Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱὸς
πανοῦργος ὑπήκοος πατρί,υἱὸς
δὲ ἀνήκοος ἐν ἀπωλείᾳ.
|
ἱὸς
εὐφυὴς καὶ φρόνιμος ὑπακούει
εἰς τὸν πατέρα του καὶ προοδεύει,
ἐνῷ ὁ ἀνυπάκουος βαδίζει
πρὸς τὸν ὄλεθρον.
|
ὸ
ἔξυπνον καὶ φρόνιμον παιδὶ ὑπακούει
εἰς τὸν πατέρα του, ἐνῷ τὸ ἀνόητον
καὶ ἀνυπάκουον βαδίζει πρὸς τὴν
καταστροφήν. |
2
Ἀπὸ καρπῶν δικαιοσύνης φάγεται
ἀγαθός, ψυχαὶ δὲ παρανόμων ὀλοῦνται
ἄωροι. |
2
Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος θὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπέκτησε
μὲ τὴν δικαίαν καὶ τιμίαν του
ἐργασίαν, ἐνῷ οἱ παράνομοι
θὰ καταστραφοῦν μὲ πρόωρον θάνατον.
|
2
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ τρώγῃ
ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ἀπέκτησε
μὲ δικαιοσύνην, ἐνῷ ἡ ζωὴ τῶν
παρανόμων θὰ καταλήξῃ πρόωρα εἰς θάνατον
καὶ ἀπώλειαν. |
3
Ὅς φυλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα,
τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ
δὲ προπετὴς χείλεσι πτοήσει ἑαυτόν.
|
3
Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει τὰ λόγια
του, προφυλάσσει τὴν ζωήν του ἀπὸ
πολλὰ κακά. Ὁ ἐπιπόλαιος ὅμως
καὶ ἀπερίσκεπτος εἰς τὰ λόγια
του θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν
του πολλοὺς φόβους καὶ μεγάλας περιπετείας.
|
3
Ὅποιος προσέχει εἰς τὸ στόμα του τί
θὰ εἴπῃ, προφυλάσσει τὴν ψυχήν
του ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς, ἐνῷ
ὁ προπετὴς καὶ ἐπιπόλαιος εἰς
τὰ χείλη του θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸν
ἑαυτόν του φόβους, πειρασμοὺς καὶ
πικρίας. |
4
Ἐν ἐπιθυμίαις ἐστὶ πᾶς
ἀεργός, χεῖρες δὲ ἀνδρείων
ἐν ἐπιμελείᾳ. |
4
Κάθε ὀκνηρὸς καὶ κακὸς εἶναι
γεμᾶτος μὲ πάσης φύσεως ἐπιθυμίας
καὶ ὄνειρα ἀπραγματοποίητα. Τουναντίον
αἱ χεῖρες τῶν ἐργατικῶν ἀνθρώπων
ἐργάζονται μὲ ἐπιμέλειαν καὶ
δραστηριότητα. |
4
Κάθε ἔεργος καὶ τεμπέλης ἔχει ἐπιθυμίας
κακὰς παντὸς εἴδους, ἐνῷ τὰ
χέρια τῶν ἐργατικῶν καὶ τιμίων ἐργάζονται
ἐπιμελῶς, ὁ δὲ νοῦς καὶ
ἡ καρδία των δὲν τρέχει εἰς τὰ ἄτοπα
καὶ μάταια. |
5
Λόγον ἄδικον μισεῖ δίκαιος, ἀσεβὴς
δὲ αἰσχύνεται καὶ οὐχ ἕξει
παρρησίαν. |
5
Ὁ δίκαιος ἀποστρέφεται μὲ μῖσος
κάθε λόγον, ὁ ὁποῖος
ἐκφράζει ἀδικίαν. Ὁ ἀσεβὴς
ὅμως σκέπτεται καὶ
πράττει ἔργα, τὰ ὁποῖα
τὸν καταισχύνουν καὶ τὸν ἐξευτελίζουν.
