Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὗται
αἱ παιδεῖαι Σολομῶντος αἱ ἀδιάκριτοι,
ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου
τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας.
|
ἱ
κατωτέρω ἀνάλεκτοι ἠθοπλαστικαὶ
παροιμίαι καὶ τὰ ἀποφθέγματα
τοῦ Σολομῶντος εἶναι αὐτὰ ποὺ
κατέγραψαν οἱ φίλοι τοῦ Ἐζεκίου,
βασιλέως τῆς Ἰουδαίας.
|
ατωτέρω
εὑρίσκονται ἠθοπλαστικαί, παιδαγωγικαὶ
καὶ διδακτικαὶ παροιμίαι τοῦ Σολομῶντος,
αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν καταγραφὴ
μὲ τάξιν καὶ σύστημα καὶ τὰς ὁποίας
περισυνέλεξαν καὶ ἔγραψαν οἱ σοφοὶ
φίλοι τοῦ Ἐζεκίου, βασιλέως τῆς Ἰουδαίας.
|
2
Δόξα Θεοῦ κρύπτει λόγον, δόξα
δὲ βασιλέως τιμᾷ πράγματα.
|
2
Ἀνέκφραστα ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινον
λόγον καὶ ἀνεξερεύνητα ἀπὸ
τὸν νοῦν εἶναι τὰ ἔνδοξα ἔργα
τοῦ Θεοῦ. Δόξα δὲ καὶ τιμὴ
δι' ἕνα βασιλέα εἶναι νὰ ἐρευνᾷ
καὶ νὰ ἐκτιμᾷ κατ' ἀξίαν
πρόσωπα καὶ πράγματα.
|
2
Ἡ ἄπειρος τελειότης καὶ ἡ ἀπερίγραπτος
δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξερεύνητος.
Δόξα δὲ καὶ τιμὴ δι' ἕνα βασιλέα εἶναι
νὰ ἐξετάζῃ καὶ νὰ ἐκτιμᾷ
καλῶς πρόσωπα καὶ πράγματα.
|
3
Οὐρανὸς ὑψηλός, γῆ δὲ
βαθεῖα, καρδία δὲ βασιλέως ἀνεξέλεγκτος.
|
3
Ὁ οὐρανὸς ποὺ ἐκτείνεται
εἰς ἀπεριόριστα ὕψη καὶ ἡ
γῆ, μὲ τὰ ἀπροσμέτρητα αὐτῆς
βάθη, μένουν ἀνεξερεύνητα. Ἔτσι
καὶ ἡ καρδία τοῦ βασιλέως εἶναι
δι' ὅλους ἀνεξερεύνητος καὶ ἀνεξέλεγκτος.
|
3
Ὁ ἀπροσπέλαστος λόγῳ τοῦ ὕψους
του οὐρανὸς καὶ ἡ ἀνεξερεύνητος
λόγῳ τοῦ βάθους τῆς γῆ κρύπτουν πολλὰ
μυστικά· ἔτσι καὶ ἡ καρδία τοῦ
βασιλέως πρέπει νὰ εἶναι ἐχέμυθος καὶ
κανεὶς νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἀποσπάσῃ
ἀπὸ αὐτὴν μυστικὰ τοῦ
κράτους. |
4
Τύπτε ἀδόκιμον ἀργύριον, καὶ
καθαρισθήσεται καθαρὸν ἅπαν·
|
4
Κατεργάσου μὲ τὸ σφυρὶ καὶ τὴν
κάμινον τοῦ πυρὸς τὸν ἀκάθαρτον
ἄργυρον καὶ θὰ καθαρισθῇ ὁλόκληρος
ἀπὸ κάθε περιττὸν σῶμα.
|
4
Κτύπα με τὸ σφυρί, λειῶσε εἰς τὴν
φωτιὰ τὸ νοθευμένο ἀσῆμι, καὶ
θὰ καθαρισθῇ ὁλόκληρον ἀπὸ κάθε
σκωριά. |
5
κτεῖνε ἀσεβεῖς ἐκ προσώπου βασιλέως,
καὶ κατορθώσει ἐν δικαιοσύνῃ
ὁ θρόνος αὐτοῦ.
