Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
καυχῶ τὰ εἰς αὔριον, οὐ γὰρ
γινώσκεις τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.
|
ὴ
καυχᾶσαι διὰ τὴν αὔριον καὶ
γενικώτερον διὰ τὸ μέλλον, διότι
δὲν γνωρίζεις τί θὰ σοῦ παρουσίασῃ
ἡ αὐριανὴ ἡμέρᾳ.
|
ὴ
καυχᾶσαι διὰ τὰ συμβησόμενα τὴν αὐριανὴν
ἡμέραν, διότι δὲν γνωρίζεις, τί ἠμπορεῖ
νὰ φέρῃ εἰς φῶς καὶ τί
ἠμπορεῖ νὰ σοῦ δημιουργήσῃ ἡ
ἡμέρα ποὺ ἔρχεται. |
2
Ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ
τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ
μὴ τὰ σὰ χείλη.
|
2
Ἂς σὲ ἐπαινῇ ὁ ἄλλος,
ὁ πλησίον, καὶ ὄχι τὸ ἰδικόν
σου στόμα, ὁ ξένος καὶ ὄχι τὰ
ἰδικά σου χείλη.
|
2
Ἂς σὲ ἐγκωμιάζῃ καὶ ἂς
σὲ ἐπαινῇ ὁ πλησίον σου καὶ
ὄχι τὸ στόμα σου· ἂς σὲ ἐπαινῇ
ὁ ξένος καὶ ὄχι τὰ χείλη σου.
|
3
Βαρὺ λίθος καὶ δυσβάστακτον ἄμμος,
ὀργὴ δὲ ἄφρονος βαρυτέρα ἀμφοτέρων.
|
3
Βαρὺς εἶναι ὁ λίθος, δυσβάστακτος
ἡ ἄμμος· ἡ ὀργὴ ὅμως
τοῦ ἀσυνέτου ἀνθρώπου εἶναι
βαρύτερη καὶ ἀπὸ τὰ δύο.
|
3
Βαρὺ πρᾶγμα εἶναι τὸ λιθάρι καὶ
ἀσήκωτος ἡ πολλὴ ἄμμος, ἡ
ὀργὴ ὅμως τοῦ ἄφρονος εἶναι
βαρύτερα καὶ περισσότερον ἀνυπόφορος καὶ
ἀπὸ τὰ δύο αὐτά.
|
4
Ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα
ὀργή, ἀλλ' οὐδένα ὑφίσταται
ζῆλος. |
4
Ἄσπλαγχνος καὶ σκληρὸς εἶναι ὁ
θυμός, ὀξεῖα καὶ κοπτερή, ὡσὰν
μαχαίρι, ἡ ὀργή. Τίποτε ὅμως
δὲν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῇ πρὸς
τὴν ἀγριότητα τῆς ζηλοτυπίας
καὶ τοῦ φθόνου. |
4
Ὁ θυμὸς δὲν γνωρίζει ἔλεος καὶ
συμπάθειαν καὶ ἡ ὀργὴ εἶναι
ὄργανον ὀξύ, ποὺ πληγώνει βαθιά, τίποτε,
ὅμως δὲν ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ
καὶ νὰ συγκριθῇ πρὸς τὴν ζηλοτυπίαν
καὶ τὸν φθόνον. |
5
Κρείσσους ἔλεγχοι ἀποκεκαλυμμένοι
κρυπτομένης φιλίας. |
5
Καλύτεροι καὶ προτιμότεροι εἶναι οἱ
ἔλεγχοι, ποὺ γίνονται φανερὰ καὶ
ξάστερα, παρὰ μία φιλία, ποὺ
δὲν τολμᾷ νὸ φανερώσῃ καὶ
νὰ ἐλέγξῃ σφάλματα,
|
5
Ἀξίζουν περισσότερον οἱ ἔλεγχοι, ποὺ
γίνονται φανερὰ καὶ χωρὶς συγκαλύψεις, ἀπὸ
τὴν φιλίαν ποὺ δὲν τολμᾷ νὰ
ἐξωτερικευθῇ καὶ νὰ ὑποδείξῃ
εἰς τὸν φίλον τὰ ἐλαττώματά του.
