Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱέ,
μὴ ζηλώσῃς κακοὺς ἄνδρας μηδὲ
ἐπιθυμήσῃς εἶναι
μετ' αὐτῶν· |
αιδί
μου, μὴ ζηλέψῃς ποτὲ τοὺς κακοὺς
ἀνθρώπους καὶ τὴν παραστρατημένην
ζωήν των. Μὴ ἐπιθυμήσῃς συναναστροφήν
μὲ αὐτούς.
|
αιδί
μου, μὴ ζηλεύσῃς ποτὲ τὴν ζωὴν
τῶν κακῶν ἀνθρώπων, οὔτε νὰ
ἐπιθυμήσῃς τὴν συντροφιὰν καὶ
συναναστροφήν των· |
2
ψευδῆ γὰρ μελετᾷ ἡ καρδία αὐτῶν,
καὶ πόνους τὰ χείλη αὐτῶν
λαλεῖ. |
2
Διότι τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἁμαρτίαν
ἔχουν ὡς θησαυρὸν καὶ μελέτην
τῆς καρδίας των. Τὰ δὲ χείλη
των ἐκστομίζουν λόγια, ποὺ προξενοῦν
θλίψεις καὶ στενοχωρίας.
|
2
διότι αὐτοὶ σχεδιάζουν μὲ τὸν νοῦν
των μάταια καὶ βλαβερὰ καὶ τὰ χείλη
τῶν ἐκστομίζουν ὕβρεις, ποὺ προξενοῦν
λύπην εἰς τοὺς ἄλλους.
|
3
Μετὰ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος
καὶ μετὰ συνέσεως ἀνορθοῦται.
|
3
Μὲ τὴν ἀληθινὴν σοφίαν, μὲ
τὴν εὐλάβειαν καὶ τὸν φόβον
δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, θεμελιώνεται καὶ
κτίζεται ἕνα σπίτι· μὲ τὴν
σύνεσιν δὲ ἀνορθώνεται καὶ προοδεύει
ἡ οἰκογένεια.
|
3
Μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ κτίζεται στερεὸν
καὶ καλὰ θεμελιωμένον σπίτι καὶ μὲ
τὴν σύνεσιν καὶ φρονιμάδα ἀνορθώνεται καὶ
προκύπτει. |
4
Μετὰ αἰσθήσεως ἐμπίπλανται ταμιεῖα
ἐκ παντὸς πλούτου τιμίου καὶ
καλοῦ. |
4
Μὲ τὴν ὀρθὴν καὶ δικαίαν
γνῶσιν γεμίζουν αἱ ἀποθῆκαι
τοῦ σπιτιοῦ ἀπὸ κάθε τίμιον
καὶ καλὸν πλοῦτον.
|
4
Μὲ τὴν εὐσυνειδησίαν καὶ σύνεσιν γεμίζουν
αἱ ἀποθῆκαι καὶ τὰ ταμεῖα
ἀπὸ κάθε δίκαιον καὶ τίμιον πλοῦτον.
|
5
Κρείσσων σοφὸς ἰσχυροῦ καὶ ἀνὴρ
φρόνησιν ἔχων γεωργίου μεγάλου.
|
5
Εἶναι καλύτερος καὶ προτιμότερος ὁ
σοφὸς ἀπὸ τὸν ἰσχυρόν,
καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
ἔχει σύνεσιν ἀπὸ ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει μεγάλο ἀγρόκτημα.
|
5
Εἶναι προτιμότερος καὶ δυνατώτερος ὁ σοφὸς
ἀπὸ τὸν παλληκαράν, καὶ ὁ συνετὸς
καὶ μυαλωμένος ἀπὸ χωράφι ἐκτεταμένον
καὶ ἀπὸ μεγάλην περιουσίαν
|
6
Μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος,
βοήθεια δὲ μετὰ καρδίας βουλευτικῆς.
|
6
Μὲ καλὴν στρατηγικὴν καὶ διακυβέρνησιν
διεξάγεται ὁ ἐπιτυχὴς πόλεμος.