|
5
Κατὰ παρόμοιον τρόπον παράδωσε εἰς
θανατικὴν ἐκτέλεσιν τοὺς ἀσεβεῖς
συμβούλους, ποὺ εὑρίσκονται πλησίον
τοῦ βασιλέως, καὶ τότε ὁ θρόνος
αὐτοῦ θὰ στερεωθῇ καὶ θὰ
θριαμβεύσῃ διὰ τῆς δικαιοσύνης.
|
5
Κατὰ παρόμοιον τρόπον διῶξε καὶ ἐξόντωσε
τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὸ περιβάλλον
καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἑνὸς βασιλέως,
καὶ θὰ στερεωθῇ διὰ τῆς δικαιοσύνης
ὁ θρόνος του. |
6
Μὴ ἀλαζονεύου ἐνώπιον βασιλέως,
μηδὲ ἐν τόποις δυναστῶν ὑφίστασο·
|
6
Μὴ ἀλαζονεύεσαι ἐνώπιον τῶν
βασιλέων διὰ τὴν δύναμίν σου
ἢ τὸν πλοῦτον σου καὶ μὴ προσέρχεσαι
ἀπρόσκλητος εἰς τοὺς τόπους,
ὅπου συγκεντρώνονται οἱ ἰσχυροί.
|
6
Ὅταν θὰ εὑρεθῇς ἐμπρὸς
εἰς τὸν βασιλέα, μὴ λησμονῇς τὴν
θέσιν σου καὶ μὴ τὸ παίρνῃς ἐπάνω
σου, οὔτε νὰ σπεύδῃς νὰ καταλάβῃς
ἀπρόσκλητος τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον
συγκεντρώνονται οἱ ἄρχοντες καὶ ὅσοι
ἀσκοῦν ἐξουσίαν. |
7
κρεῖσσον γάρ σοι τὸ ρηθῆναι·
ἀνάβαινε πρός με ἡ ταπεινῶσαί
σε ἐν προσώπῳ δυνάστου. Ἃ εἶδον
οἱ ὀφθαλμοί σου, λέγε. |
7
Εἶναι προτιμότερον διὰ σὲ ὁ
βασιλεὺς ἢ ὁ ἄρχων νὰ σοῦ
πῇ· <Ἔλα πλησίον μου>, παρὰ
νὰ σὲ ταπεινώσῃ ἐνώπιον
ἄλλου ἄρχοντος ἐπισημοτέρου ἀπὸ
σέ. Λέγε μόνον ὅσα βλέπουν τὰ
μάτια σου καὶ μὴ δίδῃς πάντοτε
ἐμπιστοσύνην εἰς ὅσα ἀκούουν
τὰ αὐτιά σου.
|
7
Διότι εἶναι προτιμότερον νὰ σοῦ λεχθῇ
ἀπὸ τὸν βασιλέα· ἀνέβα
πιὸ κοντά μου, παρὰ νὰ σὲ ταπεινώσῃ
ἐμπρὸς εἰς ἕνα ἄρχοντα. Νὰ
λέγῃς μόνον ὅσα εἶδαν τὰ μάτια σου
καὶ ὄχι νὰ ἐπαναλαμβάνῃς ἀβασανίστως
τὰς διαδόσεις, τὰς φήμας καὶ σπερμολογίας
τῶν διαφόρων. Νὰ μορφώνῃς γνώμην καὶ
κρίσιν κατόπιν προσωπικῆς σου αὐτοψίας.
|
8
Μὴ πρόσπιπτε εἰς μάχην ταχέως,
ἵνα μὴ μεταμεληθῇς ἐπ' ἐσχάτων.
