Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οφαὶ
γυναῖκες ᾠκοδόμησαν οἴκους, ἡ
δὲ ἄφρων κατέσκαψε ταῖς χερσίν
αὐτῆς. |
υνεταὶ
καὶ ἐνάρετοι γυναῖκες ἔκτισαν
μὲ τὴν νοικοκυρωσύνην των καὶ ἀνέδειξαν
τὰ σπίτια των καὶ τὴν οἰκογενειάν
των, ἐνῷ ἡ ἄμυαλος καὶ σπάταλος
γυναῖκα ἐξεθεμελίωσε μὲ τὰ ἴδια
της τὰ χέρια τὸ σπίτι της.
|
υναῖκες
συνεταὶ καὶ φρόνιμοι, μὲ τὴν οἰκοκυροσύνην
τῶν, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν
ἀφοσίωσίν των εἰς τὸν σύζυγον
καὶ τὰ τέκνα των ἔκτισαν σπίτια· ἐνῷ
ἡ ἄφρων καὶ ἄμυαλη, μὲ τὴν
σπατάλην, τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν παραμέλησιν
τῶν καθηκόντων της ἐξεθεμελίωσε μὲ
τὰ ἴδια της τὰ χέρια τὸ σπίτι της
καὶ τὸ κατέστρεψεν. |
2
Ὁ πορευόμενος ὀρθῶς φοβεῖται
τὸν Κύριον, ὁ δὲ σχολιάζων ταῖς
ὁδοῖς αὐτοῦ ἀτιμασθήσεται.
|
2
Ἐκεῖνος ποὺ ζῇ καὶ φέρεται
μὲ τιμιότητα καὶ δικαιοσύνην, σέβεται
καὶ φοβεῖται τὸν Θεόν, ἐνῷ
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βαδίζει
διεστραμμένας ὁδούς, θὰ κατεξευτελισθῇ.
|
2
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὴν διαγωγὴν
καὶ εἶναι τίμιος καὶ εἰλικρινής, φοβεῖται
τὸν Θεόν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ
βαδίζει εἰς τοὺς κακοὺς δρόμους, θὰ
κατεντροπιασθῇ. |
3
Ἐκ στόματος ἀφρόνων βακτηρία
ὕβρεως, χείλη δὲ σοφῶν φυλάσσει
αὐτούς. |
3
Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀσυνέτων
ἀνθρώπων ἐξέρχονται λόγοι ἀλαζονικοὶ
καὶ ὑβριστικοί, οἱ ὁποῖοι
κτυποῦν τοὺς ἄλλους ὡσὰν μὲ
ρόπαλον, ἐνῷ τὰ χείλη τῶν
συνετῶν καὶ φρονίμων αὐτῶν,
ποὺ προσέχουν εἰς τὰ λόγια των,
τοὺς προφυλάσσουν ἀπὸ κακὰς
συνεπείας. |
3
Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀφρόνων βγαίνει
ράβδος καὶ μαστίγιον, ποὺ κινεῖται μὲ
ὕβρεις καὶ προσβάλλει τοὺς ἄλλους,
ἐνῷ τὰ χείλη τῶν φρονίμων προσέχουν
τὶ θὰ εἴπουν καὶ προφυλάσσουν αὐτοὺς
ἀπὸ τὰς συνεπείας τῶν παρεκτροπῶν
τῆς γλώσσης. |
4
Οὗ μὴ εἰσι βόες, φάτναι καθαραί·
οὗ δὲ πολλὰ γεννήματα, φανερὰ
βοὸς ἰσχύς. |
4
Ὅπου δὲν ὑπάρχουν βόϊδια, αἱ
φάτναι εἶναι καθαραί, ὅπου ὅμως
βλέπεις γεννήματα καὶ εἰσοδήματα,
ἐκεῖ γίνεται φανερὰ ἡ ἀξία
τοῦ βοϊδιοῦ.
|
4
Ὅπου δὲν ὑπάρχουν βόδια, αἱ φάτναι
καὶ τὰ βουστάσια εἶναι καθαρά, ὅπου
δὲ βλέπεις πολλὰ γεννήματα καὶ εἰσοδήματα,
ἐκεῖ εἶναι φανερὰ ἡ ἀξία
καὶ ἡ δύναμις τοῦ βοδιοῦ, ποὺ
καλλιεργεῖ τὰ χωράφια. |
5
Μάρτυς πιστὸς οὐ ψεύδεται, ἐκκαίει
δὲ ψευδῆ μάρτυς ἄδικος. |
5
Ὁ εὐσυνείδητος καὶ φιλαλήθης
μάρτυς ποτὲ δὲν θὰ εἴπῃ
καὶ δὲν θὰ καταθέσῃ ψεύδη,
ἐνῷ ὁ ψευδομάρτυς μὲ τὰς
ψευδολογίας του ἀνάπτει πυρκαϊάς,
ποὺ κατακαίουν τὸν πλησίον.
