Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἱ
ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ
Θεοῦ, βασιλέως χρηματισμός, ὃν ἐπαίδευσεν
ἡ μήτηρ αὐτοῦ.
|
ὰ
λόγια μου αὐτὰ ἔχουν λεχθῆ ἀπὸ
τὸν Θεόν. Εἶναι ἀποκαλυπτικὸν
κήρυγμα ἑνὸς βασιλέως, τὸν ὁποῖον
ἐπαιδαγώγησε κατὰ Θεὸν ἡ μητέρα
του. |
ὰ
λόγια μου αὐτὰ ἔχουν λεχθῇ ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ὡς θεόπνευστα εἶναι
ἀλάνθαστα. Εἶναι προφητικὴ ἀποκάλυψις,
ἡ ὁποία ἔγινε εἰς βασιλέα, τὸν
ὁποῖον διεπαιδαγώγησε κατὰ Θεὸν ἡ
μητέρα του. |
2
Τί, τέκνον, τηρήσεις; Τί; ρήσεις
Θεοῦ. Πρωτογενές, σοὶ λέγω, υἱέ·
τί τέκνον ἐμῆς κοιλίας; Τί
τέκνον ἐμῶν εὐχῶν;
|
2
Τέκνον μου, τί πρέπει ὀπωσδήποτε
νὰ τηρήσῃς; Τί; Λόγια Θεοῦ.
Πρωτοτόκόν μου τέκνον, εἰς σὲ
ἀπευθύνομαι καὶ λέγω αὐτά.
Τί πρέπει νὰ τηρήσῃς, παιδὶ
τῶν σπλάγχνων μου; Τί πρέπει νὰ
προσέχῃς εἰς τὴν ζωήν σου, παιδὶ
τῶν προσευχῶν μου καὶ τῶν ταμάτων,
ποῦ ἔχω κάμει πρὸς τὸν Θεόν;
Ἄκουσέ με. |
2
Τί, παιδί μου ἀγαπημένο, τί θὰ φυλάξῃς;
Τί; Λόγια Θεοῦ. Εἰς σέ, τὸ πρωτογέννητο
παιδί μου, τὰ λέγω αὐτά. Τί, παιδί μου, ποὺ
σὲ ἐβάστασα εἰς τὴν κοιλίαν
μου, θὰ προσέξῃς; Τί, παιδί μου, διὰ τὸ
ὁποῖον τόσας προσευχὰς καὶ ταξίματα
ἔκαμα, θὰ φυλάξῃς; Ἄκουσε λοιπόν·
θὰ φυλάξῃς τὰ ἀκόλουθα.
|
3
Μὴ δῷς γυναιξὶ σὸν πλοῦτον καὶ
τὸν σὸν νοῦν καὶ βίον εἰς
ὑστεροβουλίαν. |
3
Μὴ παραδώσῃς καὶ μὴ ἐμπιστευθῇς
τὸν πλοῦτον σου εἰς γυναῖκας, διότι
ὕστερα θὰ μεταμεληθῇς πικρὰ διὰ
τὴν κατασώτευσιν τοῦ νοῦ καὶ
τῆς περιουσίας σου. |
3
Πρόσεχε ἀπὸ τὰς γυναῖκας· μὴ
δίδῃς εἰς αὐτὰς τὸν πλοῦτον
καὶ τὸν νοῦν σου. Ἔσο ἐγκρατὴς
καὶ μὴ παραδώσῃς τὸν ἑαυτόν
σου εἰς σκέψεις καὶ εἰς πράξεις, διὰ
τὰς ὁποίας ὕστερα θὰ μετανοήσῃς.
|
4
Μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ
βουλῆς οἰνοπότει· οἱ δυνάσται
θυμώδεις εἰσιν, οἶνον δὲ μὴ
πινέτωσαν, |
4
Κατόπιν πολλῆς ἐρεύνης καὶ περισκέψεως
νὰ προχωρῇς εἰς τὴν πραγματοποίησιν
τῶν ἔργων σου. Πίνε οἶνον, ἀλλὰ
μετὰ συνέσεως. Πολλοὶ ἄρχοντες εἶναι
εὐερέθιστοι καὶ θυμώδεις, διὰ
τοῦτο ἃς μὴ πίνουν οἶνον,
|
4
Ἀφοῦ σκεφθῇς καλά, κάμε κάθε τι, ποὺ
πρόκειται νὰ ἐνεργήσῃς. Μὲ περίσκεψιν
καὶ μὲ μέτρον νὰ πίνῃς οἶνον.