Ἡνίκα ἂν σὲ ὀνειδίσῃ
ὁ σὸς φίλος, |
8
Μὴ ὁρμᾷς εὔκολα καὶ ἀσύνετα
εἰς φιλονεικίας, διὰ νὰ μὴ μεταμεληθῇς
κατόπιν, καὶ μάλιστα ὅταν ἐντόνως
σὲ κατηγορήσῃ ὁ φίλος σου.
|
8
Μὴ εἶσαι εὔκολος εἰς φιλονικίαν, διὰ
νὰ μὴ μετανοήσῃς κατόπιν καὶ ἔχῃς
δυσαρέστους συνεπείας, ὅταν σὲ κατηγορήσῃ
ὁ φίλος σου. |
9
ἀναχώρει εἰς τὰ ὀπίσω,
μὴ καταφρόνει, |
9
Μάθε νὰ ὑποχωρῇς, διὰ νὰ
προλαμβάνῃς καὶ ἁπαλύνῃς
τὰς φιλονεικίας, καὶ νὰ μὴ καταφρονῇς
κανένα·
|
9
Ἔσο ὑποχωρητικὸς ἀπέναντι ὅλων
καὶ μὴ καταφρονῇς κανένα,
|
10
μὴ σὲ ὀνειδίσῃ μὲν ὁ
φίλος, ἡ δὲ μάχη σου καὶ ἡ
ἔχθρα οὐκ ἀπέσται, ἀλλὰ
ἔσται σοι ἴση θανάτω. |
10
μήπως καὶ αὐτὸς ὁ φίλος
σου τεθῇ ἀντιμέτωπός σου καὶ
σὲ κατακρίνῃ. Ἡ δὲ φιλονεικία
καὶ ἔχθρα δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ
ποτὲ ἀπὸ κοντά σου, ἀλλὰ
ὡσὰν ἄλλος θάνατος θὰ σὲ
παρακολουθῇ μέχρι τέλους.
|
10
μήπως τὰ χαλάσῃς μὲ ὅλους· καὶ
ἀκόμη μήπως σὲ κατακρίνῃ καὶ
σὲ ὀνειδίζῃ καὶ αὐτὸς
ὁ φίλος σου, ἡ δὲ ἔχθρα καὶ
ἡ φιλονικία δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ
ποτὲ ἀπὸ κοντά σου, ἀλλὰ θὰ
ἐξισωθῇ πρὸς θάνατον, παρακολουθοῦσα
σε μέχρι τῆς τελευταίας σου ἀναπνοῆς.
|
10α
Χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἃς
τήρησον σεαυτῷ, ἵνα μὴ ἐπονείδιστος
γένῃ, ἀλλὰ φύλαξον τὰς
ὁδούς σου εὐσυναλλάκτως.
|
10α
Ἡ χάρις καὶ ἡ φιλία ἁπαλλάσσουν
καὶ ἐλευθερώνουν τὴν ψυχὴν ἀπὸ
πολλὰς ὀδυνηρὰς καταστάσεις. Τὴν
χάριν, λοιπόν, καὶ τὴν φιλίαν
κράτησέ την καλὰ εἰς τὸν ἑαυτόν
σου, διὰ νὰ μὴ γίνῃς μισητὸς
καὶ ἀξιοκατάκριτος. Πρόσεχε τὰς
πορείας τῆς ζωῆς σου καὶ προσπάθει
νὰ εἶσαι συμβιβαστικὸς καὶ διαλλακτικὸς
πρὸς ὅλους.
|
10α
Αἱ χαριστικαὶ καὶ συμβιβαστικαὶ διαθέσεις
καὶ τὰ φιλικὰ συναισθήματα ἐλευθερώνουν
τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὴν πίεσιν καὶ
τὴν ἀναστάτωσιν, ποὺ δημιουργεῖ τὸ
φιλόνικον πνεῦμα. Αὐτὰς τὰς δύο ἀρετάς,
τὴν χάριν καὶ τὴν φιλίαν, φύλαξέ
τας καλὰ εἰς τὸν ἑαυτόν σου,
διὰ νὰ μὴ γίνῃς ἐπονείδιστος
καὶ νὰ μὴ ὑβρισθῇς· εἰς
ὅλην σου τὴν ζωὴν πρόσεχε νὰ εἶσαι
συμβιβαστικός, καλὸς καὶ εὐγενὴς εἰς
τὰς συναναστροφάς σου. |
11
Μῆλον χρυσοῦν ἐν ὁρμίσκῳ
σαρδίου, οὕτως εἰπεῖν λόγον.
