Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
καθίσῃς δειπνεῖν ἐπὶ τραπέζης
δυναστῶν, νοητῶς νόει τὰ παρατιθέμενά
σοι |
ὰν
παρακαθήσῃς εἰς τὸ τραπέζι ἀρχόντων
ἢ πλουσίων, διὰ νὰ συμφάγῃς
μὲ αὐτούς, πρόσεξε πολὺ εἰς
τὰ φαγητά, ποὺ παραθέτουν ἐνώπιόν
σου. |
ὰν
καθήσῃς νὰ δειπνήσῃς εἰς τραπέζι ἀρχόντων,
στοχάσου τί σοῦ παραθέτουν καὶ πρόσεξε τί σοῦ
προσφέρουν. |
2
καὶ ἐπίβαλλε τὴν χεῖρά
σου, εἰδὼς ὅτι τοιαῦτά σε δεῖ
παρασκεύασαι· εἰ δὲ ἀπληστότερος
εἶ, |
2
Ἅπλωνε τὸ χέρι σου μὲ κάποιον
περίσκεψιν καὶ συστολήν, ἔχων ὑπ'
ὄψιν σου ὅτι καὶ σύ, ὅταν θελήσῃς
νὰ ἀνταποδώσῃς τὸ γεῦμα,
κάτι τέτοια φαγητὰ εἶσαι ὑποχρεωμένος
νὰ παρασκευάσῃς. Ἐὰν δὲ
εἶσαι λαίμαργος καὶ ἄπληστος εἰς
τὰ φαγητά,
|
2
Πρόσεξε καὶ ἔχε συγκρατημένον τὸ χέρι σου,
προκειμένου νὰ φάγῃς καὶ νὰ πίῃς,
διότι πρέπει νὰ γνωρίζῃς ὅτι καὶ σύ,
ὅταν ἀνταποδώσῃς τὴν φιλοφρόνησιν,
πρέπει νὰ ἐτοιμάσῃς καὶ νὰ παραθέσῃς
παρόμοια φαγητά· ἐὰν δὲ εἶσαι
περισσότερον λαίμαργος, |
3
μὴ ἐπιθύμει τῶν ἐδεσμάτων
αὐτοῦ, ταῦτα γὰρ ἔχεται ζωῆς
ψευδοῦς. |
3
μὴ ἀφήσῃς νὰ κινηθῇς ἀπὸ
τὴν ἐπιθυμίαν τῶν ὡραίων
φαγητῶν, διότι αὐτὰ πιθανὸν
νὰ προέρχωνται ἀπὸ ἀδικίας
καὶ πάντως δίδουν ψευδῆ ἀντίληψιν
περὶ τῆς ζωῆς.
|
3
μὴ λαχταρήσῃς τὰ φαγητὰ τοῦ
ἄρχοντος, διότι τὰ συνήθως ἀπὸ ὑστεροβουλίαν
παρατιθέμενα φαγητὰ ταῦτα δίδουν ματαίαν καὶ
παροδικήν, οὐχὶ δὲ πραγματικὴν καὶ
αἰωνίαν ζωήν. |
4
Μὴ παρεκτείνου πένης ὢν πλουσίῳ,
τῇ δὲ σῇ ἐννοίᾳ ἀπόσχου.
|
4
Μὴ ἀπλώνεσαι καὶ μὴ ἁμιλλᾶσαι
νὰ φθάσῃς τὸν πλούσιον, ἐνῷ
σὺ εἶσαι φτωχός. Ἀπομάκρυνε
τὸν νοῦν σου ἀπὸ αὐτά.
|
4
Μὴ τεντώνεσαι καὶ μὴ σπαταλᾷς, διὰ
νὰ φθάσῃς τὸν πλούσιον καὶ νὰ
τὸν μιμηθῇς, ἐνῷ εἶσαι πτωχός.
Μὴ ξυπάζεσαι ἀπὸ τὴν πλουσίαν ζωήν
του. Διῶξε τὸν νοῦν σου μακριὰ ἀπὸ
αὐτά, ὥστε νὰ μὴ μιμῆσαι τὴν
σπάταλον ζωήν του. |
5
Ἐὰν ἐπιστήσῃς τὸ σὸν
ὄμμα πρὸς αὐτόν, οὐδαμοῦ
φανεῖται· κατεσκεύασται γὰρ αὐτῷ
πτέρυγες ὥσπερ ἀετοῦ, καὶ ὑποστρέφει
εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος
αὐτοῦ. |
5
Ἐὰν προσηλώσῃς τὸ μάτι
σου εἰς αὐτὸν τὸν πλούσιον καὶ
ἐλπίσῃς εἰς βοήθειάν του,
αὐτὸς θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ
καὶ θὰ γίνῃ ἄφαντος. Διότι
ὁ πλούσιος παίρνει πτερὰ ἀετοῦ
καὶ φεύγει βιαστικὰ πρὸς τὸν
οἶκον ἄλλου, ἀνωτέρου ἀπὸ
αὐτὸν πλουσίου.
