Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ργάτης
μέθυσος οὐ πλουτισθήσεται· ὁ
ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ
μικρὸν πεσεῖται. |
έθυσος
ἐργάτης ποτὲ δὲν θὰ πλουτήσῃ.
Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος καταφρονεῖ
καὶ δὲν προσέχει τὰ ὀλίγα,
θὰ περιπέσῃ ὀλίγον κατ' ὀλίγον
εἰς πτωχείαν.
|
ργάτης
ποὺ πίνει καὶ μεθᾷ, δὲν θὰ γίνῃ
ποτὲ πλούσιος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ
περιφρονεῖ τὰ ὀλίγα καὶ δὲν
δίδει σημασίαν εἰς τὰς μικροδαπάνας, σιγά
- σιγὰ θὰ πέσῃ ἔξω οἰκονομικῶς.
|
2
Οἶνος καὶ γυναῖκες ἀποστήσουσι
συνετούς, καὶ ὁ κολλώμενος πόρναις
τολμηρότερος ἔσται· |
2
Τὸ κρασὶ καὶ αἱ γυναῖκες ἀπομακρύνουν
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς φρόνιμους ἀνθρώπους.
Ἐκεῖνος ποὺ προσκολλᾶται εἰς
τὰς πόρνας, γίνεται θρασὺς καὶ
ἀναιδής.
|
2
Ὁ οἶνος καὶ αἱ ἀνήθικοι
γυναῖκες ἀσφαλῶς θ’ ἀπομακρύνουν ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ἀνθρώπους συνετούς· αὐτὸς
δὲ ποὺ προσκολλᾶται εἰς πόρνας, θὰ
γίνῃ περισσότερον ἀσύστολος καὶ αὐθάδης.
|
3
σῆτες καὶ σκώληκες κληρονομήσουσιν
αὐτόν, καὶ ψυχὴ τολμηρὰ ἐξαρθήσεται.
|
3
Οἱ μὲν θὰ γίνουν τροφὴ εἰς
τὰ σαράκια καὶ τὰ σκουλήκια,
ὁ δὲ θρασὺς καὶ ἀναιδὴς
θὰ χάσῃ τὴν ψυχήν του.
|
3
Σκόροι καὶ σκουλήκια θὰ τὸν κληρονομήσουν
καὶ θὰ τὸν καταφάγουν, ψυχὴ δὲ
ἀδιάντροπος καὶ ἀσύστολος θὰ
σηκωθῇ ἀπὸ τὴν μέσην καὶ θὰ
ἐξαφανισθῇ. |
4
Ὁ ταχὺ ἐμπιστεύων κοῦφος καρδίᾳ,
καὶ ὁ ἁμαρτάνων εἰς ψυχὴν
αὐτοῦ πλημμελήσει. |
4
Ἐκεῖνος ποὺ δίδει ἀμέσως
ἐμπιστοσύνην εἰς ὅλους καὶ εἰς
ὅλα εἶναι ἐλαφρόμυαλος, καὶ
ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει, κάμνει
κακὸν εἰς τὴν ψυχήν του. |
4
Ἐκεῖνος ποὺ εὔκολα καὶ ἀμέσως
δίδει ἐμπιστοσύνην, εἶναι ἐπιπόλαιος καὶ
ἐλαφρὸς κατὰ τὴν διάνοιαν· αὐτὸς
δὲ ποὺ συνεχῶς ἁμαρτάνει, πταίει καὶ
δημιουργεῖ τρομερὰς συνεπείας εἰς τὴν
ψυχὴν του. |
5
Ὁ εὐφραινόμενος καρδίᾳ καταγνωσθήσεται,
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ εὐφραίνῃ
τὴν καρδίαν του μὲ ἀσωτίας,
θὰ κατακριθῇ.
|
5
Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν
καὶ χαρὰν εἰς τὴν καρδίαν του διὰ
τὸ κακὸν καὶ τὴν ἁμαρτίαν, θὰ
καταδικασθῇ καὶ θὰ κατακριθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν· |
6
καὶ ὁ μισῶν λαλιὰν ἐλαττονοῦται
κακία. |
6
Ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται
τὴν φλυαρίαν, θὰ ἀποφύγῃ
πολλὰς πτώσεις. |
6
καὶ ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὴν
πολυλογίαν καὶ φλυαρίαν, ὀλιγοστεύει τὰς
ἁμαρτίας καὶ πτώσεις του. |
7
Μηδέποτε δευτερώσῃς λόγον, καὶ
οὐθέν σοι οὐ μὴ ἐλαττονωθῇ.