|
11
Ὅπως ὡραῖον καὶ ταιριαστὸν εἶναι
ἕνα χρυσὸ μῆλο εἰς περιδέραιον
ἀπὸ σαρδίους πολύτιμους λίθους,
ἔτσι καὶ ἕνας συνετὸς καὶ καλὸς
λόγος, ποὺ λέγεται εἰς τὴν πρέπουσαν
περίστασιν.
|
11
Ὅπως τὸ χρυσὸν μῆλον εἶναι κόσμημα
εἰς ἕνα περιδέραιον ἀπὸ σαρδίους πολυτίμους
λίθους, ἔτσι πρόσεχε νὰ εἶναι ἐπίκαιρος
καὶ ταιριαστὸς ὁ λόγος ποὺ θὰ
εἴπῃς· στόλισμα εἰς τὸ στόμα
καὶ εἰς τὴν γλῶσσαν σου, εὐχάριστος
καὶ ὠφέλιμος εἰς ὅσους θὰ τὸν
ἀκούσουν. |
12
Εἰς ἐνώτιον χρυσοῦν καὶ σάρδιον
πολυτελὲς δέδεται, λόγος σοφὸς εἰς
εὐήκοον οὖς. |
12
Ὅπως εἰς ἕνα χρυσὸ σκουλαρίκι
δένεται καὶ ταιριάζεται ὁ πολυτελὴς
σάρδιος λίθος, ἔτσι ὡραῖος καὶ
ἐλκυστικὸς εἶναι καὶ ἕνας συνετὸς
λόγος, ὅταν λέγεται εἰς αὐτὶ
προσεκτικόν. |
12
Καθὼς εἰς ἕνα χρυσὸν σκουλαρίκι δένεται
ὁ πολυτελὴς λίθος σάρδιος, ἔτσι καὶ
ὁ σοφὸς λόγος ταιριάζει νὰ ἀπευθύνεται
εἰς αὐτὶ προσεκτικόν, διὰ νὰ
φέρῃ τὸ οἰκοδομητικὸν καὶ ὠφέλιμον
ἀποτέλεσμά του. |
13
Ὥσπερ ἔξοδος χιόνος ἐν ἀμήτῳ
κατὰ καῦμα ὠφελεῖ, οὕτως ἄγγελος
πιστὸς τοὺς ἀποστείλαντας αὐτόν·
ψυχὰς γὰρ τῶν αὐτῷ χρωμένων
ὠφελεῖ. |
13
Ὅπως ἡ προσφορὰ πάγου εἰς καιρὸν
θερισμοῦ, ὁπότε ἐπικρατεῖ μεγάλο
καῦμα, δροσίζει καὶ ἀναψύχει,
ἔτσι καὶ ἔνας εὐσυνείδητος καὶ
ἀξιόπιστος ἀγγελιαφόρος μὲ τὰς
καλὰς εἰδήσεις του εἰς ἐκείνους,
ποὺ τὸν ἔστειλαν. Διότι ἀναπαύει,
εὐχαριστεῖ καὶ ὠφελεῖ τὰς
καρδίας αὐτῶν, ποὺ τὸν ἐχρησιμοποίησαν
ὡς ἀγγελιαφόρον.
