Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
εύγει
ἀσεβὴς μηδενὸς διώκοντος, δίκαιος
δὲ ὥσπερ λέων πέποιθε. |
εύγει
πανικόβλητος ὁ ἀσεβής, χωρὶς
νὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ
νὰ τὸν καταδιώκῃ. Ὁ δὲ
δίκαιος, ὡσὰν λέων ἀπτόητος,
μένει ἀκλόνητος εἰς ὥραν κινδύνου
ἔχων πεποίθησιν εἰς τὸ δίκαιον
του καὶ τὴν συμπαράστασιν τοῦ Θεοῦ.
|
ἀσεβὴς
καὶ ἔνοχος φεύγει τρομαγμένος, χωρὶς νὰ
τὸν καταδιώκῃ κανείς, διότι τὸν ἐλέγχει
σφοδρῶς ἡ συνείδησίς του· ἐνῷ
ὁ δίκαιος σὰν λεοντάρι ἔχει πεποίθησιν εἰς
τὴν ἀθωότητά του καὶ δι’ αὐτὸ
ἀντιμετωπίζει μὲ γενναιότητα καὶ ψυχραιμίαν
πάντα κίνδυνον. |
2
Δι' ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις
ἐγείρονται, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος
κατασβέσει αὐτάς. |
2
Ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
καὶ παρανομιῶν, τὰς ὁποίας διαπράττουν
οἱ ἀσεβεῖς, συγκροτοῦνται δικαστήρια
καὶ γίνονται δίκαι. Ἀλλὰ ὁ
ἐξυπνος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ
κατασβήσῃ τὰς αἰτίας καὶ
θὰ προλάβῃ τὰς δίκας
|
2
Διὰ τὴν κακίαν καὶ τὰς παρεκτροπῆς
τῶν ἀσεβῶν συγκροτοῦνται δικαστήρια
καὶ ἐκδίδονται δικαστικαὶ ἀποφάσεις,
ὁ ἔξυπνος ὅμως καὶ συνετὸς ἄνθρωπος
θὰ κατασβήσῃ τὰς αἰτίας ὅλων
αὐτῶν καὶ θὰ προλάβῃ τὰς
δικαστικὰς ἀποφάσεις. |
3
Ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ
πτωχούς. Ὥσπερ ὑετὸς λάβρος
καὶ ἀνωφελής, |
3
Ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος, θρασὺς καὶ
ἐκβιαστής, καταπιέζει τοὺς πτωχοὺς
καὶ ἀδυνάτους. Ὅπως ἡ ὁρμητικὴ
βροχὴ εἶναι ἀνωφελὴς μᾶλλον
δὲ καὶ ἐπιβλαβής,
|
3
Ἄνθρωπος θρασὺς καὶ ἀχαλίνωτος εἰς
τὸ κακὸν δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀδικήσῃ
καὶ νὰ συκοφαντήσῃ τοὺς πτωχοὺς
καὶ ἀδυνάτους. Ὅπως ἡ ραγδαία καὶ
θυελλώδης βροχὴ εἶναι ὄχι μόνον ἀνωφελής,
ἀλλὰ καὶ καταστρεπτική,
|
4
οὕτως οἱ ἐγκαταλείποντες τὸν
νόμον ἐγκωμιάζουσιν ἀσέβειαν,
οἱ δὲ ἀγαπῶντες τὸν νόμον
περιβάλλουσιν ἑαυτοῖς τεῖχος.
|
4
ἔτσι καὶ αὐτοί, ποὺ ἐγκαταλείπουν
καὶ καταπατοῦν τὸν νόμον τοῦ
Θεοῦ, ἐπαινοῦν τὴν ἀσέβειαν,
διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτόν
των. Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ ἀγαποῦν
καὶ τηροῦν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ,
εἶναι σὰν νὰ ἀνεγείρουν ὁλόγυρά
των τεῖχος ἀπόρθητον. |
4
ἔτσι καὶ ὅσοι παραβαίνουν τὸν θεῖον
νόμον, διὰ να δικαιολογήσουν τὰς παρανομίας των,
ἐκθειάζουν τὴν ἀσέβειαν. Ἐνῷ
ὅσοι ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, κτίζουν γύρω των τεῖχος
ἰσχυρὸν καὶ αἰώνιον.