Διὰ τοῦτο δὲν ἔχει τὸ ἠθικὸν
σθένος νὰ παρουσιασθῇ οὔτε ἐνώπιον
τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. |
5
Ὁ δίκαιος μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται κάθε
λόγον, ποὺ διαπνέεται ἀπὸ ἀδικίαν.
Ὁ ἀσεβὴς δὲ σκέπτεται καὶ ἐργάζεται
ἔργα ἐντροπῆς καὶ καταισχύνῃς.
Δὲν θὰ ἔχῃ δὲ τὸ θάρρος
νὰ τὰ φανερώσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώποιις,
οὔτε νὰ ἀντικρύσῃ τὸ πρόσωπον
τοῦ Θεοῦ μετὰ παρρησίας.
|
7
Εἰσὶν οἱ πλουτίζοντες ἑαυτοὺς
μηδὲν ἔχοντες, καὶ εἰσιν οἱ
ταπεινοῦντες ἑαυτοὺς ἐν πολλῷ
πλούτῳ. |
7
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι κενόδοξοι καὶ
καυχησιολόγοι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν
τὸν ἑαυτόν των πλούσιον, ἐνῷ
εἶναι πάμπτωχοι. Ὑπάρχουν ὅμως
καὶ ἄλλοι, ποὺ φέρονται μὲ ταπεινοφροσύνην,
ἐνῷ ἔχουν πολὺν πλοῦτον.
|
7
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ματαιόδοξοι, ποὺ ἐμφανίζουν
τὸν
ἑαυτόν τοὺς πλούσιον, χωρὶς νὰ
ἔχουν τίποτε. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι,
πού, ἐνῷ ἔχουν πλοῦτον πολύν, ταπεινοφρονοῦν,
ὅπως ὁ δίκαιος Ἀβραάμ. |
8
Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος
πλοῦτος, πτωχὸς δὲ οὐχ ὑφίσταται
ἀπειλήν. |
8
Ὁ πλοῦτος δίδεται, ὅταν παραστῇ
ἀνάγκη, ὡς λύτρον, διὰ νὰ
σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλουσίου.
Ὁ πτωχὸς ὅμως δὲν ὑπόκειται
εἰς τέτοιας ἀπειλὰς καὶ κινδύνους
ἐκ μέρους λῃστῶν, ποὺ ζητοῦν
λύτρα. |
8
Ὁ πλοῦτος ὠφελεῖ τὸν πλούσιον,
ὅταν πρόκειται νὰ ἐξαγοράσῃ
τὴν ζωήν του ἀπὸ λῃστάς, δίδων
εἰς αὐτοὺς λύτρα ἀπὸ τὸν
πλοῦτον του· ὁ πτωχὸς ὅμως δὲν
πρόκειται νὰ δοκιμάσῃ τοιούτου εἴδους ἀπειλήν,
διότι οἱ λῃσταὶ οὐδέποτε ἀπειλοῦν
ἢ ἐπιβουλεύονται αὐτόν, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει τίποτε. |
9
Φῶς δικαίοις διαπαντός, φῶς δὲ
ἀσεβῶν σβέννυται. |
9
Εἰς τοὺς δικαίους ἀνθρώπους
ὑπάρχει πάντοτε τὸ παρὰ τοῦ
Θεοῦ φῶς τῆς χαρᾶς. Ἀλλὰ
τὸ φῶς τῆς ζωῆς τῶν ἀσεβῶν,
ἂν ὑπάρξῃ, εἶναι προσωρινόν,
ταχέως σβήνεται καὶ χάνεται.
|
9
Τὸ φῶς τῆς παρηγορίας, τῆς ἐλπίδος
καὶ τῆς ἐναρέτου ζωῆς, ποὺ πηγάζει
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπάρχει πάντοτε εἰς
τοὺς δικαίους, ἐνῷ τὸ φῶς τῶν
ἁμαρτωλῶν, τὸ ὁποῖον πηγάζει
ἀπὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἀσέβειαν,
σβήνεται καὶ χάνεται. |
9α
Ψυχαὶ δόλιοι πλανῶνται ἐν ἁμαρτίαις,
δίκαιοι δὲ οἰκτείρουσι καὶ ἐλεοῦσι.