|
7
Μὴ περιφέρῃς ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
λόγον, ποὺ ἔχεις ἀκούσει, καὶ
ἔτσι δὲν θὰ χάσῃς τίποτε.
|
7
Μὴ ἐπαναλάβῃς ποτὲ ἀπερισκέπτως
λόγον καὶ φλυαρίαν ἄλλου, καὶ δὲν
θὰ ζημιωθῇς οὔτε θὰ χάσῃς τίποτε.
|
8
Ἐν φίλῳ καὶ ἐν ἐχθρῷ
μὴ διηγοῦ, καὶ εἰ μή ἔστΙ
σοι ἁμαρτία, μὴ ἀποκάλυπτε·
|
8
Οὔτε εἰς τὸν φίλον οὔτε εἰς
τὸν ἐχθρόν σου νὰ ἐπαναλαμβάνῃς
ἀδιακρίτως ὅσα ἤκουσες. Μὴ φανερώνῃς
ὅσα ἤκουσες, ἕκτος ἐὰν ἡ
ἀπόκρυψίς των καταλογισθῇ εἰς
σὲ ὡς ἁμαρτία.
|
8
Οὔτε ἐνώπιον φίλου οὕτε ἐνώπιον ἐχθροῦ
μὴ ἀφηγῆσαι τὸν λόγον καὶ τὴν
φλυαρίαν αὐτὴν καὶ ἐὰν δὲν
πρόκειται διὰ τῆς ἀποκρύψεως νὰ ἁμαρτήσῃς,
μὴ φανερώσῃς ταύτην. |
9
Ἀκήκοε γάρ σου καὶ ἐφυλάξατό
σε, καὶ ἐν καιρῷ μισήσει σε.
|
9
Διότι ὁ ἐχθρός σου ἤκουσε λόγιά
σου, τὰ ἐφύλαξε μέσα του καὶ
εἰς τὸν κατάλληλον δι' ἐκεῖνον
χρόνον θὰ ἐκδηλώσῃ ἐναντίον
σου τὸ μῖσος του.
|
9
Ἔσο ἐχέμυθος, διότι ὁ ἄλλος θὰ
σὲ ἀκούσῃ καὶ θὰ φυλάξῃ
ὅ,τι εἶπες, καὶ εἰς τὸν κατάλληλον
καιρὸν θὰ ἐκδηλώσῃ τὸ
μῖσος του πρὸς σέ. |
10
Ἀκήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι·
θάρσει, οὐ μὴ σε ρήξει. |
10
Ἤκουσες κάποιο μυστικόν, ἂς ἀποθάνῃ
μαζῆ σου. Ἔχε θάρρος καὶ ἂν
τὸ κρατήσῃς μέσα σου, δὲν θὰ
σὲ κάμῃ νὰ σκάσῃς.
|
10
Ἤκουσες κάποιον λόγον μυστικόν; Ἂς ἀποθάνῃ
μαζί σου, χωρὶς νὰ τὸν φανερώσῃς.
Ἔχε θάρρος καὶ μὴ φοβῆσαι. Δὲν
ὑπάρχει κίνδυνος νὰ σὲ διαρρήξῃ, ἐὰν
δὲν τὸν εἴπῃς. |
11
Ἀπὸ προσώπου λόγου ὠδινήσει
μωρὸς ὡς ἀπὸ προσώπου βρέφους
ἡ τίκτουσα. |
11
Ὁ μωρός, ὅταν ἀκούσῃ ἔναν
λόγον, θέλει νὰ τὸν ἐξωτερικεύσῃ
ὡς ἐὰν δοκιμάζῃ ὠδίνας
τοκετοῦ, ὅπως ἡ γυναίκα ἡ ὁποία
πρόκειται νὰ γεννήσῃ βρέφος.
|
11
Ἐξ αἰτίας λόγου θὰ δοκιμάσῃ πόνους
τοκετοῦ μόνον ὁ ἀνόητος καὶ μωρός,
ὁ ὁποῖος διὰ νὰ τὸν τηρήσῃ
μυστικὸν θὰ πονέσῃ, ὅπως ἐξ
αἰτίας τοῦ βρέφους ἡ γυναῖκα, ἡ
ὁποία γεννᾷ. |
12
Βέλος πεπηγὸς ἐν μηρῷ σαρκός,
οὕτως λόγος ἐν κοιλίᾳ μωροῦ.
