Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ζῶν
εἰς τὸν αἰῶνα ἔκτισε τὰ
πάντα κοινῇ· |
αἰώνιος
Κύριος ἐδημιούργησεν ὅλα ἀνεξαιρέτως.
|
Θεός,
ὁ Ὁποῖος ζῇ αἰωνίως, ἔκτισεν
ὅλα γενικῶς. |
2
Κύριος μόνος δικαιωθήσεται.Καὶ οὐκ
ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ
|
2
Ὁ Κύριος εἶναι καὶ θὰ διακηρύσσεται
αἰωνίως ὁ μόνος καὶ ἀπόλυτα
δίκαιος. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος πλὴν
αὐτοῦ. |
2
Ὁ Κύριος μόνος θὰ διακηρυχθῇ καὶ θὰ
ἀναγνωρισθῇ δίκαιος καὶ δὲν ὑπάρχει
ἄλλος ἀπὸ Αὐτόν.
|
3
οἰακίζων τὸν κόσμον ἐν σπιθαμῇ
χειρὸς αὐτοῦ, καὶ πάντα ὑπακούει
τῷ θελήματι αὐτοῦ, αὐτὸς
γὰρ βασιλεὺς πάντων ἐν κράτει
αὐτοῦ, διαστέλλων ἐν αὐτοῖς
ἅγια ὰπὸ βεβήλων.
|
3
Αὐτὸς κυβερνᾷ καὶ διευθύνει
τὰ πάντα εἰς τὴν σπιθαμὴν τῆς
χειρός του, καὶ τὰ πάντα ὑποτάσσονται
εἰς τὸ θέλημά του, διότι αὐτὸς
μὲ τὴν παντοδυναμίαν του εἶναι βασιλεὺς
ὅλων. Αὐτὸς ξεχωρίζει τὰ εἰς
τὸν κόσμον ὑπάρχοντα ἅγια ἀπὸ
τὰ βέβηλα.
|
3
Αὐτὸς κυβερνᾷ τὸν κόσμον μὲ
τὴν σπιθαμὴν τῆς χειρός του καὶ
τὰ πάντα ὑπακούουν εἰς τὸ θέλημά του.
Διότι Αὐτὸς βασιλεύει ἐπὶ ὅλων
διὰ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κραταιᾶς
δυνάμεώς του καὶ ξεχωρίζει μεταξὺ αὐτῶν
τὰ καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα ἀπὸ
τὰ ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα.
|
4
Οὐθενὶ ἐξεποίησεν ἐξαγγεῖλαι
τὰ ἔργα αὐτοῦ· καὶ τίς
ἐξιχνιάσει τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ;
|
4
Εἰς κανένα δὲν ἔδωσε τὴν ἱκανότητα
καὶ τὴν δύναμιν νὰ ἀναγγέλλῃ
κατ' ἀξίαν τὰ ἔργα του. Ποῖος
ἠμπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσῃ καὶ
κατανοήσῃ τὰ μεγαλεῖα του;
|
4
Εἰς κανένα δὲν ἔδωκε τὴν ἱκανότητα
καὶ τὴν δύναμιν νὰ διακηρύττῃ καὶ
νὰ ἐξαγγέλλῃ ἐπαξίως τὰ ἔργα
του· καὶ ποῖος θὰ εἰσδύσῃ
καὶ θὰ ἐξερευνήσῃ τὰ μεγαλεῖα
του; |
5
Κράτος μεγολωσύνης αὐτοῦ τίς
ἐξαριθμήσεται; Καὶ τίς προσθήσει
ἐκδιηγήσασθαι τὰ ἐλέη αὐτοῦ;
|
5
Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ μετρήσῃ
τὴν δύναμιν τῆς μεγαλωσύνης του; Ποιὸς
ποτὲ θὰ ἔχῃ τὴν τόλμην
καὶ τὴν δύναμιν νὰ διηγηθῇ ἀκριβῶς
τὰ ἐλέη του;
|
5
Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ λογαριάσῃ καὶ
νὰ ἐξαριθμήσῃ τὴν δύναμιν καὶ
τὸ κράτος τῆς μεγαλωσύνης του καὶ ποῖος
μὲ ἀριθμοὺς καὶ λεπτομέρειαν θὰ
διηγηθῇ τὰ ἐλέη του; |
6
Οὐκ ἔστιν ἐλαττῶσαι οὐδὲ
προσθεῖναι καὶ οὐκ ἔστιν ἐξιχνιάσαι
τὰ θαυμάσια τοῦ Κυρίου·
|
6
Κανεὶς δὲν δύναται οὔτε νὰ μειώσῃ
οὔτε νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ
μεγαλεῖον του. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν
ποτέ, νὰ ἐξιχνιάσῃ καὶ
κατανοήσῃ ἀκριβῶς κανεὶς τὰ
θαυμάσια τοῦ Κυρίου.
