Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σπερ
ὁρμὴ ὕδατος, οὕτως καρδία βασιλέως
ἐν χειρὶ Θεοῦ· οὗ ἐὰν
θέλων νεύσῃ, ἐκεῖ ἔκλινεν
αὐτήν. |
πως
τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ νεροῦ
ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ βασιλέως
εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου αὐτὸς
θέλει νὰ τὴν κατευθύνῃ, ἐκεῖ
μὲ ἕνα του νεῦμα τὴν γυρίζει
καὶ τὴν στρέφει.
|
καρδία
τοῦ βασιλέως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν
παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ
αὐτὸν χαλιναγωγεῖται, ὅπως ἀκριβῶς
τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ νεροῦ,
τὸ ὁποῖον μόνον ὁ Θεὸς ἔχει
τὴν δύναμιν νὰ ἀναχαιτίσῃ. Ὅπου
θὰ νεύσῃ ὁ Θεός, ἐκεῖ ἀμέσως
ἔστρεψε καὶ ἐγύρισε καὶ τὴν
καρδίαν τοῦ βασιλέως. |
2
Πᾶς ἀνὴρ φαίνεται ἑαυτῷ
δίκαιος, κατευθύνει δὲ καρδίας Κύριος.
|
2
Κάθε ἄνθρωπος νομίζει τὸν ἑαυτόν
του ὅτι εἶναι δίκαιος, ἀλλὰ
ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος γνωρίζει, κυβερνᾷ καὶ
κατευθύνει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων
εἰς τὴν ἀρετήν.
|
2
Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν
ἑαυτόν του, νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ
ὅτι ἐξετέλεσε τὰ καθήκοντα του· ὁ
Θεὸς ὅμως γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν
ἀνθρώπων καὶ αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ τὰς κατευθύνει εἰς τὸ ἀγαθόν.
|
3
Ποιεῖν δίκαια καὶ ἀληθεύειν
ἀρεστὰ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ
θυσιῶν αἷμα. |
3
Τὸ νὰ πράττῃ κανεὶς δίκαια
ἔργα καὶ τὸ νὰ λέγῃ πάντοτε
τὴν ἀλήθειαν, εἶναι αὐτὰ
περισσότερον εὐάρεστα καὶ εὐπρόσδεκτα
εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τὰ αἵματα
θυσιῶν ζώων.
|
3
Τὸ νὰ κάμνῃ κανεὶς τὸ καλὸν
καὶ νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν,
αὐτὸ ἀρέσει εἰς τὸν Θεὸν
περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα
τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα προσφέρονται εἰς
αὐτὸν ὡς θυσία. |
4
Μεγαλόφρων ἐν ὕβρει θρασυκάρδιος,
λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτία.
|
4
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγάλην ἰδέαν
διὰ τὸν ἑαυτόν του, εἶναι ἀλαζονικός,
θρασὺς καὶ σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν.
Οἱ ἀσεβεῖς θεωροῦν ὡς φῶς
καὶ χαρὰν τῆς ζωῆς των τὴν ἁμαρτίαν.
|
4
Ὁ φουσκωμένος καὶ ἀλαζὼν ἐξ
αἰτίας τῆς μεγάλης ἰδέας, ποὺ ἔχει
διὰ τὸν ἑαυτόν του, εἶναι ἀναίσθητος
καὶ σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν. Ὁ
μόνος δὲ λύχνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ὁδηγοῦνται οἱ ἀσεβεῖς, εἶναι
ἡ ἁμαρτία ποὺ σκοτίζει τοὺς ἀνθρώπους.
|
6
Ὁ ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ
ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται
ἐπὶ παγίδας θανάτου. |
6
Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ψευδολογίας καὶ
ἀπάτας συνάγει θησαυρούς, κοπιάζει
ματαίως. Βαδίζει, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται,
εἰς θανασίμους δι' αὐτὸν παγίδας.
|
6
Ὅποιος θησαυρίζει καὶ πλουτίζει μὲ γλῶσσαν
ψεύδους καὶ δολιότητος, αὐτὸς κυνηγᾷ,
τὴν ματαιότητα καὶ βαδίζει πρὸς θανατηφόρους
παγίδας. |
7
Ὄλεθρος ἀσεβέσιν ἐπιξενωθήσεται,
οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν τὰ
δίκαια. |
7
Ὡσὰν ἀνεπιθύμητος κακότροπος
ξένος θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ θὰ
φιλοξενῆται εἰς τὰ σπίτια τῶν
ἀσεβῶν ὁ ὄλεθρος, διότι αὐτοὶ
δὲν θέλουν νὰ πράττουν τὸ ὀρθὸν
καὶ τὸ ἀγαθόν.