|
12
Ὅπως ὅταν ἕνα βέλος ἔχῃ
καρφωθῆ εἰς τὸν μηρὸν τοῦ σώματός
μας, φέρει πόνον καὶ θέλομεν νὰ
τὸ βγάλωμεν, ἔτσι καὶ ἕνα μυστικόν,
ποὺ ἤκουσεν ὁ μωρὸς καὶ τὸ
ἔχει μέσα του, τοῦ φέρει πόνον
καὶ θέλει νὰ τὸ ἐξωτερικεύσῃ.
|
12
Ὅπως ἓν βέλος καρφωμένον εἰς μηρὸν
σώματος προξενεῖ πόνον, ἔτσι καὶ τὸ
μυστικὸν προκαλεῖ στενοχώριαν εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ ἀνοήτου. |
13
Ἔλεγξον φίλον, μήποτε οὐκ ἐποίησε,
καὶ εἴ τι ἐποίησε, μήποτε προσθῇ.
|
13
Κάμε παρατήρησιν εἰς τὸν φίλον
σου διὰ σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον
κατηγορεῖται καὶ τὸ ὁποῖον ἐνδέχεται
νὰ μὴ διέπραξε. Καὶ ἐὰν
περιέπεσεν εἰς κάποιο σφάλμα, πάλιν
κάμε του ὑπόδειξιν, διὰ νὰ μὴ
τὸ ἐπαναλάβῃ καὶ προσθέσῃ
νέον σφάλμα εἰς τὸ παλαιόν.
|
13
Ἐπίπληξε τὸν φίλον σου μὲ ἐπιφύλαξιν,
μήπως δὲν ἔκαμε τὸ κακόν, διὰ τὸ
ὁποῖον τὸν παρατηρεῖς· καὶ
ἐὰν τὸ ἔπραξε, πρότρεψε καὶ
συμβούλευσέ τον, διὰ νὰ μὴ τὸ
ἐπαναλάβῃ. |
14
Ἔλεγξον τὸν πλησίον, μήποτε οὐκ
εἶπε, καὶ εἱ εἴρηκεν, ἵνα μὴ
δευτερώσῃ· |
14
Κάμε παρατήρησιν εἰς τὸν πλησίον
σου διὰ λόγια, ποὺ κατηγορεῖται ὅτι
τὰ εἶπε, διότι ἐνδεχομένως δὲν
τὰ ἔχει εἴπει. Καὶ ἐὰν
κάτι τὸ ἐσφαλμένον ἔχῃ
πεῖ, κάμε του παρατήρησιν, διὰ νὰ
μὴ τὸ ἐπαναλάβῃ.
|
14
Ἔλεγξε τὸν φίλον σου μὲ λεπτότητα, μήπως
δὲν εἶπε τὸν ἄτοπον λόγον, διὰ
τὸν ὁποῖον τὸν ἐλέγχεις·
καὶ ἐὰν τὸν εἶπε, συμβούλευσέ
τον νὰ μὴ τὸν ἐπαναλάβῃ.
|
15
ἔλεγξον φίλον, πολλάκις γὰρ γίνεται
διαβολή, καὶ μὴ παντὶ λόγῳ
πίστευε. |
15
Κάμε παρατήρησιν, ζήτησε ἐξήγησιν
ἀπὸ τὸν φίλον σου διὰ κατηγορίαν
ἐκσφενδονισθεῖσαν ἐναντίον του, διότι
πολλὲς φορὲς ὑπάρχουν καὶ συκοφαντίαι,
καὶ μὴ δίδῃς ἐμπιστοσύνην
εἰς κάθε λόγον κατηγορίας.
|
15
Ἐξέτασε καὶ ἐρώτησε τὸν φίλον
σου καὶ συνεξηγήσου μαζί του, διότι πολλάκις γίνεται
διαβολὴ καὶ συκοφαντία, καὶ δι’ αὐτὸ
μὴ πιστεύῃς εἰς τὸν καθένα.
