Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άντα
τὰ ἐργο τοῦ ταπεινοῦ φανερὰ
παρὰ τῷ Θεῷ, οἱ δὲ ἀσεβεῖς
ἐν ἡμέρᾳ κακῇ ὀλοῦνται.
|
λα
τὰ ἔργα τοῦ ταπεινόφρονος καὶ
τὰ πλέον μυστικὰ εἶναι ὁλοφάνερα
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀσεβεῖς
ὅμως καὶ τὰ ἔργα των κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ
θὰ ἐξολοθρευθοῦν. |
λα
τὰ ἔργα τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου
εἶναι λαμπρὰ καὶ γνωστὰ εἰς
τὸν Θεόν. Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως καὶ
τὰ ἔργα των θὰ χαθοῦν κατὰ τὴν
φοβερὰν καὶ ὀλεθρίαν ἡμέραν, ἡ
ὁποία ἐπιφυλάσσεται εἰς αὐτοὺς
ὑπὸ τῆς θείας ὀργῆς.
|
5
Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος,
χειρὶ δὲ χεῖρας ἐμβαλῶν ἀδίκως
οὐκ ἀθῳωθήσεται.
|
5
Ἀκάθαρτος εἶναι ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου κάθε ἐπηρμένος καὶ ὑπερήφανος.
Καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔδωσε
τὸ χέρι του εἰς τὸ χέρι ἄλλου,
διὰ νὰ ἐπιβεβαιώσῃ ἔτσι
τὴν ἀδικίαν, ποὺ θὰ διαπράξῃ,
δὲν θὰ θεωρηθῇ ἀθῶος οὔτε
καὶ θὰ ἀποφύγῃ τὴν δικαίαν
τιμωρίαν. |
5
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκάθαρτος
καὶ σιχαμερὸς κάθε οἰηματίας καὶ ὑψηλόφρων
ἄνθρωπος, ποὺ φαντάζεται καὶ φρονεῖ
μεγάλα διὰ τὸν ἑαυτόν του. Δὲν
πρόκειται δὲ νὰ θεωρηθῇ ἀθῶος
καὶ νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος συμφωνεῖ διὰ χειραψίας
διὰ τὴν διάπραξιν τοῦ κακοῦ,
διότι ἐνεργεῖ ἐσκεμμένως.
|
7
Ἀρχὴ ὁδοῦ ἀγαθῆς τὸ
ποιεῖν τὰ δίκαια; Δεκτὰ δὲ παρὰ
Θεῷ μᾶλλον ἢ θύειν θυσίας.
|
7
Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον
τῆς ἐναρέτου ζωῆς εἶναι τὸ
νὰ πράττῃ πάντοτε ὁ ἄνθρωπος
τὸ δίκαιον, τὸ σύμφωνον μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἔργα δὲ
τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης
εἶναι περισσότερον εὐπρόσδεκτα εἰς
τὸν Θεὸν ἀπὸ τὴν προσφορὰν
θυσιῶν.
|
7
Βάσις καὶ ἀρχὴ τῆς ἐναρέτου
ζωῆς εἶναι ἡ τιμιότης καὶ ἡ
δικαιοσύνη. Αἱ ἀρεταὶ δὲ αὐταὶ
εἶναι περισσότερον εὐάρεστοι εἰς τὸν
Θεὸν ἀπὸ τὰς προσφορὰς πολλῶν
καὶ μεγάλων θυσιῶν. |
8
Ὁ ζητῶν τὸν Κύριον εὑρήσει
γνῶσιν μετὰ δικαιοσύνης, οἱ δὲ
ὀρθῶς ζητοῦντες αὐτὸν εὑρήσουσιν
εἰρήνην. (Μασ. 4) |
8
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ζητεῖ
νὰ εὕρῃ τὸν Κύριον, θὰ
ἀποκτήσῃ τὴν ἀληθινὴν
γνῶσιν καὶ τὴν ἀρετήν. Ὅσοι
εἰλικρινῶς ζητοῦν τὸν Κύριον,
θὰ εὕρουν καὶ θὰ ἀπολαύσουν
ψυχικὴν εἰρήνην.
