Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σπερ
δρόσος ἐν ἀμήτῳ καὶ ὥσπερ
ὑετὸς ἐν θέρει, οὕτως οὐκ
ἔστιν ἄφρονι τιμή. |
πως
σπανιοτάτη εἶναι ἡ
πυκνὴ δροσιὰ κατὰ τὸν θερισμὸν
καὶ ἡ βροχὴ
κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ θέρους,
ἔτσι ἀνύπαρκτος εἶναι τιμὴ
καὶ ὑπόληψις εἰς τὸν ἀσύνετον.
|
πως
κατὰ τὸν θερισμὸν ἡ δροσιά, ποὺ
ὑγραίνει καὶ μαλακώνει τὰ στάχυα, καὶ
ἡ κατὰ τὸ θέρος βροχὴ εἶναι
ἀνεπιθύμητα, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστα
πρὸς τὴν κρατοῦσαν θερμοκρασίαν, ἔτσι
δὲν ταιριάζει εἰς τὸν ἀσύνετον καὶ
ἄφρονα ἡ ἐξουσία καὶ τὸ τιμητικὸν
ἀξίωμα. |
2
Ὥσπερ ὄρνεα πέταται καὶ στρουθοί,
οὕτως ἀρὰ ματαία οὐκ ἀπελεύσεται
οὐδενί. |
2
Ὅπως, ὅταν πετοῦν καὶ φεύγουν
τὰ πουλιὰ καὶ τὰ στρουθία, δὲν
ἀφήνουν ἴχνη, ἔτσι
καὶ ἄδικη κατάρα δὲν θὰ
ἐπέλθῃ ἐναντίον οὐδενός.
|
2
Ὅπως τὰ ὄρνεα καὶ τὰ στρουθία
πετοῦν ὑψηλὰ καὶ δὲν τὰ
πλησιάζει κανείς, ἔτσι καὶ ἡ ἄδικος
κατάρα δὲν θὰ πέσῃ καὶ δὲν θὰ
βλάψῃ κανένα ἀθῶον. |
3
Ὥσπερ μάστιξ ἵππῳ καὶ κέντρον
ὄνῳ, οὕτως ράβδος ἔθνει παρανόμῳ.
|
3
Ὅπως εἶναι ἀπαραίτητον
τὸ μαστίγιον διὰ τὸν ἵππον
καὶ τὸ κεντρὶ
διὰ τὸν ὄνον, ἔτσι εἶναι ἀπαραίτητος
ἡ ράβδος τῆς τιμωρίας ἐναντίον
ἀδίκου καὶ ἀσεβοῦς
ἔθνους. |
3
Ὅπως τὸ μαστίγιον χρειάζεται διὰ τὸ
ἄλογον καὶ τὸ κεντρὶ διὰ τὸν
δυσκίνητον ὄνον, ἔτσι χρειάζονται ἡ ράβδος
καὶ αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ ἄνομα
καὶ ἁμαρτωλὰ ἔθνη.
|
4
Μὴ ἀποκρίνου ἄφρονι πρὸς τὴν
ἐκείνου ἀφροσύνην, ἵνα μὴ
ὅμοιος γένῃ αὐτῷ·
|
4
Μὴ ἀπαντᾷς πρὸς ἄμυαλον καὶ
αὐθάδη ἄνθρωπον μὲ
τὸν τρὸπον, μὲ τὸν ὁποῖον
ἐκεῖνος ἐν τῇ
ἀφροσύνῃ του σοῦ
ὁμιλεῖ, διὰ νὰ μὴ ὁμοιάσῃς
μὲ αὐτόν.
|
4
Μὴ ἀπαντᾷς εἰς τὸν ἄφρονα
καὶ αὐθάδη μὲ ἀπρεπῆ καὶ
ἀσύνετα λόγια σὰν τὰ ἰδικά του, διὰ
νὰ μὴ ἐξισωθῇς μὲ αὐτὸν
καὶ τοῦ ὁμοιάσῃς.