|
5
Ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα,
οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν
ἐν παντί. |
5
Οἱ κακοὶ ἄνθρωποι δὲν ἠμποροῦν
νὰ ἐννοήσουν καὶ νὰ ἐκφέρουν
δίκαιον κρίσιν. Ὅσοι ὅμως ἐπιζητοῦν
καὶ εὐρίσκουν τὸν Κύριον, θὰ
γίνουν σοφοὶ καὶ θὰ κρίνουν
ὀρθῶς εἰς ὅλα τὰ ζητήματα.
|
5
Ἄνθρωποι κακοὶ δὲν ἠμποροῦν
νὰ κρίνουν ὀρθῶς, ἐνῷ,
ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον, εἶναι
εἰς θέσιν νὰ διακρίνουν εἰς κάθε περίστασιν
τὸ πρέπον, διότι ἔχουν φωτισμένον τὸ παρατηρητικὸν
τῆς ψυχῆς των. |
6
Κρείσσων πτωχὸς πορευόμενος ἐν ἀληθείᾳ
πλουσίου ψευδοῦς. |
6
Ἀνώτερος καὶ προτιμότερος εἶναι
ὁ πτωχός, ὁ ὁποῖος πορεύεται
τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας καὶ
τῆς ἀρετῆς, ἀπὸ τὸν ψευδολόγον
πλούσιον. |
6
Εἶναι ἀνώτερος ὁ πτωχός, ὁ ὁποῖος
βαδίζει μὲ ἁπλότητα καὶ ἀλήθειαν,
ἀπὸ ἕνα πλούσιον ψεύστην καὶ δόλιον.
|
7
Φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός,
ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει
πατέρα. |
7
Ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς
τηρεῖ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ
τὰς συμβουλὰς τοῦ πατρός του. Ἐνῷ
ἐκεῖνος, ποὺ βόσκει εἰς κάθε
ἀσωτίαν, ἐξευτελίζει τὸν πατέρα
του. |
7
Ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς
φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, ἐνῷ ἐκεῖνος
ποὺ εἶναι βοσκὸς τῆς ἀσωτίας,
ὁ ἔκδοτος δηλαδὴ καὶ διεφθαρμένος,
ἀτιμάζει τὸν πατέρα του. |
8
Ὁ πληθύνων τὸν πλοῦτον αὐτοῦ
μετὰ τόκων καὶ πλεονασμῶν τῷ
ἐλεώντι πτωχοὺς συνάγει αὐτόν.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ αὐξάνει τὸν
πλοῦτον του, δανείζων μὲ ὑπερόγκους
τόκους καὶ μὲ ἀχόρταστον ἐπιθυμίαν,
εἰς τὴν πραγματικότητα τὰ μαζεύει
δι' ἐκεῖνον, ποὺ ἐλεεῖ τοὺς
πτωχούς.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ αὐξάνει τὸν πλοῦτον
μὲ τόκους καὶ μὲ ἀπόκτησιν περισσοτέρων
ἀπὸ τὰ δανεισθέντα τρόφιμα, τὸν αὐξάνει
καὶ τὸν μαζεύει δι’ ἐκεῖνον ποὺ
ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, εἰς τὸν
ὁποῖον κάποτε θὰ περιέλθουν ὅλα αὐτά.
|
9
Ὁ ἐκκλίνων τὸ οὖς αὐτοῦ
μὴ εἰσακοῦσαι νόμου, καὶ αὐτὸς
τὴν προσευχὴν αὐτοῦ ἐβδέλυκται.
|
9
Βδελυκτὴ καὶ ἀποκρουστικὴ εἶναι
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ προσευχὴ
ἐκείνου, ὁ ὁποῖος γυρίζει
ἀλλοῦ τὸ αὐτί του, διὰ
νὰ μὴ ἀκούσῃ καὶ δεχθῇ
τὸν θείον νόμον.
|
9
Ὁ Θεὸς βδελύσσεται καὶ ἀποστρέφεται
τὴν προσευχὴν ἐκείνου, ποὺ ἀποσύρει
περιφρονητικῶς τὸ αὐτί του διὰ
νὰ μὴ ἀκούσῃ τὸν θεῖον
νόμον. |
10
Ὃς πλανᾷ εὐθεῖς ἐν ὁδῷ
κακῇ, εἰς διαφθορὰν αὐτὸς ἐμπεσεῖται·
οἱ δὲ ἄνομοι διελεύσονται ἀγαθά,
καὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς αὐτά.
