Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρείσσων
ψωμὸς μεθ' ἡδονῆς ἐν εἰρήνῃ
ἢ οἶκος πλήρης πολλῶν ἀγαθῶν
καὶ ἀδίκων θυμάτων μετὰ μάχης.
|
αλύτερον
καὶ προτιμότερον εἶναι ξηρὸ ψωμὶ
μὲ χαρούμενη καὶ εἰρηνικὴ καρδιά,
μὲ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη,
παρὰ σπίτι φιλονεικιῶν, ἔστω καὶ
γεμᾶτο ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ σφαχτά,
τὰ ὁποῖα ἀπεκτήθησαν μὲ
ἀδικίας. |
ἶναι
προτιμότερον τὸ ξηρὸ ψωμί, ποὺ γίνεται γλυκὺ
καὶ εὐχάριστον, ὅταν συνοδεύεται μὲ
εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, παρὰ τὸ
πλούσιον σπίτι, τὸ ὁποῖον εἶναι γεμᾶτον
ἀπὸ κρέατα σφαζομένων ζώων καὶ πολλὰ
ἀγαθά, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίαν,
ἀλλ’ εἰς τὸ ὁποῖον σπίτι ἐπικρατεῖ
γκρίνια καὶ φιλονικία. |
2
Οἰκέτης νοήμων κρατήσει δεσποτῶν
ἀφρόνων, ἐν δὲ ἀδελφοῖς
διελεῖται μέρη. |
2
Ὁ ἔξυπνος καὶ συνετὸς ὑπηρέτης
θὰ γίνῃ κύριος εἰς τοὺς
ἀνοήτους κυρίους του. Μεταξὺ δὲ
τῶν παιδιῶν, υἱῶν τῶν κυρίων
του, θὰ πάρῃ καὶ αὐτὸς
μερίδιον.
|
2
Ὁ συνετὸς καὶ ἔξυπνος ὑπηρέτης
θὰ γίνῃ ἀφέντης καὶ κύριος τῶν
ἀνοήτων κυρίων του, καὶ μεταξὺ ἀδελφῶν
θὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς μερίδιον κληρονομίας,
καθιστάμενος δι’ ἐπιγαμίας συγκληρονόμος.
|
3
Ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ
ἄργυρος καὶ χρυσός, οὕτως ἐκλεκταὶ
καρδίαι παρὰ Κυρίῳ.
|
3
Ὅπως καθαρίζεται ὁ ἄργυρος καὶ
ὁ χρυσὸς μὲ τὴ φωτιὰ εἰς
τὸ καμίνι, κατὰ παρόμοιον τρόπον
καὶ αἱ ἐκλεκταὶ καρδίαι διὰ
μέσου τῆς παιδαγωγίας τοῦ Κυρίου
γίνονται ἁγναὶ καὶ καθαραί.
|
3
Ὅπως τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι
ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε σκωρίαν μέσα εἰς
τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς τοῦ χρυσοχόου
καὶ γίνονται γνήσια καὶ ἀνόθευτα, ἔτσι
καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι τοῦ
Θεοῦ θὰ ἐξαγνισθοῦν διὰ τῶν
θλίψεων, διὰ νὰ γίνουν δόκιμοι ἐνώπιόν
του, |
4
Κακὸς ὑπακούει γλώσσης παρανόμων,
δίκαιος δὲ οὐ προσέχει χείλεσι
ψευδέσιν. |
4
Ὁ κακός, ὁ ρέπων πρὸς τὸ
κακόν, εὐχαριστεῖται νὰ ἀκούῃ
καὶ νὰ ὑπακούῃ εἰς τοὺς
πονηροὺς λόγους τῶν παρανόμων. Ὁ
εὐσεβὴς ὅμως ἄνθρωπος καμμίαν
προσοχὴν δὲν δίδει εἰς χείλη,
ποὺ λέγουν ψεύδη.