|
5
Ἐὰν στηρίξῃς τὸ μάτι σου εἰς
τὸν πλούσιον καὶ ἐλπίσῃς εἰς
αὐτόν, ματαιοπονεῖς. Ὅταν θὰ τὸν
χρειασθῇς, ὁ πλούσιος αὐτὸς δὲν
θὰ φανῇ πουθενά. Διότι εἰς τοιαύτας περιπτώσεις
κάμνει φτερὰ δυνατὰ σὰν τοῦ ἀετοῦ
καὶ ἐξαφανίζεται, καὶ χωρὶς νὰ
τὸν καταλάβῃς, γυρίζει εἰς τὸ σπίτι
τοῦ πλουσιωτέρου του, ὁ ὁποῖος δὲν
τοῦ ζητεῖ βοήθειαν. |
6
Μὴ συνδείπνει ἀνδρὶ βασκάνῳ,
μηδὲ ἐπιθύμει τῶν βρωμάτων αὐτοῦ·
|
6
Μὴ συντρώγῃς μὲ φθονερὸν ἄνθρωπον,
οὔτε καὶ νὰ ἐπιθυμήσῃς
τὰ ποικίλα φαγητά, ποὺ σοῦ παραθέτει.
|
6
Μὴ δειπνήσῃς μὲ ἄνθρωπον μοχθηρὸν
καὶ ζηλιάρην, οὔτε νὰ ἐπιθυμήσῃς
τὴν ποικιλίαν τῶν φαγητῶν, τὰ ὁποῖα
σοῦ προσφέρει· |
7
ὅν τροπον γὰρ εἴ τις καταπίοι τρίχα,
οὕτως ἐσθίει καὶ πίνει.
|
7
Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καταπιεῖ
μίαν τρίχα καὶ εἶναι ἕτοιμος
νὰ κάμῃ ἐμετόν, ἔτσι ἀπὸ
τὴν πολλήν του στενοχωρίαν τρώγει
καὶ πίνει καὶ ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος,
ὅταν σὲ βλέπῃ ἀπέναντί
του. |
7
διότι ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἕνεκα τῆς
πολλῆς του στενοχώριας ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος κατέπιε μίαν τρίχα καὶ εἶναι
ἕτοιμος νὰ κάμῃ ἐμετόν. Ἔτσι
τρώγει καὶ πίνει μαζί σου μὲ ἀπαρέσκειαν
καὶ καμμίαν ἐγκαρδιότητα. |
8
Μηδὲ πρός σε εἰσαγάγῃς αὐτὸν
καὶ φάγῃς τὸν ψωμόν σου μετ'
αὐτοῦ· ἐξεμέσει γὰρ αὐτὸν
καὶ λυμανεῖται τοὺς λόγους σου τοὺς
καλούς. |
8
Οὔτε καὶ σὺ νὰ τὸν προσκαλέσῃς
εἰς τὸ σπίτι σου καὶ νὰ φάγῃς
μαζῆ μὲ αὐτὸν τὸ λιτὸν
φάγητόν σου. Διότι θὰ ἀηδιάσῃ
καὶ θὰ κάμῃ ἐμετὸν τὸ
φαγητόν σου. Θὰ χλευάσῃ δὲ καὶ
θὰ ἐμπαίξῃ τὰ εὐγενῆ
καὶ περιποιητικά σου δι' αὐτὸν λόγια.
|
8
Οὔτε καὶ σὺ νὰ τὸν προσκαλέσῃς
καὶ νὰ τὸν ἐμβάσῃς εἰς
τὸ σπίτι σου καὶ νὰ φάγῃς μαζί του
τὸ πτωχικὸν καὶ λιτὸν φαγητόν σου,
διότι αὐτὸς θὰ ἀηδιάσῃ τὴν
πτωχὴν προσφοράν σου καὶ θὰ κάμῃ ἐμετὸν
τὸ φαγητόν σου, θὰ περιγελάσει δὲ τοὺς
καλοὺς καὶ περιποιητικοὺς λόγους σου.
