Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Ἀγαπῶν
παιδείαν, ἀγαπᾷ αἴσθησιν, ὁ
δὲ μισῶν ἐλέγχους ἄφρων.
|
κεῖνος
ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τὴν κατὰ
Θεὸν παιδείαν καὶ μόρφωσιν, ἀγαπᾷ
τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν καὶ ὀρθὴν
διάκρισιν. Ὅποιος ὅμως μισεῖ καὶ
ἀποστρέφεται τοὺς ἐλέγχους,
εἶναι ἀνόητος καὶ ἀσύνετος.
|
κεῖνος
ποὺ ἀρέσκεται εἰς τὴν κατὰ Θεὸν
παιδαγωγίαν, ἀγαπᾷ νὰ καταστῇ ἱκανὸς
ὅπως διακρίνῃ τὸ καλὸν ἀπὸ
τοῦ κακοῦ. Ὅποιος δὲ μισεῖ τοὺς
ἐκ τῆς παιδαγωγίας τοῦ Θεοῦ ἐλέγχους,
αὐτὸς εἶναι ἀνόητος καὶ ἄμυαλος.
|
2
Κρείσσων ὁ εὑρὼν χάριν παρὰ
Κυρίῳ, ἀνὴρ δὲ παράνομος
πορασιωπηθήσεται. |
2
Πολὺ καλύτερος ἀπὸ ὅλους εἶναι
ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εὑρῆκε καὶ
ἔλαβε χάριν διὰ τῆς εὐσεβείας
του ἀπὸ τὸν Κύριον. Ὁ δὲ
παράνομος ἄνθρωπος θὰ λησμονηθῇ ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
|
2
Δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ εὗρε χάριν καὶ ἔλεος ἀπὸ
τὸν Κύριον, ὁ παραβάτης ὅμως τοῦ θείου
νόμου θὰ λησμονηθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
|
3
Οὐ κατορθώσει ἄνθρωπος ἐξ ἀνόμου,
αἱ δὲ ρίζαι τῶν δικαίων οὐκ
ἐξαρθήσονται. |
3
Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ προκόψῃ
καὶ δὲν θὰ κατευοδωθῇ μὲ τὰς
παρανομίας του. Αἱ ρίζαι ὅμως τῶν
δικαίων μένουν στερεαὶ εἰς τὸ
ἔδαφος, ὥστε καὶ αὐτοὶ καὶ
οἱ ἀπόγονοί των νὰ μὴ
χαθοῦν. |
3
Ἀπὸ τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν
παρανομίαν δὲν θὰ προκόψῃ ποτὲ ὁ
ἄνθρωπος. Αἱ ρίζαι ὅμως τῶν δικαίων
θὰ μείνουν ἀσάλευτοι καὶ ἀνεκρίζωτοι,
μετὰ δὲ τὴν θύελλαν θὰ βλαστήσουν
πάλιν. Τὸ γένος των δὲν θὰ χαθῇ.
|
4
Γυνὴ ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρὶ
αὐτῆς· ὥσπερ δὲ ἐν ξύλῳ
σκώληξ, οὕτως ἄνδρα ἀπόλλυσι
γυνὴ κακοποιός. |
4
Γυνὴ ἐργατική, δραστηρία καὶ
ἐνάρετος, εἶναι στέφανος δόξης
διὰ τὸν ἄνδρα της. Ἐξ ἀντιθέτου
ἡ κακότροπος γυναίκα καταστρέφει τὸν
ἄνδρα της, ὅπως ὁ σκώληξ κατατρώγει
τὸ ξύλον.