|
13
Ὅπως ἡ προσφορὰ χιόνος (πάγου) κατὰ
τὸν θερισμὸν καὶ τὸν καύσωνα δροσίζει
καὶ ἀνακουφίζει, ἔτσι ἀναψύχει καὶ
ὁ πιστὸς καὶ ἀκριβολόγος ἀγγελιαφόρος,
ὁ ὁποῖος φέρει καλὰς εἰδήσεις
εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἔστειλαν,
διότι εὐφραίνει καὶ χαροποιεῖ τὰς
καρδίας αὐτῶν ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦν
|
14
Ὥσπερ ἄνεμοι καὶ νέφη καὶ ὑετοὶ
ἐπιφανέστατα, οὕτως ὁ καυχώμενος
ἐπὶ δόσει ψευδεῖ. |
14
Ὅπως ὁλοφάνεροι εἶναι οἱ ἄνεμοι
καὶ τὰ σύννεφα καὶ αἱ βροχαί,
ποὺ πρόκειται νὰ πέσουν, ἀλλὰ
δὲν πίπτουν, ἔτσι ὁλοφάνερος
γίνεται καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
καυχᾶται ψευδῶς διὰ δωρεάς, τὰς
ὁποίας δὲν ἔκαμε.
|
14
Ὅπως εἶναι ὁλοφάνερα οἱ ἄνεμοι
καὶ τὰ σύννεφα, ποὺ σκεπάζουν τὸν
οὐρανόν, καὶ αἱ βροχαὶ ποὺ ἐπίκεινται,
ἀλλὰ δὲν πίπτουν, ἔτσι ὁλοφάνερος
καὶ θορυβοποιὸς γίνεται καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ διαλαλεῖ ψευδῶς καὶ καυχᾶται
διὰ δωρεὰς ποὺ δὲν ἔκαμε καὶ
δι’ ὑποσχέσεις ποὺ δὲν πραγματοποιεῖ.
|
15
Ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδία βασιλεῦσι,
γλῶσσα δὲ μαλακὴ συντρίβει ὀστᾶ.
|
15
Μὲ τὴν ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν
κατευοδώνονται αἱ ὑποθέσεις μας κοντὰ
εἰς τοὺς βασιλεῖς. Ἔτσι καὶ
γλῶσσα μαλακὴ καὶ ἠπία συντρίβει
ὀστᾶ, κάμπτει δηλαδὴ καὶ τὰς
μεγαλυτέρας δυσκολίας καὶ ἀντιστάσεις.
|
15
Μὲ τὴν ὑπομονὴν θὰ καταφέρῃς
νὰ εὐοδωθῇ ἡ ὑπόθεσίς σου ἐνώπιον
τοῦ βασιλέως, ἡ μαλακὴ δὲ καὶ
εὐγενὴς γλῶσσα συντρίβει κόκκαλα καὶ
κάμπτει καὶ τὴν σκληροτέραν ἄρνησιν καὶ
δυστροπίαν. |
16
Μέλι εὑρὼν φάγε τὸ ἱκανόν,
μὴποτε πλησθεὶς ἐξεμέσῃς.
|
16
Ὅταν εὕρῃς μέλι, φάγε τὸ
ἀρκετόν, ὅσον σοῦ χρειάζεται.
Μὴ φάγῃς ὅμως πολύ, παραχορτάσῃς
καὶ τὸ κάμῃς ἐμετόν.
|
16
Ὅταν εὕρῃς μέλι, φάγε μὲ μέτρον, μήπως
κάμῃς ἐμετόν, ἂν φάγῃς περισσότερον
τοῦ κανονικοῦ. |
17
Σπάνιον εἴσαγε σὸν πόδα πρὸς
σεαυτοῦ φίλον, μήποτε πλησθείς σου
μισήσῃ σε. |
17
Κατὰ ἀραιὰ διαστήματα νὰ ἐπισκέπτεσαι
τὸν φίλον σου εἰς τὸ σπίτι του,
μήπως ἐκεῖνος σὲ χορτάσῃ,
σὲ βαρεθῇ καὶ σὲ ἀποστραφῇ.
|
17
Μὴ πηγαίνῃς συχνά, ἀλλὰ σπάνια εἰς
τὸ σπίτι τοῦ φίλου σου, διὰ νὰ μὴ
σὲ παραχορτάσῃ καὶ σὲ βαρεθῇ.