|
6
Δὲν εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ ἐλαττώσῃ
κάτι ὡς περιττόν, οὕτε νὰ προσθέσῃ
κάτι ὡς ἐλλεῖπον, ἀλλ' οὔτε
καὶ νὰ ἐξερευνήσῃ καθ’ ὅλας
τὰς λεπτομερείας καὶ τὰ ἴχνη αὐτῶν
τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου
|
7
ὅταν συντελέσῃ ἄνθρωπος, τότε
ἄρχεται, καὶ ὅταν παύσηται, τότε
ἀπορηθήσεται. |
7
Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίσῃ
ὅτι ἔφθανεν εἰς τὸ τέρμα τῶν
ἐρευνῶν καὶ ἀναζητήσεών
του, τότε ἀντιλαμβάνεται ὅτι εὑρίσκεται
εἰς τὴν ἀρχήν. Καὶ ὅταν
καταπαύσῃ τὴν προσπάθειάν του
εἰς κατανόησιν τῶν μεγαλείων τοῦ
Θεοῦ, τότε θὰ εὑρεθῇ εἰς
ἀμηχανίαν πρὸ τοῦ ἔργου, ποὺ
ἀνέλαβε. |
7
Ὅταν νομίσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐτελείωσε
νὰ ἐρευνᾷ τὰ θαυμάσια ταῦτα,
τότε μόλις ἀρχίζει νὰ τὰ ἐξετάζῃ
ὅταν δὲ παύσῃ νὰ τὰ ἐρευνᾷ,
τότε θὰ κυριευθῇ ὑπὸ ἀπορίας
καὶ ἀμηχανίας ἐνώπιον αὐτῶν.
|
8
Τί ἄνθρωπος καὶ ἡ χρῆσις αὐτοῦ;
Τί τὸ ἀγαθὸν αὐτοῦ καὶ
τί τὸ κακὸν αὐτοῦ; |
8
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ εἰς
τί ἀποβλέπουν αἱ ὑπηρεσίαι
του; Ποῖον εἶναι τὸ καλὸν καὶ
εὐχάριστον αὐτοῦ καὶ ποῖον
εἶναι τὸ κακὸν καὶ δυσάρεστον;
|
8
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ εἰς
τί χρησιμεύει; Τί καλὸν ὑπάρχει εἰς
αὐτὸν καὶ τί τὸ κακόν
του; Ποία ἡ εὐτυχία του καὶ ποία ἡ
ἀθλιότης του; |
9
Ἀριθμὸς ἡμερῶν ἀνθρώπου
πολλὰ ἔτη ἑκατόν·
|
9
Καὶ ἂν ἀκόμη τὰ ἔτη τῆς
ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου φθάσουν τὰ
ἑκατόν, |
9
Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν τῆς
ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τὸ περισσότερον,
ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ φθάσῃ,
εἶναι ἔτη ἑκατόν. |
10
ὡς σταγὼν ὕδατος ἀπὸ θαλάσσης
καὶ ψῆφος ἄμμου, οὕτως ὀλίγα
ἔτη ἐν ἡμέρᾳ αἰῶνος.
|
10
εἶναι ὡσὰν μία σταγὼν ὕδατος
ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ ὡσὰν
ἕνας κόκκος ἄμμου· τόσον ὀλίγα
εἶναι τὰ ἑκατὸν ἔτη ἐμπρὸς
εἰς τὴν αἰωνιότητα.