|
9α
Αἱ δόλιαι καὶ πονηραὶ
ψυχαὶ ζοῦν περιπλανώμενοι μέσα
εἰς τοὺς λαβυρίνθους
τῆς ἁμαρτίας,
ἐνῷ οἱ δίκαιοι ζοῦν εὐχάριστα,
συγχρόνως δὲ συμπαθοῦν καὶ ἐλεοῦν
καὶ τοὺς ἄλλους. |
9α
Ψυχαὶ δόλιαι καὶ πονηραὶ ζοῦν μὲ
τὰς ἁμαρτίας των εἰς τὴν πλάνην, ἀνίκανοι
νὰ σωθοῦν ἐνῷ οἰ δίκαιοι, ὄχι
μόνον σῴζονται οἱ ἴδιοι, ἀλλ’ ἐλεοῦν
καὶ συμπαθοῦν καὶ τοὺς ἄλλους.
|
10
Κακὸς μεθ' ὕβρεως πράσσει κακὰ οἱ
δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί.
|
10
Ὁ ἀμετανόητος κακὸς ἄνθρωπος
διαπράττει μὲ θρασύτητα τὸ κακὸν
καὶ καυχᾶται δι' αὐτό. Ὅσοι
ὅμως ἔχουν αὐτογνωσίαν εἶναι
σοφοὶ καὶ ταπεινόφρονες.
|
10
Ὁ κακὸς διαπράττει τὸ κακὸν μὲ
ὑπερηφάνειαν καὶ θράσος καὶ μένει ἀμετανόητος
καὶ πωρωμένος· ὅσοι ὅμως ἔχουν
αὐτογνωσίαν καὶ εἶναι ταπεινοί, αὐτοὶ
εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ
σοφοί. |
11
Ὑπαρξις ἐπισπουδαζομένη μετὰ ἀνομίας
ἐλάσσων γίνεται, ὁ δὲ συνάγων
ἑαυτῷ μετ' εὐσεβείας πληθυνθήσεται·
δίκαιος οἰκτείρει καὶ κιχρᾷ.
|
11
Περιουσία, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται
καὶ αὐξάνεται μὲ παράνομα μέσα
καὶ εἰς ὀλίγον χρονικὸν διάστημα,
σύντομα θὰ ὀλιγοστεύσῃ καὶ
θὰ ἐξαφανισθῇ. Ἐκεῖνος ὅμως
ὁ ὁποῖος συγκεντρώνει ἀγαθὰ
καὶ πλουτίζει κατὰ τρόπον δίκαιον
καὶ νόμιμον, θὰ γεμίσῃ πράγματι
ἀπὸ τὰς εὐλογίας καὶ τὰ
ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου. Ὁ δίκαιος
λυπεῖται τοὺς πτωχούς, τοὺς στερουμένους
καὶ τοὺς πάσχοντας, ἐλεεῖ καὶ
δανείζει.
|
11
Περιουσία, ἡ ὁποία μαζεύεται μὲ ταχύτητα
καὶ μέσα παράνομα, θὰ ὀλιγοστεύσῃ
καὶ θὰ χαθῇ. Ὅσα ὅμως ἀποκτᾷ
κανεὶς μὲ φόβον Θεοῦ, δὲν θὰ
χαθοῦν, ἀλλ’ ἀπεναντίας θὰ αὐξηθοῦν.
Ὁ δίκαιος εὐσπλαγχνίζεται, λυπεῖται
καὶ δανείζει διαρκῶς. |
12
Κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ
τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα
ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία
ἀγαθή. |
12
Καλύτερος καὶ ἀνώτερος εἶναι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει
ἀμέσως νὰ βοηθῇ τοὺς ἄλλους
μὲ ὅλην του τὴν καρδιά, ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ δίδει ὑποσχέσεις
μόνον καὶ ἐλπίδας διὰ βοήθειαν
εἰς τὸ μέλλον. Διότι ἡ ἀγαθὴ
ἐπιθυμία πρὸς βοήθειαν τῶν ἄλλων,
ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἀμέσως,
εἶναι δένδρον γεμᾶτο ζωήν.