|
10
Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παραπλανᾷ
τοὺς εἰλικρινεῖς καὶ ἀθῴους
εἰς δρόμους ζωῆς κακούς, αὐτὸς
θὰ περιπέσῃ εἰς ὄλεθρον καὶ
καταστροφήν. Οἱ παραβάται τοῦ θείου
νόμου θὰ περάσουν πλησίον ἀπὸ
τὰ ἀγαθά, δὲν θὰ εἰσέλθουν
ὅμως εἰς αὐτά, διὰ νὰ
τὰ ἀπολαύσουν. |
10
Ἐκεῖνος ποὺ ἀποπλανᾷ τοὺς
ἀθώους καὶ τοὺς παρασύρει εἰς
τὸν κακὸν δρόμον, αὐτὸς θὰ πέσῃ
μέσα εἰς καταστροφήν. Οἱ παραβάται τοῦ θείου
νόμου θὰ περάσουν δίπλα ἀπὸ τὰ
ἀγαθὰ καὶ δὲν θὰ τὰ ἀπολαύσουν
(ὅπως ἀκριβῶς ἐπλανῶντο καὶ
οἱ Ἑβραῖοι ἐπὶ 40 ἔτη
μέσα εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς ὅμως
νὰ ἀξιωθοῦν νὰ εἰσέλθουν
εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας).
|
11
Σοφὸς παρ' ἑαυτῷ ἀνὴρ πλούσιος,
πένης δὲ νοήμων καταγνώσεται αὐτοῦ.
|
11
Ὁ ἐπηρμένος διὰ τὰ πλούτη
του πλούσιος ἔχει μεγάλην ἰδέαν
διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸν
θεωρεῖ σοφόν. Ὁ μυαλωμένος ὅμως
καὶ ἐνάρετος πτωχὸς ἔχει τὴν
ἱκανότητα, νὰ διακριβώσῃ σφάλματα
καὶ νὰ διατυπώσῃ κατηγορίας
ἐναντίον αὐτοῦ.
|
11
Ὁ πλούσιος φαντάζεται τὸν ἑαυτόν του
ἔξυπνον, ὁ πτωχὸς ὅμως ὁ μυαλωμένος
καὶ ταπεινὸς θὰ ἀποβῇ μὲ
τὰ διδάγματά του καὶ τὸν συμμαζευμένον βίον
του κατήγορος τοῦ πλουσίου, τὸν ὁποῖον
καὶ θὰ καταισχύνῃ. |
12
Διὰ βοήθειαν δικαίων πολλὴ γίνεται
δόξα, ἐν δὲ τόποις ἀσεβῶν
ἁλίσκονται ἄνθρωποι. |
12
Μὲ τὴν βοήθειαν, ποὺ παρέχουν
οἱ δίκαιοι, μεγάλη δόξα ἔρχεται
εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν
πατρίδα των. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ζοῦν
καὶ κυριαρχοῦν οἱ ἀσεβεῖς, συλλαμβάνονται
καὶ φυλακίζονται πολλοὶ ἄνθρωποι.
|
12
Λόγῳ τῆς βοηθείας, ποὺ παρέχουν οἱ
δίκαιοι, ὅταν κυβερνοῦν τὴν χώραν των, δοξάζεται
ὁ τόπος των, ἐνῷ εἰς τοὺς τόπους,
ὅπου κυριαρχοῦν οἱ ἀσεβεῖς,
συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, ἐξορίζονται ἢ φονεύονται
ἀθῶοι ἄνθρωποι, καὶ βασιλεύει ἡ
ἀδικία καὶ ἡ δυστυχία.
|
13
Ὁ ἐπικαλύπτων ἀσέβειαν ἑαυτοῦ
οὐκ εὐοδωθήσεται, ὁ δὲ ἐξηγούμενος
ἐλέγχους ἀγαπηθήσεται. |
13
Ἐκεῖνος, ποὺ σκεπάζει τὰ ἁμαρτήματά
του καὶ δὲν τὰ παραδέχεται οὔτε
τὰ ὁμολογεῖ δὲν θὰ εὐοδωθῇ
εἰς τὰ ἔργα του. Ἐξ ἀντιθέτου
ἐκεῖνος, ποὺ τὰ ὁμολογεῖ
καὶ εἶναι πρόθυμος νὰ δεχθῇ
ἐλέγχους, θὰ ἀγαπηθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν.