|
5
ἀλλὰ ἀποκρίνου ἄφρονι κατὰ
τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ, ἵνα
μὴ φαίνηται σοφὸς παρ' ἐαυτῷ.
|
5
Ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾷς
εἰς τὸν ἄμυαλον μὲ τρόπον συνετὸν
καὶ ἀνάλογον πρὸς τὴν ἀμυαλωσύνην
του, διὰ νὰ συναισθανθῇ ὅτι εἶναι
ἀνόητος, ὥστε νὰ μὴ αὐτοθαυμάζεται
καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του σοφόν.
|
5
Δῶσε ὅμως συνετὴν ἀπάντησιν εἰς
τὸν ἄφρονα εἰς ὥραν κατάλληλον, διὰ
νὰ καταλάβῃ ὅτι εἶναι ἀνόητος
καὶ νὰ μὴ τοῦ περνᾷ ἡ
ἰδέα ὅτι εἶναι σοφὸς καὶ αὐτοθαυμάζεται.
|
6
Ἐκ τῶν ὁδῶν ἑαυτοῦ ὄνειδος
ποιεῖται ὁ ἀποστείλας δι' ἀγγέλου
ἄφρονος λόγον. |
6
Θὰ ἐντροπιασθῇ διὰ
τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας του
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἀποστέλλει μίαν
ἀγγελίαν μὲ ἄμυαλον καὶ ἀσύνετον
ἄνθρωπον.
|
6
Ἐκεῖνος ποὺ διαβιβάζει μὲ ἀνόητον
ἄνθρωπον μίαν παραγγελίαν, θὰ ἐντροπιασθῇ,
διότι ἐνήργησε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν.
|
7
Ἀφελοῦ πορείαν σκελῶν καὶ παρανομίαν
ἐκ στόματος ἀφρόνων. |
7
Ματαίωσε τὰς ἀνοήτους πορείας
τῶν ἀσυνέτων καὶ πρόλαβε τὰς
ἀνοησίας, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ
τὸ στόμα των. Μὴ τοὺς ἀναθέτῃς
ἐμπιστευτικὰς καὶ σοβαρὰς
ὑποθέσεις.
|
7
Ἐμπόδισε τὰ πόδια τῶν ἀνοήτων νὰ
βαδίσουν καὶ πρόλαβε τὰς ἀνοησίας, ποὺ
βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα των. Μὴ τοὺς
στέλλῃς νὰ χειρισθοῦν καὶ διεκπεραιώσουν
κάποιαν ὑπόθεσίν σου, διότι θὰ σὲ ἐκθέσουν.
|
8
Ὃς ἀποδεσμεύει λίθον ἐν σφενδόνῃ,
ὅμοιός ἐστι τῷ διδόντι ἄφρονι
δόξαν. |
8
Ἐκεῖνος ποὺ δίδει ἐξουσίαν
καὶ δόξαν εἰς ἀσύνετον καὶ
ἄμυαλον, ὅμοιάζει μὲ ἐκεῖνον
ποὺ ρίπτει μὲ τὴν σφενδόνην
λίθον εἰς τὴν τύχην.
|
8
Πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἀφήνει
νὰ ξεφύγῃ τὸ λιθάρι ἀπὸ τὴν
σφενδόνην χωρὶς νὰ ξέρῃ ποὺ θὰ
πάη ἡ πέτρα, πρὸς αὐτὸν ὁμοιάζει
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δίδει ἐξουσίαν
καὶ ἀποδίδει τιμὴν εἰς τὸν τρελλὸν
καὶ τὸν ἀσυνείδητον.
|
9
Ἄκανθαι φύονται ἐν χειρὶ μεθύσου,
δουλεία δὲ ἐν χειρὶ τῶν ἀφρόνων.
|
9
Ὀδυνηρὰ ἀγκάθια δυστυχίας φυτρώνουν
καὶ διατρυποῦν
τὰ χέρια τοῦ
μεθύσου. Κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ
ὁ ἀσύνετος μὲ τὰ ἴδια
του τὰ χέρια καλλιεργεῖ ὑποδούλωσιν
τοῦ ἑαυτοῦ του. |
9
Ἀγκάθια δυστυχίας φυτρώνουν εἰς τὸ χέρι
τοῦ μεθύσου καὶ ὑποδούλωσις ἀναμένει
τὰ χέρια τῶν ἀφρόνων, οἱ ὁποῖοι
κατασωτεύουν ἀνωφελῶς τὴν περιουσίαν των.