Οἱ δυνάσται λόγῳ τῆς αὐταρχικότητός
των εἶναι εὐέξαπτοι καὶ θυμώδεις· ἂς
μὴ πίνουν λοιπὸν κρασί. |
5
ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται
σοφίας καὶ ὀρθὰ κρῖναι
οὐ μὴ δύνωνται τοὺς ἀσθενεῖς.
|
5
ἵνα μὴ πίνοντες καὶ εἰς μέθην
ἐρχόμενοι χάσουν τὴν σύνεσιν
καὶ τὴν εὐθυκρισίαν καὶ δὲν
εἶναι εἰς θέσιν νὰ κρίνουν καὶ
νὰ δικάσουν ὀρθῶς καὶ νὰ
ἀποδώσουν τὸ δίκαιον εἰς τοὺς
ἀδυνάτους ἀνθρώπους.
|
5
Μήπως, ἀφοῦ πίουν καὶ μεθύσουν, λησμονήσουν
τὰς ὑποχρεώσεις των καὶ τὰς ἀπαιτήσεις,
ποὺ ἔχει ἀπὸ αὐτοὺς ἡ
θεία σοφία, καὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν
νὰ κρίνουν ὀρθῶς καὶ νὰ
ἀθωώσουν τοὺς ἀδυνάτους καὶ
ἀνυπερασπίστους. |
6
Δίδοτε μέθην τοῖς ἐν λύπαις
καὶ οἶνον πίνειν τοῖς ἐν ὀδύναις,
|
6
Δῶστε ὅμως ὀλίγον οἶνον εἰς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται
ὑπὸ τὸ κράτος πολλῶν θλίψεων
καὶ ἂς πίνουν ὀλίγον οἶνον,
ὅσοι κατέχονται ἀπὸ πόνους καὶ
ὀδύνας, |
6
Δίδετε ὀλίγον κρασί εἰς ἐκείνους, ποὺ
ἔχουν κυριευθῇ ἀπὸ μεγάλην λύπην καὶ
πένθος, καὶ ἂς πίνουν ὀλίγον οἶνον
ὅσοι βασανίζονται, διὰ νὰ καταπραϋνθοῦν
οἱ πόνοι των, |
7
ἵνα ἐπιλάθωνται τῆς πενίας καὶ
τῶν πόνων μὴ μνησθῶσιν ἔτι.
|
7
διὰ νὰ λησμονήσουν τὴν πτωχείαν
των καὶ νὰ μὴ ἐνθυμοῦνται πλέον
τοὺς πόνους των.
|
7
διὰ νὰ ξεχάσουν τὴν πτωχείαν των καὶ
νὰ μὴ ἐνθυμοῦνται πλέον τοὺς
πόνους των. |
8
Ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ,
καὶ κρῖνε πάντας ὑγιῶς.
|
8
Ἄνοιγε τὸ στόμα σου, διὰ νὰ
ἐκφράζῃ πάντοτε τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ. Κρῖνε καὶ δίκαζε τοὺς
πάντας ὀρθῶς καὶ δικαίως.
|
8
Ἄνοιγε τὸ στόμα σου μὲ λόγον ἐκ τοῦ
νόμου τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δικάζῃς
δικαίως, καὶ κρίνε ὅλους ὄχι αὐθαιρέτως,
ἀλλὰ μὲ δικαιοσύνην καὶ ὀρθὴν
ἀντίληψιν. |
9
Ἄνοιγε σὸν στόμα καὶ κρῖνε δικαίως,
διάκρινε δὲ πένητα καὶ ἀσθενῆ.
|
9
Ἄνοιγε τὸ στόμα σου, διὰ νὰ
κρίνῃς καὶ ἐκφέρῃς δικαίαν
ἀπόφασιν. Διάκρινε καὶ ὑπερασπίσου
τὸν καταδυναστευόμενον πτωχὸν καὶ
ἀδύνατον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην
ὑπερασπίσεως. |
9
Ἄνοιγε τὸ στόμα σου καὶ βγάλε δικαίαν ἀπόφασιν
καὶ κρίσιν ὀρθὴν καὶ κάμε διάκρισιν
τοῦ πτωχοῦ καὶ τοῦ ἀδυνάτου,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην προστάτου.
|
10
(Μασ.