|
12
Εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος, ποὺ
ἔστω καὶ μὲ ὀλίγα ἀρχίζει
νὰ βοηθῇ μὲ τὴν καρδία του, ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ δίδει ἀφθόνους ὑποσχέσεις
καὶ ἀφήνει μόνον ἐλπίδας, παραπέμπων
τὸν πτωχὸν εἰς τὸ μέλλον, διότι ἡ
εἰλικρινὴς ἐπιθυμία, ὅταν ἐκδηλώνεται
ἐμπράκτως, εἶναι δένδρον γεμᾶτον ἀπὸ
ζωὴν καὶ διὰ τὸν βοηθοῦντα καὶ
διὰ τὸν βοηθούμενον. |
13
Ὅς καταφρονεῖ πράγματος, καταφρονηθήσεται
ὑπ' αὐτοῦ· ὁ δὲ φοβούμενος
ἐντολήν, οὗτος ὑγιαίνει.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖ τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκτρέπεται εἰς
κακὰς πράξεις, θὰ καταφρονηθῇ καὶ
θὰ καταδικασθῇ δι' αὐτὰς ἀπὸ
τὸν Θεόν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ
σέβεται καὶ τηρεῖ τὴν ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ὑγιὴς
ψυχικῶς, θὰ ἔχῃ ζωὴν καὶ
ὑγείαν. |
13
ὍποΙος καταφρονεῖ τὰς ἐντολὰς
τοῦ Θεοῦ, Ὡς ἐὰν πρόκειται περὶ
πράγματος μηδαμινοῦ καὶ ἀναξίου, θὰ
καταφρονηθ καὶ θὰ καταδικασθῇ ἀπὸ
αὐτὰς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
κρίσεως. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ σέβεται τὰς
θείας ἐντολάς, αὐτὸς εἶναι ὑγιὴς
ψυχικῶς. |
13α
Υἱῷ δολίῳ οὐδὲν ἔσται
ἀγαθόν, οἰκέτῃ δὲ σοφῷ
εὔοδοι ἔσονται πράξεις, καὶ κατευθυνθήσεται
ἡ ὁδὸς αὐτοῦ. |
13α
Εἰς τὸν δόλιον καὶ κακὸν υἱὸν
κανένα ἀγαθὸν δὲν θὰ ὑπάρχῃ
μονίμως. Εἰς τὸν ὑπηρέτην ὅμως
τὸν συνετὸν καὶ ἔντιμον ὅλαι
αἱ ἐνέργειαί του θὰ εὐοδώνωνται
καὶ ἡ πορεία τῆς ζωῆς του θὰ
κατευθύνεται καὶ θὰ κυβερνᾶται ἀπὸ
τὸν Θεόν.
|
13α
Ὁ δόλιος καὶ πονηρὸς υἱὸς δὲν
ἔχει τίποτε τὸ καλὸν εἰς τὴν
ζωήν του. Εἰς τὸν εὐσυνείδητον ὅμως
καὶ μυαλωμένον ὑπηρέτην, ὅλαι αἱ ἐνέργειαί
του θὰ εὐοδώνωνται καὶ ἡ ζωή
του θὰ κυβερνᾶται καλὰ ἀπὸ τὸν
Θεόν. |
14
Νόμος σοφοῦ πηγὴ ζωῆς, ὁ δὲ
ἄνους ὑπὸ παγίδος θανεῖται.
|
14
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ
ζωῆς διὰ τὸν σοφόν, ἐνῷ
ὁ ἄμυαλος καὶ ἁμαρτωλὸς συλλαμβάνεται
ἀπὸ παγίδα θανάτου.
|
14
Ὁ θεῖος νόμος εἶναι πηγὴ ζωῆς
διὰ τὸν σοφόν, ἐνῷ ὁ ἄμυαλος
καὶ περιφρονητὴς αὐτοῦ συλλαμβάνεται
εἰς ὀλεθρίαν παγίδα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ
εἰς τὸν θάνατον. |
15
Σύνεσις ἀγαθὴ δίδωσι χάριν,
τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας
ἐστὶν ἀγαθῆς, ὁδοὶ δὲ
καταφρονούντων ἐν ἀπωλείᾳ.