Ἀποτελεσματικὴ δὲ βοήθεια διὰ
τὴν κατόρθωσιν τῆς νίκης ἔρχεται
ἀπὸ νοῦν συνετόν.
|
6
Ἂν ὑπάρχῃ καλὴ διακυβέρνησις, τότε
ὁ πόλεμος διεξάγεται καλῶς καὶ φθάνει εἰς
αἴσιον πέρας, ὅπου δὲ ὑπάρχει ἄνθρωπος
συνετὸς καὶ μετρημένος, ἀπατελεῖ πολύτιμον
βοήθειαν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς νίκης.
|
7
Σοφία καὶ ἔννοια ἀγαθὴ ἐν
πύλαις σοφῶν· σοφοὶ οὐκ ἐκκλίνουσιν
ἐκ στόματος Κυρίου, |
7
Ἡ σοφία, ἡ ἀληθὴς γνῶσις
καὶ ἡ ὀρθοφροσύνη ὑπάρχουν
εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων, ποὺ
κατοικοῦν οἱ σοφοί. Οἱ ἀληθινὰ
σοφοὶ δὲν ἐκτρέπονται καὶ δὲν
παρεκκλίνουν ἀπὸ ὅσα ἔχει λαλήσει
τὸ στόμα τοῦ Κυρίου.
|
7
Σοφία καὶ εὐθυκρισία κυριαρχοὺν εἰς
τὰς πύλας τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν
κατοικοῦν σοφοὶ καὶ συνετοί. Οἱ πραγματικῶς
σοφοὶ δὲν παρεκκλίνουν ἀπὸ ὅσα
τὸ σοφὸν στόμα τοῦ Κυρίου παραγγέλλει καὶ
ἐντέλλεται |
8
ἀλλὰ λογίζονται ἐν συνεδρίοις.
Ἀπαιδεύτοις συναντᾷ θάνατος,
|
8
Καίτοι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς
εἶναι σοφός, ἐν τούτοις συσκέπτονται
εἰς κοινὰς συνεδριάσεις. Τοὺς ἀμορφώτους
κατὰ Θεὸν καὶ ἀδιορθώτους θὰ
τοὺς συναντήσῃ ἀσφαλῶς ὁ
πρόωρος θάνατος.
|
8
ἀλλὰ συζητοῦν καὶ συσκέπτονται εἰς
συνεδριάσεις, διὰ νὰ εὔρουν τὸ ὀρθὸν
καὶ τὴν ἀλήθειαν. Τοὺς ψυχικῶς
ἀδιαπαιδαγωγήτους καὶ ἀδιορθώτους, τοὺς
μὴ ἔχοντας τὴν κατὰ Θεὸν σοφίαν,
θὰ συναντήσῃ ὁριστικῶς θάνατος αἰώνιος.
|
9
ἀποθνήσκει δὲ ἄφρων ἐν ἁμαρτίαις.
Ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ
|
9
Ὁ ἀσύνετος καὶ ἀμετανόητος
ἀποθνήσκει μὲ τὰς ἁμαρτίας
αὐτοῦ. Μεγάλη ἀκαθαρσία ὑπάρχει
εἰς τὸν ψυχικῶς διεφθαρμένον ἄνθρωπον.
|
9
Ὁ ἀνόητος δὲ καὶ ἀσύνετος καὶ
ἀδιαπαιδαγώγητος, ἐπειδὴ δὲν μετανοεῖ
οὔτε κατὰ τὸ γῆρας, ἀποθνήσκει
ἁμαρτωλός. Ἀκαθαρσία δὲ καὶ δυσωδία
ὑπάρχει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ
λυμεῶνος. |
10
ἐμμολυνθήσεται ἐν ἡμέρᾳ
καὶ ἐν ἡμέρᾳ κακῇ
καὶ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως,
ἕως ἂν ἐκλίπῃ. |
10
Ἀμετανόητος καθὼς εἶναι θὰ μολύνεται
ὁλοὲν καὶ περισσότερον καὶ θὰ
διαφθείρεται, θὰ περιπίπτῃ συνεχῶς
εἰς ἡμέρας κακάς, εἰς ἡμέρας
θλίψεως καὶ ὀδύνης, ἕως ὅτου
λείψῃ ἀπὸ τὴν γῆν.