|
10
Σὰν μία σταγόνα νεροῦ ἀπὸ ἀπέραντον
θάλασσαν ἢ σὰν ἕνας κόκκος ἄμμου,
ἔτσι ὀλίγα εἶναι τὰ χρόνια αὐτὰ
ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀτελείωτον ἡμέραν
τῆς αἰωνιότητος. |
11
Διὰ τοῦτο ἐμακροθύμησε Κύριος
ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἐξέχεεν
ἐπ' αὐτοὺς τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
|
11
Διὰ τὴν μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τὴν μικρότητα τῶν ἡμερῶν
τῆς ζωῆς του, ἔδειξε καὶ δεικνύει
ὁ Κύριος μακροθυμίαν πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους καὶ ἀφήνει νὰ
ἐκχυθοῦν πλούσια τὰ ἐλέη
του εἰς αὐτούς.
|
11
Διὰ τὴν ἀδυναμίαν καὶ παροδικότητα
ταύτην τῶν ἀνθρώπων εὐσπλαγχνίζεται
καὶ μακροθυμεῖ ὁ Κύριος ἐπ’ αὐτοὺς
καὶ χύνει πλουσίως τὸ ἔλεός του εἰς
τούτους. |
12
Εἶδε καὶ ἐπέγνω τὴν καταστροφὴν
αὐτῶν ὅτι πονηρά· διὰ τοῦτο
ἐπλήθυνε τὸν ἐξιλασμὸν αὐτοῦ.
|
12
Εἶδε καὶ κατενόησε πλήρως, ὅτι
τοὺς ἀναμένει φοβερὰ καταστροφή,
ἐὰν τοὺς ἐγκαταλείψῃ.
Διὰ τοῦτο ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς
πλούσιον τὸ ἔλεός του.
|
12
Βλέπει καὶ ἀντιλαμβάνεται καλῶς τὸ
τέλος τῶν, ὅτι εἶναι ἄθλιον καὶ
ἀξιοθρήνητον, καὶ διὰ τοῦτο ηὔξησε
καὶ ἐπλήθυνε τὸ ἔλεός του εἰς
αὐτούς. |
13
Ἔλεος ἀνθρώπου ἐπὶ τὸν
πλησίον αὐτοῦ, ἔλεος δὲ Κυρίου
ἐπὶ πᾶσαν σάρκα· ἐλέγχων
καὶ παιδεύων καὶ διδάσκων καὶ
ἐπιστρέφων ὡς ποιμὴν τὸ ποίμνιον
αὐτοῦ. |
13
Τὸ ἔλεος τοῦ ἀνθρώπου φθάνει
μόνον μέχρι τοῦ πλησίον του·
τὸ ἔλεος ὅμως τοῦ Κυρίου ἐκτείνεται
ἐπὶ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.
Ὁ Κύριος ἐλέγχει, παιδαγωγεῖ
καὶ μορφώνει, διδάσκει καὶ ὡς
καλὸς ποιμὴν ἐπαναφέρει τὸ πλανηθὲν
ποίμνιόν του εἰς τὴν μάνδραν.
|
13
Τὸ ἔλεος καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ
ἀνθρώπου ἐκτείνεται καὶ ἐκδηλοῦται
εἰς τὸν πλησίον καὶ ὅμοιόν του
ἄνθρωπον. Τοῦ Θεοῦ ὅμως τὸ ἔλεος
καὶ ἡ εὐσπλαγχνία ἐκχύνεται
ἀνεξαιρέτως εἰς κάθε ἄνθρωπον. Ἐλεεῖ
ὁ Κύριος καθένα, ἀφοῦ ἐλέγξῃ
καὶ παιδαγωγήσῃ καὶ διδάξῃ καὶ
ἐπιστρέψῃ εἰς μετάνοιαν σὰν ποιμὴν
τὸ ποίμνιόν του. |
14
Τοὺς ἐκδεχομένους παιδείαν ἐλεᾷ
καὶ τοὺς κατασπεύδοντας ἐπὶ
τὸ κρίματα αὐτοῦ. |
14
Ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ
ἀποδέχονται παιδείαν, τοὺς ἐλεεῖ,
ὅπως ἐπίσης καὶ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μετὰ σπουδῆς φροντίζουν
διὰ τὴν ἐφαρμογὴν τῶν ἐντολῶν
του. |
14
Ἐλεεῖ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
περιμένουν καὶ δέχονται προθύμως τὴν παιδαγωγίαν
του καὶ οἱ ὁποῖοι μετὰ σπουδῆς
καὶ ζήλου ζητοῦν τὴν γνῶσιν καὶ
ἐφαρμογὴν τῶν ἐντολῶν του.
|
15
Τέκνον, ἐν ἀγαθοῖς μὴ δῷς
μῶμον καὶ ἐν πάσῃ δόσει
λύπην λόγων. |
15
Παιδί μου, εἰς τὰς εὐεργεσίας,
ποὺ κάμνεις, μὴ προσθέτῃς καὶ
κατηγορίας ἐναντίον τῶν εὐεργετουμένων.