|
8
Ὅποιος ἀναζητεῖ καὶ προσπαθεῖ
νὰ εὕρῃ τὸν Κύριον, θὰ ἀξιωθῇ
νὰ γνωρίσῃ τὸ θεῖον θέλημα καὶ
τὴν ἀρετήν. Ὅσοι δὲ εἰλικρινῶς
ζητοῦν νὰ εὔρουν τὸν Θεόν, αὐτοὶ
θὰ ἀπολαύσουν τὸ μέγα δῶρον τῆς
εἰρήνης. |
9
Πάντα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μετὰ
δικαιοσύνης· φυλάσσεται δὲ ὁ
ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακήν.
|
9
Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου γίνονται
πάντοτε μετὰ δικαιοσύνης. Ἐὰν
δὲ ὁ ἀσεβὴς δὲν τιμωρῆται,
φυλάσσεται διὰ νὰ τιμωρηθῇ κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς τοῦ
Κυρίου.
|
9
Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ γίνονται
κατὰ λόγον δικαιοσύνης, καίτοι ἡμεῖς πολλὲς
φορὲς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ γνωρίσωμεν
τὸν λόγον αὐτόν. Ὁ ἀσεβὴς δέ,
ποὺ μένει ἀτιμώρητος, δὲν θὰ ξεφύγῃ,
ἀλλὰ φυλάσσεται εἰς ἡμέραν κακὴν
καὶ ὀλεθρίαν δι’ αὐτόν, τὴν ὁποίαν
ἔχει ὁρίσει ὁ Θεὸς ἐν τῇ
δικαιοσύνῃ του. |
10
Μαντεῖον ἐπὶ χείλεσι βασιλέως,
ἐν δὲ κρίσει οὐ μὴ πλανηθῇ
τὸ στόμα αὐτοῦ. |
10
Μαντεῖον ἀληθείας ὑπάρχει εἰς
τὰ χείλη τοῦ συνετοῦ βασιλέως.
Κατὰ δὲ τὴν ὥραν, ποὺ δικάζει,
δὲν θὰ πλανηθῇ, ὥστε τὸ στόμα
αὐτοῦ νὰ ἐκφέρῃ πεπλανημένην
ἀπόφασιν.
|
10
Μαντεῖον ἀληθείας, φρονήσεως καὶ συνέσεως
εἶναι τὰ χείλη τοῦ συνετοῦ καὶ
φρονίμου βασιλέως. Κατὰ δὲ τὴν ὥραν
ποὺ δικάζει, δὲν θὰ πέσῃ ἔξω
εἰς τὴν κρίσιν του καὶ δὲν θὰ
πλανηθῇ τὸ στόμα του ὡς κριτοῦ.
|
11
Ροπὴ ζυγοῦ δικαιοσύνη παρὰ Κυρίῳ,
τὰ δὲ ἔργα αὐτοῦ στάθμια
δίκαια. |
11
Ζυγαριὰ ἀκριβοδικαία εἶναι ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αἱ δὲ ἀποφάσεις
καὶ αἱ κρίσεις του εἶναι δίκαιαι,
ὅπως τὰ ἀκριβῆ ζύγια.
|
11
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ζυγαριά,
ποὺ κλίνει ἀναλόγως τῆς ἀρετῆς
ἢ τῆς κακίας ἑκάστου ἀνθρώπου.