|
9
Εἰς ὦτα ἄφρονος μηδὲν λέγε,
μήποτε μυκτηρίσῃ τοὺς συνετοὺς
λόγους σου. |
9
Εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀνόητου
καὶ ἀσυνέτου μὴ λέγῃς
τίποτε, μήπως τυχὸν καὶ περιφρονήσῃ
τὰ σοφὰ καὶ συνετὰ λόγια σου.
|
9
Εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ ἄφρονος
καὶ ἀνοήτου μὴ λέγῃς τίποτε, μήπως
περιφρονήσῃ τὰ σοφὰ καὶ συνετὰ
λόγια σου. |
10
Μὴ μεταθῇς ὅρια αἰώνια, εἰς
δὲ κτῆμα ὀρφανῶν μὴ εἰσέλθῃς·
|
10
Μὴ μεταθέσῃς τὰ παλαιὰ σύνορα
τῶν ἀγρῶν σου καὶ μὴ εἰσέλθῃς
νὰ καταπατήσῃς τὸ κτῆμα τῶν
ὀρφανῶν. |
10
Μὴ μεταθέσῃς παλαιὰ σύνορα ἀγρῶν
καὶ κτημάτων καὶ εἰς τὸ κτῆμα
τῶν ὀρφανῶν μὴ ἔμβῃς διὰ
νὰ τὸ καταπατήσῃς, |
11
Ὁ γὰρ λυτρούμενος αὐτοὺς Κύριος
κραταιός ἐστι καὶ κρινεῖ τὴν
κρίσιν αὐτῶν μετὰ σοῦ.
|
11
Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
γλυτώνει τοὺς ὀρφανοὺς καὶ ἀνυπερασπίστους
ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀπλήστων
καὶ ἁρπάγων εἶναι αὐτὸς
αὐτὸς ὁ παντοδύναμος καὶ δίκαιος
Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ ἀναλάβῃ
νὰ δικάσῃ τὴν διαφορὰν μεταξὺ
ἐκείνων καὶ σοῦ. |
11
διότι ἐκεῖνος, ποὺ ὑπερασπίζεται τὰ
ὀρφανὰ καὶ τὰ λυτρώνει ἀπὸ
τοὺς ἐκμεταλλευτάς, εἶναι ὁ παντοδύναμος
καὶ ἀκαταγώνιστος Κύριος, αὐτὸς δὲ
θὰ δικάσῃ τὴν μεταξὺ αὐτῶν
καὶ σοῦ ὑπόθεσιν. |
12
Δὸς εἰς παιδείαν τὴν καρδίαν
σου, τὰ δὲ ὦτά σου ἐτοίμασον
λόγοις αἰσθήσεως. |
12
Δῶσε μὲ προθυμίαν τὴν καρδιὰ
καὶ τὸν νοῦν σου εἰς τὴν σοφὴν
παιδαγωγίαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐτοίμασε
τὰ αὐτιά σου, νὰ ἀκούσουν
καὶ δεχθοῦν λόγια θείου φωτισμοῦ.
|
12
Κατανίκησε κάθε ἐσωτερικήν σου ἀντίστασιν καὶ
διάθεσε τὴν καρδία σου, διὰ νὰ δεχθῇς
μὲ εὐχαρίστησιν τὴν παιδαγωγίαν τοῦ
θείου νόμου, ἑτοίμασε δὲ καὶ τὰ αὐτιά
σου, διὰ νὰ ἀκούσουν λόγους καὶ ἐλέγχους
θείου φωτισμοῦ καὶ διακρίσεως.
|
13
Μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν,
ὅτι ἐὰν πατάξῃς αὐτὸν
ράβδῳ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ·
|
13
Μὴ ἀποφεύγῃς καὶ μὴ διστάζῃς
νὰ διαπαιδαγωγῇς τὸ ἀνήλικο
παιδί σου, διότι καὶ ἂν ἀκόμη
εὑρεθῇς εἰς τὴν ἀνάγκην
νὰ τὸ κτυπήσῃς μὲ τὴν
ράβδον, δὲν πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ.
|
13
Μὴ διστάζῃς νὰ τιμωρήσῃς τὸ
ἀνήλικον παιδί σου, διότι, ἐὰν τὸ
κτυπήσῃς μὲ ράβδον πρὸς παιδαγωγίαν, δὲν
πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ.
|
14
σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν
ράβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ
ἐκ θανάτου ρύσῃ. |
14
Διότι σὺ μὲν θὰ κτυπήσῃς
τὸ σῶμα του μὲ τὴν ράβδον, θὰ
σώσῃς ὅμως τὴν ψυχήν του ἀπὸ
τὸν θάνατον.