|
7
Ἡ καταστροφὴ θὰ ἐγκατασταθῇ
καὶ θὰ φιλοξενῆται εἰς τὰ σπίτια
τῶν ἀσεβῶν, διότι δὲν θέλουν νὰ
μετανοήσουν καὶ νὰ πράττουν τὰ δίκαια.
|
8
Πρὸς τοὺς σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς
ἀποστέλλει ὁ Θεός, ἁγνὰ
γὰρ καὶ ὀρθὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.
|
8
Διὰ τοὺς διεστραμμένους ἀνθρώπους
ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ περιπλέκωνται
εἰς διεστραμμένας καὶ καταστρεπτικὰς
δι' αὐτοὺς ὁδούς, διότι τὰ
ἔργα τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνὰ
καὶ δίκαια καὶ εἰς τοιαῦτα μόνον
εὐαρεστεῖται. |
8
Πρὸς τοὺς διεστραμμένους, διεστραμμένας ὀδοὺς
στέλλει ὁ Θεός, τοὺς ἀφήνει δηλαδὴ
νὰ βαδίσουν πρὸς τὴν δυστυχίαν καὶ
τὴν καταστροφήν, διότι τὰ ἔργα τοῦ
Θεοῦ εἶναι ὁλοκάθαρα καὶ δίκαια.
|
9
Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας
ὑπαίθρου ἢ ἐν κεκονιαμένοις
μετὰ ἀδικίας καὶ ἐν οἴκῳ
κοινῷ. |
9
Προτιμότερον εἶναι νὰ κατοικῇ κανεὶς
μόνος του σὲ κάποια γωνιὰ ἔξω
εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ νὰ κατοικῇ
μὲ ἄλλους εἰς φρεσκοασβεστωμένους
καὶ περιποιημένους οἴκους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν κτισθῇ μὲ ἀδικίας.
|
9
Εἶναι προτιμότερον νὰ κατοικῇς εἰς
κάποιαν γωνίαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ
νὰ κατοικῇς εἰς οἰκοδομὰς ἀσβεστωμένας,
ἀλλὰ κτισμένας μὲ ἀδικίας, ἢ
καὶ εἰς πολυκατοικίας, ὅπου κατοικοῦν
πολλοί. |
10
Ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται
ὑπ' οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων.
|
10
Ἄνθρωπος ἀσεβὴς ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ καὶ ἄδικος πρὸς τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους δὲν θὰ εὕρῃ
συμπάθειαν καὶ ἔλεος ἀπὸ κανένα.
|
10
Ὁ ἀσεβής, ὁ ὁποῖος δὲν
ἀγαπᾷ καὶ δὲν σέβεται τὸν πλησίον
του καὶ ὅσα ἀνήκουν εἰς αὐτόν,
δὲν θὰ ἐλεηθῇ οὔτε θὰ
εὕρῃ συμπάθειαν ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον.
|
11
Ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος
γίνεται ὁ ἄκακος, συνίων δὲ
σοφὸς δέξεται γνῶσιν. |
11
Ὅταν τιμωρῆται ὁ ἀνήθικος καὶ
διεφθαρμένος ἄνθρωπος, ὁ ἀγαθὸς
γίνεται περισσότερον προσεκτικός. Ὁ
δὲ σοφός, ὁ ὁποῖος κατανοεῖ
ὀρθῶς πρόσωπα καὶ πράγματα,
θὰ ἀποκτήσῃ μεγαλυτέραν γνῶσιν
ἀπὸ τὰ παθήματα τοῦ διεφθαρμένου.
|
11
Ὅταν τιμωρῆται λόγῳ τοῦ ἀτάκτου
του βίου ὁ ἀκόλαστος, ὁ ἐνάρετος καὶ
ἄγευστος τοῦ κακοῦ γίνεται προσεκτικώτερος,
ὁ δὲ σοφός, ποὺ ἀντιλαμβάνεται καὶ
μελετᾷ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὸ πάθημα
τοῦ ἀκολάστου θὰ πλουτήσῃ τὴν
γνῶσιν του. |
12
Συνίει δίκαιος καρδίας ἀσεβῶν
καὶ φαυλίζει ἀσεβεῖς ἐν κακοῖς.