Αἱ ἀποφάσεις δὲ καὶ αἱ κρίσεις
τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅπως τὰ ἀκριβῆ
ζύγια, δίκαιαι καὶ ἀμερόληπτοι.
|
12
Βδέλυγμα βασιλεῖ ὁ ποιῶν κακά,
μετὰ γὰρ δικαιοσύνης ἑτοιμάζεται
θρόνος ἀρχῆς. |
12
Ἀποκρουστικὸς καὶ μισητὸς εἶναι,
καὶ πρέπει νὰ εἶναι, εἰς τὸν
συνετὸν βασιλέα ἐκεῖνος, ποὺ
διαπράττει κακὰ ἔργα. Διότι ἡ
βάσις καὶ ἡ δύναμις τοῦ βασιλικοῦ
θρόνου εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
|
12
Προκαλεῖ ἀποστροφὴν καὶ ἀπέχθειαν
εἰς τὸν δίκαιον βασιλέα ἐκεῖνος ποὺ
διαπράττει τὸ κακὸν καὶ πᾶσαν ἀδικίαν,
διότι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ δύναμις τοῦ
βασιλικοῦ θρόνου στηρίζονται ἐπὶ τῆς
δικαιοσύνης. |
13
Δεκτὰ βασιλεῖ χείλη δίκαια, λόγους
δὲ ὀρθοὺς ἀγαπᾷ. |
13
Εὐπρόσδεκτα εἶναι ἐνώπιον τοῦ
συνετοῦ βασιλέως τὰ χείλη, ποὺ
ἐκφράζουν τὸ ὀρθὸν καὶ
τὸ δίκαιον. Ἀγαπᾷ δὲ ὁ
βασιλεὺς τοὺς ἀληθινοὺς καὶ
συνετοὺς λόγους.
|
13
Ὁ καλὸς βασιλεὺς εὐχαριστεῖται
εἰς τὰ χείλη, ποὺ λέγουν πάντοτε τὰ
πρέποντα καὶ δὲν κολακεύουν, ἀγαπᾷ
δὲ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὰ ὀρθὰ
λόγια. |
14
Θυμὸς βασιλέως ἄγγελος θανάτου, ἀνὴρ
δὲ σοφὸς ἐξιλάσεται αὐτόν.
|
14
Ἡ ὀργὴ ὅμως τοῦ βασιλέως
ἐναντίον κάποιου εἶναι προάγγελος
θανατικῆς καταδίκης δι' ἐκεῖνον. Ὁ
συνετὸς ὅμως καὶ σοφὸς σύμβουλος
θὰ φροντίσῃ νὰ ἐξευμενίσῃ
καὶ νὰ καταπραΰνῃ τὸν ἐξωργισμένον
βασιλέα.
|
14
Ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως ἐναντίον ἑνὸς
ὑπηκόου του εἶναι προειδοποίησις θανατώσεως αὐτοῦ,
ὁ σοφὸς ὅμως καὶ συνετὸς ἄνθρωπος
θὰ ἐξευμενίσῃ τὸν ἐξωργισμένον
βασιλέα. |
15
Ἐν φωτὶ ζωῆς υἱὸς βασιλέως,
οἱ δὲ προσδεκτοὶ αὐτῷ ὥσπερ
νέφος ὄψιμον. |
15
Ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ βασιλέως πρέπει νὰ εὑρίσκεται
πάντοτε μέσα εἰς τὸ φῶς τῆς
ἐναρέτου ζωῆς. Οἱ δὲ σοφοὶ
καὶ συνετοὶ σύμβουλοι γίνονται εὐπρόσδεκτοι
εἰς αὐτόν, ὅπως εὐπρόσδεκτος
γίνεται ἡ ὀψιμος βροχὴ νέφους.
