Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κόλαστον
οἶνος καὶ ὑβριστικὸν μέθη, πᾶς
δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται.
|
πολὺς
οἶνος ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀκολασίαν,
ἡ δὲ μέθη εἰς τὴν μωρὰν
ἀλαζονείαν καὶ τὴν ἀδιαντροπιάν.
Κάθε μικρόμυαλος εἰς αὐτὰ περιπλέκεται
καὶ ἐξευτελίζεται.
|
ὑπερβολικὴ
χρῆσις τὸ οἴνου ὁδηγεῖ εἰς
ἀκολασίαν καὶ ἡ μέθη ἐξευτελίζει καὶ
καταρρακώνει τὸν ἄνθρωπον. Κάθε δὲ ἄφρων
μπερδεύεται καὶ περιπλέκεται εἰς τέτοιου εἴδους
πάθη καὶ ἐξευτελισμούς. |
2
Οὐ διαφέρει ἀπειλὴ βασιλέως
θυμοῦ λέοντος, ὁ δὲ παροξύνων
αὐτὸν ὀμαρτάνει εἰς τὴν
ἑαυτοῦ ψυχήν. |
2
Ἡ ἀπειλὴ τοῦ βασιλέως καὶ
γενικώτερον τοῦ ἰσχυροῦ δὲν
διαφέρει ἀπὸ τὸν θυμὸν τοῦ
ἐξηγριωμένου λέοντος. Ὅποιος τὸν
ἐξερεθίζει, ἐκθέτει εἰς κίνδυνον
τὴν ἰδίαν του ζωήν.
|
2
Ἡ ἀπειλὴ καὶ ἡ φοβέρα
τοῦ βασιλέως δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν
θυμὸν τοῦ λιονταριοῦ· ἐκείνου
δέ, ποὺ ἐρθίζει καὶ ἐξοργίζει
τὸν βασιλέα, κινδυνεύει ἡ ζωή.
|
3
Δόξα ἀνδρὶ ἀποστρέφεσθαι λοιδορίας,
πᾶς δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται.
|
3
Μεγάλη τιμὴ καὶ δόξα εἶναι διὰ
τὸν ἄνθρωπον νὰ ἀποφεύγῃ
τὰς ὕβρεις καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς
ἐναντίον τῶν ἄλλων. Κάθε ὅμως
ἀσύνετος περιπλέκεται εἰς αὐτὰ
τὰ κακά.
|
3
Διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸ νὰ ἀποφεύγῃ
τὰς λοιδορίας καὶ τὰς ὕβρεις κατὰ
τῶν ἄλλων, εἶναι δόξα καὶ τιμή,
κάθε ἄφρων ὅμως καὶ ἄμυαλος ἄνθρωπος
περιπλέκεται καὶ ἀνακατεύεται εἰς αὐτάς.
|
4
Ὁνειδιζόμενος ὀκνηρὸς οὐκ αἰσχύνεται,
ὠσαύτως καὶ ὁ δανειζόμενος σῖτον
ἐν ἀμήτῳ. |
4
Ὁ ὀκνηρὸς δὲν ἐντρέπεται,
ὅταν γίνεται ἀντικείμενον ἐξευτελισμῶν
καὶ ὀνειδισμῶν ἐκ μέρους τῶν
ἄλλων. Ὁμοίως δὲν ἐντρέπεται
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ζητεῖ δάνεια
εἰς καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον
οἱ ἄλλοι θερίζουν καὶ συγκομίζουν.
|
4
Ὁ ὀκνηρὸς καὶ τεμπέλης δὲν ἐντρέπεται,
ὅταν γελοιοποιῆται καὶ ἐξευτελίζεται
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, διότι ἔχει
καταντήσει ἀφιλότιμος. Τὸ ἴδιον συμβαίνει
καὶ μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος,
ἐπειδὴ ἀδιαφόρησε νὰ καλλιεργήσῃ
τὸ χωράφι του, δανείζεται σιτάρι εἰς ἐποχὴν
θερισμοῦ κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ
σιταποθῆκαι τῶν ἐργατικῶν γεμίζουν.