|
10
Ὁ ἀκάθαρτος αὐτὸς ἄνθρωπος,
ἀντὶ νὰ μετανοήσῃ καὶ καθαρισθῇ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, θὰ μολυνθῇ
περισότερον καὶ θὰ διαφθαρῇ βλασφημῶν
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς
τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δοκιμασιῶν
του, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἡ ὥρα
νὰ χαθῇ τελείως. |
11
Ρῦσαι ἀγομένους εἰς θάνατον
καὶ ἐκπρίου κτεινομένους, μὴ
φείσῃ· |
11
Μὴ διστασῃς νὰ σώσῃς ἀνθρώπους,
ποὺ ὁδηγοῦνται εἰς ἐκτέλεσιν,
καὶ μὴ τσιγκουνευθῇς τὰ χρήματα,
διὰ νὰ ἐξαγοράσῃς ἐκείνους,
ποὺ πρόκειται νὰ φονευθοῦν.
|
11
Γλύτωσε, σῶσε τοὺς ἀθώους, οἱ ὁποῖοι
ὁδηγοῦνται ἀδίκως εἰς θάνατον, καὶ
ἐξαγόραζε μὲ τὰ χρήματά σου ἐκείνους,
ποὺ πρόκειται νὰ φονευθοῦν. Μὴ τσιγγουνευθῇς
καὶ μὴ λυπηθῇς τὰ χρήματά σου εἰς
τοιαύτας περιστάσεις. |
12
ἐὰν δὲ εἴπῃς, οὐκ οἶδα
τοῦτον, γίνωσκε ὅτι Κύριος καρδίας
πάντων γινώσκει, καὶ ὁ πλάσας
πνοὴν πᾶσιν, αὐτὸς οἶδε πάντα,
ὃς ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατὰ
τὰ ἔργα αὐτοῦ. |
12
Ἐάν, προκειμένου νὰ δικαιολογήσῃς
τὴν σκληροκαρδίαν σου, πῇς δὲν ξέρω
αὐτὸν τὸν ἀθῷον ποὺ ὁδηγεῖται
εἰς τὴν ἐκτέλεσιν, μάθε ὅτι
ὁ Κύριος, ποὺ ἔπλασε καρδίας
καὶ ἔδωσε πνοὴν εἰς πάντα, γνωρίζει
πολὺ καλὰ τὰς καρδίας ὅλων τῶν
ἀνθρώπων, ἄρα δὲ καὶ τὴν
ἰδικήν σου. Γνωρίζει τὰ πάντα
καὶ αὐτὸς ἀνταποδίδει εἰς
τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ
ἔργα του. |
12
Ἐὰν ὅμως εἴπῃς· δὲν
ἠξεύρω αὐτόν, ποὺ πρόκειται νὰ φονευθῇ
ἀδίκως, τότε γνώριζε καλὰ ὅτι ὁ Κύριος
ἠξεύρει λεπτομερῶς τὰς καρδίας ὅλων,
ἄρα καὶ τὴν ἰδικήν σου ἀπονιὰ
καὶ τὰς ψευδεῖς δικαιολογίας σου, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὰς καρδίας
καὶ ἔδωκε πνοὴν ζωῆς εἰς ὅλα
τὰ πλάσματά του, αὐτὸς τὰ γνωρίζει
ὅλα καὶ θὰ ἀποδώσῃ εἰς
τὸν καθένα, ἄρα δὲ καὶ εἰς σέ,
κατὰ τὰ ἔργα του. |
13
Φάγε μέλι, υἱέ, ἀγαθὸν
γὰρ κηρίον, ἵνα γλυκανθῇ σου ὁ
φάρυγξ· |
13
Παιδί μου, φάγε μέλι, διότι ἡ
κηρήθρα εἶναι καλὴ καὶ ὠφέλιμος.
Φάγε μέλι, διὰ νὰ γλυκανθῇ ὁ
φάρυγξ σου. |
13
Φάγε μέλι, παιδί μου, διότι ἡ κηρήθρα εἶναι ὡραία,
καλὴ καὶ ὠφέλιμος, φάγε διὰ νὰ
γλυκανθῇ ὁ φάρυγξ σου. Δηλαδὴ ἄκουε,
μελέτα καὶ ἐφάρμοζε τὴν θείαν διδασκαλίαν,
ἡ ὁποία εἶναι γλυκεῖα, ὅπως
τὸ μέλι, διὰ νὰ εὐφρανθῇ, νὰ
ἰατρευθῇ καὶ νὰ χορτάσῃ ἡ
ψυχή σου. |
14
οὕτως αἰσθήσῃ σοφίαν τῇ
ψυχῇ· ἐὰν γὰρ εὕρῃς,
ἔσται καλὴ ἡ τελευτή σου, καὶ
ἐλπίς σε οὐκ ἐγκαταλείψει.
|
14
Ὅπως ὅμως γλυκαίνεται ὁ φάρυγξ
μὲ τὸ μέλι, ἔτσι θὰ αἰσθανθῇς
γλυκύτητα μέσα εἰς τὴν καρδίαν
σου ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν σοφίαν.