ΛΑ', 10). Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει;
Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν
ἡ τοιαύτη. |
10
(Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναῖκα νοικοκυρὰν καὶ
δραστηρίαν ποιὸς θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ βρῇ; Εἶναι ἀσυγκρίτος ἀνωτέρα
καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον πολύτιμους
λίθους.
|
10
Γυναῖκα δραστηρίαν καὶ ἐνάρετον ποῖος
θὰ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ; Αὐτὴ
ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ
πολύτιμα πετράδια. |
11
Θαρσεῖ ἐπ' αὐτῇ ἡ καρδία
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη
καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει·
|
11
Εἰς αὐτὴν ἔχει πεποίθησιν καὶ
στηρίζεται μὲ θάρρος ἡ καρδία
τοῦ ἀνδρός της. Διότι αὐτὴ
καὶ τὸ σπίτι της δὲν πρόκειται
νὰ στερηθοῦν ποτὲ ἀπὸ ὑλικὰ
ἀγαθά.
|
11
Ὁ σύζυγός της λαμβάνει θάρρος καὶ δὲν
δειλιᾷ εἰς τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις
τῆς ζωῆς του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ
δὲν πρόκειται νὰ στερηθῇ ποτὲ ἀπὸ
τὰ ὑλικὰ ἀγαθά,
|
12
ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ
πάντα τὸν βίον. |
12
Καθ' ὅλον της τὸν βίον ἐργάζεται
διὰ τὸ καλὸν τοῦ ἀνδρός
της. |
12
διότι εἰς ὅλην τὴν ζωήν της ἐργάζεται
διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ συζύγου της.
|
13
Μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν
εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς.
|
13
Ὑφαίνει νήματα μάλλινα καὶ λινὰ
καὶ κατασκευάζει μὲ τὰ ἴδια
της τὰ χέρια πράγματα χρήσιμα διὰ
τὸ σπίτι.
|
13
Ὑφαίνουσα μαλλιὰ καὶ λινάρι, κατασκευάζει
μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια χρήσιμα πράγματα
διὰ τὸ σπίτι της: Ἐνδύματα, σκεπάσματα καὶ
ἄλλα εἴδη ὑφαντικῆς καὶ πλεκτικῆς.
|
14
Ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη
μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν
πλοῦτον. |
14
Ὁμοιάζει μὲ τὸ πλοῖον, τὸ
ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα
ἀπὸ μακρυνὰς περιοχάς. Ἔτσι
καὶ αὐτὴ συγκεντρώνει τὸν πλοῦτον
της διὰ τὸ καλὸν τοῦ σπιτιοῦ.
|
14
Πηγαίνει μακρὰν καὶ ἀναζητεῖ καλὰς
ἀγοράς, διὰ νὰ κάμῃ τὰς καταλλήλους
καὶ ἀναγκαίας προμηθείας τοῦ οἵκου
της. Ὁμοιάζει ἔτσι μὲ πλοῖον, τὸ
ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπὸ
τόπους μακρινούς. Αὐτὴ πάλιν μὲ τὸν
κόπον, τὴν ἐργατικοτητα, τὰς οἰκονομίας
καὶ τὴν σύνεσίν της συναθροίζει τὰ
πλούτη της. |
15
Καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ
ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ
ἔργα ταῖς θεραπαίναις. |
15
Ἐξυπνᾷ πολὺ πρωΐ, νύχτα. Ἑτοιμάζει
καὶ δίδει τροφὰς εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ σπιτιοῦ της, κανονίζει δὲ τὰ
ἔργα τῶν ὑπηρετριῶν.
|
15
Καὶ σηκώνεται πρωΐ, προτοῦ ξημερώσῃ, ἑτοιμάζει
καὶ δίδει τροφὴν εἰς τοὺς οἰκείους
της καὶ ἐργασίαν εἰς τὰς ὑπηρετρίας
της. |
16
Θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ
δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε
κτῆμα. |
16
Ὅταν εὔρῃ κάποιο καλὸ χωράφι,
τὸ ἀγοράζει καὶ μὲ τοὺς
κόπους τῶν χειρῶν της τὸ καλλιεργεῖ,
τὸ φυτεύει, τὸ μεταβάλλει εἰς
ἀγρόκτημα ἀποδοτικόν.
|
16
Ἡ δραστηριότης της ἐκτείνεται εὐρύτερον.