|
5
Ὕδωρ βαθὺ βουλὴ ἐν καρδίᾳ
ἀνδρός, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος
ἐξαντλήσει αὐτήν. |
5
Ὡσὰν τὸ ἀνεξάντλητο νερό,
ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ βαθὺ
πηγάδι, εἶναι αἱ συνεταὶ γνῶμαι
καὶ ἀποφάσεις, ποὺ ὑπάρχουν
εἰς τὴν καρδίαν τοῦ φρονίμου
ἀνδρός. Ὁ δὲ συνετὸς καὶ
φρόνιμος θὰ ἀντλήσῃ μέχρι
τέλους αὐτὰς καὶ θὰ τὰς
χρησιμοποίηση, ὅπου πρέπει.
|
5
Νερὸ πολὺ καὶ ἄφθονον, σὰν ἐκεῖνο
ποὺ ἔχει γεμᾶτο εἰς μεγάλα βάθη πηγάδι,
εἶναι αἱ συνεταὶ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις
τοῦ ἐναρέτου ἀνθρώπου, ὁ ἔξυπνος
δὲ ἄνθρωπος θὰ τὰς ἀντλῄση
ὅλας καὶ θὰ τὰς ἐπωφεληθῇ
μέχρι πλήρους ἑξαντλήσεως. |
6
Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ
ἐλεήμων, ἄνδρα δὲ πιστὸν ἔργον
εὑρεῖν. |
6
Μεγάλο πρᾶγμα αὐτὸ τὸ δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος.
Πολύτιμος ὅμως εἶναι ὁ ἐλεήμων.
Τὸ νὰ εὕρῃς ὅμως ἕνα ἄνθρωπον
πιστὸν εἰς τὰ ἔργα καὶ εἰς
τὰ λόγια, εἶναι πολὺ δύσκολον.
|
6
Εἶναι μεγάλο τὸ δημιούργημα, ποὺ ὀνομάζεται
ἄνθρωπος, διότι ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν
Θεὸν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν του·
πολύτιμος ὅμως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
εὐσπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ. Τὸ
νὰ εὕρῃς δὲ ἄνθρωπον πιστόν,
ὁ ὁποῖος θὰ ἐλεῇ τὸν
συνάνθρωπόν του ἐπνεόμενος ἀπὸ τὴν
πίστιν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὴν
μισθαποδοσίαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ
δύσκολον πρᾶγμα. |
7
Ὃς ἀναστρέφεται ἄμωμος ἐν δικαιοσύνῃ,
μακαρίους τοὺς παῖδας αὐτοῦ
καταλείψει. |
7
Ὁ γονεύς, ὁ ὁποῖος ζῇ
καὶ συμπεριφέρεται μὲ ἀρετὴν
καὶ ἔχει ἄμεμπτον παράδειγμα, θὰ
ἀφήσῃ εὐτυχισμένα τὰ παιδιά
του. |
7
Ὁ γονεὺς ἐκεῖνος, ποὺ ζῇ
καὶ πολιτεύεται μὲ ἀρετὴν καὶ
ἄμεμπτον συμπεριφοράν, θὰ ἀφήσῃ τὰ
παιδιά του εὐτυχισμένα. |
8
Ὅταν βασιλεὺς δίκαιος καθίσῃ
ἐπὶ θρόνου, οὐκ ἐναντιοῦται
ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ πᾶν
πονηρῶν. |
8
Ὅταν ἐπὶ τοῦ θρόνου καθίσῃ
ἐνας βασιλεὺς ἐνάρετος καὶ συνετός,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ ἐνώπιον
τῶν ὀφθαλμῶν του κανένα πονηρὸν
καὶ κανεὶς πονηρός. |
8
Ὅταν ἀνέλθῃ ἐπὶ τοῦ βασιλικοῦ
θρόνου ἕνας δίκαιος βασιλεύς, οἰονδήποτε
κακὸν καὶ πονηρὸν δὲν ἀντιστέκεται
ἐμπρός του, διότι τὸ τιμωρεῖ καὶ τὸ
πατάσσει αὐστηρῶς καὶ ἀπροσωπολήπτως.