Διότι ἐὰν τὴν ἀναζητήσῃς
καὶ τὴν ἀποκτήσῃς, θὰ
εὐτυχήσῃς. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη
ὁ θάνατός σου θὰ εἶναι ὡραῖος.
Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ
δὲ ποτὲ ἡ ἐλπὶς τῆς αἰωνίου
σωτηρίας. |
14
Ἔτσι ὅπως γλυκαίνεται τὸ στόμα καὶ
ὁ φάρυγξ σου μὲ τὸ μέλι, ἔτσι θὰ
αἰσθανθῇς καὶ εἰς τὴν ψυχήν
σου τὴν γλυκύτητα τῆς θείας σοφίας. Διότι ἐὰν
τὴν ἀποκτήσῃς, τότε τὸ τέλος καὶ
ὁ θάνατός σου θὰ εἶναι καλὸς καὶ
ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας δὲν θὰ
σὲ ἐγκαταλείψῃ ποτέ. |
15
Μὴ προσαγάγῃς ἀσεβῆ νομῇ
δικαίων μηδὲ ἀπατηθῇς χορτασίᾳ
κοιλίας· |
15
Μὴ φέρῃς τὸν ἀσεβῆ εἰς
τὸν τόπον, ὅπου κατοικοῦν καὶ
διαιτῶνται οἱ δίκαιοι. Μὴ ἀπατηθῇς
δὲ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι σὲ
ἐχόρτασε μὲ καλὰ φαγητά.
|
15
Μὴ φέρῃς κοντὰ στὶς πτωχικὲς
κατοικίες τῶν δικαίων τὸν ἀσεβῆ, ποὺ
σχεδιάζει τὴν ἑξαφάνισίν των, καὶ μὴ
ἀπατηθῇς ἀπὸ τὸ ὅτι ἐχόρτασες
τὴν κοιλίαν σου εἰς τὸ τραπέζι, εἰς
τὸ ὁποῖον ὑστεροβούλως σὲ ἐκάλεσε,
διὰ νὰ σὲ χρησιμοποιήσῃ ὡς ὄργανον
τῶν κακῶν σκοπῶν του.
|
16
ἑπτάκις γὰρ πεσεῖται δίκαιος
καὶ ἀναστήσεται, οἱ δὲ ἀσεβεῖς
ἀσθενήσουσιν ἐν κακοῖς. |
16
Πολλὲς φορὲς εἶναι δυνατὸν νὰ
πέσῃ καὶ νὰ ἀτυχήσῃ
ὁ δίκαιος, ἀλλὰ μὲ τὴν
βοήθειαν τοῦ Θεοῦ θὰ ἀνορθωθῇ
πάλιν. Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ
ἐξασθενήσουν καὶ θὰ ἐξαντληθοῦν
μέσα εἰς τὰ κακὰ καὶ εἰς
τὴν κακότητά των, θὰ πέσουν
καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ
ἀνορθωθοῦν.
|
16
Διότι, ἂν καὶ ὁ δίκαιος ἠμπορεῖ
νὰ ἀτυχήσῃ πολλάκις καὶ νὰ τὸν
εὕρουν γεγονότα δυσάρεστα, ἐν τούτοις οὐδέποτε
θὰ καμφθῇ καὶ οὐδέποτε θὰ συντριβῇ.