|
14
Ἡ τιμωρία αὐτὴ θὰ τοῦ εἶναι
σωτήριος· διότι σὺ μὲν θὰ κτυπήσῃς
μὲ ράβδον τὸ σῶμα του, θὰ γλυτώσῃς
ὅμως τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὸν αἰώνιον
θάνατον. |
15
Υἱέ, ἐὰν σοφὴ γένηταί
σου ἡ καρδία, εὐφρανεῖς καὶ
τὴν ἐμὴν καρδίαν, |
15
Παιδί μου, ἐὰν ἡ καρδία καὶ
ὁ νοῦς σου γίνῃ σοφὸς καὶ
συνετός, θὰ δώσῃς χαρὰν καὶ
εὐφροσύνην καὶ εἰς τὴν ἰδικήν
μου καρδίαν. |
15
Παιδί μου, ἐὰν προσκολληθῇ ἡ καρδία
σου εἰς τὴν ἀληθῆ σοφίαν καὶ
γίνῃς καὶ εἰς τὴν ὅλην συμπεριφοράν
σου σώφρων καὶ ἐνάρετος, θὰ χαροποιήσῃς
καὶ τὴν καρδίαν ἐμοῦ τοῦ πατέρα
σου· |
16
καὶ ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ
χείλη πρὸς τὰ ἐμᾶ χείλη,
ἐὰν ὀρθὰ ὦσι. |
16
Καὶ τὰ χείλη σου, τὰ ὁποῖα
θὰ λέγουν τὰ ὀρθὰ καὶ
τὰ πρέποντα, εἶναι σὰν νὰ ὁμιλοῦν
τὰ ἰδικά μου χείλη.
|
16
καὶ τὰ χείλη σου, ἐπειδὴ θὰ
λέγουν τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ πρέποντα,
θὰ κουβεντιάζουν μὲ τὰ χείλη ἐμοῦ
τοῦ ὡρίμου καὶ γέροντος. Δηλαδὴ δὲν
θὰ σὲ θεωρῷ πλέον ἀνήλικον παιδάριον,
ἀλλ’ ἄνδρα συνετόν, ἄξιον νὰ συζητῇς
καὶ νὰ παρακάθησαι μαζί μου.
|
17
Μὴ ζηλούτω ἡ καρδία σου ἁμαρτωλούς,
ἀλλὰ ἐν φόβῳ Κυρίου ἴσθι
ὅλην τὴν ἡμέραν· |
17
Ἂς μὴ ζηλεύῃ καὶ ἂς μὴ
ποθῇ ἡ καρδιά σου τοὺς ἁμαρτωλοὺς
καὶ τὰς πορείας τῆς ζωῆς των.
Ἀλλὰ νὰ ζῇς μὲ τὸν φόβον
τοῦ Κυρίου ὅλην τὴν ἡμέραν.
|
17
Ἂς μὴ ζηλεύῃ ἡ καρδία σου τοὺς
ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ προσπάθει νὰ διέρχεσαι
ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν σου.
|
18
ἐὰν γὰρ τηρήσῃς αὐτά,
ἔσται σοι ἔκγονα, ἡ δὲ ἐλπίς
σου οὐκ ἀποστήσεται. |
18
Λοιπόν, ἐὰν αὐτὰ δεχθῇς
καὶ τηρήσῃς, θὰ ἔχῃς εὐλογίας
ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἀποκτήσῃς
ἀπογόνους καὶ ἡ ἐλπίς
σου ποτὲ δὲν θὰ διαψευσθῇ.
|
18
Διότι ἂν φυλάξῃς αὐτά, ποὺ σὲ
συμβουλεύω, θὰ εὐλογηθῇς καὶ θὰ
ἀφήσῃς ἀπογόνους, καὶ ἡ ἐλπίς
σου δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ ποτὲ
ἀπὸ κοντά σου. |
19
Ἄκουε, υἱέ, καὶ σοφὸς γίνου,
καὶ κατεύθυνε ἐννοίας σῆς καρδίας·
|
19
Ἄκουε, παιδί μου, καὶ γίνε μὲ
ὅσα θὰ ἀκούσῃς σοφὸς καὶ
συνετός. Κατεύθυνε δὲ πάντοτε τὰς
γνώσεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῆς
καρδίας σου πρὸς τὸ ἀγαθόν.
|
19
Ἄκουε, παιδί μου, καὶ γίνου σοφὸς καὶ
συνετὸς καὶ κατεύθυνε πρὸς τὸ ἀγαθὸν
τὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας σου.