|
5
Ὁ φιλαλήθης μάρτυς δὲν ψεύδεται ποτέ, ὁσονδήποτε
καὶ ἂν ἐκβιασθῇ, ἐνῷ ὁ
ψευδομάρτυς χαλκεύει διαρκῶς ψέματα, ποὺ κατακαίουν
καὶ καταστρέφουν τὸν πλησίον.
|
6
Ζητήσεις σοφίαν παρὰ
κακοῖς καὶ οὐχ εὑρήσεις, αἴσθησις
δὲ παρὰ φρονίμοις εὐχερής.
|
6
Θὰ ἀναζητήσῃς σοφίαν καὶ
σύνεσιν μεταξὺ τῶν κακῶν ἀνθρώπων
καὶ δὲν θὰ τὴν εὕρῃς.
Εἰς τοὺς φρονίμους ὅμως καὶ
συνετοὺς ἀνθρώπους θὰ συναντήσῃς
εὔκολα τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν καὶ
τὴν δικαίαν διάκρισιν.
|
6
Θὰ ζητήσῃς σοφίαν καὶ σύνεσιν εἰς
τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν
θὰ εὕρῃς, ἐνῷ τὸ λεπτὸν
ἠθικὸν αἰσθητήριον εὔκολα εὑρίσκεται
εἰς τοὺς φρονίμους καὶ συνετούς.
|
7
Πάντα ἐναντία ἀνδρὶ ἄφρονι,
ὅπλα δὲ αἰσθήσεως χείλη σοφά.
|
7
Εἰς τὸν ἀσύνετον ἄνθρωπον, ποὺ
δὲν ὑπάρχει φρόνησις διὰ νὰ
τὸν κυβηρνήσῃ, ἔρχονται ὅλα
ἀντίθετα καὶ ἀνάποδα, ἐνῷ
τὰ χείλη τοῦ σοφοῦ εἶναι δι'
αὐτὸν ὡσὰν ὅπλα, ποὺ ἐκφράζουν
καὶ ὑπερασπίζουν τὴν ἀληθινὴν
γνῶσιν.
|
7
Εἰς τὸν ἄφρονα, ὁ ὁποῖος
δὲν ἔχει μυαλὸ νὰ κυβερνήσῃ
τὰς περιστάσεις καί,νὰ προβλέψῃ τὰς
συνεπείας, ἔρχονται ὅλα ἀναπόδα· ἐνῷ
τὰ χείλη τοῦ σοφοῦ καὶ συνετοῦ
εἶναι ὡπλισμένα μὲ σύνεσιν καὶ πνευματικὴν
σοφίαν. |
8
Σοφία πανούργων ἐπιγνώσεται τὰς
ὁδοὺς αὐτῶν, ἄνοια δὲ
ἀφρόνων ἐν πλάνῃ. |
8
Ἡ εὐφυΐα καὶ ἡ σύνεσις τῶν
κατὰ Θεὸν σοφῶν ἀνθρώπων γνωρίζει
καὶ καθοδηγεῖ αὐτοὺς εἰς τὸ
πῶς πρέπει νὰ φέρωνται. Ἀντιθέτως
ἡ ἀμυαλωσύνη τῶν ἀφρόνων
τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν πλάνην
καὶ εἰς τὸν ὄλεθρον.
|
8
Ἡ εὐφυΐα καὶ ἡ ἐξυπνάδα
των κατὰ Θεὸν σοφῶν τοὺς ὁδηγεῖ
πῶς πρέπει νὰ πολιτεύωνται καὶ νὰ
συμπεριφέρωνται καὶ ποία εἶναι τὰ καθήκοντά
των, ἀντιθέτως δὲ ἡ ἀνοησία τῶν
ἀφρόνων τοὺς παρασύρει εἰς τὴν πλάνην
καὶ τὴν καταστροφήν. |
9
Οἰκίαι παρανόμων ὀφειλήσουσι
καθαρισμόν, οἰκίαι δὲ δικαίων
δεκτοί. |
9
Τὰ σπίτια, αἱ οἰκογένειαι τῶν
παρανόμων ἀνθρώπων πρέπει νὰ
ὑποβληθοῦν εἰς κάθαρσιν διὰ
τῆς μετανοίας, ἐνῷ αἱ οἰκίαι
καὶ αἱ οἰκογένειαι τῶν δικαίων
εἶναι καθαραὶ καὶ εὐάρεστοι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
9
Τὰ σπίτια ἐκείνων, ποὺ παραβαίνουν τὸν
θεῖον νόμον, ἔχουν ἀνάγκην καθαρισμοῦ
διὰ τῆς μετανοίας, ἐνῷ τὰ σπίτια
τῶν δικαίων εἶναι ἀρεστὰ εἰς
τὸν Θεὸν καὶ ζηλευτὰ εἰς τοὺς
φρονίμους ἀνθρώπους. |
10
Καρδία ἀνδρὸς αἰσθητική, λυπηρὰ
ψυχὴ αὐτοῦ· ὅταν δὲ εὐφραίνητε,
οὐκ ἐπιμίγνυται ὕβρει. |
10
Ὁ ψυχικῶς ὑγιὴς ἄνθρωπος ἔχει
εὐαίσθητον τὴν καρδίαν, ἡ δὲ
ψυχή του πονεῖ εἰς τὰς θλίψεις
τὰς ἰδικάς του καὶ τῶν ἄλλων.