Τήρει τὸ μέτρον καὶ εἰς τὰς φιλικάς
σου ἐπισκέψεις καὶ ἐπικοινωνίας, διὰ
νὰ εἶσαι εὐπρόσδεκτος καὶ ἀγαπητός.
|
18
Ρόπαλον καὶ μάχαιρα καὶ τόξευμα
ἀκιδωτόν, οὕτως καὶ ἀνὴρ
ὁ καταμαρτυρῶν τοῦ φίλου αὐτοῦ
μαρτυρίαν ψευδῆ. |
18
Ὁ ψευδομάρτυς, ὁ ὁποῖος μάλιστα
καταθέτει ψευδομαρτυρίαν ἐναντίον
τοῦ φίλου του, ὁμοιάζει μὲ σκληρὸν
ρόπαλον, μὲ κοφτερὸ μαχαίρι, μὲ
αἰχμηρὸν βέλος.
|
18
Σὰν ρόπαλον καὶ μαχαίρι κοπτερὸν καὶ
βέλος μυτερὸν καὶ ὀξὺ εἶναι
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ψευδομαρτυρεῖ
ἐναντίον τοῦ φίλου του. |
19
Ὁδὸς κακοῦ καὶ ποὺς παρανόμου
ὀλεῖται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ.
|
19
Ἡ πορεία τῆς ζωῆς τοῦ κακοῦ
καὶ τὰ πόδια τοῦ παρανόμου ἀνθρώπου,
θὰ ἐξολοθρευθοῦν κατὰ τὴν ἡμέραν,
ποὺ θὰ ἐκσπάσῃ ἡ δικαία
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ὁ δρόμος τοῦ κακοῦ καὶ τὸ πόδι
τοῦ παρανόμου ἀνθρώπου θὰ χαθοῦν κατὰ
τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ ἐκσπάσῃ ἡ δικαία ὀργή.
|
20
Ὥσπερ ὄξος ἕλκει ἀσύμφορον
οὕτως προσπεσὸν πάθος
ἐν σώματι καρδίαν
λυπεῖ. |
20
Ὅπως τὸ ξύδι εἶναι ἐπιβλαβὲς
καὶ προκαλεῖ πόνον ριπτόμενον εἰς
ἀνοικτὴν πληγήν, ἔτσι καὶ μιὰ
ἀπροσδόκητος σωματικὴ ἀσθένεια
φέρει λύπην εἰς τὴν καρδίαν.
|
20
Ὅπως τὸ ξίδι, ὅταν τὸ ρίξῃ κανεὶς
εἰς τὴν πληγήν, δὲν συμφέρει, ἀλλ’
εἶναι ἐπιβλαβὲς εἰς αὐτήν, ἔτσι
καὶ μία ἀπρόοπτος ἀσθένεια προξενεῖ
λύπην εἰς τὴν ἀνθρωπίνην καρδίαν.
|
20α
Ὤσπερ σὴς ἐν ἱματίῳ καὶ
σκώληξ ξύλῳ, οὕτως λύπη ἀνδρὸς
βλάπτει καρδίαν. |
20α
Ὅπως ὁ σκόρος εἰς τὰ ἱμάτια
καὶ τὸ σκουλήκι εἰς τὸ ξύλον,
ἔτσι καὶ ἡ λύπη τοῦ ἀνθρώπου
κατατρώγει τὴν καρδίαν του.
|
20α
Ὅπως ὁ σκόρος κατατρώγει τὸ ἔνδυμα
καὶ τὸ σκουλήκι τὸ ξύλον, ἔτσι καὶ
ἡ λύπη βλάπτει τὴν καρδίαν τοῦ ἀνδρὸς
καὶ πολὺ περισσότερον τῆς γυναικός, ποὺ
εἶναι εὐπαθεστέρα. |
21
Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου,
ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ,
πότιζε αὐτόν· |
21
Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου,
δίδε εἰς αὐτὸν νὰ φάγῃ.