|
15
Ὁ βασιλεὺς πρέπει νὰ εὑρίσκεται εἰς
φῶς ζωῆς, διαχύνων ἱλαρότητα καὶ καλωσύνην
εἰς τοὺς ὑπηκόους του, εἰς ὅσους
δὲ εἶναι εὐπρόσδεκτοι καὶ ἐπιθυμητοὶ
εἰς αὐτόν, δεικνύεται ὡσὰν τὸ
πολυπόθητον ὄψιμον, ἀνοιξιάτικον σύννεφον,
ποὺ θὰ ρίψῃ βροχὴν εὐεργετικὴν
καὶ ὠφέλιμον. |
16
Νοσσιαὶ σοφίας αἱρετώτεραι χρυσίου,
νοσσιαὶ δὲ φρονήσεως αἱρετώτεραι
ὑπὲρ ἀργύριον. |
16
Αἱ φωλεαὶ τῆς σοφίας, οἱ τόποι
ὅπου ζοῦν καὶ συσκέπτονται οἱ
κατὰ Θεὸν ἐνάρετοι, εἶναι πολυτιμότεροι
ἀπὸ τὸν χρυσόν. Αἱ φωλεαὶ
αὐταὶ τῆς συνέσεως καὶ φρονήσεως
εἶναι πολυτιμότεραι ἀπὸ τὸ ἀργύριον.
|
16
Αἱ φωλεαὶ τῆς σοφίας, ὅπου γεννᾶται
ἡ ἐξ αὐτῆς ἀλάνθαστος
γνῶσις, εἶναι ἀσυγκρίτως προτιμότεραι ἀπὸ
τὸ πολύτιμον χρυσάφι, καὶ αἱ φωλεαὶ
τῆς φρονιμάδας καὶ τῆς συνέσεως εἶναι
προτιμότεραι ἀπὸ τὸ ἀσῆμι.
|
17
Τρίβοι ζωῆς ἐκκλίνουσιν ἀπὸ
κακῶν, μῆκος δὲ βίου ὁδοὶ
δικαιοσύνης. Ὁ δεχόμενος παιδείαν
ἐν ἀγαθοῖς ἔσται, ὁ δὲ
φυλάσσων ἐλέγχους σοφισθήσεται, ὃς
φυλάσσει τὰς ἑαυτοῦ ὁδούς,
τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ἀγαπῶν
δὲ ζωὴν αὐτοῦ φείσεται στόματος
αὐτοῦ. |
17
Δρόμοι ἐναρέτου ζωῆς ἀπομακρύνουν
καὶ προφυλάσσουν ἀπὸ συμφοράς.
Οἱ δρόμοι τῆς δικαιοσύνης χαρίζουν
μακρότητα ζωῆς. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
δέχεται τὴν θείαν παιδαγωγίαν καὶ
μόρφωσιν, θὰ ζήσῃ καὶ θὰ
μείνῃ ἐν μέσῳ ἀγαθῶν.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει καὶ
τηρεῖ τοὺς ὀρθοὺς ἐλέγχους,
θὰ γίνῃ σοφός. Ἐκεῖνος
ποὺ προσέχει τοὺς τρόπους τῆς
ζωῆς καὶ τῆς ἐνεργείας του,
περιφρουρεῖ τὴν ψυχήν του. Ἐκεῖνος
ποὺ ἀγαπᾷ τὴν εἰρηνικὴν
καὶ χαρούμενην ζωήν, φυλάσσει προσεκτικὰ
τὸ στόμα του, ὥστε νὰ μὴ λαλῇ
κατὰ τρόπον ἐνοχλητικὸν καὶ
ἀπερίσκεπτον.
|
17
Οἱ δρόμοι τῆς ἐναρέτου ζωῆς ἀπομακρύνουν
ἀπὸ συμφορᾶς. Οἱ δρόμοι τῆς
δικαιοσύνης χαρίζουν μακροζωΐαν. Ἐκεῖνος ποὺ
δέχεται τὴν ἐπ' αὐτὸν θείαν παιδαγωγίαν,
θὰ ἀπολαύσῃ ἀγαθά, ἐκεῖνος
δὲ ποὺ τηρεῖ καὶ ἐγκολπώνεται
τὰς θείας ἐντολάς, θὰ γίνῃ σοφός.
Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει εἰς τοὺς
τρόπους του καὶ εἰς τὴν συμπεριφοράν
του, περιφρουρεῖ τὴν ψυχήν του, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ζῇ χωρὶς
λύπας, θὰ φυλάσσῃ προσεκτικὰ τὸ στόμα
του νὰ μὴ λαλῇ λόγια ἀπερίσκεπτα.
|
18
Πρὸ συντριβῇς ἡγεῖται ὕβρις,
πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη.
|
18
Πρὸ πάσης συντριβῇς προηγεῖται ἀλαζονεία
καὶ ὑπερηφάνεια. Πρὸ πάσης δὲ
καταστρεπτικῆς πτώσεως ὑπάρχει ἡ
κακοφροσύνη.
|
18
Πρὸ τῆς καταστροφῆς καὶ συντριβῆς
προηγεῖται ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία,
καὶ πρὸ τῆς πτώσεως προηγεῖται ὑπεροψία
καὶ κακοκεφαλιά. |
19
Κρείσσων πραΰθυμος μετὰ ταπεινώσεως ἣ
ὃς διαιρεῖται σκῦλα μετὰ ὑβριστῶν.
|
19
Καλύτερος καὶ προτιμότερος εἶναι ὁ
πρᾷος καὶ ὁ ταπεινόφρων ἢ ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ νίκην
μοιράζει τὰ λάφυρα μὲ τοὺς ἀλαζονικοὺς
καὶ ὑπερηφάνους συμμάχους του.
|
19
Εἶναι κατὰ πολὺ ἀνώτερος ὁ πρᾶος
καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος, ὀσονδήποτε
χαμηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκεται κοινωνικῶς,
παρὰ ὁ ἀγέρωχος, ποὺ συμμαχεῖ
μὲ ἄλλους ὁμοίους του ὑπερηφάνους,
ποὺ νικᾷ καὶ μοιράζει μὲ αὐτοὺς
λάφυρα νίκης. |
20
Συνετὸς ἐν πράγμασιν εὐρετὴς
ἀγαθῶν, πεποιθὼς δὲ ἐπὶ
Θεῷ μακαριστός. |
20
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φέρεται
μὲ σύνεσιν εἰς τὰς περιστάσεις
καὶ ὑποθέσεις τῆς ζωῆς του,
θὰ εὔρῃ τὸ ἀγαθὸν καὶ
τὴν εὐτυχίαν. Ἐκεῖνος ποὺ
στηρίζει τὰς ἐλπίδας του εἰς
τὸν Θεόν, εἶναι ἀξιέπαινος καὶ
ἀξιομακάριστος.
|
20
Ἐκεῖνος ποὺ διαχειρίζεται μὲ σύνεσιν
τὰς ὑποθέσεις του, θὰ εἶναι κερδισμένος,
διότι θὰ ἐπιτύχῃ καὶ θὰ εὕρῃ
καλά. Ὅποιος δὲ ἔχει τὴν ἐλπίδα
του εἰς τὸν Θεόν, εἶναι πανευτυχὴς
καὶ μακάριος. |
21
Τοὺς σοφοὺς καὶ συνετοὺς φαύλους
καλοῦσιν, οἱ δὲ γλυκεῖς ἐν λόγῳ
πλείονα ἀκούσονται. |
21
Οἱ χωρὶς τὴν κατὰ Θεὸν μόρφωσιν
καὶ ζωὴν ἄνθρωποι ὀνομάζουν
τοὺς σοφοὺς καὶ συνετοὺς ἀσημάντους
καὶ ἀνοήτους. Οἱ γλυκομίλητοι
ὅμως καὶ φιλομαθεῖς θὰ ἀκούσουν
καὶ θὰ μάθουν πολὺ περισσότερα
καλὰ καὶ συνετὰ ἀπὸ τοὺς
σοφούς. |
21
Τοὺς σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ
εἰδήμονας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τοὺς
ὀνομάζουν ἀχρήστους καὶ τοὺς θεωροῦν
ἀνωφελεῖς. Οἱ γλυκομίλητοι ὅμως καὶ
οἱ καλοὶ ὁμιληταὶ θὰ ἀκούσουν
καὶ θὰ μάθουν περισσότερα, ἀπὸ δὲ
τὰς συναναστροφάς των θὰ πλουτίσουν τὰς
γνώσεις των καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμοι
καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
|
22
Πηγὴ ζωῆς ἔννοια τοῖς κεκτημένοις,
παιδεία δὲ ἀφρόνων κακή.