Ὅταν δὲ τοῦ ἔρχωνται εὐνοϊκαὶ
περιστάσεις καὶ εὐφραίνεται ἐξ
αὐτῶν, δὲν κυριεύεται ἀπὸ
τὸ πνεῦμα τῆς ἀλαζονείας.
|
10
Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εὐαίσθητος
εἰς τὰς θλίψεις καὶ ἡ ψυχή του
δοκιμάζει ἐξ αὐτῶν λύπην· ὅταν
δὲ εὐφραίνεται καὶ εὐτυχῆ, δὲν
ὑπερηφανεύεται καὶ δὲν τὸ παίρνει
ἐπάνω της, ἐνθυμουμένη ὅτι δὲν
ἀποκλείεται καὶ πάλιν νὰ δοκιμάσῃ
πόνον καὶ λύπην. |
11
Οἰκίαι ἀσεβῶν ἀφανισθήσονται,
σκηναὶ δὲ κατορθούντων στήσονται.
|
11
Αἱ οἰκίαι τῶν ἀσεβῶν θὰ
ἐξαφανισθοῦν, αἱ σκηναὶ ὅμως
τῶν δικαίων, ἔστω καὶ ἂν εἶναι
πτωχαί, θὰ μένουν ὄρθιαι καὶ
ἀσάλευτοι.
|
11
Τὰ σπίτια τῶν ἀσεβῶν, ἂν καὶ
φαίνονται στερεὰ καὶ καλοκτισμένα, θὰ ἀφανισθοῦν,
ἐνῷ αἱ καλύβαι καὶ αἱ σκηναὶ
τῶν δικαίων, καίτοι ἐνδεχομένως ἐμφανίζονται
πτωχικαὶ καὶ σαθραί, θὰ μένουν ἀσάλευτοι
καὶ μόνιμον, διότι οἱ ἔνοικοί των
ἀγωνίζονται εἰς κατόρθωσιν τῆς ἀρετῆς.
|
12
Ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ
ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ
δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς
πυθμένα ᾅδου. |
12
Ὑπάρχουν τρόποι ζωῆς, τοὺς ὁποίους
μερικοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν ὡς ὀρθούς,
ἐνῷ εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι
λανθασμένοι καὶ ἁμαρτωλοί. Τὸ
τέρμα ὅμως αὐτῶν τῶν ὁδῶν
φθάνει εἰς τὰ βάθη τοῦ ᾅδου.
|
12
Ὑπάρχει δρόμος, ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτωλῆς
ζωὴν καὶ τῆς ὑλιστικῆς νοοτροπίας,
ὁ ὁποῖος φαίνεται εἰς μερικοὺς
ἀνθρώπους ὀρθὸς καὶ ὠφέλιμος,
τὸ τέλος του ὅμως ὁδηγεῖ εἰς
τὰ βάθη καὶ τὸν πυθμένα τοῦ Ἅδου.
|
13
Ἐν εὐφροσύναις οὐ προσμίγνυται
λύπη, τελευταία δὲ χαρὰ εἰς
πένθος ἔρχεται. |
13
Εἰς τὰς τέρψεις καὶ διασκεδάσεις
τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀναμιγνύεται
καὶ δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ
μέρος ἡ λύπη. Εἰς τὸ τέλος
ὅμως ἡ εὐφροσύνη αὐτή,
ἐφ' ὅσον στηρίζεται ἐπὶ τῆς
ἁμαρτίας, ὁδηγεῖ εἰς τὸ
πένθος. |
13
Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς διασκεδάσεως
δὲν ἀνακατεύεται λύπη, ὁ δὲ ἄνθρωπος
ποὺ διασκεδάζει, δὲν βάζει κακὸν μὲ
τὸν νοῦν του, εἰς τὸ τέλος ὅμως
ἡ χαρὰ αὐτὴ καταλήγει εἰς πένθος.
|
14
Τῶν ἑαυτοῦ ὁδῶν πλησθήσεται
θρασυκάρδιος, ἀπὸ δὲ τῶν διανοημάτων
αὐτοῦ ἀνὴρ ἀγαθός.
|
14
Ὁ θρασὺς καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος
θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰς ὀλεθρίας
συνεπείας τῆς διαγωγῆς του, θὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας του.