|
20
μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου
συμβουλαῖς κρεῶν τε ἀγορασμοῖς·
|
20
Μὴ γίνῃς οἰνοπότης, μὴ
ἀπλώνεσαι καὶ μὴ συναναστρέφεσαι
μὲ ἀνθρώπους, πρὸς ἀγορὰν
κρεάτων ἀπὸ κοινοῦ (μὲ ρεφενέ)
καὶ παράθεσιν κοινῆς τραπέζης.
|
20
Μὴ εἶσαι οἰνοπότης, οὔτε νὰ
τεντώνεσαι παραπάνω ἀπὸ τὴν οἰκονομικήν
σου ἀντοχὴν συμμετέχων εἰς κοινὰς
συνεισφοράς (ρεφενέδες) πρὸς ψώνισμα κρεάτων διὰ
γλέντια καὶ οἰνοποσίας·
|
21
πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος
πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διερρηγμένα
καὶ ρακώδη πᾶς ὑπνώδης.
|
21
Διότι κάθε μέθυσος καὶ πορνοκόπος
θὰ καταντήσῃ εἰς πτωχείαν, ὅπως
ἐπίσης καὶ κάθε τεμπέλης, ποὺ
ἀγαπᾷ τὸν ὕπνον, πολὺ γρήγορα
θὰ φορέσῃ ροῦχα ξεσχισμένα καὶ
κουρελιασμένα. |
21
διότι κάθε μέθυσος καὶ ἄσωτος, καθὼς καὶ
ὁποῖος συναναστρέφεται καὶ συχνάζει εἰς
πόρνας, θὰ καταντήσει πτωχὸς καὶ ζητιάνος,
καὶ κάθε τεμπέλης καὶ ὑπναρᾶς θὰ
καταντήσῃ εἰς τὸ νὰ φορέσῃ ροῦχα
ξεσχισμένα καὶ κουρελιασμένα. |
22
Ἄκουε, υἱέ, πατρὸς τοῦ γεννήσαντός
σε καὶ μὴ καταφρόνει ὅτι γεγήρακέ
σου ἡ μήτηρ. |
22
Ἄκουε, παιδί μου, τὸν πατέρα σου,
ποὺ σὲ ἐγέννησε, καὶ μὴ
καταφρονῇς τὴν μητέρα σου, διότι ἔχει
γηράσει. |
22
Ἄκουε, παιδί μου, τὸν πατέρα σου ποὺ σὲ
ἐγέννησε, καὶ μὴ περιφρονῇς τὴν
μητέρα σου, ἐπειδὴ τὴν εὑρῆκαν
πλέον τὰ γηράματα. |
23
Ἀλήθειαν κτῆσαι καὶ μὴ ἀπώσῃ
σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ σύνεσιν.
|
23
Προσπάθησε νὰ ἀποκτήσῃς τὴν
ἀλήθειαν, μὴ διώχνῃς μακρυὰ
τὴν σοφίαν, τὴν ἀληθινὴν μόρφωσιν
καὶ τὴν σύνεσιν.
|
23
Κάμε κτῆμα σου τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ
ἀπωθῇς καὶ διώχνῃς μακριά σου τὴν
σοφίαν, τὴν ψυχικὴν μόρφωσίν σου, τὴν σύνεσιν
καὶ τὴν φρονιμάδα. |
24
Καλῶς ἐκτρέφει πατὴρ δίκαιος,
ἐπὶ δὲ υἱῷ σοφῷ εὐφραίνεται
ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. |
24
Ὁ ἐνάρετος πατέρας ἀνατρέφει
ὀρθῶς τὰ τέκνα του μὲ στοργὴν
καὶ σύνεσιν καὶ εὐφραίνεται
ἡ ψυχή του διὰ τὰ σοφὰ καὶ
ἐνάρετα παιδιά, ποὺ ἀναδεικνύει.
|
24
Δίδει καλὴν ἀνατροφὴν εἰς τὸ
παιδί του ὁ ἐνάρετος πατέρας καὶ ἡ
ψυχή του εὐφραίνεται καὶ χαίρει διὰ τὸν
σοφὸν καὶ μυαλωμένον υἱόν του.
|
25
Εὐφραινέσθω ὁ πατὴρ καὶ ἡ
μήτηρ ἐπὶ σοί, καὶ χαιρέτω
ἡ τεκοῦσά σε. |
25
Ἂς εὐφραίνεται διὰ σὲ ὁ
στοργικὸς πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα
σου, ἰδιαιτέρως ἂς χαίρῃ μάλιστα
ἀκόμη περισσότερον ἡ καρδιὰ
ἐκείνης, ποὺ σὲ ἐγέννησε.