|
6
Ἀξιοπιστότερά εἰσι τραύματα
φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ.
|
6
Περισσότερον εὐπρόσδεκτα καὶ ὠφέλιμα
εἶναι τὰ τραύματα,- παρατηρήσεις καὶ
ἔλεγχοι,- ποὺ προέρχονται ἀπὸ
ἕνα φίλον παρὰ τὰ φαινομενικῶς
αὐθόρμητα, πράγματι δὲ δόλια
φιλήματα - ψευδεῖς ἔπαινοι καὶ κολακεῖαι
- ἑνὸς ἐχθροῦ. |
6
Εἶναι προτιμότερα καὶ πολυτιμότερα τὰ τραύματα,
ποὺ θὰ μᾶς προξενήσῃ ἕνας φίλος,
παρὰ τὰ φαινομενικῶς ἐγκάρδια
καὶ πρόθυμα φιλήματα ἐνὸς ἐχθροῦ.
|
7
Ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις
ἐμπαίζει, ψυχὴ δὲ ἐνδεεῖ
καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται.
|
7
Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι μὲ τὸ παραπάνω
χορτασμένος ἀπὸ ὅλα, περιφρονεῖ
καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν κηρήθραν.
Εἰς ἕνα ὅμως πεινασμένον καὶ
τὰ πικρὰ ἀκόμη φαίνονται γλυκὰ
καὶ νόστιμα.
|
7
Ἄνθρωπος ποὺ τὰ ἔχει ὅλα καὶ
εἶναι χορτασμένος, περιφρονεῖ καὶ ἀηδιάζει
ἀκόμη καὶ τὴν κηρήθραν εἰς τὸν
πεινασμένον ὅμως καὶ αὐτὰ τὰ
πικρὰ φαίνονται γλυκὰ καὶ νόστιμα.
|
8
Ὥσπερ ὅταν ὄρνεον καταπετασθῇ ἐκ
τῆς ἰδίας νοσσιᾶς, οὕτως ἄνθρωπος
δουλοῦται ὅταν ἀποξενωθῇ ἐκ
τῶν ἰδίων τόπων. |
8
Ὅπως ἕνα πτηνόν, ποὺ περιπλανᾶται
μακρυὰ ἀπὸ τὴ φωληά του, ἔτσι
καὶ ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ φεύγει
ἀπὸ τὴν πατρίδα του εἰς ξένους
τόπους, δὲν εὑρίσκει ἀνάπαυσιν,
ὑπάρχει δὲ φόβος νὰ καταντήσῃ
δοῦλος. |
8
Ὅπως ἕνα πουλί, ποὺ ἐπέταξε μακριὰ
ἀπὸ τὴν φωλιά του, δὲν ἠμπορεῖ
νὰ εὕρῃ εἰς ξένας φωλεὰς ἀνάπαυσιν
καὶ ἀσφάλειαν, ἔτσι καὶ ἕνας
ξενιτεμένος ἄνθρωπος, ποὺ ἔφυγε μακριὰ
ἀπὸ τὴν πατρίδα του, θὰ ὑποδουλωθῇ
εἰς ἀνθρώπους ἀγνώστους.
|
9
Μύροις καὶ οἴνοις καὶ θυμιάμασι
τέρπεται καρδία, καταρρήγνυται ὑπὸ
συμπτωμάτων ψυχή. |
9
Τέρπεται καὶ εὐχαριστεῖται ὁ
ἄνθρωπος εἰς τὰ ἀρώματα, εἰς
τοὺς καλοὺς οἴνους, εἰς τὰ εὐώδη
θυμιάματα. Ἀντιθέτως δὲ συντρίβεται
ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰς συμφορὰς
καὶ τὰ ἀτυχήματα.
|
9
Μὲ μύρα καὶ οἴνους καὶ θυμιάματα,
δηλωτικὰ τῆς εὐτυχίας, τέρπεται καὶ
εὐχαριστεῖται ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου,
ἐνῷ ἀπὸ τὰ ἀτυχήματα καὶ
τὰ ἀπροσδόκητα κτυπήματα τῆς ζωῆς
κατασυντρίβεται. |
10
Φίλον σὸν ἢ φίλον πατρῷον μὴ
ἐγκαταλίπῃς, εἰς δὲ τὸν
οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου μὴ εἰσέλθῃς
ἀτυχῶν· κρείσσων φίλος ἐγγὺς
ἢ ἀδελφὸς μακρὰν οἰκῶν.
|
10
Προσωπικόν σου φίλον, ὅπως καὶ πατρικόν
σου φίλον μὴ τὸν ἐγκαταλείψῃς.