|
10
Πολλὰ χειμάζεται πᾶσα σὰρξ ἀφρόνων·
συντρίβεται γὰρ ἡ ἔκστασις αὐτῶν.
|
10
Πολὺ ὑποφέρει καὶ ταλαιπωρεῖται
τὸ σῶμα τῶν ἀσυνέτων ἀνθρώπων,
διότι τὰ ὄνειρά των καὶ
τὰ μεγάλα των σχέδια συντρίβονται
καὶ διαλύονται. |
10
Πολλὰ δεινὰ δοκιμάζει κάθε σῶμα ἀφρόνων
καὶ ἀσυνέτων ἀνθρώπων, διότι οἱ ὁραματισμοὶ
καὶ τὰ σχέδια των διαλύονται ὡσὰν
ὄνειρα. |
11
Ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ
ἐπὶ τὸν ἐαυτοῦ ἔμετον
καὶ μισητὸς γένηται, οὕτως ἄφρων
τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψας
ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν.
|
11
Ὄπως τὸ σκυλί, ποὺ ἐπιστρέφει
καὶ τρώγει τὸ ξέραμά του, εἶναι
σιχαμερὸν καὶ ἀποκρουστικόν, ἔτσι
σιχαμερὸς ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων
γίνεται ὁ
ἀσύνετος, ὁ ὁποῖος
ἐπιστρέφει εἰς τὰς πονηρὰς
καὶ ἁμαρτωλὰς αὐτοῦ συνηθείας.
|
11
Ὅπως ἕνας σκύλος, ὅταν ξαναγυρίσῃ
εἰς τὸν ἐμετόν του, γίνεται σιχαμερός, ἔτσι
καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς γίνεται ἀηδὴς
καὶ ἐπαχθής, ἐὰν ὑπὸ τὴν
ὤθησιν τῆς κακίας του ξαναγυρίσῃ εἰς
τὴν ἁμαρτίαν, ἀπὸ τῆς ὁποίας
ἐχωρίσθη διὰ τῆς μετανοίας.
|
11α
Ἔστιν αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν,
ἐστιν αἰχύνη δόξα καὶ χάρις.
|
11α
Ὑπάρχει ἐντροπή, ἡ ὁποία
εἶναι ἀξιοκατάκριτος ἁμαρτία.
Ὑπάρχει ὅμως
αἰδημοσύνη καὶ
συστολή, ἡ ὁποία εἶναι
διὰ τὸν ἄνθρωπον δόξα καὶ χάρις.
|
11α
Ὑπάρχει ἐντροπὴ καὶ συστολὴ
ἀξιοκατάκριτοι, ποὺ φέρνει μαζί της τὴν
ἁμαρτίαν, ὑπάρχει ὅμως καὶ ἐντροπή,
ποὺ εἶναι δόξα καὶ χάρις, διότι ὁδηγεῖ
εἰς μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν.
|
12
Εἶδον ἄνδρα δόξαντα παρ' αὐτῷ
σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε
μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ. |
12
Εἶδα ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
ἐφαντάσθη τὸν ἑαυτόν του ὅτι
εἶναι, σοφός· μεγαλυτέρα ἐλπὶς
διορθώσεως ὑπάρχει δι' ἕνα ἄφρονα,
παρὰ διὰ τὸν αὐτοθαυμαζόμενον
δοκησίσοφον. |
12
Εἶδον ἄνθρωπον δοκησίσοφον, ποὺ ἐφαντάσθη
ὅτι εἶναι σοφός. Ὁ ἄφρων ὅμως
ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας διορθώσεως ἀπὸ
αὐτόν. |
13
Λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος
εἰς ὁδόν· λέων ἐν ταῖς
ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις
φονευταί. |
13
Ὁ ὀκνηρός, ὅταν ἀποσταλῇ
εἰς κάποιαν ἐργασίαν, προφασίζεται
καὶ λέγει· Ληοντάρι ὑπάρχει
εἰς τοὺς δρόμους, εἰς δὲ τὰς
πλατείας ἐνεδρεύουν δολοφόνοι!