Ἐξ ἀντιθέτου ὁ ἀγαθὸς
ἄνθρωπος θὰ εὐχαριστηθῇ καὶ
θὰ χαρῇ ἀπὸ τὰς συνεπείας
τῶν καλῶν σκέψεων καὶ ἀποφάσεών
του. |
14
Ὁ θρασὺς καὶ σκληροκάρδιος ἄνθρωπος
θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰς ὀλεθρίας
συνεπείας τῆς κακῆς διαγωγῆς του, ἐνῷ
ὁ καλὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος θὰ
τραφῇ καὶ θὰ εὐχαριστηθῆ ἀπὸ
τὰς συνεπείας τῶν καλῶν σκέψεων καὶ
ἀποφάσεων. |
15
Ἄκακος πιστεύει παντὶ λόγῳ,
πανοῦργος δὲ ἔρχεται εἰς μετάνοιαν
|
15
Ὁ ἀπονήρευτος καὶ ἀφελὴς
ἄνθρωπος δίδει ἐμπιστοσύνην εἰς
κάθε λόγον, τὸν ὁποῖον θὰ
ἀκούσῃ. Ὁ ἔξυπνος ὅμως
καὶ συνετός, καὶ ἂν πρὸς στιγμὴν
πιστεύσῃ ὅλα ὅσα ἀκούσῃ,
τὰ ἐπανεξετάζει· καὶ ἂν
δὲν τὰ εὔρῃ ὀρθὰ ἀλλάσσει
γνώμην.
|
15
Ὁ ἀφελὴς καὶ εὔπιστος ἄνθρωπος
δίδει ἐμπιστοσύνην εἰς κάθε λόγον ποὺ θὰ
ἀκούσῃ, ἐνῷ ὁ ἔξυπνος,
καὶ ἐὰν ἀκόμη ἐπίστευσε
πρὸς στιγμὴν τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν,
ὅταν ἐρευνήσῃ καὶ δὲν εὕρῃ
τούτα ὀρθά, μεταβάλλει γνώμην. |
16
σοφὸς φοβηθεὶς ἐξέκλινεν ἀπὸ
κακοῦ, ὁ δὲ ἄφρων ἑαυτῷ
πεποιθὼς μίγνυται ἀνόμῳ.
|
16
Ὁ συνετὸς καὶ μυαλωμένος ἄνθρωπος,
ἐπειδὴ φοβεῖται τὸ κακὸν καὶ
τὰς συνεπείας του, ἀποφεύγει τὴν
συναναστροφὴν μὲ τοὺς κακούς, ἐνῷ
ὁ ἄμυαλος, ἐπειδὴ ἔχει αὐτοπεποίθησιν,
ἐπικοινωνεῖ καὶ συναναστρέφεται μὲ
τοὺς καταπατοῦντας τὸν θεῖον νόμον.
|
16
Ὁ σοφὸς καὶ μυαλωμένος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ
φοβεῖται τὰς παγίδας, ἀποφεύγει τὰς
ἀφορμὰς τοῦ κακοῦ καὶ παραμερίζει,
ἐνῷ ὁ ἀσύνετος, ἐπειδὴ
ἔχει αὐτοπεποίθησιν, ἔρχεται εἰς πυκνὴν
ἐπικοινωνίαν καὶ συνάφειαν μὲ ἐκεῖνον
ποὺ ἀθετεῖ τὸν θεῖον νόμον καὶ
ἐξομοιοῦται πρὸς αὐτὸν καὶ
τὴν ὀλεθρίαν τύχην του. |
17
Ὀξύθυμος πράσσει μετὰ ἀβουλίας,
ἀνὴρ δὲ φρόνιμος πολλὰ ὑποφέρει.
|
17
Ὁ ὀξύθυμος, ἐπειδὴ σκοτίζεται
ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ δὲν
εἶναι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του,
ἐκτρέπεται εἰς ἀπερισκέπτους
πράξεις. Ὁ φρόνιμος ὅμως καὶ
κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του ἄνθρωπος
πολλὰ ἀνέχεται καὶ ἐνεργεῖ
μετὰ συνέσεως.