Εἰς καιρὸν δὲ δυστυχίας καὶ
ἀτυχημάτων σου μὴ μεταβῇς εἰς
τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ σου. Προτιμότερος
καὶ ἐπωφελέστερος εἶναι ὁ φίλος
σου, ποὺ κατοικεῖ κοντά σου, παρὰ
ὁ ἀδελφός σου, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκεται μακράν.
|
10
Τὸν προσωπικόν σου, τὸν πατρικὸν καὶ
οἰκογενειακόν σου φίλον νὰ μὴ τὸν
ξεχάσῃς καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃς
ποτέ, οὔτε δὲ ὅταν σὲ εὕρῃ
κάποιον ἀτύχημα, νὰ τρέξῃς εἰς τὸ
σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ σου· ὁ φίλος,
ποὺ κάθεται κοντά σου, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ
τὸν ἀδελφόν σου, ποὺ κατοικεῖ
μακριὰ ἀπὸ σέ. |
11
Σοφὸς γίνου, υἱέ, ἵνα σου εὐφραίνηται
ἡ καρδία, καὶ ἀπόστρεψον ἀπὸ
σοῦ ὑπονειδίστους λόγους. |
11
Ἀπόκτησε, παιδί μου, σοφίαν καὶ
σύνεσιν, διὰ νὰ εὐφραίνεται
πάντοτε ἡ καρδία σου. Γύρισε δὲ
τὸ πρόσωπόν σου ἀλλοῦ καὶ
διῶξε μακρυὰ τὰς ἐπονειδίστους
συμβουλὰς τῶν ἄλλων.
|
11
Παιδί μου, γίνε σοφὸς κατὰ Θεόν, διὰ νὰ
χαίρῃ ἡ καρδία σου, καὶ διῶξε μακριὰ
ἀπὸ σὲ λόγια καὶ συμβουλάς, ποὺ
θὰ σὲ κατεντροπιάσουν. |
12
Πανοῦργος κακῶν ἐπερχομένων ἀπεκρύβη,
ἄφρονες δὲ ἐπελθόντες ζημίαν
τίσουσιν. |
12
Ὁ ἔξυπνος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος,
ὅταν βλέπῃ νὰ ἐπέρχωνται
τὰ κακά, παραμερίζει, κρύπτεται καὶ
προφυλάσσεται. Οἱ ἄμυαλοι ὅμως διὰ
λόγους ἐπιδείξεως ἐφορμοῦν καὶ
ἐκτίθενται εἰς τὸν κίνδυνον,
διὰ νὰ συναντήσουν ἔτσι βλάβας
καὶ συμφοράς.
|
12
Ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅταν
ἴδῃ ὅτι ἔρχονται δεινὰ καὶ
κίνδυνοι ἀπειλητικοί, κρύπτεται καὶ προφυλάσσεται,
οἱ ἀνόητοι ὅμως, εἴτε διότι ὑπερτιμοῦν
τὰς δυνάμεις των εἴτε διότι θέλουν νὰ ἐπιδειχθοῦν,
ἐκτίθενται εἰς τὸν κίνδυνον καὶ θὰ
τιμωρηθοῦν. |
13
Ἀφελοῦ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ,
παρῆλθε γὰρ ὑβριστής, ὅστις
τὰ ἀλλότρια λυμαίνεται.
|
13
Ὁ ἐπηρμένος καταφρονητὴς τοῦ
Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων περνάει
ἀλαζονικὰ ὑπερηφανευόμενος μὲ
ξένα ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα
ἔχει ἁρπάξει. Ἀφαίρεσέ
του τὸ ἔνδυμα, διὰ νὰ ταπεινωθῇ.