Εἰς κάθε δωρεὰν καὶ ἐλεημοσύνην
σου, μὴ προσθέτῃς λυπηροὺς λόγους
διὰ τοὺς ἀποδεχομένους αὐτάς.
|
15
Παιδί μου, ὅταν ἐπιτελῇς ἔργα ἀγαθὰ
καὶ εὐεργετικὰ εἰς τὸν πλησίον,
μὴ τὰ μολύνῃς καὶ μὴ μειώνῃς
τὴν ἀξίαν των δι' ἐγωϊστικῆς καὶ
ἀγερώχου συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς εὐεργετουμένους·
πᾶσαν δὲ δόσιν ἐλεημοσύνης μὴ συνοδεύῃς
μὲ λύπην διὰ λόγων ταπεινωτικῶν διὰ
τὸν ἐλεούμενον. |
16
Οὐχὶ καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος;
Οὕτως κρείσσων λόγος ἢ δόσις.
|
16
Ὁ δροσερὸς ἄνεμος δὲν εἶναι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μειώνει
καὶ καταπαύει τὸν καύσωνα; Ἔτσι
καὶ ἔνας καλὸς λόγος εἶναι ἀνώτερος
ἀπὸ μίαν ὑλικὴν βοήθειαν.
|
16
Μήπως τὴν ἐκ τοῦ καύσωνος ζεστὴν δὲν
τὴν ἀνακουφίζει ἡ δροσιά; Ἔτσι εἶναι
προτιμότερος ὁ καλὸς καὶ προσηνὴς
λόγος ἀπὸ τὴν μετὰ περιφρονήσεως διδομένην
ἐλεημοσύνην. |
17
Οὐκ ἰδοὺ λόγος
ὑπὲρ δόμα ἀγαθὸν; Καὶ
ἀμφότερα παρὰ ἀνδρὶ κεχωρισμένῳ.
|
17
Δὲν εἶναι πράγματι ὁ καλὸς λόγος
ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὴν πολυσιωτέραν
δωρεάν; Εἰς τὸν ἄνθρωπον ὅμως,
ποὺ ἔχει χάριν Θεοῦ, εἶναι συνδυασμένα
καὶ τὰ δυο, τὸ δῶρον καὶ ὁ
καλὸς λόγος.
|
17
Δὲν βλέπεις λοιπὸν ὅτι ὁ καλὸς
καὶ πλήρης συμπαθείας λόγος εἶναι προτιμότερος
ἀπὸ πλουσίαν καὶ γενναιόδωρον δόσιν ἐλεημοσύνης;
Εἰς τὸν χαριτωμένον ὅμως ἄνθρωπον
συνυπάρχουν καὶ τὰ δύο. |
18
Μωρὸς ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ, καὶ
δόσις βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούς.
|
18
Ὁ μωρὸς δὲν δίδει τίποτε καὶ
ἐκτρέπεται εἰς ὕβρεις καὶ κατηγορίας.
Τὸ δὲ δῶρον τοῦ φθονεροῦ ἀνθρώπου
φλογίζει καὶ λυώνει τὰ μάτια
ἐκείνου, ποὺ τὸ δέχεται.
|
18
Ὁ ἐκ τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ
ἐγωϊσμοῦ του μωρὸς καὶ ἀνόητος
θὰ ὀνειδίσῃ περιφρονητικῶς τὸν
ἐλεούμενον, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη
τοῦ φθονεροῦ λειώνει τὰ μάτια τοῦ
πτωχοῦ καὶ ἀναμένοντος βοήθειαν.
|
19
Πρὶν ἢ λαλῆσαι μάνθανε, καὶ
πρὸ ἀρρωστίας θεραπεύου. |
19
Πρὶν ὁμιλήσῃς, σκέψου καὶ
μάθε καλὰ τί θὰ εἴπῃς·
καὶ πρὶν ἀσθενήσῃς πρόσεχε,
νὰ μὴ ἀρρωστήσῃς.