|
17
Ὁ ὀξύθυμος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ
κατὰ τὴν παραφοράν του δὲν εἶναι
κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, προβαίνει εἰς
πράξεις ἀπερισκέπτους, σὰν νὰ μὴ εἶχεν
ἐλευθέραν βούλησιν, ἐνῷ ὁ φρόνιμος
καὶ πρᾶος δεικνύει μεγάλην ὑπομονὴν
καὶ αὐτοσυγκρατεῖται.
|
18
Μεριοῦνται ἄφρονες κακίαν, οἱ δὲ
πανοῦργοι κρατήσουσιν αἰσθήσεως.
|
18
Μερίδιον καὶ κτῆμα των θὰ ἔχουν
οἱ ἄφρονες τὴν κακότητα, οἱ
δὲ εὐφυεῖς καὶ συνετοὶ θὰ
ἔχουν ὡς κτῆμα των τὴν ἀληθινὴν
γνῶσιν καὶ τὴν ἠθικὴν διάκρισιν.
|
18
Οἱ ἄφρονες θὰ ἔχουν ὡς μερίδιον
καὶ κληρονομίαν τὴν κακίαν, οἱ ἔξυπνοι
ὅμως καὶ συνετοὶ θὰ κρατήσουν ὡς
πολύτιμον κτῆμα των τὴν διάκρισιν καὶ εὐσυνειδησίαν,
τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ὀλισθήσουσι κακοὶ ἔναντι ἀγαθῶν,
καὶ ἀσεβεῖς θεραπεύσουσι θύρας
δικαίων. |
19
Οἱ κακοὶ θὰ γλυστρήσουν καὶ
θὰ πέσουν ἐνώπιον τῶν ἀγαθῶν
ἀνθρώπων, καὶ οἱ ἀσεβεῖς
θὰ γίνουν ὑπηρέται εἰς τὰς
θύρας τῶν δικαίων.
|
19
Οἱ κακοὶ θὰ κλονισθοῦν, θὰ γλιστρήσουν
καὶ θὰ πέσουν ταπεινωμένοι ἐμπρὸς
εἰς τὰ μάτια τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων,
καὶ οἱ ἀσεβεῖς θὰ ὑπηρετήσουν
ὡς δοῦλοι εἰς τὰς θύρας τῶν
δικαίων. |
20
Φίλοι μισήσουσι φίλους πτωχούς, φίλοι
δὲ πλουσίων πολλοί. |
20
Ψευδεῖς καὶ ἰδιοτελεῖς φίλοι
θὰ μισήσουν καὶ θὰ ἐγκαταλείψουν
τοὺς φίλους των, ἐὰν ἐκεῖνοι
πτωχύνουν. Οἱ φίλοι ὅμως τῶν
πλουσίων, δηλαδὴ οἱ κόλακες, εἶναι
πολλοί, ἐπειδὴ ἀποβλέπουν εἰς
τὴν ἐκμετάλλευσιν ἐκείνων.
|
20
Φίλοι ἀνειλικρινεῖς καὶ συμφεροντολόγοι
θὰ μισήσουν καὶ δὲν θὰ ἀγαποῦν
πλέον φίλους των ποὺ ἐπτώχυναν οἱ φίλοι
ὅμως τῶν πλουσίων εἶναι πολλοί, ἐπειδὴ
ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ἐκμεταλλεύωνται
αὐτούς. |
21
Ὁ ἀτιμάζων πένητας ἁμαρτάνει,
ἐλεῶν δὲ πτωχοὺς μακαριστός.
|
21
Ὅποιος ἐξευτελίζει καὶ καταφρονεῖ
τὸν πτωχόν, διαπράττει ἁμαρτίαν,
ἐνῷ ἐκεῖνος που ἐλεεῖ
τοὺς πτωχούς, εἶναι ἀξιομακάριστος
καὶ ἀξιέπαινος.
|
21
Ὅποιος ὑβρίζει καὶ περιφρονεῖ ἐκεῖνον
ποὺ ἐπτώχυνεν, ἁμαρτάνει, ἐνῷ
ἐκεῖνος ποὺ συμπαθεῖ καὶ ἐλεεῖ
τοὺς πτωχούς, εἶναι ἄξιος νὰ ἐγκωμιάζεται
καὶ νὰ μακαρίζεται. |
22
Πλανώμενοι τεκταίνουσι κακά, ἔλεον
δὲ καὶ ἀλήθειαν τεκταίνουσιν
ἀγαθοί. Οὐκ ἐπίστανται ἔλεον
καὶ πίστιν τέκτονες κακῶν, ἐλεημοσύναι
δὲ καὶ πίστεις παρὰ τέκτοσιν
ἀγαθοῖς. |
22
Ἐκεῖνοι ποὺ περπτλανῶνται εἰς
τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, καταστρώνουν
πονηρὰ σχέδια καὶ παίρνουν κακὰς
ἀποφάσεις εἰς βάρος τῶν ἄλλων,
ἐνῷ οἱ πράγματι ἀγαθοὶ
ἄνθρωποι καταρτίζουν ἀγαθὰ σχέδια
καὶ παίρνουν εἰλικρινεῖς ἀποφάσεις
εἰς βοήθειαν τῶν ἄλλων. Οἱ σχεδιάζοντες
καὶ ἐπιδιώκοντες τὸ κακόν, δὲν
γνωρίζουν τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ
τὴν εὐθύτητα. Εὐσπλαγχνία ὅμως
καὶ τιμιότης καὶ ἀξιοπιστία
ὑπάρχουν εἰς τοὺς ἐργάτας
τοῦ καλοῦ.