|
4
Ἡ ἐργατικὴ καὶ ἀκατάβλητος εἰς
ἀρετὴν σύζυγος εἶναι στέφανος δόξης διὰ
τὸν σύζυγόν της. Ὅπως δὲ τὸ
σκουλήκι κατατρώγει τὸ δένδρον καὶ τὸ ξηραίνει,
ἔτσι καὶ ἡ κακὴ γυναῖκα μὲ
τὴν διαγωγήν της καταστρέφει τὸν ἄνδρα
της. |
5
Λογισμοὶ δικαίων κρίματα, κυβερνῶσι
δὲ ἀσεβεῖς δόλους. |
5
Αἱ σκέψεις, αἱ κρίσεις καὶ αἱ
ἀποφάσεις τῶν δικαίων εἶναι
πάντοτε ὀρθαί, ἐνῷ οἱ
ἀσεβεῖς μηχανεύονται καὶ πρωτοστατοῦν
εἰς δόλια σχέδια. |
5
Αἱ σκέψεις τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων εἶναι
πάντοτε ὀρθαὶ καὶ δίκαιαι, ἐνῷ
οἱ ἀσεβεῖς τεχνάζονται καὶ ἐπινοοῦν
σκοποὺς δολίους καὶ πονηρούς.
|
6
Λόγοι ἀσεβῶν δόλιοι, στόμα δὲ
ὀρθῶν ρύσεται αὐτούς.
|
6
Οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν εἶναι
πάντοτε γεμᾶτοι δολιότητα καὶ ἐπιβουλήν.
Τὸ στόμα ὅμως τῶν εἰλικρινῶν
καὶ ἐντίμων ἀνθρώπων λέγει
πάντοτε τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία
καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ τὰς
δολιότητας τῶν κακῶν.
|
6
Οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν εἶναι δόλιοι
καὶ πονηροί. Τὸ στόμα δὲ τῶν εἰλικρινῶν
καὶ εὐθέων μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς
ἀληθείας θὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ
δολίας ἐπιβουλάς. |
7
Οὗ ἐὰν στραφῇ ὁ ἀσεβής,
ἀφανίζεται, οἶκοι δὲ δικαίων
παραμένουσι. |
7
Ὅπου καὶ ἂν στραφῇ καὶ καταφύγῃ
ὁ ἀσεβής, τελικῶς θὰ καταστραφῇ,
ἐνῷ οἱ οἴκοι τῶν δικαίων
παραμένουν σῷοι καὶ ἀσφαλεῖς.
|
7
Ὅπου καὶ ἂν καταφύγῃ ὁ ἀσεβὴς
κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας ὀργῆς,
ἡ ὁποία τὸν καταδιώκει, θὰ ἀφανισθῇ,
τὰ σπίτια ὅμως τῶν δικαίων παραμένουν
ἀσάλευτα. |
8
Στόμα συνετοῦ ἐγκωμιάζεται ὑπ'
ἀνδρός, νωθροκάρδιος δὲ μυκτηρίζεται.
|
8
Τὸ στόμα τοῦ συνετοῦ, διὰ τὰ
σοφὰ καὶ φρόνιμα λόγια του, ἐπαινεῖται
καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ κάθε
φρόνιμον ἄνδρα. Ἐνῷ ὁ διὰ
τὴν ραθυμίαν καὶ ἁμαρτωλότητα
αὐτοῦ νωθρὸς εἰς τὴν σκέψιν
καὶ βραδύνους ἐμπαίζεται.
|
8
Τὸ στόμα τοῦ συνετοῦ καὶ φρονίμου
ἀνθρώπου ἐπαινεῖται καὶ ἐγκωμιάζεται
ἀπὸ κάθε σοβαρὸν καὶ φρόνιμον ἄνδρα
διὰ τὰς σοφὰς συμβουλὰς ποὺ
δίδει καὶ τοὺς καλοὺς λόγους ποὺ λέγει,
ἐνῶ ὁ χονδροκέφαλος καὶ ἀνόητος
ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλότητός
του, περιφρονεῖται δι’ ὅσα θὰ εἴπῃ.
|
9
Κρείσσων ἀνὴρ ἐν ἀτιμίᾳ
δουλεύων ἑαυτῷ ἢ τιμὴν ἑαυτῷ
περιτιθεὶς καὶ προσδεόμενος ἄρτου.