|
19
Προτοῦ νὰ ὁμιλήσῃς, ἐξέταζε
καλὰ καὶ μάνθανε τί θὰ εἴπῃς,
καὶ προτοῦ σὲ καταλάβῃ ἡ ἀρρώστια,
λάμβανε μέτρα θεραπευτικά. Ἀρρώστια εἶναι
καὶ πᾶσα παρεκτροπὴ τῆς ἀχαλινώτου
γλώσσης. |
20
Πρὸ κρίσεως ἐξέταζε σεαυτόν,
καὶ ἐν ὦρᾳ ἐπισκοπῇς εὑρήσεις
ἐξιλασμόν. |
20
Πρὶν σὲ κρίνῃ ὁ Κύριος,
ἐξέτασε σὺ τὸν ἑαυτόν
σου· καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς
ἐπισκέψεως τοῦ Κυρίου, θὰ εὕρῃς
ἐνώπιόν του ἔλεος καὶ συγχώρησιν.
|
20
Προτοῦ νὰ κριθῇς ἀπὸ τὸν
Θεόν, ἐξέταζε τὸν ἑαυτόν σου,
καὶ τότε κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ
θὰ σὲ ἐπισκεφθῇ ὁ Κύριος διὰ
νὰ σὲ δικάσῃ, θὰ εὕρῃς
ἔλεος. |
21
Πρὶν ἀρρωστῆσαί
σε ταπεινώθητι καὶ ἐν καιρῷ ἁμαρτημάτων
δεῖξον ἐπιστροφήν |
21
Πρὶν πέσῃς ἄρρωστος, ταπείνωσε
τὸν ἑαυτόν σου καὶ ὅταν ἁμαρτήσῃς
δεῖξε ἀμέσως μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν
πρὸς τὸν Κύριον.
|
21
Ταπείνωσε τὸν ἑαυτόν σου, προτοῦ πέσῃς
ἀσθενὴς ἕνεκα τῆς ἐνόχου
ἀπρονοησίας σου ἢ τῶν ἐφαμάρτων
ἀπροσεξιῶν σου· κατὰ τὸν καιρὸν
δὲ ποὺ πίπτεις εἰς ἁμαρτήματα, ἐπίδειξε
μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν εἰς τὸν
Κύριον. |
22
Μὴ ἐμποδισθῇς τοῦ ἀποδοῦναι
εὐχὴν εὐκαίρως, καὶ μὴ
μείνῃς ἕως θανάτου δικαιωθῆναι.
|
22
Ἀπὸ τίποτε δὲν πρέπει νὰ
ἐμποδισθῇς διὰ τὴν ἔγκαιρον
ἐκπλήρωσιν τοῦ τάματος, ποὺ
ἔχεις κάμει. Μὴ περιμένῃς δὲ
νὰ τακτοποιηθῇς καὶ δικαιωθῇς ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ
θανάτου σου. |
22
Μὴ ἐμποδισθῇς ἀπὸ τοῦ
διὰ νὰ ἐκπληρώσῃς τὸ τάξιμόν
σου εἰς τὸν πρέποντα καιρόν, καὶ μὴ
περιμένῃς μέχρι τῆς ὥρας τοῦ
θανάτου σου διὰ νὰ ἐκτελέσῃς
τὸ δίκαιον καὶ νὰ τακτοποιηθῇς.
|
23
Πρὶν εὔξασθαι, ἐτοίμασον σεαυτὸν
καὶ μὴ γίνου ὡς ἄνθρωπος πειράζων
τὸν Κύριον. |
23
Πρὶν νὰ κάμῃς τὸ τάμα
σου, ἐξέτασε καὶ ἐτοίμασε τὸν
ἑαυτόν σου διὰ τὴν ἐκπλήρωσίν
του καὶ μὴ γίνῃς σὰν ἄνθρωπος,
ποὺ ἀρνεῖται τὸ τάμα του καὶ
πειράζει ἔτσι τὸν Κύριον.