Ἀφοῦ παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ μάτι
ἐμπείρου ἀγοραστοῦ καὶ ἐξετίμησε
τὴν ἀξίαν ἐνὸς χωραφιοῦ, τὸ
ἠγόρασεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας
της, μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ κερδίζει
ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά της, ἐκαλλιέργησε
καὶ ἐφύτευσε τὸ χωράφι ποὺ ἠγόρασε
καὶ τὸ μετέβαλεν ἔτσι εἰς κτῆμα
μὲ ἀξίαν μεγάλην. |
17
Ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν
ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς
εἰς ἔργον. |
17
Ἀφοῦ ζώσῃ, καλὰ τὴν μέσην
της, ἐργάζεται μὲ τὰ χέρια της
ἔντονα καὶ μὲ ζῆλον εἰς τὸ
ἔργον της. |
17
Ἀφοῦ δὲ ζώνει καλὰ τὴν μέσην
της, ἀνασκουμπώνεται καὶ βάζει τὰ χέρια
της στὴ δουλεία. |
18
Ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ
ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται
ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν
νύκτα. |
18
Ἐδοκίμασε καὶ ἀπέκτησε προσωπικὴν
πεῖραν, ὅτι εἶναι καλὸν νὰ ἐργάζεται
κανείς. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ λύχνος
της δὲν σβήνει καθ' ὅλον τὸ διάστημα
τῆς νυκτός.
|
18
Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ἐδοκίμασε καὶ
ἐπείσθη, ὅτι εἶναι καλὸν τὸ
νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας· καὶ
τὸ λυχνάρι της, ποὺ φωτίζει διὰ νὰ
δουλεύῃ, δὲν σβήνει ὅλην τὴν νύκτα.
|
19
Τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει
ἐπ' τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας
αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον.
|
19
Ἀπλώνει τὰ χέρια της εἰς ὅλα,
ὅσα συμφέρουν καὶ ἐξυπηρετοῦν
τὸ σπίτι. Εἰδικώτερα τὰ χέρια
της τὰ στηρίζει εἰς τὸ ἀδράχτι,
τὸ ὁποῖον καὶ συνεχῶς ἐργάζεται.
|
19
Ἀπλώνει τοὺς βραχίονάς της εἰς ὅσας
ἐργασίας συμφέρουν εἰς τὸ σπίτι της, καὶ
μὲ τὰ χέρια της κρατεῖ καὶ στριφογυρίζει
τὸ ἀδράχτι. |
20
Χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι
καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ.
|
20
Ἀλλὰ ἀνοίγει τὰ χέρια
της καὶ ἀπλώχερα δίδει εἰς τοὺς
πτωχούς. Δίδει εἰς τὸν στερούμενον
ἀπὸ τὸν καρπὸν τῶν χειρῶν
της. |
20
Ἤνοιξε δὲ τὰ χέρια της γενναιόδωρα, διὰ
νὰ ἐλεήσῃ τὸν δυστυχῆ,
καὶ ἥπλωσε τὸ χέρι, διὰ νὰ δώσῃ
ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά της
εἰς τὸν πτωχόν. |
21
Οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ
ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που
χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ
παρ' αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί.
|
21
Ὁ σύζυγος της, ἐὰν ἀπουσιάσῃ
ἐπί τι χρονικὸν διάστημα, δὲν
ἀνησυχεῖ καὶ δὲν μεριμνᾷ διὰ
τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα τοῦ
σπιτιοῦ. Διότι ὅλοι οἱ ἐν τῷ
οἴκῳ της εἶναι καλὰ ἐνδεδυμένοι.
|
21
Δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ φροντίδας, οὔτε
ἀνησυχεῖ διὰ τὸ σπίτι ὁ σύζυγός
της, ἐὰν συνέβη ποτὲ νὰ ἀπουσιάζῃ
ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἀσχολιῶν
του· καὶ τοῦτο διότι ὅλοι, ὅσοι
εἶναι μαζί της καὶ ἐξαρτῶνται
ἀπὸ αὐτήν, εἶναι καλὰ ντυμένοι.