Τὸν προστατεύει ὁ Θεός. Ἐνῷ οἱ
ἀσεβεῖς, καὶ ὅταν ἀκόμη φαίνεται
ὅτι προκύπτουν, θὰ ἔλθῃ καιρὸς
ποὺ θὰ καταπέσουν καὶ δὲν θὰ
ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ σηκωθοῦν ἐξ
αἰτίας τῶν κακῶν ἔργων των.
|
17
Ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός
σου, μὴ ἐπιχαρῇς αὐτῷ, ἐν
δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ
μὴ ἐπαίρου· |
17
Ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός
σου, μὴ χαιρεκακήσῃς διὰ τὸ
πέσιμό του. Καὶ ἄν μὲ τριχλοποδιὰν
ἀνατροπῇ, σὺ νὰ μὴ ἀλαζονευθῇς
ἀπέναντί του.
|
17
Ἐὰν σκοντάψῃ καὶ πέσῃ ὁ
ἐχθρός σου, νὰ μὴ χαρῇς διὰ
τὸ πέσιμό του, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπαθήσῃς,
καὶ ὅταν πεδικλωθῇ καὶ γίνῃ
ὑποπόδιον τῶν ἄλλων, σὺ μὴ ἐπαίρεσαι
καὶ μὴ τὸ παίρνῃς ἐπάνω σου·
|
18
ὅτι ὄψεται Κύριος καὶ οὐκ ἀρέσει
αὐτῷ, καὶ ἀποστρέψει τὸν
θυμὸν αὐτοῦ ἀπ' αὐτοῦ.
|
18
Διότι ὁ παντεπόπτης Κύριος θὰ
ἴδῃ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ
εὐχαριστηθῇ ἀπὸ τὴν διαγωγήν
σου καὶ θὰ ἀπομακρύνῃ τὸν
θυμὸν του ἀπὸ τὸν ἐχθρόν
σου. |
18
διότι θὰ ἴδῃ ὁ καρδιογνώστης Κύριος
τὰ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα αἰσθήματά
σου, καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ δὲν
τοῦ ἀρέσουν, θὰ σηκώσῃ τὴν ὀργήν
του ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ θὰ
τὴν στρέψῃ ἐναντίον σου.
|
19
Μὴ χαῖρε ἐπὶ κακοποιοῖς, μηδὲ
ζήλου ἁμαρτωλούς· |
19
Μὴ χαίρῃς καὶ μὴ ζηλεύης
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν
τὸ κακόν. Μὴ ζηλεύῃς τοὺς
ἁμαρτωλοὺς καὶ τὴν ζωήν των.
|
19
Μὴ χαίρῃς διὰ τοὺς κακοποιοὺς
καὶ τὴν εὐημερίαν των καὶ μὴ
ζηλεύῃς τὴν πρόοδον καὶ τὴν εὐδοκίμησιν
τῶν ἁμαρτωλῶν |
20
οὐ γὰρ μὴ γένηται ἔκγονα πονηρῷ,
λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν σβεσθήσεται.
|
20
Διότι ὁ ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς
δὲν θὰ ἀφήσῃ ἀπογόνους,
ἡ δὲ φλόγα τῆς ζωῆς καὶ
ἡ λάμψις τῆς δόξης τῶν ἀσεβῶν
θὰ σβήσῃ πολὺ σύντομα.
|
20
διότι ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν θὰ ἀποκτήσῃ
ἀπογόνους. Τὸ γένος του θὰ ἐκλείψῃ
καὶ ἡ λαμπάδα καὶ ἡ λάμψις τῶν
ἀσεβῶν γρήγορα θὰ σβήσῃ.
|
21
Φοβοῦ τὸν Θεόν, υἱέ, καὶ
βασιλέα, καὶ μηθετέρω αὐτῶν
ἀπειθήσῃς· |
21
Παιδί μου, νὰ σέβεσαι τὸν Θεὸν
καὶ τὸν βασιλέα, εἰς κανένα
δὲ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ
δείξῃς παρακοὴν καὶ ἀπείθειαν.