|
13
Ἐκεῖνος ποὺ σκεπάζει καὶ κρύπτει τὰς
ἁμαρτίας του καὶ δὲν ζητεῖ συγχώρησιν
δι' αὐτάς, δὲν θὰ προκόψῃ οὔτε
ὑλικῶς οὔτε πνευματικῶς, ἐνῷ
ὅποιος τὰς ὁμολογεῖ καὶ τὰς
ἀναγνωρίζει, θὰ συγχωρηθῇ καὶ θὰ
ἀγαπηθῇ ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα
Θεόν. |
14
Μακάριος ἀνήρ, ὃς καταπτήσσει
πάντα δι' εὐλάβειαν, ὁ δὲ σκληρὸς
τὴν καρδίαν ἐμπεσεῖται κακοῖς.
|
14
Εὐτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος εἰς ὅλας τὰς
περιπτώσεις τῆς ζωῆς του, ἀπὸ
πολλὴν πρὸς τὸν Θεὸν εὐλάβειαν
φοβεῖται μήπως παρασυρθῇ εἰς ἁμαρτίαν.
Ὁ δὲ σκληροκάρδιος καὶ θρασὺς
θὰ περιπέσῃ εἰς πολλὰς συμφοράς.
|
14
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἀπὸ εὐλάβειαν
πρὸς τὸν Θεὸν φοβεῖται εἰς ὅλα
του μήπως ἁμαρτήσῃ, ἐνῷ ἐκεῖνος
ποὺ εἶναι σκληροκάρδιος καὶ ἀμετανόητος,
θὰ περιέλθῃ εἰς πολλὰ δεινὰ
ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας του καὶ
σκληρότητός του. |
15
Λέων πεινῶν καὶ
λύκος διψῶν, ὃς
τυραννεῖ, πτωχὸς ὤν, ἔθνους πενιχροῦ.
|
15
Ὁ πτωχὸς καὶ ἄσημος, ὅταν ἀναλάβῃ
τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ ἑνὸς
ἀδυνάτου καὶ πτωχοῦ ἔθνους,
γίνεται σκληρὸς καὶ ἐπιθετικός,
σὰν τὸν πεινασμένον λέοντα καὶ
τὸν διψασμένον λύκον.
|
15
Εἰς τὸ μικρὸν καὶ δυστυχισμένον ἔθνος
ὁ πτωχὸς τύραννος καὶ ἄρχων θὰ
ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν ὑπηκόων
του σὰν λιοντάρι πεινασμένον καὶ λύκος διψασμένος,
ἀπομυζῶν μὲ ἀβαστάκτους φορολογίας
τὰς οἰκονομίας των, διὰ νὰ πλουτήσῃ
ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ
αἷμα των. |
16
Βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας
συκοφάντης, ὁ δὲ μισῶν ἀδικίαν
μακρὸν χρόνον ζήσεται. |
16
Ἀσεβὴς βασιλεύς μὲ πτωχὰ εἰσοδήματα
καταντᾷ μεγάλος ἐκβιαστὴς καὶ
λῃστὴς τοῦ λαοῦ του. Ἐξ ἀντιθέτου
εὐσεβὴς βασιλεύς, ἔστω καὶ πτωχός,
ποὺ μισεῖ ὅμως τὴν ἀδικίαν,
θὰ βασιλεύσῃ ἐπὶ πολὺν
χρόνον εἰς τὸν λαὸν του, διότι
εἶναι ἀγαπητός.
|
16
Βασιλεὺς μὲ εἰσοδήματα μικρὰ εἶναι
μέγας ἐκβιαστὴς καὶ συκοφάντης τοῦ
λαοῦ του, ζητῶν μὲ ψευδεῖς κατηγορίας
νὰ λῃστεύῃ τοὺς ὑπηκόους του,
δὲν θὰ παραμείνῃ ἐπὶ πολὺ
εἰς τὴν ἀρχὴν διότι θὰ καταστῇ
λαομίσητος. Ἐνῷ ὁ βασιλεὺς ποὺ
μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὴν ἀδικίαν
καὶ τοὺς ἐκβιασμούς, θὰ βασιλεύσῃ
χρόνια πολλά, διότι εἶναι λαοφιλής.
|
17
Ἄνδρα τὸν ἐν αἰτίᾳ φόνου
ὁ ἐγγυώμενος, φυγὰς ἔσται καὶ
οὐκ ἐν ἀσφαλεῖᾳ.