|
9
Τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν
καρδίαν; Ἢ τίς παρρησιάσεται καθαρὸς
εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;
|
9
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ ὅτι ἔχει
ἁγνὴν καὶ καθαρὰν τὴν καρδίαν
ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας;
Ἢ ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ
μὲ παρρησίαν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι
καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν;
Κανείς. |
9
Ποῖος ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ,
ὅτι ἔχει καθαρὰν τὴν καρδίαν του ἀπὸ
τὸν μολυσμὸν τῆς ἁμαρτίας; Ἢ
ποῖος ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ
μὲ παρρησίαν, ὅτι εἶναι ἀνένοχος καὶ
καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίαν; Ἀσφαλῶς
κανείς. |
20
Κακολογοῦντος πατέρα ἢ μητέρα σβεσθήσεται
λαμπτήρ, αἱ δὲ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν
αὐτοῦ ὄψονται σκότος.
|
20
Θὰ σβήσῃ ἡ φλόγα τῆς ζωῆς
ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κακολογεῖ
τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα
του. Θὰ σβήσουν καὶ θὰ καλυφθοῦν
ἀπὸ τὸ σκοτάδι αὶ κόραι
τῶν ὀφθαλμῶν του, ὥστε νὰ μὴ
μπορῇ νὰ βλέπῃ.
|
20
Κάθε λάμψις καὶ δόξα θὰ σβήσῃ ἀπὸ
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κακολογεῖ
τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του, καὶ
αἱ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν του θὰ
ἀντικρύσουν τὸ αἰώνιον σκότος τοῦ
ᾅδου. |
21
Μερὶς ἐπισπουδαζομένη ἐν πρώτοις,
ἐν τοῖς τελευταίοις οὐκ εὐλογηθήσεται.
|
21
Μερίδιον ἀπὸ τὴν πατρικὴν κληρονομίαν,
τὸ ὁποῖον ἁρπάζεται βιαίως
καὶ πρὸ καιροῦ, δὲν πρόκειται
ἐν τέλει νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογίαν
του Θεοῦ.
|
21
Περιουσία, ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶται
μὲ σπουδὴν καὶ εὐκολίαν διὰ
δολίων μέσων καὶ ἁρπαγῶν, εἰς τὸ
τέλος δὲν θὰ ἔχῃ τὴν εὐλογίαν
τοῦ Θεοῦ. |
22
Μὴ εἴπῃς· τίσομαι τὸν ἐχθρόν,
ἀλλ' ὑπόμεινον τὸν Κύριον, ἵνα
σοι βοηθήσῃ. |
22
Μὴ εἴπῃς ὅτι θὰ ἐκδικηθῶ
καὶ θὰ τιμωρήσω τὸν ἐχθρόν
μου. Ἀλλὰ δεῖξε ὑπομονὴν ἀπέναντι
τοῦ Κυρίου, καὶ εἰς αὐτὸν
ἀνάθεσε τὴν ἀποδόσιν τοῦ
δικαίου σου, διὰ νὰ σὲ βοηθήσῃ
καὶ σὲ προστατεύσῃ.
|
22
Μὴ εἴπῃς· θὰ ἐκδικηθῶ
τὸν ἐχθρόν μου· ἀλλ' ἀντὶ
νὰ τὸν ἐκδικηθῇς, ἀνάθεσε
τὸ δίκαιόν σου μετὰ ἐμπιστοσύνης καὶ
ὑπομονῆς εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ
σὲ βοηθήσῃ καὶ σὲ προστατεύσῃ.
|
10
Στάθμιον μέγα καὶ μικρὸν καὶ
μέτρα δισσά, ἀκάθαρτα ἐνώπιον
Κυρίου καὶ ἀμφότερα καὶ ὁ
ποιῶν αὐτά. |
10
Ζύγια δόλια, μεγαλύτερα τοῦ κανονικοῦ
διὰ τὴν ἀγορὰν καὶ μικρότερα
τοῦ κανονικοῦ διὰ τὴν πώλησιν,
καὶ διπλᾶ μέτρα χωρητικότητος διὰ
τὰ ὑγρὰ προϊόντα, καὶ τὰ
δύο εἶναι ἀκάθαρτα ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπίσης καὶ
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τὰ κατασκευάζει
καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ.