|
21
Παιδί μου, νὰ φοβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ
νὰ τιμᾷς τὸν βασιλέα, ποὺ διαχειρίζεται
κατὰ πρόνοιαν Θεοῦ τὴν κοσμικὴν ἐξουσίαν,
καὶ εἰς κανένα ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς δύο νὰ μὴ φανῇς ἀπειθής·
|
22
ἐξαίφνης γὰρ τίσονται τοὺς ἀσεβεῖς,
τὰς δὲ τιμωρίας ἀμφοτέρων τὶς
γνώσεται; (Μασ. Κθ' 27). |
22
Διότι αἰφνιδίως καὶ εἰς ὥραν,
ποὺ οἱ ἀσεβεῖς δὲν περιμένουν,
θὰ τοὺς τιμωρήσουν. Ποιὸς δὲ
ξέρει, ποίου εἴδους τιμωρίας θὰ
ἐπιβάλουν καὶ οἱ δύο εἰς
αὐτούς;
|
22
διότι αὐτοὶ ξαφνικὰ θὰ τιμωρήσουν
τοὺς ἀσεβεῖς, τὰς τιμωρίας δέ, ποὺ
θὰ ἐπιβάλουν καὶ οἱ δύο, ποῖος
ἠμπορεῖ νὰ γνωρίζῃ ἐκ τῶν
προτέρων; |
23
(Μασ.
ΚΔ', 23)
Ταῦτα δὲ λέγω ὑμῖν τοῖς
σοφοῖς ἐπιγινώσκειν. Αἰδεῖσθαι
πρόσωπον ἐν κρίσει οὐ καλόν.
|
23
(Μασορ. ΚΔ' 23). Αὐτὰ τὰ λέγω πρὸς
γνῶσιν εἰς σᾶς τοὺς συνετοὺς
δικαστάς. Δὲν εἶναι δίκαιον καὶ
ὀρθὸν νὰ ὑποστέλλεσθε ἀπὸ
πρόσωπα κατὰ τὴν διεξαγωγὴν τῆς
δίκης. |
23
Αὐτὰ δὲ λέγω διὰ νὰ τὰ
ἔχετε ὑπ’ ὄψει σας σεῖς, ποὺ
μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καλεῖσθε νὰ
δικάζετε· τὸ νὰ ἐντρέπεσθε καὶ
να ὑπολογίζετε πρόσωπα κατὰ τὴν ἔκδοσιν
τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως καὶ να προσωποληπτῆτε,
αὐτὸ δὲν εἶναι καλόν.
|
24
Ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ·
δίκαιός ἐστιν, ἐπικατάρατος
λαοῖς ἔσται καὶ μισητὸς εἰς
ἔθνη· |
24
Ὁ δικαστής, ποὺ θὰ ἐκδώσῃ
ἀπόφασιν ὅτι ὁ ἄδικος εἶναι
δίκαιος, αὐτὸς θὰ εἶναι κατηραμένος
μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ μισητὸς
εἰς τὰ ἔθνη.
|
24
Ὁ δικαστὴς ποὺ θὰ εἴπῃ
ὅτι ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ παράνομος
εἶναι δίκαιος καὶ ἀθῶος, θὰ
γίνῃ κατηραμένος εἰς κάθε λαὸν καὶ
μισητὸς εἰς ὅλον τὸν κοσμον·
|
25
οἱ δὲ ἐλέγχοντες βελτίους φανοῦνται,
ἐπ' αὐτοὺς δὲ ἥξει εὐλογία·
|
25
Ὅσοι ὅμως κρίνουν καὶ δικάζουν
ἀνεπηρέαστα καὶ μὲ δικαιοσύνην,
θὰ ἀναδεικνύωνται ὡς δικασταὶ
ὁλονὲν καὶ καλύτεροι, καὶ εἰς
αὐτοὺς θὰ ἔρχεται ἡ εὐλογία
τοῦ Θεοῦ. |
25
οἱ δὲ δικασταὶ ποὺ δικάζουν μὲ
δικαιοσύνην καὶ ἐλέγχουν μὲ θάρρος τὴν
παρανομίαν, θὰ ἀποδειχθοῦν καλύτεροι καὶ
εἰς αὐτοὺς θὰ ἔλθῃ ὁ
ἔπαινος καὶ ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων
καὶ τοῦ οὐρανοῦ.
|
26
χείλη δὲ φιλήσουσιν ἀποκρινόμενα
λόγους ἀγαθούς. |
26
Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐκτιμήσουν
καὶ θὰ ἀγαπήσουν τὸν δικαστήν,
τοῦ ὁποίου τὸ στόμα βγάζει
δικαίας ἀποφάσεις.
|
26
Οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ἀγαπήσουν
καὶ θὰ ἐκτιμήσουν τὰ χείλη τοῦ
δικαστοῦ, ποὺ κρίνουν ὀρθὰ καὶ
ἐκδίδουν ἀποφάσεις δικαίας.