|
13
Βγάλε τὸ φόρεμά του· διότι περνᾷ ἀπ’
ἐμπρός σου ὁ ἄδικος καὶ ἅρπαξ,
ὁ περιφρονητὴς τοῦ θείου νόμου, ὁ
ὁποῖος λυμαίνεται καὶ ἁρπάζει τὰ
ξένα πράγματα. Ξεγύμνωσέ τον καὶ δεῖξε του
μὲ τὴν συμβολικὴν αὐτὴν πρᾶξιν,
ὅτι μίαν ἡμέραν θὰ πληρώσῃ τὰ
ἀδικήματα ποὺ ἀποτολμᾷ, καὶ,
θὰ γυμνωθῇ καὶ αὐτός, ὅπως τώρα
ἀπογυμνώνει τοὺς ἄλλους.
|
14
Ὃς ἂν εὐλογῇ φίλον τὸ
πρωῒ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, καταρωμένου
οὐδὲν διαφέρειν δόξει. |
14
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κάθε
πρωῒ ἐπαινεῖ μὲ τὸ παραπάνω
καὶ κολακεύει τὸν φίλον του, δὲν
διαφέρει ἀπὸ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
τὸν καταρᾶται.
|
14
Ὅποιος πρωΐ - πρωῒ ἐκθειάζει μὲ δυνατὴν
φωνὴν τὸν φίλον του, διότι τοῦ ἔκαμε
τραπέζι, θὰ νομισθῇ ὅτι δὲν διαφέρει
διόλου ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὸν
καταριέται, διότι θὰ γίνῃ ἀφορμὴ νὰ
καταλήξῃ ὁ φίλος του εἰς ὑπερηφάνειαν
καὶ ἀλαζονείαν, διὰ τὴν ὁποίαν
ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀποστραφῇ.
|
15
Σταγόνες ἐκβάλλουσιν ἄνθρωπον ἐν
ἡμέρᾳ χειμερινῇ ἐκ τοῦ
οἴκου αὐτοῦ, ὠσαύτως καὶ
γυνὴ λοίδορος ἐκ τοῦ ἰδίου
οἴκου. |
15
Σταγόνες βροχῆς, ποὺ πίπτουν μέσα
εἰς τὸ σπίτι, κάνουν τὸν ἄνθρωπον
νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ αὐτό,
ἔστω καὶ ἂν εἶναι χειμώνας.
Ἔτσι καὶ γυναίκα κακόγλωσσος καὶ
ὑβρεολόγος ἀναγκάζει τὸν ἄνδρα
της, νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι.
|
15
Οἱ σταγόνες τοῦ νεροῦ, ποὺ στάζουν
ἐν καιρῷ χειμῶνος ἀπὸ τὴν
ὀροφὴν μέσα εἰς τὸ σπίτι, ἀναγκάζουν
τὸν ἄνθρωπον νὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ
αὐτό, ἔστω καὶ ἂν εἶναι
ἡμέρα χειμωνιάτικη· ἔτσι καὶ ἡ
κακόγλωσσος γυναῖκα, ἡ ὁποία ὑβρίζει
ἀδιακόπως τὸν ἄνδρα της, τὸν
ἀναγκάζει νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ
σπίτι του. |
16
Βορέας σκληρὸς ἄνεμος, ὀνόματι
δὲ ἐπιδέξιος καλεῖται.
|
16
Ὁ βορηᾶς εἶναι ἄγριος καὶ ὁρμητικὸς
ἄνεμος. Ἐν τούτοις κατ' εὐφημισμὸν
λέγεται ἐπιδέξιος, ἱκανὸς καὶ
καλότυχος! |
16
Ὁ βοριᾶς εἶναι ἄνεμος ἄγριος,
ἐν τούτοις κατ’ εὐφημισμὸν λέγεται καλότυχος
καὶ εὐνοϊκός. |
17
Σίδηρος σίδηρον ὀξύνει, ἀνὴρ
δὲ παροξύνει πρόσωπον ἑταίρου.