|
13
Ὁ ὀκνηρός, ὅταν ἀποστέλλεται εἰς
κάποιαν ἐργασίαν, προβάλλει γελοίας προφάσεις
λέγων· εἰς τοὺς δρόμους ὑπάρχει λιοντάρι
καὶ εἰς τὰς πλατείας ὑπάρχουν φονιάδες.
|
14
Ὥσπερ θύρα στρέφεται ἐπὶ τοῦ
στρόφιγγας, οὕτως ὀκνηρὸς ἐπὶ
τῆς κλίνης αὐτοῦ.
|
14
Ὅπως ἡ θύρα στρέφεται γύρω ἀπὸ
τοὺς στρόφιγγάς της καὶ δὲν
μετακινεῖται ἀπὸ τόπου εἰς τόπον,
ἔτσι καὶ ὁ ὀκνηρὸς στριφογυρίζει
ἐπάνω εἰς τὸ κρεββάτι του καὶ
δὲν ἐξέρχεται πρὸς ἐργασίαν.
|
14
Ὅπως ἡ θύρα γυρίζει εἰς τὴν στρόφιγγά
της καὶ δὲν ξεφεύγει ἀπὸ αὐτήν,
ἔτσι καὶ ὁ ὀκνηρὸς γυρίζει ἐπάνω
εἰς τὸ κρεββάτι του καὶ δὲν μετακινεῖται
ἀπὸ αὐτό. |
15
Κρύψας ὀκνηρὸς τὴν χεῖρα ἐν
τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται
ἐπενεγκεῖν ἐπὶ στόμα.
|
15
Ὁ ὀκνηρός, ποὺ κρατεῖ συνεχῶς
ἄπρακτα καὶ σταυρωμένα τὰ χέρια
εἰς τὸ στῆθος του, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
ποτὲ μὲ αὐτὰ νὰ φέρῃ
τροφὴν εἰς τὸ στόμα του, διότι
δὲν ἐργάζεται διὰ τὴν ἀπόκτησίν
της. |
15
Ὁ τεμπέλης, ἐπειδὴ ἔχει διαρκῶς
τὸ χέρι του χωμένον εἰς τὸν κόλπον του καὶ
δὲν ἐργάζεται, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τὸ φέρῃ οὔτε εἰς τὸ
στόμα του νὰ φάγῃ. |
16
Σοφώτερος ἑαυτῷ ὀκνηρὸς φαίνεται
τοῦ ἐν πλησμονῇ ἀποκομίζοντος
ἀγγελίαν. |
16
Ὁ ὀκνηρὸς φαντάζεται τὸν ἑαυτόν
του σοφώτερον καὶ ἀξιοπρεπέστερον
ἀπὸ τὸν ὑπηρέτην, ὁ ὁποῖος
μεταφέρει ἀγγελίας τοῦ κυρίου
του, ἀμείβεται καὶ ζῇ χορταστικά,
χωρὶς νὰ τοῦ λείπῃ τίποτε.
|
16
Ὁ ὀκνηρός, ἐπειδὴ ζῇ εἰς
βάρος τῶν ἄλλων, φαντάζεται τὸν ἑαυτόν
του ἐξυπνότερον ἀπὸ τὸν ὑπηρέτην
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει
πολλὰς φορὰς εἰς τοὺς κυρίους του
ὅτι ἐπιτυχῶς ἐξεπλήρωσε τὰς
ἐντολάς των. |
17
Ὥσπερ ὁ κρατῶν κέρκου κυνός,
οὕτως ὁ προεστὼς ἀλλοτρίας κρίσεως.