|
25
Παιδί μου, ἡ διαγωγή σου ἂς εἶναι τέτοια,
ὥστε νὰ εὐφραίνεται διὰ σὲ ὁ
πατέρας σου καὶ νὰ ἀγάλλεται ἡ μητέρα,
ποὺ σὲ ἐγέννησε. |
26
Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ
δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμᾶς ὁδοὺς
τηρείτωσαν· |
26
Δός μου ἐξ ὁλοκλήρου, παιδί
μου, τὴν καρδιά σου, καὶ τὰ μάτια
σου ἂς προσέχουν, ὥστε νὰ γνωρίζῃς
καὶ νὰ βαδίζῃς τοὺς ἰδικούς
μου δρόμους. |
26
Δός μου, χάρισέ μου, παιδί μου, τὴν καρδία σου, ὁλόκληρον
τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε νὰ κατοικήσω
μέσα σου, τὰ δὲ μάτια σου ἂς προσέχουν μόνον
τὰς ἐντολάς μου καὶ ὄχι τὴν
ματαιότητα τοῦ κόσμου. |
27
πίθος γὰρ τετρημένος ἐστὶν ἀλλότριος
οἶκος, καὶ φρέαρ στενὸν ἀλλότριον·
|
27
Τρύπιο πιθάρι εἶναι τὸ ξένο
ἁμαρτωλὸ σπίτι, ποὺ ὅσα καὶ
ἂν ἐξοδεύσῃς δὲν θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ τὸ γεμίσῃς. Στενὸ εἶναι
τὸ ξένο πηγάδι, ἀπὸ τὸ
ὁποῖον δὲν θὰ μπορέσῃς
νὰ βγῇς.
|
27
Πρόσεχε, παιδί μου· διότι πιθάρι τρύπιο εἶναι τὸ
ξένο σπίτι (τὸ σπίτι τῆς πόρνης ἢ τῆς
μοιχαλίδος)· πιθάρι τρύπιο, διότι θὰ ἐξοδεύῃς
ἀδιακόπως δι’ αὐτὸ καὶ ὑγείαν
καὶ δυνάμεις καὶ χρήματα καὶ ὑπόληψιν
Καὶ σὰν πηγάδι στενὸ καὶ ξένον εἶναι
τὸ σπίτι της καὶ δύσκολα θὰ ξεκολλήσῃς
ἀπὸ αὐτό. |
28
οὗτος γὰρ συντόμως ἀπολεῖται,
καὶ πᾶς παράνομος ἀναλωθήσεται.
|
28
Ἔχε ὑπ' ὄψιν σου ὅτι αὐτὸς
ὁ ἁμαρτωλὸς οἶκος συντόμως θὰ
καταλήξῃ εἰς καταστροφὴν καὶ
ὄλεθρον καὶ μαζῆ του θὰ ἀφανισθῇ
καὶ κάθε παραβάτης τοῦ θείου
νόμου. |
28
Κινδυνεύεις διὰ τοῦτο νὰ πνιγῇς εἰς
τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι ὁ ἄσωτος καὶ
φιλήδονος σύντομα θὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν
καταστροφήν,καὶ κάθε παραβάτῃ, τοῦ θείου
νόμου θὰ ἑξαφανισθῇ. |
29
Τίνι οὐαί; Τίνι θόρυβος; Τίνι
κρίσεις; Τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ
λέσχαι; Τίνι συντρίμματα διακενῆς;
Τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί;
|
29
Εἰς ποιὸν ταιριάζει τὸ ἀλλοίμονον;
Ποιὸς ἀναταράσσεται, θορυβεῖται καὶ
φιλονεικεῖ; Ποιὸς συχνάζει εἰς τὰ
δικαστήρια καὶ εἰσάγεται εἰς
δίκας; Ποιὸς προκαλεῖ τὴν ἀηδίαν
μὲ τοὺς ἐμετοὺς καὶ τὰς
μωρολογίας του καὶ χάνει τὸν καιρόν
του εἰς φλυαρίας καὶ ἀνοησίας;
Εἰς ποιὸν πληγαὶ καὶ συντρίμματα
χωρὶς λόγον; Τίνος εἶναι ὠχρὰ
καὶ κινδυνεύουν νὰ σβήσουν τὰ
μάτια;
|
29
Εἰς ποῖον ταιριάζει τὸ ἀλλοίμονον;