|
17
Ὁ σίδηρος κάνει ὀξὺν καὶ
κοπτερὸν τὸν ἄλλον σίδηρον, ἔτσι
δὲ ἕνας ὀργίλος
καὶ ἀσύνετος ἄνθρωπος παροξύνει
καὶ ἐξερεθίζει τὸν σύντροφόν
του. |
17
Ὁ σίδηρος ἀκονίζει καὶ ὀξύνει
τὸν σίδηρον, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐπιδρᾷ
ἐπὶ τῆς διαμορφώσεως τοῦ χαρακτῆρος
ἐκείνου, μὲ τὸν ὁποῖον συζῇ
καὶ συνεργάζεται. |
18
Ὃς φυτεύει συκῆν φάγεται τοὺς
καρποὺς αὐτῆς, ὃς δὲ φυλάσσει
τὸν ἑαυτοῦ κύριον, τιμηθήσεται.
|
18
Ὅποιος φυτεύει συκιά, θὰ φάγῃ
βέβαια ἀπὸ τοὺς καρπούς της.
Καὶ ὅποιος σέβεται καὶ προφυλάσσει
τὸν κύριόν του ἀπὸ διαφόρους
παγίδας καὶ κινδύνους, θὰ ἀνταμειφθῇ
καὶ θὰ τιμηθῇ ἀπὸ αὐτόν.
|
18
Ὅποιος φυτεύει συκῆν, θὰ φάγῃ τοὺς
καρπούς της. Ὅποιος δὲ σέβεται καὶ
προφυλάσσει τὸν προϊστάμενόν του, θὰ ἐκτιμηθῇ
ἐν καιρῷ καὶ θὰ ἀνταμειφθῇ
ὑπ’ αὐτοῦ. |
19
Ὥσπερ οὐχ ὅμοια πρόσωπα προσώποις,
οὕτως οὐδὲ αἱ διάνοιαι τῶν
ἀνθρώπων. |
19
Ὅπως δὲν ὁμοιάζουν μεταξύ των
τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι
δὲν ὁμοιάζουν αἱ διάνοιαι καὶ
αἱ καρδίαι των.
|
19
Ὅπως δὲν ὁμοιάζουν τὰ πρόσωπα τῶν
ἀνθρώπων τοῦ ἑνὸς μὲ τοῦ
ἄλλου, ἔτσι δὲν ὁμοιάζουν καὶ
τὰ μυαλὰ καὶ οἱ χαρακτῆρες καὶ
οἱ γνῶμες τῶν ἀνθρώπων.
|
10
Ἅδης καὶ ἀπώλεια οὐκ ἐμπίμπλαντοι,
ὡσαύτως καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ
τῶν ἀνθρώπων ἄπληστοι.
|
20
Ὁ ᾅδης καὶ ὁ τόπος τῆς
ἀπωλείας, ἡ κόλασις, δὲν χορταίνουν
ποτέ. Ἔτσι καὶ τὰ μάτια τῶν
ἀνθρώπων εἶναι ἀχόρταστα.
|
20
Ὅ ἅδης καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ
κόλασις δὲν χορταίνουν ποτέ· ὁμοίως
καὶ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι
ἀχόρταστα εἰς τὸ νὰ βλέπουν.
|
20α
Βδέλυγμα Κυρίῳ στηρίζων ὀφθαλμόν,
καὶ οἱ ἀπαίδευτοι ἀκρατεῖς
γλώσσῃ. |
20α
Ἀποκρουστικὸς καὶ μισητὸς ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος στηρίζει μὲ ἐπιμονὴν
τὸ μάτι του εἰς ἁμαρτωλὰ καὶ
μάταια πράγματα. Τὸ ἴδιο εἶναι
καὶ οἱ ἀπαιδαγώγητοι καὶ οἱ
ἀμόρφωτοι, οἱ ὁποῖοι δὲν
συγκρατοῦν τὴν γλῶσσαν των. |
20α
Ἐκεῖνος ποὺ ρίχνει ἀδιακόπως
καὶ καρφώνει τὸ βλέμμα του εἰς τὴν
ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Ὅπως καὶ οἱ ἀδιαπαιδαγώγητοι
εἶναι ἀσυγκράτητοι εἰς τὴν γλῶσσαν
των. |
21
Δοκίμιον ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ
πύρωσις, ἀνὴρ δὲ δοκιμάζεται
διὰ στόματος ἐγκωμιαζόντων αὐτόν.