|
10
Βαρίδιον ζυγοῦ μικρότερον διὰ τὴν πώλησιν
καὶ μεγαλύτερον τοῦ κανονικοῦ διὰ
τὴν ἀγοράν, καθὼς καὶ τὰ διπλᾶ
μέτρα χωρητικότητος, εἶναι ἀκάθαρτα ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ τὰ δύο, ὅπως ἐπίσης
ἀκάθαρτος εἶναι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ διὰ νὰ πωλῇ
καὶ νὰ ἀγοράζῃ.
|
11
Ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτοῦ
συμποδισθήσεται νεανίσκος μετὰ ὁσίου,
καὶ εὐθεῖα ὁδοὶ αὐτοῦ.
|
11
Ὁ νέος, ὁ ὁποῖος συμπορεύεται
καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς τρόπους ζωῆς
τοῦ ὁσίου, τοῦ ἐνάρετου,
θὰ ὑποστῇ βαθεῖαν τὴν ἀγαθὴν
ἐπίδρασιν ἀπὸ τὸ καλὸ
παράδειγμα ἐκείνου καὶ θὰ εἶναι
εὐθεῖα ἡ πορεία τῆς ζωῆς
του. |
11
Ὁ νέος, ποὺ διατρίβει πλησίον παιδαγωγοῦ
ἐναρέτου καὶ ἀφιερωμένου εἰς
τὸν Θεόν, θὰ αἰχμαλωτισθῇ καὶ
θὰ ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὰ ἔργα
καὶ τὰς καλὰς πράξεις αὐτοῦ,
καὶ ὅταν πλέον χειραφετηθῇ, θὰ εἶναι
εὐθεῖα ἡ πορεία τῆς ζωῆς τουῦ
καὶ ἐνάρετος ὁ βίος του.
|
12
Οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς
ὁρᾷ· Κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα.
|
12
Τὸ αὐτὶ ἀκούει καὶ τὸ
μάτι βλέπει καὶ τὰ δύο ὅμως
εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ
εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ διὰ
τὸ καλὸν τοῦ ἀνθρώπου πρέπει
νὰ χρησιμοποιοῦνται.
|
12
Τὸ αὐτὶ ἀκούει καὶ τὸ
μάτι βλέπει· καὶ τὰ δύο ὅμως εἶναι
ποιήματα τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ Θεὸν
πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται.
|
13
Μὴ ἀγάπα καταλαλεῖν, ἵνα μὴ
ἐξαρθῇς· διάνοιξον τοὺς ὀφθαλμούς
σου καὶ ἐμπλήσθητι ἄρτων.
|
13
Μὴ εὐχαριστῆσαι εἰς τὸ νὰ
κατακρίνῃς ἄλλους,
διὰ νὰ μὴ σὲ ἀποπέμψουν
ἐκ μέσου αὐτῶν ἐκεῖνοι
καὶ καταστραφῇς. Ἄνοιξε τὰ
μάτια σου καλά, ὥστε
νὰ διακρίνῃς
καὶ νὰ ἀκολουθῇς πάντοτε τὸ
ὀρθὸν καὶ τὸ πρέπον, καὶ
τότε θὰ χορτάσῃς ἀπὸ ἀγαθά.
|
13
Μὴ ἀρέσκεσαι νὰ κατακρίνῃς τοὺς
ἄλλους, διὰ νὰ μὴ ἀποπεμφθῇς
καὶ κοινωνικῶς καθιστάμενος ἀνεπιθύμητος
καὶ μισητὸς εἰς τοὺς ὑπὸ
σοῦ κατακρινομένους. Ἄνοιξε τὰ μάτια σου
καὶ χόρτασε τὴν ψυχήν σου σὰν μὲ ψωμί,
θεωρῶν τὰς θείας εὐεργεσίας, μέσα εἰς
τὰς ὁποίας ζῇς. |
23
Βδέλυγμα Κυρίῳ δισσὸν στάθμον,
καὶ ζυγὸς δόλιος οὐ καλὸν ἐνώπιον
αὐτοῦ. |
23
Ἀποκρουστικὰ καὶ μισητὰ εἶναι
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὰ διπλᾶ
ζύγια, ὅπως ἐπίσης δὲν εἶναι
ἀρεστὴ καὶ καλὴ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου ἡ ψεύτικη
ζυγαριά.