Ποῖος ἐξάπτεται καὶ δημιουργεῖ θορύβους;
Διὰ ποῖον γίνονται αἱ ἐπικρίσεις καὶ
κατηγορίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ αἱ δίκαι
εἰς τὰ δικαστήρια; Ποῖος προκαλεῖ
ἀηδίας ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τοὺς
ἐμετούς, τὰς μωρολογίας καὶ τὰς παραισθήσεις;
Εἰς ποῖον συμβαίνουν τὰ χωρὶς λόγον
κτυπήματα; Τίνος τὰ μάτια εἶναι ὠχρὰ
καὶ μαυροκίτρινα καὶ κινδυνεύουν νὰ σβήσουν;
|
30
Οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις;
Οὐ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι
γίνονται; |
30
Δὲν εἶναι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
περνοῦν τὸν καιρόν των κοντὰ εἰς
τὰ κρασιά; Δὲν εἶναι ἐκείνων,
ποὺ ἀνιχνεύουν νὰ βροῦν, ποῦ
γίνονται συγκεντρώσεις διὰ ποτὸν καὶ
διασκεδάσεις;
|
30
Δὲν εἶναι ἐκείνων, ποὺ χρονίζουν καὶ
βρίσκονται διαρκῶς εἰς τὰ κρασιὰ καὶ
τὰ καπηλεῖα; Δὲν εἶναι ἐκείνων,
ποὺ ψάχνουν ποὺ θὰ γίνῃ συγκέντρωσις
για πιοτό, διασκέδασιν καὶ γλέντι;
|
31
Μὴ μεθύσκεσθε ἐν οἴνοις, ἀλλὰ
ὁμιλεῖτε ἀνθρώποις δικαίοις
καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοις·
ἐὰν γὰρ εἰς τὰς φιάλας
καὶ τὰ ποτήρια δῷς τοὺς ὀφθαλμούς
σου, ὕστερον περιπατήσεις γυμνότερος ὑπέρου.
|
31
Μὴ πίνετε οἶνον, ὥστε νὰ μεθᾶτε,
ἀλλὰ νὰ συναναστρέφεσθε μὲ ἀνθρώπους
ἐναρέτους καὶ νὰ συνομιλῆτε
εἰς τοὺς περιπάτους σας μὲ αὐτοὺς
ἐπὶ σοβαρῶν καὶ μορφωτικῶν θεμάτων.
Διότι ἐὰν ρίχνῃς τὰ μάτια
σου καὶ δώσῃς τὴν καρδιά σου
εἰς τὰς φιάλας τοῦ κρασιοῦ καὶ
τὰ ποτήρια, τελευταῖα θὰ καταντήσῃς
νὰ γυρίζῃς γυμνότερος ἀπὸ
τὸ γουδοχέρι. |
31
Μὴ μεθᾶτε μὲ κρασιὰ καὶ οἰνοπνεύματα,
ἀλλὰ νὰ συναναστρέφεσθε μὲ ἐναρέτους
καὶ σώφρονας ἀνθρώπους καὶ νὰ συζητῆτε
ἐπὶ σοβαρῶν ζητημάτων εἰς τοὺς
περιπάτους σας· διότι, ἐὰν ἔχῃς
στηλωμένα καὶ προσκολλημένα τὰ μάτια σου εἰς
τὶς μποτίλιες καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἀσχολῆσαι
διαρκῶς μὲ τὰ μεθυστικὰ ποτά, ἔπειτα
ἀπὸ ὀλίγον θὰ καταντήσῃς νὰ
γυρίζῃς περισσότερον γυμνὸς ἀπὸ τὸ
γουδοχέρι καὶ θὰ δείχνῃς ἔτσι τὴν
σωματικὴν καὶ ψυχικὴν σου ἀσχήμιαν.
|
32
Τὸ δὲ ἔσχατον ὥσπερ ὑπὸ
ὄφεως πεπληγὼς ἐκτείνεται, καὶ
ὥσπερ ὑπὸ κεράστου διαχεῖται
αὐτῷ ὁ ἰός. |
32
Τὸ δὲ κατάντημα τοῦ μεθύσου,
ὅταν γίνῃ ἀλκολικός, εἶναι
σὰν νὰ δαγκώθηκε ἀπὸ δηλητηριῶδες
φίδι. Τεντώνεται καὶ παραλύει ὁ
ὀργανισμός του, σὰν νὰ ἐχύθη
μέσα του δηλητήριον ἀπὸ φίδι
μὲ κέρατα.