|
21
Ὁ ἄργυρος καὶ ὁ χρυσὸς εἰς
τὴν φωτιὰν τῆς καμίνου δοκιμάζονται.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζεται ἀπὸ
τὴν στάσιν, ποὺ παίρνει εἰς
τοὺς ἐπαίνους ἐκείνων ποὺ
τὸν ἐγκωμιάζουν.
|
21
Ὁ ἄργυρος καὶ ὁ χρυσὸς δοκιμάζονται,
ἐὰν εἶναι καθαροὶ καὶ γνήσιοι,
εἰς τὴν φωτιά, ὁ ἄνθρωπος ὅμως
δοκιμάζεται, ἐὰν εἶναι χαρακτὴρ σοβαρὸς
καὶ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὰς κολακείας,
μὲ τὸ στόμα ἐκείνων ποὺ τὸν
ἐπαινοῦν καὶ τὸν ἐγκωμιάζουν.
|
21α
Καρδία ἀνόμου ἐκζητεῖ κακά,
καρδία δὲ εὐθὴς ἐκζητεῖ
γνῶσιν. |
21α
Ἡ καρδία τοῦ ἀσεβοῦς καὶ
καταφρονητοῦ τοῦ θείου νόμου ἐπιδιώκει
πάντοτε παρανομίας. Ἡ εὐθεῖα
ὅμως ψυχὴ ζητεῖ καὶ ἀνευρίσκει
τὴν θείαν γνῶσιν, τὴν ἀλήθειαν.
|
21α
Ἡ καρδία τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀνόμου
ἐπιδιώκει πάντοτε τὸ κακόν, ἐνῷ ἡ
καρδία ἡ εἰλικρινὴς καὶ εὐθεῖα
ἐπιζητεῖ τὴν θείαν γνῶσιν.
|
22
Ἐὰν μαστιγοῖς ἄφρονα ἐν μέσῳ
συνεδρίου ἀτιμάζων, οὐ μὴ περιέλῃς
τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ.
|
22
Ἐὰν μαστιγώσῃς ἕνα ἀσύνετον
ἐν μέσῳ συνεδρίου καὶ τὸν
διαπομπεύσῃς, δὲν θὰ ἀφαιρέσῃς
τὴν ἀμυαλωσύνην του.
|
22
Ἐὰν τιμωρῇς καὶ μαστιγώνῃς ἕνα
ἄφρονα καὶ τὸν διαπομπεύῃς εἰς
δημοσίαν σύναξιν, δὲν θὰ τὸν ἀπαλλάξῃς
ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην του, διότι αὐτὸς
θὰ καταστῇ ἀναισχυντότερος διὰ τοῦ
δημοσίου ἐλέγχου. |
23
Γνωστῶς ἐπιγνώσῃ ψυχὰς ποιμνίου
σου καὶ ἐπιστήσεις καρδίαν σου σαῖς
ἀγέλαις· |
23
Προσπάθησε νὰ γνωρίσῃς καλὰ
τὸν ἀριθμὸν καὶ τὸ εἶδος
τοῦ ποιμνίου σου. Δῶσε τὴν καρδία
σου καὶ φρόντισε μὲ ἐπιμέλειαν
διὰ τὰ κοπάδια σου. Τὸ ἰδιο
πρέπει νὰ κάνῃ ὁ ποιμὴν
καὶ κυβερνήτης τῶν λογικῶν
προβάτων.