|
9
Καλύτερος καὶ προτιμότερος εἶναι ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ἔστω καὶ κοινωνικῶς
κατώτερος, ὁ ὁποῖος ὅμως μὲ
τὴν ἔντιμον ἐργασίαν του ἐξυπηρετεῖ
τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν οἰκογένειάν
του, παρὰ μωροκενόδοξος, ὁ ὁποῖος
μὲ τίτλους εὐγενείας ἄνευ ἀξίας
ἐπιζητεῖ δόξαν, καθ' ὃν χρόνον
στερεῖται καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου
ἄρτου. |
9
Εἶναι πολὺ ἀνώτερος ὁ κοινωνικὼς
ἄσημος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δουλεύει
καὶ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸν ἑαυτόν
του καὶ τὴν οἰκογένειάν του, ἀπὸ
τὸν κενόδοξον καὶ φαντασμένον, ποὺ ἐπιζητεῖ
νὰ τὸν τιμοῦν οἱ ἄλλοι, ἐνῷ
στερεῖται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ.
|
10
Δίκαιος οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν
αὐτοῦ, τὰ δὲ σπλάγχνα τῶν
ἀσεβῶν ἀνελεήμονα. |
10
Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος
ἄνθρωπος πονεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται
καὶ δι' αὐτὰ ἀκόμη τὰ
ζῶα του. Τὰ σπλάγχνα ὅμως τῶν
ἀσεβῶν εἶναι ἄπονα καὶ σκληρὰ
πρὸς πάντας καὶ πρὸς πάντα.
|
10
Ὁ καλὸς ἄνθρωπος πονεῖ τὰ ζῶα
του καὶ ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν ζωὴν
καὶ τὴν συντήρησίν των, ἐνῷ
ἀντιθέτως ἡ καρδία τῶν ἀσεβῶν
εἶναι σκληρὰ ὄχι μόνον ἀπέναντι τῶν
ἀλόγων ζώων, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι
τῶν λογικῶν ἀνθρώπων.
|
11
Ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ
γῆν ἐμπλησθήσεται ἄρτων, οἱ
δὲ διώκοντες μάταια ἐνδεεῖς
φρενῶν. |
11
Ἐκεῖνος ποὺ καλλιεργεῖ μὲ ἐπιμονὴν
καὶ ἐνδιαφέρον τοὺς ἀγρούς
του, θὰ χορτάσῃ ψωμί.
Ὅσοι ὅμως ἐπιζητοῦν μάταια
καὶ ἀκατόρθωτα πράγματα καὶ
καταστρώνουν μεγάλα ἀπραγματοποίητα
σχέδια, αὐτοὶ εἶναι ἀνόητοι
καὶ θὰ πεινάσουν.
|
11
Ὅποιος δουλεύει τὰ χωράφια του ἐπιμελῶς,
θὰ ἔχῃ καλὴν ἐσοδείαν
καὶ θὰ χορτάσῃ ψωμί, ἐνῷ ὅσοι
ἐπιζητοῦν τὴν ματαιότητα, αὐτοὶ
δὲν ἔχουν μυαλὸ καὶ θὰ πεινάσουν.
|
11α
Ὅς ἐστιν ἡδὺς ἐν οἴνων
διατριβαῖς, ἐν τοῖς ἑαυτοῦ ὀχυρώμασι
καταλείψει ἀτιμίαν. |
11α
Ὅποιος εὐχαριστεῖται καὶ γλυκαίνεται
νὰ συχνάζῃ εἰς τὰ οἰνοπωλεῖα
καὶ νὰ μεθᾷ αὐτὸς θὰ κληροδοτήσῃ
εἰς τὸ σπίτι του ἐξευτελισμὸν
καὶ ἐντροπήν.