|
27
Ἐτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδον τὰ
ἔργα σου καὶ παρασκευάζου εἰς τὸν
ἀγρὸν καὶ πορεύου κατόπισθέν
μου καὶ ἀνοικοδομήσεις τὸν οἶκόν
σου. |
27
Φρόντιζε πάντοτε νὰ ἀποπερατώνῃς
τὰ ἔργα σου, νὰ ἐτοιμάζεσαι
πάντοτε προκειμένου νὰ πορευθῇς εἰς
καλλιέργειαν τοῦ ἀγροῦ σου. Ἔλα
κοντὰ ἀπὸ ἐμέ, ἀκολούθησε
τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον ἐγὼ
σοῦ χαράσσω, καὶ ἔτσι θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ κτίσῃς τὸ σπίτι σου καὶ
νὰ ἀναδείξῃς τὴν οἰκογένειάν
σου. |
27
Φρόντιζε νὰ ἀποπερατώνῃς τὶς δουλειές
σου· μὴ τὶς ἀφήνῃς ἡμιτελεῖς.
Ἑτοιμάζου διὰ τὸ χωράφι ἢ διὰ
τὸ ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμά σου καὶ
ἔλα κοντά μου, ἄφησε τὸν Θεὸν νὰ
σὲ ὁδηγῇ καὶ ἔσο συνετός·
ἔτσι θὰ ἠμπορέσῃς νὰ νοικοκυρευθῇς
καὶ νὰ κτίσῃς τὸ σπίτι σου.
|
28
Μὴ ἴσθι ψευδὴς μάρτυς ἐπὶ
σὸν πολίτην, μηδὲ πλατύνου σοῖς
χείλεσι. |
28
Ποτὲ νὰ μὴ γίνῃς ψευδομάρτυς
ὑπὲρ ἢ κατὰ τοῦ συμπολίτου
σου, οὔτε νὰ μεγαλοποιῇς τὰ γεγονότα,
ποὺ καταθέτεις. |
28
Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς κατὰ τοῦ συμπολίτου
σου καὶ μὴ ἀνοίγῃς τὰ χείλη
σου καὶ μεγαλοποιῇς τὸ πταῖσμα του.
|
29
Μὴ εἴπῃς· ὃν τρόπον ἐχρήσατό
μοι, χρήσομαι αὐτῷ, τίσομαι δὲ
αὐτὰν ἅ με ἠδίκησεν.
|
29
Ποτέ, οὔτε προκειμένου περὶ τοῦ
ἐχθροῦ σου, νὰ μὴ εἴπῃς·
Κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ μοῦ ἐφέρθη,
θὰ τοῦ φερθῶ καὶ ἐγώ.
Θὰ τὸν ἐκδικηθῶ δι' ὅσα μὲ
ἔχει ἀδικήσει!
|
29
Οὔτε νὰ σκεφθῇς καὶ νὰ εἴπῃς·
ὅπως μου ἐφέρθη αὐτός, ἔτσι θὰ
τοῦ φερθῶ καὶ ἐγώ, καὶ θὰ
πληρώσῃ ὅσα μὲ ἠδίκησεν ἕως
τώρα. |
30
Ὥσπερ γεώργιον ἀνὴρ ἄφρων, καὶ
ὥσπερ ἀμπελὼν ἄνθρωπος ἐνδεὴς
φρενῶν· |
30
Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος ὁμοιάζει
μὲ ἕνα χωράφι καὶ ὁ φτωχὸς
ἀπὸ μυαλὸ μὲ ἕνα ἀμπελῶνα.
|
30
Ὁ ἀσύνετος καὶ ἀνόητος εἶναι
ὅπως τὸ χωράφι, καὶ ὁ ὀκνηρὸς
καὶ ὁ τεμπέλης ὅπως τὸ ἀμπέλι.
|
31
ἐὰν ἁφῇς αὐτόν, χερσωθήσεται
καὶ χορτομανήσει ὅλος καὶ γίνεται
ἐκλελειμμένος, οἱ δὲ φραγμοὶ
τῶν λίθων αὐτοῦ κατασκάπτονται.