|
17
Ἐκεῖνος, ποὺ ἀναλαμβάνει καὶ
προστατεύει ἄνθρωπον καταδιωκόμενον διὰ
φόνον, θὰ καταντήση ὁ ἴδιος
φυγὰς καὶ ἐξόριστος καὶ δὲν
θὰ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν
του ἐν ἀσφαλείᾳ.
|
17
Ὅποιος ἀναλαμβάνει νὰ προστατεύσῃ
ἕνα φονιᾶ, δὲν θὰ αἰσθάνεται
οὔτε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν
του ἀσφαλῆ διὰ τὴν πρᾶξιν του
αὐτήν, ἐξ αἰτίας δὲ τῆς ἐναντίον
του κατακραυγῆς θὰ ἀναγκασθῇ νὰ
φύγῃ. |
17α
Παίδευε υἱὸν καὶ ἀγαπήσει
σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ σῇ ψυχῇ·
οὐ μὴ ὑπακούσει ἔθνει παρανόμῳ.
|
17α
Παιδαγώγησε καὶ μόρφωσε τὸν υἱόν
σου μὲ στοργὴν καὶ μὲ αὐστηρότητα
καὶ θὰ σὲ ἀγαπήσῃ. Θὰ
εἶναι στόλισμα καὶ δόξα εἰς
σέ. Δὲν θὰ ὑπακούσῃ καὶ
δὲν θὰ παρασυρθῇ εἰς συμβουλὰς
παρανόμων ἀνθρώπων καὶ λαῶν.
|
17α
Ἀνάθρεψε καὶ παιδαγώγησε μὲ αὐστηρὰς
ἀρχὰς τὸ παιδί σου, καὶ αὐτὸ
θὰ σὲ ἀγαπήσῃ καὶ θὰ εἶναι
στόλισμα εἰς τὴν ζωὴν καὶ εἰς
τὴν ψυχήν σου καὶ δὲν θὰ παρασυρθῇ
ποτὲ ἀπὸ ἔθνος παράνομον, ὥστε
νὰ γίνῃ προδότης τῆς πατρίδος του.
|
18
Ὁ πορευόμενος δικαίως βεβοήθηται,
ὁ δὲ σκολιαῖς ὁδοὶς πορευόμενος
ἐμπλακήσεται. |
18
Ἐκεῖνος, ποὺ πορεύεται μὲ δικαιοσύνην
καὶ τιμιότητα, θὰ ἔχῃ ἀσφαλῆ
καὶ βεβαίαν τὴν βοήθειαν ἀπὸ
τὸν Θεόν. Ἐνῷ ἐκεῖνος,
ποὺ βαδίζει σκολιοὺς καὶ διεστραμμένους
δρόμους, θὰ περιπέσῃ εἰς παγίδας,
θὰ ἐμπλακῇ εἰς δίκτυα συμφορῶν.
|
18
Ὅποιος βαδίζει τίμια καὶ μὲ εἰλικρίνειαν,
αὐτὸς ἔχει τὸν Θεὸν βοηθόν
του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει
δρόμους κακούς, θὰ ἐμπλακῇ εἰς παγίδας
καὶ δίκτυα ὀλέθρια. |
19
Ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ
γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δὲ
διώκων σχολὴν πλησθήσεται πενίας.
|
19
Ἐκεῖνος, ποὺ ἐργάζεται μὲ
ἐπιμέλειαν τοὺς ἀγρούς του,
θὰ χορτάσῃ ἀπὸ ψωμὶ καὶ
ἀπὸ ἄλλα ἀγαθά. Ἐκεῖνος
ὅμως, ποὺ ἐπιδιώκει πονηρίαν
καὶ νωθρότητα, θὰ γεμίσῃ ἀπὸ
πτωχείαν καὶ στέρησιν. |
19
Ὅποιος δουλεύει καὶ καλλιεργεῖ τὰ
χωράφια του, θὰ χορτάσῃ ψωμί, ἐνῷ
ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδιώκει τὴν
ἀργίαν καὶ ἀποφεύγει τοὺς κόπους τῆς
ἐργασίας, θὰ χορτάσῃ ἀπὸ πεῖναν
καὶ φτώχεια. |
20
Ἀνὴρ ἀξιόπιστος πολλὰ εὐλογηθήσεται,
ὁ δὲ κακὸς οὐκ ἀτιμώρητος
ἔσται. |
20
Ἄνθρωπος ἔντιμος καὶ ἀξιόπιστος
θὰ ἔχῃ πολλὰς εὐλογίας
ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἐπαίνους
δὲ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων.