|
22
Δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ
αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ
πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα.
|
22
Διπλᾶς χλαίνας ἔκαμε διὰ τὸν
σύζυγόν της. Λινὰ λευκὰ ἐνδύματα
καὶ ἐνδύματα ποδφυρᾶ ἡτοίμασε
διὰ τὸν ἑαυτόν της.
|
22
Διπλᾶς χλαίνας (ἐπανωφόρια) ἔκαμε διὰ
τὸν σύζυγόν της, ἀπὸ ὑφάσματα
δὲ λινὰ λευκὰ κατεσκεύασε διὰ τὸν
ἑαυτόν της φορέματα βαμμένα μὲ κόκκινον
πανάκριβον χρῶμα. |
23
Περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ
αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα
ἂν καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ
μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς
γῆς. |
23
Περίβλεπτος καὶ ἀξιοθαύμαστος γίνεται
ὁ σύζυγός της εἰς τὰς πύλας
τῶν τειχῶν τῆς πόλεως, ὅταν
παρακάθηται εἰς συνέδριον μὲ τοὺς
γεροντότερους ἄνδρας τῆς χώρας.
|
23
Ὅλοι δὲ κυττάζουν μὲ θαυμασμὸν τὸν
ἄνδρα της, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκεται
εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται
αἱ δημόσιαι συνεδριάσεις, ὅταν συμπαρακάθηται
καὶ συμμετέχῃ εἰς συνέδρων μὲ τοὺς
γέροντας κατοίκους τοῦ τόπου. |
24
Σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο
τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς
Χαναναίοις. |
24
Αὐτὴ κατασκευάζει σινδόνας, τὰς
ὁποίας πωλεῖ εἰς τοὺς Φοίνικας.
Κατασκευάζει καὶ ζώνας, τὰς ὁποίας
πωλεῖ εἰς τοὺς Χαναναίους.
|
24
Κατεσκεύασε σινδόνια καὶ τὰ ἐπώλησεν εἰς
ἐμπόρους Φοίνικας, ζώνας δὲ καὶ ἐμπροσθέλλας
εἰς τοὺς μεταπράτας ἐμπόρους Χαναναίους.
|
25
Ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο
καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις
ἐσχάταις. |
25
Ἔτσι αὐτὴ μὲ τὴν ἐργασίαν
καὶ τὴν καλὴν συμπεριφοράν της ἀποκτᾷ
δύναμιν καὶ εὐπρεπῆ ἐμφάνισιν.
Εὐφραίνεται ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς της καὶ πολὺ περισσότερον
θὰ εὐφρανθῇ κατὰ τὰς ἡμέρας
τῶν γηρατείων της.
|
25
Ἐνεδύθη δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ
ἀξιοπρέπειαν καὶ κατὰ τὰς τελευταίας
ἡμέρας τῆς ζωῆς της ἐδοκίμασεν
εὐφροσύνην καὶ εὐτυχίαν. |
26
Στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως
καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο
τῇ γλώσσῃ αὐτῆς. |
26
Ἀνοίγει τὸ στόμα της, διὰ νὰ
ὁμιλῇ πάντοτε μετὰ προσοχῆς,
σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ·
ἔχει θέσει τάξιν εἰς τὰ λόγια
τοῦ στόματός της.
|
26
Προκειμένου νὰ ὁμιλήσῃ, ἀνοίγει τὸ
στόμα της μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ περισκέψιν,
ὥστε οἱ λόγοι τῆς προσλαμβάνουν κῦρος
καὶ χρωματισμὸν νόμου, καὶ στολίζει τὴν
γλῶσσαν της μὲ τάξιν καὶ σύνεσιν.
|
27
Στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς
σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε.
|
27
Τὸ σπίτι της εἶναι στεγνό, χωρὶς
ὑγρασίαν καὶ σταλάγματα τῆς
βροχῆς· εἶναι ἀναπαυτικό. Ψωμὶ
ὀκνηρίας καὶ τεμπελιᾶς δὲν ἔφαγε
ποτέ.