|
22
Ἡ σύνεσις καὶ ἡ φρόνησις, δι'
ὅσους τὴν ἔχουν ὡς κτῆμα των,
εἶναι πηγὴ ζωῆς. Ἐνῷ ἡ
παιδαγωγία τῶν ἀφρόνων εἶναι
κακὴ καὶ ἐπιβλαβὴς διὰ τοὺς
ἰδίους. |
22
Ἡ γνῶσις καὶ ἡ φρόνησις δι’ ὅσους
τὰς ἔχουν εἶναι πηγὴ ζωῆς, ἐνῷ
ἡ παιδαγωγία, ποὺ δίδουν οἱ ἄφρονες,
εἶναι κακή. |
23
Καρδία σοφοῦ νοήσει τὰ ἀπὸ
τοῦ ἰδίου στόματος, ἐπὶ
δὲ χείλεσι φορέσει ἐπιγνωμοσύνην.
|
23
Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ
ἀληθινὰ σοφοῦ θὰ σκεφθῇ καὶ
θὰ μελετήσῃ ὅσα λόγια πρόκειται
νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ στόμα
του. Κατανοεῖ δὲ καὶ γνωρίζει, ὅσα
θὰ προφέρουν τὰ χείλη του.
|
23
Ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ θὰ σκεφθῇ
καὶ θὰ ζυγίσῃ ὅσα λόγια βγαίνουν ἀπὸ
τὸ στόμα του, καὶ τὰ χείλη του, ἐπειδὴ
κυβερνῶνται ἀπὸ ζυγισμένην σκέψιν, θὰ
φοροῦν ἐπίγνωσιν τῶν ὅσων λέγουν.
|
24
Κηρία μέλιτος λόγοι καλοί, γλύκασμα
δὲ αὐτοῦ ἴασις ψυχῆς.
|
24
Οἱ καλοὶ λόγοι εἶναι γλυκεῖς
καὶ ὠφέλιμοι, ὅπως ἡ κηρήθρα.
Αὐτὴ δὲ ἡ γλυκύτης τῶν
καλῶν λόγων εἶναι θεραπεία καὶ
παρηγορία τῆς ψυχῆς. |
24
Τὰ καλὰ καὶ οἰκοδομητικὰ καὶ
παρήγορα λόγια εἶναι γλυκὰ ὡσὰν τὴν
κηρήθραν τοῦ μέλιτος, ἡ δὲ γλυκύτης τῶν
λόγων αὐτῶν εἶναι ἰατρεία ψυχῆς.
|
25
Εἰσὶν ὁδοὶ δοκοῦσαι εἶναι
ὀρθαὶ ἀνδρί, τὰ μέντοι
τελευταῖα αὐτῶν βλέπει εἰς πυθμένα
ᾅδου. |
25
Ὑπάρχουν πορεῖαι τῆς ζωῆς, αἱ
ὁποῖαι θεωροῦνται ὀρθαὶ καὶ
ὠφέλιμοι εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλ' αἱ ὀποῖαι καταλήγουν ἐν
τέλει εἰς τὰ βάθη τοῦ ᾅδου.