Ἐνῷ ὁ κακὸς δὲν θὰ μείνῃ
ἀτιμώρητος.
|
20
Ὁ κατὰ πάντα εὐθὺς καὶ ἀξιόπιστος
ἄνθρωπος θὰ εὐλογηθῇ πλουσίως καὶ
θὰ ἐπαινεθῇ τόσον ἀπὸ τὸν
Θεόν, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
ἐνῷ ὁ κακὸς δὲν θὰ μείνῃ
ἀτιμώρητος, ἀλλὰ θὰ πάθῃ πολλά.
|
21
Ὃς οὐκ αἰσχύνεται πρόσωπα δικαίων,
οὐκ ἀγαθός· τοιοῦτος ψωμοῦ
ἄρτου ἀποδώσεται ἄνδρα. |
21
Ὁ δικαστής, ποὺ δὲν σέβεται
καὶ δὲν ἐκτιμᾷ τοὺς δικαίους
καὶ τὸ δίκαιόν των, ἀλλὰ
μεροληπτεῖ ἐναντίον των εἰς τὴν
ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, εἶναι ἀνέντιμος
καὶ ἀνάξιος δικαστής. Αὐτός,
διεφθαρμένος ψυχικῶς, εἶναι ἱκανὸς
γιὰ ἕνὰ κομμάτι ψωμὶ νὰ
καταδικάσῃ ἀθῷον.
|
21
Ὁ δικαστὴς ποὺ δὲν ἐκτιμᾷ
τὰς προσωπικότητας τῶν δικαίων καὶ τοὺς
καταδικάζει, ἐνῷ εἶναι ἀθῶοι,
μεροληπτεῖ δὲ ὑπὲρ τοῦ ἰσχυροῦ
ἀσεβοῦς, εἶναι ἀνάξιος δικαστής. Αὐτὸς
εἶναι ἱκανὸς νὰ καταδικάσῃ ἄνθρωπον
δι’ ἕνα κομμάτι ψωμί. |
22
Σπεύδει πλουτεῖν ἀνὴρ βάσκανος,
καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐλεήμων
κρατήσει αὐτοῦ. |
22
Σπεύδει ὁ ἄπληστος καὶ φθονερὸς
ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσῃ πλούτη,
δὲν γνωρίζει ὅμως ὅτι ὁ ἐλεήμων
θὰ κυριαρχήσῃ ἐπάνω εἰς
αὐτὸν καὶ θὰ πάρῃ ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν του τὰ πλούτη του.
|
22
Ὁ ἄπιστος καὶ φθονερὸς ἄνθρωπος
βιάζεται νὰ πλουτήσῃ καὶ δὲν γνωρίζει,
ὅτι ἄνθρωπος ἐλεήμων θὰ λάβῃ
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του αὐτὸν
καὶ τὰ πλούτη του. |
23
Ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς
χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος.
|
23
Περισσότερον ἄξιος εὐγνωμοσύνης καὶ
εὐχαριστιῶν εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ θάρρος
νὰ ἐλέγχῃ πρὸς διόρθωσιν,
ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
ἔχει γλῶσσαν μὲ χαριτωμένα ἀστεῖα
καὶ εὐχάριστα, ἀνωφελῆ ὅμως,
λόγια. |
23
Ὅποιος ἐλέγχει καὶ μὲ τὰς ὑποδείξεις
του ἐπιδιώκει νὰ διορθώσῃ τὸν
παρεκτραπέντα συνάνθρωπόν του, εἶναι ἄξιος περισσοτέρας
εὐγνωμοσύνης, ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ
ὁποῖος χαριτολογεῖ κατὰ κόσμον καὶ
λέγει λόγια εὐχάριστα. |
24
Ὃς ἀποβάλλεται πατέρα ἢ μητέρα,
καὶ δοκεῖ μὴ ἁμαρτάνειν, οὗτος
κοινωνός ἐστιν ἀνδρὸς ἀσεβοῦς.