|
16
Ἔστιν ὀλισθαίνων καὶ οὐκ ἀπὸ
ψυχῆς, καὶ τίς οὐχ ἡμάρτησεν
ἐν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ;
|
16
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ξεγλυστροῦν πρὸς τὸ κακόν, χωρὶς
νὰ ἔχουν κακὴν πρόθεσιν, ἀλλὰ
ἀπὸ συναρπαγήν. Καὶ ποιὸς ἄνθρωπος
ἠμπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῇ, ὅτι
δὲν ἔχει ἁμαρτήσει μὲ τὰ
λόγια του;
|
16
Ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ γλιστρᾷ εἰς
λόγον ἄτοπον οὐχὶ ἐσκεμμένως
καὶ μὲ τὴν καρδίαν του. Καὶ ποῖος
δὲν ἡμάρτησε μὲ τὴν γλῶσσαν
του ποτέ; |
17
Ἔλεγξον τὸν πλησίον σου πρὶν ἢ
ἀπειλῆσαι, καὶ δὸς τόπον νόμῳ
Ὑψίστου. Γινόμενος
ἄμηνις. |
17
Ἔλεγξε τὸν φίλον σου πρὶν ἀπειλαὶ
καὶ κίνδυνοι τὸν περιστοιχίσουν καὶ
ἄφησε νὰ ἐνεργήσῃ εἰς
τὴν καρδίαν του ὁ Νόμος τοῦ
Ὑψίστου. Σὺ ὅμως πρέπει νὰ
παραμείνῃς ἀόργητος.
|
17
Ἔλεγξε λοιπὸν τὸν φίλον σου μὲ πραότητα,
προτοῦ φθάσῃς εἰς τὸ σημεῖον
νὰ τὸν ἀπειλήσῃς καὶ τὸν
ἐπιτιμήσῃς μὲ αὐστηρότητα· καὶ
ἔτσι δῶσε τόπον καὶ εὐκαιρίαν εἰς
τὸν Νόμον τοῦ Ὑψίστου, ἵνα ἐπιδράσῃ
ἐπ’ αὐτοῦ διὰ τοῦ φόβου του.
|
18
Φόβος Κυρίου ἀρχὴ προσλήψεως,
σοφία δὲ παρ' αὐτοῦ ἀγάπησιν
περιποιεῖ. |
18
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ
ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς
συνάψεως εἰλικρινοῦς φιλίας. Ἡ
δὲ σοφία, ἀπορρέουσα ἀπὸ
τὸν Θεόν, ἐμπνέει ἀγάπην
πρὸς τὸν φίλον.
|
18
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀρχὴ
καὶ βάσις τῆς προσελκύσεως καὶ προσλήψεως
φίλων ἡ δὲ παρὰ τοῦ Θεοῦ Σοφία
καὶ σύνεσις καθιστᾷ τὸν ἔχοντα αὐτὴν
ἀξιαγάπητον. |
19
Γνῶσις ἐντολῶν Κυρίου παιδεία
ζωῆς, οἱ δὲ ποιοῦντες τὰ ἀρεστὰ
αὐτῷ ἀθανασίας δένδρον καρποῦνται.
|
19
Ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ
Κυρίου εἶναι ἀληθινὴ μόρφωσις
διὰ τὴν ζωήν. Ὅσοι δὲ πράττουν
τὰ εὐάρεστα εἰς αὐτόν,
ἀπολαμβάνουν τοὺς καρποὺς τοῦ
δένδρου τῆς ἀθανασίας.
|
19
Ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ
Κυρίου εἶναι μόρφωσις, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν πραγματικὴν ζωήν, ὅσοι δὲ
πράττουν τὰ ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν,
τρώγουν τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου τῆς
ἀθανασίας. |
20
Πᾶσα σοφία φόβος Κυρίου, καὶ
ἐν πάσῃ σοφίᾳ ποίησις
νόμου· καὶ γνῶσις τῆς παντοδυναμίας
αὐτοῦ. |
20
Κάθε πραγματικὴ σοφία χαρακτηρίζεται
καὶ διαποτίζεται ἀπὸ τὴν εὐλάβειαν
πρὸς τὸν Κύριον. Εἰς τὴν ἀληθινὴν
σοφίαν ἀκολουθεῖ καὶ ὑπάρχει
πάντοτε ἡ τήρησις τοῦ θείου
Νόμου καὶ ἡ γνῶσις τῆς παντοδυναμίας
τοῦ Θεοῦ.
|
20
Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλη ἡ
Σοφία, καὶ ὅπου ὑπάρχει ὅλη ἡ
Σοφία, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ τήρησις
καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ θείου Νόμου καὶ
ἡ ὁδηγοῦσα εἰς αὐτὴν συναίσθησις
τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ.