|
25
Ὑπάρχουν δρόμοι, οἱ ὁποῖοι εἰς
μερικοὺς ἀνθρώπους φαίνονται σωστοὶ καὶ
ἀσφαλεῖς, ἀλλ’ οὁ ὁποῖοι
εἰς τὸ τέλος καταλήγουν εἰς τὰ σκοτεινὰ
βάθη τοῦ Ἅδου, ὁδηγοῦν δηλαδὴ
εἰς τὴν ἀπώλειαν. |
26
Ἀνὴρ ἐν πόνοις πονεῖ ἑαυτῷ
καὶ ἐκβιάζεται τὴν ἀπώλειαν
ἑαυτοῦ, ὁ μέντοι σκολιὸς ἐπὶ
τῷ ἑαυτοῦ στόματι φορεῖ τὴν
ἀπώλειαν. |
26
Κάθε ἐργατικὸς ἄνθρωπος κοπιάζει
διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ
ἀποδιώξῃ τὴν ἀπὸ τὴν
πεῖναν καταστροφήν του. Ὁ διεστραμμένος
ὅμως καὶ ἀργόσχολος φέρει ὁ
ἴδιος εἰς τὸ στόμα του τὸν ὅλεθρόν
του. |
26
Ὁ φιλόπονος καὶ ἐργατικὸς ἄνθρωπος
κοπιάζει διὰ τὸν ἑαυτόν του πρὸς
ἐξεύρεσιν τῶν ἀναγκαίων διὰ τὴν
συντήρησίν του καὶ ἔτσι διώχνει μακριὰ τὸν
θάνατον, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πεῖναν.
Ὁ διεστραμμένος ὅμως καὶ ὀκνηρὸς
φέρει εἰς τὸ στόμα του τὸν θάνατον, διότι
δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάγῃ λόγῳ
τῆς ὀκνηρίας του. |
27
Ἀνὴρ ἄφρων ὀρύσσει ἑαυτῷ
κακά, ἐπὶ δὲ τῶν ἑαυτοῦ
χειλέων θησαυρίζει πῦρ. |
27
Ὁ ἄμυαλος ἄνθρωπος σκάπτει μὲ
τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸν λάκκον
τῆς δυστυχίας του. Καὶ ἐπάνω
εἰς τὰ χείλη τοῦ ἀποθησαυρίζει
πῦρ, τὸ ὁποῖον θὰ τὸν
κατακαύσῃ.
|
27
Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος σκάπτει μὲ τὰ
ἴδια τὰ χέρια του τὸν λάκκον τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς κακοδαιμονίας του, καὶ ἐπάνω
εἰς τὰ χείλη του σωριάζει φωτιά, ποὺ θὰ
τὸν κατακαύσῃ. |
28
Ἀνὴρ σκολιὸς διαπέμπεται κακά,
αἱ λαμπτῆρα δόλου πυρσεύει κακοῖς
καὶ διαχωρίζει φίλους.
|
28
Ὁ διεστραμμένος ἄνθρωπος διασκορπίζει
ὁλόγυρά του τὴν δυστυχίαν, καὶ
μὲ τὸ ἀναμμένο δαυλὶ τῆς
δολιότητός του ἀνάπτει πυρκαϊὰς
κακῶν γύρω του. Χωρίζει δὲ μὲ
τὰς διαβολὰς καὶ συκοφαντίας του φίλους
ἀγαπητούς.
|
28
Ὁ διεστραμμένος ἄνθρωπος σκορπίζει εἰς τὸ
περιβάλλον του τὴν δυστυχίαν καὶ μὲ τὸν
δαυλὸν τῆς δολιότητος ἀνάπτει πυρκαϊὰν
κακῶν γύρω του καὶ διὰ τῶν διαβολῶν
καὶ συκοφαντιῶν του χωρίζει ἀγαπητὰ
πρόσωπα καὶ φίλους. |
29
Ἀνὴρ παράνομος ἀποπειρᾶται φίλων
καὶ ἀπάγει αὐτοὺς ὁδοὺς
οὐκ ἀγαθάς. |
29
Ἄνθρωπος παράνομος ἀποπειρᾶται κακὰ
ἐναντίον τῶν φίλων του καὶ τοὺς
παρασύρει εἰς δρόμους πονηροὺς καὶ
ὀλεθρίους.