|
12
Ὁ δίκαιος ἀντιλαμβάνεται σαφῶς
ἐκεῖνα, ποὺ ὑπάρχουν εἰς
τὰς καρδίας τῶν ἀσεβῶν. Δὲν
τοὺς μακαρίζει, ἀλλὰ τοὺς ἐλεεινολογεῖ,
διότι εὑρίσκονται εἰς τὴν ἀθλίαν
αὐτὴν κατάστασιν.
|
12
Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει τί ἔχουν εἰς τὴν
καρδίαν των οἱ ἀσεβεῖς καὶ τοὺς
κακίζει καὶ τοὺς ἐλεεινολογεῖ, διότι
εὑρίσκονται εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν
κατάστασιν. |
13
Ὃς φράσσει τὰ ὦτα αὐτοῦ
τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς,
καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ
οὐκ ἔστοὶ ὁ εἰσακούων.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ κλείει τὰ αὐτιά
του, διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃ
τὴν παράκλησιν ἑνὸς πτωχοῦ,
ἑνὸς ἀδυνάτου καὶ ἀσθενοῦς,
θὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς
τὴν ἀνάγκην νὰ ἐπικαλεσθῇ
καὶ ζητήσῃ βοήθειαν τῶν ἄλλων
καὶ δὲν θὰ ὑπάρξῃ
κανεὶς νὰ τὸν
ἀκούσῃ.
|
13
Ὅποιος κλείνει τὰ αὐτιά του, διὰ νὰ
μὴ ἀκούσῃ τὴν παράκλησιν καὶ
ἱκεσίαν τοῦ ἀδυνάτου καὶ ἀσθενοῦς
πτωχοῦ, θὰ ἔλθῃ ὥρα, ποὺ
θὰ παρακαλῇ καὶ αὐτός, ἀλλὰ
δὲν θὰ τὸν ἀκούῃ κανείς.
|
14
Δόσις λάθριος ἀνατρέπει ὀργάς,
δώρων δὲ ὁ φειδόμενος θυμὸν
ἐγείρει ἰσχυρόν.
|
14
Ἔνα φιλοδώρημα, ποὺ
προσφέρεται μὲ διάκρισιν,
κρυφίως καὶ
χωρὶς θόρυβον, προλαμβάνει,
πολλὲς φορὲς τὴν ὀργήν τοῦ
ἄλλου. Ὅποιος δὲ λυπηθῇ νὰ προσφέρῃ
ἕνα τέτοιο φιλοδώρημα, ὑπεγείρει
μεγάλον θυμόν.
|
14
Δῶρον, τὸ ὁποῖον προσφέρεται κρυφὰ
καὶ χωρὶς θόρυβον, εἰς ἐκδήλωσιν σεβασμοῦ
καὶ ὄχι διὰ δωροδοκίαν, ἀνατρέπει
τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος, ἐνῷ
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τσιγγουνεύεται
νὰ προσφέρῃ δῶρον, ἐξεγείρει φοβερὸν
τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος.
|
15
Εὐφροσύνη δικαίων ποιεῖν κρῖμα,
ὅσιος δὲ ἀκάθαρτος παρὰ κακούργοις.
|
15
Εὐχαρίστησις καὶ χαρὰ τῶν δικαίων
εἶναι νὰ
ἀποδίδουν καὶ νὰ
ἐφαρμόζουν τὸ δίκαιον. Αὐτὸς
ὅμως ὁ ἐνάρετος θεωρεῖται ἀκάθαρτος
ἐκ μέρους τῶν κακοποιῶν.
|
15
Εὐχαρίστησις καὶ χαρὰ τῶν δικαίων
εἶναι νὰ ἀποδίδουν τὸ δίκαιον, ὁ
ἐνάρετος ὅμως θεωρεῖται ἀκάθαρτος
ἀπὸ τοὺς κακοποιούς. |
16
Ἀνὴρ πλανώμενος ἐξ ὁδοῦ
δικαιοσύνης ἐν συναγωγῇ γιγάντων ἀναπαύσεται.
|
16
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παρεπλανήθη
καὶ ἀπεμακρύνθη
ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης,
ἐβάδισε δὲ καὶ βαδίζει τοὺς
δρόμους τῆς κακίας,
εἶναι σὰν νὰ
θέλῃ νὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν
καὶ χαρὰν εἰς συγκέντρωσιν
κακούργων γιγάντων.