|
21
Οἰκέτης λέγων τῷ δεσπότῃ·
ὡς ἀρέσκει οὐ ποιήσω, ἐὰν
μετὰ ταῦτα ποιήσῃ, παροργίζει
τὸν τρέφονται αὐτόν. |
21
Δοῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει εἰς
τὸν δεσπότην του· <δὲν θὰ
κάμω αὐτὸ ποὺ ἀρέσει εἰς
σέ>, ἔστω καὶ ἐὰν κατόπιν
μεταμεληθῇ καὶ ἐκτελέσῃ τὴν
ἐντολήν, ποὺ ἔλαβε, ἐξοργίζει
ὀπωσδήποτε τὸν τροφοδότην κύριόν
του. |
21
Ὁ δοῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει εἰς
τὸν κύριόν του· δὲν θὰ κάμω, ὅπως
σοῦ ἀρέσει, ἔστω καὶ ἂν μετὰ
ταῦτα μετανοήσας ποιήσῃ τὸ διαταχθέν, παροργίζει
τὸν κύριον ποὺ τὸν διατρέφει.
|
22
Καὶ οὐκ ἔστι σοφία πονηρίας
ἐπιστήμη, καὶ οὐκ ἔστιν ὅπου
βουλὴ ἁμαρτωλῶν φρόνησις. |
22
Ἡ σοφία δὲν εἶναι ἐπιστήμη
τῆς κακίας. Ἡ δὲ σύνεσις δὲν
ὑπάρχει εἰς τὰς σκέψεις καὶ
τὰς συμβουλὰς τῶν ἁμαρτωλῶν.
|
22
Ἡ ἐπιστήμη καὶ γνῶσις τῆς πονηρίας
καὶ κακίας δὲν εἶναι πραγματικὴ Σοφία·
καὶ ὅπου συμβούλια καὶ σύσκεψις ἁμαρτωλῶν,
δὲν ὑπάρχει σύνεσις καὶ φρονιμάδα.
|
23
Ἔστι πονηρία καὶ αὕτΗ βδέλυγμα,
καὶ ἔστιν ἄφρων ἐλαττούμενος
σοφίᾳ. |
23
Ὑπάρχει γνῶσις καὶ πρᾶξις πονηρά·
αὐτὴ ὅμως εἶναι βδελυρὰ ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει ὅμως καὶ
ἄφρων, ἀνόητος, καθυστερημένος εἰς
νόησιν καὶ γνῶσιν.
|
23
Ὑπάρχει πονηρὰ ἱκανότης καὶ εὐφυΐα
καὶ εἶναι αὕτη βδέλυγμα καὶ μυσαρὰ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι δὲ ἄνθρωπος
ἄφρων ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
στερεῖται τῆς ἀληθοῦς σοφίας καὶ
συνέσεως. |
24
Κρείττων ἡττώμενος ἐν συνέσει
ἔμφοβος ἢ περισσεύων ἐν φρονήσει
καὶ παραβαίνων νόμον. |
24
Προτιμότερος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ὑπολείπεται εἰς σοφίαν ἀλλ'
ἔχει φόβον Θεοῦ, ἀπὸ τὸν
ἄλλον, ὁ ὁποῖος εἶναι πλούσιος
εἰς σοφίαν, παραβαίνει ὅμως τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου.
|
24
Εἶναι καλύτερος καὶ ἀξίζει περισσότερον
ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει εὐφυΐαν,
κατέχεται ὅμως ἀπὸ τὸν θεῖον
φόβον, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ περισσεύει
εἰς ἐξυπνάδαν καὶ παραβαίνει τὸν
Νόμον τοῦ Θεοῦ. |
25
Ἔστι πανουργία ἀκριβὴς καὶ αὕτη
ἄδικος, καὶ ἔστι διαστρέφων χάριν
τοῦ ἐκφᾶναι κρῖμα. |
25
Ὑπάρχουν ἱκανότητες καὶ δραστηριότητες
ἀξιόλογοι, ὁδηγοῦν ὅμως εἰς
τὴν ἀδικίαν. Ὑπάρχουν δὲ
καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι, διὰ
νὰ ὑποστηρίξουν καὶ ἐπιτύχουν
τὸ ζήτημά των, καταφεύγουν εἰς
τὴν διαστροφὴν τῆς ἀληθείας
καὶ τὴν ἀπάτην.
|
25
Ὑπάρχει εὐφυΐα εὔστροφος καὶ μεγάλη,
καὶ ὅμως αὐτὴ εἶναι ἄδικος,
χρησιμοποιουμένη εἰς τὸ κακόν·
καὶ ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ διαστρέφει
τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ δίκαιον, διὰ
νὰ κερδίσῃ τὴν δίκην.