Ἐὰν διψᾷ, δόσε εἰς αὐτὸν
νὰ πίῃ.
|
21
Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου,
δός του ψωμὶ νὰ φάγῃ, ἐὰν
διψᾷ, δός του νερὸ νὰ πίῃ·
|
22
τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς
σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ,
ὁ δὲ Κύριος ἀνταποδώσει σοι
ἀγαθά. |
22
Διότι, ὅταν ἔτσι φέρεσαι καὶ
πράττῃς ἀπέναντι τοῦ ἐχθροῦ
σου, συσσωρεύεις ἄνθρακας ἀναμμένους
ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὁ
δὲ Θεὸς θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ
ἀγαθὰ καὶ θὰ σὲ ἀμείψῃ
διὰ τὴν ἀνεξικακίαν καὶ καλωσύνην
σου αὐτήν.
|
22
διότι ἐὰν κάμῃς αὐτό, θὰ
τὸν συγκινήσῃς καὶ θὰ τὸν
ἐντροπιάσῃς. Θὰ τοῦ γίνῃ
δὲ τόσον αἰσθητὴ ἡ ἀγαθοποιὸς
αὐτὴ πρᾶξις σου, ὡσὰν νὰ
τοῦ βάλῃς κάρβουνα ἀναμμένα στὸ κεφάλι
του, καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἴσως
συγκινηθῇ καὶ μετανοήσῃ. Ὅταν δὲ
ἔτσι φέρεσαι πρὸς τὸν ἐχθρόν
σου, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ
ἀγαθά. |
23
Ἄνεμος Βορέας ἐξεγείρει νέφη,
πρόσωπον δὲ ἀναιδὲς γλῶσσαν
ἐρεθίζει. |
23
Ὁ βορηᾶς σηκώνει καὶ παρασύρει
σύννεφα. Ἔτσι καὶ ἕνας ἄνθρωπος
ἀδιάκριτος καὶ ἀναιδὴς ἐρεθίζει
τοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ ὁμιλήσουν
καὶ ἐκεῖνοι κατὰ τρόπον ὀργίλον
καὶ πικρόν. |
23
Ὁ βοριᾶς σηκώνει νέφη, ἄνθρωπος δὲ
ἀναιδὴς καὶ ἀδιάκριτος ἐρεθίζει
τὴν γλῶσσαν τῶν ἄλλων καὶ τοὺς
παρασύρει νὰ τοῦ εἴπουν λόγους σκληροὺς
καὶ πικρούς. |
24
Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας
δώματος ἢ μετὰ γυναικὸς λοιδόρου
ἐν οἰκίᾳ κοινῇ. |
24
Εἶναι προτιμότερον νὰ κατοικῇ κανεὶς
μόνος του εἰς μίαν στενόχωρη καὶ
φτωχικὴ γωνία ταράτσας, παρὰ νὰ
συνοικῇ εἰς οἰκίαν μαζῆ μὲ
ὑβρεολόγον καὶ κακόγλωσσον γυναῖκα.
|
24
Εἶναι προτιμότερον νὰ κατοικῇς εἰς
μίαν γωνίαν ταράτσας, εἰς μίαν παλιοσοφίταν, παρὰ
νὰ συγκατοικῇς μέσα εἰς εὐρύχωρον
πολυκατοικίαν μὲ γυναῖκα ποὺ ὑβρίζει
καὶ κακολογεῖ τοὺς πάντας.
|
25
Ὥσπερ ὕδωρ ψυχρὸν ψυχῇ διψῶσῃ
προσηνές, οὕτως ἀγγελία ἀγαθὴ
ἐκ γῆς μακρόθεν. |
25
Ὅπως τὸ δροσερὸ νερὸ εἶναι εὐχάριστον
καὶ φέρει ἀναψυχὴν εἰς ἕνα
διψασμένον, ἔτσι καὶ μιὰ εὐχάριστος
εἴδησις, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπὸ
ἀγαπητόν μας πρόσωπον εὑρισκόμενον
εἰς τὰ ξένα.