|
16
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παρεκκλίνει
ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς δικαιοσύνης καὶ
τῆς ἀρετῆς καὶ ζῇ εἰς
τὴν ἀδικίαν, θὰ συγκαταριθμηθῇ μεταξὺ
τῆς συνάξεως τῶν γιγάντων, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκονται εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην,
λόγῳ τοῦ ὅτι μετὰ δυνάμεως εἰργάσθησαν
τὸ κακόν. Θὰ τιμωρῆται λοιπὸν καὶ
αὐτὸς αὐστηρῶς καὶ αἰωνίως.
|
17
Ἀνὴρ ἐνδεὴς ἀγαπᾷ εὐφροσύνην,
φιλῶν οἶνον καὶ ἔλαιον εἰς πλοῦτον·
|
17
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν
καλοπέρασιν καὶ τὰ πλούσια τραπέζια,
θὰ μείνῃ φτωχός.
Ὅπως ἐπίσης ἐκεῖνος, ποὺ
ἀγαπᾷ τὸν οἶνον καὶ τὰ
λιπαρὰ φαγητά, δὲν θὰ πλουτήσῃ.
|
17
Ὁ πτωχὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ δὲν
ἔχει χρήματα, ἀγαπᾷ τὴν διασκέδασιν
καὶ τὰ γλέντια. Τοῦ ἀρέσει τὸ
ἄφθονον κρασί καὶ τὸ πολὺ λάδι εἰς
τὰ φαγητὰ καὶ εἰς αὐτὰ
σπαταλᾷ πάντοτε τὰς οἰκονομίας του, διὰ
νὰ μένῃ πάντοτε πτωχός. |
18
περικάθαρμα δὲ δικαίου ἄνομος.
|
18
Διὰ τὸν δίκαιον ἀκάθαρτος πρέπει
νὰ θεωρῆται ὁ ἀσεβὴς
καὶ ἡ πορεία τῆς ζωῆς
του. |
18
Ὁ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν γίνεται
λύτρον καὶ ἐξίλασμα ὑφιστάμενον τὴν
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τιμωρίαν, ἀντὶ
τοῦ δικαίου. |
19
Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῆ ἐρήμῳ
ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ
γλωσσώδους καὶ ἀργίλου. |
19
Εἶναι καλύτερον καὶ
προτιμότερον νὰ κατοικῇ κανεὶς μόνος
του εἰς τὴν ἔρημον, παρὰ μαζῆ
μὲ γυναῖκα φιλόνεικον,
γλωσσοῦ καὶ θυμώδη.
|
19
Εἶναι προτιμότερον νὰ μένῃ κανεὶς
μόνος εἰς τὴν ἔρημον, παρὰ νὰ
συγκατοικῇ μὲ γυναῖκα φιλόνικον, γλωσσώδη
καὶ θυμώδη. |
20
Θησαυρὸς ἐπιθυμητὸς ἀναπαύσεται
ἐπὶ στόματος σοφοῦ, ἄφρονες
δὲ ἄνδρες καταπίονται αὐτόν.
|
20
Ἀξιοθαύμαστοι καὶ
ἀξιαγάπητοι εἶναι οἱ
θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς
ἀρετῆς, ποὺ ἀναπαύονται εἰς
τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ. Οἱ ἄφρονες
ὅμως καταφρονοῦν καὶ καταπνίγουν μέσα
των καὶ καταφρονοῦν
κάθε τέτοιον θησαυρόν.
|
20
Αἱ θεῖαι ἀλήθειαι καὶ αἱ καλαὶ
συμβουλαὶ θὰ κάθωνται ἀναπαυτικὰ εἰς
τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ, σὰν θησαυρὸς
ζηλευτὸς καὶ ἐπιθυμητός, οἱ ἄφρονες
ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὸν θησαυρὸν
αὐτόν. |
21
Ὁδὸς δικαιοσύνης καὶ ἐλεημοσύνης
εὑρήσει ζωὴν καὶ δόξαν.
|
21
Ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης καὶ
τῆς ἐλεημοσύνης ὁδηγεῖ
τὸν ἄνθρωπον εἰς
μακρὰν καὶ
ἔνδοξον ζωήν.