|
31
Ἐὰν ἀφήσῃς αὐτὸν
ἀκαλλιέργητον καὶ ἀπεριποίητον
θὰ μεταβληθῇ εἰς χέρσον ἔκτασιν,
θὰ γεμίσῃ ὁλόκληρος ἀπὸ
ἄγρια χόρτα, θὰ μένῃ ἔρημος
καὶ ἐγκαταλελειμμένος, οἱ δὲ
ξηρότοιχοι, ποὺ τοῦ ἐχρησίμευαν
ὡς φράχτες, θὰ πέσουν καὶ θὰ
κατασκαφοῦν.
|
31
Ἐὰν ἀφήσῃς τὸ χωράφι καὶ
τὸ ἀμπέλι ἀκαλλιέργητον καὶ ἄφρακτον,
θὰ γίνῃ χέρσον καὶ θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ ἀγριόχορτα, θὰ μείνῃ ἔρημον
καὶ ἐγκαταλελειμμένον, οἱ δὲ λίθινοι
φράχτες του θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ
πέσουν. |
32
Ὕστερον ἐγώ μετενόησα, ἐπέβλεψα
τοῦ ἐκλέξασθαι παιδείαν, |
32
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἐγὼ
μετενόησα, καὶ ἀπεφάσισα νὰ
ἐκλέξω τὴν πραγματικὴν παιδαγωνίαν
καὶ μόρφωσιν.
|
32
Ἔπειτα ὅμως ἐγώ, ὅταν βλέπω τὸν
ὀκνηρὸν εἰς αὐτὴν τὴν
ἀθλίαν κατάστασιν, μετανοῶ καὶ δὲν
τὸν μιμοῦμαι. Προτιμῶ τὴν ἐργατικότητα
καὶ τὴν φιλοπονίαν. |
33
ὀλίγον νυστάζω, ὀλίγον δὲ
καθυπνῶ, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζομαι
χερσὶ στήθη·
|
33
Ὁ ὀκνηρὸς λέγει· Νυστάζω
ὀλίγον, ἂς κοιμηθῶ ὀλίγον.
Σταυρώνω τὰ χέρια μου εἰς τὰ
στήθη, κυριαρχούμενος ἀπὸ ὑπνηλίαν
καὶ νωθρότητα.
|
33
Ὁ ὀκνηρὸς λέγει· ὀλίγον νυστάζω,
ὀλίγον κοιμοῦμαι, ὀλίγον σταυρώνω τὰ
χέρια μου καὶ ἀγκαλιάζω τὰ στήθη μου.
|
34
ἐὰν δὲ τοῦτο ποιῇς, ἥξει
προπορευομένη ἡ πενία σου καὶ ἡ
ἔνδειά σου ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς.
|
34
Ἐὰν καὶ σὺ πράξῃς ὅ,τι
καὶ ὁ ὀκνηρός, θὰ σὲ προφθάσῃ
καὶ θὰ σὲ καταλάβῃ ἡ φτώχεια,
ἡ δὲ ἀνάγκη θὰ ἔλθῃ
σὰν ταχὺς δρομεύς. |
34
Ἐὰν δὲ κάμνῃς αὐτὸ καὶ
σύ, θὰ σὲ προφθάσῃ καὶ θὰ σὲ
προσπεράσῃ ἡ φτώχεια, ἡ δυστυχία θὰ
σὲ προλάβῃ σὰν γρήγορος δρομεὺς καὶ
αὐτὴ θὰ κατακυριεύσῃ ἐξ ὁλοκλήρου
τὴν ζωήν σου. |
Πληροφορίες:
Μασ.
ΚΘ' 27 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον ΚΘ'
Μασ.
Λ' 1 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον Λ'
Μασ.
Λ' 15 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον Λ'
Μασ.
ΛΑ' 1 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον ΛΑ'
Ἡ
μεταφορά ἔγινε μόνο γιὰ λόγους
σύγκρισης μεταξὺ τῶν κειμένων.
|
Πληροφορίες:
Μασ.
ΚΘ' 27 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον ΚΘ'
Μασ.
Λ' 1 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον Λ'
Μασ.
Λ' 15 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον Λ'
Μασ.
ΛΑ' 1 Μετεφέρθη στὸ Κεφάλαιον ΛΑ'
Ἡ
μεταφορά ἔγινε μόνο γιὰ λόγους
σύγκρισης μεταξὺ τῶν κειμένων.
|
|