|
23
Νὰ γνωρίζῃς καλὰ πόσα ζῶα ἔχεις
καὶ ποιμαίνεις, νὰ δώσῃς δὲ τὴν
καρδιά σου καὶ νὰ ἀφοσιωθῇς
εἰς τὰ κοπάδια σου. Ἔτσι ὅμως πρέπει
νὰ γνωρίζῃς καλὰ ὡς οἰκοδεσπότης
καὶ πόσας ψυχὰς ποιμαίνεις εἰς τὸ
σπίτι σου, καὶ τὴν φροντίδα σου ὁλόκληρον
νὰ τὴν ρίψῃς εἰς αὐτάς.
|
24
ὅτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα
ἀνδρὶ κράτος καὶ ἰσχύς,
οὐδὲ παραδίδωσιν ἐκ γενεᾶς εἰς
γενεάν. |
24
Διότι ἡ ἐξουσία καὶ τὰ
ἀξιώματα δὲν μένουν ἰσόβια
εἰς τὸν ἄνθρωπον, οὔτε καὶ παραδίδονται
κληρονομικῶς ἀπὸ τὴν μίαν γενεὰν
εἰς τὴν ἄλλην.
|
24
Διαφορετικά, ἂν δὲν δείξῃς ἐπιμέλειαν,
θὰ τὰς χάσῃς, διότι ἡ δύναμις καὶ
τὰ πλούτη δὲν εἶναι αἰώνια εἰς
τὸν ἄνθρωπον, οὔτε τὰ παραδίδει κληρονομικῶς
ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν εἰς
τοὺς ἀπογόνους του. |
25
Ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ πεδίῳ
χλωρῶν καὶ κερεῖς πόαν, καὶ
σύναγε χόρτον ὀρεινόν,
|
25
Φρόντισε διὰ τὰ χλοερὰ λειβάδια
σου καὶ θὰ κόψῃς πολὺ χορτάρι.
Μάζευε ἀκόμη χορτάρι καὶ ἀπὸ
τὰ ὀρεινὰ μέρη,
|
25
Περιποιήσου μὲ ἐπιμέλειαν τὰ σπαρτά
σου, ποὺ εἶναι εἰς τὸν κάμπον, καὶ
θὰ κόψῃς πολὺ χορτάρι. Μάζευε χορτάρι καὶ
ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ μέρη,
|
26
ἵνα ἔχῃς πρόβατα εἰς ἱματισμόν·
τίμα πεδίον, ἵνα ὦσί σοι ἄρνες.
|
26
διὰ νὰ ἔχῃς τὰ μέσα νὰ
θρέψῃς πρόβατα, ὥστε ἀπὸ
μαλλί των νὰ κατασκευάζῃς ἐνδύματα.
Ἀγάπα τὰ λειβάδια σου καὶ νὰ
τὰ περιποιῆσαι, διὰ νὰ θρέψῃς
καὶ νὰ ἔχῃς ἀρνιά.
|
26
διὰ νὰ ἔχῃς καὶ νὰ συντηρῇς
πρόβατα, ὥστε ἀπὸ τὸ μαλλί των
νὰ παρασκευάζῃς ἐνδύματα. Περιποιήσου τὴν
πεδινὴν γῆν, τοὺς κάμπους καὶ καλλιέργησέ
τους, διὰ νὰ ἔχῃς ἀπὸ
τὸ χορτάρι τοὺς ἀρνιά.
|
27
Υἱέ, παρ' ἐμοῦ ἔχεις ρήσεις
ἰσχυρὰς εἰς τὴν ζωήν σου καὶ
εἰς τὴν ζωὴν σῶν θεραπόντων.
|
27
Παιδί μου, ἐπῆρες καὶ ἔχεις
ἀπὸ ἐμὲ πολυτιμοτάτος συμβουλὰς
διὰ τὴν ζωήν σου, ὅπως καὶ διὰ
τὴν ζωὴν τῶν ὑπηρετῶν σου.
|
27
Παιδί μου, ἀπὸ ἐμὲ ἔχεις συμβουλὰς
ἀποτελεσματικάς, διὰ τῶν ὁποίων θὰ
ἐξασφαλίσῃς τὰ μέσα τῆς συντηρήσεως
τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς, ἀλλὰ
καὶ τῆς ζωῆς τῶν ὑπηρετῶν
σου. |