|
23
Προτοῦ νὰ κάμῃς τάξιμον, ἐτοίμασε
τὸν ἑαυτόν σου διὰ σκέψεως ὡρίμου,
καὶ μὴ γίνεσαι σὰν ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος, μὴ δυνάμενος νὰ τελέσῃ
τὸ ὑποσχεθέν, πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν
Κύριον, ἐὰν θὰ τὸν τιμωρήσῃ
διὰ τὴν ἀσυνέπειάν του. |
24
Μνήσθητι θυμοῦ ἐν ἡμέραις τελευτῆς
καὶ καιρὸν ἐκδικήσεως ἐν ἀποστροφῇ
προσώπου. |
24
Νὰ ἔχῃς πάντοτε ὑπ' ὄψιν
σου τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου κατὰ
τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου σου καὶ
τὴν ὥραν τῆς δικαίας τιμωρίας
σου, ὅταν ὁ Θεὸς ἀποστρέφῃ
ἀπὸ σὲ τὸ πρόσωπόν του
διὰ τὰς ἁμαρτίας σου.
|
24
Ἐνθυμοῦ τὴν θείαν ὀργὴν κατὰ
τὰς ἡμέρας τοῦ θανάτου σου, ἐὰν
εὑρεθῇς τότε ἔνοχος καὶ ἀνέτοιμος,
ἐνθυμοῦ καὶ τὸν καιρὸν τῆς
θείας ἐκδικήσεως καὶ τιμωρίας, ὅταν ὁ
Κύριος θὰ στρέφῃ ἀλλαχοῦ τὸ
πρόσωπόν του μετ’ ἀποδοκιμασίας. |
25
Μνήσθητι καιρὸν λιμοῦ ἐν καιρῷ
πλησμονῆς, πτωχείαν καὶ ἔνδειαν ἐν
ἡμέραις πλούτου. |
25
Ὅταν θὰ ἔχῃς πλούσια τὰ
ἀγαθά, νὰ ἐνθυμῆσαι καὶ
τὸν καιρὸν τῆς πείνας· ὅπως
ἐπίσης καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας
τοῦ πλουτισμοῦ σου, νὰ ἐνθυμῆσαι
τὴν προτέραν πτωχείαν καὶ στέρησιν.
|
25
Ἐνθυμήσου τὸν χρόνον τῆς πείνας
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ χορτασμοῦ
καὶ τῆς ἀφθονίας ὅλων, τὴν πτωχείαν
δὲ καὶ τὴν στέρησιν κατὰ τὰς
ἡμέρας ποὺ ἔχει πλοῦτον.
|
26
Ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας μεταβάλλει
καιρός, καὶ πάντα ἐστὶ ταχινὰ
ἔναντι Κυρίου. |
26
Ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βραδὺ
μεταβάλλεται ὁ καιρός· ἔτσι καὶ
ὅλα ταχύτατα παρέρχονται ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου.
|
26
Ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ ἑσπέρας
μεταβάλλεται ὁ καιρός, καὶ ὅλα εἶναι
φευγαλέα καὶ γρήγορα περνοῦν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος
ἀναλλοίωτος. |
27
Ἄνθρωπος σοφὸς ἐν παντὶ εὐλαβηθήσεται
καὶ ἐν ἡμέραις ἁμαρτιῶν
προσέξει ἀπὸ πλημμελείας.
|
27
Ὁ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι εἰς ὅλα
προσεκτικὸς καὶ ἕτοιμος, καὶ εἰς
ἡμέρας πειρασμοῦ τῆς ἁμαρτίας
θὰ προσέξῃ νὰ ἀποφύγῃ
τὴν πτῶσιν.
|
27
Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ εἶναι
εἰς ὅλα προσεκτικὸς καὶ εὐλαβής,
καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ἐπικρατοῦν
παντὸς εἴδους ἁμαρτίαι, θὰ προσέξῃ
νὰ μὴ παρασυρθῇ εἰς πλημμέλημά τι.
|
28
Πᾶς συνετὸς ἔγνω σοφίαν καὶ
τῷ εὑρόντι αὐτὴν σώσει
ἐξομολόγησιν. |
28
Κάθε συνετὸς ἄνθρωπος κατέχει τὴν
ἀληθῆ γνῶσιν καὶ σοφίαν. Θὰ
συγχαρῇ δὲ εἰλικρινῶς ἐκεῖνον,
ποὺ θὰ ἀναζητήσῃ καὶ θὰ
εὔρῃ τὴν σοφίαν.
|
28
Κάθε συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι εἰς θέσιν
νὰ γνωρίσῃ τὴν θείαν Σοφίαν, καὶ εἰς
ἐκεῖνον ποὺ τὴν εὗρε θὰ
ἀποδώσῃ τιμὴν καὶ ἔπαινον.