|
11α
Ὅποιος ἀρέσκεται νὰ συχνάζῃ εἰς
τὰ οἰνοπωλεῖα καὶ νὰ μεθύῃ,
αὐτὸς θὰ κληρονομήσῃ εἰς τὸ
σπίτι του ἀτιμίαν καὶ ἐντροπήν.
|
12
Ἐπιθυμίαι ἀσεβῶν κακαί, αἱ
δὲ ρίζαι τῶν εὐσεβῶν ἐν
ὀχυρώμασι. |
12
Αἱ ἐπιθυμίαι τῶν ἀσεβῶν
εἶναι πάντοτε κακαὶ καὶ ὁδηγοῦν
εἰς τὴν καταστροφήν, ἐνῷ αἱ
ρίζαι τῶν εὐσεβῶν
εἶναι ἀπλωμέναι
ἀσφαλεῖς καὶ ἀμετακίνητοι. Αὐτοὶ
καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ
εὐδοκιμήσουν.
|
12
Αἱ ἐπιθυμίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι
κακαὶ καὶ ἄστατοι, ἐνῶ αἱ
ἐπιθυμίαι τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων
εἶναι ἅγιαι καὶ θεοσεβεῖς· διὰ
τοῦτο αὐτοὶ μένουν ἀκλόνητοι
καὶ σταθεροί, ὅπως τὰ αἰωνόβια ὀχυρώματα.
|
13
Δι' ἁμαρτίαν χειλέων ἐμπίπτει
εἰς παγίδας ἁμαρτωλός, ἐκφεύγε
δὲ ἐξ αὐτῶν δίκαιος.
|
13
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἐξ αἰτίας
τῶν ψευδολογιῶν καὶ τῶν ἄλλων
δολίων λόγων του περιπίπτει καὶ συλλαμβάνεται
εἰς παγίδας. Ὁ ἐνάρετος ὅμως
ἄνθρωπος, ποὺ προσέχει τὰ λόγια
του, διαφεύγει ἀπὸ αὐτὰς τὰς
παγίδας. |
13
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος μὲ τὰ
ἄσχημα καὶ ἀπερίσκεπτα λόγια τοῦ δημιουργεῖ
εἰς τὸν ἑαυτόν του πειρασμοὺς πολλοὺς
καὶ πίπτει μέσα εἰς παγίδας. Ὁ δίκαιος ὅμως
γλυτώνει ἀπὸ αὐτάς, διότι συγκρατεῖ
τὴν γλῶσσαν του. |
13α
Ὁ βλέπων λεῖα ἐλεηθήσεται, ὁ
δὲ συναντῶν ἐν πύλαις ἐκθλίψει
ψυχάς. |
13α
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἤρεμον καὶ
γλυκὺ τὸ βλέμμα, ἐφελκύει τὴν
συμπάθειαν ἐκ μέρους
τῶν ἄλλων. Ὁ
φίλερις ὅμως καὶ
φιλόδικος, ποὺ τρέχει εἰς τὰ
δικαστήρια διὰ νὰ συναντηθῇ ἐκεῖ
μὲ τοὺς ἀντιδίκους του, θὰ δημιουργήσῃ
εἰς ἐκείνους καὶ εἰς τὸν
ἑαυτόν του στενόχωρον ψυχικὴν κατάστασιν.
|
13α
Ἐκεῖνος ποὺ κυττάζει ἥμερα, θὰ
ἐπισύρῃ τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν
συγγνώμην, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τρέχει
εἰς τὰ δικαστήρια τὰ ἐγκατεστημένα
εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων, αὐτὸς
θὰ συγκρουσθῇ μὲ τοὺς ἀντιδίκους
του καὶ θὰ στενοχωρήσῃ τὰς ψυχὰς
ἐκείνων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδικήν
του. |
14
Ἀπὸ καρπῶν στόματος ψυχὴ ἀνδρὸς
πλησθήσεται ἀγαθῶν, ἀνταπόδομα
δὲ χειλέων αὐτοῦ δοθήσεται αὐτῷ.