|
23
Βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι τὰ
διπλᾶ ζύγια, καὶ ἡ ψεύτικη ζυγαριὰ
δὲν εἶναι καλὸν καὶ ἀρεστὸν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. |
24
Παρὰ Κυρίου εὐθύνεται τὰ διαβήματα
ἀνδρί, θνητὸς δὲ πῶς ἂν
νοήσαι τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ;
|
24
Ἀπὸ τὸ πανάγαθον Θεὸν κατευθύνονται
αἱ πορεῖαι τῆς ζωῆς καὶ τὰ
γεγονότα τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ δὲ θνητὸς καὶ πτωχὸς εἰς
τὴν νόησιν ἄνθρωπος πῶς εἶναι
δυνατὸν ἐξ ἑαυτοῦ νὰ κατανοήσῃ
τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς, ποῦ πρέπει
νὰ βαδίση;
|
24
Ἀπὸ τὴν πάνσοφον καὶ ἀγαθὴν
Πρόνοιαν κατευθύνονται τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς
τοῦ ἀνθρώπου. Ἀσθενὴς δὲ καὶ
ὑποκείμενος εἰς τὸν θάνατον ὁ ἄνθρωπος,
πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐννοήσῃ
ποὺ πρέπει νὰ πορευθῇ;
|
25
Παγὶς ἀνδρὶ ταχύ τι τῶν ἰδίων
ἁγιάσαι, μετὰ γὰρ τὸ
εὔξασθαι μετανοεῖν γίνεται. |
25
Τὸ νὰ σπεύδῃ κανεὶς νὰ
τάξῃ ἀπερισκέπτως κάτι ἀπὸ
ὅσα τοῦ ἀνήκουν, εἶναι δυνατὸν
νὰ τοῦ δημιουργήσῃ κίνδυνον
καὶ παγίδα, διότι μετὰ τὸ τάξιμο
συμβαίνει οἱ ἀπερίσκεπτοι νὰ
μετανοοῦν δι' αὐτό.
|
25
Εἶναι παγίς (ἐπικίνδυνον πρᾶγμα) εἰς
κάθε ἄνθρωπον νὰ ἀφιερωσῃ εἰς
τὸν Θεὸν κάτι ἀπὸ τὰ ἰδικά
του γρήγορα καὶ χωρὶς ὥριμον σκέψιν, διότι
μετὰ τὸ τάξιμον συμβαίνει οἱ ἀπερίσκεπτοι
καὶ ἐπιπόλαιοι νὰ μετανοοῦν διὰ
τὴν ὑπόσχεσιν καὶ τὸ τάξιμον, ποὺ
ἔκαμαν εἰς τὸν Θεόν. |
26
Λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὺς σοφός,
καὶ ἐπιβαλεῖ αὐτοῖς τροχόν.
|
26
Ὁ σοφὸς βασιλεὺς λιχνίζει καὶ
ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς καλοὺς τοὺς
κακοποιοὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς·
καὶ αὐτὸς θὰ ἐπιβάλλῃ
εἰς αὐτοὺς τὴν δύναμιν καὶ
τὰς κυρώσεις τοῦ νόμου.
|
26
Λιχνιστὴς καὶ ἐκκαθαριστὴς τῶν
κακοποιῶν καὶ ἀσεβῶν εἶναι ὁ
σοφὸς βασιλεὺς καὶ αὐτὸς θὰ
ἐπιβάλῃ εἰς αὐτοὺς τὸ
κράτος τοῦ νόμου ὡς ἄλλον ἐκκαθαριστικὸν
τροχόν, διὰ τοῦ ὁποίου ξεχωρίζεται τὸ
σιτάρι ἀπὸ τὸ ἄχυρον.