|
21
Ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλεημοσύνης
θὰ ὁδηγήσῃ τοὺς ὁσίους ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι τὸν βαδίζουν, εἰς
ζωὴν καὶ δόξαν. |
22
Πόλεις ὀχυρὰς ἐπέβη σοφὸς
καὶ καθεῖλε τὸ
ὀχύρωμα, ἐφ' ᾧ ἐπεποίθεισαν
οἱ ἀσεβεῖς.
|
22
Ὁ σοφὸς στρατηγός,
μὲ τὴν σύνεσιν
καὶ τὴν στρατηγικὴν
αὐτοῦ ἱκανότητα,
ἐκυρίευσεν ὠχυρωμένας πόλεις
καὶ ἐκρήμνισεν
ὀχυρώματα, διὰ
τὰ ὁποῖα
οἱ ἀσεβεῖς εἶχαν τὴν πεποίθησιν,
ὅτι εἶναι ἀπόρθητα.
|
22
Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς στρατηγὸς
ἐκυρίευσε πόλεις ὠχυρωμένας καὶ ἐκρήμνισε
τὸ ὀχυρόν, διὰ τὸ ὁποῖον
οἱ ἀσύνετοι καὶ ἀσεβεῖς εἶχον
πεποίθησιν ὅτι εἶναι ἀπόρθητον.
|
23
Ὃς φυλάσσει τὸ στόμα αὐτοῦ
καὶ τὴν γλῶσσαν, διατηρεῖ ἐκ
θλίψεως τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
|
23
Ἐκεῖνος, ποὺ προσέχει τὸ στόμα
του καὶ τὴν γλῶσσαν του,
προφυλάσσει τὴν ψυχήν του ἀπὸ
πολλὰς θλίψεις καὶ
στενοχωρίας. |
23
Ὅποιος προσέχει τὸ στόμα καὶ τὴν γλῶσσαν
του, ὥστε νὰ λέγῃ τὰ πρέποντα, γλυτώνει
τὴν ψυχήν του ἀπὸ πολλὰς θλίψεις καὶ
στενοχωρίας. |
24
Θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν
λοιμὸς καλεῖται, ὃς δὲ μνησικακεῖ,
παράνομος. |
24
Ὁ θρασὺς καὶ ὁ αὐθάδης,
ὁ ἀλαζονικὸς καὶ
ἐπηρμένος, παρομοιάζεται καὶ
καλεῖται μολυσματικὴ καταστρεπτικὴ ἐπιδημία,
πανούκλα. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ
μνησικακεῖ, εἶναι παράνομος, διότι
καταπατεῖ τὸν νόμον τῆς ἀγάπης.
|
24
Ὁ θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ὑπερήφανος
ἀποκαλεῖται λυμεών, ἐπειδὴ σὰν
ἀρρώστια μολυσματικὴ καὶ μεταδοτικὴ
φθείρει καὶ καταστρέφει ἐκεῖνος δὲ
ποὺ μνησικακεῖ, εἶναι παράνομος, διότι τὸ
μῖσος καὶ ἡ μνησικακία του τὸν σπρώχνουν
πάντοτε εἰς τὸ νὰ παραβαίνῃ τὸν
ὕψιστον νόμον τῆς ἀγάπης.
|
25
Ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν,
οὐ γὰρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες
αὐτοῦ ποιεῖν τι. |
25
Αἱ πολλαὶ ἐπιθυμίαι, τὰ φαντασιώδη
σχέδια, ἐξοντώνουν
τὸν ὀκνηρόν, διότι
τὰ χέρια του δὲν
προθυμοποιοῦνται νὰ κάμουν κάτι, ὥστε
νὰ ἐπαρκέσῃ αὐτὸς
εἰς τὰς ἀνάγκας
του. |
25
Ἐπιθυμίαι πολλαὶ καὶ κακαὶ σκοτώνουν
κυριολεκτικῶς τὸν ὀκνηρόν, διότι τὰ
χέρια του δὲν θέλουν νὰ κάμουν τίποτε.
|
26
Ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν
ἡμέραν ἐπιθυμίας κακάς, ὁ
δὲ δίκαιος ἐλεᾷ καὶ οἰκτείρει
ἀφειδῶς. |
26
Ὁ ἀσεβὴς κυριαρχεῖται ὅλην τὴν
ἡμέραν ἀπὸ κακὰς
ἰδιοτελεῖς ἑπιθυμίας, ἐνῷ
ὁ δίκαιος ἐλεεῖ καὶ εὐσπλαγχνίζεται
καὶ προσφέρει πλουσίαν τὴν βοήθειάν
του. |
26
Ὁ ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην
τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας ἁμαρτωλὰς
καὶ βλαβεράς, ἐνῷ ὁ δίκαιος ἐλεεῖ
καὶ εὐσπλαγχνίζεται χωρὶς νὰ τσιγγουνεύεται.