|
25
Ὅπως τὸ κρύο νερὸ εἶναι εὐχαρίστως
δεκτὸν ἀπὸ ἄνθρωπον διψασμένον, ἔτσι
καὶ μία καλὴ εἴδησις ἀπὸ τὴν
μακρινὴ ξενιτειά. |
26
Ὥσπερ εἴ τις πηγὴν φράσσοι καὶ
ὕδατος ἔξοδον λυμαίνοιτο, οὕτως ἄκοσμον
δίκαιον πεπτωκέναι ἐνώπιον ἀσεβοῦς.
|
26
Ὅπως εἶναι ἐπιζήμιον, ὅταν βουλώνῃ
κανεὶς μίαν πηγὴν καὶ παρακωλύῃ
τὴν ἐλευθέραν ἔξοδον τοῦ ὕδατος,
ἔτσι εἶναι ἀπρεπὲς καὶ ἐπιβλαβὲς
νὰ πέσῃ ὁ δίκαιος εἰς
τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀσεβοῦς.
|
26
Ὅπως ἐὰν κανεὶς φράξῃ μίαν πηγὴν
νεροῦ καὶ ἐμποδίσῃ τὴν ἔξοδον
τοῦ νεροῦ ἀπὸ αὐτήν, ἔτσι
εἶναι θλιβερὸν καὶ σκανδαλῶδες τὸ
θέαμα ἑνὸς μέχρι χθὲς δικαίου καὶ
ἐναρέτου, ὁ ὁποῖος ὑφίσταται
ἠθικὴν πτῶσιν ἐμπρὸς εἰς
τὸν ἀσεβῆ. Διότι ὁ ἀντίκτυπος
τῆς πτώσεως αὐτῆς θὰ εἶναι φοβερός.
|
27
Ἐσθίειν μέλι πολὺ οὐ καλόν,
τιμᾶν δὲ χρὴ λόγους ἐνδόξους.
|
27
Τὸ νὰ τρώγῃ κανεὶς πολὺ
μέλι δὲν εἶναι καλὸν καὶ ὠφέλιμον.
Ἐξ ἀντιθέτου ὅμως, πρέπει νὰ
ἀκούῃ κανεὶς ἀπλήστως,
καὶ νὰ τιμᾷ καὶ νὰ δέχεται
τοὺς λόγους ἐναρέτων ἀνθρώπων.
|
27
Τὸ νὰ τρώγῃ κανεὶς μέλι πολύ, δὲν
εἶναι ὑγιεινόν, τὸ νὰ τιμᾷ ὅμως
τὰ σοφὰ καὶ δοξασμένα λόγια ἁγίων
καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν, ποτὲ δὲν
θὰ τοῦ προκαλέσῃ κόρον καὶ ἀηδίαν,
ὀσονδήποτε συχνὰ καὶ ἂν μελετᾷ
αὐτά. |
28
Ὥσπερ πόλις τὰ τείχη καταβεβλημένη
καὶ ἀτείχιστος, οὕτως ἀνὴρ
ὃς οὐ μετὰ βουλῆς τι πράσσει.
|
28
Ὅπως μιὰ πόλις, ποὺ ἔχει τὰ
τείχη της κρημνισμένα καὶ μένει κατ'
οὐσίαν ἀτείχιστος, εἶναι ἐκτεθειμένη
καὶ πρόχειρος εἰς τοὺς ἐχθρούς,
ἔτσι καὶ ἔνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
πράττει κάτι, χωρὶς προηγουμένως νὰ
ἐξετάσῃ καὶ νὰ σκεφθῇ,
γίνεται γελοῖος εἰς τοὺς ἄλλους.
|
28
Ὡσὰν τὴν πόλιν, ποὺ ἔχει γκρεμισμένα
τὰ τείχη της καὶ εἶναι εὔκολον νὰ
κυριευθῇ, ἔτσι ὁμοιάζει καὶ ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ
χωρὶς λογικὴν σκέψιν καὶ χωρὶς κρίσιν.
|