|
22
Ἐκεῖνοι ποὺ πλανῶνται εἰς τὴν
ἁμαρτίαν, μαστορεύουν διαρκῶς τὸ κακόν,
ἐνῷ οἱ συμπαθεῖς καὶ ἀληθῶς
ἀγαθοὶ ἐργάζονται καὶ σχεδιάζουν ὅ,τι
εἶναι συμφέρον καὶ ὠφέλιμον διὰ τοὺς
ἄλλους. Οἱ σχεδιασταὶ τοῦ κακοῦ,
οἱ κακοποιοί, δὲν ἠξεύρουν τί
θὰ πῇ εὐσπλαγνία, τιμιότης καὶ
ἀξιοπιστία. Αἱ ἐλεημοσύναι δὲ καὶ
ἡ τήρησις τῶν ὑποσχέσεων συναντῶνται
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται
καὶ θέλουν τὸ καλόν. |
23
Ἐν παντὶ μεριμνῶντι ἔνεστι περισσόν,
ὁ δὲ ἡδὺς καὶ ἀνάλγητος
ἐν ἐνδείᾳ ἔσται.
|
23
Εἰς κάθε ἐργατικὸν καὶ τίμιον
ἄνθρωπον ὑπάρχει πλεόνασμα ἀγαθῶν;
Ὁ φιλήδονος ὅμως καὶ ἀναίσθητος
θὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς στέρησιν
καὶ πτωχείαν.
|
23
Εἰς καθένα, ποὺ ἐργάζεται καὶ δὲν
κάθεται ξέγνοιαστος, θὰ ὑπάρχουν πάντοτε
περισσεύματα ἀγαθῶν, ἐνῷ ὁ φιλήδονος
καὶ ὁ ἀναίσθητος, ποὺ ἀποφεύγει
τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸν κόπον τῆς
ἐργασίας, θὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς
στέρησιν καὶ πτωχείαν. |
24
Στέφανος σοφῶν πλοῦτος αὐτῶν,
ἡ δὲ διατριβὴ ἀφρόνων κακή.
|
24
Στέφανος τῶν σοφῶν εἶναι ὁ πλοῦτος,
ὄχι μόνον ὁ ὑλικὸς ἀλλὰ
καὶ ὁ πνευματικός, ἐνῷ ἡ
ἀναστροφὴ καὶ ἐπιδίωξις τῶν
ἀσυνέτων εἶναι κακὴ καὶ μὲ
κακὰς συνεπείας.
|
24
Εἰς τοὺς σοφοὺς στέφανος δόξης εἶναι
ὁ πλοῦτος τῶν γνώσεών των, ἐνῷ
ἡ συντροφιὰ τῶν ἀνοήτων καὶ
ἀσυνέτων εἶναι πάντοτε βλαβερὰ καὶ
ἀνεπιθύμητος. |
25
Ρύσεται ἐκ κακῶν ψυχὴν μάρτυς
πιστός, ἐκκαίει δὲ ψεύδῃ
δόλιος. |
25
Ἀπὸ πολλὰ δεινὰ καὶ ἄδικον
καταδίκην ἐνας ἀξιόπιστος μάρτυς
θὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἀθῶον.
Τοὐναντίον ὁ ψευδὴς καὶ δόλιος
μάρτυς θὰ προσπαθήσῃ νὰ ἀνάψῃ
πυρκαϊὰν μὲ τὰς ψευδολογίας του.
|
25
Ὁ φιλαλήθης μάρτυς ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου
θὰ σώσῃ τὸν ὑπόδικον ἀπὸ
πολλὰ δεινά, ἐνῷ ἀντιθέτως ὁ
δόλιος καὶ πονηρὸς μάρτυς ἐφευρίσκει καὶ
χαλκεύει ψεύδη καυστικὰ καὶ καταστρεπτικά.
|
26
Ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλπίς ἰσχύος,
τοῖς δὲ τέκνοις αὐτοῦ καταλείπει
ἔρεισμα. |
26
Ἐκεῖνος που σέβεται καὶ φοβεῖται
τὸν Κύριον, ἔχει βέβαιον τὴν
ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτήσῃ
δύναμιν ὑλικὴν καὶ πνευματικήν.