|
24
Ἐκεῖνος, ποὺ διώχνει ἀπὸ
τὸ σπίτι του τὸν πατέρα του ἢ
τὴν μητέρα του καὶ ἔχει τὴν
ἰδέαν ὅτι δὲν ἁμαρτάνει,
εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμοιος
μὲ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ
φέρεται μὲ ἀσέβειαν καὶ ἀχαριστίαν
ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
|
24
Ὅποιος διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ
πατέρα ἡ μητέρα καὶ νομίζει ὅτι δὲν
ἁμαρτάνει, αὐτὸς δὲν διαφέρει ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ ἀσεβεῖ εἰς
τὸν Θεόν. |
25
Ἄπιστὸς ἀνὴρ κρίνει εἰκῇ,
ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ Κύριον
ἐν ἐπιμελείᾳ ἔσται. |
25
Ὁ ἄπιστος πρὸς τὸν Θεὸν ἄνθρωπος
κρίνει μὲ ἐπιπολαιότητα, εἰκῇ
καὶ ὡς ἔτυχεν. Ἐνῷ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς τὸν
Θεόν, κρίνει μὲ πολλὴν προσοχὴν
καὶ ἐπιμέλειαν.
|
25
Ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος ὡς στερούμενος
εὐσυνειδησίας κρίνει ἐπιπολαίως καὶ
ὅπως τύχη, ὅποιος ὅμως πιστεύει εἰς
τὸν Θεόν, ἐπειδὴ θὰ κρίνῃ προσεκτικά,
θὰ διατελῇ ὑπὸ τὴν θείαν φροντίδα
καὶ προστασίαν. |
26
Ὃς πέποιθε θρασεῖᾳ καρδίᾳ,
ὁ τοιοῦτος ἄφρων· ὅς δὲ
πορεύεται σοφίᾳ, σωθήσεται.
|
26
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πεποίθησιν
καὶ στηρίζεται εἰς θρασεῖαν καὶ
σκληρὰν καρδίαν, εἶναι ἀσύνετος.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προχωρεῖ εἰς
τὸν δρόμον τῆς ζωῆς του μὲ σύνεσιν
θὰ σωθῇ. |
26
Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὴν ὑπερήφανον
καὶ ἀγέρωχον καρδίαν, εἴτε τὴν ἰδικήν
του εἴτε τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνόητος.
Ὅποιος ὅμως βαδίζει μὲ τὴν σύνεσιν,
ποὺ ἐμπνέει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ
καὶ ἡ τήρησις τοῦ θείου νόμου, θὰ
σωθῇ. |
27
Ὃς δίδωσι πτωχοῖς, οὐκ ἐνδεηθήσετε,
ὃς δὲ ἀποστρέφει τὸν ὀφθαλμὸν
αὐτοῦ, ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ
ἐσται. |
27
Ὅποιος δίδει εἰς τοὺς φτωχούς,
δὲν θὰ στερηθῇ καὶ δὲν θὰ
φτωχύνῃ. Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος μὲ ἀσπλαγχνίαν
γυρίζει τὸ μάτι του μακρυὰ ἀπὸ
τὸν πτωχόν, θὰ περιέλθῃ εἰς
μεγάλην ἀνέχειαν καὶ πτωχείαν.
|
27
Ὅποιος δίδει εἰς τοὺς πτωχούς, δὲν
θὰ πτωχύνῃ ποτέ, ἐνῷ τοὐναντίον
ἐκεῖνος, ποὺ ἀποστρέφει μὲ ἀσπλαγχνίαν
τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν πτωχόν, θὰ
καταντήσῃ μίαν ἡμέραν εἰς μεγάλην ἀνέχειαν
καὶ στέρησιν. |
28
Ἐν τόποις ἀσεβῶν στένουσι δίκαιοι,
ἐν δὲ τῇ γῇ ἐκείνων ἀπωλείᾳ
πληθυνθήσονται δίκαιοι. |
28
Εἰς χώρας, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ
ἀσεβεῖς, ὑποφέρουν καὶ στενάζουν
οἱ δίκαιοι. Ὅταν ὅμως ἐξαφανισθοῦν
οἱ ἀσεβεῖς, τότε θὰ πληθυνθοῦν
καὶ θὰ εὐτυχήσουν οἱ δίκαιοι.
|
28
Εἰς ὅποιο μέρος κυριαρχοῦν οἱ ἀσεβεῖς,
ἐκεῖ ὑποφέρουν καὶ στενάζουν οἱ
δίκαιοι· ἐὰν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς
ἐκλείψουν καὶ φύγουν ἀπὸ τὴν
μέσην, τότε οἱ δίκαιοι θὰ εὐτυχοῦν,
θὰ προοδεύουν καὶ θὰ πληθύνωνται.
|