|
27
Τὸ σπίτι της, ὅπου μένει, εἶναι στεγνόν,
ἀναπαυτικὸν καὶ δὲν στάζει, ὅταν
βρέχῃ. Ψωμὶ δὲ ὀκνηρίας καὶ
κακοζυμωμένον δὲν ἔφαγε. |
28
Τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς
καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη
αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα
αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ
ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν.
|
28
Ἀνοίγει τὸ στόμα της καὶ ὁμιλεῖ
μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν, σύμφωνα
μὲ τοὺς θείους καὶ ἀνθρωπίνους
νόμους. Εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν
Θεὸν φιλανθρωπία καὶ ἡ καλωσύνη
της. Καὶ χάρις εἰς τὴν εὐλογίαν
τοῦ Κυρίου ἀνέστησε τὰ τέκνα
της. Αὐτὰ ἐπλούτησαν καὶ ὁ
σύζυγός της τὴν ἐπῄνεσε καὶ
τῆς εἶπε·
|
28
Τὸ στόμα της δὲ τὸ ἀνοίγει μὲ
σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ὅσα λέγει, εἶναι
ὡσὰν νόμοι, ἡ δὲ καλωσύνη της πρὸς
τοὺς πτωχοὺς ἔγινε αἰτία εὐλογίας
πολλῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεγαλώσῃ
καὶ ἀποκαταστήσῃ πλούσια τὰ παιδιά
της· καὶ ὁ σύζυγός της τῆς ἀπηύθυνε
τὰ κάτωθι ἐγκώμια. |
29
Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον,
πολλοὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ
δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας
πάσας. |
29
<Ὦ σύντροφε τῆς ζωῆς μου, πολλαὶ
γυναῖκες ἀπέκτησαν πλοῦτον μὲ
τὴν ἱκανότητά των, πολλαὶ ἀπέκτησαν
δύναμιν μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν,
σὺ ὅμως ἔχεις ξεπεράσει ὅλας>.
|
29
Ὦ καλὴ καὶ πολύτιμε σύντροφε τῆς ζωῆς
μου· πολλαῖ γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη
μὲ τὴν ἱκανότητά των· πολλαὶ
ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ ὑπόληψιν μέσα εἰς
τὴν κοινωνίαν, σὺ ὅμως τὰς ὑπερέβαλες
ὅλας. |
30
Ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον
κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ
εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου
αὕτη αἰνείτω. |
30
Αἱ φιλαρέσκειαι τῆς γυναικὸς εἶναι
ψεύτικα πράγματα καὶ τὸ κάλλος
της εἶναι προσωρινὸν καὶ παροδικόν.
Διότι μόνον ἡ συνετὴ καὶ φρόνιμος
γυναίκα εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν
Θεόν. Ἂς ὑμνᾷ δὲ αὐτὴ
καὶ ἂς δοξάζῃ τὸν φόβον
τοῦ Κυρίου.
|
30
Ψεύτικον πρᾶγμα εἶναι ἡ φιλαρέσκεια καὶ
ματαιότης τὸ σωματικὸν κάλλος τῆς γυναικός,
διότι μόνον ἡ φρόνιμη γυναῖκα ἐπαινεῖται,
τὸν δὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ἂς ὑμνῇ
καὶ ἂς δοξάζῃ αὐτή, διότι πᾶν
ὅ,τι ἔχει, τὸ ἔχει ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
31
Δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων
αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν
πύλαις ὁ ἀνήρ αὐτῆς.
|
31
Ἐπαινέσατε καὶ σεῖς μίαν τέτοιαν
δραστηρίαν καὶ σοφὴν γυναῖκα. Δίκαιον
εἶναι καὶ ὁ σύζυγός της νὰ
ἐγκωμιάζεται δι' αὐτὴν εἰς τὰς
πύλας τῶν τειχῶν τῆς πόλεως,
ὅπου γίνονται αἱ συγκεντρώσεις.
|
31
Εἴπατε καὶ σεῖς διὰ τὴν γυναῖκα
αὐτὴν καλὰ καὶ ἐπαινετικὰ
λόγια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ
εἶπε διὰ σᾶς. Ἐγκωμιάσατέ την
καὶ ἐπαινέσατέ την, καὶ ὁ ἄνδρας
της χάριν αὐτῆς ἂς ὑμνῆται καὶ
ἂς ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς τόπους τῶν
δημοσίων συγκεντρώσεων. |