|
4
Ὁ κακὸς εὐχαριστεῖται νὰ ἀκούῃ
τί λέγουν οἱ παραβάται τοῦ θείου νόμου,
ἐνῷ ὁ ἐνάρετος δὲν δίδει καμμίαν
προσοχὴν εἰς τὰ χείλη ποὺ ψεύδονται,
ποὺ συκοφαντοῦν καὶ λέγουν μάταια.
|
5
Ὁ καταγελῶν πτωχοῦ παροξύνει τὸν
ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ ἐπιχαίρων
ἀπολλυμένῳ οὐκ ἀθῳωθήσεται·
ὁ δὲ ἐπισπλαγχνιζόμενος ἐλεηθήσεται.
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ ἐμπαίζει τὸν
πτωχὸν διὰ τὴν πτωχείαν του, ἐξοργίζει
τὸν ποιητὴν καὶ δημιουργὸν αὐτοῦ.
Ἐκεῖνος που χαιρεκακεῖ, ὅταν βλέπῃ
τὸν συνάνθρωπόν του νὰ καταστρέφεται,
δὲν θὰ θεωρηθῇ ἀθῷος οὔτε
καὶ θὰ μείνῃ ἀτιμώρητος.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος
εὐσπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ, θὰ
ἐλεηθῇ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ὅποιῖος περιπαίζει τὸν πτωχόν, παροργίζει
τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ
ὅποιος χαιρεκακεῖ καὶ εὐχαριστεῖται
διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ ἄλλου,
δὲν πρόκειται νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος·
ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ στέκεται μὲ
συμπάθειαν δίπλα πρὸς τὸν πάσχοντα καὶ
τὸν εὐσπλαγχνίζεται, θὰ ἀπολαύσῃ
πολὺ ἔλεος. |
6
Στέφανος γερόντων τέκνα τέκνων, καύχημα
δὲ τέκνων πατέρες αὐτῶν.
|
6
Δόξα καὶ καμάρι τῶν γερόντων
εἶναι τὰ καλὰ παιδιὰ καὶ τὰ
ἐγγόνια των. Τιμὴ δὲ καὶ καύχημα
τῶν τέκνων εἶναι οἱ καλοὶ πρόγονοί
των. |
6
Καμάρι τῶν γερόντων εἶναι τὰ ἐγγόνια
των, καὶ καύχημα τῶν παιδιῶν εἶναι
οἱ ἀγαθοὶ γονεῖς καὶ ἐνάρετοι
πρόγονοί των. |
6α
Τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν
χρημάτων, τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ
ὀβολός. |
6α
Τοῦ ἀξιοπίστου καὶ εὐσυνείδητου
ὅλα τὰ χρήματα τοῦ κόσμου εἶναι
ἰδικά του, διότι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονται.
Εἰς δὲ τὸν ἀναξιόπιστον οὔτε
ἕνα ὀβολὸν δὲν ἐμπιστεύονται.
|
6α
Τοῦ τιμίου καὶ ἀξιοπίστου εἰς τὰς
δοσοληψίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰδικά
του τὰ χρήματα ὅλου τοῦ κόσμου, διότι ὅλοι
τὸν ἐμπιστεύονται καὶ τὸν πιστώνουν,
ἐνῷ ὁ ἀναξιόπιστος καὶ κακόπιστος
δὲν ἀξίζει οὔτε πεντάρα, διότι οὐδεὶς
τὸν ἐμπιστεύεται. |
7
Οὐχ ἁρμόσει ἄφρονι χείλη πιστὰ
οὐδὲ δικαίῳ χείλη ψευδῆ.
|
6
Δὲν ταιριάζουν καὶ οὔτε δυνατὸν
εἶναι νὰ ὑπάρξουν εἰς τὸν
ἄφρονα χείλη, τὰ ὁποῖα θὰ
λέγουν ἀξιοπίστους λόγους. Ὅπως
ἐπίσης δὲν ταιριάζουν καὶ οὔτε
ὑπάρχουν εἰς τὸν δίκαιον χείλη,
τὰ ὁποῖα λέγουν ψεύδῃ.