Εἰς δὲ τὰ τέκνα του θὰ ἀφήσῃ
ἀκλόνητον θεμέλιον, ὥστε καὶ
ἐκεῖνα νὰ προοδεύσουν.
|
26
Εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει
ἡ ἰσχυρὰ καὶ ἀμετακίνητος ἐλπίς,
ὁποῖος δὲ ἔχει φόβον Θεοῦ, θὰ
τὸν κληροδοτήσῃ εἰς τὰ παιδιά
του ὡς στήριγμα ἰσχυρὸν καὶ ἀσφαλές.
|
27
Πρόσταγμα Κυρίου πηγὴ ζωῆς, ποεῖ
δὲ ἐκκλίνειν ἐν παγίδος θανάτου.
|
27
Αἱ ἐντολαὶ τοῦ Κυρίου εἶναι
πηγὴ τῆς ζωῆς μας, διότι μᾶς
προφυλάσσουν καὶ μᾶς ἀποτρέπουν
ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ θανάτου.
|
27
Αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ προστάγματα
τοῦ Κυρίου εἶναι πηγὴ ἀληθινῆς
ζωῆς, κάμνουν δὲ τὸν ἄνθρωπον νὰ
βλέπῃ καὶ νὰ παραμερίζῃ ἀπὸ
τὴν θανατηφόρον παγίδα τῆς ἁμαρτίας.
|
28
Ἐν πολλῷ ἔθνει δόξα βασιλέως,
ἐν δὲ ἐκλείψει λαοῦ συντριβὴ
δυνάστου. |
28
Ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ
κάθε βασιλέως στηρίζεται εἰς τὸ
πλῆθος τοῦ λαοῦ του. Ὅταν ὅμως
λείψῃ ὁ λαός, θὰ συντριβῇ
καὶ ὁ ἴδιος ὁ βασιλεύς.
|
28
Εἰς τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ὑπηκόων
ἐνὸς ἔθνους ἔγκειται ἡ δόξα
κάθε βασιλέως, ὅταν ὅμως ὀλιγοστεύη ὁ
λαός, διότι οἱ θάνατοι ὑπερβαίνουν τὰς γεννήσεις,
τότε ὁ δυνάστης αὐτός, λόγῳ ἐλλείψεως
στρατοῦ, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὸν ἐχθρὸν
καὶ θὰ συντριβῇ. |
29
Μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν φρονήσει,
ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς
ἄφρων. |
29
Ὁ πρᾷος, ὁ ὑπομονητικὸς καί
μὲ αὐτοκυριαρχίαν ἄνθρωπος ἔχει
πολλὴν φρόνησιν. Ἐνῷ ὁ μικρόψυχος
καὶ εὐέξαπτος εἶναι παρὰ πολὺ
ἀνόητος. |
29
Ὁ ὑπομονητικὸς ἄνθρωπος, ποὺ
συγκροτεῖ τὸν θυμόν του, ἔχει πολλὴν
φρόνησιν, ἐνῷ ὁ μικρόψυχος καὶ εὐερέθιστος
εἶναι ὑπερβολικὰ ἀνόητος.
|
30
Πραΰθυμος ἀνὴρ καρδίας ἰατρός,
σὴς δὲ ὀστέων καρδία οἰσθητική.
|
30
Ὁ πρᾷος καὶ ὑπομονητικὸς ἄνθρωπος
εἶναι ὁ καλύτερος ἰατρὸς τῶν
πόνων τῆς καρδίας τῶν ἄλλων.
Σκουλῆκι δὲ ποὺ κατατρώγει τὰ
κόκκαλα τῶν ἀνθρώπων, εἶναι
ἡ εὐερέθιστος καὶ εὔθικτος καρδία.
|
30
Ὁ πρᾶος καὶ ὑπομονητικὸς ἄνθρωπος
γίνεται ἰατρὸς τῶν πόνων τῆς καρδίας
τῶν ἄλλων, ἐνῷ ἡ ὑπερβολικὰ
εὐαίσθητος καὶ εὔθικτος καρδία γίνεται σκουλήκι,
τὸ ὁποῖον κατατρώγει τὰ κόκκαλα τοῦ
ἀνθρώπου. |
31
Ὁ συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τὸν
ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ τιμῶν
αὐτὸν ἐλεεῖ πτωχόν.
|
31
Ἐκεῖνος που συκοφαντεῖ καὶ ἐκμεταλλεύεται
τὸν πτωχόν, ἐξοργίζει τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος ἔπλασε τὸν πτωχόν.