|
27
Θυσίαι ἀσεβῶν, βδέλυγμα Κυρίῳ,
καὶ γὰρ παρανόμως προσφέρουσιν αὐτάς.
|
27
Αἱ θυσίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι
ἀποκρουστικαὶ καὶ μισηταὶ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, διότι προσφέρονται καὶ
προέρχονται ἀπὸ ἀδικίας καὶ
ἀπὸ καρδίας παρανόμους.
|
27
Αἱ θυσίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι μισηταὶ
καὶ ἀπεχθεῖς εἰς τὸν Θεόν, διότι
τὰς προσφέρουν ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν
θεῖον νόμον, ἀλλὰ τὰς προσφέρουν εἴτε
ἐξ ἀδικίων εἴτε καθ’ ὂν χρόνον οἱ
ἴδιοι εἶναι ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. |
28
Μάρτυς ψευδὴς ἀπολεῖται, ἀνὴρ
δὲ ὑπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει.
|
28
Ὁ ψευδομάρτυς βαδίζει πρὸς τὴν
καταστροφὴν καὶ τὸν ὄλεθρον. Ὁ
μάρτυς ὅμως, ὁ ὁποῖος ὑπακούει
εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ
τηρεῖ αὐτόν, θὰ λαλήσῃ
τὴν ἀλήθειαν.
|
28
Ὁ ψευδομάρτυς θὰ θανατωθῇ, ἐνῷ
ὅποιος ὑπακούει εἰς τὸν νόμον τοῦ
Θεοῦ, θὰ καταθέσῃ εἰς τὸ δικαστήριον
μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ προφύλαξιν.
|
29
Ἀσεβὴς ἀνὴρ ἀναιδῶς ὑφίσταται
προσώπῳ, ὁ δὲ εὐθὺς αὐτὸς
συνίει τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ.
|
29
Ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος μὲ ἀναιδὲς
πρόσωπον ὑφίσταται ἐλέγχους
καὶ παρατηρήσεις, ὁ δὲ εἰλικρινὴς
καὶ ἐνάρετος εἶναι συνετὸς εἰς
τὴν συμπεριφοράν του.
|
29
Ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος παρουσιάζεται ἀναίσχυντος
καὶ ἀδιάντροπος εἰς τὸ πρόσωπον, ἐνῷ
ὁ ἐνάρετος καὶ εὐθὺς ἔχει
συναίσθησιν τοῦ τί πράττει, καὶ δι' αὐτό,
ὅταν ἐκ συναρπαγῆς παρεκτραπῇ εἰς
τι, ἐντρέπεται καὶ κοκκινίζει.
|
30
Οὐκ ἔστι σοφία, οὐκ ἔστιν ἀνδρεία
οὐκ ἔστι βουλὴ πρὸς τὸν ἀσεβῆ.
|
30
Δὲν ὑπάρχει σοφία, δὲν ὑπάρχει
ἀνδρεία, δὲν ὑπάρχει συνετὴ
καὶ φωτισμένη σκέψις καὶ ἀποφασις
εἰς ἄνθρωπον ἀσεβῆ.
|
30
Δὲν ὑπάρχει φρονιμάδα, δὲν ὑπάρχει
ἀνδρεία, δὲν ὑπάρχει φωτισμένη καὶ
ἱκανὴ ἀπόφασις, διὰ νὰ σωφρονίσῃ
τὸν ἀσεβῆ. |
31
Ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν
πολέμου, παρὰ δὲ Κυρίου ἡ βοήθεια.
|
31
Δι' ἡμέραν πολέμου ἑτοιμάζεται
τὸ ἱππικόν. Ἀπὸ τὸν Κύριον
ὅμως θὰ σταλῇ ἡ βοήθεια διὰ
τὴν κατόρθωσιν τῆς νίκης.
|
31
Τὸ ἱππικὸν προετοιμάζεται ἐν καιρῷ
εἰρήνης διὰ τὴν περίοδον τοῦ πολέμου,
ἢ πραγματικὴ ὅμως βοήθεια, ποὺ θὰ
ἐξασφαλίσῃ καὶ τότε τὴν νίκην, θὰ
ἔλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον.
|