|
7
Δὲν ἁρμόζουν εἰς τὸν ἄφρονα
χείλη ποὺ λέγουν λόγια ἀξιόπιστα, δηλαδὴ
τὴν ἀλήθειαν, οὔτε εἰς τὸν ἐνάρετον
καὶ φιλαλήθη χείλη τὰ ὁποῖα ψεύδονται
|
8
Μισθὸς χαρίτων ἡ παιδεία τοῖς
χρωμένοις, οὗ δ' ἂν ἐπιστρέψῃ
εὐοδωθήσεται. |
8
Ἡ ἀληθινὴ μόρφωσις, δι' ὅσους
τὴν ἔχουν καὶ τὴν
χρησιμοποιοῦν, εἶναι πηγὴ
τέρψεων πνευματικῶν. Ὁπουδήποτε
δὲ καὶ ἂν στραφῇ ὁ κατὰ
Θεὸν μορφωμένος ἄνθρωπος, θὰ κατευοδωθῇ
εἰς τὰς ἐνεργείας του.
|
8
Ὅσοι ζοῦν καὶ ἔχουν βίωμά των
τὴν κατὰ Θεὸν μόρφωσιν τοῦ χαρακτῆρος,
ἔχουν ὡς ἀμοιβὴν τέρψεις πνευματικάς·
ὁπουδήποτε δὲ καὶ ἂν στραφῇ
ὁ κατὰ Θεὸν παιδαγωγημένος ἄνθρωπος,
θὰ εὐοδωθοῦν αἱ ἐνέργειαί του
καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις του.
|
9
Ὃς κρύπτει ἀδικήματα, ζητεῖ
φιλίαν, ὃς δὲ μισεῖ κρύπτειν,
διΐστησι φίλους καὶ οἰκείους.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ παραβλέπει καὶ σκεπάζει
μὲ ἀγάπην τὰ σφάλματα καὶ
τὰς ἀδυναμίας τοῦ ἄλλου, ζητεῖ
καὶ ἀποκτᾷ φίλους. Ἀντιθέτως
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν σκεπάζει
ἀλλὰ διασαλπίζει αὐτά, ἀπομακρύνει
ἀπὸ κοντά του καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς φίλους καὶ οἰκείους
του, διότι τοὺς γίνεται ἀποκρουστικός.
|
9
Ὅποιος δὲν καταλαλεῖ, ἀλλὰ μετὰ
συνετῆς γλώσσης σκεπάζει τὰς ἀδυναμίας τῶν
ἄλλων, δὲν προκαλεῖ δυσαρεσκείας καὶ
γίνεται περιζήτητος φίλος· ἀντιθέτως δὲ
ὅποιος εὐχαριστεῖται εἰς τὸ
νὰ μὴ καλύπτῃ τὰ ἀδικήματα καὶ
σφάλματα τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἀρέσκεται
νὰ τὰ διατυμπανίζῃ, αὐτὸς χωρίζει
φίλους καὶ οἰκείους, γινόμενος δυσάρεστος καὶ
ἀνεπιθύμητος εἰς αὐτούς.
|
10
Συντρίβει ἀπειλὴ καρδίαν φρονίμου,
ἄφρων δὲ μαστιγωθεὶς οὐκ αἰσθάνεται.
|
10
Καὶ μία μόνη ἀπειλὴ συντρίβει
τὴν εὐαίσθητον καρδίαν τοῦ συνετοῦ
καὶ φρονίμου ἀνθρώπου.