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ τιμᾷ καὶ
σέβεται τὸν Θεόν, ἐλεεῖ τὸν
πτωχὸν ὡς τέκνον τοῦ Θεοῦ.
|
31
Ὅποιος μὲ συκοφαντίας καὶ ἀδικίας
ἀποστερεῖ καὶ ἀπογυμνώνει τὸν
πτωχὸν ἀπὸ τὰ ὀλίγα ποὺ
ἔχει, ἐξοργίζει τὸν Θεόν, ποὺ
ἔπλασε τὸν πτωχόν· ἐνῷ ἐκεῖνος
ποὺ τιμᾷ, φοβεῖται καὶ σέβεται τὸν
Θεόν, ἐλιεῖ τὸν πτωχόν.
|
32
Ἐν κακίᾳ αὐτοῦ ἀπωσθήσεται
ἀσεβής, ὁ δὲ πεποιθὼς τῇ
ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος.
|
32
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀπὸ
αὐτὴν ταύτην τὴν κακίαν του
θὰ σπρωχθῇ καὶ θὰ κατακρημνισθῇ
εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἐκεῖνος
ὅμως ὁ ὁποῖος στηρίζεται εἰς
τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν ἁγνότητα
τῆς καρδίας, θὰ εἶναι δίκαιος
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εὐλογημένος.
|
32
Καθ’ ἣν ὥραν ὁ ἀσεβὴς διαπράττει
τὸ κακόν, θὰ σπρωχθῇ καὶ θὰ
κατακρημνισθῇ ἀπὸ τὴν θείαν δικαιοσύνην,
ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται εἰς
τὴν ἀρετὴν καὶ ἔχει καθαρὰν
συνείδησιν, αὐτὸς εἶναι δίκαιος καὶ
ἔχει τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ.
|
33
Ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς
ἀναπαύσεται σοφία, ἐν δὲ καρδίᾳ
ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται. |
33
Ἡ ἀληθινὴ καὶ πρὸς τὴν
ἀρετὴν ὁδηγοῦσα σοφία κατοικεῖ
καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ἀγαθὴν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου. Εἰς τὴν
καρδίαν ὅμως τῶν κακῶν ἀνθρώπων
εἶναι ἄγνωστος ἡ κατὰ Θεὸν σοφία.
|
33
Εἰς τὴν ἀγαθὴν καρδίαν τοῦ ἐναρέτου
ἀνθρώπου θὰ κατασκηνώσῃ καὶ θὰ
ἀναπαυθῇ ἡ θεία σοφία, εἰς τὴν
ψυχὴν ὅμως τῶν ἀφρόνων δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ διακρίνῃ σοφίαν, ἔστω καὶ
ἂν ἐπισταμένως ἐρευνήσῃ.
|
34
Δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλασσονοῦσι
δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι.
|
34
Ἡ δικαιοσύνη ἐξυψώνει καὶ ἀναδεικνύει
ἕνα ἔθνος, ἐνῷ αἱ ἁμαρτίαι
ἐλαττώνουν καὶ ἐξολοθρεύουν
ὁλοκλήρους φυλάς.
|
34
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης ὑψώνει
καὶ δοξάζει ἕνα ἔθνος, ἐνῷ αἱ
ἁμαρτίαι καὶ ἀδικίαι ἐλαττώνουν
καὶ ἐξαλείφουν φυλὰς ὁλοκλήρους.
|
35
Δεκτὸς βασιλεῖ ὑπηρέτης νοήμων,
τῇ δὲ ἑαυτοῦ εὐστροφίᾳ
ἀφαιρεῖται ἀτιμίαν. |
35
Εὐπρόσδεκτος εἶναι εἰς τὸν σοφὸν
βασιλέα ἔνας συνετὸς σύμβουλος, διότι
μὲ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ ἱκανότητα
καὶ εὐστροφίαν τὸν προφυλάσσει
ἀπὸ ἀποτυχίας καὶ ἐξευτελισμούς.
|
35
Εἰς τὸν φρόνιμον βασιλέα εἶναι εὐάρεστος
ὀ μυαλωμένος ὑπουργὸς καὶ ὑπηρέτης
του. Αὐτὸς μὲ τὴν σύνεσιν, εὐφυΐαν
καὶ εὐστροφίαν τοῦ προλαμβάνει καὶ
διορθώνει σφάλματα βασιλικά, τὰ ὁποῖα θὰ
ἐπέφεραν ὄνειδος καὶ ἀτιμίαν εἰς
τὸν βασιλικὸν θρόνον. |