|
15
Ἡ ἀγαθὴ σύνεσις, ποὺ χορηγεῖται
ἀπὸ τὸν Θεόν, δίδει χάριν
εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸν κάμνει
δὲ συμπαθῆ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
Διὰ νὰ γνωρίσῃ ὅμως κανεὶς
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ
ἔχῃ καθαρὰν καὶ καλοπροαίρετον
καρδίαν καὶ διάνοιαν. Αἱ πορεῖαι
αὐτῶν, ποὺ καταφρονοῦν τὸν θεῖον
νόμον, ὁδηγοῦν εἰς τὸν ὄλεθρον.
|
15
Ἡ ὑπὸ τοῦ θείου νόμου παρεχομένη σύνεσις
καὶ διάκρισις χαριτώνει ἐκεῖνον ποὺ
τὴν ἔχει, ὠφελεῖ δὲ καὶ
τοὺς ἄλλους. Διὰ νὰ γνωρίσῃ
ὅμως κανεὶς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ,
χρειάζεται νὰ ἔχῃ νοῦν καθαρόν. Ἀντιθέτως
οἱ τρόποι τῆς ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς
τῶν καταφρονητῶν τοῦ θείου νόμου ὁδηγοῦν
εἰς ἀπώλειαν. |
16
Πᾶς πανοῦργος πράσσει μετὰ γνώσεως,
ὁ δὲ ἄφρων ἐξεπέτασεν ἑαυτοῦ
κακίαν. |
16
Κάθε συνετὸς καὶ ἔξυπνος ἄνθρωπος
ἐνεργεῖ μὲ περίσκεψιν κρίνων
ὀρθῶς πρόσωπα καὶ πράγματα,
ἐνῷ ὁ ἀσύνετος ξεπετᾷ
καὶ φανερώνει ἀπερίσκεπτος τὴν
κακίαν του καὶ δημιουργεῖ εἰς τὸν
ἑαυτόν του ζητήματα.
|
16
Κάθε ἔξυπνος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος
ἐνεργεῖ μὲ περίσκεψιν καὶ ζυγίζει
καλῶς πρόσωπα, πράγματα, περιστάσεις καὶ συνεπείας,
ἐνῷ ὁ ἄφρων φανερώνει καὶ ἐξωτερικεύει
ἀνεμπόδιστα καὶ μὲ ταχύτητα τὴν
κακίαν καὶ μωρίαν του. |
17
Βασιλεὺς θρασὺς ἐμπεσεῖται εἰς
κακά, ἄγγελος δὲ σοφὸς ρύσεται
αὐτόν. |
17
Βασιλεὺς θρασὺς καὶ ἀσύνετος
θὰ περιπέσῃ εἰς πολλὰ κακὰ
καὶ θὰ ἐμπλέκεται εἰς πολλὰς
δυσκολίας. Ἕνας ὅμως συνετὸς σύμβουλος
εἶναι δυνατὸν νὰ προλάβῃ τὰ
λάθη του καὶ νὰ τὸν σώσῃ
ἀπὸ πολλὰς περιπετείας.
|
17
Βασιλεὺς αὐθαίρετος καὶ θρασὺς θὰ
ὑποπέσῃ εἰς πολλὰ ἄτοπα,
ὁ συνετὸς ὅμως πρέσβυς καὶ ἀπεσταλμένος
θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὰ λάθη
του. |
18
Πενίαν καὶ ἀτιμίαν ἀφαιρεῖται
παιδεία, ὁ δὲ φυλάσσων ἐλέγχους
δοξασθήσεται. |
18
Ἡ ὀρθὴ διαπεδαγώγησις καὶ ὑγιὴς
μόρφωσις διώχνει ἀπὸ τὴν ζωὴν
τὴν πτωχείαν καὶ τὴν καταφρόνησιν.
Καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέχεται
τὰς ὑγιεῖς ὑποδείξεις καὶ
συμμορφώνεται μὲ αὐτάς, θὰ δοξασθῇ
καὶ θὰ τιμηθῇ ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους.
|
18
Ἡ ὑπὸ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ
παιδαγωγία καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον φρόνιμον
καὶ συνετόν, οὕτω δὲ προλαμβάνει τὴν
πτωχείαν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ προσέχει τὰς θείας ἐντολὰς
καὶ τὰς ἐπὶ τῇ βάσει τούτων
γινομένας εἰς αὐτὸν παρατηρήσεις, θὰ
δοξασθῇ καὶ θὰ τιμηθῇ ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους. |
19
Ἐπιθυμίαι εὐσεβῶν ἡδύνουσι
ψυχήν, ἔργα δὲ ἀσεβῶν μακρὰν
ἀπὸ γνώσεως. |
19
Ἅγιαι ἐπιθυμίαι καὶ ἱεροὶ
πόθοι τῶν εὐσεβῶν τέρπουν καὶ
γλυκαίνουν τὴν ψυχην των, ἐνῷ τὰ
ἔργα τῶν ἀσεβῶν εἶναι μακρὰν
ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
καὶ δημιουργοῦν πικρίαν καὶ ἀπογοήτευσιν.
|
19
Οἱ πόθοι καὶ αἱ ἐπιθυμίαι τῶν
εὐσεβῶν ἀνθρώπων εὐχαριστοῦν
καὶ τέρπουν τὴν ψυχήν των, ἐνῷ
τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν εἶναι
μακριὰ ἀπὸ τὴν θείαν γνῶσιν
καὶ δι’ αὐτὸ προκαλοῦν ἀπογοήτευσιν
καὶ πικρίαν. |
20
Ὁ συμπορευόμενος σοφοῖς
σοφὸς ἔσται, ὁ δὲ συμπορευόμενος
ἄφροσι γνωσθὴσεται. |
20
Ἐκεῖνος ποὺ συναναστρέφεται μὲ
σοφοὺς καὶ ἐναρέτους, θὰ γίνῃ
καὶ αὐτὸς σοφὸς καί ἐνάρετος.
Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος συναναστρέφεται μὲ ἁμαρτωλούς,
θὰ γίνῃ καὶ θὰ γνωσθῇ
εἰς τὴν κοινωνίαν ὡς ὅμοιός
των, ἐνας ἀπὸ αὐτούς.
|
20
Ἐκεῖνος ποὺ συναναστρέφεται μὲ σοφοὺς
καὶ θεοσεβεῖς, θὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς
σοφὸς καὶ θεοσεβής, καὶ ὅποιος συμβαδίζει
μὲ ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἡ
ἁμαρτία κατέστησεν ἄφρονας, διὰ τῆς
μιμήσεως τούτων θὰ ἀποδειχθῇ ὅμοιος
πρὸς αὐτοὺς ἀξιοκατάκριτος.
|
21
Ἁμαρτάνοντας καταδιώξεται κακά, τοὺς
δὲ δικαίους καταλήψεται ἀγαθά.
|
21
Ἐκείνους ποὺ συστηματικὰ καὶ
ἀμετανόητα διαπράττουν τὸ κακόν,
θὰ τοὺς κυνηγοῦν συνεχῶς πρὸς
τιμωρίαν των αἱ δυστυχίαι καὶ αἱ
θλίψεις, ἐνῷ τοὺς ἐναρέτους
θὰ τοὺς συναντοῦν εἰς τὸν δρόμον
τῆς ζωῆς των καὶ θὰ τοὺς περιβάλλουν
τὰ ἀγαθά.