|
29
Ὁ ἄνευ ἠθικῶν ἀρχῶν ἄνθρωπος
θέτει εἰς πειρασμὸν τοὺς φίλους του καὶ
τοὺς παραπλανᾷ εἰς δρόμους καταστρεπτικοὺς
καὶ οὐχὶ καλούς. |
30
Στηρίζων σὲ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ
διαλογίζεται διεστραμμένα, ὁρίζει
τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ πάντα τὰ
κακά· οὗτος κάμινός ἐστι
κακίας. |
30
Προσηλώνει ἀτενῶς τὸ βλέμμα
του εἰς κάποιον στόχον του, σκέπτεται
διεστραμμένα καὶ μὲ τὰ χείλη
του ἐκφράζει καὶ καθορίζει ὅλα
τὰ κακὰ σχέδιά του. Αὐτὸς
εἶναι ἀναμμένο καμίνι κακίας.
|
30
Ὁ παράνομος δὲ ἄνθρωπος, μὲ τὰ
μάτια του καρφωμένα καὶ ἀκίνητα εἰς τὸ
κακόν, σκέπτεται διαρκῶς τὰ πονηρὰ καὶ
διεστραμμένα, καὶ εἰς τὰ γεμᾶτα πικρίαν
χείλη του συσφίγγει ὅλα τὰ κακὰ σχέδιά του.
Ὁ τοιοῦτος εἶναι φλεγόμενον καμίνι κακίας,
τοῦ ὁποίου αἱ πύριναι φλόγες διαχύνονται
παντοῦ καὶ κατακαίουν. |
31
Στέφανος καυχήσεως γῆρας, ἐν δὲ
ὁδοῖς δικαιοσύνης εὑρίσκεται.
|
31
Τὸ ἔντιμον καὶ καλὸν γῆρας εἶναι
στέφανος δόξης καὶ καυχήσεως. Τέτοιο
γῆρας ὅμως ἐπιτυγχάνεται εἰς
τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς.
|
31
Τὸ γῆρας εἶναι στέφανος δόξῃς καὶ
καυχήσεως, τέτοια ὅμως εὐλογημένα γηράματα εὑρίσκονται,
ὅταν κανεὶς ἀπὸ νέος ἀκολουθῇ
τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ
τῆς ἀρετῆς. |
32
Κρείσσων ἀνὴρ μακρόθυμος ἰσχυροῦ,
ὁ δὲ κρατῶν ὀργῆς κρείσσων
καταλαμβανομένου πόλιν. |
32
Καλύτερος καὶ προτιμότερος εἶναι ἀνὴρ
ὑπαμονητικὸς καὶ πρᾶος ἀπὸ
τὸν ἰσχυρόν. Ἐκεῖνος δὲ
ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ ἐπὶ
τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ συγκρατεῖ
τὴν ὀργήν του, εἶναι καλύτερος
ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ καταλαμβάνει
πόλιν.
|
32
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θυμώνει, εἶναι
δυνατώτερος ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν
καὶ χειροδύναμον· ἐκεῖνος δέ, ποὺ
συγκρατεῖ τὸν θυμόν του καὶ ἔχει
αὐτοκυριαρχίαν, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν πορθητήν, ποὺ κυριεύει πόλεις καὶ φρούρια
ὠχυρωμένα. |
33
Εἰς κόλπους ἐπέρχεται πάντα
τοῖς ἀδίκοις, παρὰ δὲ Κυρίου
πάντα τὰ δίκαια. |
33
Ὅλα τὰ κακά, τὰ ὁποῖα
κάμνουν οἱ ἀσεβεῖς, ἐπέρχονται
ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἰδίων.
Μόνον δὲ τὸ ὀρθὸν καὶ
τὸ δίκαιον εὐλογεῖται καὶ παρέχεται
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
33
Εἰς τοὺς κόλπους καὶ τὰ θησαυροφυλάκια
τῶν ἀδίκων σωρεύονται συχνὰ ὅλα τὰ
ἐπίγεια ἀγαθά· ἀπὸ τὸν
Κύριον ὅμως δίδονται, ὅσα ἀποκτῶνται
μὲ τιμιότητα καὶ δικαιοσύνην. |