|
17
Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κρατεῖ τὴν
οὐρὰν ξένου σκυλιοῦ, κινδυνεύει
νὰ δαγκωθῇ, ἔτσι καὶ αὐτὸς
ποὺ ἐπεμβαίνει ἀπρόσκλητος εἰς
φιλονεικίας καὶ διαμάχας ἄλλων.
|
17
Ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ κρατεῖ τὴν
οὐρὰν σκύλου, κινδυνεύει νὰ δαγκωθῇ
ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι κινδυνεύει νὰ
κτυπηθῇ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀναμειγνύεται
ἀπρόσκλητος εἰς φιλονικίαν ἄλλων.
|
18
Ὥσπερ οἱ ἰώμενοι προβάλλουσι
λόγους εἰς ἀνθρώπους, ὁ δὲ
ἀπαντήσας τῷ λόγῳ πρῶτος
ὑποσκελισθήσεται, |
18
Ὅπως οἱ φρενοβλαβεῖς, ποὺ ὑποβάλλονται
εἰς θεραπείαν, ἀπευθύνουν ἐμπαικτικὰ
καὶ προσβλητικὰ λόγια εἰς ἀνθρώπους,
καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσῃ
πρῶτος νὰ ἀπαντήσῃ εἰς
αὐτούς, θὰ ἐξευτελισθῇ καὶ
θὰ ντροπιαστῇ, |
18
Ὅπως οἱ ὑπὸ θεραπείαν φρενοβλαβεῖς
ἀπευθύνουν προσβλητικὰ λόγια πρὸς
τοὺς περαστικοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅποιος
ἀπαντήσῃ εἰς αὐτοὺς πρῶτος
θὰ κουρελιασθῇ καὶ θὰ ἐντροπιασθῇ
ἐκ μέρους των, διότι αὐτοὶ ἔχουν τὸ
ἀκαταλόγιστον, |
19
οὕτως πάντες οἱ ἐνεδρεύοντες
τοὺς ἑαυτῶν φίλους, ὅταν δὲ
ὁραθῶσι, λέγουσιν ὅτι παίζων
ἔπραξα. |
19
Ἔτσι μὲ τοὺς φρενοβλαβεῖς, ἐν
τῇ ἀνοησίᾳ των, ὁμοιάζουν
καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ στήνουν
ἐνέδρας εἰς βάρος τῶν φίλων
των καὶ ὅταν ἀποκαλυφθοῦν λέγουν,
ὅτι χάριν ἀστειότητος ἔπραξα
αὐτό. |
19
ἔτσι δὲν εἶναι ὑγιεῖς τὰς
φρένας καὶ ὅσοι στήνουν παγίδας εἰς τοὺς
φίλους των καὶ τοὺς ἐπιβουλεύονται. Ὅταν
δὲ αὐτοὶ ἀνακαλυφθοῦν, δικαιολογοῦνται
καὶ λέγουν τὸ ἔκαμα αὐτὸ ἀστειευόμενος
διὰ νὰ σὲ δοκιμάσω. |
20
ἐν πολλοῖς ξύλοις θάλλει πῦρ,
ὅπου δὲ οὐκ ἔστι δίθυμος, ἡσυχάζει
μάχη. |
20
Μὲ τὰ πολλὰ τὰ ξύλα μεγαλώνει
καὶ ἀναλάμπει περισσότερον ἡ
φωτιά. Ὅπου ὅμως δὲν ὑπάρχει
δίβουλος καὶ ἐριστικὸς ἄνθρωπος,
ἐκεῖ εἶναι ἄγνωστος ἡ φιλονεικία
καὶ ἐπικρατεῖ ἡσυχίᾳ.
|
20
Μὲ τὰ πολλὰ ξύλα ζωηρεύει καὶ φουντώνει
περισσότερον ἡ φωτιά, ὅπου δὲ δὲν
ὑπάρχει ὁ ἀσύμφωνος καὶ εὐερέθιστος
ἄνθρωπος, ἡ φιλονικία εἶναι ἄγνωστος.