Ὁ ἄφρων ὅμως, καὶ ὅταν ἀκόμη
μαστιγώνεται, μένει ἀναίσθητος.
|
10
Κυριολεκτικῶς συντρίβει τὴν καρδίαν τοῦ
φρονίμου καὶ ἐλαφρά τις παρατήρησις ἢ
ἀπειλή, διότι εἶναι εὐαίσθητος καὶ
λεπτός, ἐνῷ ὁ ἄφρων, καὶ ὅταν
ἀκόμη μαστιγώνεται, μένει ἀναίσθητος καὶ
ἀσυγκίνητος. |
11
Ἀντιλογίας ἐγείρει πᾶς κακός,
ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον ἀνελεήμονα
ἐκπέμψει αὐτῷ. |
11
Ἀντίστασιν εἰς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ καὶ ἀντιλογίας
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἐγείρει
καὶ προβάλλει ὁ κακὸς ἄνθρωπος.
Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος
θὰ στείλῃ ἐναντίον του ἄσπλαγχνον
ἄγγελον νὰ τὸν τιμωρήσῃ.
|
11
Κάθε ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπὸ κακίαν ἐναντιώνεται
καὶ ἀντιστρατεύεται εἰς τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος ὅμως θὰ
στείλῃ ἐναντίον του ἄγγελον σκληρὸν
καὶ ἄσπλαγχνον, διὰ νὰ τὸν τιμωρήσῃ.
|
12
Ἐμπεσεῖται μέριμνα ἀνδρὶ νοήμονι,
οἱ δὲ ἄφρονες διαλογιοῦνται κακά.
|
12
Εἰς τοὺς ὤμους τοῦ μυαλωμένου
καὶ συνετοῦ ἀνδρὸς
ἐπιφορτίζονται μέριμναι καὶ φροντίδες
διὰ τοὺς ἄλλους.Ἐνῷ οἱ
ἀσύνετοι καὶ ἀργόσχολοι σκέπτονται
πάντοτε τὸ κακόν.
|
12
Εἰς τὸν συνετὸν καὶ μυαλωμένον ἄνθρωπον
θὰ ἀνατεθῇ κάθε ἀξίωμα καὶ ὑπεύθυνος
φροντὶς περὶ τῶν ἄλλων, οἱ ἄφρονες
ὅμως πάντοτε θὰ σκέπτωνται τὸ κακὸν
καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐμπιστεύονται
εἰς αὐτοὺς ὑπεύθυνον διακυβέρνησιν
ἢ ἀξίωμα. |
13
Ὃς ἀποδίδωσι κακὰ ἀντὶ
ἀγαθῶν, οὐ κινηθήσεται κακὰ
ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ.
|
13
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει
κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν
καὶ τῶν εὐεργεσιῶν,
ποὺ ἔλαβε, αὐτὸς θὰ εὑρίσκεται
πάντοτε ὑπὸ τὸ κράτος θλίψεων,
διότι τὰ κακὰ καὶ ἡ θεία
τιμωρία δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν
ἀπὸ τὸν οἶκον
του.
|
13
Ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
ἀνταποδίδει κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν,
δὲν θὰ μετακινηθῇ ποτὲ ἡ ὀργὴ
τοῦ Θεοῦ. |
14
Ἐξουσίαν δίδωσι λόγοις ἀρχὴ
δικαιοσύνης, προηγεῖται δὲ τῆς ἐνδείας
στάσις καὶ μάχη. |
14
Ἡ δικαιοσύνη καὶ
γενικώτερον ἡ ἀρετὴ δίδουν κῦρος
καὶ βαρύτητα εἰς τὰ
λόγια τοῦ δικαίου. Ὅπου ὅμως
ὑπάρχει φιλονεικία καὶ μάχη,
ἐκεῖ ἐπακολουθεῖ ἡ φτώχεια.
|
14
Ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι οἱ
ἀπονέμοντες αὐτὴν νὰ δίδουν τὸ
δικαίωμα εἰς τὸν κατηγορούμενον νὰ ὑπερασπισθῇ
διὰ λόγων τὸν ἑαυτόν του, λόγοι δέ,
ποὺ δημιουργοῦν ἔχθραν καὶ φιλονικίαν,
προηγοῦνται τῆς πτωχείας, ἡ ὁποία
ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια τῶν συχνῶν
προσφυγῶν εἰς τὰ δικαστήρια.