|
27
Φῶς Κυρίου πνοὴ ἀνθρώπων, ὃς
ἐρευνᾷ ταμιεῖα κοιλίας.
|
27
Φῶς Κυρίου, καθοδηγητικὸν εἰς τὴν
ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ
ζωογόνος πνοή, τὴν ὁποίαν ὁ
δημιουργὸς τοῦ ἐνέπνευσε. Ὁ
Θεὸς ἐρευνᾷ καὶ βλέπει ὁλοκάθαρα
ὅλα ὅσα εἶναι ἀποκεκρυμμένα
καὶ ἀποταμιευμένα εἰς τὴν καρδίαν
καὶ τὸ ἐσωτερικὸν
τοῦ ἀνθρώπου.
|
27
Φῶς τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖον μᾶς
καθοδηγεῖ, εἶναι ἡ πνοή, τὴν ὁποίαν
ὁ δημιουργὸς ἐνεφύσησε ζωοποιῶν τοὺς
πλασθέντας ἀπὸ τὸ χῶμα ἀνθρώπους.
Ὁ Θεὸς δὲ εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ ἐρευνᾷ τὰ βάθη τῆς καρδίας,
δηλαδὴ τί εἶναι ἀποταμιευμένον εἰς
τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μας.
|
28
Ἐλεημοσύνη καὶ ἀλήθεια φυλακὴ
βασιλεῖ, καὶ περικυκλώσουσιν ἐν
δικαιοσύνῃ τὸν θρόνον αὐτοῦ.
|
28
Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια,
ὅπως καὶ γενικώτερον
ἡ ἀρετή, εἶναι
ἡ ἀσφαλὴς φρουρὰ ἡ στηρίζουσα
τὸν βασιλέα. Αὐταὶ αἱ ἀρεταὶ
θὰ περικυκλώσουν καὶ θὰ ἀσφαλίσουν
μὲ δικαιοσύνην τὸν θρόνον του.
|
28
Εὐσπλαγχνία καὶ ἀληθεία πρέπει νὰ
εἶναι σὰν σωματοφύλακες ἑνὸς βασιλέως,
καὶ τότε ὁ θρόνος του θὰ εἶναι περικυκλωμένος
μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀσφάλειαν.
|
29
Κόσμος νεανίαις σοφία, δόξα δὲ
πρεσβυτέρων πολιαί. |
29
Στολισμὸς διὰ τοὺς νέους εἶναι
ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις. Δόξα
δὲ τῶν γερόντων εἶναι τὰ ἄσπρα
μαλλιά, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν πεῖραν,
σύνεσιν καὶ ἀρετήν.
|
29
Ἀληθινὸς στολισμὸς εἰς τοὺς
νέους εἶναι ἡ σοιφία καὶ ἡ φρονιμάδα,
δόξα δὲ τῶν γερόντων τὰ λευκασμένα μαλλιά,
τὰ ὁποῖα ὑποδηλώνουν πεῖραν
καὶ σύνεσιν. |
30
Ὑπώπια καὶ συντρίμματα συναντᾷ
κακοῖς, πληγαὶ δὲ εἰς ταμιεῖα
κοιλίας. |
30
Μωλωπίσματα εἰς τὸ πρόσωπον ἀπὸ
κτυπήματα, καὶ συντρίμματα ὀστῶν
θὰ συναντήσουν τοὺς κακοὺς εἰς
τὴν πορείαν τῆς ζωῆς των. Πληγαὶ
δὲ καὶ ἀσθένειαι ὀδυνηραὶ
θὰ ἀπλωθοῦν ἕως τὰ βάθη
τοῦ ἐσωτερικοῦ των. |
30
Πρήξιμον εἰς τὸ πρόσωπον ἀπὸ κτυπήματα
καὶ καταστροφὴν θὰ εὔρουν ἐμπρός
των οἱ κακοὶ καὶ διεστραμμένοι ἄνθρωποι,
ὀδυνηραὶ δὲ πληγαὶ καὶ μαστιγώσεις
θὰ φθάσουν ἕως τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ
των. |