|
21
Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν
συστηματικῶς, θὰ τοὺς καταδιῴκουν
κατὰ πόδας πολλὰ δεινά· τοὺς
ἀγαθοὺς ὅμως καὶ ἐναρέτους θὰ
συναντήσουν πολλὰ καλά. |
22
Ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱοὺς
υἱῶν, θησαυρίζεται δὲ δικαίοις
πλοῦτος ἀσεβῶν. |
22
Ὁ ἐνάρετος καὶ εὐσεβὴς
ἄνθρωπος, θὰ ἀφήσῃ κληρονομίαν
ὄχι μοναχὰ εἰς τὰ παιδιά του
ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ παιδιὰ
τῶν παιδιῶν του. Ὁ πλοῦτος δὲ
τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων θησαυρίζεται,
διὰ νὰ περιέλθῃ εἰς τὰ
χέρια τῶν δικαίων.
|
22
Ὁ καλὸς ἄνθρωπος θὰ ἀφήσῃ
κληρονομίαν ὄχι μόνον εἰς τὰ παιδιά
του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἐγγόνια
του· ὁ πλοῦτος ὅμως τῶν ἀσεβῶν
συναθροίζεται διὰ νὰ περιέλθῃ εἰς
τὰ χέρια τῶν ἐναρέτων καὶ θεοσεβῶν.
|
23
Δίκαιοι ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ
ἔτη πολλά, ἄδικοι δὲ ἀπολοῦνται
συντόμως. |
23
Οἱ δίκαιοι θὰ ζήσουν ἐπὶ
πολλὰ ἔτη ἔχοντες καὶ ἀπολαμβάνοντες
τὸν πλοῦτον των, οἱ δὲ ἄδικοι
θὰ καταστραφοῦν πολὺ σύντομα.
|
23
Οἱ δίκαιοι θὰ ζήσουν ἐπὶ πολλὰ
ἔτη διατηροῦντο τὰ πλούτη των, ἐνῷ
οἰ ἄδικοι θὰ ἐξαφανισθοῦν συντόμως.
|
24
Ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας μισεῖ
τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ὁ δὲ
ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει.
|
24
Ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος λυπεῖται
καὶ δὲν τιμωρεῖ μὲ τὴν παιδαγωγικὴν
ράβδον τὸν υἱόν του, εἶναι τὸ
ἴδιο ὡς ἐὰν τὸν μισῇ.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀγαπᾷ
μὲ ἀληθινὴν ἀγάπην τὸ
παιδί του, τὸ διαπαιδαγωγεῖ καὶ τὸ
ἀνατρέφει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν,
μὲ στοργὴν ἀλλὰ καί μὲ
αὐστηρότητα.
|
24
Ὅποιος λυπᾶται τὴν ράβδον καὶ τὸ
μαστίγιόν του, δηλαδὴ ὅποιος δὲν παιδαγωγεῖ
μὲ αὐστηρότητα, μισεῖ τὸ παιδί
του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἀγαπᾷ
πραγματικῶς καὶ ὄχι τυφλῶς καὶ
συναισθηματικῶς τὸ παιδί του, τὸ παιδαγωγεῖ
μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, χρησιμοποιῶν
καὶ ποινὰς αὐστηράς, ὅταν τὸ
ἐπιβάλλῃ ἡ ἀνάγκη.
|
25
Δίκαιος ἕσθων ἐμπιπλᾷ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ, ψυχαὶ δὲ ἀσεβῶν
ἐνδεεῖς. |
25
Ὁ δίκαιος, ὅταν τρώγῃ, χορταίνει
καὶ ἰκανοποιεῖ τὴν ψυχήν του
εὐχαριστῶν τὸν Θεόν. Αἱ ψυχαὶ
τῶν ἀσεβῶν ἐξ αἰτίας τῆς
ἁμαρτωλότητός των εἶναι σὰν
πτωχαί. Ποτὲ δὲν εὐχαριστοῦνται
εἰς χορτασμόν, ἔστω καὶ ἂν ἔχουν
πολλὰ καὶ νόστιμα φαγητά.
|
25
Ὁ δίκαιος, ὅταν τρώγῃ, ἰκανοποιεῖ
τὴν κοιλίαν του καὶ χορταίνει, διότι γνωρίζει
νὰ τρώγῃ μὲ μέτρον, αἱ κοιλίαι ὅμως
τῶν ἀσεβῶν εἶναι πάντοτε ἀνικανοποίητοι
καὶ ἀχόρταστοι. |