|
15
Ὃς δίκαιον κρίνει τὸν ἄδικον,
ἄδικον δὲ τὸν δίκαιον, ἀκάθαρτος
καὶ βδελυκτὸς παρὰ Θεῷ.
|
15
Ὁ δικαστής, ὁ ὁποῖος κρίνει
καὶ καταδικάζει τὸν δίκαιον ὡς
ἄδικον, τὸν δὲ ἄδικον ἀνακηρύσσει
δίκαιον, ἀκάθαρτος, ἀποκρουστικὸς
καὶ μισητὸς εἶναι ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου.
|
15
Ὁ δικαστὴς ποὺ κρίνει καὶ ἀνακηρύττει
δίκαιον τὸν ἄδικον καὶ τὸν ἄδικον
δίκαιον, εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ καὶ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴν
καὶ ἀπέχθειαν αὐτοῦ.
|
16
Ἱνατί ὑπῆρξε χρήματα ἄφρονι;
Κτήσασθαι γὰρ σοφίαν ἀκάρδιος
οὐ δυνήσεται. |
16
Τί χρησιμεύουν τὰ χρήματα εἰς
τὸν ἄμυαλον ἄνθρωπον; Διότι μὲ
αὐτὰ δὲν θὰ κατορθώσῃ
ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ σοφίαν
ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρδίαν
ἐπιδεκτικήν.
|
16
Τί ὠφέλησαν τὰ χρήματα τὸν ἄφρονα
καὶ ἀσύνετον; Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρδίαν μαλακὴν
καὶ ἐπιδεκτικὴν τῆς θείας παιδαγωγίας,
δὲν θὰ κατορθώσῃ ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ
σοφίαν. |
16α
Ὃς ὑψηλὸν ποιεῖ τὸν ἑαυτοῦ
οἶκον, ζητεῖ συντριβήν, ὁ δὲ
σκολιάζων τοῦ μαθεῖν ἐμπεσεῖται
εἰς κακά. |
16α
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γιὰ λόγους
ἐγωϊσμοῦ καὶ παρὰ τὴν οἰκονομικήν
του ἀδυναμίαν κτίζει ὑψηλὸ τὸ
σπίτι του, ἐπιζητεῖ
μόνος του τὴν πτωχείαν καὶ
συντριβήν. Ὅποιος δὲ δυστροπεῖ καὶ
ἀποφεύγει νὰ γνωρίσῃ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ
περιπέσῃ εἰς
πολλὰ κακά.
|
16α
Ὅποιος κτίζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του
πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ἰκανοποίησιν
τῆς ματαιοδοξίας του, ζητεῖ νὰ πτωχύνῃ
καὶ νὰ συντριβῇ. Ἐκεῖνος δὲ
ποὺ δυστροπεῖ εἰς τὸ νὰ διδαχθῇ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσῃ
εἰς πολλὰ κακά. |
17
Εἰς πάντα καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω
σοι, ἀδελφοὶ δὲ ἐν ἀνάγκαις
χρήσιμοι ἔστωσαν· τοῦτου γὰρ
χάριν γεννῶνται. |
17
Εἰς κάθε περίστασιν καὶ εἰς
ὅλον τὸν χρόνον τῆς
ζωῆς σου φρόντιζε νὰ
ἔχῃς κάποιον
φίλον. Εἰς δὲ τὰς ἀνάγκας
καὶ περιπετείας τῆς ζωῆς ἂς
σοῦ εἶναι χρήσιμοι καὶ βοηθοὶ
οἱ ἀδελφοί σου, διότι δι' αὐτὸν
τὸν σκοπὸν γεννῶνται.
