψωμιοῦ της καὶ νὰ πεινᾷ.
Αὐτὴ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ
ἐντροπή, συστολὴ καὶ σεμνότης.
|
14
Ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ
ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου
εμφανῶς ἐν πλατείαις,
|
14
Ἐκάθησεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν
θύραν τοῦ σπιτιοῦ της, ἐπάνω
εἰς ὑψηλὸν κάθισμα, ὥστε νὰ
φαίνεται ἀπὸ τοὺς ἄνδρας, ποὺ
εὑρίσκονται εἰς τὰς πλατείας,
|
14
Ὡς προσωποποίησις τῆς ἁμαρτίας, ἡ
ὁποία πόλεμεῖ τὸ ἔργον τῆς σοφίας,
ἐκάθισεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν
πόρταν τοῦ σπιτιοῦ της εἰς κάθισμα ὑψηλὸν
καὶ στολισμένον, διὰ νὰ φαίνεται καλὰ
ἀπὸ τὴν πλατεῖαν, τὴν πολυσύχναστον
ἀπὸ ἀνθρώπους, |
15
προσκαλουμένη τοὺς, παριόντας καὶ
κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς
αὐτῶν· |
15
προσκαλεῖ αὐτούς, ποὺ διέρχονται
καὶ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν τὸν
δρόμον των, λέγουσα·
|
15
καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν
καὶ αὐτοὺς ποὺ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν
εἰς τοὺς δρόμους των |
16
ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος
ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι
φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα·
|
16
<ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἀνοητότατος
καὶ ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά
μου. Καὶ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
στεροῦνται καὶ τῆς στοιχειώδους συνέσεως
καὶ γνώσεως προτρέπω καὶ τοὺς
λέγω·
|
16
καὶ τοὺς λέγει ὑποβλητικῶς καὶ
σκανδαλιστικῶς: Ὅποιος ἀπὸ σᾶς
εἶναι ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά
μου· καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ
μυαλὸ καὶ φρόνησιν τοὺς προσκαλῶ ἀπὸ
κοντὰ καὶ τοὺς λέγω·
|
17
ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ
ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ. |
17
πιᾶστε καὶ πάρτε στα χέρια σας τὸ
κρυφὸ ψωμί μου καὶ τὰ ἀπηγορευμένα
φαγητά μου. Πιέτε τὸ νοστιμώτατο κλεμμένο
νερό μου>! |
17
πιᾶστε εἰς τὰ χέρια σας ψωμὶ κρυφὸ
καὶ θὰ γλυκανθῆτε, καὶ πίετε νερὸ
κλεμμένο, ποὺ φαίνεται νόστιμον. Ἡ ἁμαρτία
δηλαδὴ ἐπιμένει, ὅτι θὰ εὕρῃ
εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος τὴν
ἀληθινὴν χαράν. |
18
Ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς
παρ' αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ
πέταυρον ᾅδου συναντᾷ.
|
18
Ὁ ἄνδρας, ποὺ ἑλκύεται ἀπὸ
τὰ λόγια της καὶ πηγαίνει κοντὰ
της, δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες
καὶ σαρκολάτραι εὐρίσκουν ἐκεῖ
τὴν ἀπώλειαν, καὶ ὅτι ἡ
συνάντησίς της εἶναι παγίδα, ἡ
ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὰς εἰσοδους
τοῦ ᾅδου. |
18
Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐξαπατᾶται
ἀπὸ αὐτήν, πηγαίνει καὶ δὲν
γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες καὶ
σαρκολάτραι εὐρίσκουν κοντά της ὄχι τὴν
χαράν, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν, καὶ
ἡ συνάντησίς των μὲ τὴν ἁμαρτίαν
εἶναι παγίς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ
εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην.
|
18α
Ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς
ἐν τῷ τόπῳ μηδὲ ἐπιστήσῃς
τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν·
|
18α
Σὺ ὅμως ἐκτινάξου μὲ μεγάλα
πηδήματα μακρὰν ἀπὸ αὐτὴν
καὶ μὴ σταματήσῃς οὐδὲ
ἐπ' ἐλάχιστον χρόνον εἰς τὸν
τόπον ἐκεῖνον. Οὔτε δὲ καὶ
νὰ προσηλώσῃς τὸ βλέμμα σου
πρὸς αὐτήν.
|
18α
Σὺ ὅμως, ποὺ ἔχεις διάθεσιν νὰ
ἀκούσῃς τὴν συμβουλήν μου, φύγε ἀπὸ
ἐκεῖ μὲ μεγάλα πηδήματα, μὴ χρονοτριβήσῃς
καθόλου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὔτε
νὰ τῆς φανερώσῃς τὸ ὄνομά σου.
|
18β
οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον
καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον·
|
18β
Ἔτσι ὅταν συμπεριφερθῇς καὶ πράξῃς,
θὰ περάσῃς, χωρὶς νὰ ἐγγίσῃς
τὸ ξένον καὶ ἀπηγορευμένον αὐτὸ
νερό. Θὰ διαβῇς τὸν ἐπικίνδυνον
αὐτὸν ξένον ποταμὸν ἀσφαλής.
|
18β
Διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσῃς νὰ
περᾴσῃς νερὸ ξένον καὶ μολυσματικόν,
ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς σέ, ἀφοῦ
αὐτή, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ
ξεδιψάσῃς μαζί της, νὰ σβήσῃς δηλαδὴ
τὴν ἐπιθυμίαν σου, δὲν εἶναι νόμιμος
γυναῖκα σου· μόνον ἔτσι θὰ προσπεράσῃς
ποτάμι ἐπικίνδυνον καὶ ξένον, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον, ἂν θελήσῃς νὰ
δροσισθῇς, θὰ πνιγῇς.
|
18γ
ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου
ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς
ἀλλοτρίας μὴ πίῃς, |
18γ
Κράτησε τὸν ἑαυτόν σου μακρυὰ
ἀπὸ τὰ ξένα δολερὰ ὕδατα
τῆς ἁμαρτωλῆς χαρᾶς καὶ μὴ
πίῃς νερὸ ἀπὸ ξένην πηγήν.
Μὴν θελήσῃς νὰ ἀπολαύσῃς
χαράν μὲ ἁμαρτωλὴν γυναῖκα,
|
18γ
Ἀπὸ τὸ ξένο νερὸ νὰ ἀπομακρυνθῇς
καὶ ἀπὸ ξένην πηγὴν νὰ μὴ
πίῃς. Μὴ πλησιάσῃς δηλαδὴ τὴν
μοιχαλίδα γυναῖκα· |
18δ
ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ
δὲ σοι ἔτη ζωῆς. |
18δ
διὰ νὰ ζήσῃς ἐτσι ἐπὶ
πολὺν χρόνον καὶ νὰ προστεθοῦν
εἰς σὲ πολλὰ ἔτη. |
18δ
διὰ νὰ ζήσῃς πολὺν καιρὸν καὶ
νὰ σοῦ προστεθοῦν χρόνια ἐπιγείου
ζωῆς καὶ μακροημέρευσις. |