|
21
Ἐσχάρα ἄνθραξι καὶ ξύλα πυρί,
ἀνὴρ δὲ λοίδορος εἰς ταραχὴν
μάχης· |
21
Ἡ ἐσχάρα ξανάβει καὶ ζωηρεύει
τὰ κάρβουνα καὶ τὰ ξύλα δυναμώνουν
τὴ φωτιά. Ἔτσι ὁ ὑβριστὴς
καὶ κακολόγος ἄνθρωπος ἐξεγείρει
φιλονεικίας καὶ μάχας, ὅπου εὑρίσκεται.
|
21
Ἡ ἐσχάρα εἶναι διὰ τὰ κάρβουνα
καὶ τὰ ξύλα διὰ τὴν φωτιά. Ἄνθρωπος
δὲ ἐριστικὸς καὶ ὑβριστὴς
εἶναι ἀρκετὸς διὰ νὰ ἀνάψῃ
ταραχώδης φιλονικία καὶ σύγκρουσις.
|
22
λόγοι κερκώπων μαλακοί, οὗτοι δὲ
τύπτουσιν εἰς ταμιεῖα σπλάγχνων.
|
22
Οἱ κολακευτικοὶ καὶ παραπειστικοὶ
λόγοι τῶν ἀπατεώνων εἶναι γλυκεῖς
καὶ εὐπρόσδεκτοι. Πληγώνουν ὅμως
βαθύτατα τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν
ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν.
|
22
Οἱ λόγοι τῶν ἀπατεώνων εἶναι μαλακοὶ
καὶ εὐχάριστοι, ἐντυπώνονται ὅμως
εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τὴν
διαφθείρουν διὰ τοῦ ψεύδους τῆς κολακείας.
|
23
Ἀργύριον διδόμενον μετὰ δόλου,
ὥσπερ ὄστρακον ἠγητέον. Χείλη
λεῖα καρδίαν καλύπτει λυπηράν.
|
23
Χρῆμα, ποὺ δίδεται μὲ πονηρίαν
καὶ πρὸς δολίους σκοπούς, πρέπει
νὰ θεωρῆται ὡς ὄστρακον χωρὶς
καμμίαν ἀξίαν. Τὸ γλυκόλογον
στόμα καλύπτει πολλάκις ἐπίβουλον
καὶ φαρμακερὰν καρδίαν.
|
23
Χρῆμα ποὺ δίδεται μὲ πονηρίαν καὶ
ὑστεροβουλίαν, νὰ τὸ θεωρῇς ὡσὰν
τὸ ἄνευ περιεχομένου θαλασσινὸν ὄστρακον.
Χείλη μαλακὰ καὶ σαγηνευτικὰ σκεπάζουν ὑποκριτικῶς
καρδίαν κακήν, διεφθαρμένην καὶ πικράν.
|
24
Χείλεσι πάντα ἐπινεύει ἀποκλαιόμενος
ἐχθρός, ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ
τεκταίνεται δόλους. |
24
Ὁ ἐχθρός, ὅταν εὑρεθῇ
εἰς δύσκολον θέσιν καὶ ἔχῃ
τὴν ἀνάγκην σου, μὲ τὰ χείλη
του συμφωνεῖ εἰς
ὅσα σὺ
λέγεις, καὶ
ψευδοσυγκινούμενος κλαίει.
Μέσα ὅμως εἰς τὴν καρδίαν του
συλλαμβάνει καί μηχανεύεται δόλια
καὶ ἐπιβλαβῆ σχέδια.
|
24
Μὲ τὰ χείλη καὶ τὴν ὅλην ἐξωτερικήν
του ἐμφάνισιν ὁ ἐχθρὸς προσποιεῖται
ὅτι συμφωνεῖ μαζί σου καὶ φαίνεται ὅτι
συγκινεῖται καὶ κλαίει, εἰς τὴν καρδίαν
του ὅμως μηχανορραφεῖ καὶ δολιεύεται ἐναντίον
σου. |
25
Ἐάν σου δέηται ὁ ἐχθρὸς
μεγάλῃ τῇ φωνῇ, μὴ πεισθῇς,
ἑπτὰ γὰρ εἰσι πονηρίαι ἐν
τῇ ψυχῇ αὐτοῦ.