|
17
Πάντοτε καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν νὰ
ἔχῃς δίπλα σου φίλον, εἰς τὰς
ἀνάγκας σου δὲ ἂς σοῦ χρησιμεύουν
οἱ ἀδελφοί σου, διότι δι’ αὐτὰς
τὰς ὥρας γεννῶνται. |
18
Ἀνὴρ ἄφρων ἐπικροτεῖ καὶ
ἐπιχαίρει ἑαυτῷ, ὡς καὶ
ὁ ἐγγυώμενος ἐγγύῃ τῶν
ἑαυτοῦ φίλων. |
18
Ὁ ἄμυαλος ἄνθρωπος καμαρώνει καὶ
χειροκροτεῖ τὸν ἑαυτόν του καὶ
μένει εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν του, ὅπως ἀκριβῶς καὶ
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπιπολαίως
σκεπτόμενος δίδει ἐγγύησιν διὰ
τοὺς φίλους του.
|
18
Ὁ ἐπιπόλαιος καὶ ἄμυαλος ἄνθρωπος
θαυμάζει καὶ συγχαίρει τὸν ἑαυτόν
του, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος δέχεται ἐπιπολαίως νὰ ἐγγυηθῇ
διὰ τοὺς φίλους του. |
19
Φιλαμαρτήμων χαίρει μάχαις, ὑψῶν
δὲ θύραν αὐτοῦ ζητεῖ συντριβήν.
|
19
Ὅποιος ἀγαπᾷ τὰς ἁμαρτίας,
χαίρει εἰς τὰς ἔριδας καὶ τὰς
φιλονεικίας. Ἐκεῖνος ποὺ διὰ
λόγους ἐπιδείξεως κατασκευάζει ὑψηλὸν
καὶ ἀρχοντικὸν τὸ σπίτι του,
ἐπιζητεῖ μόνος τὴν συντριβήν
του. |
19
Ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν ἁμαρτίαν, εὑρίσκει
ἀπόλαυσιν καὶ χαίρεται εἰς τὰς φιλονικίας
καὶ τὰς διαμάχας, ὅποιος δὲ κατασκευάζει
ὑψηλὸν τὸ σπίτι του καὶ τὰς
θύρας του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ματαιοδοξίαν,
ἐπιδιώκει νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ
συντριβῇ οἰκονομικῶς.
|
20
Ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ
ἀγαθοῖς. Ἀνὴρ εὐμετάβολος
γλώσσῃ ἐμπεσεῖται εἰς κακά,
|
20
Ὁ σκληρόκαρδος καὶ ἀμετανόητος
δὲν θέλει νὰ συναντᾶται μὲ τοὺς
ἀγαθοὺς ἀνθρώπους. Ἄνθρωπος
ἀσταθὴς εἰς τὰ λόγια του, αὐτὸς
ποὺ λέγει καὶ ξελέγει, θὰ περιπέσῃ
εἰς πολλὰ κακά.
|
20
Ὁ ἄσπλαγχνος δὲ καὶ ἔχων σκληρὰν
καρδίαν δὲν συναναστρέφεται καλοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀκατάστατος εἰς
τὴν γλῶσσαν του, ποὺ ἀνακαλεῖ
ὅσα εἶπε πρὸ ὀλίγου, θὰ περιπέσῃ
εἰς δεινὰ καὶ δυστυχίαν, διότι κανεὶς
πλέον δὲν θὰ πιστεύῃ αὐτόν.
|
21
καρδία δὲ ἄφρονος ὀδύνη τῷ
κεκτημένῳ αὐτήν. Οὐκ εὐφραίνεται
πατὴρ ἐπὶ υἱῷ ἀπαιδεύτῳ,
υἱὸς δὲ φρόνιμος εὐφραίνει
μητέρα αὐτοῦ. |
21
Ἡ καρδία τοῦ ἄφρονος φέρει πόνους
καὶ θλίψεις εἰς αὐτὸν τὸν
ἴδιον, ποὺ τὴν ἔχει. Ὁ πατέρας
δὲν εὐχαριστεῖται καὶ δὲν χαίρει
διὰ τὸν ἀμόρφωτον καὶ ἀγροῖκον
υἱόν του. Ἐξ ἀντιθέτου ὁ
φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς εὐφραίνει
καὶ χαροποιεῖ τὴν μητέρα του.
|
21
Ἡ καρδία δὲ τοῦ ἄφρονος γίνεται πρόξενος
λύπης εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει.