|
29
Συνετοὶ ἐν λόγοις καὶ αὐτοὶ
ἐσοφίσαντο καὶ ἀνώμβρησαν παροιμίας
ἀκριβεῖς. |
29
Εὐφυεῖς ἄνθρωποι, ποὺ προσέχουν
τοὺς λόγους τῶν σοφῶν, θὰ γίνουν
καὶ αὐτοὶ σοφοὶ καὶ ὡσὰν
εὐεργετικὴ βροχὴ θὰ πίπτουν
τὰ σοφὰ γνωμικά των.
|
29
Ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετὰ συνέσεως
καὶ σοβαρότητος προσέχουν εἰς τοὺς
λόγους των, ἐκαλλιέργησαν καὶ αὐτοὶ
τὴν Σοφίαν καὶ μετ’ ἀφθονίας ὡς βροχὴν
ἐκβάλλουν ἀπὸ τὸ στόμα των ἀποφθέγματα
καὶ παροιμίας σοφὰς καὶ ἀκριβεῖς.
|
ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ
ΨΥΧΗΣ
|
ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
|
ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΨΥΧΗΣ
|
30
Ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν σου μὴ
πορεύου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέξεών
σου κωλύου. |
30
Μὴ παρασύρεσαι καὶ μὴ ἀκολουθῇς
τὰς κακὰς ἐπιθυμίας σου. Καὶ
ἀπὸ τὰς ἁμαρτωλὰς ὀρέξεις
σου νὰ ἐμποδίζῃς τὸν ἑαυτόν
σου. |
30
Μὴ παρασύρεσαι πίσω ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας
σου καὶ ἐμπόδιζε τὸν ἑαυτόν
σου ἀπὸ τὰς σαρκικὰς ὀρέξεις
σου. |
31
Ἐὰν χορηγήσῃς τῇ ψυχῇ
σου εὐδοκίαν ἐπιθυμίας, ποιήσει
σε ἐπίχαρμα τῶν ἐχθρῶν σου.
|
31
Ἐὰν χορηγήσῃς εἰς τὴν
ψυχήν σου τὴν συγκατάθεσίν σου εἰς
ἐκπλήρωσιν τῶν ἀτόπων ἐπιθυμιῶν,
θὰ γίνῃς περίγελως τῶν ἐχθρῶν
σου. |
31
Ἐὰν παραχωρήσῃς εἰς τὴν ψυχήν
σου τὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ εἶναι ἀρεστὴ
εἰς αὐτήν, θὰ σὲ κάμῃ περίγελων
τῶν ἐχθρῶν σου. |
32
Μὴ εὐφραίνου ἐπὶ πολλῇ
τρυφῇ, μηδὲ προσδεθῇς συμβολῇ αὐτῆς.
|
32
Μὴ ἐπιδιώκῃς τὴν τέρψιν
καὶ χαράν σου εἰς τὴν πολλὴν
καὶ μεγάλην τρυφήν, οὔτε νὰ
προσδεθῇς καὶ ὑποταχθῇς εἰς
τὴν καλοζωΐαν, τὴν ὁποίαν αὐτῇ
προσφέρει. |
32
Νὰ μὴ χαίρεσαι καὶ νὰ μὴ θεωρῇς
εὐτυχίαν τὴν πολλὴν καλοπέρασιν καὶ
τρυφήν, οὔτε νὰ δεθῇς αἰχμάλωτος εἰς
τὴν συντροφιὰν καλοζωϊστῶν.
|
33
Μὴ γίνου πτωχὸς συμβολοκοπῶν ἐκ
δανεισμοῦ, καὶ οὐδὲν σοί ἐστιν
ἐν μαρσιπείῳ. |
33
Ἐὰν εἶσαι πτωχὸς μὴ ὀργανώνῃς
συμπόσια μὲ δανεικὰ χρήματα, καθ'
ὃν χρόνον τίποτε δὲν ἔχεις μέσα
εἰς τὸ βαλάντιόν σου. |
33
Μὴ γίνεσαι πτωχός, ἑτοιμάζων καὶ παραθέτων
συμπόσια καὶ τραπέζια διὰ δανεισμένων χρημάτων,
καθ’ ὃν χρόνον δὲν ὑπάρχει τίποτε εἰς
τὸ δερμάτινον βαλάντιον σου. |