|
32
Εἰς τὸ τέλος δέ, ὅταν τὸν μέθυσον
τὸν κυριεύσῃ ὁ ἀλκοολισμός, σὰν
νὰ ἐδαγκώθηκε ἀπὸ φίδι τεντώνεται,
σφαδάζει καὶ παραλύει ὁ ὀργανισμός του,
καὶ τὸ δηλητήριον διαχύνεται εἰς ὅλον
του τὸ σῶμα, σὰν νὰ τὸν ἐπλήγωσε
φίδι μὲ κέρατα (ὄφις κεράστης).
|
33
Οἱ ὀφθαλμοί σου ὅταν ἴδωσιν
ἀλλοτρίαν, τὸ στόμα σου τότε
λαλήσει σκολιά, |
33
Ὅταν εὐρίσκεσαι εἰς κατάστασιν
μέθης καὶ τὰ μάτια σου ἰδοῦν
μίαν ξένην καὶ ἄγνωστον γυναῖκα,
ἀνάψουν δὲ μέσα σου ἐπιθυμίαι
πονηραί, τότε τὸ στόμα σου θὰ
εἴπῃ χυδαῖα λόγια δι' αὐτήν.
|
33
Ὅταν δὲ εἶσαι μεθυσμένος καὶ τὰ
μάτια σου ἰδοῦν μίαν ξένην καὶ ἄγνωστον
γυναῖκα, τότε τὸ στόμα σου θὰ εἴπῃ
δι’ αὐτὴν χυδαία λόγια, |
34
καὶ κατακείσῃ ὥσπερ ἐν καρδίᾳ
θαλάσσης καὶ ὥσπερ κυβερνήτης ἐν
πολλῷ κλύδωνι. |
34
Καὶ θὰ κατάκεισαι καὶ θὰ τρικλίζῃς,
ὡς ἐὰν εὐρίσκεσαι μέσα
εἰς τρικυμιώδη θάλασσαν καὶ σαν κυβερνήτης
πλοίου μέσα εἰς μεγάλην θαλασσοταραχήν.
|
34
καὶ θὰ κατάκεισαι ζαλισμένος σὰν εἰς
τὸ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ θὰ τρικλίζῃς
ἀπὸ τὴν τρικυμίαν καὶ τὰ ἀλλεπάλληλα
κύματά της· καὶ ἀκόμη θὰ εἶσαι,
λόγῳ τῆς μέθης, ὡσὰν κυβερνήτης πλοίου,
ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ
κυβερνήσῃ τὸ πλοῖον του ἕνεκα τῆς
σφοδρᾶς θαλασσοταραχῆς. |
35
Ἐρεῖς δέ· τύπτουσί με καὶ
οὐκ ἐπόνεσα, καὶ ἐνεπαιξάν
μοι, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδεῖν·
πότε ὄρθρος ἔσται, ἵνα ἐλθὼν
ζητήσω μεθ' ὧν συνελεύσομαι; |
35
Ὅταν δὲ συνέλθῃς, θὰ λέγῃς
μὲ ἔκπληξιν· μὲ ἐκτύπησαν
καὶ δὲν ἐπόνεσα, μὲ ἐχλεύασαν
καὶ ἐγὼ δὲν ἐκατάλαβα
τίποτε. Κυριευμένος δὲ ἀπὸ τὸ
πάθος τοῦ κρασιοῦ, θὰ πῇς·
πότε θὰ ξημερώσῃ, διὰ νὰ
πάω νὰ συναντήσω πάλιν ἐκείνους,
μὲ τοὺς ὁποίους θὰ κάμω
παρέα εἰς τὸ καπηλειό; |
35
Ὅταν δὲ κάπως συνέλθῃς ἀπὸ τὴν
ζάλην καὶ τὸν σκοτισμὸν τῆς μέθης,
θὰ εἴπῃς· μὲ ἐκτύπησαν
καὶ δὲν ἐπόνεσα, μὲ ἐνέπαιξαν
καὶ ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέαν,
δὲν ἐκατάλαβα τίποτε. Παρὰ ταῦτα ὅμως,
ἐπειδὴ ἔχεις ὑποδουλωθῇ ἀπὸ
τὸ πάθος, θὰ εἴπῃς· πότε θὰ
ξημερώσῃ ἐπὶ τέλους, διὰ νὰ
μεταβῶ καὶ συναντήσω ἐκείνους, μὲ
τοὺς ὁποίους θὰ κάμω παρέα καὶ θὰ
ἀρχίσω τὸ ποτόν; |