|
26
Ἔστι πονηρευόμενος συγκεκυφὼς
μελανίᾳ, καὶ τὰ ἐντὸς
αὐτοῦ πλήρης δόλου· |
26
Ὑπάρχουν πονηροί, ποὺ βαδίζουν
μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ σκυθρωπὸν
τὸ πρόσωπον, δῆθεν ἀπὸ λύπην,
ἐνῷ τὸ ἐσωτερικόν των εἶναι
γεμᾶτον δολιότητας.
|
26
Ὑπάρχει ἄνθρωπος γεμᾶτος πονηρίαν, σκυμμένος
πρὸς τὰ κάτω σὰν ἀπὸ μαυρίλαν
καὶ σκυθρωπασμὸν ἐκ βαθείας λύπης, καὶ
ὅμως κατὰ τὸ ἐσωτερικὸν αὐτοῦ
εἶναι γεμᾶτος δόλον. |
27
συγκύφων πρόσωπον καὶ ἐτεροκωφῶν,
ὅπου οὐκ ἐπεγνώσθη, προφθάσει
σε· |
27
Αὐτὸς προχωρεῖ μὲ σκυμμένο τὸ
κεφάλι, προσποιεῖται ὅτι δὲν ἀκούει
τίποτε καὶ ἐὰν δὲν ἀντιληφθῇς
ἐγκαίρως τὴν ὑποκρισίαν καὶ
δολιότητά του, θὰ τρέξῃ ἐνωρίτερα
ἀπὸ σέ, διὰ νὰ καταπατήσῃ
τὸ δίκαιόν σου.
|
27
Ἔχων σκυμμένον τὸ πρόσωπον καὶ κρυφακούων
μὲ τὸ ἕνα αὐτί, ἐκεῖ
ποὺ δὲν θὰ γίνῃ ἀντιληπτὸς
καὶ δὲν θὰ καταστῇ γνωστὸς ἀπὸ
κανένα, θὰ σὲ προλάβῃ, διὰ νὰ
σοῦ κάμῃ κακόν. |
28
καὶ ἐὰν ὑπὸ ἐλαττώματος
ἰσχύος κωλυθῇ ἁμαρτεῖν, ἐὰν
εὕρῃ καιρόν, κακοποιήσει.
|
28
Καὶ ἐὰν ἐξ αἰτίας κάποιας
ἀδυναμίας του ἐμποδισθῇ νὰ πραγματοποιήσῃ
τὸ κακόν, ποὺ ἔχει ἀποφασίσει,
ὅταν εὕρῃ κατάλληλον καιρὸν
θὰ τὸ πραγματοποιήσῃ.
|
28
Καὶ ἐὰν ἀπὸ ἔλλειψιν σωματικῆς
δυνάμεως ἐμποδισθῇ νὰ ἁμαρτήσῃ
εἰς βάρος σου καὶ νὰ σοῦ κάμῃ
κακόν, ὅταν ποτὲ εὕρῃ εὐκαιρίαν,
θὰ σὲ κακοποιήσῃ. |
29
Ἀπὸ ὁράσεως ἐπιγνωσθήσεται
ἀνήρ, καὶ ἀπὸ ἀπαντήσεως
προσώπου ἐπιγνωσθήσεται νοήμων.
|
29
Ἀπὸ τὴν ἐξωτερικήν του ἐμφάνισιν
εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ γνωστὸς
ὁ κακὸς ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ
τὴν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου του εἶναι
δυνατὸν νὰ γίνῃ γνωστὸς ὁ
καλὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος.
|
29
Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζεται ἀπὸ τὸ
βλέμμα του καὶ ἀπὸ τὸ κύτταγμά του,
ὁ δὲ μυαλωμένος καὶ ἔξυπνος ἄνθρωπος
γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὴν ἔκφρασιν
τοῦ προσώπου του. |
30
Στολισμὸς ἀνδρὸς καὶ γέλως ὀδόντων
καὶ βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει
τὰ περὶ αὐτοῦ. |
30
Ἡ ἐνδυμασία τοῦ ἀνθρώπου,
τὸ γέλιο τῶν χειλέων του καὶ
τὸ βάδισμά του διαλαλοῦν, τί
ἄνθρωπος εἶναι αὐτός. |
30
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐνδύεται
καὶ στολίζεται ἕνας ἄνθρωπος καὶ ὁ
θορυβώδης ἢ μετρημένος γέλως τῶν χειλέων του καὶ
τὸ σεμνὸν ἢ ἄτακτον βάδισμά του μαρτυροῦν
καὶ ἀναγγέλλουν τί εἴδους ἄνθρωπος
εἶναι. |