|
14
Ἀπὸ τὰ καλὰ λόγια, ποὺ
σὰν ὡραῖοι καρποὶ βγαίνουν ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ ἐντίμου καὶ
δικαίου, θὰ γεμίσῃ ἡ ζωή
του ἀπὸ ἀγαθά. Σὰν μισθὸς
δὲ τῶν χειλέων του θὰ δοθῇ εἰς
αὐτὸν χάρις ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ
ὑπόληψις ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.
|
14
Ἀπὸ τὰ καλὰ λόγια, τὰ ὁποῖα
σὰν καρποὶ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα
τοῦ ἐναρέτου ἀνθρώπου, θὰ γεμίσῃ
ἡ ζωή του ἀπὸ ἀγαθά, ὡς
μισθὸς δὲ τῶν χειλέων του καὶ ἀπάντησις
εἰς τοὺς λόγους του θὰ δοθῇ εἰς
αὐτὸν εὐτυχία. |
15
Ὁδοὶ ἀφρόνων ὀρθαὶ ἐνώπιον
αὐτῶν, εἰσακούει δὲ συμβουλίας
σοφός. |
15
Οἱ ἀνόητοι καὶ μωροκενόδοξοι
θεωροῦν ὀρθὰς τὰς πορείας τῆς
ζωῆς των, ἐνῷ
εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι διεστραμμένοι
καὶ ὀλέθριαι. Ὁ σοφὸς ὅμως
ἄνθρωπος ἀκούει τὰς συμβουλὰς
τῶν ἄλλων καὶ δέχεται ὑποδείξεις.
|
15
Οἱ δρόμοι, τοὺς ὁποίους βαδίζουν οἱ
ἄφρονες, ἐνῷ εἶναι διεστραμμένοι καὶ
ὁδηγοῦν εἰς καταστροφήν, φαίνονται εἰς
αὐτοὺς λόγῳ τοῦ σκοτισμοῦ των
ὀρθοὶ καὶ ἀσφαλεῖς. Ἀντιθέτως
ὁ φρόνιμος καὶ συνετός, ὡς ταπεινὸς
ποὺ εἶναι, ἐπειδὴ δὲν ἔχει
ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν κρίσιν του, προσέχει
τὰς συμβουλὰς τῶν ἄλλων.
|
16
Ἄφρων αὐθημερὸν ἐξαγγέλλει ὀργὴν
αὐτοῦ, κρύπτει δὲ τὴν ἑαυτοῦ
ἀτιμίαν ἀνὴρ πανοῦργος.
|
16
Ὁ ἀσύνετος, ὑπὸ τὸ
κράτος τῶν πρώτων ἐντυπώσεων,
ἐκσπᾷ ἀμέσως εἰς ὀργήν,
ἐπιβλαβῆ διὰ
τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τοὺς
ἄλλους. Ἐνῷ ὁ συνετὸς καὶ
μυαλωμένος ἄνθρωπος συγκρατεῖ τὴν
ὀργήν του, διότι τὴν θεωρεῖ
ταπείνωσιν αἱ ἐξευτελισμόν.
|
16
Ὁ ἄφρων ὀργίζεται καὶ παραφέρεται
μὲ τὸ παραμικρὸν καὶ παρευθύς, μὴ
ἀναλογιζόμενος ποὺ θὰ τὸν ἐξωθήσῃ
ὁ θυμός του, ὁ συνετὸς ὅμως
καὶ μυαλωμένος ἄνθρωπος συγκρατεῖ τὴν
ὀργήν του, ἡ ὁποία εἶναι ἐξευτελισμὸς
καὶ ἀτιμία. |
17
Ἐπιδεικνυμένην πίστιν ἀπαγγέλει
δίκαιος, ὁ δὲ μάρτυς τῶν ἀδίκων
δόλιος. |
17
Ἀποδεδειγμένην, καθαρὰν καὶ ἀξιόπιστον
μαρτυρίαν καταθέτει ὁ δίκαιος ἐνώπιον
τοῦ δικαστηρίου, ἐνῷ ὁ ψευδομάρτυς
καταθέτει ψευδεῖς καὶ δολίας μαρτυρίας.