Δὲν εὐχαριστεῖται οὔτε χαίρει ἕνας
πατέρας ἀπὸ τὸν ἀγροῖκον καὶ
ἄξεστον υἱόν του· ἀντιθέτως ὁ
φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς προκαλεῖ
εὐφροσύνην εἰς τὴν μητέρα του.
|
22
Καρδία εὐφραινομένη εὐεκτεῖν
ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται
τὰ ὀστᾶ. |
22
῞Οταν ἡ καρδία εὐφραίνεται,
ὁ ὅλος ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐεξίαν.
Ἐξ ἀντιθέτου ὅταν ὁ ἄνθρωπος
εὑρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος
συνεχοῦς λύπης, αἰσθάνεται νὰ
ξηραίνωνται τὰ ὀστᾶ του. |
22
Ἡ ψυχὴ ποὺ εὐφραίνεται καὶ δὲν
ταράττεται ἀπὸ τύψεις, χαρίζει ὑγείαν εἰς
τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ
ἀνθρώπου ὅμως, ποὺ λυπεῖται διαρκῶς
καὶ εἶναι μελαγχολικός, ξηραίνονται τὰ κόκκαλά
του. |
23
Λαμβάνοντος δῶρα ἀδίκως ἐν κόλποις
οὐ κατευοδοῦνται ὁδοί, ἀσεβὴς
δὲ ἐκκλίνει ὁδοὺς δικαιοσύνης.
|
23
Ὅταν κάποιος παίρνῃ κρυφίως
δῶρα, διὰ νὰ ἀδικήσῃ τὸν
δίκαιον, δὲν θὰ κατευοδωθοῦν αἱ
πορεῖαι τῆς ζωῆς του. Ὁ δὲ ἀσεβὴς
ξεφεύγει καὶ παρεκτρέπεται, ἐπὶ
ζημίᾳ τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀπὸ
τὰς ὁδοὺς τῆς δικαιοσύνης καὶ
τῆς εὐθυκρισίας.
|
23
Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος δέχεται δῶρα
εἰς τὸν κόλπον του, διὰ νὰ κρίνῃ
ἀδίκως, δὲν πάει καλὰ ἡ ζωή
του, ὁ ἀσεβὴς δὲ ἐκτροχιάζεται
ἀπὸ τοὺς δρόμους τὴν δικαιοσύνης καὶ
ἀπὸ τὴν εὐθυκρισίαν.
|
24
Πρόσωπον συνετὸν ἀνδρὸς σοφοῦ,
οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἄφρονος
ἐπ' ἄκρα γῆς. |
24
Τὸ πρόσωπον τοῦ σοφοῦ ἀνθρώπου
ἐκφράζει σύνεσιν καὶ συστολήν,
ἐνῷ τὰ μάτια τοῦ ἄφρονος
γυρίζουν ἀπερίσκεπτα πρὸς ὅλα
τὰ σημεῖα τῆς γῆς.
|
24
Τὸ πρόσωπον τοῦ σοφοῦ εἶναι συνετὸν
καὶ συνεσταλμένον, ἐνῷ τὰ μάτια τοῦ
ἄφρονος δὲν συμμαζεύονται καὶ γυρίζουν φιλοπερίεργα
καὶ ἀχόρταστα εἰς τὰ πέρατα τῆς
γῆς. |
25
Ὀργὴ πατρὶ υἱὸς ἄφρων
καὶ ὀδύνη τῇ τεκούσῃ αὐτόν.
|
25
Τὴν ὀργὴν τοῦ πατρὸς προκαλεῖ
καὶ ἐξεγείρει ὁ ἀσύνετος
νέος, καὶ ὀδύνην ἐπιφέρει
εἰς τὴν γεννήσασαν αὐτὸν μητέρα.