|
25
Ἐὰν ὁ ἐχθρός σου μὲ δάκρυα
καὶ μὲ μεγάλην φωνὴν σὲ παρακαλῇ,
μὴ πεισθῇς, διότι πολυάριθμοι
πονηρίαι καὶ δολιότητες ὑπάρχουν
μέσα εἰς τὴν ψυχήν του.
|
25
Ἐὰν ὁ ἐχθρός σου σὲ παρακαλῇ
μὲ μεγάλην φωνήν, μὴ τὸν ἐμπιστεύεσαι,
διότι μέσα εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του
εἶναι κρυμμέναι πολλαὶ πονηρίαι.
|
26
Ὁ κρύπτων ἔχθραν συνίστησι δοκόν,
ἐκκαλύπτει δὲ τὰς ἑαυτοῦ
ἁμαρτίας εὔγνωστος ἐν συνεδρίοις.
|
26
Ἐκεῖνος ποὺ συγκαλύπτει
τὴν ἔχθραν του καὶ
δὲν τὴν φανερώνει,
ἑτοιμάζει δολίαν
ἐπίθεσιν καὶ αὐτὸς ἀκόμη
ὁ πασίγνωστος διὰ τὰς δολιότητάς
του, προσπαθεῖ νὰ συγκαλύψῃ τὰς
ἁμαρτίας του εἰς συγκέντρωσιν
λαοῦ. |
26
Ἐκεῖνος ποὺ κρύπτει τὴν ἔχθραν
καὶ δὲν τὴν ἐκδηλώνει, δολιεύεται
διὰ νὰ ἐπιτεθῇ αἰφνιδίως. Ἀποκαλύπτει
δὲ καὶ ξεσκεπάζει τὰς ἁμαρτίας του
εἰς τὰ συνέδρια καὶ τὰς κοινὰς
συγκεντρώσεις, καθιστάμενος εὐδιάκριτος καὶ πασίγνωστος
δι’ αὐτάς. |
27
Ὁ ὀρύσσων βόθρον τῷ πλησίον
ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν, ὁ
δὲ κυλίων λίθον ἐφ' ἑαυτὸν
κυλίει. |
27
Ἐκεῖνος ποὺ σκάβει λάκκον
διὰ τὸν ἄλλον,
θὰ πέσῃ ὁ ἴδιος μέσα
εἰς αὐτόν. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ κυλίει
λίθον, διὰ
νὰ συνθλίψῃ
τὸν ἄλλον,
θὰ δεχθῇ τὸν ἴδιον τὸν λίθον
ἐπάνω εἰς τὸν ἑαυτόν του
καὶ θὰ συντριβῇ,
|
27
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνοίγει ὑπούλως
λάκκον διὰ τὸν πλησίον του, θὰ πέσῃ
εἰς αὐτὸν ὁ ἴδιος, καὶ
ὁποῖος κυλᾷ λιθάρι ἐναντίον τοῦ
ἄλλου, εἰς τὸ τέλος θὰ ἀποδειχθῇ
ὅτι τὸ κυλᾷ διὰ τὸν ἑαυτόν
του. |
28
Γλῶσσα ψευδὴς μισεῖ ἀλήθειαν,
στόμα δὲ ἄστεγον ποιεῖ ἀκαταστασίας.
|
28
Ὁ ψευδολόγος ἄνθρωπος ἀποστρέφεται
καὶ μισεῖ τὴν
ἀλήθειαν. Τὸ δὲ ἀφρούρητον
καὶ ἀπύλωτον στόμα δημιουργεῖ
ταραχὰς καὶ ἀκαταστασίας μεταξὺ
τῶν ἀνθρώπων. |
28
Ἡ γλῶσσα τοῦ ψεύστου μισεῖ καὶ
ἀποστρέφεται τὴν ἀλήθειαν, τὸ δὲ
ἄφρακτον καὶ ἀσυγκράτητον στόμα προξενεῖ
ἀναστατώσεις καὶ ταραχάς. |