|
17
Ἡ μαρτυρία τοῦ δικαίου ἐνώπιον τοῦ
δικαστηρίου εἶναι φανερὰ καὶ ἀντέχει
εἰς τὸν δημόσιον ἔλεγχον, ἐνῷ
ὁ ψευδομάρτυς, ποὺ ἀδικεῖ μὲ
τὴν κατάθεσίν του, εἶναι δόλιος καὶ πονηρός.
|
18
Εἰσὶν οἳ λέγοντες τιτρωσκουσι μαχαίρᾳ,
γλῶσσαι δὲ σοφῶν ἱῶνται.
|
18
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
μὲ τὰ λόγια
των πληγώνουν ὡσὰν μὲ μαχαίρι.
Αἱ ὁμιλίαι ὅμως τῶν συνετῶν
καὶ ἐναρέτων ἀνθρώπων παρηγοροῦν
καὶ θεραπεύουν τὰς πληγωμένας καὶ
πονεμένας καρδίας.
|
18
Εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μὲ
τὰ λόγια των πληγώνουν τοὺς ἄλλους ὡς
διὰ μαχαίρας. Αἱ γλῶσσαι ὅμως τῶν
σοφῶν καὶ συνετῶν κλείουν πληγὰς καὶ
ἰατρεύουν πονεμένας καρδίας. |
19
Χείλη ἀληθινὰ κοτορθοῖ μαρτυρίαν,
μάρτυς δὲ ταχὺς γλῶσσαν ἔχει
ἄδικον. |
19
Τὰ χείλη τοῦ ἐντίμου καὶ
ἀληθινοῦ μάρτυρος, ὁ ὁποῖος
ὁμιλεῖ μὲ σύνεσιν καὶ περίσκεψιν,
καταθέτουν ἀκλόνητον καὶ κατοχυρωμένην
μαρτυρίαν. Ἐξ ἀντιθέτου μάρτυς
ταχύς, ἐπιπόλαιος καὶ ἀπερίσκεπτος,
καταθέτει συνήθως ἐπιπολαίαν καὶ
ἄδικον μαρτυρίαν.
|
19
Τὰ χείλη τοῦ φιλαλήθους μάρτυρος καθιστοῦν
τὴν μαρτυρίαν του εἰς τὰ δικαστήρια ἀπρόσβλητον,
ὁ μάρτυς ὅμως, ποὺ ὁμιλεῖ
γρήγορα, μὲ ἀπερισκεψίαν καὶ ἐπιπολαιότητα,
ἔχει γλῶσσαν ἄδικον. |
20
Δόλος ἐν καρδίᾳ τεκταινομένου
κακά, οἱ δὲ βουλόμενοι εἰρήνην
εὐφρανθήσονται. |
20
Δολιότης ὑπάρχει εἰς τὴν καρδίαν
τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος μηχανεύεται
καὶ ἀποφασίζει κακά. ῞Οσοι ὅμως
ἐπιθυμοῦν καὶ ἐπιδιώκουν τὴν
εἰρήνην τοῦ Θεοῦ, θὰ τὴν
ἐπιτύχουν καὶ θὰ εὐφρανθοῦν.
|
20
Εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας ἐκείνου,
ποὺ βυσσοδομεῖ μηχανορραφίας, ὑπάρχει δόλος
καὶ πονηρία, ἐνῷ ἐκεῖνοι, ποὺ
θέλουν εἰρήνην μετὰ τῶν ἄλλων, θὰ
δοκιμάσουν εὐφροσύνην καὶ χαράν.
|
21
Οὐκ ἀρέσει τῷ δικαίῳ οὐδὲν
ἄδικον, οἱ δὲ ἀσεβεῖς πλησθήσονται
κακῶν. |
21
Εἰς τὸν ἐνάρετον ἄνθρωπον τίποτε
τὸ ἄδικον δὲν εἶναι εὐάρεστον.
Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ γεμίσουν
ἀπὸ κακίας σύμφωνα μὲ τὰς
ἐπιθυμίας τῆς πονηρᾶς καρδίας
των. |
21
Εἰς τὸν δίκαιον δὲν ἀρέσει κανὲν
ἄδικον καὶ κακόν, οἱ ἀσεβεῖς
ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κακίαν.
|
22
Βδέλυγμα Κυρίῳ χείλη ψευδῆ,
ὁ δὲ ποιῶν πίστεις δεκτὸς παρ'
αὐτῷ. |
22
Ἀποκρουστικὰ καὶ μισητὰ εἶναι
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὰ χείλη,
τὰ ὁποῖα ψεύδονται. Ὁποιος ὅμως
φέρεται μὲ εἰλικρίνειαν καὶ
ἀξιοπιστίαν εἶναι ἀγαπητὸς καὶ
εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Θεόν.
|
22
Τὰ χείλη ποὺ ψευδονται, εἶναι βδέλυγμα εἰς
τὸν Κύριον, ὁ εἰλικρινὴς ὅμως
καὶ μετὰ τιμιότητας συμπεριφερόμενος εἶναι
ἀγαπητὸς εἰς Αὐτόν.
|
23
Ἀνὴρ συνετὸς θρόνος αἰσθήσεως,
καρδία δὲ ἀφρόνων συναντήσεται
ἀραῖς. |
23
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡσὰν
θρόνος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου
βασιλεύει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ
ὀρθὴ διάκρισις, ἐνῷ ἡ
καρδία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀσυνέτων
θὰ συναντήσῃ καὶ θὰ πλημμυρίσῃ
ἀπὸ κατάρας.
|
23
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡσὰν
κάθισμα καὶ θρόνος, εἰς τὸν ὁποῖον
ἀναπαύεται ἡ διάκρισις καὶ ἡ ὀρθὴ
ἀντίληψις τῶν πραγμάτων, ἐνῷ ἡ
καρδία τῶν ἀφρόνων θὰ συναντήσῃ κατάρας.
|
24
Χεὶρ ἐκλεκτῶν κρατήσει εὐχερῶς,
δόλιοι δὲ ἔσονται ἐν προνομῇ.
|
24
Τὰ χέρια τῶν ἐντίμων καὶ
συνετῶν ἀνθρώπων θὰ ὑπερισχύσουν
καὶ θὰ κυριαρχήσουν εὔκολα ἐπάνω
εἰς τοὺς ἄλλους. Οἱ δόλιοι ὅμως
καὶ οἱ ἀσύνετοι θὰ εἶναι
ὑποχείριοι καὶ ὑπηρέται τῶν
ἄλλων. |
24
Τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν εὔκολα
θὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ τῶν ἄλλων,
ἐνῷ οἱ ὀκνηροὶ καὶ διὰ
δολιότητος πολιτευόμενοι θὰ αἰχμαλωτισθοῦν
καὶ θὰ ὑποδουλωθοῦν.
|
25
Φοβερὸς λόγος καρδίαν ταράσσει ἀνδρὸς
δικαίου, ἀγγελία δὲ ἀγαθὴ
εὐφραίνει αὐτόν. |
25
Λόγια ἀπειλητικά, εἰδήσεις θλιβεραὶ
συγκινοῦν καὶ ταράσσουν τὴν καρδίαν
τοῦ δικαίου ἀνθρώπου, ἔστω καὶ
ἂν δὲν ἀναφέρωνται εἰς αὐτὸν
προσωπικῶς. Αἱ ἀγαθαὶ ὅμως ἀγγελίαι,
ὅπως εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ,
τὸν εὐχαριστοῦν καὶ τὸν χαροποιοῦν.