|
25
Ὁ ἀμυαλος, ἀνυπότακτος καὶ δύστροπος
υἱὸς κάνει τὸν πατέρα του νὰ
ὀργίζεται καὶ νὰ στενοχωρῆται, προξενεῖ
δὲ πολλὴν λύπην εἰς τὴν στοργικὴν
καρδίαν τῆς μητέρας ποὺ τὸν ἐγέννησε.
|
26
Ζημιοῦν ἄνδρα δίκαιον οὐ καλόν,
οὐδὲ ὅσιον ἐπιβουλεύειν δυνάσταις
δικαίοις. |
26
Δὲν εἶναι καθόλου καλὸν νὰ ἐπιβάλλωνται
πρόστιμα εἰς τὸν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὸ δίκαιον μὲ τὸ μέρος
του. Οὔτε εἶναι πρέπον καὶ εἰπιτετραμμένον
νὰ ἐπιβουλεύεται κανεὶς δικαίους
ἄρχοντας. |
26
Τὸ νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ δικαστὴς
πρόστιμα εἰς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἀθῶον
καὶ οὕτω νὰ ζημιώνῃ αὐτόν, δὲν
εἶναι καλόν, δι’ αὐτὸ δὲ δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβουλεύεσαι καὶ νὰ
σκευωρῇς ἐναντίον δικαίων ἀρχόντων,
οἱ ὁποῖοι δὲν τιμωροῦν οὐδὲ
ζημιώνουν ποτὲ τοὺς ἐναρέτους πολίτας.
|
27
Ὃς φείδεται ρῆμα προέσθαι σκληρόν,
ἐπιγνώμων, μακρόθυμος δὲ ἀνὴρ
φρόνιμος. |
27
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προσέχει
νὰ μὴ βγάζῃ ἀπὸ τὸ
στόμα του λόγια δηκτικὰ καὶ προσβλητικά,
εἶναι συνετὸς καὶ γνωστικὸς ἄνθρωπος.
Ὁ ὑπομονητικὸς καὶ πρᾷος εἶναι
ἄνθρωπος φρόνιμος.
|
27
Ὅποιος εἶναι φειδωλὸς καὶ συγκρατημένος
εἰς τὰ λόγια του καὶ προσέχει νὰ
μὴ βγάλῃ ἀπὸ τὸ στόμα του φράσεις
σκληρὰς καὶ προσβλητικὰς, αὐτὸς
εἶναι γνωστικός, ὁ δὲ ὑπομονητικός,
ποὺ συμπνίγει τὴν ὀργήν του καὶ
χαλιναγωγεῖ τὴν γλῶσσαν του, αὐτὸς
εἶναι φρόνιμος. |
28
Ἀνοήτῳ ἐπερωτήσαντι σοφίαν
σοφία λογισθήσεται, ἐνεὸν δέ
τις εὐυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος
εἶναι. |
28
Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἀμόρφωτος,
ὅταν ἐρωτᾷ τοὺς σοφοὺς διὰ
νὰ μάθῃ κάτι, θὰ φαίνεται
καὶ θὰ θεωρῆται φρόνιμος καὶ
σοφός. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος θὰ σιωπᾷ καὶ
θὰ κάμνῃ τὸν βωβόν, θὰ
θεωρηθῇ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐπίσης
φρόνιμος, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ
εἶναι. |
28
Ὁ ἀγράμματος ἄνθρωπος, ποὺ ἐρωτᾷ
καὶ συμβουλεύεται τοὺς σοφοὺς διὰ
νὰ μάθῃ καὶ νὰ μορφωθῇ, θὰ
θεωρηθῇ ὡς σοφός· ἀντιθέτως ἐκεῖνος,
ποὺ δὲν ὁμιλεῖ καὶ δὲν
ἐρωτᾷ, θὰ φαίνεται μὲν φρόνιμος καὶ
συνετός, θὰ μένῃ ὅμως ἀμόρφωτος καὶ
δὲν θὰ γίνεται σοφός. |