|
25
Λόγος ἀπειλητικὸς καὶ εἰδήσεις θλιβεραὶ
ταράσσουν καὶ συγκινοῦν τὴν καρδίαν τοῦ
καλοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ αἱ καλαὶ
ἀγγελίαι, ὅπως καὶ αἱ θεῖαι
ἐπαγγελίαι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν
εὐφραίνουν. |
26
Ἐπιγνώμων δίκαιος ἑαυτοῦ φίλος
ἔσται, αἱ δὲ γνῶμαι τῶν ἀσεβῶν
ἀνεπιεικεῖς. Ἁμαρτάνοντας καταδιώξεται
κακά, ἡ δὲ ὁδὸς τῶν ἀσεβῶν
πλανήσει αὐτούς. |
26
Ὁ συνετὸς καὶ εἰλικρινὴς καὶ
εὐσεβὴς ἄνθρωπος κάμνει καλὸν
πρῶτα πρῶτα εἰς τὸν ἑαυτόν
του, ἐνῷ αἱ γνῶμαι, αἱ ἀποφάσεις
καὶ αἱ πράξεις τῶν ἀσεβῶν
εἶναι ξέναι πρὸς τὴν ἀρετὴν
τῆς ἐπιεικείας. Τιμωρίαι ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ συμφοραὶ
ἐκ μέρους αὐτῶν τῶν ἰδίων
θὰ καταδιώξουν τοὺς ἁμαρτωλούς,
διότι ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν
τοὺς παραπλᾷ καὶ τοὺς ὁδηγεῖ
εἰς τὸν ὄλεθρον.
|
26
Ὁ γνωστικὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος
τὸν ἑαυτόν του πρωτίστως θὰ ὠφελῇ
καὶ θὰ ἀγαπᾷ, ἐνῷ αἱ
γνῶμαι καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν
εἶναι ξένα πρὸς τὴν ἐπιείκειαν. Ἐκείνους
ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν,
θὰ τοὺς καταδιώξουν κατὰ πόδας δεινά, θλίψεις
καὶ τιμωρίαι. Ὁ δρόμος δὲ τῶν, ἀσεβῶν
θὰ τοὺς ἀποπλανήσῃ καὶ θὰ
τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς κρημνόν.
|
27
Οὐκ ἐπιτεύξεται δόλιος θήρας,
κτῆμα δὲ τίμιον ἀνὴρ καθαρός.
|
27
Ὁ δόλιος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐπιτύχῃ
εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του, ἐνῷ
ὁ δίκαιος καὶ καθαρὸς ἀπὸ
δολιότητας καὶ ἁμαρτίας εἶναι
πολύτιμον ἀπόκτημα διὰ τὴν κοινωνίαν,
ἀξιαγάπητος εἰς τὸν Θεόν.
|
27
Δὲν θὰ ἐπιτύχῃ εἰς τὰς
ἐπιδιώξεις καὶ τὸ κυνήγιόν του ὁ πανοῦργος
καὶ δόλιος ἄνθρωπος. Πολύτιμον δὲ ἀπόκτημα
εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι τὸ νὰ
εἶναι ὅσιος, καθαρὸς καὶ ἁγνός.
|
28
Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ
δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον.
|
28
Εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς
ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ καὶ
εὐχάριστος ζωή, ἐνῷ οἱ
δρόμοι τῶν μνησικάκων καὶ ἐμπαθῶν
ἀνθρώπων ὁδηγοῦν εἰς τὸν
θάνατον. |
28
Εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς,
οἱ ὁποῖοι φαίνονται στενοὶ καὶ
δύσκολοι, ὑπάρχει ζωή, ἐνῷ οἱ δρόμοι
τῶν μνησικάκων καὶ ἐκδικητικῶν ἀνθρώπων
ὁδηγοῦν εἰς θάνατον. |